ΓΡΑΦΤΟ ΣΤΗ ΔΗΛΟ
1
Κοίταξε με μισόν
μισοφέγγαρον
κι εγώ το ίδιο: μην έχοντας δει
απ’ το άνοιγμα του κεφαλιού σου τ’ άστρα
μην έχοντας ακούσει
του στόματος σου το μυστικό
και τα μυστικά των μαλλιών που τα δέρνει η άρμη
Αυτό το νησί σου λέω λίγο-λίγο με τρώει και πάω να του
μοιάσω
ακόμα και στη συκιά του και στη μινώα του κρήνη
και στο νερόφιδό του
και στο πηγάδι
Κι εδώ τ’ άλλο βήμα πάνω απ τη δίψα
πλάι στο ψηφιδωτό μου κορμί
πωρόλιθος φρενιάζω στις δώδεκα
πωρόλιθος από μέσα κι απ’ έξω
Εδώ είμαι πανέξυπνος εμπρός στο αγκάθι
έχω μάτι που θα πολεμήσει με το φίδι όλη τη μέρα
έχω χέρι πάμφωτο απ΄ το χορτάρι
έχω φωνή που την ακούνε τα αδιόρατα αυτιά
έχω ποδάρια αραχνιασμένα απ΄ τα φαράγγια του Άδη
έχω ορμόνες άγριες
κι ο ουρανός μου απορροφάει την τρέλα και μου δίνει αιθάλη
Και τι δεν έχω
μες στη θαλασσοφάγωτη ζωή μου
όταν συντροφεύω τον ίσκιο
απ’ το πρωί εδώ αιώνες
με καρφωμένα στα μάρμαρα χέρια
2
Μη με ξυπνάτε, πεθαίνω στα ξερόχορτα
τα μάτια μου τροχίζουν γύρω-γύρω μια πέτρα κι ετοιμάζουν
τη Νιόβη
έτλη ες άντα ο τάφος της ήταν
και είμαι θαμμένος λέω λάφυρο της καρποδότρας γης
κάτω από ένα λόφο χώμα κοντά στις Μυκήνες
κι όσοι δεν ξέρουν σκάβουν στον Ορχομενό
και φτερουγούσαν οι πράξεις γύρω στο κεφάλι μου, μα εκείνο
όλο και καταντούσε άσπρο κόκαλο
κι άσπρα γινόντουσαν όλα όπως τα δόντια του στην απριλιά-
τικη φύση
έτλη ες άντα γοργωδυψηλ μαντήια γέλια πάντα
και πολλά άλλα χρώματα και καρποί του νου
του νου που το ψέμα του λάμπει απ΄ άκρη σ’ άκρη
μαντήια λοιπόν πάλι
και πάλι τα κομματάκια (μας) πού φυτρώνουν εδώ κι εκεί.
ως και στη Δήλο (τι ήταν να το πω αυτό το νησί
και με χιλιοδιαβήκαν οι σαύρες
και τα χρυσάφια και τα μουρμουρητά των καθαρμών)
κι έχω στ’ αυτιά μου το κοπάνισμα του σταριού και της
κανέλας
και το φτέρνισμα απ’ το τριμμένο πιπέρι
και την τριζοβολιά της φωτιάς του φούρνου
και το βροντερό «έκτανε Λητοϊδην» που ακούστηκε τη νύχτα
κι έβγαιναν ένα-ένα τα κεφάλια απ’ τις πόρτες
όπως αναμμένα λυχνάρια
μη με ξυπνάτε
τώρα με περιδινίζει το απέραντο άσπρο
κι όπως μινωικό λουλούδι
πια δεν μπορώ να μιλήσω.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ
1
Ο χαλαζίας αναμετράει χιλιάδες μίλια απ’ τη φωνή ώς την
ερωτική κρωξιά του φρύνου
απ’ τη φωνή ως τη βουβή απόκριση ότι πέθανα δέκα χιλιά-
δες φορές
χωρίς ούτε μια να λάμψω (εγώ όμως ξέρω το πρωί τι είμαι
και ξέρω το πολλαπλάσιο μου ότι έρχεται απ’ αλλού και
προς αλλού πάει, μαζί και η άγνωστη αρτηρία μου και
η δνοφερή της απειλή)
Το ένα κι ένα κάνει δυο το διαψεύδει η αφή μου
το μυαλό μου είναι ο διαιρέτης του πέντε και του εφτά
τί όμως σημαίνει πέντε ή εφτά τίποτα δεν μου το λέει
ούτε το ιλιγγιώδες κλάσμα πού με συμπληρώνει
Γι΄ αυτούς όλους τους λόγους περιφέρομαι στην Τροία και
οσμίζομαι του Αϊαντα το αίμα
Με το να λέω «ον» δεν σώζω κανένα δέντρο κι ούτε το φυ-
τεύω
κι ούτε μιγνύω το είναι μου στη φωτοσύνθεση
γίνονται μόνο ερωτικά τα. μάτια μου και με γδέρνουν θη-
λυκά νιάτα
Οι στίχοι μου λένε ότι είναι αστρικοί μα όποιος τους βλέπει
τα χαράματα είναι φαιοί αρουραίοι που τρυπούν τη χαρά
Περιφέρομαι λοιπόν στην Τροία μακρυμάλλης Αχαιός ή
ξυρισμένος Αρπαλίων
Έκτωρ στην καρδιά και Διομήδης στο χέρι, αλαλάζω κι
αλαλάζω
Ο Κάλχας —φωνάζω— αχ ο Κάλχας ο ψεύτης,
κι ό Κάλχας είμαι εγώ
Και βροντούν μες στο θάνατο οι πανοπλίες που τις σκυλεύει
ο αδελφός
κι ο αδελφός είμαι εγώ
Κι άκουσα τότε ένα τικ-τακ, κι ήταν ή τελευταία φορά που
ρώτησα αν ήταν η καρδιά μου ή αν ήταν μια παλλόμενη
ραδιοπηγή ή το τικ-τικ-τικ της φωτοσύνθεσης
αν ήταν της σμυρτιάς η φλούδα ή ένα βουνό που πρόκειται
να σπάσει σε δέκα αιώνες
Περιφερόμουν λοιπόν στην Τροία όπως περιφέρομαι τώρα
σε νησιά αχρηστεύοντας κάθε συμβατική μου συμπερι-
φορά και πρώτα απ’ όλα χειρονομίες και λόγια
και τα βαθιά μου τα μάτια που κλείνουν το φεγγάρι τους
καθρεφτισμένο
Αν θέλω να δείξω ότι τώρα έφτασα από κάπου, δεν θέλω να
μου το πουν ούτε οι μικρές ρυτίδες των ημίκλειστων
ματιών των άλλων, ούτε τα χρώματα, ούτε οι αδιόρατες
εκκρίσεις πού συρρικνώνουν μέχρι δακρύων τα χείλη
απλώς δανείζομαι το δολιχόσκιον έγχος του Ατρείδη
φαντάζομαι θαμμένα γέλια Δρυάδων σε απάτητες χαράδρες
κι αυτό σημαίνει «έφτασα από κάπου» χωρίς να το απο¬-
δείχνουν μ’ όλους τους τρόπους τους οι άλλοι˙
κι όχι μονάχα έφτασα από κάπου, αλλά το κορμί μου ξανα¬-
γεννημένο αχολογάει στις επίγειες κερήθρες του και στο
άσβηστο μυαλό μιας Βάκχης
αχολογάει ζωές επερχόμενες
Σήμερα είναι η χιλιοστή μέρα που τα χέρια μου ζεστάθηκαν
σε δάση παλαιολιθικά
ώ πόσο με καινούριες αισθήσεις συνδαυλίζω τον κόσμο
Ανακάλυψα το αριθμητικό μου αντίστοιχο, βρήκα τα νιτρι¬-
κά μου σφαιρίδια και τα σθένη του άνθρακα,
σαλέψανε στις δρασκελιές μου φτέρες κι έκατομμύρια δρο-
σοστάλες,
ο νους μου είναι ο πρώτος κεραυνός που ορθάνοιξε τα μά-
τια ενός βρέφους
είναι το αντίβαρο αναπόφευκτων κύκλων
Όλα τα ζώα και τα πετρώματα μ’ έχουν δικό τους σαν
να ‘χω βγει από μέσα τους
οι κομήτες και τα λουλούδια με κάνουν θρήσκο
Είμαι πια αγνός
και τα φυλλοκάρδια μου διαιωνίζουν τη ζωή
(Δ.Π.Παπαδίτσας, Ποίηση, Μέγας Αστρολάβος-Ευθύνη, 1997)
Πηγή: https://www.poiein.gr/2007/09/29/adhdhadhaassooao-adhaaaaessa-1986/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου