Τρίτη 12 Αυγούστου 2025
Κώστας Βάρναλης - Για λευτεριά και δίκιο
Παρασκευή 18 Απριλίου 2025
Κώστας Βάρναλης - Η Μαγδαληνή
Μες σε παλάτια, που σα σπήλια αντήχαν απ' τις μουσικές
κιι αστράβαν απ’ τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκιές
γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δάγκωναν σαν οχιές·
στην κρουσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.
Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή:
του κόρφου μου τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα…
Σκοτάδια είτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι αμμουδιά
και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν άξαφνα τ' αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η αναπνιά μέσ' σε φορέματα φαρδιά-
απ’ του θριάμβου την κορφή μακριά βλεπα συντέλεια.
…………………………………………………………..
Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά…
Ωραίος δεν είσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο !
Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι αργά.
Την τρίτ’ ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.
Κι ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ·
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την εφτυχιά τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λεφτεριά, στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ' ηδονή στον πόνον, -άξια γνώρα.
Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου (ασημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι' αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ' ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ' άμμο και ψυχή και σ' ακοές και μάτια.
Πράματα νέα δεν έλεγες κι' ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι' από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα χες τη δύναμη ν' ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι όλα για σένα (κι άψυχα κι' άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν’ η καρδιά του Θεού για σένα - και για μένα!
Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι’ αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ σουν άνθρωπος ! Κι' εγώ θα σ’ αναστήσω!
ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ /ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ
Πέμπτη 17 Απριλίου 2025
Κώστας Βάρναλης - Η αγωνία του Ιούδα
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα. Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται. Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει. Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή. Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού. |
· |
Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, — αγκομαχώ!Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,5ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει. Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι,—10την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει! Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά,τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,—ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά·πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι!—15αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε. Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μαςπαραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.20Όλους μάς καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι! Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.Τί να ’ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια προσταγή;…Μα κάπου θα ’ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις25σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις. Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανόπάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.Λόγος γλυκύς, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα30βυθίζεται μες στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα. Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε —βάγια πολλά και φοινικιές!—και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)του ’πα σιγά: —«Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»35—«Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη»! Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,40απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια! Ποιός το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιάαπ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω45κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω; Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινάγια κείνους, που την αρετή μάς θέλουν της θυσίας.50Ήρθε γι’ αυτούς, — για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας. Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,μα σύντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει·55ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μού τα χωρίζει. |
(Θυμάται τη μάνα του) |
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.Μες στα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.60Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι! Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κι ύστερα, σιγάθα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.Και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,65 |
Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025
Κώστας Βάρναλης - «Εθνική Παιδεία»
Γανιάσατε, δασκάλοι, να ξεμάθω
να ’μαι εγώ, να στοχάζομαι, να θέλω—
ψέματα όλο ν’ ακούω, να λέω, να πράττω,
για ψέματα να ζω και να πεθαίνω.
Δεν μπόρεσε η σπουδή να με χαλάσει.
Αντέξανε σαρκίο, ψυχή και γνώση·
μα κάθε τόσο θάνατος να ξέρεις
ότ’ είσαι πάντα πουλημένο κρέας.
[ΟΡΓΗ ΛΑΟΥ και άλλα μεταθανάτια ποιήματα]
Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025
Κώστας Βάρναλης - Η μπαλάντα του Αντρίκου
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γειρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκ’, η Ζηνοβία
(ω! τί χαρούμενη ζωή!
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)
τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει αργά, ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Άξαφνα πέφταν στο νερό
η καθεμιά γδυτή γοργόνα
κι όλο γινόταν πιο μικρό
τ’ Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα.
Είναι μεγάλος ο Θεός!
τ’ αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός
και πλούσια τα χρυσά του ελέη!
Μα ’ρθε χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα…
Κι εσένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμου, μπαρμπ’-Αντρέα.
Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό,
περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παίζ’ η ρομβία):
—Πώς τα περνάς, σ’ αναρωτά,
τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγ’ αυτά λεφτά
να γιάνεις και να ξαναζήσεις…
Κι η βάρκα, μάνα γελαστή,
από τη μια στην άλλη μπάντα
σ’ αργοκουνάει στην κουμπαστή
—Καλό ταξίδι σου για πάντα!
Πόσο μεγάλος ο Θεός
Πατήρ και Πνεύμα και Υιός!
Ποιητικά
Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024
Κώστας Βάρναλης - Το τραγούδι του λαού
Άμα σώπασε ο Οδηγητής, όλες οι άλλες φωνές και ψυχές ενωθήκανε σε μια και λένε το ακόλουθο τραγούδι. |
· |
Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024
Κώστας Βάρναλης - Βάστα, καρδιά...
Να με ξεριζώσεις, Χάρε,σου αντιστέκομαι σα δρυ.Όση φόρα θέλεις πάρε,να με πάρεις δεν μπορεί.
Στ’ αγιασμένο ετούτο χώμα, Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουνδίχως μου στην κορυφή, Θα γιορτάσουμε σαν έναςτη μεγάλη Ανατολήκάθε τόπου, κάθε γέννας Να μας ξεριζώσεις τώραμη σε τρώει η αποθυμιά!όλ’ η Γης είναι μια Χώραένα Δρυ και Ρίζα μια! |
Πέτρος Πανδής - Βάστα, καρδιά
Κώστας Βάρναλης - Παλιολαός
Κώστας Βάρναλης - Δούλος υγιών φρονημάτων
Ή ξαφνικά στο χάντακα σωριάσου,
να μάσουν αύριο την κακομοιριά σου,
ή στην ψάθα σου χρόνια ανακυλίσου
και να μην ξεκολλά η αμαρτωλή σου.
Έσκαβες λίγες μέρες κάθε μήνα
για την πανεθνική σου φασουλάδα.
«Τ’ αφεντικά μου ας έχουν την Ελλάδα,
έχω εγώ Μαραθώνα, Σαλαμίνα…»
Τη σκλαβιά σου την έζησες, σκαφτιά,
σκοτωμένος, χωρίς να πολεμάς.
Δεν έβαλες στην Κόλαση φωτιά,
όπως θα ’λεγε τώρα ο Παλαμάς.
Νοέμβρης 1969
ΟΡΓΗ ΛΑΟΥ και άλλα μεταθανάτια ποιήματα
Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024
Vauquelin des Vetaux - Επικούρειο
Κώστας Βάρναλής - Επικούρειο
Λίγοι σου να ’ν’ οι συγγενήδες, τα έξοδά σου
ναν τα ζυγιάζεις και παντού την ηδονή
να κυνηγάς, χωρίς να βλάβεις την υγειά σου.
Ποτές καρδιά μηδέ ψυχή να σου πονεί.
Φιλοδοξίες και τα λοιπά διώχνε μακριά σου,
οι σπιτικοί σου να σ’ ακούνε ταπεινοί,
χωρίς ανάγκη κανενού τη λευτεριά σου
κράτα ψηλά, που πασανείς να σε φτονεί.
Λαλήματα, μπαξέδες, ζουγραφιές και στίχοι,
σε μπόλικο τραπέζι ολίγοι καλεσμένοι,
τον εαυτό σου αγάπα κι όχι την Ελένη!
Να σε τιμάνε πρίγκιπες έχε την τύχη·
λίγα παιδιά, χωρίς γυναίκα, κι ας σε σβήσει
γλυκός ο θάνατος εδώ στο θείο Παρίσι.
Μετάφραση: Κώστας Βάρναλης
Mεταφράσεις
Κώστας Βάρναλης - Ο καλός πολίτης
έλα κοντά μου, μπάρμπα Θάνο.
Δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι,
ξέχειλο κι είναι το στερνό,
άνοιξε και το πανεθύρι
να μπει το φως το βραδινό.
Και μην αρχέψεις φασαρία
και μου ταράξεις το παιδί
και την καημένη τη Μαρία,
που φως ηλιού δεν έχει δει:
του πλυσταριού την κλειούν οι τοίχοι
να ξενοπλένει και να βήχει.
Για να πληρώσεις τους παπάδες
κάνε το γάιδαρο παράδες,
καρέκλες, μπατανίες ξεπούλα
κι απέ τη χήρα (πως πονώ!)
βάν’ τη σε πλούσιο σπίτι δούλα,
δος και το Λάμπη για ορφανό.
Κι άμα θα φτάσω με πολλά
μεγάλα σάλτα μακρουλά
στον έφτατο ουρανόν απάνω,
θα κάνω τούμπες εκατό
στων ουρανών το δυνατό,
το βασιλιά και το σουλτάνο.
Ω! Τι λουλούδια στις βραγές
και τι πουλιά μπουκλάτα!
Εγώ ‘μαι ο Νικολός. Σταμάτα!
Το παρατσούκλι μου Τζογές.
Είχα συμπέθερο το Ρίζο
κι είχα το γάιδαρο τον γκρίζο.
Πάγαινα πάσα Κυριακή
και πάσα μέρα σκόλη
στον Άη Μηνά για προσευκή
και με το σούρουπ’ όλοι
σμίγαμε πάνου στο πατάρι
να στούξουμε το γιοματάρι.
Κάποτε τράβηξα το λάζο
με το μανίκι το γαλάζο
να μαχαιρώσω τον Τζανή
τον άντρα της Κωνσταντινιάς,
μα σκόνταψα σ’ ένα σκαμνί
κι έτσι δε γέννηκα φονιάς.
Βαριάν εσήκωσα τη χέρα
από θυμό μαζί και γούστο
κι έδειρα τη Μαριώ μια μέρα,
γιατί ‘θελε καινούργιο μπούστο.
Την έδερνα φορές πολλές
να με φοβάται, καθώς λες.
Και τι δεν έπραξα καλά!
Μια νύχτα βρήκα ένα βερέμη
μες στην κατώγα μου να τρέμει,
να κλαίει και να παρακαλά.
Ήταν φονιάς. Τον πήα στο Τμήμα
για να μην έχω εγώ το κρίμα.
Κάποτες ήρθε μες στα λούσα,
τις πούδρες και τις μυρωδιές,
στη γειτονιά μια κωλοσούσα.
Τι ντόρος ούλες τις βραδιές!
Πρι να μας κάψ’ η Αφροδίτη,
φωτιά της έβανα στο σπίτι.
Όντας με πήρανε στρατιώτη
στον πόλεμο τον τελευταίο
καθάρισα κάτι αιχμαλώτοι.
Κι άμα κανείς (εγώ δε φταίω)!
γκρίνιαζ’ ενάντια του πολέμου
τον έστελνα μουσκέτο, θε μου.
Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα,
πλούσιον κι αφέντη προσκυνούσα
(το θέλημά σου σεβαστό).
Και τώρα, πόχω πια πεθάνει,
του Παραδείσου που μου κάνει,
άνοιχ’ την πόρτα δε βαστώ!
Ποιητικά
Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024
Κώστας Βάρναλης - Σε μια εργάτρια
Γειρτός θωρώ στη χαμηλή σου στέγη
τα γραμμένα μέλη σου απλωμένα
βαριά η ατμοσφαίρα γύρω πλέγει
στα σφραγισμένα μάτια σου, ω παρθένα.
Που κάτωχρο τ’ αχείλι τρέμει αγάλι
κατάρα ή προσευχή θα μουρμουρίσει;
Αντίκρ’ η νύχτα λιώνει στην κραιπάλη,
ω κατακόμβη, άγιο που έχεις κλείσει!
Χεροπιαστοί οι ουρανοί κι αγγέλοι
πάνου στη[ν] τόση οπού σε ζώνει φρίκη
αλλάζουν το φαρμάκι σου με μέλι…
Ορθώσου με τα στήθη κρύα πέτρα
και σείσε την αθώα βελονοθήκη
φαρμακερή στην ατιμία φαρέτρα!
«Σονέτα», Πυθμένες
Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023
Κώστας Βάρναλης - Η άγνωστη «ατιμία»
Η «ΑΓΝΩΣΤΗ» ΑΤΙΜΙΑ
Κώστας Βάρναλης - Καλός πολίτης
Σαν ήρτε η ώρα να πεθάνω
έλα κοντά μου, μπάρμπα Θάνο.
Δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι,
ξέχειλο κι είναι το στερνό,
άνοιξε και το πανεθύρι
να μπει το φως το βραδινό.
Και μην αρχέψεις φασαρία
και μου ταράξεις το παιδί
και την καημένη τη Μαρία,
που φως ηλιού δεν έχει δει:
του πλυσταριού την κλειούν οι τοίχοι
να ξενοπλένει και να βήχει.
Για να πληρώσεις τους παπάδες
κάνε το γάιδαρο παράδες,
καρέκλες, μπατανίες ξεπούλα
κι απέ τη χήρα (πως πονώ!)
βάν’ τη σε πλούσιο σπίτι δούλα,
δος και το Λάμπη για ορφανό.
Κι άμα θα φτάσω με πολλά
μεγάλα σάλτα μακρουλά
στον έφτατο ουρανόν απάνω,
θα κάνω τούμπες εκατό
στων ουρανών το δυνατό,
το βασιλιά και το σουλτάνο.
Ω! Τι λουλούδια στις βραγές
και τι πουλιά μπουκλάτα!
Εγώ ‘μαι ο Νικολός. Σταμάτα!
Το παρατσούκλι μου Τζογές.
Είχα συμπέθερο το Ρίζο
κι είχα το γάιδαρο τον γκρίζο.
Πάγαινα πάσα Κυριακή
και πάσα μέρα σκόλη
στον Άη Μηνά για προσευκή
και με το σούρουπ’ όλοι
σμίγαμε πάνου στο πατάρι
να στούξουμε το γιοματάρι.
Κάποτε τράβηξα το λάζο
με το μανίκι το γαλάζο
να μαχαιρώσω τον Τζανή
τον άντρα της Κωνσταντινιάς,
μα σκόνταψα σ’ ένα σκαμνί
κι έτσι δε γέννηκα φονιάς.
Βαριάν εσήκωσα τη χέρα
από θυμό μαζί και γούστο
κι έδειρα τη Μαριώ μια μέρα,
γιατί ‘θελε καινούργιο μπούστο.
Την έδερνα φορές πολλές
να με φοβάται, καθώς λες.
Και τι δεν έπραξα καλά!
Μια νύχτα βρήκα ένα βερέμη
μες στην κατώγα μου να τρέμει,
να κλαίει και να παρακαλά.
Ήταν φονιάς. Τον πήα στο Τμήμα
για να μην έχω εγώ το κρίμα.
Κάποτες ήρθε μες στα λούσα,
τις πούδρες και τις μυρωδιές,
στη γειτονιά μια κωλοσούσα.
Τι ντόρος ούλες τις βραδιές!
Πρι να μας κάψ’ η Αφροδίτη,
φωτιά της έβανα στο σπίτι.
Όντας με πήρανε στρατιώτη
στον πόλεμο τον τελευταίο
καθάρισα κάτι αιχμαλώτοι.
Κι άμα κανείς (εγώ δε φταίω)!
γκρίνιαζ’ ενάντια του πολέμου
τον έστελνα μουσκέτο, θε μου.
Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα,
πλούσιον κι αφέντη προσκυνούσα
(το θέλημά σου σεβαστό).
Και τώρα, πόχω πια πεθάνει,
του Παραδείσου που μου κάνει,
άνοιχ’ την πόρτα δε βαστώ!
Ποιητικά, Κέδρος 1956
Κώστας Βάρναλης - Αποφθέγματα
Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο
Μη λες πως θάν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως
Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ’ τον λύκο
Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος.
...............................................................................
Δεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχή.
Οι λαοί πιστεύουν πιότερο τ’ αυτιά τους, παρά τα μάτια τους.
Πιότερο το μύθο παρά τα γεγονότα.
Πιότερο τη φαντασία τους από τη κρίση τους…
(από το «Μονόλογο του Μώμου»)
...................................................................................................................................................................
Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές. Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών. Λεφτεριά θα πει δύναμη.
..................................................................................................................................................................
Δε λυπάμαι τα γηρατειά που φεύγουν - τα μωράκια που έρχονται άθελά τους να ζήσουν σκλάβοι, να πεθάνουν σκλάβοι, σ' έναν κόσμο ελεύθερων αφεντάδων. Θα τους μαθαίνουν: η σκλαβιά τους χρέος εθνικόν και σοφία του Πανάγαθου!... Πότε θ' αναστηθούν οι σκοτωμένοι;
Τρίτη 15 Αυγούστου 2023
Κώστας Βάρναλης - Ο λαός δεν πεθαίνει
Η Λευτεριά του Σολωμού κι η Αρετή του Κάλβουξανάρθανε στην πατρικιά τους γη του Εικοσιένα,όπου «διπλή παράδεισο» κι όπου «γλυκύς ο ύπνος».Κι η μια στης άλλης πέσανε την αγκαλιά και κλαίνε. —Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία.Θα τονε βρείτε δουλευτή κι αγωνιστή σε κάμπο,σε θάλασσα, σε φάμπρικα, σε κάτεργα, σε τάφους.Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά, το σήμερα και τ’ αύριο |
Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023
Κώστας Βάρναλης - Τρία ποιήματα
Πιερροτίνα
Στη φαντασία μου μέσα έχουνε μείνει
τ’ αγκώνα σου όλο μέλι τα λακκάκια
και κακό, που έκαμναν, δίχως κάκια
τα χείλια σου βαμμένα με καρμίνι.
Κι ακόμη τα χρυσά σου κουδουνάκια
σαν καναρίνι αχούν, και μ’ αξιωσύνη
στον κούκο σου ψηλά λυγάει και κλίνει
το φτερό του κοκόρου όλο κανάκια.
Κι ανθίζει το πηγούνι σου, χιονάτο
τριαντάφυλλο στη μάσκα σου από κάτω
και βαθειά μου κυλάει, καθώς εκύλα
τότε με το βοριά, ω Πιερροτίνα,
το φύσημα και με την πρώτη αχτίνα,
του ηλιού, της απιστιάς σου η φαρμακίλα.
Σερενάτα
Σ’ ευωδερά απλωμένοι χαμομήλια,
σε μαλακές μολόχες με την πλάτη,
στα γαλανά εκοιτάζαμε τα πλάτη
σε λαγαρό φεγγάρι. Εσύ με χείλια,
σφιγμέν’ από τον πόνο, τα δαχτύλια
τ’ αγγελικά στη βρύση τη γεμάτη
του βιολιού σου βυθίζοντας, το μάτι
με δάκρυα μας εράντιζες. Στη γρίλλια
οπίσω τη μαντεύαμε να μένει
αρώματα θερμά περιζωμένη
κ’ η ψυχή μας, σα μαύρο κυπαρίσσι
όντας βυθάει ο ήλιος δοξασμένα,
εγέμιζε πουλάκια φοβισμένα
και του βιολιού σου εμάτωνεν η βρύση.
Φαντασία
Της φαντασίας το πέλαο στα κλεισμένα
λάμπει τα μάτια μου: έρωτες καβάλα
σε δερφίνια, χαρούμενη φευγάλα
σημαδεύουν πανιά, ζωγραφισμένα
με φτερωτά θεριά, όνειρα μεγάλα
κυνηγούν· ο Αλφειός ερωτεμένα
κι άβροχα τα νερά του σε ανθισμένα
ακρογιάλια κυλάει μέλι και γάλα,
για την πηγή, που μύρεται ασημένια·
του ιδανικού οι σειρήνες το μοιραίο
τραγούδι τους σε βράχη διαμαντένια
σκορπάν και συ κρεμιέσαι με τ’ ωραίο
γέλιο και με τ’ αγγελινό σου σχήμα
λαμποκοπώντας, όνειρο στο κύμα.
Σχόλιο του Νίκου Σαραντακου: Πρόκειται για τρία δεκατετράστιχα ποιήματα που δημοσίευσε ο Βάρναλης στο περιοδικό «Λόγος» το 1917 και που δεν τα συμπεριέλαβε ο ποιητής σε βιβλίο του, ούτε περιλαμβάνονται στα ποιήματα που δημοσίευσαν οι Αργυρίου και Σαββίδης στο περιοδικό Ηριδανός το 1975. Τα βρήκε ο Μ.Μ.Παπαϊωάννου και τα δημοσίευσε στο 2ο τεύχος του περιοδικού Πολιτιστική το 1984. Δεν νομίζω να έχουν συμπεριληφθεί σε βιβλίο, αν και την Πιερροτίνα τη συμπεριέλαβε ο Βασίλης Βασιλικός στην ανθολογία του «Λύρα ελληνική».
Αναδημοσίευση απ' το site: https://www.sarantakos.com/
Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022
Κώστας Βάρναλης - Αριστέα και Μαϊμού
Τα μοιρολόγια σωπάσανε και τίποτα δεν απομένει. Τα πήρεν όλα ο άνεμος και το σκοτάδι· ο άνεμος, που φυσομανάει λυσσασμένα, και το σκοτάδι, που πήχτωσε σαν πίσσα. Η Γης ολάκερη μίκρυνε, μαζεύτηκε — λίγα μέτρα, ένα τάφος. Είναι ο Τάφος, που θα κλείσει για πάντα μέσα του τα περασμένα, θεούς κι ανθρώπους. Πλάι του ένας ελαφρός φωσφορισμός τρεμουλιάζει, χάνεται και πάλι ξαναφαίνεται, ώσπου δένει σιγά σιγά και γίνεται ένα κατάγυμνο γυναίκειο σώμα. Είναι η Αριστέα, που τανυέται, καμαρώνει, σειέται και λυγιέται — και γελάει κατάμουτρα στη Φοβέρα, που τηνε περιζώνει. Και τραγουδάει… |
· |
Η ΑΡΙΣΤΕΑ Δυο στηθολέιμονα ζεστάκορφώνουν ίσα και μπροστάγια μένα και για τον καθένα.Αν μου τ’ αγγίξουν ετσιδά,5η μέσα πλάση μου πηδά,η μέσα λάσπη μου παρθένα. Μερί και γάμπα μου χυτάσε μάτια ορθάνοιχτα μπροστάάξαφνο θάμπωμα τα γδύνω10κι ολώνε κόβεται η μιλιά,μα τραγουδάνε τα πουλιά,όντας τα δείχνω και τα δίνω. Τ’ αφάλι ετούτο σε κοιλιάπολλά κρουστή (με την ελιά15μισοκρυμμένη εδώ στο πλάγιμέσα σε κλείδωση βαθιά,κανάλι ερώτων και φωτιά)σα μάτι στέκει και φυλάγει. Κι αυτός ο σκοτεινός ανθός,20ο σκοτεινότερος βυθόςσ’ όλα τα σκότη και τα βάθη,ωσάν το θάνατο χτυπάόποιονε θέλει κι αγαπάκοντά πολύ ναν τονε μάθει. 25Ήταν η πρώτη μου φοράκι ήταν η πρώτη μου χαρά—τα κλάματά μου έχουν στεγνώσει…Τώρα πια δέσανε οι ανθοίκι είναι γλυκότερ’ οι βυθοί,30πιότερ’ η τέχνη μου κι η γνώση. |
(Πέφτει σε συλλογή. Ύστερα ξαφνικά πετιέται απάνου κι αρχίζει να χορεύει). |
Καθώς χτυπώ τα παλαμάκιακαι συχνοκρούω τα πασουμάκια,ξοπίσου το κεφάλι γέρνωκαι τα μαλλιά μου έχουν θυμώσει35κι έχουν τη φτέρνα μου ανταμώσει—σα φλόγα στο χαλί τα σέρνω. Και τα ματάκια μου τα δυοτης μαριολιάς και τω’ χαδιώ,απ’ την αγρύπνια γυαλωμένα,40βαριά μολύβι μού σφαλνούνκαι με πονάνε, με πονούν—αχ! μάτια, δύναμή μου, εμένα! Και νά τα γέλια μου σπαθίκι ο λαβωμένος τα ποθεί45ναν τονε σφάζουν ώς τα κόκαλα·στα βάθη του τα σκοτεινάτα γέλια αυτά μου τα βραχνάλαμποκοπούν αγνά και λιόκαλλα! Απ’ την αφράτη μου κοιλιά50περνάν αμάξια με βιολιά,προσκυνητάδες καραβάνιακι όσο να πέφτω, να γερνώ,τόσο καλύτερη ξυπνώσε νιάτα και σε περηφάνια. |
(Η Αριστέα σταματάει το χορό της και στρογγυλοκάθεται χάμου λαχανιάζοντας. Άξαφνα παρουσιάζεται μπροστά της κωλοπηδώντας μια μαϊμού. Φοράει κίτρινη σκουφίτσα, γαλάζιο μπασμαδένιο φουστανάκι — κι ας είναι σερνική. Στο ’να χέρι βαστάει μια χάρτινη ομπρελίτσα και στ’ άλλο ένα στρογγυλό καθρεφτάκι της δεκάρας. Από τη μέση της σούρνεται μια σιδερένια αλυσιδίτσα. Αφού κοιτάξει κάμποση ώρα σαστισμένα τη γυμνή Αριστέα αρχίζει να κάνει λογής λογής κωμικές γκριμάτσες, σα να δάγκωσε λεμόνι). |
Η ΜΑΪΜΟΥ |
(προσκυνώντας) |
55Μάρκο με λένε, Μάρκος είμαι,ρώτα, σα θες, και τον παπάκαι σαν εμέ, το λυγιστή με,δε βρίσκετ’ άλλος εδεπά. |
(κοιτάζεται μέσα στο καθρεφτάκι της) |
Στο καθρεφτάκι μου καλούδα,60μαύρη μου, φαίνεσαι, μουσούδα.Με μια δεκάρα μοναχήγίνεται λεύτερ’ η ψυχή. Χρυσή κορόνα στο κεφάλι,και κόκκινη στον πισινό,65πράσινη ομπρέλα στη μασχάλη,Αφέντρα μου σε προσκυνώ. Κάνω μια τούμπα και τσιρίζωμες στον αγέρ’ αγερικό,πηδώ, σκαλώνω, τριγυρίζω —70παντού μυρίζω θηλυκό. Κάθε στιγμή, κάθε λεφτότην αλυσίδα μου δαγκάνω.Λίγη Κατίγκω, δε βαστώ,γιατί πολύ κακό θα κάνω! Η ΑΡΙΣΤΕΑ 75Καλό μου συ, που να σε πιωμέσα στις φούχτες μου τις δυοσαν πετιμέζι και σιρόπι.Στην αγκαλιά μου τη ζεστήστερνό να σ’ έσφιγγα εραστή—80σιχάθηκα ούλοι τις ανθρώποι! Η ΜΑΪΜΟΥ Από τον άσπρο σου λαιμόμε την ουρά μου πολεμώνα κρεμαστώ και να τανύσωτη ρίζα σου να χουχουνίσω. |
(Κοιτάζονται κι οι δυο τους στα μάτια, χωρίς να σαλεύουν. Λίγο λίγο φεύγει ο τόπος κι ο χρόνος κι η Αριστέα χάνει την ανθρώπινη μορφή της. Εξαϋλώνεται. Γίνεται Σύμβολο κι Ιδέα. Έτσι θα εξαϋλωθεί τρεις φορές. Ολόγυρά της ανοίγεται σα βεντάλια ένα φως χρυσογάλαζο. Πνέματα φτερωτά, ζωσμένα με τριαντάφυλλα, πετούνε, τραγουδούνε και παίζουνε μαντολίνα, άρπες και φλάουτα). |
ΠΡΩΤΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ |
(με το χέρι στο στήθος) |
85Η Πολιτεία των αφεντάδων,το Δίκιο των αδικητάδων!Έχω τον πόλεμο θεμέλιοκαι δύναμή μου την κλεψά.Έχω το ψέμα για βαγγέλιο90κι όποιος το πίνει πιο διψά. Ανήξερο κι αθώο, πριχούν’ ανοίξεις, μάτι του φτωχού,ξέρω το φως σου ναν το πάρωκι είτε πονάς είτε πεινάς,95σε κάνω και με προσκυνάςσωτήρα εμένα και το Χάρο. Τα θύματά μου αραδιαστάστο Μακελειό τραβώ μπροστά,μπροστά ζουρνάδες και μπαϊράκια,100στα κούτελά τους θα χαρείςάνθη, κορδέλες και βαράκια—σάμπως αρνάκια της Λαμπρής. Μα νά! οι εμπόροι της Σφαγήςμένουνε πίσω μου κρυμμένοι.105Δικά τους θάλασσα και γης,δικοί τους όλ’ οι σκοτωμένοι.Και τους παχαίνω με καλόμια πιθαμή τον αφαλό. Η πρώτη εγώ, στα τελευταία,110είμαι δικιά τους Αριστέακι αυτοί ’ναι η γνώμη μου κι ο νους!Εγώ πλερώνω τις χαρές τουςκι όσα βουτάω από τους ρέστουςόλα τα δίνω σ’ αυτουνούς. Η ΜΑΪΜΟΥ 115Εσένα θέλω κι αγαπώ.Γιά ιδές με πώς φτερνοκοπώ!Στο γόνα σου να γείρω αγάλινα σου ψειρίσω τη μασκάλη. Για σένα γω, για σένα γω120τρέχω στη μάχη να σφαγώ…Μα όντας το κάλλιο σου παιδίσε γνώση, πονηριά κι ειδή (έχω σαγόνια πιο γεράκι έχω μακρύτερην ουρά)125δίκιο δεν είναι να σφαγώ!μα να με κάνεις αρχηγό! Και σα γεμίσουν όλ’ οι τόποιτάφους ηρώων, θεϊκές τιμές,και λιγοστέψουνε οι ανθρώποι,130θε να περσέψουν οι μαϊμές. |
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ |
(άλλη μορφή, άλλη φωνή) |
Μες στα χρυσάφια καμαρώνωκαι σε θυμιάματα καπνό.Είμαι η Θρησκεία που φανερώνωτη θέληση των ουρανώ135και σβήνω κάθε πεθυμιάγια τον απάνου το ντουνιά. Με κάθε τρόπο πίσημο κι αργότους μακελάρηδες βλογώκαι που το θάνατο αρνηθεί140και δικαιοσύνη τάχα θέλει,ρίχνω σε τάρταρο βαθύδίχως αρχή και δίχως τέλη. Η ΜΑΪΜΟΥ Οπού το σώμα του ξεχνάμάιδε διψά, μάιδε πεινά145και λεύτερα ψηλώνει ο νους,ψηλότερ’ απ’ τους ουρανούς. Και γλέπει οράματα μεγάλα,μεγάλα οράματα σωμού,σε κάθε σύννεφο καβάλα150και μιαν αθάνατη μαϊμού. Ανοίχτε δρόμο να περάσω,νά με κι εγώ ντυμένη ράσο.Τ’ αφάλι μου σταυροκοπώτο λιβανίζω, τ’ αγαπώ. |
ΤΡΙΤΗ ΕΞΑΫΛΩΣΗ |
(άλλη μορφή, άλλη φωνή) |
155Εγώ ’μαι η Τέχνη, που νικώτην ύλη με το ιδανικό.Αφού ξεσκίστηκα βαθιάκι αφού ξεσκίστηκα παντού,ναζάρα και καμωματού160θα κάνω το κορίτσι πια. Εγώ ’μαι η Τέχνη των Τεχνώ,(Θεός και Πατρίδα το ψαχνό!)που τραγουδάω και διαφεντεύωκάθετι σάπιο και που ζέχνει,165χωρίς καθόλου να πιστεύω,γι’ αυτό ’μαι των Τεχνών η Τέχνη! Αριστοκράτισσα ζωή,των υπερκόσμιων ακοή,αιώνια, απόλυτη, σπουδαία.170Ψυχή δεν έχω και ζητώσε κάθε τάφον ανοιχτόκαμιά σκουληκιασμέν’ ιδέα. Είμαι του Πνέματος ιέρειαμε πνέμ’ ακάθαρτο και χέρια,175λόγια μεγάλα και παχιά.Στα σύννεφα σε μετωρίζωκι αεροβασίλεια σού χαρίζω,λαέ, δεμένε με τριχιά. Με τη Θρησκεία και την Πατρίδα180την ίδια απλώνουμεν αρίδα,τον ίδιον έχουμε σκοπό.Κερνούμε το λαό χασίσι,όνειρα, ψέματα και μίση—δε ντρέπονται για να ντραπώ. Η ΜΑΪΜΟΥ |
(λιγωμένη) |
185Να σε κοιτώ και να σ’ ακώ,τρέχει το σάλιο μου γλυκό.Μα τώρα πιο πολύ μ’ αρέσειςμε τα κουνήματα της μέσης. Όλη τσιτσίδι, πίσω μπρος,190κάνεις ανείπωτα τσαλίμια.Ποτές δεν είχεν ο χορόςέτσι ταιριάξει με τη γύμνια. Με το μελάνι μου, σουπιά,θολώνω τα νερά και κόβω.195Έχω για σένα αδιαντροπιά,για την αλήθεια οργή και φόβο. Η ΑΡΙΣΤΕΑ |
(Και με τις τρεις μορφές της μαζί. Τρισυπόστατη) |
Καλά να ζεις, καλά να ζωμια θέισσα αντάμα μ’ ένα ζο.Στην Κιβωτό του Μυστηρίου200μαζί με σένα να κλειστώ,μέσα στην άγια Κιβωτότης Πολιτείας και του Κυρίου. Η ΜΑΪΜΟΥ |
(κι αυτή τρισυπόστατη) |
Για σένα ντύθηκα φουστάνι,κάνω ό,τι θες, μονάχα φτάνει205να ’χω ταγίνι ταχτικό,να με φυλάς κι από κακό. |