έλα κοντά μου, μπάρμπα Θάνο.
Δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι,
ξέχειλο κι είναι το στερνό,
άνοιξε και το πανεθύρι
να μπει το φως το βραδινό.
Και μην αρχέψεις φασαρία
και μου ταράξεις το παιδί
και την καημένη τη Μαρία,
που φως ηλιού δεν έχει δει:
του πλυσταριού την κλειούν οι τοίχοι
να ξενοπλένει και να βήχει.
Για να πληρώσεις τους παπάδες
κάνε το γάιδαρο παράδες,
καρέκλες, μπατανίες ξεπούλα
κι απέ τη χήρα (πως πονώ!)
βάν’ τη σε πλούσιο σπίτι δούλα,
δος και το Λάμπη για ορφανό.
Κι άμα θα φτάσω με πολλά
μεγάλα σάλτα μακρουλά
στον έφτατο ουρανόν απάνω,
θα κάνω τούμπες εκατό
στων ουρανών το δυνατό,
το βασιλιά και το σουλτάνο.
Ω! Τι λουλούδια στις βραγές
και τι πουλιά μπουκλάτα!
Εγώ ‘μαι ο Νικολός. Σταμάτα!
Το παρατσούκλι μου Τζογές.
Είχα συμπέθερο το Ρίζο
κι είχα το γάιδαρο τον γκρίζο.
Πάγαινα πάσα Κυριακή
και πάσα μέρα σκόλη
στον Άη Μηνά για προσευκή
και με το σούρουπ’ όλοι
σμίγαμε πάνου στο πατάρι
να στούξουμε το γιοματάρι.
Κάποτε τράβηξα το λάζο
με το μανίκι το γαλάζο
να μαχαιρώσω τον Τζανή
τον άντρα της Κωνσταντινιάς,
μα σκόνταψα σ’ ένα σκαμνί
κι έτσι δε γέννηκα φονιάς.
Βαριάν εσήκωσα τη χέρα
από θυμό μαζί και γούστο
κι έδειρα τη Μαριώ μια μέρα,
γιατί ‘θελε καινούργιο μπούστο.
Την έδερνα φορές πολλές
να με φοβάται, καθώς λες.
Και τι δεν έπραξα καλά!
Μια νύχτα βρήκα ένα βερέμη
μες στην κατώγα μου να τρέμει,
να κλαίει και να παρακαλά.
Ήταν φονιάς. Τον πήα στο Τμήμα
για να μην έχω εγώ το κρίμα.
Κάποτες ήρθε μες στα λούσα,
τις πούδρες και τις μυρωδιές,
στη γειτονιά μια κωλοσούσα.
Τι ντόρος ούλες τις βραδιές!
Πρι να μας κάψ’ η Αφροδίτη,
φωτιά της έβανα στο σπίτι.
Όντας με πήρανε στρατιώτη
στον πόλεμο τον τελευταίο
καθάρισα κάτι αιχμαλώτοι.
Κι άμα κανείς (εγώ δε φταίω)!
γκρίνιαζ’ ενάντια του πολέμου
τον έστελνα μουσκέτο, θε μου.
Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα,
πλούσιον κι αφέντη προσκυνούσα
(το θέλημά σου σεβαστό).
Και τώρα, πόχω πια πεθάνει,
του Παραδείσου που μου κάνει,
άνοιχ’ την πόρτα δε βαστώ!
Ποιητικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου