Κυριακή 27 Ιουλίου 2025
Θωμάς Γκόρπας - Ασήμαντο επεισόδιο
Κυριακή 29 Ιουνίου 2025
Θωμάς Γκόρπας - Όνειρα
Κυριακή 6 Απριλίου 2025
Θωμάς Γκόρπας - Ο ρακοσυλλέκτης
Η ώρα ήταν πέντε και μισή εχάραζε
περήφανος ο Απρίλιος τίναζε
απ’ τα ξανθά μαλλιά του την ψιλή βροχή.
Πολλοί περνούσαν από κει επαναφέροντας
την κίνηση και τη βουή στο δρόμο
αλλά κανένας δεν τον πρόσεχε κανένας
δεν είχε έλλειψη από ακεφιά και τρόμο.
Κάποιος ρωτούσε τι ώρα είναι
άλλος βλαστήμαγε που πέρασε η ώρα
άλλος ρωτούσε αν θα κάνει ζέστη
άλλος ρωτούσε αν θα ξαναβρέξει
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία λεωφορείων
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία της μέρας
άλλος – ο πιο επικίνδυνος για το σιγουρεμένο καθεστώς
ζητούσε μιαν αφετηρία πουλιών…
Πάντα παράξενος ο Απρίλιος πάντα
να μας χωρίζει δίχως δισταγμό στα δύο
Άνοιξη ή Καλοκαίρι είναι τώρα;
Για το ρακοσυλλέκτη όμως συνεχιζόταν ο χειμώνας.
Κοιμόταν σαν παιδί σαν αγγελούδι σαν αρνί
μες στα κουρέλια του και μέσα στα χαρτιά του
χαμογελούσε ονειρευόταν φαίνεται ότι πετούσε
επάνω από λιβάδια σύγνεφα βουνά και θάλασσες
επάνω από εποχές χαρές και λύπες.
Χαμογελούσε ονειρευόταν φαίνεται ότι έπεφτε
από ψηλά μπαλκόνια έπεφτε απαλά στην άσφαλτο
σαν το φτερό πουλιού σαν λέξη κοριτσιού
και τίποτε δεν πάθαινε. Κοιμόταν χαμογελούσε
ονειρευότανε και δεν ξυπνούσε δεν ξυπνούσε…
Από τη συλλογή «Τα θεάματα», 1983 (ενότητα: «Κομμάτια τού άλλοτε»).
Πηγή: «Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα [1957 - 1983]», εκδ. Ποταμός, 2015.
Τρίτη 25 Μαρτίου 2025
Θωμάς Γκόρπας - η πατρίδα
Γιατί στρατιώτη μου είσαι θλιμμένος μέρα γιορτής και με κοιτάς σαν ξένος; Αχ πόσο με στενοχωράς πατρίδα μονάχα σ’ εθνικές γιορτές σε είδα. Πατρίδα είσαι γαλανή και δε σου πάει το χακί. Ήμουνα λεύτερο πουλί και μ’ έκλεισες μες στο κλουβί. Γιατί στρατιώτη βαριαναστενάζεις και μες στον ύπνο σου Μάνα!... φωνάζεις; Είμαι μονάχος όπως στα ξένα έχασα και τη μάνα μου και σένα. Γιατί στρατιώτη κλαις βαρυγκομίζεις γιατί με καταριέσαι και με βρίζεις; Ζωές χαλάς κι αγάπες σπίτια κλείνεις πολλά ζητάς και τίποτα δε δίνεις. Γιατί στρατιώτη αγναντεύεις πέρα τι βλέπεις να ’ρχεται μες στον αέρα; Βλέπω να έρχεται η ανεργία και να με στέλνεις στη Γερμανία. Πηγή: Περνάει ο στρατός, Ενότητα: «Εννιά τραγούδια», Τα Ποιήματα [1957-1983], Ποταμός 2015.
Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024
Θωμάς Γκόρπας - «Τα θεάματα»
Νυν και αεί
.
Έχουμε δύο ρουφιανιές: η μια δουλεύει στο μέλλον
η άλλη στο παρελθόν. Και στο παρόν δουλεύουν οι ρουφιάνοι.
Κουφάλα Ελλάδα
Φτωχιά Ελλάδα όπως γριά λουλουδού της Πλάκας
λουλουδού μπαλονού νταραβεριτζού καλντεριμιτζού.
Eμείς
Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω μ’ όλα
αυτά τα φτηνά μας γούστα που τα πληρώνουμε πανάκριβα
για τα μπουζούκια και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας
γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά τσιγάρα καφέδες και κρασιά
κουτούκια και ταξιά έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες
κλειστά μαγαζιά κλειστά παράθυρα κι από πίσω
οι καλές γυναίκες μόνες ή με τον άντρα τους
και γι’ αυτό δυο φορές μόνες..
Τσιγάρα
Τελευταία τσιγάρα τελευταία λεφτά και τελευταίο μπάνιο
θλίψη μαύρη δροσιά και θλίψη προκαταβολή της ευτυχίας
παντέρημη πλαγιά βελανιδότοπος και ένας βράχος
θαυματουργός που έγινε γυναίκα σιωπηλή γυναίκα
μια απαρηγόρητη γυναίκα που έγινε βράχος
θαυματουργός βράχος πατρίδα χαμένη κερδισμένη πού πατρίδα
πού βράχος γυναίκα και γυναίκα βράχος και βράχος βράχος
πάει
τρελάθηκε η ποίηση
τρελάθηκα τρελάθηκες τρελάθηκε
τα ρήματα τα σύρματα τα σήματα τα σήμαντρα
ένα κελάηδισμα το ίδιο πάντα
άααα…
πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο…
Επιλογές από τη συλλογή "Τα Θεάματα" στην έκδοση
Πηγή: Θωμάς Γκόρπας, συγκεντρωτικός τόμος Τα Ποιήματα 1957 — 1983, εκδόσεις Ποταμός,2015.
Θώμας Γκόρπας - Όνειρα
Δίχως επαγγέλματα και δίχως βίτσια
δίχως στραπάτσα κι αλαλούμ αγάπες
δίχως κολλημένα μπρίκια και κολλημένα φτερά ονειρεύομαι τη ζωή…
(Αχ! ξερό χωράφι στη μέση αγριαπιδιά
από δω η θάλασσα από κει και τα βουνά…)
Ζωή χτισμένη με κρασιά τσιγάρα κι αποτσίγαρα καταναλωθέντα χέρια υπονοούμενα και βλέμματα…
Ακόμα ονειροπολώ για όλους μια ωραιότερη ζωή
ίσως για τη δική μου ευχαρίστηση κι αυτό λίγο δεν είναι…
Χτενίζουμε το θάνατο χτενίζοντας τα μαλλιά μας
τελειώνει η μέρα τελειώνει η νύχτα τα φιλιά μας
Θωμάς Γκόρπας - Κανόνας
Των γυναικών τα χείλη είναι για κατανάλωση
τα χείλη του μέλλοντός μου είναι σιδερένια
τα χείλη της κολάσεως τελειώνουν σε πρωιά
και τα πρωιά σε κολασμένα χείλη — χείλη γιαρμάς
και κερασένια χείλη — πάνω χείλη κάτω χείλη και
οι πάντες προθυμοποιούνται να σε ξεκουράσουν όταν
είναι ξεκούραστοι — δέντρα που υποχρεώνεσαι να τ’ ανεβείς
τι πίθηκος τι καβαλάρης τι εραστής το ίδιο κάνει…
Εξαιρείται
ο λαϊκός τραγουδιστής κι αυτός
μόνο σαν τραγουδάει…
Τα θεάματα
Θωμάς Γκόρπας - Δεν ξέρω τίποτε
Ξέρω έναν τάφο ύπουλης μουσικής
ξέρω ένα μέταλλο προσδιορισμό της νιότης
ξέρω ένα μέτρο του σπασίλα
ξέρω ένα μέτρο του μποέμη διανοούμενου
ξέρω ένα μέτρο της σοφής καρδιάς
σε ξέρω δεν σε ξέρω εσένα.
(Κομμάτια του άλλοτε, 1955-1965)
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Έλλειψη πάγου στη συνοικία
Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Ανακάλυψη άνθους
Κορίτσι λαϊκής πολυκατοικίας
μεγάλωσες κι ομόρφυνες ανάμεσα σε δυο λεκάνες
στη μια τρίχες και σαπουνάδες
από ξυρίσματα ποδιών δεκαπεντάχρονων κοριτσιών
στην άλλη τα νερά της νύχτας.
Άνθος που φύτρωσες εκεί που δε φυτρώνουν άνθη
αλλ’ απροσδόκητα φασόλια
σ’ έκοψα και σε ρίχνω πάνω σε παρέλαση εργατικής
πρωτομαγιάς.
Άνθος δωματίου με τέσσερα κρεβάτια που
δεν επιτρέπει βήματα δεν επιτρέπει όνειρα
δεν επιτρέπει να περάσει μέσα ο ήλιος να περάσουν τραγούδια.
Κορίτσι μου έχεις μια μαμά που αδιαφορεί για σένα
έναν μπαμπά που σ’ ερωτεύεται
μιαν αδερφή που σε μισεί μόνο και μόνο για την ομορφιά σου.
Κορίτσι μου τη «ζώνη» που φοράς
πρώτο παράσημο μικρής πουκαμισούς
μην τη θυμάσαι
δεν το μπορεί να σου κερδίσει την ελπίδα.
Πρόσεξε το χαμόγελό μου το χαμόγελο εκείνων
που έμαθαν το τραγούδι της οργής και της αγάπης.
Από τη συλλογή Σπασμένος καιρός, 1957.
Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Νοστάλγησα
Νοστάλγησα λαβράκι βραστό με πατατούλες αυγολέμονο
να μοσχοβολάει και ν᾿ ανασταίνει.
Νοστάλγησα Επιτάφιο στην πόλη μου.
Νοστάλγησα γκιουβέτσι στο φούρνο.
Νοστάλγησα ξινόγαλο.
Νοστάλγησα ρεβανή της μάνας μου.
Νοστάλγησα τσιγάρο από το πακέτο του πατέρα μου.
Νοστάλγησα συζήτηση για το Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι με
τον Γιώργο Κοτσίρα και τον Γιώργο Φαγκόπουλο.
Νοστάλγησα να με πιάσει η βροχή στο δρόμο
να περπατάω μες στη βροχή καπνίζοντας.
Νοστάλγησα τους πρώτους φίλους μου στο Μεσολόγγι.
Νοστάλγησα τους πρώτους φίλους μου στην Αθήνα.
Νοστάλγησα κορίτσια νοστάλγησα γριές
να κάθονται στα σκαλιά και
σε σκαμνιά έξω από το σπίτι
καλοκαίρια αλησμόνητα ενώ πέφτει ο ήλιος
ενώ πέφτει το βράδυ
φαντασίες και παραμύθια ενωμένα με
κρυφές λαχτάρες και σκληρές πραγματικότητες.
Όλα είναι χώρια και μαζί λοιπόν
άσπρα και μαύρα ξεχασμένα και αξέχαστα
αγαπημένα και περιφρονημένα.
Καί η ποίηση δεν λέει να τελειώσει.
Ο ουρανός στη γη η γη στον ουρανό το ίδιο κάνει.
Μυρουδιές του σώματος μυρουδιές της τάξης
μυρουδιές της εξοχής
μυρουδιές του καφενείου και της ταβέρνας
του θαλάμου και της
κρεβατοκάμαρας.
Έβγα Γκόλφω στο μαντρί Τού Κίτσου η μάνα κάθονταν
ο Γιάννος κ᾿ η Παγώνα
γαλλικά τραγούδια από το Ράδιο Λουξεμβούργο και
το Ράδιο Μόντε Κάρλο Ζορρό Νταν Φόουλερ
και το περιοδικό Ελληνόπουλο του Νίκου Τσεκούρα.
Προσπαθώ να διασχίσω μια σήραγγα και να βγω στο φως
ή προσπαθώ από το σκοτάδι των ημερών μας
να μπω σε μια σήραγγα
γεμάτη φως;
Και αγάπη.
Περιοδικό, Η Λέξη, τ. 176, 2003.
Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Ποιήματα
Τραγωδία
Κανείς δεν σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
κανείς δεν σκέφτηκε τον άνεμο που θα ʽρχονταν σε λίγο
κανείς δεν σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα ʽδιναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σʼ αγαπήσω μα δε γίνεται έχω αργήσει
θέλω να σʼ αγαπήσω όσο δε μʼ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα νʼ αλλάξω γειτονιά νʼ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω που θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες το τελευταίο σκοτάδι…
Και θα ʽχω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.
Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σʼ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά μπύρες ουίσκια
άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα.
Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πως θέλετε να το δείτε ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου
αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…
Σου λέω:
Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…
να μάθω πάλι να μετράω τʼ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω:
Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω
νʼ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω!…
Ιστορίες
Είσαι μέσα σʼ ένα κλουβί. Αλλά δεν είσαι πουλί. Εγώ πότε πουλάω κλουβιά πότε πουλιά πότε καναβούρι πότε δίσκους 78 στροφών ρεμπέτικα και δημοτικά – πρώτες εκτελέσεις.
Ξαφνικά μου ήρθε η φράση: γαλάζιες καναβουριές
ξαφνικά μου ήρθε
ξαφνικά
η βροχή δεν σταμάτα
βρισκόμαστε στο Μεσολόγγι
έχω γνωρίσει εφτακόσιες ποιήσεις που σάπισαν μέσα σε μια βροχή που δε σταματά
εγώ ξέρω το κόλπο.
Όταν ήμουν μικρός κάποιος μεγάλος φίλος μου που αργότερα τον έσφαξαν εκ λάθους μου είπε:
Θωμά
το πέος και το δέος ποτέ δεν πουλιούνται μαζί… Γκέκε;
Γαλάζιες καναβουριές λοιπόν
γαλάζια πέλαγα γαλάζια μάτια λεφτά γαλάζια…
Η ευκολία της ποιήσεως έγινε ανταγωνιστική της δυσκολίας της πέψεως πάσης σαβούρας πάσης καλής κουβέντας πάσης μίξεως μοναξιάς και πάσης μαλακίας
το γαλάζιο εκ πρώτης όψεως είναι ελαφρύ
χρώμα
στο βάθος πλαστογραφεί το γκρι
το γκρι ανεπιτυχής απομίμησις του μαύρου
το μαύρο είναι τα καμένα σπλάχνα του άσπρου
το άσπρο είναι μια μικρή Μάγδα με ερωτηματικά
η Μάγδα είναι κέρατο βερνικωμένο καλαβρυτινό
τα πάντα βερνικωμένα είναι όμως τα κέρατα είναι λίγα
λίγα…
Είσαι κακός! Αρνείσαι τα πάντα. Δεν αφήνεις τίποτε απείραχτο!
Είσαι κομπλεξικός! Πες μου κάτι που είναι καλό! Πες μας έναν που τον παραδέχεσαι!
Τσιτσάνης Καλδάρας Καλδάρας Τσιτσάνης
όταν συμβεί το σοβαρόν
όταν συμβεί στα πέριξ καρδιές να κλαίνε
φωτιές να καίνε
Εσύ
σκοπίμως μένεις μόνη
Εσύ.
Το μαγαζί είχε ατμόσφαιρα πουτανέ
τʼ αρώματα των κοριτσιών έδιναν κʼ έπαιρναν
η ιδέα του χασισιού περιεπλανάτο στον αέρα
το χασίσι περιεπλανάτο από χέρι σε χέρι
στρατηγοί σωφέρ φαντάροι συγγραφείς ηθοποιοί επαγγελματίες φοιτητές υπάλληλοι του ΙΚΑ παίκτες του ΠΡΟΠΟ του ποδοσφαίρου του γάμου και των ιδεών
σαν ένας
έτρωγαν κʼ έπιναν φρούτα φιστίκια φώτα και χαλβά
Με με
τη μου…
Είσαι μέσα σʼ ένα κλουβί.
Είμαι μέσα σʼ ένα πετσί
αλλά καμιά φορά
βγαίνω κʼ έξω
βρε αδερφέ!
Σας φέρνω χαιρετισμούς από το Νικόλαο Σοφιανό τον Πάτερ Κοσμά τον Αλή Πασά το Ρήγα τον Χριστόφορο Περραιβό τον Γιώργη Καραϊσκάκη τον Στρατηγό Μακρυγιάννη τους Υψηλάντηδες…
Είναι καλά και ρωτάν πως τα περνάτε μαθαίνουν νέα σας από την τηλεόραση αλλά δεν τους φτάνει
γράψτε και κανένα γραμματάκι ρε παιδιά…
Να ʽρθουν κι αυτοί!!!
Από κει πάνω; Από κει πέρα; Με τέτοιο καιρό;
Μεταξύ μας: Σας έχουν χεσμένους…
Ο Τσιτσάνης; Δε λέω πως δεν είναι καλός… στο είδος του βέβαια… αν σκεφτεί μάλιστα κανείς πως δεν ξέρει γράμματα… κι ούτε απʼ έξω πέρασε από ωδείο… και χασίκλα! Χριστέ μου, χασίκλα! Μου έλεγε η Μαίρη ότι όταν πριν δέκα χρόνια είχε πάει με τον μπαμπά της και τη μαμά της στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης…
τ ς
ρ η
α ν
γ ά
ο σ
υ τ
δ ι
ο σ
ύ τ
σ
ε
ο
(η Νταίζη Πασχάκη αφού τελειοποιήθηκε εις το Εθνικόν Ωδείον εγνώρισε σε ένα πάρτυ τον Μιχαήλ Ψαρέλη τον αγάπησε την αγάπησε του έκανε ένα χρόνο την παρθένα της έκανε ένα χρόνο το καλό παιδί που αγωνίζεται να αποκατασταθεί επαγγελματικώς αρραβωνιαστήκαν κράτησαν τους πιο καλούς απʼ τους παλιούς τους φίλους παντρεύτηκαν δεν έκαναν αμέσως παιδί για να χαρούν λιγάκι τη ζωή τους τη χάρηκαν αυτή με τον γαλακτοπώλη της γειτονιάς «ανόητος αλλά έχει σεξ» αυτός στα μπορντέλα των παρόδων της Αχαρνών γκαστρώθηκε η Νταίζη άγνωστον πως ακατανόητον γιατί χώρισαν πριν γεννηθεί το παιδί αυτός παρέμεινε στη δουλειά του αυτή έγινε (καμάρωνε) κατήντησε (έλεγε αυτός που ζήλευε) τραγουδίστρια σε μπουάτ στα 32 της (φλεβίτις κλπ) και έπιασε χάρις εις το πλούσιον ρεπερτόριο της – είχε και ρεμπέτικο…)
ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ακόμα
(κάποτε μια κυρία με λεφτά συνέστησε στην Νταίζη να δει τον Τσιτσάνη μπορούσε να του τηλεφωνήσει είναι θαυμάστρια του 20 χρόνια έγινε το ραντεβού στην κουζίνα του μαγαζιού όπου τραγουδούσε ο Βασίλης της μέτρησε τη φωνή μέσα σʼ ένα ντορεμιφασόλ… δεν κάνεις παιδί μου της είπε είναι δύσκολο το επάγγελμα βρες κανέναν νοικοκύρη να φτιάσεις τη ζωή σου δε βλέπεις τα δικά μας χάλια…
Η Νταίζη λίγους μήνες μετά άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής σε παιδιά έβγαζε καλό μεροκάματο πήρε και το παιδάκι της μαζί της…
Απʼ τον πρώτο σοβαρό γκόμενο που έπιασε ζήτησε να την πάει εκεί που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης… έχουμε γνωριστεί…)
Ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ακόμα
εγώ τραγουδάω ακόμα
δύσκολο πράγμα το τραγούδι
πολλοί τραγουδάνε
λίγοι έχουνε φωνή…
Πανόραμα (1975)
Πηγή: https://www.poiein.gr/2009/02/23/euiuo-aeundhao-dhaiunaia-1975/
Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Πώς μας κέρδισε μια κοπέλα
Ήρθε μια κοπέλα στο γραφείο μας το πρωί
χωρίς μπογιές στο πρόσωπο
χωρίς κακόν άνεμο στα μάτια.
Μας έφεγγε χαμόγελο αληθινής καλημέρας.
Ο προϊστάμενος της έδειξε την εξουσία του.
Η συνάδελφος την ομορφιά της που δεν είχε.
Ο συνάδελφος μια ηλιθιότητα που της συννέφιασε το πρόσωπο.
Κ’ η μουχλιασμένη κάμαρα
μια στενοχώρια που της κέρδισε την καρδιά.
Όμως ήταν κοπέλα που δεν ξέρει την εξουσία
που ξέρει να κυβερνάει την ομορφιά της
που συμμερίζεται την προστυχιά
μα προπαντός
ήταν κοπέλα που έμαθε με πολύ κόπο
να ξανακερδίζει την καρδιά της.
Ήταν απλώς μια εργαζόμενη κοπέλα
κ’ έσερνε πίσω της το μέλλον δύσκολο μα βέβαιο.
Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα (1957-1983), εκδ, Ποταμός, Αθήνα, 2015
Τρίτη 6 Αυγούστου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Η Μαίριλυν
Μαζί με σε θυμάμαι και τον Μπελογιάννη.
Το σώμα σου είχε την παγκόσμια θέα
το σώμα σου φιλοξενούσε την παγκόσμια αγωνία
το σώμα σου το κάναμε γινάτι και ταμπούρι
το σώμα σου αγαπημένη των αγαπημένων
σαν τη ζωή όταν βγαίνει στο παζάρι
σαν τη ζωή όταν μαζεύεται το βράδυ
σαν τη ζωή όταν κυλάει από κρεβάτι σε κρεβάτι
σαν τη ζωή όταν μαχαιρώνεται μα δεν την παίρνουνε τα δάκρυα.
Το σώμα σου το φόρεσαν κονκάρδα
αυτοί που πρόδωσαν αυτοί που ξέχασαν αυτοί που πάνε
αυτοί που έχει στο στόμα τους παγώσει
το λίπος των μελό επιτάφιων λόγων
και των επίκαιρων στίχων.
Οι βιρτουόζοι
των γυναικείων λυγμών
και των ωραίων αναστεναγμών
και των μισθών και των Σας άρεσε;
Καλό δεν ήταν;… Ευχαριστώ!
Γλυκιά μου Μαίριλυν κι ακόμα πιο γλυκιά
όταν οι τίμιοι θολώνουν και σε λεν πουτάνα
γλυκιά μου Μαίριλυν μας άφησες ένα στόμα
να σεργιανάει στου κόσμου τις πληγές.
Κυριακή 16 Ιουνίου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Ο θάνατος του πατέρα
τι λαϊκό είναι αυτό το βαρύ που σε κατευοδώνει
μέσα στο χάραμα φεύγεις και πας πατέρα
όπως επάγαινες φτωχέ για τη δουλειά.
Δεν προσκαλείς παπάδες ούτε το Χριστό τους
ξαναβροντάς: Την Παναγία… το Χριστό τους…
Σαν φτάσεις γράψε μας αν βρήκες εκεί πέρα
θέση για τα μεγάλα ματς κι ευχάριστα τσιγάρα
αν βρεις καλό κρασί κράτησε λίγο και για μας
αν βρεις νερό αν βρεις καφέ αν βρεις δροσιά
αν τύχει κι έχουν καλοκαίρι τώρα εκεί.
Κι αν βρεις καμιά παρέα άνεργα παιδιά
μίλα τους πάλι για το ’22
Πράβι Καβάλα Σαλονίκη Αθήνα Πειραιά
για τον αλβανικό στα χιονισμένα βουνά
χωρίς ψωμί χωρίς κονιάκ και Παναγιά
για το αντάρτικο στα θρυλικά βουνά
που ’χε χωρίσει τους φτωχούς στα δυό στα δυό
και τη φτωχή σου την καρδιά.
Γράψε μας σαν φτάσεις γράψε να χαρείς
αν διηγιέσαι στα παιδιά για τα παλιά τραγούδια
για τα παλιά καφέ σαντάν για το παλιό σου Μεσολόγγι…
Οι φίλοι σου απ’ το στρατό κι από του Βάλτου τα χωριά
τα λαϊκά τραγούδια τ’ ανεξήγητα τα μαγικά
τα ρουμελιώτικα σκοτεινιασμένα μοιρολόγια
νύχτες σε έρημα χωριά μέρες στην Εθνική Οδό
φαρμάκια καπηλειά βράδια και μαϊστράλια
τώρα γινήκανε γαλάζια χρώματα κι άσπρα φτερά
που δεν σε παίρνουνε ψηλά που δεν σε πάνε μακριά
που σε κρατάνε δω στον άλλο δρόμο και στον άλλο χρόνο
στην αυριανή κουβέντα μας στη νέα ραγισματιά…
Πόσο φτηνός ποιητής πρέπει να είμαι για να τραγουδώ
πατέρα μου τον πόνο σου τον πόνο μας τον πιο παλιόνε πόνο
σαν μπουζουκτσής που παίζει κι ονειρεύεται
με τα μάτια του κλειστά το μεθυσμένο κόσμο
να γέρνει να ξεκουραστεί κατά τα μέρη της καρδιάς…
η ζωή
Δέκα χιλιάδες μεροκάματα με ήλιο με βοριάμ’ αρχή και τέλος του ντουνιά το Μεσολόγγι
μια ρημαγμένη πόλη ελληνική σαν τον νταλκά
μια ρημαγμένη ζωή που πέρασε τα χρόνια της
σε ντόπια και σε ξένη πάντα κατοχή
μια ρημαγμένη αγαπημένη που άσπρισε στα τριάντα της
μια μάνα αβάσταχτα καλή μια ταπεινή Μαρία
και τα παιδιά αχ τα παιδιά μαράζι και κρυφή χαρά
που δεν προλάβανε να σ’ αγαπήσουν πάλι.
Δέκα χιλιάδες μεροκάματα παραλλαγές του μαύρου
και βουτηγμένα στο αίμα της καρδιάς
παραλλαγές του ίδιου ονείρου: ελευθερία!
πάλι ο θάνατος
Χιλιάδες πρωιά μ’ ένα πλάκωμα στην καρδιά
χιλιάδες βράδια πνιγμένα σε χιλιάδες πνιγμένα τραγούδια
χιλιάδες αύριο και μεθαύριο δεν βαριέσαι πάμε εμείς
αυτά θα τα προλάβουν τα παιδιά
μην απελπίζεσαι όλα θα γίνουν κάποια μέρα…
πάλι η ζωή
Αυτό που πιάνω δεν είναι το χέρι σου πατέρα;
Αυτό δεν είναι το κεφάλι σου γερτό πριν απ’ τον ύπνο
εσύ δεν ο σκεφτικός που όλο ρωτάς τη μάνα
Μαρία γυρίσαν τα παιδιά;
Εσύ δεν είσαι ο ανυπέρβλητα πικρός και τρυφερός
φουμάρεις το τσιγάρο σου χαμογελάς ρωτάς
Τι άλλο χρειάζεται ο κόσμος μωρέ παιδιά
για να πλαγιάζει κατά τη μεριά της καρδιάς;
(Από τη συλλογή «Παλιές ειδήσεις», 1966. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα (1957-1983)», εκδ. Ποταμός, 2015.)
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/oi-poiites-gia-ton-thanato-tou-patera-tous/2/ ]
Δευτέρα 27 Μαΐου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Ημιονηγοί
Ξάπλωσαν στο χορτάρι αγκαλιά με τα μουλάρια τους οι ημιονηγοί
κλείσαν τα μάτια για να ονειρευτούν κορίτσια αχ ματιές και φώτα
βλέπουν πως ξεκινούν για τη δουλειά τους βιαστικοί πρωί πρωί
βλέπουν μια δύση ολόγλυκη και μια πλατεία βραδινή σαν πρώτα.
Και τα κορίτσια σουλατσάρουν μες στον ύπνο τους ευτυχισμένα
σκορπούν γαρύφαλλα και γέλια παριστάνουν τα δυστυχισμένα
τρελαίνονται κοιτούν αλλού κι αναστενάζουν γίνονται λυπημένα
στων ημιονηγών τα χείλια λέξεις μαγικές πουλάκια στα γδαρμένα χέρια
δίνουν τα χέρια τα κορίτσια δίνουν και τα χείλια φλογισμένα
στο τέλος δίνουνε στα ψέματα; Στ’ αλήθεια; Και την τρελή καρδιά.
Αχ τι σου είναι τα κορίτσια σαν μπλέκουν μ’ αγάπες και με καλοκαίρια.
Πάλι κερδήθηκε έν’ ακόμα κόντρα στο στρατόπεδο και στην απανθρωπιά
πάλι έσβησε ένα απόγευμα πικρό σ’ αυτή την αφιλόξενη πλαγιά
κι αυτό τ’ απαίσιο φως που μαραζώνει των μουλαράδων την καρδιά
λιγόστεψε κι άλλο…
Τρίτη 21 Μαΐου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Το πέρασμα της Ελένης ή το Τραγούδι της ξένης
σε λέω ομορφιά πλασμένη από πικραμύγδαλο και πικροδάφνη.
Τα μάτια σου οι ωραίοι μου στοχασμοί που επαληθεύονται
στα μάτια σου η άνοιξη της αγάπης σου
για τα μάτια σου σκοτώνω δυο μικρά πουλιά και τα κρεμάω στα στήθη σου
από τα μάτια σου ξεκινάει ένα όνομα
ριζώνεται στα χείλη μου γίνεται μουσική και με κερδίζει
ριζώνεται στα σπλάχνα μου γίνεται καφτό νερό τα κάνει στάχτη
ριζώνεται στην καρδιά μου γίνεται καημός την πνίγει μες στο αίμα της.
Τι να σε πω; Τι να σε πω; Είσαι πέλμα στερεωμένο στη γη
βλέμμα πολιορκημένο απ’ τον ουρανό
είσαι φιλί που αγκομαχάει στην υπομονή.
Είσαι καημός είσαι φιλί είσαι καφτό νερό και μουσική.
Είσαι πείσμα μικρό μες το μεγάλο μαϊστράλι.
Είσαι ανεμοπερπάτημα ξαφνιάζεις την πολιτεία μας
είσαι κακό φως ματιάζεις τα κορίτσια της
είσαι σκληρό σπαθί πληγώνεις τα παιδιά της.
Απ’ τα μαλλιά σου ξεκινάει ένα όνομα
κι εγώ το τραγουδώ όλο στοργή και πίκρα
απ’ τα μαλλιά σου κι απ’ τα μάτια σου ξεκινάει ένα όνομα
κι εγώ το τραγουδώ σε τραγουδώ χωρίς να ξέρεις
με λόγια πλασμένα από πληγή αίμα και στάχτη
Ελένη!
Δευτέρα 13 Μαΐου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Περιστατικό στην οδό Σταδίου
Ένα παιδί σωριάστηκε μες στη γιορτή του δρόμου.
Ήταν τα μάτια του άγρια ξένα και βυθισμένα.
Το κεφάλι του στην πέτρα βρόντηξε ξεβρόντηξε
το κορμί του σαν το ελάφι και σαν τ’ άλογο.
Απ’ το στόμα του πετάχτηκαν αφροί
κι έπαιξαν στα μάτια σας
απ’ το στόμα κι απ’ τη μύτη τίναξε το αίμα του
που έκατσε στα μάτια σας κι άρχισε να κλαίει.
– Από πείνα. Είπατε.
Τα πόδια σας πώς είναι ακόμα ανάλαφρα για τον περίπατό σας;
– Από πείνα. Είπατε.
Τα χέρια σας πώς ξεριζώθηκαν ωραίοι μου από τους ώμους σας;
– Από πείνα. Είπατε.
Τα μάτια σας πώς σκοτεινιάσαν μπρος σε τόσα χρώματα και φώτα;
– Από πείνα. Είπατε.
Σηκώστε το λοιπόν να μη βουλιάξει ο δρόμος…
Σπασμένος καιρός, 1957
Παρασκευή 10 Μαΐου 2024
Θωμάς Γκορπάς - Ποιήματα
Η ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ…
Ἡ ματαιότητα. Ἡ νοσταλγία σπιτιῶν καί δρόμων. Μακριά καλο-
καίρια τῆς Ἀθήνας μέ κοντομάνικο ἄσπρο πουκάμισο. Νά γυρίζω
μέ τό τελευταῖο λεωφορεῖο ἤ μέ ταξί τοῦ μερακλῆ πού νιώθει ἄνε-
τος καί πλούσιος καί εἶναι. Καί νά μή μέ πιάνει ὕπνος. Νά καίγο-
μαι νά γράψω καί νά μήν μπορῶ. Νά καίγομαι. Νά λείπουν ὅλα.
Ἄν δέν ἔλειπαν πῶς θά ὑπῆρχαν ἀκόμα;
Μήπως μᾶς ἀγαπᾶνε πεθαμένους μέσα στά ποιήματα; Πόσα χωρᾶ-
νε μέσα στά ποιήματα; Πῶς ἀερίζονται πῶς δροσίζονται πῶς
ζεσταίνονται πῶς κάνουν Ἄχχχ… Χωράει ἕνα καλοκαιρινό εὐκά-
λυπτο μέσα σ᾿ ἕνα ποίημα; Μέσα σέ χίλια ποιήματα;
Τί θά κρατοῦσα τότε ἄν δέν κρατοῦσα ἕνα εὐκάλυπτο γι᾿ ἀργότε-
ρα; Σάν τίς ἀγάπες τίς ἀλάβωτες κι ἀμόλυντες. Τά κρασιά τῆς
κραιπάλης εἶναι ἀνεπιθύμητα τώρα. Ἡ γεύση μου ὅμως ζεῖ ἀκόμα.
(Περιοδικό «Παρουσία», τ. 18, 2001)
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Ο ΘΩΜΑΣ…
Δέν εἶμαι ὁ Θωμᾶς πού λέτε ὅτι ξέρετε
δέν εἶμαι ὁ ποιητής πού λέτε ὅτι θαυμάζετε
δέν εἶμαι καταπληκτικός δέν εἶμαι ἀνεπανάληπτος
οὔτε θηρίο τῆς ἐρήμου οὔτε σκύλος πού δαγκώνει…
Μέσα μου ἕνα ἄνθος ἀπολέμητης μοναξιᾶς
καί τά πικρά φύλλα τῆς καρδιᾶς γεμάτα
δροσερές πηγές λυγμῶν.
Σώζομαι ἄν σώζομαι τελικά χάρη σέ κάποιες τέχνες
ταπεινές πού ξέρω: τοῦ τσιγάρου τοῦ ξενυχτιοῦ
τῆς νοσταλγίας καί τῆς ἀθανασίας τόσων
ὡραίων πραγμάτων πού περνᾶνε ἀπαρατήρητα…
Ψάχνω γιά νέες ἀγάπες πυρετωδῶς καί ὅταν δέν
τίς βρίσκω τίς φαντάζομαι ὥσπου νά τίς βρῶ…
Γράφω ποῦ καί ποῦ ποιήματα μερικά ἀπ᾿ τά πολλά
πού ὀνειρεύομαι καί βάζω μέσα σ᾿ αὐτά δικά μου καί
δικά σας ὄνειρα γιά τά ὁποῖα ἐσεῖς καί ντρέπεστε
καί ὑποφέρετε φοβᾶστε καί σιγά σιγά πεθαίνετε…
ΕΝΩ ΟΙ ΠΑΝΤΕΣ…
Ἐνῶ οἱ πάντες γλείφουν καί ξερογλείφουν τό ἔπος τῆς αὐτοκίνητης
καθημερινότητας ἐμεῖς παραμένουμε ἁλιεῖς μαργαριταριῶν.
Ἡ μιά γυναίκα βγαίνει μέσα ἀπό τήν ἄλλη ἀλλά κάποτε μιά γυναί-
κα ἔρχεται καί σπάει τόν κανόνα καί σπάει τούς ὁρίζοντες πάνω στά
παρθενοποιημένα ἐκ νέου χείλη της καί σπάει τόν τσαμπουκά μιᾶς
σχεδόν ἀειθαλοῦς θλίψεως. Κ᾿ ἔρχονται νύχτες πλούσιες ἀπό τό ἀσή-
μι τῶν περασμένων ἡμερῶν πλούσιες ἀπό τό χρυσάφι τῶν μελλο-
ντικῶν πηχτές ἀπό ἀηδονίσιες σιωπές καί βλέμματα λάμποντα
λάμψεις
σπέρνεις καί θερίζεις
χαμογελᾶς καί πάλι ὅπως στό ὄνειρο πού δέν κατάφερε νά φάει
ἡ τραγωδία.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΘΛΙΨΕΙΣ…
Ἀνάμεσα σέ δυό θλίψεις παίζονται τά πάντα
ἀπό δῶ ἡ θλίψη τῆς ζωῆς ἀπό κεῖ ἡ θλίψις τοῦ θανάτου…
Δυό σκοτάδια κάποτε ὀλίγον δροσερά καί κάποτε
ἄσπρα κι ἀγέλαστα σάν χειμωνιάτικα φεγγάρια…
Καί ἡ χαρά; Ἄ, ἡ χαρά εἶναι σάν τό μεροκάματο
Δόξα Σοι ὁ Θεός καί μεροδούλι μεροφάι…
Γιά ποιούς μιλάω ποιούς σκέφτομαι καί ποιούς
ὅσο μπορῶ κι ὅταν μπορῶ ἀγαπάω; Συγχωρέστε με
μεγάλη κουβέντα ἀλλά θά τήν πῶ Τό ταξίδι συνεχίζεται
χωρίς σταθμούς χωρίς ἀεροδρόμια χωρίς λιμάνια…
Καί τό μυαλό ἐξαντλεῖται καί ἡ μνήμη καί ἡ ἀναπόληση
ὅλα ἀπαιτοῦν νά μένουν γιά λίγο μόνα νά χαλαρώνουν
καί νά ξεκουράζονται πρίν ξαναριχτοῦν στήν περιπέτεια
πού ἄλλοι τή λέν τό θαῦμα τῆς ζωῆς καί ἄλλοι
ὁ φόβος τοῦ θανάτου… Ὦ Ἐμπειρίκο ὦ Καβάφη
ἄστρα μοναδικά γιά παρέα παλιόφιλοι τά ἔχετε πεῖ
ὅλοι ἐμεῖς οἱ ταμένοι προσπαθοῦμε νά τά ποῦμε
σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο τόν ἐπά πού νοσταλγεῖ τόν κάτω…
ΝΟΣΤΑΛΓΗΣΑ…
Νοστάλγησα λαβράκι βραστό μέ πατατοῦλες αὐγολέμονο
νά μοσχοβολάει καί ν᾿ ἀνασταίνει.
Νοστάλγησα Ἐπιτάφιο στήν πόλη μου.
Νοστάλγησα γκιουβέτσι στό φοῦρνο.
Νοστάλγησα ξινόγαλο.
Νοστάλγησα ρεβανή τῆς μάνας μου.
Νοστάλγησα τσιγάρο ἀπό τό πακέτο τοῦ πατέρα μου.
Νοστάλγησα συζήτηση γιά τό Νίτσε καί τόν Ντοστογιέφσκι μέ
τόν Γιῶργο Κοτσίρα καί τόν Γιῶργο Φαγκόπουλο.
Νοστάλγησα νά μέ πιάσει ἡ βροχή στό δρόμο νά περπατάω μές
στή βροχή καπνίζοντας.
Νοστάλγησα τούς πρώτους φίλους μου στό Μεσολόγγι.
Νοστάλγησα τούς πρώτους φίλους μου στήν Ἀθήνα.
Νοστάλγησα κορίτσια νοστάλησα γριές νά κάθονται στά σκαλιά καί
σέ σκαμνιά ἔξω ἀπό τό σπίτι καλοκαίρια ἀλησμόνητα ἐνῶ πέφτει ὁ
ἥλιος ἐνῶ πέφτει τό βράδυ φαντασίες καί παραμύθια ἑνωμένα μέ
κρυφές λαχτάρες καί σκληρές πραγματικότητες.
Ὅλα εἶναι χώρια καί μαζί λοιπόν ἄσπρα καί μαῦρα ξεχασμένα καί
ἀξέχαστα ἀγαπημένα καί περιφρονημένα.
Καί ἡ ποίηση δέν λέει νά τελειώσει. Ὁ οὐρανός στή γῆ ἡ γῆ στόν
οὐρανό τό ἴδιο κάνει.
Μυρουδιές τοῦ σώματος μυρουδιές τῆς τάξης μυρουδιές τῆς ἐξοχῆς
μυρουδιές τοῦ καφενείου καί τῆς ταβέρνας τοῦ θαλάμου καί τῆς
κρεβατοκάμαρας.
Ἔβγα Γκόλφω στό μαντρί Τοῦ Κίτσου ἡ μάνα κάθονταν ὁ Γιάννος
κ᾿ ἡ Παγώνα γαλλικά τραγούδια ἀπό τό Ράδιο Λουξεμβοῦργο καί
τό Ράδιο Μόντε Κάρλο Ζορρό Ντάν Φόουλερ καί τό περιοδικό Ἑλλη-
νόπουλο τοῦ Νίκου Τσεκούρα.
Προσπαθῶ νά διασχίσω μιά σήραγγα καί νά βγῶ στό φῶς ἤ προ-
σπαθῶ ἀπό τό σκοτάδι τῶν ἡμερῶν μας νά μπῶ σέ μιά σήραγγα
γεμάτη φῶς;
Καί ἀγάπη.
(Περιοδικό «Ἡ Λέξη», τ. 176, 2003)
Πηγή:https://giorgosaragis.wordpress.com/antho5/
Πέμπτη 9 Μαΐου 2024
Θωμάς Γκόρπας - Ἀνάμεσα σέ δυό θλίψεις
Ἀνάμεσα σέ δυό θλίψεις παίζονται τά πάντα
ἀπό δῶ ἡ θλίψη τῆς ζωῆς ἀπό κεῖ ἡ θλίψις τοῦ θανάτου…
Δυό σκοτάδια κάποτε ὀλίγον δροσερά καί κάποτε
ἄσπρα κι ἀγέλαστα σάν χειμωνιάτικα φεγγάρια…
Καί ἡ χαρά; Ἄ, ἡ χαρά εἶναι σάν τό μεροκάματο
Δόξα Σοι ὁ Θεός καί μεροδούλι μεροφάι…
Γιά ποιούς μιλάω ποιούς σκέφτομαι καί ποιούς
ὅσο μπορῶ κι ὅταν μπορῶ ἀγαπάω; Συγχωρέστε με
μεγάλη κουβέντα ἀλλά θά τήν πῶ Τό ταξίδι συνεχίζεται
χωρίς σταθμούς χωρίς ἀεροδρόμια χωρίς λιμάνια…
Καί τό μυαλό ἐξαντλεῖται καί ἡ μνήμη καί ἡ ἀναπόληση
ὅλα ἀπαιτοῦν νά μένουν γιά λίγο μόνα νά χαλαρώνουν
καί νά ξεκουράζονται πρίν ξαναριχτοῦν στήν περιπέτεια
πού ἄλλοι τή λέν τό θαῦμα τῆς ζωῆς καί ἄλλοι
ὁ φόβος τοῦ θανάτου… Ὦ Ἐμπειρίκο ὦ Καβάφη
ἄστρα μοναδικά γιά παρέα παλιόφιλοι τά ἔχετε πεῖ
ὅλοι ἐμεῖς οἱ ταμένοι προσπαθοῦμε νά τά ποῦμε
σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο τόν ἐπά πού νοσταλγεῖ τόν κάτω…