Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Πέγκλη Γιολάντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Πέγκλη Γιολάντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Γιολάντα Πέγκλη - Προς Φαρισαίους

  Προς Φαρισαίους

Ιδού λοιπόν
σας δίνω την ευκαιρία
να με σημαδέψετε στο μέτωπο
εκεί, που σε πικρό προζύμι
πλάθεται σπόρος.
Μια και η συμμετοχή
στη σκηνή του πεπρωμένου
ήταν υποχρεωτική
έλαβα τα μέτρα μου εκ των προτέρων.
Στο πατρικό κατώφλι ανατίναξα
την καρδιά μου
τη νεότητά μου αφιέρωσα
σε συλλογές από σήμαντρα
γνωρίζοντας
βγήκα ν’ αποθαυμάσω το φως το αναμενόμενο
στο παράθυρο του κόσμου.
Από δω και πέρα μια κόκκινη γραμμή
θ’ αφήνει το μαχαίρι στο ψωμί σας
θα μάθετε αναγκαστικά να κατασκευάζετε
ξύλινα φυτώρια
σε εμπόρους της σειράς θα προστρέχετε
για τις παραγγελίες των θουρίων
οδηγίες για τον πολλαπλασιασμό των ρόδων
θα παρέχονται σε ξένη γλώσσα.
Μέρα τη μέρα τα νυχτερινά θεάματα
θα λαμβάνουν χώρα
κάτω από εκτυφλωτικούς προβολείς
θ’ αγωνιάτε στις λανθασμένες κινήσεις
σωματοφύλακες θα σας αντικαθιστούν
στο μονόλογο του ιλίγγου.
Όσο για με –
μη σας απατά που όταν πενθώ
αφήνω αγκάθια στα μαλλιά

πάνω στον τεντωμένο χρόνο
έχω να επιδείξω υπεράνθρωπη ισορροπία

είμαι εναντίον της ακατοίκητης ζωής

σας δίνω την ευκαιρία να με σκοτώσετε
όσο μπορείτε.


Προς Φαρισαίους, 1971

Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Γιολάντα Πέγκλη, "Ακούστε:"

 ΑΚΟΥΣΤΕ:


Δεν ανοίγω δεν ανοίγω

πίσω απ’ την πόρτα φίλος

πίσω απ’ την πόρτα παιδί

πίσω απ’ την πόρτα ζητιάνος

πίσω απ’ την πόρτα σκυλί

πίσω απ’ την πόρτα ταχυδρόμος

πίσω απ’ την πόρτα κανείς

δεν ανοίγω δεν ανοίγω

υποχωρώ παραιτούμαι αντιστέκομαι

διαχωρίζομαι λιποθυμώ

αρνούμαι

όταν νυχτώσει το υπόσχομαι

θ’ αφήσω στο σκαλί το ρούχο μου

θ’ αφήσω στο σκαλί το ψωμί μου

θ’ αφήσω στο σκαλί το τριαντάφυλλό μου

το τελευταίο

υπόσχομαι υπόσχομαι

χέρια όμως όχι φοβάμαι

λέξεις όμως όχι φοβάμαι

πρόσωπα όμως όχι φοβάμαι

μάτια όμως όχι φοβάμαι φοβάμαι

έχω φυλάξει μια σφαίρα

μάτια όμως όχι μάτια όμως όχι

έχω φυλάξει μια ανάσα

 

αγαπώ το κόκκινο

περισσότερο από το μαύρο.


ΒΑΘΙΑ ΖΩΗ



Επιστρέφω στο σώμα μου

μέσα από μεγάλες πλατείες

επιστρέφω στο πρόσωπό μου

μέσα από αναστεναγμό.

Έτσι όπως είναι ακόμα νωπά

τα μαλλιά μου

είναι βυθός

είναι γυαλί

δεν ξεχωρίζω.

Σκληραίνει

ματώνεται στην τριβή τη μοιραία

το πήλινο ρούχο μου

δεν το φανερώνω.


Είμαι σαν τα παιδιά

που σφυρίζουν όσο να περάσουν

το σκοτεινό δάσος


είμαι σαν τα παιδιά

που όταν περνούν ακατοίκητη περιοχή

δεν μιλούν.


Η ΑΣΦΥΞΙΑ ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΠΡΟΑΣΤΕΙΟ



Για όλους ραγίζει την Κυριακή

του θεού το σώμα, για μένα

αντίδωρο δεν περισσεύει

πάνω στην κινούμενη άμμο χορεύω

λιποθυμώ –τελειώνει η γιορτή.

Τις άλλες μέρες

μεγαλώνει πιο πολύ ο κόσμος

κρυώνω

πλανιέμαι στις πλατείες κλωτσώντας

τα χαρτιά και τα φύλλα

τους ήχους που παγιδεύονται στα ρείθρα

μαζεύω για τροφή.

Με τριγμούς ψηλώνει η πιο πικρή

ρίζα της καρδιάς μου.

Να έχει σταματήσει αλήθεια

στην κάμαρα με τον σπασμένο λαμπτήρα

το άστρο που αναγγέλλει

αυτός να έχει οριστεί τόπος

για την απογραφή όλων μου των ονείρων;

Τέτοιες στιγμές έρχεσαι

με κοιτάς

δεν προφταίνω ποτέ να εξημερώσω

το πρόσωπό μου

«με τον κατάλληλο φωτισμό, λες,

γεμίζω το σπίτι χρυσά έντομα».


Χρόνια στάθηκα απέναντι στον ήλιο

καμμιά χαρά δεν με φώτισε

ολόκληρη.


Η ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΚΑΜΑΡΑ



Πρόσεξε βιογράφε μην κάνεις και κλάψει

το παιδί που πριν φιλήσει το μαξιλάρι μου

έλειωσε με το φεγγάρι

η πλαϊνή κάμαρα ποτέ δεν ακούμπησε

στον ίδιο τοίχο με την κάμαρά μου

ποτέ χέρι δυνατό

στο χέρι μου δεν ακούμπησε.

Αν θες με δυο λόγια τη ζωή μου, μάθε

πως άρχισα να τραγουδώ ενώ τα πόδια μου

είχαν ριζώσει μέσα στα νερά.

Πως τραγουδούσα όσο τα νερά ανέβαιναν.

Τραγουδούσα όταν ανέβηκαν τα νερά.

Αργότερα βέβαια το κελί μου ανακαινίστηκε

ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας εξιλεώθηκε

ζωγραφίζοντας έναν ήλιο στην οροφή

ένα μονοτάξιο δημοτικό σχολείο

άρχισε να λειτουργεί στο χώρο του

έμεινε ακίνητη η αδικαίωτη σάρκα

κανένας δεν έδωσε σημασία

σε κάποιους στεναγμούς κι αποδόθηκε

στην ιδιοσυστασία του εδάφους το ότι

ματώναν πού και πού οι παλιοί τοίχοι.

Μια μέρα, ένας μικρός μαθητής

πέταξε ψηλά τη σάκα του

σκόρπισαν στην τάξη οι γομολάστιχες,

τα μολύβια.

−«Ακούστε

ακούστε πώς τρέχει το ποταμάκι

κάτω απ’ το τσιμέντο!» φώναξε.



Από τη συλλογή «Ακούστε:» (1970).



Πηγή: Λογοτεχνικό περιοδικό Πάροδος, τχ. 4.

(https://www.greek-language.gr/periodika/viewer/parodos/1987/4)


Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2021/

Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

Γιολάντα Πέγκλη - Διαλυθείτε ησύχως


Κόσμος μπαλώματα, εύκολα γίνεται κομμάτια.
Θα πεις, είναι στο χέρι μου
σε δίσκο να παίξω πάλι και πάλι τ' όνειρό μου
τον βάτραχό μου και το βάλτο του να τ' αντιμετωπίσω
σαν ενδεχόμενο για την κάτω βόλτα.
Αλλά, περισσότερο από εντολή αγάπης
ο πλησίον μου
υπήρξε ο καθρέφτης που μ' έδειξε
ανάλογα με το πόσο μ' έκλεισε στις αισθήσεις μου
και την ποιότητα που είχε το κρύσταλλό του.
Όποτε χτύπησα την πόρτα του
ήταν νωρίς για καφέ
ήταν αργά για όλα τ' άλλα.

Γεια

Γιολάντα Πέγκλη - Ιστορία με αρχή και τέλος [III]


Όσο ερχόσουν ήσουν εσύ
όταν ήρθες, όχι
έλειπε εκείνο το
που άπλωνα το χέρι και δεν το 'φτανα
και που δεν είχα υπερασπιστεί
όσο της άξιζε τη μοναξιά μου
αν και εσοχή, άδειαζα.
έστρωνα τραπέζι
άνθρωπος δε ζύγωνε τέτοιο απόκρημνο κάλεσμα
μέναν άδειες οι καρέκλες
παρ' όλες τις τεχνητές εξάψεις
στράγγιζαν οι καλοί τρόποι μου
σε χωνί από εφημερίδα.
Πλάνες σημαδεμένες εξ' αρχής
περιπλανήσεις
σε ολοένα πιο μικρούς κύκλους.
(Ας σταθούμε εδώ)

Πηγή: Ας σταθούμε εδώ, Γαβριηλίδης 2004

Γιολάντα Πέγκλη - Ακούστε:


Δεν ανοίγω δεν ανοίγω
πίσω απ' την πόρτα φίλος
πίσω απ' την πόρτα παιδί
πίσω απ' την πόρτα ζητιάνος
πίσω απ' την πόρτα σκυλί
πίσω απ' την πόρτα ταχυδρόμος
πίσω απ' την πόρτα κανείς
δεν ανοίγω δεν ανοίγω
υποχωρώ παραιτούμαι αντιστέκομαι
διαχωρίζομαι λιποθυμώ
αρνούμαι
όταν νυχτώσει το υπόσχομαι
θ' αφήσω στο σκαλί το ρούχο μου
θ' αφήσω στο σκαλί το ψωμί μου
θ' αφήσω στο σκαλί το τριαντάφυλλό μου
το τελευταίο
υπόσχομαι υπόσχομαι
χέρια όμως όχι φοβάμαι
λέξεις όμως όχι φοβάμαι
πρόσωπα όμως όχι φοβάμαι
μάτια όμως όχι φοβάμαι φοβάμαι
έχω φυλάξει μια σφαίρα
μάτια όμως όχι μάτια όμως όχι
έχω φυλάξει μια ανάσα


αγαπώ το κόκκινο
περισσότερο από το μαύρο.


   Ακούστε, 1970

Γιολάντα Πέγκλη - Εθνικές εορτές παγιδευμένες στο ημερολόγιο


Πόσες λύσεις λοιπόν χρειαζόμαστε. Το ταξί γράφει. Η ιδέα αν χωριστεί απ' την εμμονή της διαλύεται. Και ποιος υπέφερε μ' ευχάριστο τρόπο. Τι λες γι' αυτόν τον αιρετικό που απ' τα ίδια δεδομένα αντλεί το έσχατο συμπέρασμα. Ή ενώ σωπαίνει βγαίνουν φωνές απ' τις αρθρώσεις του τα σπλάχνα τους πνεύμονες την πλατειά του χωρίστρα, σφυρίζουν τα οστά του, νύχια μαλλιά μεγαλώνουν με τριγμούς, στις μασχάλες του τσαμπιά κρέμονται οι άνθρωποι που δεν έχουν ένα κεραμίδι στο κεφάλι, χρειάζεται κάποιο κενό μπροστά πίσω πάνω και κάτω του για να χωρέσουν τα κοτσάνια του και ό,τι δεν μπορεί να συγκρατήσει.

Αν ανακατευτώ στην παρέλαση που περνά θ' αποκτήσω σταθερό βήμα για το μέλλον;

το αστείο είναι ότι πλήρωσα τόσα για να μεγαλώσω!

Ρωτάς για τα δίχτυα με τα οποία συγκρατούσαμε τα πράγματα.

Δεν τα έχω.

Της γλυκειάς πατρίδας, 1996

Γιολάντα Πέγκλη - [άτιτλο]



Ο τόπος μου ό,τι μερεμετίζει μέρα
νύχτα να του το σακατεύουν.
Αν και κοιμάται όπως πεθαίνει.
Κι όπως πλαγιάζει να κοιμηθεί να πεθάνει
το σώμα του σβήσει δε σβήσει το φως
λάμποντας χαιρετά όσα ονειρεύτηκε.
Από δίπλα ο λύκος στο δάσος
μ' ένα τόοοσο μεγάλο στόμα
για να τον τρώει καλύτερα.
Διαθέτοντας το στόμφο της η αγριότητα
του ισχυροτέρου
έργο που σ' όλες τις εποχές
σπάει τα ταμεία.

Της γλυκειάς πατρίδας

Γιολάντα Πέγκλη - Ποιήματα

   Ό,τι περίμενα με πάθος ματαιώνεται

                                     παίρνω την κάτω βόλτα


Εμένα δείχνει αυτό το δάχτυλο το τεντωμένο προς το επιχείρημα. Ο διάδρομος αποκτά όσο ξεροσταλιάζω το βάθος που αφήνουν τα υπονοούμενα. Ούτε είδα ποτέ να βραχνιάζει αυτός που δίνει τις διαταγές. Πρωινό βαρύ σα να ξημέρωσε από τρεις Κυριακές στη σειρά. Έχουν ήδη προηγηθεί οι φήμες που ονομάζονται και βολβοί με οσμή άρα αστραπιαία κατευθύνονται προς τα θερμοκήπια ρουθούνια. Αυτές είναι οι μυρουδιές σ' έναν κόσμο όπου μόνον ο θάνατος κι ο χρόνος απόμειναν να λένε την αλήθεια. Η υπόθεσή μου είναι χαμένη.

Μάταια όθεν περιμένω μήπως περάσει ως μέλλον ο υιός του Ανθρώπου, φωνάξει "φτου ξελευθερία".
Κάθομαι αντιγράφω στο τετράδιο μου εκατό φορές: εν τέλει, τελικά, τελειωτικά.


                                      Γέρνοντας κατά τη μεριά των χρησμών  


Κι ενώ στ' αλάτια μου διατηρεί τα περιουσιακά του διαδίδει πως δεν είναι αρμυρά τα δάκρυά μου
πίσω απ' το πιστοποιητικό γεννήσεώς μου κάνει τους λογαριασμούς του, απαριθμεί έναν έναν τους
χειρότερους που θα μπορούσαν να καλυτερέψουν τον κόσμο.
Κι εγώ πριν απ' το τέλος της ιστορίας σωπαίνω.
Γνωρίζουν τα φτερά της χήνας ότι στο μαξιλάρι που θα γεμίσουν θα χτυπήσει η καρδιά εκείνου που ένα γυμνό πουλί τουρτουρίζει στη χούφτα του.

Ποιες οι ομοιότητες ανάμεσα καρφίτσα τιρκουάζ πατημένη στην άσφαλτο και παρέλαση;

Έτσι μπράβο! Μ' ένα καλό βερνίκι δείχνουν ψηλοτάβανα τα προσχήματα, έρχεται η παγίδα
τετραγωνισμένη.
Μετά την ησυχία έρχεται η νεκρική σιγή.

Τι τα σκαλίζω. Σουρούπωσε, αναβοσβήνει το δαχτυλίδι σου σαν τσιγάρο.
Μου λείπει αυτό το χέρι. Αυτό που θα κρατούσε το χέρι.
Δεν ξέρω αν βουλιάζω ή ψηλώνουν τα χόρτα.


                                     Τεχνητοί σεισμοί μετατοπίζουν τις πλάκες
                                      διακόπτουν τη γεωγραφία μου


Ποιος πληρώνει τώρα τα σπασμένα. Άλλοτε χτυπάει καμπάνα ο κίνδυνος άλλοτε ούτε το κουδούνι.
Με πόση θέρμη να το χειριστείς το ενδεχόμενο για ν' αποδώσει. Τρέχα για καρφιά, καταρρέουμε.
Ξεχειλώνει η μπορντούρα που συνετίζει.

Δεν έχω δίλημμα μεταξύ κιβωτού και καπελιέρας όσο σώζεται ο πίθηκός μου.

Δεν παίρνω όρκο, παίρνω μέρος.

Ενώ κλαυθμηρίζει, σαν σοβάς ξεκολλάει το πρόσωπό του. Γέρνει, η ρίγα απ' το κοστούμι του πέφτει
χάρακας στην παλάμη μου.

Όχι από γενναιότητα, επειδή δεν ήξερα αν το πρώτο ή το τελευταίο σκαλί είναι το αμετάκλητο, έτσι ξέμεινα.



                                           Ζητούσε τη νόμιμη μοίρα
                                           από μια μέρα που τελειώνει


Όταν σβήνουν τα πυροτεχνήματα, το έχεις προσέξει, μυρίζει καμένο.

Πόσο αθάνατο νερό για κάθε κακό χνώτο.

Ο δισταγμός έκρυβε ένα ζάρι με έξι πλευρές. Όπως και να 'πεφτε το ζάρι σε καμιά πλευρά δε βρισκόταν η απόφαση.

Κυριαρχούσε μια κουφαμάρα. (Γιατί αν πω βουβαμάρα τους κάνω χάρη).

Αυτές είναι οι φάσεις που πιστοποιούν ότι το παιχνίδι παίζεται με άλλους τρόπους. (Χωρίς τρόπους). Δεν κόβει ο αρμόδιος κάθε πρωί τα αναγκαία προς το ζειν. Τα κόβει αλλά γίνονται δικά σου αφού ξεκλειδώσεις τις εικοσιτέσσερις πόρτες που η καθε μία προτείνει ύστερα απ' την πρώτη τη δεύτερη σειρά τα δόντια της.

Πλάγιασα δεν πρόφτασα να κοιμηθώ.
Κοιμήθηκα δεν πρόφτασα να ονειρευτώ.
Δεν πρόφτασα να πω, να ζήσω.




                                      Ταβάνια κρεμασμένα σε κλωστές επίφοβες


Δεν έκατσε να σκεφτεί τι μήκος του έλειπε μήπως κι απλώσει χέρι. Άπλωσε. Και που τους έτσι αναιμικούς τέτοιο βάρος τους συνθλίβει, μπα! γαία πυρί μειχθήτω, ο διορισμένος.
Πεταγμένοι απ' τα κρεβάτια εμείς άγρια μεσάνυχτα, ένα ρούχο στους ώμους κι α, η παραφορά του επείγοντος. Όταν γίνεται εμπόρευμα το πάππου προς πάππου -

Ακούω ότι τελευταία τα ποντίκια κατάπιαν τυρί και παγίδα και έχουν καταλάβει όλη την πίστα, όλη την ορχήστρα, όλη την αγορά, όλη τη γη.



                                             Φυσάει μ' ασάφεια, εποχή να κρύβεσαι


Κι η νυχτερίδα είναι κρεμασμένη ανάποδα αλλά αναπαύεται, είπε.
Τέτοιο επιχείρημα.
Συνδρομητής σε συναναστροφές τσέπης, μ' ένα όνομα μακρύτερό του επιπλέον, τι περιμένεις!

Γι' αυτό δε βάζω τάξη. Για να νιώθω περαστική. Μολονότι πουθενά πια μέσα στα όνειρά μου εκείνες οι πολιτείες. Καμιά φορά μόνο η αίσθηση ότι πετάω προς εκείνες τις πολιτείες. Ότι ενώ θέλω να σε κρατήσω για πάντα κοντά μου, απ' τον ώμο ξηλώνεται το μανίκι σου, μου μένει στο χέρι.

Ακρωτηριασμοί, με δυο λόγια, αυτή είναι η αισθητική της ποτέ ένδοξης εποχής μου. Η νέα τομή στη στατική μου που με αναδεικνύει ξυλιασμένη όπως η μεγάλη φωτιά, όπως η μεγάλη μοναξιά που αφήνει η φωτιά αφού τα κάνει να λάμψουν προτού καούν όλα.


                                                       Μας τα 'παν άλλοι


Σάλες ευρωπαϊκών ξενοδοχείων και εγκέφαλοι που λιμνάζουν στον πάτο του ποτηριού.
Υπάλληλοι διαμελιζόμενοι στους καναπέδες όπως χθες στις μικρές οθόνες και τα μονόστηλα.
Ζωήν πατήσας ο κάθε ηθικός αυτουργός πλην έχοντας την πρόθεση να μεταμεληθεί.
Τι συ-ζητούν ετούτα τα σταμπαρισμένα τρωκτικά;
Δώσαμε!

Κατάστρωμα και ξερό ψωμί μου λές, εντάξει, όταν όμως αυτό δεν σημαίνει εσύ να περιφέρεσαι με τις ιδιότητές σου στα λινά κι εγώ απ' τη ναυτία να συμπεραίνω ότι ταξιδεύω.
Είσαι πρόθυμος να φυλάξεις αυτό που θα σου πω σαν αυγό στη μασχάλη σου;
Με προσέχεις όπως το κερί στον άνεμο ή με θάβεις για μια ώρα ανάγκης καθώς ο σκύλος το κόκκαλό του;
Δεν ξέρω από ποιο παράθυρο μπορώ να δω όσα μου μέλλονται αλλά δεν προτιμώ να τα φαντάζομαι.
Πλην των άλλων χορτάριασε η κλειδαριά ακούω ευκρινώς τη λέξη ματαιότητα.


(Της γλυκειάς πατρίδας, 1996)

Αναδημοσίευση από: https://elenapoly.blogspot.com/2013/11/7_15.html?

Γιολάντα Πέγκλη - Λόγος για τις αλλόκοτες φιγούρες


Υπόθεσε ότι παρ' όλα αυτά
παραμένω εξίσου θεωρητική
και ακατάργητη.
Σε φριχτά άστρα ότι ξαπλώνω
όταν η αγρύπνια
συνεχίζεται ως το απόλυτο άσπρο.
Το πιο πιθανό
πως είμαι πιασμένη απ' τα μαλλιά
στα κλαδιά μιας μειοψηφίας
δεξιά αριστερά δανείζομαι χρόνο
για να υπάρξω
ο κόμπος στο λαιμό μου είναι το νόμισμα
που με παίζει κορώνα γράμματα
όταν το θηρίο μου θυμάται τη σπηλιά του
σηκώνει κεφάλι
-καταντάει φάρσα η αλαζονεία μου.
Με χτίζουν από παντού και το ξέρω.
Πόντο πόντο μετράω την άνοδο του τσιμέντου.
Την κάθοδό μου παρακολουθώ
σαν θέαμα δίχως προηγούμενο
Γιολάντα Πέγκλη - "Όμορφος κόσμος"

Γιολάντα Πέγκλη - Για τους ηρωισμούς της κάθε μέρας

 


Μέρα πρώτη: Ο γείτονάς μου, μου λέει καλημέρα.
Του προσφέρω μερικές λέξεις κρατώντας το περιεχόμενό τους
για τον εαυτό μου. Ουσιαστικά δεν του απαντώ ενώ εκείνος με
παίρνει για ένα ευγενικό κορίτσι με το διασκεδαστικό κουσούρι
της αναπνοής. Κάτι που όλο το χάνω κι όλο το ξαναβρίσκω.

Μέρα δεύτερη: Ο γείτονάς μου, μου λέει πως κάνει ωραίο καιρό.
Ξαπλώνομαι καταγής πεθαμένη ή επιληπτική, οπωσδήποτε
εμποδίζοντας την είσοδο σπουδαίου κτηρίου, ας πούμε
σιδηροδρομικού σταθμού, γιατί όλοι βιάζονται να περάσουν
από πάνω μου αποστρέφοντας το πρόσωπο με αηδία.

Μέρα τρίτη: Ο γείτονάς μου με ρωτάει για την υγεία μου.
Αδιαφανές για το κεφάλι, βαθύ μπλε όπου πόνος -βουλιάζω.
Ακολουθεί το κολύμπι, η κράμπα, επιγραμματικά σανίδα με
πίσσα στο νερό, προς τη σωτηρία η ημιτελής εκείνη χειρονομία
και, εφόσον τα ρούχα πλέουν πάνω μου ξένα, καταχωνιάζομαι
στην αριστερή μου χούφτα, περνώ μπροστά του ινκόγνιτο.

Μέρα τέταρτη: Ο γείτονάς μου μου ανακοινώνει ότι
γιορτάζει η ενορία μου.
Αρθρώσεις; Αυτός ο κρότος από ροκάνα. Λέω θέλω
να κοιμηθώ και η γη πετάει τρίγωνα γυαλιά ένα μπόι
με τα δημητριακά. Περπατώ στα νύχια γίνονται οι
λογισμοί μου σανιδένιο πάτωμα, τρίζει. Με δυο λόγια,
περισσότερο κρόταφος πουλί που παραφρονεί παρά
στις ρούγες να διαπληκτίζομαι με το χώμα.

Μέρα πέμπτη: Ο γείτονάς μου δηλώνει σεβασμό στην
ελευθερία μου.
Υποκύπτω στην απόλαυση να μειδιάσω μολονότι
ασάλευτη επί τόσα χρόνια ώστε με θάβουν ζωντανή.

Τα πραγματικά περιστατικά τώρα: Ισόβια αιχμάλωτή μου
σε τόπους παγίδες που γι' ασφάλειά μου αγνοώ.

Μέρα έκτη: Ο γείτονάς μου εγκρίνει τον λόξιγκά μου.
Πείσμα στο πείσμα, στην απελπισία του παίκτη που χάνει
θα δοθώ ή και θα σφυρίξω ν' ανοίξουν τα φτερά τους τα
παγόνια, γιατί όχι; Επανέρχομαι με λύσσα, περισσότερο
κρίση, κρίσεις αλλεπάλληλες που καταλήγουν στη
συνηθισμένη όψη μου. Μάτια κρύα προσηλωμένα
(όπως του γλάρου) σε υποθετική αιθρία, σύνολο να έχει
πιαστεί στο θάμνο η προβιά μου κι ούτε πίσω ούτε μπρος.

Μέρα έβδομη: Ο γείτονάς μου αποδοκιμάζει τη στάση μου.
Βαδίζω ανισόπεδη, προπαντός μεταδοτική. Διαδίδω πως έστω
και για τις μέσα τούμπες χρειάζομαι άπλα, χρειάζομαι την παρηγοριά
να παίρνω κατά διαλείμματα σιτηρέσιο απ' την ψυχή μου, χρειάζομαι
την πιο παράξενη δικαιοσύνη.

Μέρα όγδοη: Ο γείτονάς μου απαιτεί μερτικό επί του αθροίσματός μου.
Σε συνάρτηση με το μαύρο ανοίγω το κουτί με τη ζάχαρη που
φυλάχτηκαν οι πολλές χρυσόμυγές μου για την περίσταση, είμαι
ελεύθερη. Κατά των δημοσίων αμίαντο, κουβαλώντας την
πολυκατοικία στην πλάτη τρέχω ν' ανοίξω, είμαι παγιδευμένη.
Ο ύπνος να με παίρνει εκεί που ξεχνώ εκεί που θυμάμαι και
κλαίω, ο ύπνος στόμα ξεδοντιασμένο να μου γελάει κατάμουτρα,
ο ύπνος ρούχο μπαμπακερό αλλ' απ' τη μέσα μεριά σεντούκι.

Μέρα ένατη: Ο γείτονάς μου καμώνεται πως έχει πονόδοντο,
σωπαίνει.
Φυσικά καίγομαι βεγγαλικό σε κάθε τοπικό πανηγύρι.

Επιπλέον! Επιπλέον!
Φάση άλφα, επαγρυπνώ. Φάση βήτα, ασχολούμαι τάχα με
τα γραμματόσημά μου. Φάση γάμμα, εξουδετερώνω το
διαχωριστικό με δαγκωματιές. Φάση δέλτα, αναποδογυρίζομαι
πέφτουν τα προσχήματα. Φάση έψιλον, καλύπτω τη συμπλοκή
μου με το άδειο οργανώνοντας μια μουσειακή έκθεση ονείρων.
Φάση σίγμα ταυ, ναι κρυμμένη, αλλά στο πιο φανερό μέρος.
Φάση τελευταία. Λέω καλημέρα στο γείτονά μου, παρατηρώ πως
κάνει ωραίο καιρό, τον ρωτώ για την υγεία του, του ανακοινώνω
ότι γιορτάζει η ενορία του, δηλώνω σεβασμό στην ελευθερία του,
εγκρίνω τον λόξιγκά του, αποδοκιμάζω τη στάση του, απαιτώ
μερτικό επί του αθροίσματός του, μ ε τ α κ ο μ ί ζ ω.
(Όχι ακριβώς μια καινούργια ζωή. Μια τυπική απολύμανση χώρων).

Μέρα πρώτη: Ο γείτονάς μου μου λέει καλημέρα.
Του προσφέρω μερικές λέξεις κρατώντας το περιεχόμενό τους
και λοιπά και λοιπά.


Μην πατάτε τη χλόη

Γιολάντα Πέγκλη - [άτιτλο]


Κινήσεις πνιγμού, που σημαίνει εντελώς ανίδεη τώρα

που ξέρω, αλλεπάλληλες αναγγελίες ορίζουν παρακαμπτήριο

το ανάστημά μου, επί μέρες βήχω σαν διάολος, ανασαίνω σα

ν' ανοίγω δρόμο με το φτυάρι, σαν η περισσότερη να μην είμαι

μυημένη στο μυστικό μου παραμένω φυγόκεντρη απ' το -


κάποιος λέει κοντά μου κάτι, μάλλον τραβάει ένα μάνταλο με κρότο

συντριπτικό κι αναχωρεί κρατώντας με παραμάσχαλα, όσο κι αν

κάποιος άλλος (πιθανότατα! πιθανότατα! εγώ) επικαλείται λόγους

ανωτέρας βίας, τριπλασιάζει τετραπλασιάζει το βάρος του, αναπτύσσει

χαρά παρά φύσιν, προβλέπει τις χειρότερες καιρικές συνθήκες, έχει

λησμονήσει το σημειωματάριό του.


Μάταια όλα, πρέπει να ξανακοιτάξω, κοιτάζω το μαύρο σαν φώτα από

μακριά, με άλλα δάχτυλα παίρνω ακροαστικά με άλλα κάνω τον

σταυρό μου, εχθρικά είδος κράμπα συμπεριφέρομαι προς το στομάχι

μου, ό,τι διαστέλλεται (ή κινείται απλώς) με τα λοιπά φαρμάκια το

εμφιαλώνω.


Επιπλέον

στο στρίψιμο της σκάλας σπάω τα μούτρα μου,

αντί να κατευθυνθώ προς την έξοδο

κουλουριάζομαι στον κεντρικό διάδρομο ή

καθώς από τέταρτο σπόνδυλο και πάνω απουσιάζοντας δια παντός,

στο πολύχρωμο μωσαϊκό σκάβω λάκκο.


Φεβρουάριος, 1978

Γιολάντα Πέγκλη - Για το χώρο

 Πρώτο αναχώρησε το πρόσωπό μου. Αναχώρησε είναι μια λέξη, γιατί είναι βάδιση που μοιάζει μ’ οπισθοχώρηση που σε κάνει και κουτουλάς με ανθρώπους και σπίτια


κι όσο γι’ αυτά τα πετράδια ή αίματα


είναι οι νύχτες μου, είναι οι τρόποι μου, είναι οι συγκοπές, η ζωή μου, είναι η έκτασή μου ψηφιδωτό στο πάτωμα, είναι σε ό,τι στέκει όρθιο η αλληλέγγυα άνθισή μου, είναι η ημιτελής αυτοκτονία μου και, όσο πάνω και κάτω δεν αφίστανται, είναι σε χώρο που παράγω εγώ η μόλις και μετά βίας διάσωσή μου


(μην παίζεις μην παίζεις με τα σπίρτα, έχω ένα γέλιο να λέω όχι, έχω τη συνήθεια να γυρίζω σε κάθε μου βήμα να κοιτάζω πίσω, φράχτης από αγκάθι να πολιορκώ την περιοχή που εγκαταλείπεται)


‒εγκλωβίστηκε λοιπόν στον ανελκυστήρα


……………………………………


Δεύτερο το δεξί μου χέρι, ακριβώς όταν η οικοδέσποινα έλεγε μα πάρτε άλλο ένα, κι η φωνή του γύφτου στο δρόμο: Πώς βάζουν οι όμορφες πούντρα και κοκκινάδι;


Να σ’ αγκάλιαζα άσχημη γερασμένη μαϊμού να σ’ έκλεβα να σ’ αγόραζα να σ’ εξαγόραζα να σ’ έπαιρνα στο σπίτι μου στα δάση μου στη μοναξιά μου!


Ενώ οι χτύποι


(μην παίζεις μην παίζεις με τα νερά, έχω ένα λυγμό να λέω ναι, έχω ήδη το μισό του ωχ, την υπόλοιπη φράση, έχω το κερί στη σοφίτα όταν τα κάτω πατώματα έχουν πέσει)


ενώ οι χτύποι ίσως να ήταν του ρολογιού, ίσως οι συνωμοσίες τα κεντητά παγόνια του καναπέ να αφορούσαν.


[Γιολάντα Πέγκλη, Μην πατάτε τη χλόη, Αθήνα 1981.]


Πηγή: https://frear.gr/?p=9101

Γιολάντα Πέγκλη - Ποτέ δε μπήκα σπίτι μου δωρεάν

 Άναψα το τσιγάρο μου

και πέταξα το κουτί τα σπίρτα στο δρόμο

δεν ήταν το κουτί τα σπίρτα

ήταν η κατάσταση που μου έφυγε απ’ τα χέρια

συνεργώντας τα μάλλινα καφέ μου γάντια

σε χίλια σκαλιά φωταγωγημένα οι νευρώσεις μου

τρίζοντας. Κι αν είπα γραφικότητα τέτοια παραζάλη

ήταν γιατί, ώσπου να βάλω το κλειδί στην πόρτα,

η γλώσσα της καμπάνας πρήστηκε

ξανάγινε η φάτνη των αλόγων σταύλος

στο πεζοδρόμιο κατρακύλησε

η αιωνιότητα που μου ανήκε

τα συγκλίνοντα περιστατικά –και τα φάρμακα–

παρατάσεις.


Ώς πότε κωδωνοστάσιο


ή με τέτοια μελαγχολία ευθυτενής

και πώς άρα εξαιρετέα η φύρα μου

λέω ν’ αρκεστώ στο δάνειο, στο λίγο πράμα

θελήματα και βοηθητική

όπου κλειστό παράθυρο να βρίσκομαι σπίτι μου.

Να μην είμαι πάρεξ ένα δαδί που καπνίζει.

Που σβήσει ανάψει φέρνει δάκρυα στα μάτια.

Ανίδεη τι θα γίνει το γεφύρι τη νύχτα

αν δέσω τις όχθες μου όπως σταυρώνω τα χέρια.


Σ’ αυτό το σπίτι

αν δεν είσαι πλάστιγγα δε μετράς

σ’ αυτή τη γη

αν είσαι δέντρο παλεύεις με την άσφαλτο

σ’ αυτό τον αιώνα

αν δεν είσαι γελωτοποιός

πνίγεσαι στα δάκρυα.


Από την ποιητική συλλογή: Λέηζερ (Διάττων, 1989).



Γιολάντα Πέγκλη - Έρχομαι προς εσένα

Έρχομαι προς εσένα
σαν κάποιος που έχασε το δρόμο του
σαν να μπήκε σκουπίδι στο μάτι μου κλαίω στις πλατείες
μου λένε να ο κόσμος μετά
βλέπω βίδες ρόδες μαδέρια
μου λένε να ο ύπνος μετά
βλέπω το ίδιο δέντρο φέρετρο και κρεβάτι
μου λένε να οι εποχές μετά
βλέπω τον θερισμό να παίζει πρωτεύοντα ρόλο
στη σωματική σου διάπλαση
βλέπω την οριζόντια βάδιση να καταργείται
μου πέφτει το φλυτζάνι απ' το χέρι σπάει ξαναγίνεται χώμα
ξαναγίνονται κινούμενα σχέδια οι άνθρωποι
στην κοιλιά της γάτας τυλίγεται η χορδή της κιθάρας μου
ξηλώνουν το φόρεμά μου χιλιάδες μεταξοσκώληκες
χιλιάδες αρνιά σηκώνουν τα χαλιά που πατάω
αιλουροειδή το σκάνε απ' τις ραφές του παλτού μου
ελέφαντες με γερούς άσπρους χαυλιόδοντες
κατεβαίνουν από τις εταζέρες της κάμαράς μου
γκρεμίζεται ο τοίχος με την πολική αρκούδα
η μπουκιά το φαϊ μου σέρνει φωνή
δεν μπορώ να ζήσω
από όστρακο μισάνοιχτο κάνω να πεταχτώ
μα βρίσκομαι όχι στη μέση του
από μισή στα δυό του
(το ποίημα εμπεριέχεται στην ποιητική συλλογή Φεβρουάριος, αφιερωμένη στη μνήμη του ποιητή Γιώργη Σαραντή)

Γιολάντα Πέγκλη - Η επίμονη απουσία


Έχοντας επτά ζωές να ζήσει

έζησε τις έξι στοιχειώνοντας κρόσια ημερών

που άφηναν κόμπους μέλι στη χτένα

-τέτοιο αιλουροειδές.

Την τελευταία τη ζει πεταλίδα στον τρίτο βυθό

της μπανιέρας θάλασσάς μου.


Ιδού με ποιο αφιέρωμα ασήμι σε φιλίες

που οικοδομούνται επι αιωνιότητος

κάνω χου τα υγρά της μπαταρίας μου

στην ελαττωματική παρτίδα τα τζάμια

όπου μετά τη βροχή

ευκρινώς ομολογείται το αναγκαίον ελάχιστο

ιριδίζει ό,τι δεν χάνεται.-


Φεβρουάριος 2019 -Πρώτη δημοσίευση


Απ' τη σελίδα που έχει αφιερωθεί στο έργο της ποιήτριας στο Facebook.

Γιολάντα Πέγκλη - Λέηζερ

 Και τι που σωπαίνεις σα θεός

τι που σαν άγγελος μού παίρνεις την ψυχή μου

νυχτώνει και πάνω στη μικρή οθόνη

με λέηζερ σε διαλύω στα καθέκαστά σου

στο μπλε σε χάνω

λιποθυμώ στο κίτρινο

όταν το ρεύμα με τινάζει

όταν ο ίλιγγος φτάνει στο κόκαλο

στη χούφτα σε διαχωρίζω στις τρεις φάσεις σου

από τους τρεις βαθμούς της ελευθερίας σου

σε παίρνω και αχνίζω


ούτε πουλί

ούτε χελιδόνι

για να μην κάψω τα πόδια μου πετάω


το πιο απλό πράγμα του κόσμου είναι

να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς


 


     Λέηζερ, 1989


Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/pegkli-giolanta/688-leizer/1682-leizer

Γιολάντα Πέγκλη - Ενώ η πέστροφά της την πηγαίνει αντίθετα

Θα είναι Κυριακή για να έχω χαθεί και να μη με βρίσκει κανείς. Όταν ακούσω άρα τ’ όνομά

μου θα το σκεφτώ τι θα πει ν’ αποκτάς σημασία. Μήπως ότι είναι δεν είναι Πάσχα μου

ζητάς ν’ αναστηθώ μέχρι το πρωί;


Πέρασα από την περιπέτεια του τραύματος δεν είχε τις απαντήσεις.

Πέρασα απ’ την αφωνία που γι’ αυτήν λέξεις και λέξεις κάηκαν.

Έγινε φλούδα ο τόπος μου, μ’ έκλεισε στο δέντρο μου.


Απ’ έξω ο κόσμος μ’ αυτό το όνομα ή το άλλο, επίθετα αραιά, πώς αλλιώς να πω ότι για να

πιάσω την ταυτότητά μου, που έπεσε μπροστά στη θυρίδα, σκύβω προς αυτό που ήμουν;


 

     Της Γλυκειάς Πατρίδας (Β’ έκδοση), Εκδόσεις του Φοίνικα, 2017


Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/pegkli-giolanta/690-tis-glykeias-patridas/1679-eno-i-pestrofa-tis-tin-pigainei-antitheta

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Γιολάντα Πέγκλη - Οι άκυρες προδιαγραφές


Στις αφετηρίες μου κουβαριάζεται ο χρόνος
περιέχει η μικρή απόσταση την υπέρτατη διαδρομή
και τι χαιρετισμούς από Παρίσια, με γέλασαν
δε μ’ έμαθαν ν’ ανταπεξέρχομαι στον έρημο τόπο
και πως δώδεκα κοφίνια άδεια
σημαίνει δώδεκα κοφίνια άδεια
στη ζωή δε γίνονται θαύματα.
Τώρα το μισό μου λιμοκτονεί
το μισό μου είναι ένας ζητιάνος
που θεατρίζει τα εντόσθιά του ικετεύοντας
να μην του δώσεις
ανορθόδοξα η πραγματικότητα μονοπωλεί τις λύσεις,
όσο κι αν μισήσω τα ποτάμια που πίνουν αίμα
οι χαρές στην κόλαση θα πουλιούνται
σε τιμή ευκαιρίας.
Αγαπάτε;
Ανταγαπάσθε;
Η συνέχεια μετά τη σούπα.
[Γιολάντα Πέγκλη, Όμορφος κόσμος, 1984]

Γιολάντα Πέγκλη - Εκείνοι μιλημένοι, εγώ αμίλητη



Πού λοιπόν, σε ποια γωνιά αφύλαχτη.
Σφαγμένη ή σιωπηλή σαν σφαγμένη
πού λοιπόν και πότε.
Κι αυτός με το αλαλάζον κρανίο
στο κρανίο μου
ο ξένος αυτός, τι.
Τι κι ως πού ο ξένος αυτός.
Ο όχι πια ξένος.

Μπορώ να κάνω χρήση της νόμιμης αναστολής μου;
Είμαι φυλλοβόλα προς τους ώμους και μοναχοκόρη
περισσότερο δυτική λακκούβα
να χασομεράει ο χειμωνιάτικος ήλιος.
Σ’ όλα τα μαγαζιά ζήτησα
να μονώσουν την έλξη απ’ το λαβύρινθό μου
ζήτησα ούτε να προϋπάρχω ούτε να έπομαι
να συμπίπτω με την πραγματικότητά μου
κι η τυχαιότητα που κάποτε επεμβαίνει
και συνδέει τα γεγονότα
να ονομάζεται ζωή, όχι θαύμα.

[Όμορφος Κόσμος, 1984]

Edouard Vuillard - Τhe Window