Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Ogawa Ai. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Ogawa Ai. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Ai Ogawa - Τρία ποιήματα

 Επίσκεψη

«Ουρανός και γη.
Τι άλλο υπάρχει;»
Είπε ο Walt Whitman στο όνειρό σου,
μετά σου χαμογέλασε
και εξαφανίστηκε,
αλλά εσύ ήθελες να γυρίσει πίσω.
Ήθελες να του πεις ότι υπήρχαν περισσότερα.
Υπήρχε η επιμονή
μ' αυτήν να οπλιστείς για να μένεις ζωντανός
θετικός στον ιό HIV εδώ και πέντε χρόνια
και μετρώντας αντίστροφα μέχρι την ημέρα
που η άλλη σου ζωή απογυμνώθηκε
από τα φύλλα της
τότε που άρχισε να πολεμά η αρρώστια
το σώμα.
Δεν έχεις AIDS,
ακόμα, αλλά ξέρεις ότι φτάνει
όπως ένα τρένο που το σφύριγμά του
μπορείς να το ακούσεις πριν το δεις.
Όταν νιώθεις τις δονήσεις
του εσωτερικού σεισμού,
θα φερθείς σαν ντίβα;
Θα πάρεις εσύ RudolfNureyev τον δρόμο προς τη σκηνή,
τόσο ταλαιπωρημένος και σαστισμένος
που να μην ξέρεις ποιος είσαι,
ή θα διαπράξεις τη δημόσια αυτοκτονία σου ιδιωτικά,
με τα παράθυρα διάπλατα
στην άλλη πλευρά,
εκεί που ο πατέρας σου, ο Walt περιμένει
να σε πάρει στην αγκαλιά του
σαν ένα μωρό που επιστρέφει εκεί περπατώντας,
δίπλα στο καλάθι του πικνίκ
στο παχύ γρασίδι,
εκεί που οι εύθρυπτες σελίδες ενός βιβλίου
φθάνουν στο τέλος.

(από τη συλλογή Ανηθικότητα, 1999)


Συνουσία

                     για τον John KennedyJr.

Το νερό είναι μια παγωμένη φωτιά που καταπίνω,
σκέφτομαι τη γεύση του σαν αίμα,
καθώς αναδύομαι στην επιφάνεια.
Έχω σωθεί, σκέφτομαι, καθώς το κεφάλι μου
ξεπροβάλλει από τα κύματα,
έπειτα όλα εξαφανίζονται σε μια γκρίζα ομίχλη
που μυρίζει καπνό και τσουρουφλισμένη σάρκα.
Πνίγομαι, φτύνω κομμάτια κόκκαλο.
Με έκπληξη βλέπω μια γοργόνα
να κάθεται σε μια λεία, μαύρη πέτρα.
Έχω χαθεί της λέω
και μου πετάει ένα σχοινί από μακριά, ξανθά μαλλιά,
μα όταν το αρπάζω,
με σκουντάει με μια τρίαινα
και ξαναπέφτω στην απόλυτη απελπισία.
Παρασύρομαι έτσι για πολύ,
ώσπου βρίσκομαι στην κρεβατοκάμαρά σου.
Εισπνέω το άρωμα του ύπνου σου,
ένα συνδυασμό παιδικής πούδρας και αμυγδαλέλαιου,
προσπαθώντας να μη σε ξυπνήσω καθώς ανασαίνω βαθιά,
μα ανοίγεις τα μάτια σου
και με κυριεύει η ανάγκη να ομολογήσω
όλα αυτά που έχω κρατήσει μυστικά,
μα δεν μπορώ να θυμηθώ ποια είναι,
έτσι ξεκινώ ανούσια κουβέντα.
Τελειοποίησα, σου λέω, την τέχνη να φαίνομαι κανονικός,
μα εσύ δεν αποκρίνεσαι.
Είναι που δεν με αναγνωρίζεις, συνεχίζω,
ικανοποιημένος με τον ήχο της ίδιας μου της φωνής,
κι ας είναι γεμάτη ανησυχία
και μια ψυχρή οικειότητα,
που μοιάζει να αυξάνει
με κάθε ανάσα μου.
«Αναστήθηκα μόνο για σένα», λέω τελικά
κι αυτό δείχνει να σε συγκινεί,
καθώς ένα δάκρυ γλιστρά στο μάγουλό σου
και ψάχνει καταφύγιο κάτω απ' το σεντόνι,
που είναι τραβηγμένο ως το σαγόνι σου,
σαν να μπορεί να με εμποδίσει να πλησιάσω πιο πολύ.
Δεν έκλαψες για μένα με πράσινο τσάι και κέικ παπαρουνόσπορου;
Δεν πήγες για προσκύνημα στους βοτανικούς κήπους
και κάθισες και διαλογίστηκες για τη μοίρα μου,
σαν να μπορούσες να βγάλεις νόημα για τη δική σου ζωή
καλώντας τη δική μου, ή μήπως κάνω λάθος;
Αγάπησα το πώς κοίταζες τις φωτογραφίες μου, λέω,
και τα αμέτρητα πλάνα μου σε φιλμ
καθώς ζούσα μια ζωή σε δημόσια θέα,
σαν να μην ήξερα ότι με έβλεπαν.
Αγαπημένη μου, θα κάνω τα πάντα, ψιθυρίζω,
καθώς παίρνω το χέρι σου
και το πιέζω πάνω στη στύση μου.
Επιτέλους, δείχνεις να ξυπνάς
απ' τον μαγεμένο σου ύπνο,
τραβάς με βία το χέρι σου απ' το δικό μου,
και ρωτάς, «Πώς ντύνεσαι έτσι;»
Είναι τρόπος αυτός να μιλάς στον πρίγκιπά σου;
Το παραδέχομαι πως δεν φορώ Αρμάνι,
μα τι νόημα έχει αυτό τώρα;
Με ρωτάς αν μπορώ να αποδείξω ότι είμαι αυτός που λέω.
Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι θα εμφανιζόμουν σε σένα
φορώντας λευκό παντελόνι, λευκό ξεκούμπωτο πουκάμισο
με τα μανίκια σηκωμένα,
τα πόδια μου γυμνά, τα νύχια μου βαμμένα βαθυκόκκινα.
Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι.
Δες. Ο θάνατος μονάχα βελτίωσε την ομορφιά μου.
Είμαι ακόμα ο John.
Εξακολουθώ να ζω στα όνειρά σου,
το ίδιο καυλωμένος και συνηθισμένος σαν τον καθένα στο πρώτο ραντεβού,
που τίποτα σωστό ούτε να πει ούτε να κάνει μπορεί,
αλλά νιώθει ότι πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί.
Δεν το βρίσκεις διασκεδαστικό.
Νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα
κι εγώ βυθίζομαι σε μια λακκούβα με αλμυρό νερό,
καθώς επιτέλους ενδίδεις και λες το όνομά μου.
Είναι πολύ αργά. Ήρθα κι έφυγα
την ίδια τη στιγμή που συνειδητοποίησες
πως θα κατακτούσες το έπαθλο μόνο για να τον χάσεις
καθώς αυτός γλίστρησε ανάμεσα στους μηρούς σου,
δεν μπόρεσε να εισχωρήσει στο σφραγισμένο τοπίο,
εκεί που η διασημότητα κατασκευάζει μια εναλλακτική πραγματικότητα.
Εκεί η πραγματικότητα και η μυθοπλασία ξαπλώνουν
η μία πάνω στην άλλη και γαμιούνται μανιασμένα,
όταν η μία παραδίδεται άνευ όρων,
η άλλη πεθαίνει.


(από τη συλλογή Τρόμος, 2003) 


Η εξομολόγηση του ιερέα

(απόσπασμα)


Τραβώ το χοντρό σχοινί
από τη δοκό της σκεπής
και το τυλίγω.


Σκέφτηκα πως θα το χρησιμοποιούσα σήμερα,
ότι θα πετούσα κλωτσώντας το κεντημένο σκαμνάκι
και θα αιωρούμουν πάνω από το προαύλιο της εκκλησίας
σαν να ήταν η μπλε και κουρασμένη Γη
ότι καθώς θα πετούσα στο διάστημα
θα έχανα το δέρμα, τα οστά μου
στον ήχο μιας καμπάνας
που θα χτυπούσε στον άδειο ουρανό.


Η φωνή σου, Κύριε.
Αντί γι' αυτό, ακούω το γέλιο της Rosamund,
κάποιες φορές τις κραυγές της,
και πίσω από αυτές, το όνομά μου,
να με καλεί από τις ρίζες των δέντρων,
των λουλουδιών, των φυτών,
από τον αφαλό του Εωσφόρου
από όπου όλα τα ζωντανά
αναπτύσσονται και ανεβαίνουν προς εσένα
ένα ταξίδι όχι προς το σπίτι,
όχι πίσω στην πηγή των πραγμάτων,
αλλά μακριά από αυτήν,
προς ένα σκληρό, φως καθαρμού
που δεν κρατά τίποτα ακέραιο –
καθώς τα γλυκά και σκοτεινά μου Κύριε ελέησον
έγιναν κρασί από νερό
και σε ήπια.
Σε νυμφεύτηκα
όχι με το ατελές σώμα μου
αλλά με την τέλεια ψυχή μου.
Κι όμως, ξέρω πως θα σκαρφάλωνα
μέχρι τους εφτά ουρανούς
και θα τους έβρισκα όλους αδειανούς.
Σκύβω από το καμπαναριό.
Είναι σούρουπο·
η καταχνιά αρχίζει να κάνει σταχτί τον ουρανό.
Η Rosamund έχει πάει μέσα
να με περιμένει.
Έχει λύσει τα μαλλιά της
και ξεκούμπωσε την μπλούζα της
έτσι όπως μου αρέσει,
ετοίμασε το τραπέζι,
και προσευχήθηκε,
όπως εγώ –
μία νύχτα ακόμη.
Βραστό αρνί, βούτυρο αλατισμένο.
Είμαι το σκληρό, μαύρο ψωμί, πάνω στο νερό.
Κύριε, έλα να περπατήσεις μαζί μου.
(από τη συλλογή Αμαρτία, 1986)


Άι Ογκάουα, Τα Αιρετικά Παραμύθια, μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου, εκδόσεις Βακχικόν, Ποίηση απ' όλο τον κόσμο, 2020.

Πηγή: https://www.culturebook.gr/

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Ai Ogawa - [άτιτλο]



Χτες το βράδυ ονειρεύτηκα την Αμερική.
Ήταν η βραδιά της αποφοίτησης.
Ξάπλωσε κάτω από τις περιστρεφόμενες σφαίρες
της αυτοσχέδιας μουσικής σκηνής
με το φθαρμένο φόρεμά της
και τα ψηλοτάκουνα,
η γαρδένια
καρφιτσωμένη στη μέση της
ήταν καφετιά και μαραμένη.
Τι αξίζει, φώναξε,
αυτή η περήφανη γη των πρώτων αποίκων;
Όσο η αγάπη, απάντησα. Περισσότερο.
Οι μπάλες περιστρέφονταν.
Ποτέ δεν κέρδισα τίποτα, είπα,
έχασα χρόνο και εραστές, χρόνια
αλλά εσείς μοβ βουνά,
εσείς χρυσοκίτρινα κύματα των σιτηρών,
σ΄εμένα ανήκετε
όσο κι εγώ σε σας.
Αναστέναξε,
η μπάντα έπαιζε,
το δέρμα γλίστρησε από τα οστά της.
Μετά το δωμάτιο έγινε μαύρο και ξύπνησα.
Θέλω τη ζωή μου πίσω,
τις υπέρμετρα διαγείς ημέρες
τις νύχτες που μύριζαν οργή
αλλά έχει χαθεί.
Εάν μπορούσα να μετατοπίσω το σώμα μου
τόσο αδύναμο τώρα,
θα ξάπλωνα μπρούμυτα σε αυτό το κρεβάτι νοσοκομείου
σ΄αυτό το παγωμένο νερό που το λένε ποταμό Ohio.
Θα επέπλεα πάνω από όλες τις θλιμμένες πόλεις
πάνω απ΄όλους τους ονειροπόλους στην ακτή
με τα απλωμένα χέρια τους.
Θα άντεχα εγώ θα άντεχα,
μέχρι που το βάρος,
μέχρι που το φριχτό τεράστιο βάρος
να αποσχιστεί από πάνω μου,
να βυθιστεί στον πάτο και να μείνει εκεί.
Μετά θα σηκωνόμουν όπως ο Λάζαρος
και με τα πόδια θα διέσχιζα το νερό επιστρέφοντας σπίτι-

Τα αιρετικά παραμύθια
, Άι Ογκάουα
μτφ. Βαγγέλης Αλεξόπουλος-Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Ai Ogawa - Αρχάγγελος

 (για τον Chet Baker)

Πέρασες μέσα
από την μπλε κουρτίνα του Van Gogh
και μπήκες μες στα όνειρά μου.
Εκείνη τη μέρα στο Παρίσι
καθίσαμε στο υπαίθριο café για ώρες.
Ήταν τα στήθη μου στητά
το φόρεμά μου με βαθύ ντεκολτέ.
Έγειρες κοντά μου, τόσο κοντά·
κι όμως, δεν με άγγιξες.
«Δεν το ’χω ανάγκη», είπες, «είναι η ντόπα,
είναι η έξαρση
τόσο πιο πάνω απ’ τη λαχτάρα.
Ησύχασε, πάρε βαθιά αναπνοή
και θα κοιμηθείς όπως κι εγώ».
Ήξερα πως με ξεγελούσες,
πως πίσω από τη φιλοσοφία του χίπστερ
κρυβόταν ο παλιός καλός Chet έτοιμος να πετύχει τον στόχο.
Ωστόσο, σου δάνεισα χρήματα, και σε ακολούθησα
στα ουρητήρια,
εκεί που ο Lucien σου ’δωσε το σκονάκι.
Κουνώντας το κεφάλι τσέπωσε τα χρήματα και είπε
«άκουσα πως ήσουν νεκρός»
κι εσύ απάντησες «είμαι».
Έτσι είπες όταν έσκασες πάνω στο οδόστρωμα,
φλιπαρισμένος στο Άμστερνταμ, μετά γύρισες πάλι στην
απάθεια,
όπως κάνουμε όλοι, σαν ξεμπερδέψουμε
με την ανοησία της ζωής.
Τελείωσες μοιραζόμενος τα έργα σου με μια πόρνη
που περίμενε έξω από τα ουρητήρια,
η γενναιοδωρία σου τόσο θλιβερή
όσο και προβλέψιμη.
Την αγιοσύνη γύρευες όπως και κάθε άλλος.
Αντί γι’ αυτήν, κέρδισες τα φτερά
που ήταν πολύ αργά πια για να σε σώσουν,
αλλά όχι τόσο αργά για να σε ανεβάσουν
στον ουρανό της πρέζας.
Αργότερα, σταθήκαμε στα σκαλιά της Notre dame.
Ήσουν ήρεμος, καθώς έδειχνες το καμπαναριό.
Είπες πως είδες τον Quasimodo πάνω εκεί,
να κρατάει την Esmeralda από τα μαλλιά,
πάνω από το χείλος,
μα το μόνο που είδα κοιτώντας κάτω ήταν
οι τερατόμορφες υδρορροές
γαλήνιες πια
μια που τίποτα δεν σήμαινε γι’ αυτές.
«Βλέπω», είπα ψέματα για να σε ευχαριστήσω
μα το κατάλαβες και μου έσκασες ένα φιλί.
Μου ευχήθηκες “bonne chance”,
μετά αφέθηκες γαλήνια στην πτήση σου
καθώς η ήρεμη, τζαζ, έναστρη νύχτα
άνοιξε την αγκαλιά της να σε πάρει πίσω πάλι.

Πηγή: Άι Ογκάουα, Τα αιρετικά παραμύθια, μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου, εκδόσεις Βακχικόν.