Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ελύτης Οδυσσέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ελύτης Οδυσσέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - (Ανάγνωσμα Τρίτο) Η μεγάλη έξοδος


 

Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.

Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, πού 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.

Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.

Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.


Το Άξιον Εστί


                                                    Διαβάζει ο Μάνος Κατράκης


Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

Οδυσσέας Ελύτης- Ο Αύγουστος


Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένα ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
Από τη συλλογή Ήλιος ο πρώτος (1943)
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 285]

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - Για μια Ville d’Avray

 Κακέκτυπον αν και εξαργυρώσιμον

Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα

Μιαν αύριο δηλώνει εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα

Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οι ποδηλάτισσες και

Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ’ ένα μικρό και για λαίμαργα

Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μισοκαλυμμένη κνήμη

Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο

Γίνεται η σάρκα και γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω στ’ ανέγγιχτα

Ώς την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος

Διά παντός και πλέον δεν ν’ αυτοκατα-

νοηθεί γίνεται


Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών

Γνωρίσατε; Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ’ τα πούπουλα

Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει

Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί

Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι

Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που

Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις

Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην ποτέ τις μέτρησες


Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της

Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα

Σε μετάξι περιπατά η αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα ο ίασμος

Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ’ αγγίγματα

Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε

Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος:

Είναι στα γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και

Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα

Εάν η ευλάβεια μ’ άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες

Θα ’χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ’ τον κλήρο τ’ αέρος οι δέσμιοι απαχθεί

Σ’ απαλών θωπειών δώματα


Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του

Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους χτυπώντας το δάπεδο

Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας

Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου

Στη δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ


Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα

Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και

Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά

Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό

Έτσι

της αύριον η αύρα πνέει

Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.


 Οδυσσέας Ελύτης, Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, Αθήνα 1995, σ. 13-15 [= Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 579-581].

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - ''Δυτικά της λύπης"

                                Πλησίον μια μικρή βροχή μ’ όλους των άκοπων ακόμη

                                   Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά

                                   Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα

                                                                                           Δυτικά της λύπης




 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ


Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ’ αμπέλια κι αχαλίνωτος
Μένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα κουκουνάρια κι ένας
Όνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο
                                                                          για λίγο σύννεφο
Κάτι πρέπει να γίνεται του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν
Είναι οι ζαβολιές του ανυπόδητου ανέμου που αρπάζεται
        απ’ την άκρη
Του νυχτικού της μοίρας και πάει να μας αφήσει στων αιγάγρων
        το ύπαιθρο έκθετους
Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν απ’ την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς
        πολυελαίους
Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη
Πασπατευτά πού πάει; Και ζητώντας τι; Ο μισός της σελήνης μας
        ίσκιος
Ανάγκη πάσα να καθησυχάζεις είναι ως και τα μνήματα
Εάν ομοεθνών ή όχι αδιάφορον. Το παν είναι
Η και από τα λαγωνικά χαμένη οσμή της γης με ρείκια σφένταμα
        και κρόμμυα
Στην ιδιωματική ν’ αποκαθίσταται γλώσσα της
Ε τι! Μια λέξη αρκεί να σε χωρέσει χωρικέ του πράσινου της νύχτας
Έφεσος! Του πάππου του θείου και του φωσφόρου δέκατη τέταρτη
        γενεά
Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα
        λόγια
Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων
Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ’ αντικρύ κόλπων
        θαλάσσης
Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο
Νερά χλωρά λιβαδίσια κι άλλα σγουρά του γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν
Η σοφία σχεδίαζε άλλο θα γινόταν όπως πριν
Της άκρης του δαχτύλου σου το εναποτύπωμα
 
Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οι άνθρωποι
        κι απ’ την ουρά της πάλι
Η ιστορία θα πιάνεται. Μόνο τ’ αμπέλια να καλπάζουν κι αχαλίνωτος
        να ’ναι
Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά
Με κοκόρους και με κουκουνάρια και με κυανούς χαρταετούς σημαίες
Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
                                                           παιδός η βασιληίη.





ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ


Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας
        ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς
        ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Του επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις
        φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες
        αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
        το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
                                       όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
        να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να
        επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
                                                                          όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική
        ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία

Εάν εξακολουθούμε να ’μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες
        τότε
Η ώρα θα ’ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
                                           συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
                         πάνω σε μπλε Ιουλίτας.





ΩΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝ


Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως
Και η επάνω ζωή. Μ’ εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός
        αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές
Η μια την άλλη σβήνοντας σε πλάγιον ήχο. Κάποτε
Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν’ αλλάζει ξέρει. Θες πάρ’ την από
        την αρχή
Θες απ’ το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την
        παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος
Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ’ όρμο Μυρτώον έρμο
Δίχως ούτ’ ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πως ξανακαινουριώνονται όλα!
Μικροί πως χαϊδευτήκαμε και παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας!
Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ’ ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος·
        και πως στα δύο τα χωρίζει!
Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν
        αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται
Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ’ απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά
        χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Που να φυλάγεσαι απ’ όλα τα ενδεχόμενα· ενώ πρόσφυγες μέλισσες
Κατά σμήνη βομβούν και μια γιαγιά μες στ’ αλιεύματα της
        δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια

Ξεφόρτωτον κι απ’ το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ’ αγνοεί
Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του
        ν’ αναποδογυρίσεις
Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ’ άγια
                                                    Παράξενο είναι
Πόσο ακατανόητα ζούμε αλλ’ απ’ αυτό κρεμόμαστε
Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου ’δωσα επάνω
        στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως
Γεμάτο νου και γνώση ν’ ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους
        ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι

Πού ’ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
 
Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης
Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ’ την Ιστορία
Μπρος μ’ ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα
                                                                             Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.





Από τη συλλογή «Δυτικά της λύπης» (1995).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2021/03/blog-post_18.html

Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - Το κοχύλι

 Έπεσα για να κολυμπήσω

κι άφησα την καρδιά μου πίσω


Άφησα την καρδιά μου χάμω

σαν το κοχύλι μας στην άμμο


Πέρασαν όλες οι κοπέλες

με τα μαγιό και τις ομπρέλες


Ύστερα πέρασαν οι φίλοι

κανείς δε βρήκε το κοχύλι


Χρόνους και χρόνους κολυμπάω

πού να ‘ν’ η αγάπη για να πάω


Έφαγε η θάλασσα το βράχο

κι έμεινε το νησί μονάχο


Τα Ρω του Έρωτα



Μαρία Βουμβάκη - Το κοχύλι

Οδυσσέας Ελύτης - Μαρίνα


Μαρίνα, πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα, φως του αυγερινού
Μαρίνα μου, άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω
λουίζα και βασιλικό
μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω
και τι να πρωτοθυμηθώ
τη βρύση με τα περιστέρια
των αρχαγγέλων το σπαθί
το περιβόλι με τ’ αστέρια
και το πηγάδι το βαθύ
τις νύχτες που σε σεργιανούσα
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού
και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα
σαν αδελφή του αυγερινού

Μαρίνα, πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα, φως του αυγερινού
Μαρίνα μου, άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού

Τα Ρω του έρωτα


Μίκης Θεοδωράκης & Οδυσσέας Ελύτης, Μαρίνα (με την Ντόρα Γιαννακοπούλου)



Νάνα Βενετσάνου - Μαρίνα

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - Ο κήπος βλέπει [4.]

 


Εάν είχε δίκιο ή όχι
ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα
το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια
και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη
δένοντας τον ήλιο
μαζί μ’ άλλα λουλούδια στα μαλλιά της

εκατό μύρια σήματα
ζήτα ήτα ωμέγα

που εάν και δεν σου αρμόσουν λέξη
αύριο
θα ’ναι χθες για πάντα

μιλώ φιλοσοφία

στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα
που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια

η μισή Ναυσικά συνεχίζεται απ’ τα κύματα
και τους αντικατοπτρισμούς ώς πέρα
στα παράλια της Μικρασίας
κει που κάποτε ο Ηράκλειτος
οιάκισε τον Κεραυνό
(δεν πρόκειται για λάθος)

σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θα ξαναγίνουν πόλεμοι
δίχως να σκοτώνεται κανείς
αποθέματα θανάτου υπάρχουνε αρκετά

ο κήπος βλέπει

βάνει μπρος την αντίστροφη μέτρηση

μαρασμός
ακμή
ξύπνημα

ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη
άρθρο μελλοντικού Συντάγματος.

Οδυσσέας Ελύτης. [1982] 2009. Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - Mozart: Romance από το κοντσέρτο για πιάνο αρ. 20, KV 466

 Όμορφη λυπητερή ζωή

Πιάνο μακρινό υποχθόνιο

Το κεφάλι μου ακουμπάει στον Πόλο

Και τα χόρτα με κυριεύουν


Γάγγη κρυφέ της νύχτας πού με παίρνεις;

Από μαύρους καπνούς βλέπω δορκάδες

Μες στο ασήμι να τρέχουν να τρέχουν

Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει


Ούτε ο έρωτας ούτε κι η δόξα

Ούτε τ’ όνειρο ούτε δεν ήταν

Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι

Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει.


Από τη συλλογή Ετεροθαλή (1974)

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - Τρινάκρια


Με λίγη ακόμη αφή και πολλήν όραση ο χάρτης ολοκληρώνεται. Κι
άξαφνα ντανγκ! Ο ήχος της καμπάνας που βουτάει ολόισια, διψασμένος θα 'λεγες για γνώριμα κι από καιρό χαμένα ύφαλα κει που
λευκάζουν ίσως ακόμη τα καμπύλα και γλιστερά μιας Αφροδίτης,
ν' ανεβάσει και να σκορπίσει στον αέρα πραγματικότητες παντοτινές, ει δυνατόν σ' ένα είδος μετάφρασης των Εβδομήκοντα· όπως ως
τώρα γινόταν με τον χρυσό του χαλκού που φύλαγαν για μας οι κώδωνες των ορθοδόξων, αν όχι και με την οξύτητα στη γεύση των καρπών της μεσημβρίας, ή με τις απόπνοιες της σταματημένης θάλασσας σ' εκείνα τα δειλινά που φτάνουν να μυρίσουν καρπούζι, κάπου
δυτικά της Αιολίδας. Από κάτι τέτοια είναι που πλάθονται οι αληθινές πατρίδες. Από τις μαγνητικές ιδιότητες που ακτινοβολεί ωσάν
ήλεκτρον η αγάπη κι επιλέγει κομμάτια ύλης που είναι στερεοποιημένες αισθήσεις για να ζήσει: αν όχι με το δοσμένο απλώς αλλά με
το φωτάκι που ανάβει στην άκρη των δαχτύλων μας κάθε φορά που
χτυπάμε πλήκτρα για να 'ρθουμε σε επαφή με τη γνωριμία ενός βαθύτερου κόσμου.
Η επιστροφή από την εξορία ορισμένων αγαπητών πραγμάτων και
η επανεμβάπτιση μέσα στον φυσικό τους χώρο συντάσσουν και τον
καταστατικό χάρτη ενός ετερογενούς κράτους. Ο απόηχος του ναϋδρίου που ξαναβρήκε το δρόμο του μέσα στα σύσκια δάση, ο αιφνιδιασμός πορτοκαλεώνων πέραν οιασδήποτε Λακωνίας ή Κρήτης με όλα τους τα επακόλουθα και η ανακυάνωση του πελάγους κατά μήκος Λέσβου, ευθύς που ξύπνησε κι αρχίνησε ν' αγριεύει, δανείζουν το ένα
στο άλλο ιδιότητες που ασκήθηκα να γυμνάζω και να προπονώ σ' όλη
τη διάρκεια της ζωής μου. Πορτοκαλί να 'ναι το μπλε και ελαιώδες το
πράσινο. Για να τραγουδάει τα βραδάκια η Ελπινίκη και να πλέκει
αιωνίως καταπιστευμένη στην τύχη της η μικρή Θέκλα.
Όλα να είναι άγουρα, όλα στην προπαραμονή τους. Ο παπάς στον
βασιλικό του, ο ξένος στο σπιτάκι του κηπουρού, και τ' απειράριθμα
μικροσκοπικά πουλάκια στη διαρκή έναρξη μιας καινούριας ημέρας.
Τι μικροψιλοψελλίσματα είναι αυτά, που λες και κάτω απ' τα δοκάρια με την ίδρυση κάθε νέας ημέρας επαληθεύεται το ελληνικό αλφάβητο. Επειδή εδώ, σ' αυτά τα μέρη, το παν ομιλεί, ο κισσός, η βρύση, το αγροκήπιο, και οι άκρες των τριών ακρωτηρίων, έτσι που οπως και να το κοιτάξεις καταλαβαίνεις ότι ce jardin donnait sur la
mer. Ένας κήπος όπου μου έπεσε ο λαχνός να μπω κι εγώ σπώντας
βέργες ανεμώδεις, όπως μπήκε ο Matisse με τα χρωματιστά χαρτιά, ο
Βενιζέλος με τα αντιτορπιλικά του, και ο Μακάριος με την ευστροφία του. Μιλώ για ένα επ' ακρωτηρίου ακρωτήριο, μοναδικό απ' όσο
γνωρίζω σε όλον τον κόσμο, και που ορίζει χωρίς καν ποτέ σου να το
έχεις παραδεχτεί μιαν εξουσία υπερπλήρη, που κάτω από άλλες συνθήκες θα 'χε η άνευ ανταμοιβής αγάπη απορρίψει.
Ναι, θα πεθάνουμε από μιαν άποψη όλοι μας. Αλλά όμως θα εξακολουθούμε να 'μαστε της ίδιας μας της ύλης ο συνεχής κι ατέρμονος όρθρος.
                                                       *
Ολίγου νου η βαθύοργη βροντή.
Κι ένα κουρέλι οσμής παλαιού σανού στο ράμφος πελεκάνου ανέμου.
Η εξ απροσεξίας ανορθογραφία στα νοήματα μπορεί κάποτε να βγάζει σε Martin Heidegger, όπως και στη μουσική σε Carl Maria von
Weber. Η εκ προμελέτης όμως μόνον στον Picasso και εναντίον
εκείνου του «όχι πάντοτε» που είπε κάποτε ο ίδιος.
Το πείσμα είναι υγεία. Είναι μια πρωινή γυμναστική που πρέπει να
την κάνουμε κάθε μέρα εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας
με το ζωντανό μέρος των πραγμάτων.
Στον αγώνα της μικρής ευτυχίας ευδοκιμούν κατεξοχήν οι μεταξεταστέοι. Με κανέλα και ζάχαρη ως και οι πτωχότεροι τη γνώσει επιβιώνουν κηφήνες.
Έχε το νου σου μην και χαθεί το δοχείο της φαντασίας σου.
Δε θα σου μείνει μήτε Αϊνστάιν μήτε άγιος Χαράλαμπος.
Σταγόνα τη σταγόνα ο χρόνος. Βρύση ποτέ
Υποχθόνιοι ψίθυροι όμως κατά καιρούς προ-
Πορεύονται των ημερών, κι ένας
Φεψάλυξ πυρ δίδει στων εγκόσμιων τ' άπτερα.
Από κίτρινο σε κίτρινο το μπλε σου ξεφεύγει σαν χαρταετός. Βάλε
μπρος τον άνεμό σου προτού χάσεις και τα προστάγματα της αυτοκρατορικής μοναξιάς σου.
Α, δώστε μου να φάω νεότητα σαν κρέας ωμό και ευρύστερνα τριαντάφυλλα για να θωπεύω.
Μεγάλα δέντρα της γενιάς του Εμπεδοκλέους.
Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ' ένα στεντόρειο μεσημέρι, γεμάτο από τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, να 'ρθει η ώρα που θα
δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις πίνεις δροσερό νερό, καφέδες, και τσιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.
Αν είσαι άμοιρος της λατινικής σου χρειάζεται μια κούρα συνεχών
sine qua non, όπως αν είσαι κουφός των γεύσεων σου χρειάζεται δίαιτα με μουσική πικρής σοκολάτας.
Η φθήνια φτάνει κάποτε να στοιχίζει τόσο ακριβά, που ανάγκη πάσα
να γίνεις μέγας επιφυλλιδογράφος.
Από πραγματικότητα φτιάχνεσαι κατά λάθος και κανείς πλέον δεν
μπορεί να σου αλλάξει όνομα. Αυτό έχει σημασία. Επειδή τ' άλλα
σβήνουν και χάνονται σαν μέτρια ποιήματα.
Σε δύο μόνον πράγματα χρησιμεύουν οι λεγόμενοι συγγενείς: να πίνουν το λικέρ της γιορτής σου και τον καφέ της κηδείας σου.
Τρέφομαι απ' αυτά που οι άλλοι νηστεύουν για να σώσουν την ψυχή
τους. Χρειάζεται κάποτε να γίνεται παρά ένα φωνήεν αισθηματικό το στομάχι μας.
Να φωτογραφίζεις αν γίνεται τη στεναχώρια σου την ώρα που περνάει το τρένο κι αστραποβολούν τα παραθυράκια της.
Ενόσω δεν φτάνει να γίνει στενογραφία η ζωγραφική θα παραμείνει
απλώς μία δημοσιογραφία της εικόνας.
Χρειάζεται και να ντρέπονται μερικές συμπτώσεις. 
Θάμαρις ερημονίας η ομβρία και άτυπτος που ενδεώς τα πάντα βρώ-
σεται. Διακομιστί παν το ευ και το ουν επιδαψίλως προς με ύσγισε τα
ευσήμαντα. Πάλιον το βιείν. Έλα πολυγλυκιλιά μου, σεντόνισε τη
θλίψη σου, και τι χαρμός ν' ανθώνεις γύρω σου όλα τα!
Ύδωρ Κολονίας υπάρχει και εκ του φυσικού, αλλά για μας τους αδαείς της ευδαιμονίας απαιτούνται τρία πράγματα: παντελής απουσία
ψυχολογικών προβλημάτων, οξύ κίτρου 90° και αθωότητα νηπίου αιγάγρου. Προσοχή, το βάρος πέφτει όχι τόσο στη λέξη όσο στη χημεία και τα παράγωγα της.
                            ισοδένδρου τέκμαρ αιώνος λαχοίσα
Αν είναι κάλιον χρυσού ή περιστεριού πετάρισμα που καθορίζει
τους δείχτες του ωρολογίου σου, εξαρτάται από τας οφρύς του Διός.
Μια χορεύτρια που διετέλεσε χορτάρι στο έβγα του φεγγαριού με
μνημονεύει. Μου 'χει μείνει κάτι από την κίνηση των φυτών την ώρα του θανάτου.
ΟΣΟ Γ1Α ΤΕΛΟΣ ΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΕΠΑΙΡΟΝΤΑΙ
                      ΚΑΙ Η ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
ΟΛΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ και οι τρύπες από το σφουγγάρι
Που υπήρξε τοίχωμα σπηλαίου και τώρα εκ των πλαγίων
Με πλησιάζει. Όμως το μάτι του βυθού καιρών άλλων στιγμιότυπα με  τα σημερινά συν-
Δυάζει. Έτσι που να μαθαίνεις μέλλον από πριν και δίχως γήρας  νεότητα
Πρίγκιπες των κυμάτων για χάρη ενός κακότυχου
Αναπηδήσατε. Θ' ακολουθήσουν γαίες με γιαλού γιασεμιά και
Γι' αλλού τρίτροχα. Ναι
Κάπου και για μας θα υπάρχει ένα ωραίο παράνομο
Σοφία σοφία του κόσμου τι μονόπτυχος είσαι ή με ναι
Ή με όχι τα λες όλα και τριγύρω σου συντηρείς τρικυμία
Περνάω αγρίμης και στα χείλη μου μόλις αγγίζουν
Διάττοντες μιας γεύσης μακρινής πίκρας και ταξιδιού ανέφικτου
Υπάρχουν ως και στο κενό γαζίες για τους αλιείς
και τους φιλέρημους. Ένας προς έναν όλοι μας περνούμε
Και από την καταστροφή και από της σωτηρίας το στέγαστρο
Κοίτα να συντομεύεσαι σαν χρυσαλλίδα επτάπτερος ω φίλε!
Οπόταν συναινούν και η γη και το ύδωρ μέσα σου.

ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ
     ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ

Και να! Μια ημικατεστραμμένη Θήρα που ως Νίσυρος επανακτίστηκε με γεράνια τεράστια και νερά κυλιόμενα παλαιάς Ιλιάδας κελαρύσματα. Όπου σημαίνει του βαρβάρου δεύτερη άνοιξη, νόμος δεν
γράφει, και πάσα του ηλίου ακταιωρός δεκτή, το άλκιμον ήμαρ και το
εξ όλων των χρωμάτων εν και πάλλευκον, το αχνάρι της μέλισσας
κει που δεν ετελειώσαμε ποτέ. Φιλιά που δόθηκαν κι άλλα που δεν.
Χαρέτωσαν.
                                                                        Ανθ' ημών η αγάπη.


Εκ του Πλησίον

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - Εύα


Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή
Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου

Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά
Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων
Ένα βηματισμό σκιάς στην όχθη της Χίμαιρας
Ένα δωμάτιο
Δωμάτιο των απλών ανθρώπων
Ένα μυστικό
Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει
Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της
Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη
Όλος ο κόσμος χώμα και νερό
Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου
Βιάζουν τα χείλη της ημέρας
Κόβουν στα χείλη της ημέρας
Το κεφάλι σου

Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου.

Προσανατολισμοί

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - ''Τα ετεροθαλή''

 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ


Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός

Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις

Μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό

Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος


Εμάς τους γύφτους άσε μας

Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»

Τι δε νογάμε από γιορτή


Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμ-

Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει

Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς

Μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου


«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»

Μαργωμένοι μες στο χρόνο

Κι από τραγούδι αμάθητοι


Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’

Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα

Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής

Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος


Τι κι αν ο κόσμος μάταιος

Έχεις μιλήσει ελληνικά

Ως «εις τον έπειτα χρόνον»


Κι από την ομιλία σου ακόμη

Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι

Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε

Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.



1955


ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ


ΓΙΑ ΤΟΝ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟ-ΓΚΙΚΑ



Τόσο μόνον

Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος

Ή ν’ αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ’ ουρανού

Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου


Κι εκεί

Μακριά στην πούντα του Καιρού

Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι


Τόσο μόνον κι εκεί: ευδοκιμεί το Αόρατο!


Αλλ’ εμείς το χτίζουμε άλλ’ εμείς το κηπεύουμε

Αλλ’ εμείς νύχτα μέρα το ιστορούμε


Και συχνά την ώρα που απ’ τη λέπρα της ηπείρου

Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας

Θεομητορική


Γη με το φρύδι δριμύ και την άκανθα του ήλιου


Σαν σε όνειρο μέσα πάλι εμείς του προσφέρουμε

Ποιος το λίθο ποιος τη δρόσο ποιος το ουράνιο κονίαμα


Ω γαιώδη άνθρωπε


Ιδές που ο τοκετός της νύχτας έφερε

Κυανό και κιννάβαρι πορφύρα και ώχρα


Στείλε το βλέμμα σου ψηλά καθώς μια σκέψη οξεία

Να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα

Και πες εμείς οι ασύμμετροι πως είμαστε


Τ’ αχνάρια που άφησαν −και που ακολούθησες−

Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο πενθοφόρος.



1958


Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ



Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων

Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια

Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω

Πόρτες παράθυρα ανοιχτά

Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας

Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·


Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη

Τρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν

Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας

Από βάθη ζωής αναστραμμένης

Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών

Εκεί που ακινητεί ο Καιρός

Κι η Σελήνη με τ’ αλλοιωμένο μάγουλο


Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου·

Ένα θρόισμα σαν από χαμένης

Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:

«Μη». Κι υστέρα πάλι «Μη» «Μωρό μου»

«Τι σου ’μελλε» «Μια μέρα θα το θυμηθείς»

«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά»

«Εγώ που σ' αγαπώ» «Πες πάντα» «Πάντα».


Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου

Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού

Σβηστό απανθρακωμένο

Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου

Ανεβαίνει απ’ της ψυχής τ’ απόνερα ένα

Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι

Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα


Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού

Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία

Σαν τραγούδι οπού κρύφθηκε μήπως το δεις

Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι −

Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου

Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο

Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ


Μέσ’ απ’ τη χλώρη του βυθού και πάλι

Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα

Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα

Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:

«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά

Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά»

«Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».


Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·

Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια

Μόνος άλλ’ όχι μόνος· όπως πάντα·

Όπως τότε νέος που προχωρούσα

Με κενή τη θέση στα δεξιά μου

Και ψηλά μ’ ακολουθούσε ο Βέγας

Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.



1965






ΑΙΩΝΟΣ ΕΙΔΩΛΟΝ



Τι σβηστήρας άραγες να υπάρχει

Για τη μέσα μας ασκήμια, τι να μετα-

Στοιχειώνει τόσων χρόνων σκλαβιά, Καίσαρες, εσείς

Από τον άλλο κόσμο, μετανοημένοι, πέστε μας

Ποιο φύλλο, ποιο πουλί, ποιος κήπος μες στη θάλασσα

Σπώντας του Μαΐου τα κύματα, να ισοσταθμίσει γίνεται

Τον πόνο

Τον σωματικό

Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε:

Ως πότε, ως πότε


Ατραπούς πήρα και πάλι εμπρός τους βγήκα:

Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες κι Αίγισθοι

Καθείς μ’ ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι

Τη δική του νύχτα.

Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται.

Ως κι εκείνος ο λησμονημένος τάχατες απ’ όλους

Βασιλιάς της Ασίνης, ως κι εκείνος ανεβαίνει, να τος

Με σφαμένους κι ανέσφαχτους πίσω του

Το λόφο, πάγχρυσος

Προς τι; Προς τι;


Πολιό πέλαγο κι εσείς ακρόπρωρα μελανά στον αέρα

Πιο ψηλά, πιο ψηλά

Δώσετέ μου τη δύναμη

Ν’ αφαιρέσω απ’ τους μάντεις το δεινό μέλλον

Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω.

Εγώ, που από τον Ήρωα να γυρίσω πίσω εδέησε

Και να κάνω δρόμο μακρύ, αποθαρρημένος

Εωσότου τέλος, του καιούμενου από μόνου του

Μια κραυγή ζωντανή περισώσω:

Φτάνει πια, φτάνει πια


Τρέμει τρέμει μακριά, σε απόσταση χιλιάδων μύρων

Το είδωλον του αιώνος

Μες στης πίκρας τον άργυρο, λάμπει.

Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει, παιδιά

Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει. Όστις γαρ

Εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς

Έζησε, το γνωρίζει: ευθεία, μπροστά, και τραγουδώντας μόνον

Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι

Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι

Στο φως, στο φως, στο φως.



1968



ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ


ΠΑ ΕΝΑΝ ΟΡΘΡΟ ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΥ



Ξύπνησες Αδάμ     και ξαναρχίζει ο κόσμος

Φύλλωμα κισσού     στον ασβέστη περνάν

Τρεμάμενα τα κύματα     μυριάδες σκιάσματα


Μες στ’ Απίστευτο     μετρήσου και πες

Πόσο πιάνει ο σταυρός     και πόσο η Πλατυτέρα

Της ψυχής σου που ανάφτηκε     χρυσός αέρας


Αϊτέ Θαλασσών     των ουρανών δελφίνι

Ζωή μου γλαυκή     που σε μιαν αστραπή

Τα ’πες όλα και τα ’καψες     τα ’πες όλα και τα ’κρυψες


Εναντίον μου    να μεγαλώνουν είδα

Κορυφές του Αραράτ     κι ακατάληπτες γλώσσες

Όμως μόνος προχώρησα     κι ούτ’ ένα δάκρυ


Δόλωμα κρυφό     στη βοή των κυμάτων

Ρίχνω κι αγρικώ     σαν λεόντων φωνές

Τις φορές οπού αδίκησα     τις φορές οπού απάτησα


Μου κατάφαγαν     σπείρες μελισσών

Το λιγνό μου κορμί     και τη μιλιά μου πήραν

Θεές κωδωνοκρούοντας     πέλαγα μαύρα


Να πενθώ για τι;     Ποιος αυτός που προστάζει;

Ποιανού μαχητή     χαμένου στο σωρό

Άθελά του το ίνδαλμα     να ξανάρχεται μέσα μου;


Τρεις και τέσσερις     φορές έγειρε ο νους μου

Με λοξά τα φτερά     πουλιού της τρικυμίας

Κι υστέρα πάλι τίποτα     τίποτα πάλι


Έχε γεια Βοριά    μελαψέ σγουρομάλλη

Που κρυφά κρατείς     από κάτω της γης

Το ένα μου αηδόνισμα     τα πολλά μου αμαρτήματα


Εννεάστερο     τέρας φωτεινό

Ταξιδεύει ψηλά     και στην ψυχή μου ρίχνει

Τόπους τόπους τα γράμματα     κι ούτε μια λέξη


Τίποτα να πω     πια δε γίνεται άλλο

Μοναχά φυσώ     και πέπλα παλαιά

Για τους άλλους αόρατα     μπρος στα μάτια μου ανοίγονται


Ανυπόταχτο     σκαρφαλωμένο γίδι

Στα ύψη μασά     των αιώνων τα φύλλα

Όπως πριν που γεννήθηκα     κι όπως κατόπιν


Εμπρός προσκυνώ     σε την Ανθοκρατούσα

Μαβιά που κοιτάς     και τα πέρα βουνά

Ωσάν της Αναλήψεως     καταδιάφανα χάνονται


Ατελεύτητα     λευκό το κελί

Σαν σταγόνα νερού     καθαρού μες στον ήλιο

Με πηγαίνει κι ολόγυμνος     το θαύμα λέω.



1972


Από τη συλλογή «Τα ετεροθαλή» (1974).

Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002. 


Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2023/03/blog-post_17.html

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης- Χωρίς γιασμάκι


Ποιος νικούσε το πρόσωπο που για να δεις μισόκλεινες τα μάτια

Τέτοιο ανέβα θεϊκό από μίλια κοράλλια

Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια κομματάκια θάλασσας

Η Κιλικία η μακρινή μελαχρινή χωρίς γιασμάκι


Και το χρυσαφένιο φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς

την άμμο

Μια Δευτέρα πρωινή και χτύπησε τ’ όστρακο

Είδαμε να τινάζονται βέργες ήλιου και η Πεντάτευχος

Επάνω στα νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα


Είναι αυτός που νικούσε και σε μάγουλο εννύχευε την ώρα που

Από τ’ αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος

Ολονύχτιος έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με κουβάδες

Περιχυόταν η θάλασσα γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι.


Πηγή: «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά»,1971

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης -Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

 ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

 

από την άκρη των ακρώ

κατηφοράει στο Ταίναρο

 

Φωτιά 'ναι το πηγούνι του

χρυσάφι το πιρούνι του.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Εσείς στεριές και θάλασσες

τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

 

ακούτε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

 

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

 

Από τη μέση του εγκρεμού

στη μέση του αλλού πελάγου

 

κόκκινα κίτρινα σπαρτά

νερά πράσινα κι άπατα

 

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

 

Με τα μικρά χαμίνια του

καβάλα στα δελφίνια του

 

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

 

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Εμείς ψωμί δεν έχουμε

και τέτοια δεν κατέχουμε

 

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν

κι ανάσα δεν επήραμαν.

 

 

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

Φύγανε τα πουλιά γι' άλλου

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

 

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

 

 

 

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

 

Τέσσερις μήνες χτίζουμε

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

 

και κάθε γινωμένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά.

 

 

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

Όνειρο πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π' ανάθρεφα

 

Ποιος το 'λεγε πως θε να μου

τα στείλουνε του σκοτωμού.

 

 

 

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

 

ʼλλος εβγήκε απ' τα βουνά

κι άλλος απ' τα πλεούμενα

 

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε

το φως το κόκκινο έριξε

 

Πήραν να καίγονται οι κορφές

κι όλες οι πάνω γειτονιές.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Ωρ'τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά

βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά

 

Πουνέντε και Λεβάντε μου

ένα ραπόρτο κάντε μου.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

 

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ

Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

 

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι

κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

 

Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

 

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

 

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται

 

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

 

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

 

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

 

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

 

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

 

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα

Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

 

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Παράπονα κι αθιβολές

γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

 

Γιόμα βραδύ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

 

Στ' αλώνια και στις εμπατές

ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

 

σύρνουν ανάβουνε μαλλί

στων αστεριών τη χόβολη

 

και τους μικρούς αγγέλους σταμ

ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

 

Καημέ που πάρα εβάρυνες

τον κόσμο δεν εμάρανες

 

Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου

οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

 

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ

για λόγου τραγουδά ολονώ.

 

 

 

ΚΟΡΙΤΣΙ

 

Δύο συ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

 

μπαίνω μέσα στον μπαξέ

γεια σου κύριε Μενεξέ

 

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

 

Τζίντζιρας τζιντζίρισε

το ροδάνι γύρισε

 

Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

 

Χοπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

 

Το 'να χέρι μου κρατεί

μέλισσα θεόρατη

 

τ' άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει.

 

 

 

ΧΟΡΟΣ

 

Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

 

Κύκλοι και πως ανοίγουνε

και με τα σένα σμίγουνε

 

ψηλά στη γλάστρα του βουνού

χρυσό γεράνι τ' ουρανού

 

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

 

 

 

ΑΝΕΜΟΙ

 

Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

 

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι  Ικαριά

Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

 

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

 

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

 

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά

κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

 

Ρίχνει να πιάσει ψάρια  πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

 

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

 

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

 

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς

Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

 

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

 

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος

 

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση

 

κι όπου φωλιάσει και σταθεί

κανείς να μην του φτάνει εκεί

 

Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα

τονε ξυπνάν χαράματα

 

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

του τρώνε και το λίγο βίος

 

κι από το στόμα την μπουκιά

πάνω στην ώρα τη γλυκιά

 

του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!

 

 

 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

 

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

 

 

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

 

λίγο το στόμα του άνοιξε

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

 

Τα δέντρα κελαηδήσανε

τα ζωντανά σουνίσανε

 

κι οι άνεμοι χρωματιστούς

γεμίσανε χαρταετούς.

 

 

 

Ο ΗΛΙΟΣ

 

Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω

παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

 

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι

πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

 

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι

βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι

 

Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε

γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε

 

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά

το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά

 

Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα

έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα

 

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα

του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα

 

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά

κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα

 

Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς

τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

 

Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη

που 'δωσε το σκοτάδι    φως για να το πιει

 

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου

Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

 

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται

Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

 

Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό

σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

 

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση

όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

 

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή

δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

 

Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα

δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

 

Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί

νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

 

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα

πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

 

Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός

να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

 

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»

όλα του κόσμου τ' άδικα  ξε-χά-νο-νται.

 

 

 

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ

 

Τραγούδι

 

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»

 

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές

 

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο

κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

 

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς

βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

 

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ

τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

 

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

 

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε

μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

 

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα

παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

 

 

Οδυσσέα Ελύτη, Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Α΄ Έκδοση, Αθήνα, 1985