Γνώριζαν αλλήλους δέκα χρόνια
(μπορείς να πεις, γνωρίζονταν καλά),
όταν η αγάπη τους στα ξαφνικά
τούς τέλειωσε σαν σ’ άλλους η κολόνια.
Με θλίψη ο ένας τον άλλο εξαπατούσε
μα μέλι-γάλα αντάλλαζαν φιλιά
ώσπου έξαφνα, χαμένοι σαν παιδιά,
έκλαψε αυτή – κι αυτός μόνο κοιτούσε.
Τα πλοία απ’ το παράθυρο περνούσαν.
Εκείνος λέει: «Τέσσερις παρά,
είν’ ώρα για καφέ εδώ κοντά»
και δίπλα κάποιοι πιάνο εξασκούσαν.
Στο πιο ασήμαντο καφέ τράβηξαν
και ζάλιζαν στους κύκλους τα φλιτζάνια.
Εκεί οι δυο τους ως το βράδυ μείναν,
μονάχοι τους, οι λέξεις τους άφησαν,
να χάσκουν σαστισμένοι, όλο ζιζάνια.
Erich Kästner (1899-1974)
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη