Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σιμόπουλος Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σιμόπουλος Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Ηλίας Σιμόπουλος Το Τραγούδι που Αρνιέσαι

 




Τα μάτια δειλά
σαν κάτι που λάμπει και υποτάσσεται
στις φλόγες της καιόμενης βάτου

Ώρες πνιγηρές και η καρδιά
ένας ικετευτικός λαιμός που κλαίει

Εγκαταλειμμένα δέντρα
δέχονται τις μαχαιριές των κεραυνών

Ο ουρανός σπέρνει πυρκαγιές
κι ένα γαλάζιο φως αναδύεται

Θα 'ρθει το τραγούδι που αρνιέσαι
εαρινή γιορτή στο έκπληκτο σώμα

Ο καιρός δεν ανήκει μόνο στη θλίψη


Ηλίας Σιμόπουλος, Πέτρες, εκδ. Γκοβόστη, 1992.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Ηλίας Σιμόπουλος - Ποιήματα

 Κραμποβός


Λαμπρό μου όνειρο
Θαμμένο
Στα βάθη του χρόνου. 

Είμαι το αίμα σου που τραγουδά
Που τολμά να τραγουδά
Με το θάνατο στα χέρια.

Ανηφορίζοντας τις πλαγιές του Λυκαίου
Κάτω από ερείπια ναών
Ή πλατύφυλλα δένδρα που ανθίζουν
Στις νεκρές πια πλατείες σου

Πουλί της στάχτης και της φωτιάς
Αναζητώ το σώμα σου
-της μνήμης έγκλειστος-
ανάμεσα σε πέτρα και άργιλο
ανάμεσα σε σκυθρωπές
βομβαρδισμένες πολιτείες
κι εταιρείες μ' αναρίθμητα κεφάλαια.

Χωριό μου σταυρωμένο
Που σε μίσησε ο Εγκέλαδος
Προσκυνητής σου ταπεινός
Κυνηγημένος ασυμβίβαστος
Φιλώ το χώμα που με γέννησε
Και καμαρώνω
Τη μεγαλοπρέπεια των βουνών
Που σιωπηλοί πέτρινοι γίγαντες
Μες στους αιώνες άγρυπνοι
Φρουρούν αγέραστοι τη μνήμη σου.

Ι. Α,

=============================

Ο Θρήνος Της Μάνας («Αρκαδική Ραψωδία»)

(μελωποιημένο από τον Γιάννη Σπανό και
τραγουδισμένο από την έξοχη Αρλέτα)

Όλη τη μέρα που 'λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.

Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου 'φευγε η λαλιά μου.

Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.

Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.

Μεγάλωσες. Δε μ' άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου 'λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ' άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.

Μ' αν μου 'φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το 'ξερα πως θα γύριζες κ' ήταν γλυκός ο πόνος.

Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι 'ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν' ανέβω.

Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ' εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν' όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;

Ιερή Μνήμη («Τεκμήρια»)

 Πατέρα μου αγρότη
πως τα ήξερες όλα.
Ν' ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη, να μιλάς
με τ' αρνιά με τα δέντρα
ν' ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.

Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου
Δε θ' άλλαζα εγώ
με τα' αλέτρι την πέννα.

Μ' απ' τους δυό μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ 'σουν!

Τα Δάχτυλα («Το τετράδιο της Γης»)

Μιλούσε με τα δάχτυλά του
Ανάμεσα απ' αυτά
έβλεπε τα πάντα
Ξαφνικάτα δάχτυλά του
έσμιξαν
Έγιναν Γροθιά

Η Συνάντηση («Τα ρόδα της Ιεριχώς»)

Ένα λευκό σύννεφο
κυμάτιζε στον ουρανό

Ένας κουρασμένος οδοιπόρος
έσερνε τη μοναξιά του στη γη.

Συναντηθήκανε τυχαία
στην καρδιά της νύχτας.

Αντάλλαξαν
ένα σύντομο χαιρετισμό
και συνεχίσανε
καθένας το δικό του πεπρωμένο.

Όμως με πόση ευτυχία
αναθυμάται κείνη τη μικρή
την τόσο σύντομη λάμψη
της μοναδικής τους συνάντησης.

Ο Δρόμος («Τεκμήρια»)

Πόσες χαμένες μάχες
πόσες νίκες πικρές
πόσα ποτάμια αίματα
χρειάστηκαν
ν' ανοίξει ο δρόμος.

Μη σκαλίζεις τους τάφους. 
Κάποτε
οι πόνοι θα σωπάσουν.

Τι θα φυτέψεις
Τι θ' αφήσεις
να σκέφτεσαι μόνο.

Είναι τόσο σύντομη
η διαδρομή.

Μου Φτάνει («Εσπερινός Απόλογος»)

Μ' όλο το αβυσσαλέο στόμα
να με κατατρώει
κυκλοφορώ ανάμεσά σας
άνθρωποι αγέννητοι
σας αγγίζω
όπως το χέρι του ήλιου
τον άσπιλο χιτώνα του χρόνου.

Σε σας στρέφω τη σκέψη μου
όπως τα λευκά άλογα των πηγών
με τις αφρισμένες χαίτες.

Δε ζητάω άλλη χαρά να βρώ
στον ωκεανό των λέξεων
ούτε εικόνες πιο καταπληκτικές.

Μου φτάνει
όταν θα διαβάζετε τους στίχους μου
να λέτε: Ήταν δικός μας.

Συνομιλία («Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο»)

Και ξανανθίσαν τα κλαδιά και φύγαν οι χειμώνες
και γιόμισε μ' ανθούς η γη και γιούλια κι ανεμώνες
και πλημμυρίσανε χαρές κι είναι ηδονές γεμάτα
τα γέρα τα καλότυχα και τα' ανθισμένα νιάτα.

Μα είναι κάποιοι κι όλο αυτούς στοχάζομαι 'γω μόνο,
που ακόμα δέρνει η χειμωνιά κι ακόμα ζουν στον πόνο.
Κι όλο τους σκέφτομαι: άραγε της άνοιξης η ευωδιά
θα πάει ν' αγγίξει κάποτε και η δικιά τους καρδιά.

Το Δέντρο («Η Έκτη Εντολή»)

Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Την ίδια ώρα
γίνεται ποιητής ή δολοφόνος
Ένας άγγελος τον παραστέκει
Ένας δαίμονας του Χαμογελά.

Σκυμμένος στις εξισώσεις του
Με πολλούς αγνώστους
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιροσίμα
Εξακοντίζει τους Σπούτνικ στους αιθέρες.

Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Μπορεί μονάχος του
Να γίνεται φως ή νύχτα
Να σκοτώνεται σ' όλους τους πολέμους
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη
Και να λυντσάρει το μικρό νέγρο
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος
την ομορφιά μιάς άσπρης.

Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώνει από τα Τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φράξει το δρόμο μας
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής
Να μας χαρίσει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου
και λες στους επισκέπτες
-«Περάστε!».

Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Ποτίζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυά του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγαλώνει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.

Η Ανατολή («Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές»)

Όθε κοιτάξω αρίφνητοι σταυροί
πάνου από ανθρώπους κι όνειρα
Αχ, κ' έχω ένα βουνό καημό
που δε μπορώ να πάρω ανάσα.

Έλα μωρέ τρελοβοριά με τη μεγάλη σκούπα σου
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα
που μας σκεπάζουνε τον ήλιο
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα
που μας βαραίνουν σα μολύβι.

Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Λευτέρωσε το δρόμο της
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Πως μπαίνει στην καρδιά μας το τραγούδι της.
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με λόγια αλλά με δάκρυα
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με δάκρυα αλλά με τόλμη

Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά!
Παραπονιάρη βιολιτζή Δε θέλω μοιρολόγια.
Ταίριαξε τα τραγούδια σου στο βήμα το δικό της.
Το δρόμο μας τον βρήκαμε:
Είναι η Ανατολή.

Η Λέξη («Μικρές Μαρτυρίες»)

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή  Σολωμός

Είναι μια λέξη
την ακούω καθαρά
πίσω από αυτή τη σιωπή
που βασιλεύει στην πατρίδα μου

Όταν υψώνουν τη φωνή τους οι λαοί
αυτή τη λέξη έχουν για σημαία τους

Μ' αυτή ποθούν να δώσουν
σάρκα σ' ένα όνειρο παλιό

Μεσ' απ' αυτή τεράστια ηλιοτρόπια
τα δέντρα καθρεφτίζονται
στα μάτια τους
και προχωράνε.

Πολυτεχνείο

Έφηβοι νάρκισοι δεν έζησαν
να καθρεφτίζονται στης λίμνης τα νερά
χωρίς να υπάρχουνε να ζουν ή να πεθαίνουν

Σημαίες που κατευοδώσαν ένδοξες
Δεν άντεχαν τις μέρες να μουχλιάζουν
τη φιλία να προδίδεται
τη σιωπή να γράφει κύκλους με το διαβήτη

Και λέω:
-Υπάρχουν μάτια που δεν είδαν
τους ενόχους που πυροβολούν την αθωότητα;
Αλήθειες που δεν γνώρισαν την απειλή του χάρου;

Σκληρές οι μέρες ένοπλες οι μέρες μας
Ένας λαός αλύγιστος στην έπαλξη του ονείρου
και γύρω αράγιστη σιωπή ντύμα θανάτου

Δεν τραγουδώ.
Η ιστορία κλαίει μέσα στο αίμα μου
Σε κάθε βήμα μου ένας νεκρός στενάζει.

Οι Θύελλες Της Μελωδίας

Όλα είναι πρόκληση
στο βασίλειο του λόγου
Οι λέξεις
Εύθραυστες ανήκουν στη νύχτα
Ο άνεμος παίρνει τα λόγια
και τα σκορπίζει στους γόνιμους αγρούς
φυτρώνουν δέντρα αειθαλή
δένονται με τη μουσική της θάλασσας
και τα χείλη
παίρνουν το σχήμα μειδιάματος
Έτσι γεννιούνται οι ρυθμοί
και γαληνεύουν
οι θύελλες της μελωδίας

Η Συνάντηση («Ίμεροι»)

Ένα λευκό σύννεφο
κυμάτιζε στον ουρανό

Ένας κουρασμένος οδοιπόρος
έσερνε τη μοναξιά του στη γη
Συναντηθήκανε τυχαία
στην καρδιά της νύχτας.

Αντάλλαξαν
ένα σύντομο χαιρετισμό
και συνεχίσανε
καθένας το δικό του πεπρωμένο.

Όμως με πόση ευτυχία
αναθυμάται κείνη τη μικρή
την τόσο σύντομη λάμψη
της μοναδικής τους συνάντησης.

Π. Ι. («Αρκαδική Ραψωδία»)

Είχα ένα φίλο, κ’ ήτανε
Γιομάτη η κάμαρά μου
Κι ήταν γλυκός ο πόνος μου
Κι ήταν διπλή η χαρά μου.

Μα ξάφνου οι φίλοι πλήθυναν
Κι ω ανέλπιστη χαρά μου
Πλάτυν’ ο κόσμος, κι όλη η γη
Δική μου, κάμαρά μου

Η Μάνα Μου («Ράθυμες Ώρες»)

Η μάνα μου
πρωί μεσημέρι βράδυ
γονατισμένη
έκανε τις παρακλήσεις της

Η μέρα άρχιζε γι αυτή
με την επίκληση
της θείας βούλησης

Δε ζητούσε δόξες
και λαμπρές ανοίξες
μόνο λίγο χώμα
και λίγο νερό
για να φυτέψει τ’ όνειρο...

Το Μεγάλο Ποτάμι («Ράθυμες Ώρες»)

Γυρεύοντας τον έρωτα, γυρεύοντας
την άνοιξη, γυρεύοντας τη γεύση
του ψωμιού, γυρεύοντας την ειρήνη
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια
γυρεύοντας την τέλεια μορφή, γυρεύοντας
τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε
τη ζωή με τ' όνειρο

Κι οδεύοντας
μέσα στη νύχτα φτάσαμε
στα σύνορα της νύχτας. Κι αρμενίζοντας
σ' ατελείωτους πόντους φτάσαμε
τα σύνορα του θανάτου. Και τώρα
έρμαια της ανάμνησης
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά
και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε
το σύνορο που δεν περάσαμε
και ζητάμε βοήθεια. Απλώνουμε
τα χέρια στους φονιάδες μας
και ζητάμε βοήθεια. Η φωνή μας
χάνεται. Κανένα αφτί δε βρίσκεται
να την περιμαζέψει.

Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην πλώρη. Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην κουπαστή. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο:
Έλα ύπνε και πάρε μας. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο:
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες
τον πλέριο πόνο. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο έλεος:

Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί
ν' ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού
ν' ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός
της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες
στη λευκότητα του χαρτιού
έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι
την αγωνία τούτης της ώρας
που αθροίζοντας πόνο στον πόνο
μαρτύριο στο μαρτύριο
σπαραγμό στο σπαραγμό
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο
του εικοστού πρώτου αιώνα.

Το Μεγάλο Ποίημα

Ένα ποτάμι αιμάτινο
Κυλάει πάνου στ' αχνάρια μας
Πίσω απ' της άνοιξης την έπαρση
Παραμονεύει η νύχτα.

Εδώ σε τούτ' την έρημο
Που ζώνουν μόνο οι άνεμοι
Η μαύρη νύχτα και η σιωπή
Τη μοίρα μας θα πούμε.

Τα δάχτυλά μας αγρυπνούν
Απάνου στη σκανδάλη.
Μ' αυτά τα δάχτυλα θα γράψουμε
Το πιο μεγάλο ποίημα.

Αλήθεια πόσο ειν' όμορφο
Να ζεις και να ελπίζεις
Τα δακρυσμένα μάτια μας
Είναι γιομάτα θρίαμβο.

Έλα ρίξε δυο ριπές
Σημάδεψε ίσια στην καρδιά μας
Με τα μυδράλια των στίχων σου
Αδελφέ ποιητή.

Σ' αυτό το χώμα που πατάς
Τόσοι νεκροί μας ξαγρυπνούν
Ν' ακούσουν το τραγούδι σου.
Το μέλλον μας ανήκει.

Μοσκοβολάει τριαντάφυλλο η ζωή
Ο ήλιος είναι μέσα μας.
Άνοιξε το καλύβι μου
Και πάρε όλο το βιός μου
Άνοιξε και το στήθος μου
Και πάρε την καρδιά μου.

Σαράντα χρόνια ακούραστη
Χτυπάει για σένα μόνο.

Η Πληγωμένη Γη

Εμείς
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια
του κόσμου. Όμως
δεν έχουμε σπίτι.

Εμείς
Εσπείραμε όλα τα χωράφια
της γης. Όμως
δεν έχουμε ψωμί

Εμείς
Εσκοτωθήκαμε
σε όλους τους πολέμους
Όμως δεν έχουμε πατρίδα

Που πάμε
Η πληγωμένη γη στενάζει
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα
Αλλά εμείς είμαστε η γη
από τότε που υπάρχουμε

Εμείς
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας
ο ένας του αλλουνού
Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.

Δοκιμασία

Εδώ σ' αυτή τη γη
Την ίδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξένοι φτάσαμε
Και φεύγουμε σαν ξένοι

Μα εμείς σ' αυτή τη γη μας σπείραμε
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε
κι έσπειρε την ερήμωση;

ποιος άναψε την πυρκαγιά
και καίγεται ο πλανήτης;
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε
το φοβερό κουμπί του ολέθρού

Κι ούθε στραφούμε
οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας
κι ούθε στραφούμε
τα σαγόνια ολάνοιχτα της νύχτας μας προσμένουν!

Εδώ σ' αυτή τη γη
Τη της γης μας φτάσαμε
Χωρίς να ξέρουμ' από πού
Χωρίς να ξέρουμ' από ποιους
Κυνηγημένοι και λουφάξαμε
Σαν τρομαγμένα αγρίμια

Να 'χαμε μόνο μια σταλιά νερό
Να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας.
Να 'χαμε μόνο μια στιγμή καιρό
Να συμμαζέψουμε τα σπαραγμένα μέλη μας.
Να 'χαμε μόνο το κουράγιο, μια στιγμή
Την ώρα που οι δειλοί θα ουρλιάζουν δίπλα μας

-Ευλογημένος ναν' ο θάνατος
ο μέγας λυτρωτής του πόνου
Να 'χαμε το κουράγιο να τους κράξουμε:
-Ευλογημένη δυο φορές να 'ναι η ζωή
που καταλεί το θάνατο!

Αρκαδικοί Θρύλοι

Μεσ' στη ροδόφωτην αυγή στο κρουσταλένιο δείλι
Υψώνουνται ο Ταΰγετος κι ο Πάρνωνας δυο στύλοι
Χρυσής αψίδας και περνούν της Αρκαδίας οι θρύλοι.
Κι όπως ξανοίγει ο ουρανός και χάνεται η μαυρίλα

Κι όπως στα σπλάχνα διαπερνά μια κρύφια ανατριχίλα
Και της καρδιάς αναριγούν στ' ακράγγιγμα τα φύλλα
Ω Θάμα, θρύλοι αντιλαλούν το Μήνυμά σου γύρα:
Θεών κι ανθρώπων ποιητή, μοναδική σου η κλήρα

Να σέρνεις σκλάβες τις καρδιές σε μια κλωστή απ' τη λύρα.
Μα τώρα πια πλημμύρισεν η γη μας δάκρυα κι αίμα.
Για τη χαρά, για τη σπορά, πάρε λοστό και γκρέμα.
Κι αν σ' αντισκόβουν άδραξε ντουφέκι και πολέμα. 

Η Ανατολή Του Ηλίου

Τίποτα δε ματώνει πια. Θερμή κι ωραία
Στόλισε με ταντέλλες φως η αυγή τον κόσμον όλο.

Ένας λαός ανηφορίζουνε τα έλατα.
Καλημέρα σας δέντρα

Γιγαντιαία λουλούδια της πλαγιάς, καλημέρα σας!
Δεν έχουμ' έγνοιες τώρα να κρεμάσουμε στους κλώνους σας

Μον' φέρνουμε ένα δυναμίτη από χαρά
Ν' ανατινάξουμε την πίκρα όλου του κόσμου.

Χιλιάδες χρόνια σε προσμέναμε
Και πάντα αργούσες να ρθεις!

Οι κάμποι του Μάη
Τα' ανυπόμονα στάχυα, οι νεραντζιές
Τα δωδεκάχρονα παιδιά και οι λυγερές κοπέλες
Τα γιορτινά τους φόρεσαν για να σε περιμένουν.

Ρώτησαν: Γιατί πέθανε ο πατέρας μας;
Ρώτησαν: Γιατί σκότωσαν τα' αδέρφια μας;
Ρώτησαν: Γιατί κάψαν τα καλύβια μας;
Και πήραν την απάντηση:

Για ν' ανατείλει ο ήλιος!

Και 4 ποιήματα από τις σελίδες του αγαπητού φίλου Νίκου Σαραντάκου:

Μια Σταγόνα Αίμα

Σύvτροφοι που σκοτώθηκαν
έρχονται από δρόμους σκοτειvούς
Θέλω vα τους μιλήσω
να κρατήσω στην καρδιά μου ανέπαφο
το σκοτεινό τους πρόσωπο
-αυτό το τοπίο που φωτίζει η θύελλα

Ένα σμάρι πουλιών διασχίζει
τον αβέβαιο ορίζοντα κι αγάλλεται

-Πρέπει να διαβείς το θάνατο
για να ζήσεις. Η πιο αγνή μαρτυρία
είναι μια σταγόνα αίμα

Ο Δρόμος Τωv Ματιών

Ο άνεμος
φέρνει τη γεύση της πίκρας
οι νευρώδεις λέξεις σιωπούν
Ίλιγγοι ιζημάτων ράκη μνήμης

Σκελετοί
και δίχτυα που δεν έπιασαν
παρά μονάχα πληyωμένα άστρα

Μικρές αναλαμπές τον ξεyελούv
βαρεi να του φυτρώνουνε φτερά
όμως τρέμουν τα χέρια και τα χείλη
παίρνουν το σχήμα μειδιάματος
που δε βρίσκει τό δρόμο των ματιών

Οι Κήποι Του Νοέμβρη

Οι κήποι του Νοέμβρη
έχουνε χρώμα βιολετί

Τίποτα δεν ταράζει τη γαλήνη τους
ούτε ο αχός μιας ελαύνουσας θύελλας
που δε λέει να ξεσπάσει

Λύρα και χιονισμένος λόφος η σελήνη
vτύνει τη σιωπή με τα χρυσάφια της

Εφήμερη αιωνιότητα
προβάλλουν στην απέραντη πεδιάδα
οι σκιές των δέντρων

Έπρεπε

Έπρεπε να ονειρευτεί το προσιτό
να στραφεί σε κατοικημένους τόπους

στους ήχους της μέρας
στις χειρονομίες της νύχτας

Διάστικτος με αγκίδες δέχεται
τα μαχαιρώματα των καιρών

έμφορτος βεβαιοτήτων
που τον αγγίζουν με τις αμφιβολίες τους

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
(Καστανώρι Αύγουστος '98)


Πηγή:https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1366

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Ηλίας Σιμόπουλος - Το χέρι


Ποιο χέρι πήρε τα κεριά
Ποιος έκλεισε τις πόρτες
Τα παράθυρα
Εδώ σ’ αυτή την αίθουσα
Πού’ ναι γιομάτη χρόνο;

Κι ούθε γυρίσουμε
Μολύβι ασήκωτο η σιωπή
Κι ούθε γυρίσουμε
Βουνά θεόρατα τα χιόνια
Κι ούθε γυρίσουμε
Μια δυνατή κραυγή που ουρλιάζει!

Ποιο χέρι πήρε τα κεριά
Και πάνου απ’ τον ύπνο μας
Παραμονεύουν τα μαχαίρια

Κόβουνε φέτες -φέτες τον ουρανό
Ματώνουν το φεγγάρι
Κόβουνε φέτες την πολιτεία
Σπέρνουν στους δρόμους φέρετρα
Κόβουνε φέτες τη σιωπή
Γιομίζουν τις καταπαχτές του Άδη.

Ποιο χέρι πήρε τα κεριά
Κι όρμησε η νύχτα σα θεριό
Να μας κατασπαράξει
Έτσι καθώς μας πρόφτασε
Γυμνούς κι ανυπεράσπιστους
Να καρτερούμε την Αυγή
Μ’ ένα χελιδονάκι ετοιμοθάνατο
Στα παγωμένα χέρια μας!

Ηλίας Σιμόπουλος (1913 -2015)
Πηγή: «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΧΕΛΙΔΟΝΟΦΩΛΙΕΣ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΔΙΦΡΟΣ- 1961

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Ηλίας Σιμόπουλος - Μισό άλογο


Μισό άλογο μισό θεός

το σύννεφο

διασχίζει τον καταγάλανο

ουρανό.


Ρόδινο φως λεηλατεί

την έρημο της μνήμης


Τα δέντρα του χαμογελούν


Σιγαλή υπόκωφη μουσική

ρυθμίζει την πτώση των φύλλων


Το φθινόπωρο

πλημμύρισε την καρδιά του

με μια θνήσκουσα ηδονή.


Πεντέλη 3.10.00 

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Ηλίας Σιμόπουλος - Φθινοπωρινό τοπίο

 Η ΘΛΙΨΗ του φθινοπώρου

Στόλισε τις αλέες με κίτρινα φύλλα.

Ο άνεμος έφερε στην αυλή μας την οργή

του γυμνού δάσου. Χιλιάδες χέρια

Απλώνουνται ικετευτικά

Στις γωνιές των δρόμων.

Στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού

Αποκοιμήθηκε η γιαγιά

Νανουρίζοντας το άρρωστο εγγονάκι της.

Δίπλα της ο παπούς

Με το κομπολόι που πέτρωσε

Στα χέρια του. Το μούρμουρο

Του ανέμου. Το παραμιλητό

Της λεύκας. Η σιωπή.


Πριν σαράντα χρόνια

Τούτο το ταπεινό χωριό

Ήτανε πλημμυρισμένο

Από τραγούδια.

Πριν δέκα χρόνια

Σε τούτο το σπίτι 

Κυκλοφορούσαν ένα σύνταγμα όνειρα. 

Ύστερα

Αλήθεια πώς να την πούμε

Τη συνέχεια; — Ο Θανάσης

Σκοτώθηκε στην Αλβανία.


Το Γιώργη τον κρέμασαν οι Γερμανοί.

Ο Βαγγέλης δικάστηκε ισόβια.

Μείναμε μόνοι. Σε κάθε γωνιά

Ένας τάφος. Σε κάθε τάφο

΄Ενα όνειρο. Σε κάθε όνειρο

Ένα κομμάτι απ' την καρδιά μας.

Την αγαπούμε τούτη τη γη.

Τώρα το ξέρετε γιατί.


Το φθινόπωρο στόλισε τις αλέες

Με κίτρινα φύλλα. Λοιπόν η άνοιξη

Δεν είναι μακριά. Τα φύλλα τούτα

Είναι ο άρτος της γης. 


Πηγή: Ενότητα: «Η έκτη εντολή» στο: Ηλίας Σιμόπουλος, Ποίηση: Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη 1989. 

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

Ηλίας Σιμόπουλος - Δοκιμασία


Εδώ σ' αυτή τη γη
Την ίδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξένοι φτάσαμε
Και φεύγουμε σαν ξένοι
Μα εμείς σ' αυτή τη γη μας σπείραμε
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε
κι έσπειρε την ερήμωση;
ποιος άναψε την πυρκαγιά
και καίγεται ο πλανήτης;
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε
το φοβερό κουμπί του ολέθρού
Κι ούθε στραφούμε
οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας
κι ούθε στραφούμε
τα σαγόνια ολάνοιχτα της νύχτας μας προσμένουν!
Εδώ σ' αυτή τη γη
Τη της γης μας φτάσαμε
Χωρίς να ξέρουμ' από πού
Χωρίς να ξέρουμ' από ποιους
Κυνηγημένοι και λουφάξαμε
Σαν τρομαγμένα αγρίμια
Να 'χαμε μόνο μια σταλιά νερό
Να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας.
Να 'χαμε μόνο μια στιγμή καιρό
Να συμμαζέψουμε τα σπαραγμένα μέλη μας.
Να 'χαμε μόνο το κουράγιο, μια στιγμή
Την ώρα που οι δειλοί θα ουρλιάζουν δίπλα μας
-Ευλογημένος ναν' ο θάνατος
ο μέγας λυτρωτής του πόνου
Να 'χαμε το κουράγιο να τους κράξουμε:
-Ευλογημένη δυο φορές να 'ναι η ζωή
που καταλεί το θάνατο!

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Ηλίας Σιμόπουλος- Αφιέρωμα (http://www.arcadians.gr)

 Ο Θρήνος της Μάνας


(Από το έργο Αρκαδική Ραψωδία του Ηλία Σιμόπουλου)

Όλη τη μέρα που 'λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.

Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου 'φευγε η λαλιά μου.

Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.

Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.

Μεγάλωσες. Δε μ' άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου 'λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ' άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.

Μ' αν μου 'φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το 'ξερα πως θα γύριζες κ' ήταν γλυκός ο πόνος.

Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι 'ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν' ανέβω.

Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ' εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν' όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;

Φίλες και φίλοι. Κυρίες και κύριοι.

Τύχη αγαθή απόψε μας έφερε όλους εδώ, στην αγκαλιά του αρχέγονου βουνού, να γίνουμε μάρτυρες της σεμνής αυτής μυσταγωγίας κάτω από το φως του δειλινού που φεύγει και των άστρων της νύχτας που έρχεται. Τύχη μοναδική για όλους εμάς απόψε, που με τους ψίθυρους του βουνού και τα θροΐσματα των φύλων του καστανόλογγου γλυκά να χαϊδεύουν τ' αυτιά
μας, θα δούμε τη γενέτειρα, τη γενέθλια μάνα γη, μετά την παγκόσμια καταξίωσή του, να στεφανώνει το παιδί της. Απόψε ο Κραμποβός τιμάει το άξιο τέκνο του, τον ποιητή Ηλία Σιμόπουλο.

Φίλοι και φίλες.

Περάσανε πολλά χρόνια από κείνο το πρωί, που ο Ηλίας Σιμόπουλος μικρό ξεπεταρούδι, κοιτώντας τον ήλιο ίσια στα μάτια καθώς ανέτειλε από το απέναντι βουνό, από τούτη δω την αετοφωλιά άνοιξε τα φτερά του και πέταξε για τη μεγάλη περιπέτεια. Με φυλαχτό κρυμμένο βαθιά στην καρδιά του, την αγωνία που είδε ζωγραφισμένη στα μάτια της μάνας του σαν την αποχαιρετούσε. Με όπλα του, τις ευχές διδαχές του πατέρα του. Κι εφόδια τις ιερές παρακαταθήκες των προγόνων του.

Σαν τον Οδυσσέα περιπλανήθηκε αναζητώντας την «Ιθάκη» του και επέλεξε γι αυτό τους δρόμους της ποίησης. Έτσι ο Κραμποβίτης ποιητής, άξιο παιδί της Αρκαδίας, γέννημα θρέμμα του Λυκαίου όρους, της αρχέγονης κοιτίδας των Αρκάδων, τιμάει με συνέπεια, ήθος και σεμνότητα μέσα από την ποίηση, πάνω από μισό αιώνα, την Ελλάδα και τα Ελληνικά γράμματα!

Για πρώτη φορά εμφανίζεται στο χώρο της ποίησης το 1946 με την ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο». Το 1958, χρόνος σταθμός για την ποιητική του διαδρομή, κυκλοφόρησε το μεγαλόπνοο, γεμάτο ανθρώπινη ευαισθησία και λυρισμό έργο του «Αρκαδική Ραψωδία». Το έργο αυτό ενέπνευσε το μεγάλο συνθέτη Ιωσήφ Μπενάκη, ο οποίος το μελοποίησε και το παρουσίασε στο Ηρώδειο με τους πρωταγωνιστές της λυρικής σκηνής Ανδρέα Κουλουμπή και Μυρτώ Δουλή, με τη συνοδεία πολυμελούς χορωδίας και μεγάλης ορχήστρας. Η πορεία του μεγάλου μας συμπατριώτη στο Ελληνικό ποιητικό στερέωμα έχει ξεκινήσει.

Οι ποιητικές του συλλογές πλειάδα, διαδέχονται τώρα η μία την άλλη. H «Έκτη Εντολή», «Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές», «Το μεγάλο ποτάμι», «Τα τεκμήρια», «Τα ρόδα της Ιεριχώς», «Το τετράδιο της γης», «Οι Μικρές Μαρτυρίες», «Τα Εναγώνια», «Οι Προσπελάσεις», «οι Σημαφόροι», «Ο Εσπερινός Απόλογος, «Οι πληγές και τα παράθυρα», «Το Μακρινό ταξίδι», «Οι Πέτρες», «Τα Κέρματα», «Τα Θροΐσματα των ανέμων» και φυσικά δεν είναι μόνο αυτά. Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια και μελέτες. Παίρνει μέρος σε πλήθος συμπόσια και συνέδρια. Συνεργάζεται με μια σειρά Ελληνικά και ξένα περιοδικά και εφημερίδες. Δίνει πλήθος διαλέξεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Το έργο του μεταφράζεται στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Αγγλικά, Γαλλικά, Ρώσικα, Γερμανικά, Ιταλικά, Βουλγάρικα, Σλοβάκικα, Ινδικά, Κινέζικα. και συμπεριλαμβάνεται σε πολλές ξένες ανθολογίες στη Γερμανία, Πολωνία, Αγγλία, Αίγυπτο, Τουρκία, Βραζιλία, Χιλή, Κίνα.

Το ήθος και η εντιμότητά του, η σεμνότητα της γνώσης και της σοφίας του, η μεγαλοσύνη της ψυχής του, η μαχητικότητα και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του, εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας. Έτσι εκλέγεται πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, και μετά τη συγχώνευση των δύο σωματείων, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Διατέλεσε πρόεδρος της κρατικής επιτροπής για τη συνταξιοδότηση των Λογοτεχνών, μέλος της επιτροπής για τη βράβευση θεατρικών έργων, Πρόεδρος της επιτροπής για την απονομή κρατικών βραβείων, Πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής δραματικών σχολών και άλλων.

Η φήμη του απλώθηκε μακριά. Ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας μας και κατέκτησε ολάκερο τον κόσμο, όμως ποτέ δεν ξέχασε. Σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Νέα της Μεγαλοπόλεως» ομολογεί: «...είμαι πολύ δεμένος με την Αρκαδία, με το χωριό μου, τον Κραμποβό. Θα πω μονάχα πως έφυγα μικρό παιδί, από εκεί και η νοσταλγία του με συνοδεύει μέχρι σήμερα.» Μα και στο έργο του η γενέτειρά του έχει ξεχωριστή θέση. Σ' ένα ποίημά του λεει για τον Κραμποβό:

Κραμποβός
Λαμπρό μου όνειρο
Θαμμένο
Στα βάθη του χρόνου.

Είμαι το αίμα σου που τραγουδά
Που τολμά να τραγουδά
Με το θάνατο στα χέρια.

Ανηφορίζοντας τις πλαγιές του Λυκαίου
Κάτω από ερείπια ναών
Ή πλατύφυλλα δένδρα που ανθίζουν
Στις νεκρές πια πλατείες σου

Πουλί της στάχτης και της φωτιάς
Αναζητώ το σώμα σου
-της μνήμης έγκλειστος-
ανάμεσα σε πέτρα και άργιλο
ανάμεσα σε σκυθρωπές
βομβαρδισμένες πολιτείες
κι εταιρείες μ' αναρίθμητα κεφάλαια.

Χωριό μου σταυρωμένο
Που σε μίσησε ο Εγκέλαδος
Προσκυνητής σου ταπεινός
Κυνηγημένος ασυμβίβαστος
Φιλώ το χώμα που με γέννησε
Και καμαρώνω
Τη μεγαλοπρέπεια των βουνών
Που σιωπηλοί πέτρινοι γίγαντες
Μεσ' στους αιώνες άγρυπνοι
Φρουρούν αγέραστοι τη μνήμη σου.

Ο Ηλίας Σιμόπουλος είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους, που στις μέρες μας μέσα από το έργο του προβάλλονται οι παγκόσμιες αξίες της πανανθρώπινης φιλίας, της αγάπης, της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ο Γιάννης Ανδρικόπουλος στη «ΓΝΩΜΗ» των Πατρών στις 24-6-96 γράφει: «Στην ποίηση του Σιμόπουλου αντιπαλεύουν ο πόνος, η απόγνωση, η μοναξιά, η χαμένη ελπίδα, η παρηγοριά της αυγής, η καταφυγή της ποίησης, η πίστη για τον άνθρωπο και την ειρήνη. Ακόμα αντιμάχονται όλες οι μορφές σκλαβιάς με την ελευθερία, το φως με το χάος, η δημιουργία με τη ματαιότητα, τα φτερά της ανυπόταχτης έμπνευσης με το ασήκωτο μαρτύριο της υποταγής.»

Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος στο περιοδικό «Μοριάς» τ. 36 Γράφει: «Η ποίηση του Σιμόπουλου είναι πλούσια σε ανθρώπινες αξίες, στιβαρή, εμπνευσμένη. Ενώνει αρμονικά τα πιο στέρεα επιτεύγματα της παραδοσιακής ποίησης με αυτά των σύγχρονων αναζητήσεων. Έχει καθαρότητα έκφρασης και εικόνας. Στόχος, άξονας του έργου του είναι πάντα ο πληγωμένος άνθρωπος του καιρού μας, που ζει κυνηγημένος, μοναχικός και αβοήθητος. Το έργο του διαποτίζει μια πνοή ανθρωπιάς και μια υπαρξιακή αγωνία.»

Το μεγάλο ποτάμι

Γυρεύοντας τον έρωτα, γυρεύοντας
την άνοιξη, γυρεύοντας τη γεύση
του ψωμιού, γυρεύοντας την ειρήνη
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια
γυρεύοντας την τέλεια μορφή, γυρεύοντας
τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε
τη ζωή με τ' όνειρο
Κι οδεύοντας
μέσα στη νύχτα φτάσαμε
στα σύνορα της νύχτας. Κι αρμενίζοντας
σ' ατελείωτους πόντους φτάσαμε
τα σύνορα του θανάτου. Και τώρα
έρμαια της ανάμνησης
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά
και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε
το σύνορο που δεν περάσαμε
και ζητάμε βοήθεια. Απλώνουμε
τα χέρια στους φονιάδες μας
και ζητάμε βοήθεια. Η φωνή μας
χάνεται. Κανένα αφτί δε βρίσκεται
να την περιμαζέψει.
Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην πλώρη. Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην κουπαστή. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο:
Έλα ύπνε και πάρε μας. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο:
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες
τον πλέριο πόνο. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο έλεος:
Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί
ν' ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού
ν' ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός
της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες
στη λευκότητα του χαρτιού
έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι
την αγωνία τούτης της ώρας
που αθροίζοντας πόνο στον πόνο
μαρτύριο στο μαρτύριο
σπαραγμό στο σπαραγμό
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο
του εικοστού πρώτου αιώνα.

Ο Γάλλος ποιητής και μεταφραστής του έργου του στα Γαλλικά Gaston - Henry Aufrére σε διάλεξη που έδωσε στις Βρυξέλες στις 22-2-64 με θέμα «ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ένας ποιητής με καρδιά χωρίς σύνορα» μεταξύ άλλων είπε για τον ποιητή: «Ο Σιμόπουλος δεν είναι ο άνθρωπος των ζητωκραυγών και των οδοφραγμάτων. Ούτε των διακηρύξεων και των επαναστάσεων. Αν επωμίσθηκε, το τόσο βαρύ χρέος που επωμίσθηκε είναι γιατί πιστεύει πως οι κυρίαρχες δυνάμεις της ζωής δεν μπορεί να είναι το αίμα, όσο γονιμοποιό κι αν είναι, ούτε η φωτιά, όσο καθαρτήρια κι αν είναι. Ο άνθρωπος δεν μετριέται με τον εγκληματία που κλείνει μέσα του, αλλά με την ακτινοβολία της αγάπης που δονεί την καρδιά του.»

Το Δέντρο

Ο άνθρωπος αγάπη μου την ίδια ώρα
Γίνεται ποιητής ή δολοφόνος
Ένας άγγελος τον παραστέκει
Ένας δαίμονας του χαμογελά

Σκυμμένος στις εξισώσεις του
Με τους πολλούς αγνώστους
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιροσίμα
Εξακοντίζει σπούτνικ στους αιθέρες.

Ο άνθρωπος αγάπη μου
Μπορεί μονάχος του
Να γίνει φως ή νύχτα
Να σκοτώνεται στους πολέμους
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη
Και να λιντσάρει το μικρό νέγρο
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος
Την ομορφιά μιας άσπρης

Ο άνθρωπος αγάπη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώνει από τα τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φράξει το δρόμο μας
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής
Να μας χαρίσει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου
Και λες στους επισκέπτες σου:
-«περάστε!»

Ο άνθρωπος αγάπη μου
Ποτίζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυα του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγαλώνει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.

Η ματιά του βλέπει τα μύχια όνειρα, τους κρυφούς πόθους στα τρίσβαθα της ψυχής των απλών ανθρώπων. Εκεί και η αγωνία του. Σε μια κουβέντα που είχαμε κάποτε, μου εκμυστηρεύτηκε: « . στόχος μου στάθηκε πάντα ο ταπεινός άνθρωπος, ο άνθρωπος που υποφέρει, ο άνθρωπος που αγωνίζεται. Και πραγματικά δοκιμάζω συντριβή όταν νοιώθω πόσο λίγο κατάφερα να μετουσιώσω το δράμα του σε ποίηση, έτσι που και ο ίδιος διαβάζοντάς την να χαίρεται και να λυτρώνεται...»

Το μεγάλο ποίημα

Ένα ποτάμι αιμάτινο

Κυλάει πάνου στ' αχνάρια μας
Πίσω απ' της άνοιξης την έπαρση
Παραμονεύει η νύχτα.

Εδώ σε τούτ' την έρημο
Που ζώνουν μόνο οι άνεμοι
Η μαύρη νύχτα και η σιωπή
Τη μοίρα μας θα πούμε.

Τα δάχτυλά μας αγρυπνούν
Απάνου στη σκανδάλη.
Μ' αυτά τα δάχτυλα θα γράψουμε
Το πιο μεγάλο ποίημα.

Αλήθεια πόσο ειν' όμορφο
Να ζεις και να ελπίζεις
Τα δακρυσμένα μάτια μας
Είναι γιομάτα θρίαμβο.

Έλα ρίξε δυο ριπές
Σημάδεψε ίσια στην καρδιά μας
Με τα μυδράλια των στίχων σου
Αδελφέ ποιητή.

Σ' αυτό το χώμα που πατάς
Τόσοι νεκροί μας ξαγρυπνούν
Ν' ακούσουν το τραγούδι σου.
Το μέλλον μας ανήκει.

Μοσκοβολάει τριαντάφυλλο η ζωή
Ο ήλιος είναι μέσα μας.

Άνοιξε το καλύβι μου
Και πάρε όλο το βιός μου
Άνοιξε και το στήθος μου
Και πάρε την καρδιά μου.

Σαράντα χρόνια ακούραστη
Χτυπάει για σένα μόνο.

Γενιά του, η γενιά του 40. Έζησε, όπως ο ίδιος λέει, μια εποχή πλούσια σε γεγονότα, σε ελπίδες και απογοητεύσεις. Μια εποχή μεγαλόπνοων οραματισμών, υψηλών ιδανικών, καταπληκτικών ανατροπών και συγκλονιστικών αναθεωρήσεων.

Η Πληγωμένη Γη

Εμείς
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια
του κόσμου. Όμως
δεν έχουμε σπίτι.

Εμείς
Εσπείραμε όλα τα χωράφια
της γης. Όμως
δεν έχουμε ψωμί

Εμείς
Εσκοτωθήκαμε σε όλους τους πολέμους
Όμως δεν έχουμε πατρίδα
Που πάμε
Η πληγωμένη γη στενάζει
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα

Αλλά εμείς είμαστε η γη
από τότε που υπάρχουμε
Εμείς
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας
ο ένας του αλλουνού
Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.

Η γενιά του, είδε την ανθρωπότητα σε διάστημα λίγων ετών, να διανύει αποστάσεις αιώνων... Βίωσε τον πόλεμο, τον εμφύλιο σπαραγμό. Γνώρισε σκοτωμούς, άδικο, πείνα, διωγμούς. Η γενιά του, είδε δημοκρατίες να καταρρέουν σα χάρτινοι πύργοι και δικτάτορες να κάθονται στο σβέρκο των λαών. Βασιλιάδες να φεύγουν και να ξανάρχονται. και τέλος το χειρότερο. Είδε τα όνειρα να διαλύονται σαν καπνός και τα ιδανικά να χάνονται στον ορίζοντα του πουθενά.

Δοκιμασία

Εδώ σ' αυτή τη γη

Την ίδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξένοι φτάσαμε
Και φεύγουμε σαν ξένοι

Μα εμείς σ' αυτή τη γη μας σπείραμε
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε
κι έσπειρε την ερήμωση;
ποιος άναψε την πυρκαγιά
και καίγεται ο πλανήτης;
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε
το φοβερό κουμπί του ολέθρού
Κι ούθε στραφούμε
οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας
κι ούθε στραφούμε
τα σαγόνια ολάνοιχτα της νύχτας μας προσμένουν!

Εδώ σ' αυτή τη γη

Τη της γης μας φτάσαμε

Χωρίς να ξέρουμ' από πού
Χωρίς να ξέρουμ' από ποιους
Κυνηγημένοι και λουφάξαμε
Σαν τρομαγμένα αγρίμια

Να 'χαμε μόνο μια σταλιά νερό
Να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας.
Να 'χαμε μόνο μια στιγμή καιρό
Να συμμαζέψουμε τα σπαραγμένα μέλη μας.
Να 'χαμε μόνο το κουράγιο, μια στιγμή
Την ώρα που οι δειλοί θα ουρλιάζουν δίπλα μας
-Ευλογημένος ναν' ο θάνατος
ο μέγας λυτρωτής του πόνου
Να 'χαμε το κουράγιο να τους κράξουμε:
-Ευλογημένη δυο φορές να 'ναι η ζωή
που καταλεί το θάνατο!

Σηματογράφος της γενιάς του, ο Ηλίας Σιμόπουλος, κάθε φορά επιστρατεύει την ποίηση για να φωτογραφίσει την ιστορία και να την παραδώσει στην αιωνιότητα, γιατί αυτό είναι το προνόμιο και η δόξα του πνευματικού ανθρώπου. Να στέκεται πάντα όρθιος μέσα στις θύελλες και να μάχεται και να γίνεται ο ληξίαρχος της εποχής του καταγράφοντας μέσα στο έργο του το θάνατο των σάπιων στοιχείων που με σοφία η ζωή παραπετάει και τις κυοφορίες των νέων στοιχείων που δεν βλέπουν ακόμα οι πολλοί, μα που με τρόπο όμως οριστικό και τελεσίδικο προδιαγράφουν τη μορφή του κόσμου που έρχεται.

Η Ανατολή

Όθε κοιτάξω αρίφνητοι σταυροί
Πάνου απ' ανθρώπους κι όνειρα
Αχ, κ' έχω ένα βουνό καημό
Που δε μπορώ να πάρω ανάσα.

Έλα μωρέ τρελοβοριά με τη μεγάλη σκούπα σου
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα
Που μας σκεπάζουν τον ήλιο
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα
Που μας βαραίνουν Σα μολύβι.

Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Λευτέρωσε το δρόμο της.
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Πώς μπαίνει στην καρδιά μας το τραγούδι της.

Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με λόγια αλλά με δάκρια
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με δάκρια αλλά με τόλμη.

Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά!
Παραπονιάρη βιολιτζή δε θέλω μοιρολόγια.
Ταίριαξε το τραγούδι σου στο βήμα το δικό της.
Τον δρόμο μας τον βρήκαμε:
Είναι η Ανατολή!

Με οδηγό του την ακλόνητη πίστη και την απέραντη αγάπη του για τον άνθρωπο, ο Ηλίας Σιμόπουλος γίνεται λυρικός, τρυφερός, ευαίσθητος, μα κι αντάρτης.

Αρκαδικοί θρύλοι

Μεσ' στη ροδόφωτην αυγή στο κρουσταλένιο δείλι

Υψώνουνται ο Ταΰγετος κι ο Πάρνωνας δυο στύλοι
Χρυσής αψίδας και περνούν της Αρκαδίας οι θρύλοι.

Κι όπως ξανοίγει ο ουρανός και χάνεται η μαυρίλα
Κι όπως στα σπλάχνα διαπερνά μια κρύφια ανατριχίλα
Και της καρδιάς αναριγούν στ' ακράγγιγμα τα φύλλα

Ω Θάμα, θρύλοι αντιλαλούν το Μήνυμά σου γύρα:
Θεών κι ανθρώπων ποιητή, μοναδική σου η κλήρα
Να σέρνεις σκλάβες τις καρδιές σε μια κλωστή απ' τη λύρα.

Μα τώρα πια πλημμύρισεν η γη μας δάκρυα κι αίμα.
Για τη χαρά, για τη σπορά, πάρε λοστό και γκρέμα.
Κι αν σ' αντισκόβουν άδραξε ντουφέκι και πολέμα.

Γίνεται οραματιστής, μα πάνω απ' όλα παραμένει πάντα συνειδητός μαχητής, πιστός στο όραμα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.Αγωνιστής της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.

Η Ανατολή του ηλίου

Τίποτα δε ματώνει πια. Θερμή κι ωραία

Στόλισε με ταντέλλες φως η αυγή τον κόσμον όλο.

Ένας λαός ανηφορίζουνε τα έλατα.
Καλημέρα σας δέντρα
Γιγαντιαία λουλούδια της πλαγιάς, καλημέρα σας!
Δεν έχουμ' έγνοιες τώρα να κρεμάσουμε στους κλώνους σας
Μον' φέρνουμε ένα δυναμίτη από χαρά
Ν' ανατινάξουμε την πίκρα όλου του κόσμου.

Χιλιάδες χρόνια σε προσμέναμε
Και πάντα αργούσες να ρθεις!
Οι κάμποι του Μάη
Τα' ανυπόμονα στάχυα, οι νεραντζιές
Τα δωδεκάχρονα παιδιά και οι λυγερές κοπέλες
Τα γιορτινά τους φόρεσαν για να σε περιμένουν.

Ρώτησαν: Γιατί πέθανε ο πατέρας μας;
Ρώτησαν: Γιατί σκότωσαν τα' αδέρφια μας;
Ρώτησαν: Γιατί κάψαν τα καλύβια μας;
Και πήραν την απάντηση:
Για ν' ανατείλει ο ήλιος!

Και υπάρχει ελπίδα «ν' ανατείλει ο ήλιος» όσο υπάρχουν μαχητές που κρατούν τη «σημαία της λευτεριάς» διαλαλώντας «το όραμα της Ιθάκης». Υπάρχει ελπίδα όσο υπάρχει ακόμα έστω ένας άνθρωπος στον πλανήτη, που ακούει τη «σιωπή των βράχων» «εναγώνια», «περιμένοντας την αυγή», την «ανατολή του ήλιου», την «ανθοφορία της γης».Και η ελπίδα ανθίζει μέσα μας σα λουλούδι και λέμε πως. ναι, ακόμα δε χάθηκαν όλα, αφού «Αρκεί μια μικρή ανεμώνη / να ομορφύνει τους άξενους βράχους».

Φίλες και φίλοι.

Απόψε, ο Κραμποβός τιμά τον ποιητή του. Όμως ο Ηλίας Σιμόπουλος δεν έχει ανάγκη από τιμές, βραβεία και διακρίσεις. Ποτέ άλλωστε δεν τις επιδίωξε έτσι σεμνός και ταπεινός που είναι.Η τιμή λοιπόν πάει στους γονιούς που γέννησαν αυτόν τον ποιητή! Στεφανώνει τον κακοτράχαλο τούτο τόπο που τον ανάθρεψε! Κάνει υπερήφανους τους συμπατριώτες του που απόψε τον τιμούν! Αλλά και όλους εμάς που ευτυχίσαμε να τον γνωρίσουμε, να τον αγαπήσουμε, να νιώσουμε άνθρωποι διαβάζοντας τα ποιήματά του, και να ζήσουμε απόψε μαζί του τις μοναδικές αυτές στιγμές!

Ευχαριστώ

Ιερή Μνήμη

Πατέρα μου αγρότη

πώς τα ήξερες όλα.

Ν' ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη
να μιλάς
με τ' αρνιά με τα δέντρα
ν' ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.

Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου Δε θ' άλλαζα εγώ
με τα' αλέτρι την πέννα.

Μ' απ' τους δυο μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ 'σουν!

Η Μάνα μου

Η Μάνα μου
πρωί μεσημέρι βράδυ
γονατισμένη
έκανε τις παρακλήσεις της

Η μέρα άρχιζε γι αυτή
με την επίκληση
της θείας βούλησης.

Δε ζητούσε δόξες
και λαμπρές ανοίξεις

Μόνο λίγο χώμα
και λίγο νερό
για να φυτέψει τ' όνειρο

Πηγή: http://www.arcadians.gr/

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Ηλίας Σιμόπουλος - [άτιτλο]


Αν μου ράψουν κεφάλι φιδιού
κι αν μεταγγίσουν μέσα μου χαλάζι,
δε θα φωνάζω λιγότερο.
Εχω τη μνήμη του αίματος
των σταυρωμένων αδερφών
και η σάρκα μου σαπίζει όταν σωπαίνω.
Μα τώρα που οι θεοί
του κόσμου όλου έγιναν εμπόρευμα
και η ποίηση πραγμάτεια
που ανήμπορο στην αγορά
το πνεύμα απαγχονίζεται
και φόρεσαν στους ποιητές
γιλέκα γελωτοποιών
δε γράφω στίχους
εκφωνώ την έλευση
της εποχής των δεινοσαύρων.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

Ηλίας Σιμόπουλος - Η λάμια



Στα μαύρα δάση γύριζε
κυνηγημένο ελάφι

να φεύγει
όλο να φεύγει μεσ' στη νύχτα
όλο να χάνεται
και η αυγή ν΄ αργεί τόσο πολύ
ν΄ ανάψει τα λυχνάρια της

Οι λέξεις πάγωναν
στους κάλυκες των χειλιών
βουβές κυνηγημένες

Ένα στιλέτο ξέσκιζε
ολημερίς τα σπλάχνα του

ζεστό το αίμα αχόρταγη
το ρούφαγε μια Λάμια

Πίνοντας όλο πίνοντας
γατζώθηκε στις σάρκες του

-Δε φεύγει! 

Εναγώνια, Αθήνα 1974.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

Ηλίας Σιμόπουλος - Το μέγα μήνυμα




Γνωρίζω τα ματωμένα σου βήματα
στον απάτητο δρόμο.
Ξέρω τις αγρύπνιες σου στις αξημέρωτες νύχτες
της ανέλπιδης αναμονής.
Θυμάμαι
την ομορφιά σου, που δεν τη λέκιασε δάκρυ
τη μορφή σου
γιομάτη θυσία, εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια.
Και σ’ έχω πάντα μέσα μου
και σ’ αναπνέω.
Την ιστορία σου
την πήραν οι άνθρωποι, τα πουλιά και οι άνεμοι,
την έκαναν τραγούδι
και την τραγουδούν
όλα τα στόματα.
Την ιστορία σου
την πήρε η φήμη στ’ άσπρα της φτερά
και την ακούμπησε πα στο κατώφλι της αιωνιότητας.
Εσύ ποτέ δε θα πεθάνεις.
Τον τόπο που σε γέννησε τον λεν
Ε λ λ ά δ α.

Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο, 1946.

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Ηλίας Σιμόπουλος-Ιερή Μνήμη

Πατέρα μου αγρότη

πώς τα ήξερες όλα.


Ν’ ανασταίνεις παιδιά,

να φυτεύεις, να σπέρνεις,

να ποτίζεις τη γη,

να μιλάς με τ’ αρνιά, με τα δέντρα,

ν’ ακούς την ανάσα του χόρτου,

να γυρνάς φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι,

να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.


Δεν έγραψες στίχους εσύ.

Και ποτέ μου δε θ’ άλλαζα εγώ

με τ’ αλέτρι την πέννα.


Μ’ απ’ τους δυο μας πατέρα

Ποιητής μόνο εσύ ‘σουν!


Τεκμήρια, 1968

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Ηλίας Σιμόπουλος-Εφηβεία


Τι όμορφο που ήτανε
το παραμύθι της άνοιξης
τα κυριακάτικα πρωινά
με τις καμπάνες του 'Αη-Σπυρίδωνα
σε μιαν εξαίσια μουσική συναυλία-
όταν ανεβαίναμε
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια
όταν κατεβαίναμε
τους κήπους με τις τριανταφυλλιές
όταν δεν υπήρχε χτες
                           ούτε σήμερα
                                        ούτε αύριο
παρά μονάχα τα ηλιοκαμένα μας σώματα
με τα πλατιά στέρνα, τα γερά μπράτσα
τα εφηβικά μας όνειρα
που δεν υποψιάζουνταν τα δόντια της φθοράς
ο δίχως σύνορα ουρανός
κι ο στρατηλάτης άνεμος
που 'φερνε τα μηνύματα
μιας άνοιξης αιώνιας

 
Τι όμορφο που ήτανε
το παραμύθι της άνοιξης!

(Συγχρονη ποιητική ανθολογία, Δὶφρος 1961)

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Ηλίας Σιμόπουλος-Ο Μπάρμπα Μαθιός


«Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος» *
Στητός – στητός εβάδισε
Για το στερνό ταξίδι.
Πίσω του οι μνήμες των νεκρών
Ολόρτα κυπαρίσια
Τον ακλουθούν, τον προσπερνούν
Ανοίγοντας περάσματα
Σπέρνοντας φως και δάκρυα.
Κι ανάμεσά τους πιο ψηλός
Ογδόντα χρόνων νέος
Εβάδιζε ο μπάρμπα – Μαθιός.
Βίγλισε γύρω τα βουνά
Τη θάλασσα τους κάμπους
Τους δώδεκα στρατιώτες
Που περίμεναν βουβοί
Με τα προτεταμένα όπλα
Κι ένας θρίαμβος στεφάνωσε τα
Τα φωτεινά του μάτια.
Δεν μας μίλησε
Μόνο την ώρα που έγερνε
Σαν αιωνόβιος πλάτανος
Αλύγιστος ,ψηλός , ευτυχισμένος
Όλοι το νιώσαν
Πως οι σφαίρες του αποσπάσματος
Δεν σκότωσαν Αυτόν μα τους φονιάδες του.
Λιόχαρη μέρα! Σκυθρωποί κι αμίλητοι
Βαδίζαν οι φρουροί. Κι εμείς
Με βήμα σίγουρο ανεβαίναμε
Τα σκαλοπάτια του αύριο ένα ένα
Τραγούδια μας ακολουθούν
Γύρω ποτάμια φως κυλούν:
« Εἰς νῖκος κατεπόθη ...»
Τώρα
Πίσω από κάθε θάνατο οι άνθρωποι
Θα ξεδιπλώνουν τις σημαίες πιο φαρδιές
Της Λευτεριάς, θα γράφουν στίχους
Θα οργώνουνε τη γη, θα τραγουδάνε:
- Τι όμορφη πουν’ η ζωή
Ποτέ που δε στερεύει.
Συλλογή : «Το Σπίτι με τις Χελιδονοφωλιές» σελ.33-34. Εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ 1961

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Ηλίας Σιμόπουλος-Ελλάδα 1940



Τι εποχή εκείνη του Σαράντα!



Έβρεχαν άστρα οι ουρανοί

και χύνονταν από χιλιάδες στόματα

το χρυσάφι των λέξεων



Τα παλικάρια γράφανε στα μέτωπα

τα πιο ωραία ποιήματα



Δεν υποτεύονταν

πως ήταν μια παρένθεση

ένα παιχνίδι στον καθρέφτη των νερών

μια λάμψη μόνο που άλλαζε

τα βάτα σε σμαράγδια και τριαντάφυλλα

Ασύνορη ήταν η ζωή

Ουρανοδρόμοι της ελπίδας

σημαδεύαν όνειρα

γράφαν πρωτάκουστα ποιήματα

με λέξεις βόλια λέξεις πυρκαγιές

λέξεις φιτίλια στους αστερισμούς

του στίχου.          

Ηλίας Σιμόπουλος - Η πληγωμένη γη


Εμείς
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια
του κόσμου. Όμως
δεν έχουμε σπίτι.

Εμείς
Εσπείραμε όλα τα χωράφια
της γης. Όμως
δεν έχουμε ψωμί

Εμείς
Εσκοτωθήκαμε
σε όλους τους πολέμους
Όμως δεν έχουμε πατρίδα

Που πάμε;

Η πληγωμένη γη στενάζει
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα
Αλλά εμείς είμαστε η γη
από τότε που υπάρχουμε
Εμείς
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας
ο ένας του αλλουνού
Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.

Πηγή: Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές, Ενότητα: Οι βρυσούλες του ήλιου,  Δίφρος 1961.

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Ηλίας Σιμόπουλος-Οι θύελλες της μελωδίας


Όλα είναι πρόκληση

στο βασίλειο του λόγου

Οι λέξεις

Εύθραυστες ανήκουν στη νύχτα

Ο άνεμος παίρνει τα λόγια

και τα σκορπίζει στους γόνιμους αγρούς

φυτρώνουν δέντρα αειθαλή

δένονται με τη μουσική της θάλασσας

και τα χείλη

παίρνουν το σχήμα μειδιάματος

Έτσι γεννιούνται οι ρυθμοί

και γαληνεύουν οι θύελλες της μελωδίας

              Ηλίας Σιμόπουλος, Ποίηση, τ. 3ος, Ιωλκός 2003   

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Ηλίας Σιμόπουλος-Ο Δρόμος


Πόσες χαμένες μάχες

πόσες νίκες πικρές

πόσα ποτάμια αίματα

χρειάστηκαν

ν' ανοίξει ο δρόμος.


Μη σκαλίζεις τους τάφους. 

Κάποτε

οι πόνοι θα σωπάσουν.


Τι θα φυτέψεις

Τι θ' αφήσεις

να σκέφτεσαι μόνο.


Είναι τόσο σύντομη

η διαδρομή.


 Τεκμήρια

Πηγή:http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1366&fbclid=IwAR12HBgDZm_1kYUFGvczKrzj9DqiTUFlSIGpfr0lxrJeJbidERblaoOrfgU

Ηλίας Σιμόπουλος-Η συνάντηση


Ένα λευκό σύννεφο

κυμάτιζε στον ουρανό


Ένας κουρασμένος οδοιπόρος

έσερνε τη μοναξιά του στη γη

Συναντηθήκανε τυχαία

στην καρδιά της νύχτας.


Αντάλλαξαν

ένα σύντομο χαιρετισμό

και συνεχίσανε

καθένας το δικό του πεπρωμένο.


Όμως με πόση ευτυχία

αναθυμάται κείνη τη μικρή

την τόσο σύντομη λάμψη

της μοναδικής τους συνάντησης.


Από τη συλλογή: Ίμεροι


Αναδημοσίευση από:http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1366


Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Ηλίας Σιμόπουλος-Αυτογνωσία

 Στη λάμψη του ήλιου

ανακάλυψα τη σκιά μου

Στην έφοδο της νύχτας

την ευεργεσία των άστρων

Στο συνωστισμό των ανθρώπων

τη μοναξιά μου.

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Ηλίας Σιμόπουλος-«Πρωτομαγιά 1944»


«Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.

Το τραγούδι τους πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.

Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό

κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.

Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν

τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.

Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!

Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι. Συντρόφισσες στο πόδι.

Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,

συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε

το βλέμμα σας προς την Καισαριανή»

τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.

Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα….

Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά

και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια

διαβάσαμε το μήνυμα: Η άνοιξη πως φτάνει!

Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο.

Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας

και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα,

να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά

κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία

ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος, ίσαμε κει μακριά στη Θράκη

ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό και να χορέψουνε τον τσάμικο,

που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι.

Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.

Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι

όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.

Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,

να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.

Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο,

πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε.

Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα.

Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν, διακόσια παλικάρια…


Ηλίας Σιμόπουλος(1913-2015)