Κραμποβός
Λαμπρό μου όνειρο
Θαμμένο
Στα βάθη του χρόνου.
Είμαι το αίμα σου που τραγουδά
Που τολμά να τραγουδά
Με το θάνατο στα χέρια.
Ανηφορίζοντας τις πλαγιές του Λυκαίου
Κάτω από ερείπια ναών
Ή πλατύφυλλα δένδρα που ανθίζουν
Στις νεκρές πια πλατείες σου
Πουλί της στάχτης και της φωτιάς
Αναζητώ το σώμα σου
-της μνήμης έγκλειστος-
ανάμεσα σε πέτρα και άργιλο
ανάμεσα σε σκυθρωπές
βομβαρδισμένες πολιτείες
κι εταιρείες μ' αναρίθμητα κεφάλαια.
Χωριό μου σταυρωμένο
Που σε μίσησε ο Εγκέλαδος
Προσκυνητής σου ταπεινός
Κυνηγημένος ασυμβίβαστος
Φιλώ το χώμα που με γέννησε
Και καμαρώνω
Τη μεγαλοπρέπεια των βουνών
Που σιωπηλοί πέτρινοι γίγαντες
Μες στους αιώνες άγρυπνοι
Φρουρούν αγέραστοι τη μνήμη σου.
Ι. Α,
=============================
Ο Θρήνος Της Μάνας («Αρκαδική Ραψωδία»)
(μελωποιημένο από τον Γιάννη Σπανό και
τραγουδισμένο από την έξοχη Αρλέτα)
Όλη τη μέρα που 'λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου 'φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ' άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου 'λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ' άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.
Μ' αν μου 'φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το 'ξερα πως θα γύριζες κ' ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι 'ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν' ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ' εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν' όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;
Ιερή Μνήμη («Τεκμήρια»)
Πατέρα μου αγρότη
πως τα ήξερες όλα.
Ν' ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη, να μιλάς
με τ' αρνιά με τα δέντρα
ν' ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.
Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου
Δε θ' άλλαζα εγώ
με τα' αλέτρι την πέννα.
Μ' απ' τους δυό μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ 'σουν!
Τα Δάχτυλα («Το τετράδιο της Γης»)
Μιλούσε με τα δάχτυλά του
Ανάμεσα απ' αυτά
έβλεπε τα πάντα
Ξαφνικάτα δάχτυλά του
έσμιξαν
Έγιναν Γροθιά
Η Συνάντηση («Τα ρόδα της Ιεριχώς»)
Ένα λευκό σύννεφο
κυμάτιζε στον ουρανό
Ένας κουρασμένος οδοιπόρος
έσερνε τη μοναξιά του στη γη.
Συναντηθήκανε τυχαία
στην καρδιά της νύχτας.
Αντάλλαξαν
ένα σύντομο χαιρετισμό
και συνεχίσανε
καθένας το δικό του πεπρωμένο.
Όμως με πόση ευτυχία
αναθυμάται κείνη τη μικρή
την τόσο σύντομη λάμψη
της μοναδικής τους συνάντησης.
Ο Δρόμος («Τεκμήρια»)
Πόσες χαμένες μάχες
πόσες νίκες πικρές
πόσα ποτάμια αίματα
χρειάστηκαν
ν' ανοίξει ο δρόμος.
Μη σκαλίζεις τους τάφους.
Κάποτε
οι πόνοι θα σωπάσουν.
Τι θα φυτέψεις
Τι θ' αφήσεις
να σκέφτεσαι μόνο.
Είναι τόσο σύντομη
η διαδρομή.
Μου Φτάνει («Εσπερινός Απόλογος»)
Μ' όλο το αβυσσαλέο στόμα
να με κατατρώει
κυκλοφορώ ανάμεσά σας
άνθρωποι αγέννητοι
σας αγγίζω
όπως το χέρι του ήλιου
τον άσπιλο χιτώνα του χρόνου.
Σε σας στρέφω τη σκέψη μου
όπως τα λευκά άλογα των πηγών
με τις αφρισμένες χαίτες.
Δε ζητάω άλλη χαρά να βρώ
στον ωκεανό των λέξεων
ούτε εικόνες πιο καταπληκτικές.
Μου φτάνει
όταν θα διαβάζετε τους στίχους μου
να λέτε: Ήταν δικός μας.
Συνομιλία («Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο»)
Και ξανανθίσαν τα κλαδιά και φύγαν οι χειμώνες
και γιόμισε μ' ανθούς η γη και γιούλια κι ανεμώνες
και πλημμυρίσανε χαρές κι είναι ηδονές γεμάτα
τα γέρα τα καλότυχα και τα' ανθισμένα νιάτα.
Μα είναι κάποιοι κι όλο αυτούς στοχάζομαι 'γω μόνο,
που ακόμα δέρνει η χειμωνιά κι ακόμα ζουν στον πόνο.
Κι όλο τους σκέφτομαι: άραγε της άνοιξης η ευωδιά
θα πάει ν' αγγίξει κάποτε και η δικιά τους καρδιά.
Το Δέντρο («Η Έκτη Εντολή»)
Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Την ίδια ώρα
γίνεται ποιητής ή δολοφόνος
Ένας άγγελος τον παραστέκει
Ένας δαίμονας του Χαμογελά.
Σκυμμένος στις εξισώσεις του
Με πολλούς αγνώστους
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιροσίμα
Εξακοντίζει τους Σπούτνικ στους αιθέρες.
Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Μπορεί μονάχος του
Να γίνεται φως ή νύχτα
Να σκοτώνεται σ' όλους τους πολέμους
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη
Και να λυντσάρει το μικρό νέγρο
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος
την ομορφιά μιάς άσπρης.
Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώνει από τα Τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φράξει το δρόμο μας
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής
Να μας χαρίσει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου
και λες στους επισκέπτες
-«Περάστε!».
Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Ποτίζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυά του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγαλώνει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.
Η Ανατολή («Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές»)
Όθε κοιτάξω αρίφνητοι σταυροί
πάνου από ανθρώπους κι όνειρα
Αχ, κ' έχω ένα βουνό καημό
που δε μπορώ να πάρω ανάσα.
Έλα μωρέ τρελοβοριά με τη μεγάλη σκούπα σου
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα
που μας σκεπάζουνε τον ήλιο
Σάρωσε τούτ' τα μαύρα σύννεφα
που μας βαραίνουν σα μολύβι.
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Λευτέρωσε το δρόμο της
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Πως μπαίνει στην καρδιά μας το τραγούδι της.
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με λόγια αλλά με δάκρυα
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με δάκρυα αλλά με τόλμη
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά!
Παραπονιάρη βιολιτζή Δε θέλω μοιρολόγια.
Ταίριαξε τα τραγούδια σου στο βήμα το δικό της.
Το δρόμο μας τον βρήκαμε:
Είναι η Ανατολή.
Η Λέξη («Μικρές Μαρτυρίες»)
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή Σολωμός
Είναι μια λέξη
την ακούω καθαρά
πίσω από αυτή τη σιωπή
που βασιλεύει στην πατρίδα μου
Όταν υψώνουν τη φωνή τους οι λαοί
αυτή τη λέξη έχουν για σημαία τους
Μ' αυτή ποθούν να δώσουν
σάρκα σ' ένα όνειρο παλιό
Μεσ' απ' αυτή τεράστια ηλιοτρόπια
τα δέντρα καθρεφτίζονται
στα μάτια τους
και προχωράνε.
Πολυτεχνείο
Έφηβοι νάρκισοι δεν έζησαν
να καθρεφτίζονται στης λίμνης τα νερά
χωρίς να υπάρχουνε να ζουν ή να πεθαίνουν
Σημαίες που κατευοδώσαν ένδοξες
Δεν άντεχαν τις μέρες να μουχλιάζουν
τη φιλία να προδίδεται
τη σιωπή να γράφει κύκλους με το διαβήτη
Και λέω:
-Υπάρχουν μάτια που δεν είδαν
τους ενόχους που πυροβολούν την αθωότητα;
Αλήθειες που δεν γνώρισαν την απειλή του χάρου;
Σκληρές οι μέρες ένοπλες οι μέρες μας
Ένας λαός αλύγιστος στην έπαλξη του ονείρου
και γύρω αράγιστη σιωπή ντύμα θανάτου
Δεν τραγουδώ.
Η ιστορία κλαίει μέσα στο αίμα μου
Σε κάθε βήμα μου ένας νεκρός στενάζει.
Οι Θύελλες Της Μελωδίας
Όλα είναι πρόκληση
στο βασίλειο του λόγου
Οι λέξεις
Εύθραυστες ανήκουν στη νύχτα
Ο άνεμος παίρνει τα λόγια
και τα σκορπίζει στους γόνιμους αγρούς
φυτρώνουν δέντρα αειθαλή
δένονται με τη μουσική της θάλασσας
και τα χείλη
παίρνουν το σχήμα μειδιάματος
Έτσι γεννιούνται οι ρυθμοί
και γαληνεύουν
οι θύελλες της μελωδίας
Η Συνάντηση («Ίμεροι»)
Ένα λευκό σύννεφο
κυμάτιζε στον ουρανό
Ένας κουρασμένος οδοιπόρος
έσερνε τη μοναξιά του στη γη
Συναντηθήκανε τυχαία
στην καρδιά της νύχτας.
Αντάλλαξαν
ένα σύντομο χαιρετισμό
και συνεχίσανε
καθένας το δικό του πεπρωμένο.
Όμως με πόση ευτυχία
αναθυμάται κείνη τη μικρή
την τόσο σύντομη λάμψη
της μοναδικής τους συνάντησης.
Π. Ι. («Αρκαδική Ραψωδία»)
Είχα ένα φίλο, κ’ ήτανε
Γιομάτη η κάμαρά μου
Κι ήταν γλυκός ο πόνος μου
Κι ήταν διπλή η χαρά μου.
Μα ξάφνου οι φίλοι πλήθυναν
Κι ω ανέλπιστη χαρά μου
Πλάτυν’ ο κόσμος, κι όλη η γη
Δική μου, κάμαρά μου
Η Μάνα Μου («Ράθυμες Ώρες»)
Η μάνα μου
πρωί μεσημέρι βράδυ
γονατισμένη
έκανε τις παρακλήσεις της
Η μέρα άρχιζε γι αυτή
με την επίκληση
της θείας βούλησης
Δε ζητούσε δόξες
και λαμπρές ανοίξες
μόνο λίγο χώμα
και λίγο νερό
για να φυτέψει τ’ όνειρο...
Το Μεγάλο Ποτάμι («Ράθυμες Ώρες»)
Γυρεύοντας τον έρωτα, γυρεύοντας
την άνοιξη, γυρεύοντας τη γεύση
του ψωμιού, γυρεύοντας την ειρήνη
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια
γυρεύοντας την τέλεια μορφή, γυρεύοντας
τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε
τη ζωή με τ' όνειρο
Κι οδεύοντας
μέσα στη νύχτα φτάσαμε
στα σύνορα της νύχτας. Κι αρμενίζοντας
σ' ατελείωτους πόντους φτάσαμε
τα σύνορα του θανάτου. Και τώρα
έρμαια της ανάμνησης
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά
και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε
το σύνορο που δεν περάσαμε
και ζητάμε βοήθεια. Απλώνουμε
τα χέρια στους φονιάδες μας
και ζητάμε βοήθεια. Η φωνή μας
χάνεται. Κανένα αφτί δε βρίσκεται
να την περιμαζέψει.
Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην πλώρη. Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην κουπαστή. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο:
Έλα ύπνε και πάρε μας. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο:
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες
τον πλέριο πόνο. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο έλεος:
Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί
ν' ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού
ν' ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός
της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες
στη λευκότητα του χαρτιού
έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι
την αγωνία τούτης της ώρας
που αθροίζοντας πόνο στον πόνο
μαρτύριο στο μαρτύριο
σπαραγμό στο σπαραγμό
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο
του εικοστού πρώτου αιώνα.
Το Μεγάλο Ποίημα
Ένα ποτάμι αιμάτινο
Κυλάει πάνου στ' αχνάρια μας
Πίσω απ' της άνοιξης την έπαρση
Παραμονεύει η νύχτα.
Εδώ σε τούτ' την έρημο
Που ζώνουν μόνο οι άνεμοι
Η μαύρη νύχτα και η σιωπή
Τη μοίρα μας θα πούμε.
Τα δάχτυλά μας αγρυπνούν
Απάνου στη σκανδάλη.
Μ' αυτά τα δάχτυλα θα γράψουμε
Το πιο μεγάλο ποίημα.
Αλήθεια πόσο ειν' όμορφο
Να ζεις και να ελπίζεις
Τα δακρυσμένα μάτια μας
Είναι γιομάτα θρίαμβο.
Έλα ρίξε δυο ριπές
Σημάδεψε ίσια στην καρδιά μας
Με τα μυδράλια των στίχων σου
Αδελφέ ποιητή.
Σ' αυτό το χώμα που πατάς
Τόσοι νεκροί μας ξαγρυπνούν
Ν' ακούσουν το τραγούδι σου.
Το μέλλον μας ανήκει.
Μοσκοβολάει τριαντάφυλλο η ζωή
Ο ήλιος είναι μέσα μας.
Άνοιξε το καλύβι μου
Και πάρε όλο το βιός μου
Άνοιξε και το στήθος μου
Και πάρε την καρδιά μου.
Σαράντα χρόνια ακούραστη
Χτυπάει για σένα μόνο.
Η Πληγωμένη Γη
Εμείς
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια
του κόσμου. Όμως
δεν έχουμε σπίτι.
Εμείς
Εσπείραμε όλα τα χωράφια
της γης. Όμως
δεν έχουμε ψωμί
Εμείς
Εσκοτωθήκαμε
σε όλους τους πολέμους
Όμως δεν έχουμε πατρίδα
Που πάμε
Η πληγωμένη γη στενάζει
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα
Αλλά εμείς είμαστε η γη
από τότε που υπάρχουμε
Εμείς
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας
ο ένας του αλλουνού
Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.
Δοκιμασία
Εδώ σ' αυτή τη γη
Την ίδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξένοι φτάσαμε
Και φεύγουμε σαν ξένοι
Μα εμείς σ' αυτή τη γη μας σπείραμε
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε
κι έσπειρε την ερήμωση;
ποιος άναψε την πυρκαγιά
και καίγεται ο πλανήτης;
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε
το φοβερό κουμπί του ολέθρού
Κι ούθε στραφούμε
οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας
κι ούθε στραφούμε
τα σαγόνια ολάνοιχτα της νύχτας μας προσμένουν!
Εδώ σ' αυτή τη γη
Τη της γης μας φτάσαμε
Χωρίς να ξέρουμ' από πού
Χωρίς να ξέρουμ' από ποιους
Κυνηγημένοι και λουφάξαμε
Σαν τρομαγμένα αγρίμια
Να 'χαμε μόνο μια σταλιά νερό
Να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας.
Να 'χαμε μόνο μια στιγμή καιρό
Να συμμαζέψουμε τα σπαραγμένα μέλη μας.
Να 'χαμε μόνο το κουράγιο, μια στιγμή
Την ώρα που οι δειλοί θα ουρλιάζουν δίπλα μας
-Ευλογημένος ναν' ο θάνατος
ο μέγας λυτρωτής του πόνου
Να 'χαμε το κουράγιο να τους κράξουμε:
-Ευλογημένη δυο φορές να 'ναι η ζωή
που καταλεί το θάνατο!
Αρκαδικοί Θρύλοι
Μεσ' στη ροδόφωτην αυγή στο κρουσταλένιο δείλι
Υψώνουνται ο Ταΰγετος κι ο Πάρνωνας δυο στύλοι
Χρυσής αψίδας και περνούν της Αρκαδίας οι θρύλοι.
Κι όπως ξανοίγει ο ουρανός και χάνεται η μαυρίλα
Κι όπως στα σπλάχνα διαπερνά μια κρύφια ανατριχίλα
Και της καρδιάς αναριγούν στ' ακράγγιγμα τα φύλλα
Ω Θάμα, θρύλοι αντιλαλούν το Μήνυμά σου γύρα:
Θεών κι ανθρώπων ποιητή, μοναδική σου η κλήρα
Να σέρνεις σκλάβες τις καρδιές σε μια κλωστή απ' τη λύρα.
Μα τώρα πια πλημμύρισεν η γη μας δάκρυα κι αίμα.
Για τη χαρά, για τη σπορά, πάρε λοστό και γκρέμα.
Κι αν σ' αντισκόβουν άδραξε ντουφέκι και πολέμα.
Η Ανατολή Του Ηλίου
Τίποτα δε ματώνει πια. Θερμή κι ωραία
Στόλισε με ταντέλλες φως η αυγή τον κόσμον όλο.
Ένας λαός ανηφορίζουνε τα έλατα.
Καλημέρα σας δέντρα
Γιγαντιαία λουλούδια της πλαγιάς, καλημέρα σας!
Δεν έχουμ' έγνοιες τώρα να κρεμάσουμε στους κλώνους σας
Μον' φέρνουμε ένα δυναμίτη από χαρά
Ν' ανατινάξουμε την πίκρα όλου του κόσμου.
Χιλιάδες χρόνια σε προσμέναμε
Και πάντα αργούσες να ρθεις!
Οι κάμποι του Μάη
Τα' ανυπόμονα στάχυα, οι νεραντζιές
Τα δωδεκάχρονα παιδιά και οι λυγερές κοπέλες
Τα γιορτινά τους φόρεσαν για να σε περιμένουν.
Ρώτησαν: Γιατί πέθανε ο πατέρας μας;
Ρώτησαν: Γιατί σκότωσαν τα' αδέρφια μας;
Ρώτησαν: Γιατί κάψαν τα καλύβια μας;
Και πήραν την απάντηση:
Για ν' ανατείλει ο ήλιος!
Και 4 ποιήματα από τις σελίδες του αγαπητού φίλου Νίκου Σαραντάκου:
Μια Σταγόνα Αίμα
Σύvτροφοι που σκοτώθηκαν
έρχονται από δρόμους σκοτειvούς
Θέλω vα τους μιλήσω
να κρατήσω στην καρδιά μου ανέπαφο
το σκοτεινό τους πρόσωπο
-αυτό το τοπίο που φωτίζει η θύελλα
Ένα σμάρι πουλιών διασχίζει
τον αβέβαιο ορίζοντα κι αγάλλεται
-Πρέπει να διαβείς το θάνατο
για να ζήσεις. Η πιο αγνή μαρτυρία
είναι μια σταγόνα αίμα
Ο Δρόμος Τωv Ματιών
Ο άνεμος
φέρνει τη γεύση της πίκρας
οι νευρώδεις λέξεις σιωπούν
Ίλιγγοι ιζημάτων ράκη μνήμης
Σκελετοί
και δίχτυα που δεν έπιασαν
παρά μονάχα πληyωμένα άστρα
Μικρές αναλαμπές τον ξεyελούv
βαρεi να του φυτρώνουνε φτερά
όμως τρέμουν τα χέρια και τα χείλη
παίρνουν το σχήμα μειδιάματος
που δε βρίσκει τό δρόμο των ματιών
Οι Κήποι Του Νοέμβρη
Οι κήποι του Νοέμβρη
έχουνε χρώμα βιολετί
Τίποτα δεν ταράζει τη γαλήνη τους
ούτε ο αχός μιας ελαύνουσας θύελλας
που δε λέει να ξεσπάσει
Λύρα και χιονισμένος λόφος η σελήνη
vτύνει τη σιωπή με τα χρυσάφια της
Εφήμερη αιωνιότητα
προβάλλουν στην απέραντη πεδιάδα
οι σκιές των δέντρων
Έπρεπε
Έπρεπε να ονειρευτεί το προσιτό
να στραφεί σε κατοικημένους τόπους
στους ήχους της μέρας
στις χειρονομίες της νύχτας
Διάστικτος με αγκίδες δέχεται
τα μαχαιρώματα των καιρών
έμφορτος βεβαιοτήτων
που τον αγγίζουν με τις αμφιβολίες τους
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
(Καστανώρι Αύγουστος '98)
Πηγή:https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1366
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου