Πέμπτη 3 Απριλίου 2025
Τάσος Λειβαδίτης - Σε μια γυναίκα
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπα-
τούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.
Πηγή: Ανακάλυψη, Κέδρος 1990
Κυριακή 9 Μαρτίου 2025
Νικόλας Σεβαστάκης, «Πλοήγηση»
(Από τη συλλογή «Λάφυρο αγαπημένων ημερών», εκδ. Νεφέλη, 1993).
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poihtes-mas-gia-ena-koritsi-sto-parathyro/4/ ]
Γιώργος Χ. Θεοχάρης - Η ομορφιά στο παράθυρό της το πρωί
με τη ζέστη του ύπνου τυλιγμένη στης ψυχής της τη θέρμη.
Γυμνώνεται.
Ανοίγει τα τζάμια των παραθύρων διάπλατα,
αντίκρυ στη θάλασσα.
Οι πρωινές ηλιαχτίδες χαϊδεύουν την πορσελάνινη γυμνότητα,
τη σφιχτή σάρκα, διαπερνούν
φθάνοντας στις πηγές του πόθου της.
Στέκει, γυμνή, αντίκρυ στο πεντακάθαρο φως,
μετέωρη σχεδόν,
όπως γυναίκα του Σεζάν στον έναστρο ουρανό, υπεριπτάμενη.
Στο εφηβαίο της ανθοφορούν χαμομηλάκια
κι όλοι της άνοιξης οι έρωτες οργάζονται μεθυστικά.
στέκεται, στον καθρέφτη της, γυμνή,
και καταυγάζεται εκτυφλωτικά το δώμα,
από την αντανάκλαση της ηλιοστάλαχτης γυμνότητάς της.
(Από τη συλλογή «Πλησμονή οστών», εκδ. Μελάνι, 2018)
Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poihtes-mas-gia-ena-koritsi-sto-parathyro/2/ ]
Λίνα Κάσδαγλη - Women's Lib
Γράφουμε στη μηχανή – και δεν μας αναγνωρίζετε
σπρωχνόμαστε το πρωί στο λεωφορείο – και δεν μας προσέχετε
κάνουμε διαδήλωση για τα αντισυλληπτικά και μας φοβάστε.
Κι εμείς φοβόμαστε, μάνα, από τότε που χάσαμε το χέρι σου με το φτενό δαχτυλίδι
φοβόμαστε, γιατί αν κοιτάξουμε μέσα μας δεν γνωρίζουμε κι εμείς τον εαυτό μας
κι αν κοιτάξουμε πιο βαθιά βλέπουμε εσένα μες στο σκοτεινό καθρέφτη
και τότε δεν ξέρουμε αν είμαστε εσύ.
Μήπως δεν πονέσαμε κι εμείς στον έρωτα στη γέννα στην αρρώστια
μήπως δεν ξεριζώθηκε από τη σάρκα μας εκείνο το παιδί
όταν το πήρε ο ξένος τόπος κι ο άνθρωπος με τα ξένα μάτια;
Εσύ κεντούσες, έπλεκες, άλλαζες μωρά
εμείς χτυπάμε μηχανές, τρέχουμε να προφτάσουμε
τρέχουμε να προφτάσουμε
εσένα πολεμούσε ο γιος σου κι οι ριπές τρυπούσανε τον ύπνο σου
εσένα; Εμένα; Τίνος ήταν το παιδί;
Τίνος ήταν το όνειρο που κεντούσες με κλωστές μεταξωτές;
Τίνος ήταν η αγρύπνια και ο καημός της ξενιτιάς;
«Ξενιτεμένο μου πουλί» τραγουδούσε εκείνη η σπασμένη μορφή
-χίλια πρίσματα- στο Μουσείο
«η ξενιτειά σε χαίρεται» κι ακόμα αποχαιρετάει η μαρμαρένια
γυναίκα τον έφηβο λουσμένη σε αθάνατο φως
-πόσες φορές, μητέρα, κούνησες το μαντίλι σου καμένο από τα δάκρυα
τούτο το πικρό μαντίλι που μου πυρώνει τα δάχτυλα;
Μες το σκοτεινό καθρέφτη ο ίσκιος σου ο ίσκιος μου ο ίσκιος μας
πλέκεις
μαγειρεύεις
ανασταίνεις μωρά
γράφω
τρέχω
χτυπώ μηχανές
πλέκουμε
τρέχουμε
γράφουμε
τρέχουμε
τρέχουμε
τρέχουμε
-πονάμε
Συλλογή: Τα ποιήματα, Άγρα 2002
Σάββατο 8 Μαρτίου 2025
Ντίνος Σιώτης - Βάκχες
πώς κατεβαίνουνε τρελές απ’ το βουνό
πώς βγαίνουν χωρίς ρούχα απ’ το ποτάμι
τα μαλλιά τους άπλεχτα
και τα βυζιά τους όρθια ή κρεμασμένα
ελάτε να τις δείτε
έχουν τη Θήβα κάνει άνω κάτω
με τέτοιο παραλογισμό
στα δάση μέσα όλες μαζί τη νύχτα
στους θάμνους από πίσω κρύβονται
και κρυφοβλέπουνε τον Διόνυσο που λούζεται
λιάζονται και χαϊδεύονται και τραγουδούν
Ελάτε,
ελάτε να τις δείτε και τις άλλες Βάκχες
αυτές που γίναν cover girls και ταξιθέτριες
αυτές από την Αμοργό κι εκείνες από τo Berkeley
που δείχνουν τους μαστούς τους στους αστούς
(αθεόφοβες και ωραιότατες)
παντρεμένες, λεύτερες και χωρισμένες
μες στο σκοτάδι σού φυσάν αγέρα ερωτικό
ελάτε να δείτε πώς ονειρεύονται και πώς αποκοιμιούνται
με τις ροζ ρώγες τους στητές αειθαλώς
με το φεμινισμό τους όπλο αξεπέραστο
ποιήτριες, χορεύτριες και ακτιβίστριες
αεροσυνοδοί και ταξιδιάρες στου ανέμου τον ιστό
ανοίξτε τα μάτια σας και κοιτάξτε τες
όχι πια κατοικίδια ζώα
αλλά Αμαζόνες σωστές
Βάκχες με τα όλα τους
μην κλείνετε τα μάτια σας
έχουν τη δύναμη ν’ αλλάξουνε τον κόσμο
με ανοιγμένα τα πανιά μάθαν το σώμα τους
το πιάνουν το αγγίζουν το χαϊδολογούν
Ελάτε να τις δείτε
πώς έχουν κάνει κομματάκια τον Πενθέα
μην κλείνετε τα μάτια σας
κοιτάξτε τες
κοιτάξτε τες καλά πώς σκίζουν τα σεντόνια
πώς πνίγονται στον έρωτα
κοιτάξτε βαθιά μέσα στο βλέμμα τους
και θα δείτε τα χέρια τους
να κρατάνε ψηλά τα αναμμένα κεριά
που μια μέρα θα κάψουν
όλες τις μαύρες σελίδες τούτου του κόσμου
Γυναίκες
Όταν πήγαμε στη Γερμανία, μας έγδυσαν μόνο με το βρακί και με βάλανε να χοροπηδώ στις μύτες των ποδιών μου να δουν αν είμαι γερή. Ένας από την επιτροπή με ειρωνεύτηκε, δεν ξέρεις μπαλέτο, μου είπε. Κοιτούσε τα στήθη μου, με είχε να χοροπηδώ πόση ώρα. Έκανα υπομονή, έπρεπε να βρω δουλειά. Με δέχτηκαν. Πέρασα κοντά σαράντα χρόνια δουλεύοντας. Όταν όμως έφευγα να γυρίσω στην Ελλάδα, μεγάλη πλεόν κανείς δεν με εξέτασε που φεύγω σακαταμένη, η μέση μου, η πλάτη μου. Καμιά επιτροπή. Τώρα βλέπω πάλι τους Γερμανούς με τους Σύριους...αλλά δεν μιλώ από φιλότιμο, έφαγα ψωμί στη Γερμανία".
Με αυτά ακριβώς τα λόγια με καλημέρισε σήμερα η θεία Π.από βορινό χωριό της Λέσβου. Με αυτά τα πολύτιμα.
Γιώργος Τυρίκος-Εργάς (παλαιότερη ανάρτηση)
Η Σακάε Ιγουάτα ήταν κι αυτή Γιαπωνέζα… Εργαζόταν σκληρά στο χρηματιστήριο του Τόκιο, ως προγραμματίστρια – αναλύτρια ηλεκτρονικών υπολογιστών, στα τέλη της δεκαετίας του 80. Το 1989 η διοίκηση αποφάσισε να αλλάξει εκ θεμελίων το λογισμικό του κεντρικού υπολογιστή. Η Σακάε, όπως όλοι όσοι ασχολούνταν με το υπολογιστικό δίκτυο, έπρεπε να κάνει υπερωρίες για να αφομοιώσει σε πολύ λίγο χρόνο το νέο σύστημα. Κανονικά έφευγε από το από το γραφείο της στις έξι το απόγευμα, αλλά τώρα χρειαζόταν να εκπαιδεύεται εντατικά, έπειτα από μια κοπιαστική μέρα, μέχρι τα μεσάνυχτα ή και αργότερα. Το επόμενο πρωί έπρεπε να ήταν στο πόστο της στις οχτώ. Σε λίγο ήρθα οι ζαλάδες, οι ερεθισμοί του δέρματος, τα προβλήματα στο στομάχι. Ύστερα , οι κρίσεις άσθματος. Μια ηλιόλουστη μέρα του Ιουνίου, η Σακάε μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο, όπου δύο ώρες μετά ξεψύχησε. Η αιτία θανάτου περιγραφόταν μια λέξη που εκείνη την εποχή θεωρούταν τυπικά γιαπωνέζικη αλλά σήμερα έχει αποκτήσει οικουμενική διάσταση: Karoshi – θάνατος από υπερβολική εργασία.
Ελευθεροτυπία, 2.5.1992
Arthur Rimbaud -Τα Χέρια της Ζαν-Μαρί
Les Mains de Jeanne-Marie
Jeanne-Marie a des mains fortes,
Mains sombres que l’été tanna,
Mains pâles comme des mains mortes.
– Sont-ce des mains de Juana ?
Ont-elles pris les crèmes brunes
Sur les mares des voluptés ?
Ont-elles trempé dans les lunes
Aux étangs de sérénités ?
Ont-elles bu des cieux barbares,
Calmes sur les genoux charmants ?
Ont-elles roulé des cigares
Ou trafiqué des diamants ?
Sur les pieds ardents des Madones
Ont-elles fané des fleurs d’or ?
C’est le sang noir des belladones
Qui dans leur paume éclate et dort.
Mains chasseresses des diptères
Dont bombinent les bleuisons
Aurorales, vers les nectaires ?
Mains décanteuses de poisons ?
Oh ! quel Rêve les a saisies
Dans les pandiculations ?
Un rêve inouï des Asies,
Des Khenghavars ou des Sions ?
— Ces mains n’ont pas vendu d’oranges,
Ni bruni sur les pieds des dieux.
Ces mains n’ont pas lavé les langes
Des lourds petits enfants sans yeux.
Ce ne sont pas mains de cousine
Ni d’ouvrières aux gros fronts
Que brûle, aux bois puant l’usine,
Un soleil ivre de goudrons.
Ce sont des ployeuses d’échines,
Des mains qui ne font jamais mal,
Plus fatales que des machines,
Plus fortes que tout un cheval!
Remuant comme des fournaises,
Et secouant tous ses frissons,
Leur chair chante des Marseillaises
Et jamais les Eleisons !
Ça serrerait vos cous, ô femmes
Mauvaises, ça broierait vos mains,
Femmes nobles, vos mains infâmes
Pleines de blancs et de carmins.
L’éclat de ces mains amoureuses
Tourne le crâne des brebis !
Dans leurs phalanges savoureuses
Le grand soleil met un rubis !
Une tache de populace
Les brunit comme un sein d’hier ;
Le dos de ces Mains est la place
Qu’en baisa tout Révolté fier !
Elles ont pâli, merveilleuses,
Au grand soleil d’amour chargé,
Sur le bronze des mitrailleuses
À travers Paris insurgé !
Ah ! quelquefois, ô Mains sacrées,
À vos poings, Mains où tremblent nos
Lèvres jamais désenivrées,
Crie une chaîne aux clairs anneaux!
Et c’est un soubresaut étrange
Dans nos êtres, quand, quelquefois,
On veut vous déhâler, Mains d’ange,
En vous faisant saigner les doigts !
Τα Χέρια της Ζαν-Μαρί[1]
Η Ζαν Μαρί έχει χέρια δυνατά,
Χέρια σκοτεινά που κατεργάστηκαν τα καλοκαίρια,
Όπως τα χέρια των νεκρών χέρια χλωμά.
– Θα μπόραγαν της Χουάνας να ειν’ έτσι τα χέρια;[2]
Μήπως να πιάσαν καφέ πούδρα
Πάνω στα στάσιμα νερά των ηδονών;
Φεγγάρια να ήπιαν στα νερά
Σε λίμνες τεχνητές γαλήνιων στιγμών;
Ουρανούς βαρβαρικούς άραγε να ρουφήξαν,
Ήσυχες πάνω σε γόνατα γητευτικά;
Πούρα μήπως εργάστηκαν[3] και στρίψαν,
Να διακινήσανε λαθραία διαμαντικά;
Στα πυρακτωμένα πόδια της Μαντόνας
Να σβήσανε λουλούδια χρυσαφιά;
Είναι το μαύρο αίμα μπελαντόνας
Που σκάει κοιμάται μέσα στη φουχτιά.[4]
Χέρια τα δίπτερα που κυνηγούν
Στα γαλανώματα[5] που βουίζουν
Κροκάτα χέρια, νέκταρ π’ αναζητούν;
Χέρια δηλητήρια που διυλίζουν;
A! Να τ’ αδράξαν ονείρατα ποια
Μες στα ποκνιάσματα[6] π’ αχούν;
Της Ασίας όνειρα νια,
Της Περσίας ή της Σαχιούν;
Τα χέρια αυτά πορτοκάλια δεν πουλήσαν
Μήτε και μαυρίσανε στα πόδια των θεών.
Τα χέρια αυτά ρουχαλάκια δεν ασπρίσαν
Αβλεφάριδων[7] μικρών βαριών παιδιών.
Αυτά δεν είναι χέρια πολυτελούς πορνείου[8]
Μήτε των πλατυμέτωπων εργατριών
Πάνω σε ξύλα που τα καίει μ’ αποφορά εργοστασίου
Ένας ήλιος βυθισμένος στο μεθύσι κατραμιών
Έχουν χέρια που υποτάσσουνε αυτές,
Που δεν κάνουνε ποτέ τους κακό,[9]
Πιο θανάσιμα κι από τις μηχανές,
Πιο δυνατά κι από άλογο σωστό!
Τρέμει και σαν καμίνι πάλλει,
Πετώντας από πάνω της τα ρίγη,
Η σάρκα τους τη Μασσαλιώτιδα που ψάλλει
Με κυρελέησον ποτέ δεν σμίγει![10]
Θα έσφιγγε γυναίκες στον λαιμό σας τη θηλιά
Άθλιες, σκόνη θα τ’ άλεθε τα χέρια σας στην πρέσα
Άριστες γυναίκες, αυτά τα χέρια σας τα αισχρά
Στα λευκάσματα και τις καρμίνες που είναι βαμμένα μέσα
Η λάμψη των ερωτικών χεριών αυτών
Το κρανίο των αμνών πώς στρίβει!
Στις πεινασμένες φάλαγγές των
Ο μέγας ήλιος αποθέτει ένα ρουμπίνι[11]
Ένα στίγμα ανθρώπων λαϊκών
Τα μαυρίζει σαν το στήθος πλούσιων γυναικών[12]
Στην πλάτη ετούτων των Χεριών
Κάθε περήφανη Εξέγερση απέθεσε ασπασμόν
Θαυμάσια, απομείνανε χλωμά
Κάτω από μέγαν ήλιο μ’ αγάπη φορτωμένο,
Απάνω σε κανόνια χάλκεα[13]
Διασχίζοντας ένα Παρίσι εξεγερμένο
Α! Κάποιες φορές, Χέρια καθαγιασμένα,
Σφιγμένη στις γροθιές σας, Χέρια όπου ριγούν
Τα χείλη μας ποτέ ξεμεθυσμένα,
Ουρλιάζει μια καδένα, οι κρίκοι στραφταλούν![14]
Και τι παράξενο τίναγμα ξαφνικά
Στην ύπαρξή μας, όταν, κάποτε, φορές,
Να σας ξανοίξουν θέλουν, Χέρια αγγελικά
Στα δάχτυλά σας κάνοντας αιμάσσουσες πληγές!
Μετάφραση: Σωτήρης Σιαμανδούρας
.......................................................................................................................................................................
Υποσημειώσεις
↑1 Το ποίημα έχει μελοποιηθεί από τον Λεό Φερρέ.
↑2 Η Χουάνα φαίνεται να είναι αναφορά σε χαρακτήρα του Musset (Μισέ), συγγραφέα του 19ου αιώνα. Είναι ο τύπος της κοκέτας και ελαφρών ηθών αριστοκράτισσας. Σε ολόκληρο το ποίημα, ο Ρεμπώ αντιπαραθέτει τη γυναίκα του λαού στη γυναίκα της αριστοκρατίας του αίματος και του χρήματος. Αυτά σημειώνει ο Alain Bardel (Αλέν Μπαρντέλ), [υπεύθυνος για τον διαδικτυακό τόπο http://abardel.free.fr/] που μας προσφέρει σχολιασμένο τον Ρεμπώ.
↑3 Εισάγω το «εργάστηκαν», γιατί αυτή είναι μια αναφορά στις εργαζόμενες γυναίκες που στρίβαν πούρα και τσιγάρα, στις «τσιγαριέρες» ας τις ονομάσουμε. Τις συνάντησα παλαιότερα στη λαϊκή μνήμη του καρναβαλιού της Ανδαλουσίας, στη δουλειά της ανθρωπολόγου Κατερίνας Σεργίδου.
↑4 Από τη μια έχουμε μια θρησκευτική εικόνα των κεριών που καίνε στα πόδια της Παναγίας, όπου γυναίκες αποθέτουν χρυσαφένια λουλούδια για να «σβήσουν», να μαραθούν. Και από την άλλη μια αναφορά στη μπελαντόνα, δηλητήριο και γιατροσόφι. Δύο εικόνες για τη γυναίκα, Αγία και Μάγισσα. Όπως σημειώνει ο Μπαρντέλ, υπάρχει η βάσιμη ερμηνεία ότι ο Ρεμπώ έχει υπόψη του το έργο του Μισλέ για τις μάγισσες, που μεταφράστηκε πρόσφατα και στα ελληνικά. Υπενθυμίζω ότι η μάγισσα στον Μισλέ είναι η καταδιωκόμενη ελεύθερη γυναίκα. Ο Ρεμπώ τη συνδέει με τη γυναίκα της Κομμούνας.
↑5 Το «bleuisons», όπως σημειώνει ο Μπαρντέλ, είναι λέξη του Ρεμπώ για τις αποχρώσεις του γαλανού. Προτείνω τα «γαλανώματα». Για το «Aurorales» δανείζομαι το «κροκάτα» από τους μοιραίους του Βάρναλη. Δάνειο από έναν επαναστάτη ποιητή σε έναν άλλον. «Κροκόπεπλος» αποκαλείται η Ηώς, η θεά της Αυγής, από τον Όμηρο. Ο Ρεμπώ συνεχίζει κι εδώ την αντίστιξη δύο στερεοτυπικών αναπαραστάσεων για τη γυναίκα, πριν αναδείξει τη γυναίκα του εξεγερμένου Παρισιού.
↑6 Συνεχίζοντας τη λεηλασία του Μπαρντέλ, σημειώνω ότι υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για το «pandiculations». Μπορεί να είναι απλή αναφορά στο χουζούρεμα ανάμεσα στα όνειρα. Υπενθυμίζεται όμως, και πάλι από τον Μπαρντέλ, ότι αυτές τις πρωινές κινήσεις του σώματος, εκείνη την εποχή, οι ψυχίατροι τις θεωρούσαν βασικό σύμπτωμα της υστερίας. Θα λέγαμε ίσως ότι κάθε ζωντάνεμα του γυναικείου σώματος ψυχιατρικοποιείται, όπως παλαιότερα δαιμονοποιήθηκε. Το τέντωμα ειδικότερα των χεριών ψηλά και προς τα πίσω υποτίθεται ότι ήταν και μέρος του χορού των μαγισσών στα Σαμπάτ. Για να τα αποδώσω όλα αυτά με μία λέξη εισάγω τα «ποκνιάσματα», λέξη κυπριακή, που φαίνεται να συμπεριλαμβάνει όλο αυτό το ξύπνημα του σώματος. «Σαχιούν» είναι η αράβικη λέξη για το όρος Σιών. Το «Khenghavars», όπως σημειώνεται από τον Μπαρντέλ, είναι επινόηση του Ρεμπώ για να αναφερθεί στην Περσία. Αναφέρεται εδώ γενικότερα στην Ανατολή. Διαβάζω την ερμηνεία ότι πρόκειται για αναφορά στη στερεοτυπική Ανατολή. Ως εδώ παρακολουθώ τον Μπαρντέλ. Γιατί όμως τότε να χαρακτηρίζονται νέα, πρωτόφαντα αυτά τα όνειρα; Ας μου επιτραπεί η υπόθεση ότι πρόκειται ενδεχομένως για αναφορά στις ουτοπικές αναζητήσεις της εποχής. Γιατί αυτό μου θυμίζει ένα απόσπασμα του Ρανσιέρ, από τις «Νύχτες των προλετάριων», και μεταφράζω: «Άλλοι πεθαίνουν : αυτοκτονία των ανέφικτων ονείρων, θλίψη για τις δολοφονημένες επαναστάσεις, φθίση στην εξορία της ομίχλης του Βορρά, πανώλη της Αιγύπτου, της Αιγύπτου εκείνης όπου αναζητούσαν τη Γυναίκα-Μεσσία […]».
↑7 Εδώ ο Ρεμπώ φαίνεται να διακρίνει τη γυναίκα της Κομμούνας και από τη μικροπωλήτρια-ζητιάνα, από μια στάση αναμονής και υποταγής μπροστά στα πόδια των θεών, αλλά και από κάτι άλλο. Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται το «sans yeux», παιδιά «χωρίς μάτια». Όπως σημειώνεται από τον Μπαρντέλ, μπορεί να αναφέρεται στον τρόπο αναπαράστασης του Ιησού στα χέρια της Παρθένου, ειδικά στα αγάλματα. Άρα, μια διάκριση από την Αγία και πάλι. Έχει προταθεί επίσης η ερμηνεία ότι γίνεται αναφορά στα παιδιά και τις μητέρες των φτωχών χωρών, όπου ήταν –και είναι- διαδεδομένη η ασθένεια του τραχώματος, ασθένεια που πλήττει τα μάτια με αποτέλεσμα τα βλέφαρα να κλείνουν και να γυρίζουν προς τα μέσα οι βλεφαρίδες. Θα μπορούσαν, υποθέτω, στην περίπτωση αυτή, τα παιδιά να είναι βαριά για εξαντλημένα χέρια και όχι βαριά από μόνα τους. Εισάγω με όλα αυτά το «αβλεφάριδων», γιατί περισσότερο τις βλεφαρίδες στερούνται τα αγάλματα. Κάπου γράφει κι ο Βαγιέχο για το «βλεφαριδωτό αρχιπέλαγο» (Ποιητικά άπαντα, σ.251). Άλλος επαναστάτης ποιητής.
↑8 Όπως σημειώνεται από τον Μπαρντέλ, το «cousine» είναι λέξη του Ρεμπώ και οι σχολιαστές τείνουν να συμφωνήσουν ως προς τη σημασία της ως γυναίκας ελευθερίων ηθών κάποιου είδους. Επιλέγω αυτή τη σημασία στη λογική της αντιπαράθεσης των γυναικείων κόσμων που διέπει ολόκληρο το ποίημα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να είναι νεολογισμός του Ρεμπώ για τη ράφτρα. Τα μεγάλα μέτωπα που ακολουθούν είναι ένα από τα στερεότυπα υποτίμησης των γυναικών της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια γίνεται μάλλον αναφορά στην παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Ωστόσο, εδώ ο Ρεμπώ διακρίνει την επαναστάτρια και από την εργάτρια. Ίσως, θα έλεγα, γιατί η επαναστατημένη γυναίκα δεν βολεύεται ούτε και σε αυτή τη θέση.
↑9 Δεν υπάρχει κάποια αντίφαση ανάμεσα στη δύναμη των χεριών που υποτάσσουν και το γεγονός ότι δεν κάνουν κακό. Είναι μια υπεράσπιση της επαναστατικής βίας.
↑10 Εκτός μόδας θα χαρακτηριστεί υποθέτω αυτός ο αντικληρικαλισμός. Είναι εκεί πάντως, σε αυτή τη νοηματική μήτρα του σοσιαλιστικού κινήματος.
↑11 Σε αυτό το βίαιο πλαίσιο, το ρουμπίνι είναι μεταφορά για το αίμα, η οποία εντάσσεται στη γενικότερη αντίστιξη με τον πλούτο.
↑12 Το «sein d’hier», όπως σημειώνει ο Μπαρντέλ, φαίνεται να είναι αναφορά στην περασμένη μόδα του ακάλυπτου στήθους, στα βαθιά ντεκολτέ των κυριών της αριστοκρατίας. Από τη στροφή αυτή και μετά παρατηρούμε το πρώτο γράμμα των χεριών να γράφεται με κεφαλαίο.
↑13 Όπως σημειώνει και πάλι ο Μπαρντέλ, παρά τα «mitrailleuses», η αναφορά είναι στα κανόνια της Κομμούνας. Ας είναι «χάλκεα» τα όπλα των ηρωίδων της Κομμούνας, όπως εκείνα του Έκτορα.
↑14 Όταν τελείωσε η Ματωμένη Εβδομάδα, δηλαδή η σφαγή του μαχόμενου λαού του Παρισιού, οι νικητές έσερναν τους Κομμουνάρους δεμένους μ’ αλυσίδες γύρω απ’ τις γροθιές, τον έναν και τη μία πλάι στην άλλη, διακόσιους κάθε μέρα, για τη φυλακή, την εξορία ή την άγρια εκτέλεση. Στον δρόμο ο όχλος της αριστοκρατίας συμπλήρωνε το μαρτύριο με ύβρεις και επιθέσεις. Γι’ αυτό ίσως και ο στίχος με τον οποίο κλείνει το ποίημα.
Πηγή: https://marginalia.gr/arthro/ta-cheria-tis-zan-mari-toy-arthoyroy-rempo-metafrasi-kai-scholiasmos/
Αφροδίτη Κατσαδούρη - Κάντε κανένα παιδί
Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025
Νίκος Καζαντζάκης -Το τραγούδι της γυναίκας
και κάνω ορθά τα δυο μου στήθη
και πια τη δύναμη μου δε βαστώ
και πόλεμο τη ρίχνω
Σήκωνω τ’ άρματα ξεκίνησα
κι αλί στα παλληκάρια
Είμαι γυναίκα δροσερή πηγή
και πλημμυρώ τον άμμο
και ρίχνω ανθούς
στη χέρσα τούτη γης
και ξεχειλίζει ανθρώπους
Είμαι γυναίκα και το θάνατο νικώ
με το φιλί μου
φωνάζει η νια, ξεπλέκει τα μαλλιά
και βάφει τα βυζιά της
Στο κάστρο πρώτη εστάθη η κοπελιά
μες στο δροσάτο ίσκιο
κι οι ρούγες ούλες απ’ τα πόδια της
σαν ποταμοί κινήσαν
Κι αυτή σηκώνει το βουερό λαιμό
γλυκό αρχινάει τραγούδι
σταθήκαν οι αγωγιάτες με τα ζα
ξεχάσθησαν οι μπροστάροι
Δεν είναι κάστρο αυτό που καίγεται
δεν είν’ φωτιά τσομπάνου
άντρα με κοπελιά
αρέστηκε και το στηθάκι ανοίγει
Είμαι γυναίκα, είμαι γυναίκα δροσερή πηγή
Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Φώτης Σιώτας - Σαν παιδί
Μουσική, Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεία: Φώτης Σιώτας
Ενορχήστρωση μαζί με το Θανάση: Φώτης Σιώτας
Στίχοι
Ξανά στην αγκάλη σου, ξανά, σα μικρό παιδί,
γυναίκα αμάραντη, ξανά, σα μικρό παιδί.
Ποτέ δεν σε ξέχασα, ποτέ, σα μικρό παιδί,
θολό φεγγαρόφωτο, ποτέ, σα μικρό παιδί.
Σελήνη δωσ᾿ μου την άλλη σου πλευρά.
Η ανάσα σου είναι σαν πριόνι˙
κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή
φωτιά και χιόνι.
Μακριά σου χανόμουνα συχνά, σα μικρό παιδί,
παλίρροια γόνιμη, συχνά, σα μικρό παιδί.
Αρχαίο κύμα, αρχαία προσμονή.
Η ανάσα σου είναι σαν πριόνι˙
κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή
φωτιά και χιόνι.
Ζητώ την αγάπη σου, ξανά, σα μικρό παιδί,
γαζέλα ανάλαφρη, ξανά, σα μικρό παιδί.
Παραδομένος κι απόλυτος μαζί.
Η ανάσα είναι σαν πριόνι˙
κόβει το χρόνο και σκορπά
στην άχραντη σιγή
φωτιά και χιόνι.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου: μπουζουκομάνα
Φώτης Σιώτας: βιολί, βιόλα, φωνητικά
Βάσω Δημητρίου: κιθάρα
Σωτήρης Ντούβας: τύμπανα, ζίλια, αλυσίδα εξ ουρανού
Αντώνης Μαράτος: μπάσο
Λευτέρης Μουμτζής: μπάσο, μεταλλόφωνο
Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025
Γιώργος Λ. Οικονόμου - Βάρδια νυχτερινή
Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024
Edgar Lee Masters - Μινέρβα Τζόουνς
Είμαι η Μινέρβα Τζόουνς, η ποιήτρια.
Αυτή που οι αλήτες τού χωριού
χλεύαζαν καθημερινά κι εξευτέλιζαν
για το άσχημο σώμα,το αλλήθωρο βλέμμα
και το περίεργο βάδισμά μου.
Όλα αυτά όμως δεν ήταν τίποτε
μπροστά στον εφιάλτη που έζησα
οταν ο Γουέλντι το "Θεριό"
με βίασε μετά από ένα άγριο κυνηγητό,
κι έπειτα με εγκατέλειψε στη μοίρα μου
με τον γιατρό Μέγιερς.
Και βυθίστηκα τότε στο σκοτάδι τού θανάτου
μουδιάζοντας από τα νύχια ως στην κορφή,
σαν κάποιον που προχωρεί όλο και πιο βαθιά
στα παγωμένα νερά ενός ποταμού.
Ποιος από σας θα πάει στην εφημερίδα τού
χωριού να συγκεντρώσει τους στίχους
που έγραψα σ' ένα βιβλίο;
Δίψασα τόσο γι αγάπη!
Πείνασα τόσο για ζωή!
ΕΝΤΓΚΑΡ ΛΗ ΜΑΣΤΕΡΣ
μτφρ: ΝΙΚΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ
Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023
Diane di Prima - Τραγούδι για το Αγέννητο Μωρό μου
Μικρό μου
σαν έρθεις
θα βρεις
εδώ μια ποιήτρια
όχι ακριβώς αυτό που
θα μπορούσες να διαλέξεις.
Δεν υπόσχομαι
πως ποτέ δεν θα πεινάσεις
ή, πως δεν θα στεναχωρηθείς
σ’ αυτήν την ξεκοιλιασμένη
διαλυμένη υδρόγειο
μα μπορώ να σου δείξω
μικρό μου
αρκετά πράγματα για ν΄ αγαπήσεις
και να ραγίσει η καρδιά σου
για πάντα.
Denise Levertov - Διπλώνοντας ένα πουκάμισο
Διπλώνοντας ένα πουκάμισο, μια γυναίκα στέκει
για μια στιγμή ακίνητη, να θυμηθεί
της σάρκας τη θέρμη· τα προσεκτικά της χέρια
βαραίνουν πάνω στο μανίκι, θυμάται
μια χειρονομία, ή ένα ερωτικό άγγιγμα·
γέρνει πάνω στον τοίχο της κουζίνας,
αφουγκράζεται μια λέξη ερωτική,
μα ακούει μόνο σαν φόβο έναν ήχο
να διαπερνά του πάνω ορόφου τα δωμάτια.
Διπλώνοντας τα ρούχα τον φόβο της διπλώνει,
να να αποδιώξει τον πόθο δεν μπορεί,
και δεν μπορεί να κάνει τη σιωπή ν’ακουστεί
Απρόθυμα βάζει στην άκρη
το ψωμί, το κρασί, το μαχαίρι
στρώνει των εραστών το κρεβάτι,
καθώς στο χρόνο το αδίστακτο μαχαίρι
τις ώρες της ζωής της αποκόβει,
τις απλές τελετουργίες της ζωής
Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023
Κωνσταντίνα Παναγιωτοπούλου - Κόκκινο
Κόκκινες
Δεν τις φόρεσες πότε εκτός σπιτιού
Θα σε περνούσαν για καμιά
ηθικής αμφιβόλου
Εσύ που έπρεπε να πλένεις κάθε μήνα
Το κόκκινο από τα ρούχα σου
Να κρύβεις τα μάγουλα όταν χαιρόσουν
Ποτέ σου να μην βάψεις τα χείλη
Όλο αυτό το χρώμα
Πώς να μην μαζευτεί στον θώρακα
Και βίαια να σε πνίξει;
Πηγή:https://www.culturebook.gr/grafeion-poihsews/new-poets/konstantina-panagiotopoulou-kokkino.html
Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023
Lucille Clifton - Φόρος τιμής στους γοφούς μου
αυτοί οι γοφοί είναι μεγάλοι γοφοί.
χρειάζονται χώρο
να κινούνται ολόγυρα.
δεν χωρούν σε μικρά
μίζερα μέρη. αυτοί οι γοφοί
είναι ελεύθεροι γοφοί.
δεν θέλουν να τους περιορίζουν.
αυτοί οι γοφοί δεν έχουν υποδουλωθεί ποτέ,
πηγαίνουν όπου θέλουν να παν,
κάνουν ό,τι θέλουν να κάνουν.
αυτοί οι γοφοί είναι δυνατοί γοφοί.
τους έχω γνωρίσει
να κάνουν μάγια σε έναν άντρα και
να τον περιστρέφουν σαν σβούρα.
απόδοση: Χλόη Κουτσουμπέλη
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022
Νίκος Καζαντζάκης - Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα (απόσπασμα), 1935
Όταν βγήκα από το ''Ανθισμένο καράβι'' πήρα τον όχτο του ποταμού, περπατούσα και συλλογιζόμουν ένα παλιό κινέζικο τραγούδι:
το μυτερό κεντρί της αγριόσφηκας
αλαφρό είναι το κακό που μπορούν να σου κάμουν.
Φαρμάκι αγιάτρευτο είναι το σώμα της γυναίκας''.
Δεν είναι φαρμάκι το σώμα της γυναίκας, συλλογιζόμουν. Είναι μονάχα όργανο υποταχτικό μιας άλλης δύναμης πιο μεγάλης, που κανένας δεν μπορεί -θα' ταν ιεροσυλία- να της αντισταθεί: της παγκόσμιας δύναμης που μας σπρώχνει προς τα κάτω (…)"
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022
Maya Angelou - Γυναικεία εργασία
Έχω
να προσέχω τα παιδιά
Ν'
απλώσω τα ρούχα
Να
σφουγγαρίσω το πάτωμα
Να
ψωνίσω για φαγητό
Να
τηγανίσω μετά το κοτόπουλο
Να
σκουπίσω το μωρό
Έχω
παρέα να ταΐσω
Τον
κήπο να ξεχορταριάσω
Έχω
πουκάμισα να σιδερώσω
Να
ντύσω τα κουτσούβελα
Την
κονσέρβα ν' ανοίξω
Έχω
να καθαρίσω τούτη την καλύβα
Μετά
να φροντίσω για τους ασθενείς
Το
βαμβάκι ύστερα να μαζέψω.
Λάμψε
πάνω μου, ηλιαχτίδα
Βρέξε
πάνω μου, βροχή
Ριχτείτε
πάνω μου απαλά, δροσοσταλίδες
και
δροσίστε πάλι το μέτωπό μου.
Καταιγίδα,
πάρε με από 'δω
Με
τον αγριεμένο σου άνεμο
Άσε
με να αιωρηθώ στον ουρανό
Ώσπου
να μπορώ ξανά ν' αναπαυθώ.
Ριχτείτε
απαλά, χιονονιφάδες
Καλύψτε
με με λευκά
παγωμένα
φιλιά και
Αφήστε
με ν' αναπαυθώ απόψε.
Ήλιε,
βροχή, κυρτέ ουρανέ,
Βουνό,
ωκεανοί, φύλλο και πέτρα
Αστέρι
λάμψε, σελήνη φέξε
Είστε
ό,τι μπορώ να αποκαλέσω δικά μου.
Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022
Γαλάτεια Σαράντη-Ματίνα (Απόσπασμα)
Οι κυράδες ήσαν τρεις. Η Μεγάλη ήταν η έξυπνη, η Μεσαία ήταν καλόκαρδη και η Μικρή -σα να είχαν τελειώσει τα υλικά- δεν ήταν τίποτα! Ήσαν μεγάλες δεσποινίδες, μεγαλοκυράδες, πλούσιες, ψηλές, θεόρατες, μα που καμιά τους δεν παντρεύτηκε. Ήσαν κόρες στρατηγού και εγγονές κοτζαμπάσηδων1 της Ρούμελης. Το σπίτι τους -σωστό κάστρο- ήταν το μεγαλύτερο στην ορεινή μικρή πολιτεία τη σκαρφαλωμένη στα ριζά της Γκιώνας. Κτισμένο πριν το Εικοσιένα από τους πολέμαρχους προγόνους, αρχοντικό ξακουσμένο έριχνε, σαν χάδι, τον μενεξελή2 του ίσκιο, κάθε δειλινό, στην κεντρική πλατεία της χώρας ίσαμε το άγαλμα του πρώτου του Κύρη, που ήταν στημένος εκεί απέναντί του και το καμάρωνε. Όσο ζούσε η μητέρα τους, οι τρεις τους συζητάγανε για τα φορέματα και για τους γαμπρούς κι αν έπρεπε κανείς να πάρει απόφαση και να πει το “Ναι”. Σιγά και ανεπαίσθητα πέρασαν τα χρόνια και τώρα συζητούσαν πια μονάχα για τα φαγητά. Αν το κρέας θα γινότανε ψητό ή της κατσαρόλας, κι αν τα ψάρια ήσαν φρέσκα. Τέτοια.
Όταν την πρωτοφέραν στο σπίτι τους να δουλέψει, είχε δεν είχε τα χρόνια της Μικρής. Μόνον που αυτηνής τα μάγουλα ήσαν κόκκινα – κόκκινα σα να στάζαν αίμα, και της Μικρής από γεννησιμιού της ήσαν χλωμά και μαραμένα. Ήσαν και άδροσα και ζαρωμένα. Η Μεγάλη προσπάθησε να της μάθει γράμματα. Δεν το κατάφερε. Προσπάθησε ευσυνείδητα, με το καλό και με το άγριο. Μα αυτή δεν τα έπαιρνε· το μυαλό της ήταν βαρύ και όλα τής φαίνονταν βουνό. Τέλος βαρέθηκε η Μεγάλη. Ξύλο απελέκητο θα μείνεις, της είπε, χαμένη θα πας δίχως γράμματα, και την παράτησε…Η Μεσαία την παρηγορούσε. Είχε γλυκά ξέθωρα μάτια αυτή, έκανε προσευχές, ώρες γονατιστή, την έπαιρνε μαζί της στην εκκλησιά, της μιλούσε όλο για την Παναγία και για τη Σταύρωση του Χριστού. Όλα γίνονταν τρυφερά κοντά της. Τρυφερά και αφάνταστα λυπητερά. Τότε την έπιανε μεγαλύτερη νοσταλγία για το χωριό της. Ήθελε σε κάποιον να μιλήσει, σε κάποιον να τα πει. Στην Απάνω Βρύση το νερό είναι παγωμένο, δέκα φορές πιο παγωμένο από το ψυγείο σας, Κυράδες… Στην Απάνω Βρύση βάζεις το χέρι σου στην πηγή και ξεραίνεται… Σουτ! τη μάλωνε η Μεσαία, είμαστε στην εκκλησία, δεν μιλάνε στην εκκλησία!
Δεν μιλάνε στην εκκλησία βέβαια, μα τώρα της θυμήθηκε αυτηνής η Απάνω Βρύση… Ώσπου συνήθισε κι έκανε μόνον ό,τι έπρεπε να κάνει. Δε μίλαγε στη λειτουργία, έκανε το σταυρό της όπου έπρεπε, είχε έγνοια τις γιορτές, το καντήλι, το λιβάνισμα. Και η Μεσαία ευχαριστιόταν. Η Μικρή, το είπαμε, δεν ήταν τίποτα. Όμορφη δεν ήταν, καλή δεν ήταν, έξυπνη δεν ήταν. Πήγαινε στην κουζίνα πότε-πότε, καθόταν τάχα για να βοηθήσει, σκούπιζε τα πιάτα, κι όλο πονηρές και άπρεπες κουβέντες της έπιανε. Για το γιατρό, πως τάχα πήγε να τη φιλήσει.[…] Και ο κουμπάρος τους ο Κίτσος είπε τάχα: Αχ και να μη σε γνωρίζω πριν να παντρευτώ… Και ο έμπορος με το μουστάκι και τα σγουρά μαλλιά, την κοίταζε με νόημα… Δεσποσύνη, δεσποσύνη σας αγαπώ!.
– Σας είπε έτσι; ρώταγε μαγεμένη.
– Είσαι βλάκας, τίποτα δεν καταλαβαίνεις. Μου το είπε με τα μάτια. Πώς να μου το πει αλλιώς, αφού δεν έχω σειρά. Δεν καταλαβαίνεις, βλάκα, πρέπει να παντρευτούν οι άλλες δύο πρώτα. Δεν έχω σειρά!
Οι άλλες δύο όλο ανάβαλλαν, όλο βρίσκαν πως δεν ήταν της σειράς τους οι γαμπροί, όλο και τρόμαζαν με την απόφαση. Προξενήτρες πηγαινοέρχονταν στο σπίτι, λέγαν λέγαν τα καλά κάθε γαμπρού, το έχει του την καρδιά του. Οι άλλες δύο το συζητάγανε. Όλο κάτι έλειπε για να πουν το “Ναι”. Κι όταν δεν έλειπε πια τίποτα, ήταν ο φόβος που έμπαινε στη μέση, κι εμποδιζόταν η απόφαση.
Πώς περνάν τα χρόνια! Αν είχε δεχτεί τότε η Μεγάλη το λοχαγό τώρα θα ήταν κυρία στρατηγού… Καλά έκαμε και δεν είπε το ναι στο γιο του εργοστασιάρχη. Νάτος τώρα, όλα τα έχασε και πένεται. Μα και ο άλλος που τον φοβήθηκαν, έγινε Δήμαρχος… Κι ο άλλος ο όμορφος, ο γλεντζές πέθανε σάπιος και κακογερασμένος…
Ανθολογία Ελληνικού διηγήματος 1900-1963, Έκδ. Γ.Κουρή, Αθήνα, 1963
Κυριακή 3 Ιουλίου 2022
Mohja Kahf-Οι άνδρες με τρελαίνουν
Οι άντρες με τρελαίνουν
Πώς γίνεται να νομίζουν ότι ο ήλιος είναι όλος δικός τους,
ότι το νερό είναι όλο δικό τους
Πώς γίνεται να δέχονται τον άνεμο στις πλάτες τους
σαν να 'ταν ο άνεμος υπηρέτρια του πατέρα τους
που τους την κληροδότησε δίχως τα γογγητά
Οι άντρες με τρελαίνουν
Πώς γίνεται να νομίζουν ότι η εύφορη γη κι ο χρυσός κι ο Θεός είναι όλα
δικά τους
Πώς γίνεται να νιώθουν μεγαλόψυχοι όταν αφήνουν έναν μικρό χώρο
ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους για όλες τις γυναίκες του κόσμου
Πώς γίνεται να καταπίνουν την άγρια φύση των λιβαδιών χρώμα το χρώμα
και να νιώθουν σπουδαίοι όταν θυμούνται να δώσουν ένα κόκκινο
τριαντάφυλλο σε μια γυναίκα
Οι άντρες με τρελαίνουν
Πώς γίνεται αν μια γυναίκα πάρει μια αχτίδα απ’ τον ήλιο
ή διασχίσει ένα ποτάμι κολυμπώντας
να την κατηγορούν ότι παραβίασε
την κοπερνίκεια τάξη,
ότι ανέτρεψε τις τροχιές των πλανητών
και τις τροχιές των προσκυνητών στην Κάαμπα
Οι άντρες με τρελαίνουν
Πώς γίνεται να λησμονούν ότι ο κόσμος αναπαύεται
στην πλάτη μιας χελώνας
κι ότι η χελώνα ισορροπεί πάνω σε μια αράχνη
κι ότι η αράχνη αιωρείται σαν μια σταγόνα ιδρώτα
στον κρόταφο μιας γυναίκας που τρίβει το πάτωμα
κάτω απ’ τα πόδια του Κοπέρνικου και των προσκυνητών στην Κάαμπα
Mohja Kahf (1967)
μετάφραση: Ράνια Καραχάλιου