Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Η.Π.Α.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Η.Π.Α.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

e.e. cummings - [άτιτλο]

 Αφού η αίσθηση έρχεται πρώτη 

ποιος δίνει σημασία 

στη σύνταξη των πραγμάτων 

πότε θα σε φιλήσει όπως πρέπει;

δεν θα 'σαι εντελώς ανόητη 

καθώς στον κόσμο είναι Άνοιξη

το αίμα μου το αποδεικνύει, 

και τα φιλιά είναι ριζικό 

απ' τη σοφία καλύτερο 

γυναίκα σου τ' ορκίζομαι σε όλα τα λουλούδια. 

Μη κλαις 

- η κάλλιστη χειρονομία του μυαλού μου είναι πιο λίγη 

απ' το φτερούγισμα των βλεφαρίδων σου που λέει

φτιαγμένοι είμαστε ο ένας για τον άλλο: ύστερα 

γέλα, γέρνοντας ξανά στην αγκαλιά μου 

γιατί η ζωή δεν είναι μια παράγραφος

Και ο θάνατος πιστεύω παρένθεση δεν είναι


E. E. Cummings 

μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

«Το Ψάρι, η Μυγαλή, ο Λύκος: Συνανάγνωση Bishop, Egan, Pilinszky»

 Το Ψάρι

Έπιασα ένα τρομερό ψάρι
και το κρατούσα στην πλευρά της βάρκας,
το μισό έξω απ’ το νερό, τ’ αγκίστρι μου
φυτεμένο στο ακρόχειλό του.
Δεν αντιστάθηκε.
Δεν είχε αντισταθεί καθόλου.
Κρεμιόταν απ’ το βάρος τού στεναγμού του,
στραπατσαρισμένο, σεβάσμιο,
ελεεινό. Εδώ κι εκεί,
η καφετιά του πέτσα κρεμιόταν σε λουρίδες
σαν αρχαία ταπετσαρία,
και το μοτίβο με το σκουρότερο καφέ
θύμιζε πράγματι ταπετσαρία:
σχήματα σαν ολάνθιστα ρόδα,
λερωμένα, που χάθηκαν με τον καιρό.
Ήταν κατάστικτο με βαλανόστρακα,
λεπτούς, ασβεστωμένους ρόδακες,
ήταν και μολυσμένο
με μικρές-μικρές άσπρες καλιγίδες·
από κάτω κρέμονταν δύο ή τρία
κουρέλια πράσινα φύκια.
Εισέπνεε απ’ τα βράγχια
απαίσιο οξυγόνο
—τρομακτικά βράγχια,
φρέσκα με αίμα αχνιστό,
βράγχια που σε κόβουν βαθιά—
και πήγε το μυαλό μου στην τραχιά λευκή του σάρκα,
σφιχτοδεμένη σαν τα πούπουλα,
σκέφτηκα κόκαλα και κοκαλάκια,
το δραματικό κόκκινο και το μαύρο
απ’ τα στιπλνά του σωθικά,
τη ροδαλή κύστη αέρα
όμοια με μεγάλη παιωνία.
Το κοίταξα κατάματα,
τα μάτια του πολύ μεγαλύτερα απ’ τα δικά μου
αλλά πιο ξέβαθα, κιτρινισμένα,
οι ίριδες βαθουλωμένες, σκεπασμένες
με γανιασμένο αλουμινόχαρτο
όπως μέσα από φακούς
παλιάς, γδαρμένης ζελατίνας.
Σαν να κουνήθηκαν λίγο, αλλά όχι
για ν’ ανταποδώσουν το βλέμμα μου.
—Ήταν πιο πολύ η ροπή
του πράγματος προς το φως.
Θαύμασα το σκυθρωπό του πρόσωπο,
τον μηχανισμό της σιαγόνας,
ώσπου πρόσεξα
ότι απ’ το κάτω χείλος του
—αν δηλαδή μπορείς να το πεις χείλος—
δυσοίωνo, βρεγμένο κι ετοιμοπόλεμο,
κρέμονταν πέντε κομμάτια πολυκαιρισμένης πετονιάς,
ή μάλλον τέσσερα συν μια παραμάνα
με το στριφτάρι της,
και πέντε αδρά αγκίστρια
φυτρωμένα βαθιά στο στόμα του.
Ένα πράσινο νήμα, ξεφτισμένο στην άκρια,
εκεί που το έκοψε, άλλα δύο πιο παχιά,
και μια λεπτή μαύρη κλωστή
τσακισμένη απ’ το τράβηγμα και την τριβή,
τόσο που κόπηκε στα δυο και γλίτωσε.
Σαν μετάλλια με τις κορδέλες τους,
ξεφτισμένα και τρεμάμενα,
ένα πεντάτριχο υπογένειο σοφίας
κάτω απ’ το πληγιασμένο του σαγόνι.
Έμεινα να κοιτώ, να κοιτώ
και νίκη πλημμύρισε
τη νοικιασμένη βαρκούλα,
απ’ τα σεντινόνερα
όπου τα λάδια είχαν απλώσει ουράνιο τόξο
γύρω απ’ τη σκουριασμένη μηχανή
μέχρι τον πορτοκαλή κουβά,
τα σκαμνάκια που είχε αυλακώσει ο ήλιος,
τους σκαρμούς στους σπάγγους,
τις κουπαστές—ώσπου όλα μα όλα
ήρθαν κι έγιναν ουράνιο τόξο, ουράνιο τόξο πέρα ως πέρα!
Το άφησα να φύγει.

 Ελίζαμπεθ Μπίσοπ 

 Μυγαλή


Εδώ την είδες καθαρά, εκεί πιο φευγαλέα,
σκιά κάτω απ’ την τηλεόραση.
Τι να την τράβηξε στο σπίτι μες στην κάψα του Αυγούστου;
Από πείνα να μπήκε, απίθανο· μπορεί από περιέργεια.
Ήταν ανάγκη να μας ξεσηκώσει;
Πάλι να στήνω φάκες με δύσοσμο τσένταρ
ν’ αφουγκράζομαι πότε θ’ακουστεί ο αδυσώπητος κρότος
να τις τοποθετώ επιμελώς εδώ κι εκεί
Το άλλο πρωί, η φάκα κοντά στον νεροχύτη
αναποδογυρισμένη· κι άδεια, αν είναι δυνατόν!
Πόσο επιδέξια άγγιξε
για να τραβήξει το τυρί
Μα να, κάτω απ’ τη δεύτερη, μια ουρά,
και με διερευνητική μουσούδα, η μυγαλή.
Σχεδόν χώραγε στην άκρη του δαχτύλου μου,
μαστιγωμένη διαγώνια στην κοιλιά.
Πόνος, πόνος και μυρωδιά θανάτου.
Πόση ζωή ξοδεύτηκε για ένα ψίχουλο!
Ούτε καν οι Κινέζοι μπόρεσαν ν’ αναπλάσουν
τον εγκέφαλο, τα ματάκια, τη σβελτάδα της.
Γιατί να χαλούμε αυτό που ευχαρίστως θ’ αγαπούσαμε;
Κρίμα κι άδικο, μόνο να ζήσει ήθελε.
Τα βάζω με τον εαυτό μου καθώς ελευθερώνω το κορμάκι της
απ’ το βαρύ ελατήριο και το σπρώχνω
έξω στο χαντάκι που,
όπως και η ζωή,
καταδέχεται τα πάντα.

Ντέσμοντ Ήγκαν (1936)


Μύθευμα


Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας λύκος μοναξιασμένος,
πιο μοναξιασμένος κι απ’ τους αγγέλους.
Έτυχε να βρεθεί σε ένα χωριό,
κι εκεί ερωτεύτηκε το πρώτο σπίτι που είδε.
Αγάπησε μεμιάς τους τοίχους του,
τα χάδια που είχαν ακουμπήσει πάνω του οι χτίστες.
Μα τo παράθυρo τού έκοψε τη φόρα.
Μέσα στην κάμαρα, κάθονταν κάτι άνθρωποι.
Αν εξαιρέσεις τον Θεό, ποτέ κανείς
δεν τους βρήκε τόσο όμορφους
όσο αυτό το καλοκάγαθο θηρίο.
Περίμενε να νυχτώσει για να μπει.
Σταμάτησε στη μέση της κάμαρας
κι έμεινε εκεί ασάλευτος.
Όλη νύχτα στεκόταν όρθιος, με μάτια διάπλατα,
όρθιος ως το χάραμα που μπήκαν και τον σκότωσαν στο ξύλο.


Γιάνος Πιλίνσκι (1921-1981)



Μετάφραση: Δέσποινα Πυρκεττή

Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2022/09/28/%CF%84%CE%BF-%CF%88%CE%AC%CF%81%CE%B9-%CE%B7-%CE%BC%CF%85%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%AE-%CE%BF-%CE%BB%CF%8D%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7-bis/?fbclid=IwY2xjawMo3SRleHRuA2FlbQIxMABicmlkETEzR1FFblhEV1JpR2J4OE5hAR4nker4sY8NE-msXV253NBqPW8aC5VoOFdi8R_HuZfKhY9IzLIB_Lr4FgPr4A_aem_bswsIqEA8jZvKqOjfVOXsw

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Raymond Carver - Ποιήματα

 Χ ε ι μ ε ρ ι ν ή   α υ π ν ί α

Το μυαλό δεν μπορει να κοιμηθεί, μόνο μένει ξύπνιο και

κορώνει, ακούγοντας το χιόνι να σωρεύεται σαν

σε ύστατη επίθεση.

Εύχεται να ήταν εδώ ο Τσέχοφ να του χορηγούσε

κάτι – τρεις σταγόνες βαλεριάνα, ένα ποτήρι

ροδόνερο – οτιδήποτε, δεν θά ’χε σημασία.

Το μυαλο θα ήθελε να φύγει από εδώ

πάνω από το χιόνι. Θα ήθελε να τρέξει

μαζὶ με μια αγέλη τριχωτά ζώα, όλο δόντια,

κάτω απ’ το φεγγάρι, μέσα απ’ το χιόνι, χωρὶς ν’ αφήσει

ούτε πατημασιές ούτε ίχνη, ούτε τίποτα πίσω του.

Το μυαλό είναι άρρωστο απόψε.

~~~~~~~~~~~~

Τ ο   π ο ί η μ α   π ο υ   δ ε ν   έ γ ρ α ψ α

Ορίστε το ποίημα που πήγα να γράψω 

νωρίτερα, μα δεν το έγραψα 

γιατί σε άκουσα ν' αναδεύεσαι. 

Σκεφτόμουν πάλι

εκείνο το πρώτο πρωινό στη Ζυρίχη. 

Πώς ξυπνήσαμε πριν χαράξει. 

Χαμένοι για ένα λεπτό. Βγήκαμε όμως

έξω στο μπαλκόνι που έβλεπε

στο ποτάμι και στην παλιά πόλη. 

Κι απλώς σταθήκαμε εκεί, άφωνοι. 

Γυμνοί. Κοιτάζοντας τον ουρανό να γίνεται ολοένα και πιο φωτεινός. 

Τόσο συνεπαρμένοι κι ευτυχείς. Λες και

μας είχαν βάλει εκεί 

εκείνη μόλις τη στιγμή. 

~~~~~~~~~~~~

Ό λ η   τ η ς   τ η   ζ ω ὴ

Ξάπλωσα να κοιμηθώ. Μα κάθε φορὰ που έκλεινα τα μάτια μου,

τούφες σύννεφα περνούσαν αργὰ πάνω απὸ το Στενὸ

προς τον Καναδά. Και τα κύματα. Έσκαγαν στην παραλία

κι ύστερα  πάλι πίσω. Το ξέρεις πως όνειρα δεν βλέπω.

Χθες βράδυ όμως ονειρεύτηκα πως

παρακολουθούσαμε

μια κηδεία στη θάλασσα. Στην αρχὴ ήμουν έκπληκτος.

Κι ύστερα γεμάτος ενοχές. Αλλὰ εσὺ

μου άγγιξες το χέρι και είπες " Όχι, δεν πειράζει.

Ήταν πολὺ μεγάλη, κι εκείνος, όλη της τη ζωή, την αγαπούσε" .

~~~~~~~~~~~~

Γ ι α   τ η ν  Τ ε ς

Έξω στο Στενό φουσκοθαλασσιά ,

όπως λένε εδώ . Άγριο κύμα και χαίρομαι 

που δεν είμαι στ ' ανοιχτά . Χαίρομαι που 

ψάρευα όλη μέρα 

στο Μορς Κρήκ , ρίχνοντας ένα κόκκινο τσαπαρί μπρος 

πίσω . Δεν έπιασα τίποτα . Ούτε που τσίμπησε καν , ούτε μια φορά .Μα δεν με πείραζε . Ήταν υπέροχα !

Κουβαλούσα τον σουγιά του μπαμπά σου και με

ακολουθούσε 

επί ώρα ένας σκύλος που το αφεντικό του τον φώναζε Ντίξι .

Κάποιες φορές ένιωθα τόσο χαρούμενος , που

σταματούσα 

να ψαρεύω . Μια στιγμή ξάπλωσα ανάσκελα στην όχθη με τα

    μάτια μου κλειστά , 

να αφουγκράζομαι τον ήχο που έκανε το νερό 

και τον άνεμο στις κορυφές των δένδρων . Τον

ίδιο άνεμο 

που πνέει έξω στο Στενό , αλλά και διαφορετικό συνάμα .

Μέχρι που άφησα τον εαυτό μου να φανταστεί 

πως είχα πεθάνει - 

και δεν με πείραζε , τουλάχιστον για κάνα δυο

λεπτά , ώσπου το ένιωσα βαθιά μέσα μου : Νεκρός.

Καθώς ήμουν ξαπλωμένος εκεί με τα μάτια

κλειστά ,

μια στιγμή αφότου είχα φανταστεί πώς

θα ήταν  

αν όντως δεν ξανασηκωνόμουν ποτέ , 

σκέφτηκα εσένα .

Άνοιξα τότε τα μάτια μου και σηκώθηκα όρθιος

αμέσως 

και ήμουν ξανά χαρούμενος .

Σου είμαι ευγνώμων , βλέπεις . Ήθελα να σ ' το πω. 

~~~~~~~~~~~~

Έ ν α   α π ό γ ε υ μ α 

Καθώς γράφει, χωρίς να κοιτάζει τη θάλασσα, 

νιώθει τη μύτη απ' το στιλό του ν' αρχίζει να τρέμει. 

Πάνω από τα βότσαλα η παλίρροια υποχωρεί. 

Μα δεν φταίει αυτό. Όχι, 

είναι που εκείνη διαλέγει αυτή τη στιγμή

για να μπει στο δωμάτιο δίχως καθόλου ρούχα. 

Νυσταγμένη, χωρίς να ξέρει καν πού βρίσκεται 

για μια στιγμή. Παραμερίζει τα μαλλιά από το μέτωπό της. 

Κάθεται στην τουαλέτα με τα μάτια της κλειστά, 

το κεφάλι κάτω. Πόδια απλωμένα. Την κοιτάζει εκείνος 

από την πόρτα. Ίσως

να ανακαλεί τι συνέβη εκείνο το πρωί. 

Επειδή, μετά από ώρα, ανοίγει το ένα μάτι και τον κοιτάζει. 

Και χαμογελάει γλυκά. 

~~~~~~~~~~~~

Τ ο   δ ί χ τ υ

Προς το βράδυ ο άνεμος αλλάζει. Βάρκες

έξω στον κόλπο ακόμα

κατευθύνονται προς την ακτή. Ένας μονόχειρας

κάθεται στην καρίνα ενός σκάφους

που σαπίζει, μαντάροντας ένα δίχτυ που λαμπυρίζει.

Σηκώνει το βλέμμα. Τραβάει κάτι

με τα δόντια του και τα σφίγγει δυνατά. 

Προσπερνώ αμίλητος.

Εντελώς μπερδεμένος

από τον ευμετάβλητο καιρό, 

από την φορτική καρδιά μου. Συνεχίζω

να προχωρώ. Όταν γυρίζω να κοιτάξω

είμαι αρκετά μακριά

ώστε να βλέπω αυτόν τον άντρα πιασμένο σε δίχτυ.

~~~~~~~~~~~~

Ε κ ε ί    π ο υ   ε ί χ α ν   ζ ή σ ε ι

Όπου κι αν πήγαινε εκείνη τη μέρα βάδιζε

μέσα στο ίδιο του το παρελθόν. Περνούσε κλοτσώντας μέσα από σωρούς

αναμνήσεων. Κοιτούσε μέσα από παράθυρα

που δεν του ανήκαν πια.

Δουλειά και φτώχεια και να τους κλέβουν και στα ρέστα.

Εκείνο τον καιρό ζούσαν χάρη στη θέλησή τους,

αποφασισμένοι να είναι ανίκητοι.

Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Όχι

για πολύ.

                                          Στο δωμάτιο του μοτέλ  

την ίδια νύχτα, τις πρώτες ώρες της ημέρας,

τράβηξε μια κουρτίνα. Είδε σύννεφα

να στοιβάζονται μπροστά απ’ το φεγγάρι. Πλησίασε

πιο κοντά στο τζάμι. Αέρας παγωμένος πέρασε

κι έβαλε το χέρι στην καρδιά του.

Σε αγαπούσα, σκέφτηκε.

Σε αγαπούσα πολύ.

Πριν σταματήσω πια να σ’ αγαπώ.


Ρέυμοντ  Κάρβερ, Εκεί που είχαν ζήσει, εκδ. Κίχλη, 2020, μτφρ Άκης Παπαντώνης.



Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/groups/1155769319066392/?multi_permalinks=1392786252031363&hoisted_section_header_type=recently_seen

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Anne Sexton - Οι βομβιστές


Είμαστε η Αμερική.
Είμαστε αυτοί που τα φέρετρα γιομίζουν.
Είμαστε μπακάληδες θανάτων.
Τους συσκευάζουμε σε καφάσια σαν κουνουπίδια.
Η μπόμπα ανοίγει σαν κουτί παπουτσιών.
Και το παιδί;
Το παιδί δεν χασμουριέται βέβαια.
Και η γυναίκα;
Η γυναίκα λούζει την καρδιά της.
Της την ξεκόλλησαν
κι επειδή είναι καμένη
και σαν μια πράξη τελευταία
την ξεπλένει στο ποτάμι.
Αυτό είναι το παζάρι του θανάτου.
Αμερική
πού είναι τα δικαιολογητικά σου;

μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Πηγή: Μαρία Λαϊνά (επιμ.) Ξένη ποίηση του Εικοστού Αιώνα (επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2007,

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Charles Bukowski - διασχίζοντας τη νυχτερινή πόλη


                                                       Barbie's hysterectomy - A poem is a city (Charles Bukowski)

Ένα ποίημα είναι μια πόλη
Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους και υπόνομους
γεμάτη αγίους, ήρωες, ζητιάνους, παλαβούς,
γεμάτη κοινοτοπίες και ποτά,
γεμάτη βροχή αστραπές και περιόδους
ξηρασίας, ένα ποίημα είναι μια πόλη εμπόλεμη.
ένα ποίημα είναι μια πόλη που ρωτάει γιατί το ρολόι,
ένα ποίημα είναι μια πόλη παραδομένη στη φωτιά.
ένα ποίημα είναι μια πόλη κατεχόμενη,
τα κουρεία της γεμάτα με κυνικούς μπεκρήδες.
ένα ποίημα είναι μια πόλη όπου ο Θεός διατρέχει
τους δρόμους με άλογο, γυμνός, σαν τη Λαίδη Γκοντίβα,
εκεί που σκύλοι γαβγίζουν μες στη νύχτα, κυνηγώντας
τη σημαία, ένα ποίημα είναι μια πόλη ποιητών,
σχεδόν όλοι όμοιοι μεταξύ τους,
και ζηλιάρηδες, και πικρόχολοι…
ένα ποίημα είναι τώρα αυτή η πόλη,
50 μίλια πιο πέρα από το πουθενά,
στις 9.09 το πρωί,
η γεύση του ποτού και του τσιγάρου,
δίχως αστυνόμους, δίχως εραστές στους δρόμους,
αυτό το ποίημα, αυτή η πόλη, τις πόρτες της κλείνει,
οχυρωμένη, σχεδόν αδειανή,
πένθιμη δίχως δάκρυα, γερνώντας δίχως λύπηση,
τα άγρια βουνά,
ο ωκεανός σαν φλόγα μαβιά,
ένα φεγγάρι που τη δόξα του στερείται,
μια αμυδρή μουσική από τσακισμένα παράθυρα…
ένα ποίημα είναι μια πόλη, ένα ποίημα είναι ένα έθνος,
ένα ποίημα είναι ο κόσμος…
και τώρα ετούτο βάζω κάτω από το μικροσκόπιο
ο παλαβός εκδότης να το αξιολογήσει,
και η νύχτα είναι αλλού
και γριές κατάκοπες στέκονται στη σειρά,
στις εκβολές οι σκύλοι σε παράταξη,
οι σάλπιγγες αναγγέλουν κρεμάλες,
καθώς ασήμαντοι άνθρωποι κομπάζουν
για πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν.


από το βιβλίο Τσαρλς Μπουκόβσκι, Ποιήματα, μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς, Εκδόσεις Ηριδανός 2007.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Emily Dickinson - [άτιτλο]

 Ήμουν Εγώ η μόνη που έπεσε κάτω –
Τη Δύναμή μου πήρα στα Χέρια –
Και πήγα ενάντια στον Κόσμο
Δεν ήταν – σαν του Δαυίδ – τόσο πολλή
Μα εγώ ήμουν διπλά τολμηρή
Έριξα την Πέτρα μου – μα ήμουν
Εγώ η μόνη που έπεσε κάτω –
Ήταν ο Γολιάθ τόσο μεγάλος
Ή ήμουν εγώ τόσο μικρή;


Πηγή: Emily Dickinson, Έλα στον κήπο μου, μτφρ. Κώστας Λάνταβος.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Allen Ginsberg - Ο Θλιμμένος μου εαυτός


Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα

αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι

και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν –

τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,

τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα

– αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,

τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι

που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων –

Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,

ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα

και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια –

οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,

οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,

τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ

πέρα μακριά –

πορείες που διασταυρώνονται σ’ ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,

η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι

εκστάσεις μου στο Χάρλεμ –

– ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω

μ’ ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα

μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα –

το ζήτημα είναι άπιαστο.

Θλιμμένος,

παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,

συλλογισμένος,

και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ’ όλων των ανθρώπων

τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,

κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,

και σταματώ, θολωμένος

μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων

και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,

με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου

πίσω μου

προσμένοντας για μια στιγμή όταν …

Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω

τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο

… κάθε κίνηση παύει

και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,

η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,

τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,

το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη

κάποιου παραθύρου – το σούρουπο –

όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία –

για καραμέλες – ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα

αμπαζούρ της διανόησης –

Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,

άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο

με δέματα, εφημερίδες,

γραβάτες, όμορφα κοστούμια

σύμφωνα με το γούστο τους

άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια

κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και

ελεγχόμενες κινήσεις –

Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν

τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,

μέσα από λεωφόρους

στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα

των φτωχικών συνοικιών

μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση

αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν

με τόσο πόνο σ’ αυτήν την

εξοχή, σ’ αυτό το νεκροταφείο

στην γαλήνη

του νεκροκρέβατου ή του βουνού

που κάποτε αντίκρισα

ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα

να έρθει στο μυαλό μου

όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.


Πηγή: Ποιήματα, μετ. Γ. Λειβαδάς, Ηριδανός 2009

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Walt Whitman - Κληροδοτώ τον εαυτό μου στο χώμα


Κληροδοτώ τον εαυτό μου στο χώμα για να γεννηθεί μέσα από τη χλόη που αγαπώ,
Αν με επιθυμήσεις, ψάξε με κάτω από τις σόλες των παπουτσιών σου.
Δεν θα ξέρεις ποιος είμαι ή τι σημαίνω,
Ωστόσο εγώ θα σε γεμίζω με υγεία,
Το αίμα σου θα κρατώ καθαρό και θα το δυναμώνω.
Κι αν με την πρώτη δεν με βρεις μη χάσεις το κουράγιο σου,
Άμα δεν είμαι σε ένα μέρος, ψάξε σε κάποιο άλλο,
Κάπου έχω σταθεί και σε περιμένω.
Walt Whitman, Φύλλα Χλόης – Ανθολογία, Εκδόσεις Κέδρος, (μετάφραση και επιλογή Ελένης Ηλιοπούλου και Κατερίνας Ηλιοπούλου)

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

John Berryman - Tρία ποιήματα

 Παραιτείται

 

Τα γηρατιά κι οι θάνατοι και τα φαντάσματα,

το πνεύμα της που ‘φυγε μακριά

από μένα. Πράγματα

που μετάνιωσα έρχονται και με βρίσκουν άδειο.

 

Δε νομίζω ότι θ’ αλλάξει αυτό.

Τίποτα δε θα ζητήσω

ή κανέναν, ξένο ή γνωστό.

Δε νομίζω να τραγουδήσω

άλλο αυτή τη στιγμή

ή και ποτέ ξανά. Θ’ αρχίσω με ματιά

να κάθομαι τυφλή

πάνω από μια κενή καρδιά.

 

 

**

Ποίημα για την μπάλα

 

Τι να κάνει τώρα τ’ αγόρι που έχασε την μπάλα του,

τι, τι να κάνει; Την είδα να φεύγει,

αναπηδώντας χαρωπά, στην κατηφόρα και μετά

βρέθηκε χαρωπά εκεί πέρα στο νερό!

Δεν ωφελεί να πεις «Βρε, έχει κι άλλες μπάλες»:

Μια απόλυτη θλίψη τραντάζει το αγόρι

καθώς στέκεται άκαμπτο, τρέμοντας, παρακολουθώντας

όλα τα παιδικά του χρόνια μέχρι το λιμάνι, όπου κατέληξε

η μπάλα του. Δε θα τον ενοχλούσα,

μια δεκάρα, μια άλλη μπάλα, δεν έχει αξία. Τώρα

αισθάνεται την πρώτη υπευθυνότητα

σ’ έναν κόσμο ιδιοκτησίας. Οι άνθρωποι θα παίρνουν τις μπάλες,

οι μπάλες πάντα θα χάνονται, αγοράκι,

και κανείς δεν μπορεί να ξαναγοράσει την ίδια. Τα λεφτά δε βοηθάνε.

Μαθαίνει πίσω από τ’ απελπισμένα μάτια του

την επιστημολογία της απώλειας, πώς να σηκωθεί

γνωρίζοντας αυτό που πρέπει να ξέρει κάθε άνθρωπος

κάποια μέρα, κι οι περισσότεροι το ‘μαθαν πολλές, πώς να σηκωθούν

και σταδιακά το φως επιστρέφει στο δρόμο,

ένα σφύριγμα, η μπάλα άφαντη,

σύντομα ένα κομμάτι μου θα εξερευνήσει το βαθύ και σκοτεινό

βυθό του λιμανιού…Είμαι παντού,

υποφέρω και κινούμαι, το μυαλό κι η καρδιά μου κινούνται

μ’ όλα αυτά που με συγκινούν, κάτω απ’ το νερό

ή σφυρίζοντας, δεν είμαι αγοράκι.

 

**

Η κατάρα

 

Κέδροι κι ο ήλιος προς τη Δύση,

ο ουρανός σκοτεινιάζει. Ένας άντρας μόνος

παρακολουθεί δίπλα στον πεσμένο

τοίχο τα βραδινά της αμαρτίας πλήθη

να σωριάζονται σ’ όλους μας επάνω.

Γιατί όταν το φως σβήσει

αρχίζουν σαμποτάζ νυχτερινό μεταξύ

των απόκληρων κι αυτών που’χουν γλώσσα χαλαρή,

αυτών που απρόσεκτα βαδίζουν, των δολοφόνων:

η πανανθρώπινη κατάρα μας στο λυκόφως.

 

Τα παιδιά στο δάσος είναι αθώα,

άσπιλα. Αν γίνουν σκάνδαλο

και δείκτης του καιρού τους αργότερα,

είναι που το σούρουπο ακόμα φέρνει για τροφή

του εγκλήματος την ικανότητα.

Μόνο ο ηλίθιος και ο νεκρός

στέκουνε δίπλα, ενώ αυτοί που ήταν νέοι πριν

διεξάγουν ένοχο πόλεμο και αναιδή

τη νύχτα μέσα σ’ αυτό το αρχαίο σπίτι,

απέραντο, μαύρο, καταραμένο, ανώνυμο.


John Berryman (1914-1972)

Μετάφραση: Κώστας Μαντζάκος



Πηγή: https://www.poiein.gr/2025/05/19/john-berryman-1914-1972-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%86%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b7-%ce%ba%cf%8e%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%82-%ce%bc%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b6/?fbclid=IwY2xjawKYDMJleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFsbnF6QkFEOUVucHFSS2FvAR6owrSJ7cRInt23Ta91hWCqSpHxuCK_NtwV0ekPzjK5SMebucrn7lOQmdjoAA_aem_pOb6XT8S4dwoOmVSLkkTJw

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Emily Dickinson - [άτιτλο]

 

Δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου

γιατί αυτό θα ’ταν ζωή

και η ζωή μου είν’ εκεί

ακίνητη στο ράφι.

 

Ο νεωκόρος κρατάει το κλειδί

φυλάγοντας τη ζωή μας,

την πορσελάνη του,

σαν μια κούπα, ξεχασμένη

 

από την οικοδέσποινα, σπασμένη

ή πολυκαιρινή.

Μια πιο καινούργια τώρα

άλλη εκείνη προτιμά.

 

Δεν μπορώ να πεθάνω μαζί σου

γιατί ο ένας πρέπει να περιμένει

του άλλου να κλείσει τα μάτια, -

εσύ δεν θα μπορούσες.

 

Κι εγώ πώς θα στεκόμουν

βλέποντάς σε λίγο λίγο να παγώνεις,

χωρίς να έχω δικαίωμα να παγώσω κι εγώ,

προνόμιο μόνο του θανάτου;

 

Ούτε θα μπορούσα ν’ αναστηθώ μαζί σου,

γιατί το πρόσωπό σου

θα υποκαθιστούσε το Χριστό!

Εκείνη τη νέα Χάρη

 

λαμπερή και ξένη

στο νοσταλγικό μου μάτι,

εκτός αν ήσουνα εσύ

αυτός που άστραψε πλάι μου.

 

Θα μας δικάζανε – αλλά πώς;

Γιατί υπηρέτησες τους ουρανούς – ξέρεις,

ή τουλάχιστον το ζήτησες·

εγώ δεν θα μπορούσα.

 

Γιατί θα διαπότιζες το βλέμμα μου

κι εγώ δεν θα είχα μάτια πια

για τη μίζερη τελειότητα

σαν αυτή του Παραδείσου.

 

Κι αν χανόσουνα, εγώ θα υπήρχα,

μόλο που τ’ όνομά μου

ηχούσε εκκωφαντικά

στην ουράνια δόξα.

 

Κι αν σωζόσουνα, εγώ θα ήμουν

καταδικασμένη να υπάρχω

εκεί που δεν ήσουν εσύ.

Αυτή μου η ύπαρξη

θα ήταν και η κόλασή μου.

 

Έτσι πρέπει να μείνουμε χωρισμένοι,

εσύ εκεί, εγώ εδώ,

με μόνο την πόρτα μισάνοιχτη

στους ωκεανούς και την Προσευχή,

αυτήν τη χλωμή στήριξη.

Απελπισία!

 

(1862)

 

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Αγγελική Σιδηρά

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Leonard Cohen - Ποιήματα

 Η σύντροφος μου

Υπάρχει αυτή η τεράστια γυναίκα
(Ω, Θε μου είναι όμορφη)
αυτή η τεράστια γυναίκα
που παρ' όλο που είναι όλες οι γυναίκες μαζί,
έχει ένα πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα.
Αυτή η τεράστια γυναίκα
που καμιά φορά έρχεται σε μένα
πολύ νωρίς το πρωί
και μου μαδάει το δέρμα!
«Κυλιόμαστε γύρω στον παράδεισο»
αρκετά μίλια πάνω από τα πεύκα
και δεν υπάρχει χώρος ανάμεσά μας,
αλλά δεν είμαστε Ένα
ή τίποτα τέτοιο.
Είμαστε δυο τεράστιοι άνθρωποι,
δυο αχανή κορμιά
τρυφερότητας και χαράς
με όλες τις απολαύσεις που έχουμε νιώσει
και μεγεθύνει
για να ταιριάξουν με το σχήμα μας.
Όποτε συμβαίνει αυτό
είμαι συνήθως έτοιμος να συγχωρήσω οποιονδήποτε
δεν με αγαπάει αρκετά
συμπεριλαμβανομένου και εσένα, Σαχάρα,
ειδικά εσένα.


Ενοχλημένος αυτό το πρωινό

Ω, ναι. Αυτό.
Γι' αυτό ήμουν τόσο ενοχλημένος
αυτό το πρωινό:
η επιθυμία μου ξαναγύρισε
και σε θέλω πάλι.
Τα πήγαινα μια χαρά,
ήμουν πάνω απ' όλα.
Τα αγόρια και τα κορίτσια ήταν όμορφα
και εγώ ήμουν ένας γέρος που τους αγαπούσε όλους.
Και τώρα σε θέλω πάλι,
θέλω την αποκλειστική προσοχή σου,
το εσώρουχο σου που κυλιέται κάτω
με βιασύνη
κι ακόμα κρέμεται από το ένα πόδι,
και τίποτα στο μυαλό μου
από το να είμαι μέσα,
στο μόνο μέρος που δεν υπάρχει
ούτε μέσα,
ούτε έξω.

Κορμί της μοναξιάς

Διαπέρασε το πόδι μου
με το πόδι της
και διαπέρασε τη μέση μου
με το χιόνι της.
Διαπέρασε την καρδιά μου λέγοντας
«Ναι, έτσι είναι.»
Κι έτσι το Κορμί της Μοναξιάς
απ' το τίποτα καλύφθηκε
κι από το μέσα του αγκαλιάστηκε.
Τώρα κάθε φορά που προσπαθώ
να τραβήξω μια αναπνοή
εκείνη ψιθυρίζει στη δύσπνοιά μου,
«Ναι, αγάπη μου, έτσι είναι, έτσι είναι.»[

Η ζωή μου με ρόμπα


Μετά από λίγο

δεν μπορείς να πεις

αν σου λείπει μια γυναίκα

ή αν χρειάζεσαι ένα τσιγάρο

κι αργότερα δε ξεχωρίζεις

αν είναι νύχτα

ή μέρα.

Τότε ξαφνικά

γνωρίζεις την ώρα

ντύνεσαι

πας σπίτι

ανάβεις τσιγάρο

παντρεύεσαι.


Το φεγγάρι


Το φεγγάρι είναι απ' έξω.

Είδα εκείνο το υπέροχο

γεμάτο επιπλοκές πράγμα

μόλις πήγα για κατούρημα τώρα.

Έπρεπε να το είχα κοιτάξει

για περισσότερη ώρα.

Είμαι ένας φτωχός θαυμαστής

του φεγγαριού.

Το βλέπω ολόκληρο

κι έτσι έχουν τα πράγματα

για μένα και το φεγγάρι.


Πλάκα


Έχει τόση πλάκα

να πιστεύεις στο Θεό

Πρέπει να το δοκιμάσεις

κάποια στιγμή

δοκίμασέ το τώρα

και μάθε

αν όντως

ο Θεός

θέλει

να πιστεύεις σ' Αυτόν.



Χιλιάδες


Από τους χιλιάδες

που είναι διάσημοι

ή που θέλουν να γίνουν διάσημοι

ως ποιητές,

ίσως ένας-δύο είναι αυθεντικοί

και οι υπόλοιποι ψεύτικοι

που περιφέρονται στους ιερείς περίβολους

προσπαθώντας να μοιάσουν αληθινοί.

Περιττό να πω

πως είμαι ένας από τους ψεύτικους,

και τούτη εδώ είναι η ιστορία μου.


Το μεγάλο συμβάν

Πρόκειται να συμβεί πολύ σύντομα. Το μεγάλο συμβάν
που θα δώσει τέλος στον τρόμο. Που θα τερματίσει τη θλίψη.
Την επόμενη Τρίτη, μόλις ο ήλιος δύσει, θα παίξω
τη Σονάτα του Σεληνόφωτος ανάποδα.
Αυτό θα αντιστρέψει τα αποτελέσματα της τρελής κατάδυσης
αυτού του κόσμου στα δεινά των τελευταίων 200 εκατομμυρίων χρόνων.
Τι υπέροχη νύχτα που θα είναι. Τι αναστεναγμός ανακούφισης,
καθώς οι γεροντικοί κοκκινολαίμηδες θα ξανααποκτήσουν το χρώμα τους
και τα αποσυρμένα αηδόνια θα σηκώσουν τις σκονισμένες ουρές τους
και θα διεκδικήσουν τη μεγαλειότητα της δημιουργίας!

*

Γιατί αγαπώ τη Γαλλία

Ω Γαλλία, έδωσες τη γλώσσα σου στα παιδιά μου, τους εραστές σου
και τα μανιτάρια σου στη γυναίκα μου. Τραγούδησες τα τραγούδια μου.
Παρέδωσες το θείο μου και τη θεία μου στους Ναζί. Είδα τους δερμάτινους θώρακες της αστυνομίας στην πλατεία της Βαστίλλης. Πήρα λεφτά από τους Κομμουνιστές. Έδωσα τη μεσαία μου ηλικία στις γαλακτώδεις πόλεις της Λιμπρόν. Έτρεξα μακριά από σκύλους φάρμας προς ένα δρόμο έξω από τη Ρουσιγιόν. Το χέρι μου τρέμει όταν βρίσκομαι στη Γαλλία. Ήρθα σε σένα με μια λερωμένη φιλοσοφία αγιότητας και μου προσέφερες την ευκαιρία μιας συνέντευξης. Ω Γαλλία, εκεί που με πήραν στα σοβαρά, έπρεπε να επανεξετάσω τη θέση μου. Ω Γαλλία, κάθε μικρός Μεσσίας σ' ευχαριστεί για τη μοναξιά του. Θέλω να βρίσκομαι κάπου αλλού, όμως βρίσκομαι πάντα στη Γαλλία. Να είσαι δυνατή, να είσαι πυρηνική, Γαλλία μου. Φλέρταρε από παντού και μίλα, μίλα, ποτέ μη σταματήσεις να μιλάς για το πώς να ζεις χωρίς Θ-ό.

*

Ο σταυρός

Είμαι ο Θεόδωρος
ο ποιητής που δεν μπορούσε να διαβάσει ή να γράψει.
Όταν ήμουν πολύ γέρος για να δουλέψω
έφτιαχνα θρησκευτικά αντικείμενα
για τα τουριστικά μαγαζιά
έσπαγα πόρτες
κι άγγιζα γυναίκες
γυναίκες από την Αμερική και το Παρίσι-
ήταν οι ίδιες που έλεγαν
πως είμαι ποιητής.
Δε θα σας πω για τα προβλήματά μου
την πτώση του γιου μου
ή τη ζωή μου στη θάλασσα.
Χάραξα σταυρούς
κι όπως όλοι
κουβάλησα έναν.
Κατέπληξα τις γυναίκες με την επιθυμία μου
ψάρεψα γι' αυτές
με γυαλιά και δόρυ
και τις τάϊσα
με ό,τι δεν είχαν μέχρι πριν φάει.
Αν είσαι γυναίκα
κι ακολουθήσεις τα ξυρίσματα
απ' τις προσπάθειες αυτού του άντρα
κάτω απ' το φως του φεγγαριού
θα δεις το μυώδες μου φάντασμα
στον παραθαλάσσιο δρόμο προς το Βλυχό,
κι αν είσαι άνδρας
στον ίδιο δρόμο
θ' ακούσεις φωνές γυναικών
ακριβώς όπως τις άκουσα κι εγώ,
να έρχονται απ' τα νερά
να έρχονται απ΄τις βάρκες
κι ανάμεσα απ' τις βάρκες
και τότε σίγουρα
θα καταλάβεις τη ζωή μου
και θα προσφέρεις καλό στη ψυχή μου
με το να με συγχωρέσεις.
Προσεύχομαι αυτό σ' εκείνον
που με διαμόρφωσε έξω απ' τον εαυτό μου
το εξομολογούμαι αυτό
πάνω απ' το κρασί
στον Λεονάρδο
τον Εβραίο φίλο μου
που το καταγράφει
γι' αυτούς που είναι να 'ρθουν.

Καμίνι, Ύδρα, 1980

*

Η κοιμισμένη μητέρα μου

Θυμάμαι τη μητέρα μου
σ' ένα θέατρο στην Αθήνα
τριάντα
τριάντα πέντε χρόνια πριν,
ένα θέαμα από τον Θεοδωράκη
εκείνα τα υπέροχα τραγούδια-
αποκοιμήθηκε
στην καρέκλα δίπλα μου
στο υπαίθριο θέατρο.
Είχε φθάσει εκείνη την ημέρα
από το Μοντρεάλ
και η συναυλία ξεκίνησε
κοντά μεσάνυχτα
κι αποκοιμήθηκε κατά τη διάρκεια
των μαντολίνων
των αναρριχόμενων αρμονιών
και των υπέροχων τραγουδιών.
Ήμουν νέος
δεν είχα παιδιά
δεν ήξερα μέχρι πόσο μακριά
η αγάπη σου μπορούσε να φτάσει,
δεν ήξερα πόσο κουρασμένη
μπορούσες να είσαι.

Μετάφραση: Κατερίνα Καντσού


Αντλήθηκαν από το ηλεκτρονικό περιοδικό Βακχικόν