Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ρουμελιωτάκης Χρίστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ρουμελιωτάκης Χρίστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Μόνο οι γυναίκες

 Από του Βάρναλη τις μέρες
ως τα μεσάνυχτα του Γκόρπα
πολλά αλλάξανε·
της γης οι κολασμένοι δεν βρυχώνται,
η καβαλίνα κι η ροδακινιά εξοστρακίσθηκαν
και το κρασί δεν είναι άρωμα και πτήσις και αφρός·
μόνο οι γυναίκες,
α, οι γυναίκες, δύστυχε Θωμά,
όσο περνούν τα χρόνια γίνονται πιο όμορφες
και πιο φασίστρες
και πράγμα φυσικό
μας βασανίζουν περισσότερο.

Ξένος ειμί

 


Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Χρίστος Ρομελιωτάκης - Τέσσερα ποιήματα

 ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ



Τώρα ο καθένας
ας απλώσει τη δική του θάλασσα,
άλλη θάλασσα ας μη περιμένει∙
τώρα ο καθένας
ας ανοίξει τους δικούς του ασκούς,
άλλος άνεμος δε θα υπάρξει∙
και πια τι να τις κάνουμε τις σάλπιγγες
τώρα που ο πόλεμος τελείωσε


* * *


ΞΕΝΟΣ ΕΙΜΙ


                                      Στον Τάσο Καπερνάρο

Ξένος ειμί και μισθοφόρος—
κάθε φορά που στη στροφή βλέπω τη θάλασσα
το νιώθω.

Όλη τη μέρα πολεμώ σε ξένο τόπο
τα βράδια, κάτω από το λύχνο,
καθώς με πιάνει η νοσταλγία της πατρίδας
συγγράφω την ανάβασή μου.

Ξένος ειμί και μισθοφόρος—
αν τη διαβάσετε να είστε επιεικείς,
στην εποχή μου
δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πεθαίνεις.


* * *


[από την ενότητα «ΕΡΧΕΤΑΙ ΩΡΑ - σχέδια για ένα ευρύτερο ποίημα»]


Τώρα που όλα τέλειωσαν θυμήσου
γιατί μόνο η μνήμη σου μένει
και ατένισε πάλι την περίκλειστη θάλασσα
από τη μνήμη άλλο νόμισμα δεν έχεις
για να περάσεις απέναντι.


* * *


[από την ενότητα «Ο ΑΝΕΠΙΛΗΠΤΟΣ ΒΙΟΣ - ο λόγος και η τελείωση της Λευκοθέας»]


Η ΑΧΙΒΑΔΑ


Προχθές
τραβώντας το κρεβάτι
βρήκα το χτενάκι σου,
σαν αχιβάδα,
που τραβήχτηκε η θάλασσα
κι έμεινε στη στεριά.
Και σκέφτομαι
αχ, έτσι γίνεται, Θεέ μου, πάντοτε,
η πιο μεγάλη θάλασσα
να καταλήγει σ’ ένα ποίημα γλυφό.


Πηγή: https://vrelok.blogspot.com/2013/06/5-2002.html

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Ο ανεπίληπτος βίος. Ο λόγος και η τελείωση της Λευκοθέας

 

α΄

 

Τα ωραία ζουμπούλια στο ανθογυάλι

μου θυμίζουν

τη Λευκοθέα του ναυτολογικού γραφείου —

ερχόταν κάθε Σάββατο απόγευμα,

μερικές φορές και Κυριακή πρωί,

έβγαζε τα φορέματά της,

τα δαχτυλίδια της και το σταυρό της

και γέμιζε με άνθη και αρώματα

όλη η κάμαρη,

τί λέω η κάμαρη

ολόκληρο το σπίτι,

τί λέω το σπίτι

ολόκληρο το 324 οικοδομικό τετράγωνο

και παραπέρα ακόμη

ώς τα φανάρια και την Παναγίτσα

και τη ζωή μου τη φαρμακεμένη.

 

β΄

 

Στη Λευκοθέα

            άρεσε το σκληρό κρεβάτι,

έτσι, έλεγε,

βιώνεις με τη σάρκα και το αίμα σου

την κίνηση της ύλης

προς τη θέωση.

Ωδίνει και σπαργά το ξύλο, έλεγε,

και γίνεται καράβι που αποπλέει

τη συνοδεία πετεινών του ουρανού.

Πότε ψηλά και πότε στο βυθό,

εν μέσω των κυμάτων της θαλάσσης, έλεγε,

νεφέλη φωτεινή το αναρπάζει

κι ενώ θαρρείς πως  χάθηκε και πάει

φως ιλαρόν στο γαλαξία μέσα

εκχέεται εκείνο και οδεύει.

Αυτά και άλλα η Λευκοθέα απεφθέγγετο

πριν να γινούμε

θάλασσα και ήλιος

και γιασεμί νυχτερινό.

 

                                         γ΄

 

Φως ποθεινότατον η Λευκοθέα

σ’ άλλους αναβαθμούς

διαλάμπει τώρα —

βάζει φωτιά

και λαμπαδιάζουν τα καράβια

κι αχ, είναι ο βίος μας βραχύς

και ανεόρταστος.

 

Χ ρ ί σ τ ο ς   Ρ ο υ μ ε λ ι ω τ ά κ η ς  (1938)

Ξένος ειμί –και άλλα ποιήματα, 2002

(Γ ι ω ρ γ ο ς   Μ α ρ κ ό π ο υ λ ο ς  και   Κ ω σ τ ή ς   Ν ι κ ο λ ά κ η ς, Ποιήματα που αγαπήσαμε, Αθήνα, Εκάτη, 2009, σελ. 265-267)

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Η μπαλάντα του Αστυάνακτος

Εγώ δεν είμαι εγώ∙ Οι νικητές με καταδίκασαν εις θάνατον Για να εκλείψει η γενιά μου Αλλά τους ξέφυγα. Και έκτοτε, Μη με ρωτάτε πώς, Εγώ δεν είμαι εγώ, είμαι ο άλλος, Φυσάει αγέρας λυβικός και με πηγαίνει. Εγώ δεν είμαι ο άλλος∙ Ο πολυμήχανος ο Οδυσσέας για να σβήσει η γενιά μου Όρισε να με ρίξουν απ’ τα τείχη Αλλά τους ξέφυγα. Και έκτοτε, Μη με ρωτάτε πώς, Εγώ δεν είμαι εγώ δεν είμαι ο άλλος, Φυσάει αγέρας στεγνωτής και με πηγαίνει. Και μη ρωτάτε ποιος εγώ και ποιος ο άλλος Τα μάτια μου κοιτάξτε και τα χέρια Πότε τα μάτια του ηλίθιου ζητιάνου που ικετεύουν Και πότε η ματιά του εκδικητή που ψάχνει εκδίκηση. Και μη ρωτάτε ποιος εγώ και ποιος ο άλλος Τα μάτια μου κοιτάξτε και τα χέρια Άλλοτε η γροθιά του ορκισμένου εκδικητή Και άλλοτε του διακονιάρη η παλάμη που ικετεύει. Και μη ρωτάτε ποιος εγώ και ποιος ο άλλος Φυσούν της μοίρας μας οι αγέρηδες και μας πηγαίνουν. Και μην πιστεύετε αυτά που ιστορώ Εκεί στα τείχη έχει τελειώσει από τότε η ζωή μου.                                                                27-1-2015
Περιοδικό "Οροπέδιο", τχ 16, Φθινόπωρο - Χειμώνας 2015

Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Τα πουλιά

 Το φετινό μου ποίημα,

όπως το περσινό και το προπέρσινο

η ίδια θάλασσα,

τα ίδια πρόσωπα, στις ίδιες θέσεις.

Μόνον εκείνα τα πουλιά

φέτος κατέβηκαν πιο χαμηλά,

πιο χαμηλά,

ως τις εξώπορτες

και τις ραμφίζουν.


Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Το σκυλί


Μου λεν να πάρω ένα σκυλί –
καλό σκυλί και φύλακας.
Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί,
αφού το ξέρεις,
θ΄ αρχίσει πάλι ν΄ αλυχτάει όλη τη νύχτα
και θά ΄ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα
να παίρνουν τον πατέρα σου.

Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Ορέστης



Το καλοκαίρι τέλειωσε
και το φθινόπωρο δεν ήλθε ακόμη
κι οι μέρες είναι σαν ιστός αράχνης,
κλεινουν-κλείνουν,
κι όπως η νύχτα πλησιάζει και το βλέπω
ο νούς μου πάλι επιστρέφει στα παλιά,
στα επειδή, στα διά ταύτα,
στις μείζονες και τις ελάσσονες προτάσεις·
μα πιο πολύ στους φίλους μου γυρίζει,
που ήταν άνοιξη,
που ήταν καλοκαίρι,
που μοσχοβόλαγε θυμάρι η Αττική
κι εμείς καλπάζαμε στον ελαιώνα για τη θάλασσα,
για το ενθάδε και για το επέκεινα.

Το καλοκαίρι τέλειωσε
και το φθινόπωρο δεν ήλθε ακόμη
κι όλη η ζωή από ένα στίχο κρέμεται.

Ηλέκτρα, ένα αγόρι να 'χα
να μεγαλώσει, να μεστώσει,
να λάβει εκδίκηση για τούτο το απόγευμα.

ξένος ειμί και άλλα ποιήματα

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Χρίστος Ρομελιωτάκης - Μάγδα


Από τη Μάγδα,
που λικνίζεται στην άμμο
κι είναι το στήθος της
και γιασεμί και ρόδο
απέχω ένα τέταρτο του αιώνος˙
δεν είναι αυτό,
είναι που άφησα τα χρόνια μου να φύγουν
κι είναι μπροστά μου ασέληνος η νύχτα.

Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Η μικρή μπαλάντα


Μνήμη Σπύρου Λιναρδάτου
Τώρα που δε με ξέρεις, δεν σε ξέρω,
Έρχομαι πιο συχνά στο στέκι μας,
Το ξέρεις.
Και συ ρωτάς, τι λεν για σένα,
Κι εγώ δεν ξέρω τι να πώ,
Μπερδεύομαι.
Τώρα που οι μέρες μας γεμίσαν ψευδαπόστολους,
Έρχομαι κάθε μέρα και σε βρίσκω,
Το βλέπεις.
Δύσκολοι χρόνοι , σκωληκόβρωτοι καιροί,
Και συ ρωτας, ξαναρωτάς,
Κι εγώ μπερδεύομαι
Και ξέρεις, Κάρολε, αν επιμένεις,
Χωρίς το όνειρο η κάθε μέρα μας
Είναι αμαρτία.
14-4-2017

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Χρίστος Ρουμελιωτάκης -Ξένος Ειμί και άλλα Ποιήματα

 ΛΥΓΜΟΣ ’56

Το να μην ξέρω να κολυμπώ
το νιώθω
μα το να ξέρω
και να μη φτάνω έως απέναντι
με θανατώνει.

ΚΑΡΑΒΙΑ ’57

Θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φεύγουνε
με τα πανιά τους
γεμάτα γαλάζια μάτια

θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φτάνουνε
με το κατάστρωμά τους
γεμάτο τροπικό ήλιο

εγώ θα σου μιλήσω
για τα καράβια που ακινήτησε ο άνεμος
δυό μίλια έξω απ΄ το λιμάνι.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΄60

όταν θα στεγνώσουν τα δάκρυα
κι η μέρα θάναι μακριά και στέρεη
σαν καραβόσκοινο
θα συναντηθούμε πάλι
σε κείνο το υπαίθριο καπηλειό
κι όπως καπνίζοντας τον απολογισμό θα κάνουμε
θα πούμε πάλι για τους φτωχούς
και τους κατατρεγμένους
που κι αν δεν πέρασαν βέβαιο είναι πως σύντομα
στη σωτηρία θα περάσουν όπως βέβαιο είναι
πως μονάχα εμείς οι δύο
έξω από την πρόσκαιρη και την αιώνια σωτηρία
αναπολόγητα καταδικασμένοι θα τριγυρίζουμε.

ΑΕΤΟΙ ΄60

Της συνομοταξίας των αετών
αδόκητος κληρονόμος
εκείνων που στον ουρανό
τ΄ όνομά τους μ΄ αστέρια
έγραψαν
και στους τοίχους με αίμα
ελευθερία
στέκομαι τώρα και απορώ
στην καμπίσια ψυχή μου
τα φτερά τους πως θα μπολιάσω.

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΄61

Καθώς δεν είμαι πια παιδί
και καθαρό είν΄ εμπρός μου
ό,τι ερήμην μου
άγνωστοι θεσμοθέτες μου ορίσανε
διόλου δε σκιάζομαι και δεν ανησυχώ
όπως ο μακεδόνας στρατηλάτης ανησυχούσε
μη κι ο πατέρας μου
ολόκληρο τον κόσμο κατακτήσει
το πήρα πια απόφαση εκείνος
δεκαπέντε χρόνια πολιτικός εξόριστος
δεν άφησε τίποτε
να κατακτήσω εγώ για τη γενιά μας.

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΕΦΤΑΣΕ ΝΩΡΙΣ

Σεπτεμβρίου δεκαεπτά μέρα Τετάρτη
ανοίγω το σάκκο με τα χειμωνιάτικα
το σακκάκι μου το παντελόνι μου
δυό πουλόβερ
στην εσωτερική τσέπη μια απόδειξη συστημένου
(η απάντηση δεν ήλθε ποτέ).

Ο χειμώνας έφτασε νωρίς φέτος απροσδόκητα.

ΑΛΛ΄ ΟΤΑΝ ΒΛΕΠΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ

΄Ολο το λέω εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας
αλλ΄ όταν βλέπω τα μάτια σας
να χαμηλώνουν στο ίδιο συρματόπλεγμα
αλλ΄ όταν βλέπω τα μάτια σας
το νιώθω πως είμαστε από το ίδιο αίμα
εσείς κι εγώ σύντροφοι επαγρυπνητές.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δεν είναι τα όνειρα
αυτά και πότε ήταν
ούτε ο πρακτικός βίος που ανατράπηκε ξαφνικά
την μάνα μου συλλογίζομαι απόψε
στρατόπεδο παραμονή Χριστούγεννα
που θα γυρίζει μοναχή της μέσ΄ στο σπίτι
που θα κοιτάζει τα βιβλία μου
και θα κλαίει.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Τώρα ο καθένας
ας απλώσει τη δική του τη θάλασσα
άλλη θάλασσα ας μη περιμένει
τώρα ο καθένας
ας ανοίξει τους δικούς του ασκούς
άλλος άνεμος δε θα υπάρξει
και πια τι να τις κάνουμε τις σάλπιγγες
τώρα που ο πόλεμος τελείωσε.

ΞΕΝΟΣ ΕΙΜΙ
Στον Τάσο Καπερνάρο

Ξένος ειμί και μισθοφόρος —
κάθε φορά που στη στροφή βλέπω τη θάλασσα
το νιώθω.

΄Ολη τη μέρα πολεμώ σε ξένο τόπο
τα βράδια, κάτω από το λύχνο,
καθώς με πιάνει η νοσταλγία της πατρίδας
συγγράφω την ανάβασή μου.

Ξένος ειμί και μισθοφόρος —
αν τη διαβάσετε να είστε επιεικείς,
στην εποχή μου
δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πεθαίνεις.

ΜΟΝΟ Ο ΟΡΕΣΤΗΣ
Στην Ειρήνη Δάγλα

Το βλέπω τώρα
πάλι και πάλι που αναδιφώ το ίδιο μυθιστόρημα,
τα πρόσωπα αλλάζουν θέσεις συνεχώς,
έρχονται, φεύγουν, επιστρέφουν,
αποσύρονται —
μόνο ο Ορέστης μένει αμετακίνητος
σε χτυπημένα υπόγεια και συνελεύσεις
χωρίς νερό, χωρίς ψωμί,
χωρίς μαχαίρι,
όποια σελίδα της ζωής μου κι αν γυρίσω.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Χ.Κ.Τ., ετών σαράντα, επίκουρος καθηγητής,
με ειδικότητα στο δίκαιο του ανταγωνισμού
και τη ναυαγιαίρεση.
Σπίτι στα βόρεια προάστεια,
σπίτι παραθαλάσσιο,
σκάφος αναψυχής
ή τρις εις θάνατον,
όπως προφητικά είχε προτείνει ο Επίτροπος
είκοσι χρόνια πριν,
όταν ολόφωτα σφυρίζαν τα καράβια στο λιμάνι.

ΤΟ ΣΚΥΛΙ

Μου λεν να πάρω ένα σκυλί —
καλό σκυλί και φύλακας.
Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί,
αφού το ξέρεις,
θ΄ αρχίσει πάλι ν΄ αλυχτάει όλη τη νύχτα
και θά ΄ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα
να παίρνουν τον πατέρα σου.

ΚΟΥΡΔΟΙ

Κούρδοι ή Κούδροι,
μερικές φορές τα χείλη μου μπερδεύονται.
όμως τα βράδια,
όταν στην πολιτεία απλώνεται η σιγαλιά
και τα τριζόνια του κήπου μου
μετασταθμεύουν στο μυαλό μου,
η ψυχή μου ένοπλη
ανηφορίζει στα βουνά σας
και ντουφεκάει
για τη λεφτεριά σας που ανατέλλει
και τη σκυλίσια μου ζωή
που ξημερώνει πάλι αύριο.

ΕΝΥΠΝΙΟΝ ΄88

΄Ηρθε ο πατέρας μου τη νύχτα
και με φώναξε
μαθαίνω πράγματα, μου λέει,
και φοβούμαι,
να πληρώνεις το νοίκι σου και τα κοινόχρηστα
και τα άλλα,
όπως συμφώνησες.
Μα πατέρα, του λέω,
εδώ δεν είναι το σπίτι μου, είναι η φυλακή,
δεν το βλέπεις;
κι αυτή δεν είναι η βρύση που στάζει,
είναι η ζωή μου
που στραγγίζει σταγόνα – σταγόνα..
Το ξέρω, μου λέει,
αλλά και συ το ήξερες και υπόγραψες
και τώρα οφείλεις να πληρώσεις,
όπως όλοι μας.

ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ

Ξημερώματα της Παραμονής
η Μαρία, με το αίμα στο στόμα,
ανοίγει την πόρτα και χάνεται στο χιονιά
εμάς τους άλλους, μαύρη Μαρία,
θα μας προλάβει ο καινούργιος χρόνος.

ΣΑΡΛΟΤ ΚΟΡΝΤΑΙ
Στην ΄Ελσα Λιαροπούλου

Και τη Σαρλότ Κορνταί βοήθησε
να καταλάβει επιτέλους,
πως δεν μπορεί να αναβάλλει επ΄ αόριστον
αναζητώντας το κατάλληλο μαχαίρι
έτσι κι αλλιώς όποιο μαχαίρι κι αν διαλέξει
το κάρο έχει αρχίσει να κυλάει
και στα ωραία της μαλλιά στριφογυρίζουνε
προπαροξύτονοι της μοίρας οι άνεμοι.

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ

Πέρασαν τόσα χρόνια
κι όμως θυμάμαι ακόμη
τη μέρα εκείνη πάνω στη γέφυρα
φυσούσε ένας αγέρας απαλός
και συ έγερνες επάνω μου
και τραγουδούσες
αστέρι και φεγγάρι μου
ύστερα ο αγέρας δυνάμωσε
και ξαφνικά αρχίσαμε να πετούμε,
πετούσαμε χαμηλά
πάνω από τις στέγες,
πάνω από τα δέντρα,
πετούσαμε, πετούσαμε –
έτσι ήταν οι μέρες εκείνες
γεμάτες μικρά αλλεπάλληλα θαύματα.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

΄Ενας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει,
λέει πως είναι άγριος
κι ότι θα με φάει.

– Λύκε, λύκε που γυρίζεις
μοναχός στο χιόνι,
έχω τη μανούλα μου
και δεν είμαι μόνη.

΄Ενας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει
και μου λέει παραμύθια
και μου τραγουδάει.

– Λύκε, λύκε δεν πιστεύω
ό,τι κι αν μου λες,
ξέρω ότι είσαι μόνος
και τα βράδια κλαις.

Ο ΓΟΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Κάποτε ναι το πίστευα κι εγώ,
πως ο δεσμός που τόνε λένε γόρδιο
είναι αξεδιάλυτος
και μόνο το σπαθί του Μακεδόνα στρατηλάτη
δίνει τη λύση.

΄Ισως έτσι, ίσως αλλιώς, μικρή μου Μαρία,
μα τώρα ξέρεις
με το δικό σου στοχασμό και με τα δάκρυα
πως μόνο το σπαθί του Μακεδόνα στρατηλάτη
ή οποιοδήποτε σπαθί ή εγχειρίδιο
τον κόμπο που ανεβαίνει στο λαιμό μας,
όταν σφυρίζουν τα καράβια στο λιμάνι,
τον κόμπο το δικό μας,
δεν τόνε ξεδιαλύνει.

ΑΜΑ ΗΡΙ ΑΡΧΟΜΕΝΩ

Σ΄ αυτό τον κήπο άνθιζαν οι φίλοι,
πίναν κρασί και διασταυρώνανε τα ξίφη τους
με τον Μαρκήσιο, με τη Ρόζα, με το θάνατο.

Φύγαν οι φίλοι, τσάκισε ο Μαρκήσιος,
η Ρόζα πάλι στον τροχό
κι ο κήπος μου πάντα στην ίδια θέση.

Το βλέπω τώρα, ήρι αρχομένω,
καθώς εισβάλλουνε τα χρόνια κι ο καιρός
και το χειρότερο το γράφω.

΄Ετσι έγινε και έτσι θα γίνεται πάντοτε,
μικρή μου Μαρία,
με τον Μαρκήσιο, με τη Ρόζα, με το θάνατο.

Κι αλίμονο σ΄ εκείνον
που πατρίδα τώρα δεν έχει
και περιφέρεται σε στερεότυπα και ξένους ουρανούς.

Ο ΚΗΠΟΣ ΜΟΥ

Φτιάχνω την πέργκολα και απλώνω το γιασεμί μου
για νά ΄ρχονται τα χελιδόνια την άνοιξη
να χτίζουν τη φωλιά τους.

Ασπρίζω τους φράχτες μου και κλαδεύω το νυχτολούλουδο
για να λάμπει ο ήλιος τα μεσημέρια
και νά ΄ρχονται τα αηδόνια μεσάνυχτα.

΄Ετσι έγινε και έτσι θα γίνει, μικρή μου Μαρία,
και κράτησε γερά το σκοινί,
άλλο έλεος δεν υπάρχει.

ΣΕ ΒΛΕΠΩ

Σε βλέπω και θαρρώ πως είναι ψέμα,
είναι αυταπάτη και αντικατοπτρισμός,
σ΄ ένα φτηνό ξενοδοχείο,
νύχτα –
Τουλούζ Λωτρέκ ή άγγελος Κυρίου
ή της ζωής μου
ο έσχατος χρησμός;

ΞΕΡΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Ξέρω τα μάτια σου,
ξέρω τα χείλη σου, ξέρω τα μαλλιά σου,
ξέρω το σημαδάκι
που άφησε φεύγοντας ο κεραυνός –
θέλω να πω,
ίπταμαι πάλι επί πτερύγων ανέμων,
βαδίζω πάλι στα κύματα της θαλάσσης,
ξαναβάζω το αίμα στις φλέβες μου
και σ΄ αγαπώ.

Η ΑΧΙΒΑΔΑ

Προχθές
τραβώντας το κρεβάτι
βρήκα το χτενάκι σου,
σαν αχιβάδα,
που τραβήχτηκε η θάλασσα
κι έμεινε στη στεριά.
Και σκέφτομαι
αχ, έτσι γίνεται, Θεέ μου, πάντοτε,
η πιο μεγάλη θάλασσα
να καταλήγει σ΄ ένα ποίημα γλυφό.

ΒΑΡΟΥΤΗΝ ΧΑΝΟΜΕΘΑ
Μια λεπτομέρεια από τη ζωή του Αρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη,
και μια εισήγηση του συγγραφέα περί του πρακτέου,

Κάπου βαθιά υπάρχουν στο μυαλό μου
ο βίος και τα κατορθώματα
του Αρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη,
όπως συχνά τα χρόνια εκείνα
μου τ’ ανιστορούσε
ο φίλος μου Αλέξης Σ.
ο εκ Σαρακηνών.

Όμως απόψε δεν θ’ αναδιφήσω
τον βίο και τα κατορθώματα του—
άλλωστε αυτά τα γράφει ή ιστορία,
θα πω μονάχα και μʼ αυτό τελειώνω
μια λεπτομέρεια που κρίνω,
ότι μπορεί να ρίξει στη ζωή μας
λίγο φως.

Όλούθε, λέει, τον έζωναν οι εχθροί
κι ούτε ψωμί ούτε νερό
κι οι μέρες του
κι οι ώρες ίσως μετρημένες.

Εδώ ας ανοίξω μια παρένθεση
να πω, ότι στον βίο μας
έρχεται κάποια μέρα
που επιβάλλεται να πάρουμε αποφάσεις
κρίσιμες και για μας
και για τους άλλους πού σʼ εμάς προσβλέπουν-
τότε τα λόγια τα πολλά δεν ωφελούν,
δυο λόγια μόνο, ένα κίνημα της κεφαλής,
αυτό ταιριάζει.

Δεν είχε ή ώρα έλεος,
μέτρησε τους δικούς του, τους εχθρούς,
την κακοτράχαλη άνοιξη,
πήρε μολύβι και χαρτί και χάραξε (το μήνυμα)

Βαρούτην χανόμεθα

τίποτε άλλο.

Την ώρα εκείνη τον φαντάζομαι
να γράφει και να υπογράφει τη γραφή
και σαν λιοντάρι η ψυχή του να βρυχάται
βαρούτην χανόμεθα
Τίποτε άλλο.

Βαρούτην, λοιπόν, Αδελφοί, Βαρούτην
και το Μέγα Έλεος.

Δευτερολογία

Και κάτι ακόμη για να μη λυπούμαστε
όπως οι άλλοι,
που δεν έχουνε ελπίδα –
οι Έλληνες ήταν, όταν χάσανε το θάρρος τους,
αυτοί που αργότερα
τον ονομάσανε απόβλητον
και απαράδεκτον εις την πατρίδα
και τον εξόρισαν
όπως από παλιά το συνηθίζουν.

Ά, ναι, και ένα σκύλο και μια καρδερίνα
Και μία τίμια συμφωνία με το θάνατο.


Πηγή: https://www.poiein.gr/2005/10/15/nssooio-nioiaeeuoueco-dhiethiaoa-adhu-oi-iyiio-aeiss/

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Το σκυλί


Μου λεν να πάρω ένα σκυλί –
καλό σκυλί και φύλακας.
Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί,
αφού το ξέρεις,
θ΄ αρχίσει πάλι ν΄ αλυχτάει όλη τη νύχτα
και θά ΄ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα
να παίρνουν τον πατέρα σου.

Πηγή: Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα, Τυπωθήτω 2002

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Για τις υφαντουργίνες

Μνήμη Δόμνας Αϊβάζογλου 
Για τις Μικρασιάτισσες υφαντουργίνες,
που άκουγα χαράματα τα βήματά τους
να τις πηγαίνουνε στις φάμπρικες
δεν έχω γράψει ούτε ένα στίχο.
Ούτε για τις μικρές γαζώτριες και τις κοπτοραπτούδες,
που έβλεπα καταμεσήμερο
με το κατσαρολάκι τους
να περιμένουν έξω από την πύλη της Τριούμφ.
Δεν είναι η μόνη τύψη μου αυτή
μα είναι η μεγαλύτερη
τα βράδια, τώρα, που ακούω άλλα βήματα
και στέκομαι έξω από την άλλη πύλη.

Δεν είναι τίποτα - και άλλα ποιήματα, Τυπωθήτω, 2008

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Καράβια '57


του Μιχάλη Κατσαρού
Θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φεύγουνε
με τα πανιά τους
γεμάτα γαλάζια μάτια
θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φτάνουνε
με το κατάστρωμά τους
γεμάτο τροπικό ήλιο
εγώ θα σου μιλήσω
για τα καράβια που ακινήτησε ο άνεμος
δυο μίλια έξω απ' το λιμάνι

Πηγή: Κλειστή θάλασσα, Αθήνα 1979

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Οι μέρες εκείνες


Πέρασαν τόσα χρόνια
κι όμως θυμάμαι ακόμη
τη μέρα εκείνη πάνω στη γέφυρα·
φυσούσε ένας αγέρας απαλός
και συ έγερνες επάνω μου
και τραγουδούσες
αστέρι και φεγγάρι μου·
ύστερα ο αγέρας δυνάμωσε
και ξαφνικά αρχίσαμε νε πετούμε,
πετούσαμε χαμηλά
πάνω από τις στέγες,
πάνω από τα δέντρα,
πετούσαμε, πετούσαμε-
έτσι ήταν οι μέρες εκείνες
γεμάτες μικρά αλλεπάλληλα θαύματα.

Πηγή: Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα, Τυπωθήτω, 2002.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Χρίστος Ρουμελιωτάκης - Ενύπνιον ΄88

 Ήρθε ο πατέρας μου τη νύχτα

και με φώναξε∙

μαθαίνω πράγματα, μου λέει,

και φοβούμαι,

να πληρώνεις το νοίκι σου και τα κοινόχρηστα

και τα άλλα,

όπως συμφώνησες.

Μα πατέρα, του λέω,

εδώ δεν είναι το σπίτι μου, είναι η φυλακή,

δεν το βλέπεις;

κι αυτή δεν είναι η βρύση που στάζει,

είναι η ζωή μου

που στραγγίζει σταγόνα - σταγόνα.

Το ξέρω, μου λέει,

αλλά και συ το ήξερες και υπόγραψες

και τώρα οφείλεις να πληρώσεις,

όπως όλοι μας.


      Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα, Τυπωθήτω, 2002



Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Χρίστος Ρουμελιωτάκης-Ξένος ειμί και μισθοφόρος


Ξένος ειμί και μισθοφόρος –
κάθε φορά που στη στροφή βλέπω τη θάλασσα
το νιώθω.
Όλη τη μέρα πολεμώ σε ξένο τόπο
τα βράδια, κάτω από το λύχνο,
καθώς με πιάνει η νοσταλγία της πατρίδας
συγγράφω την ανάβασή μου.
Ξένος ειμί και μισθοφόρος –
αν τη διαβάσετε να είστε επιεικείς,
στην εποχή μου
δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πεθαίνεις.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Χρίστος Ρουμελιωτάκης-Δρόμοι της μνήμης


Δρόμοι της παγωμένης μνήμης

μιλήστε μου απόψε για το Νίκο Πάιρα

και τη ζωή του·

γιατί πολέμησε, γιατί νικήθηκε.


Κάποια στιγμή είναι στο αναρρωτήριο,

ύστερα χάνεται.


Και για το Γιάννη Πέτσα,

ετών πενήντα,

πού σέρνεται στα καφενεία της Βέροιας,

λαχειοπώλης,

με μια ταυτότητα πρωτοετούς της Νομικής,

κιτρινισμένη.


Και για τους άλλους,

αυτούς πού έρχονται μόνο τη νύχτα·

γιατί πολέμησαν, γιατί νικήθηκαν.


Κι εγώ που δεν πολέμησα, ποιος είμαι

και τι ζητώ σ᾿ αυτή τη ραψωδία των νικημένων.


      Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα, Τυπωθήτω, 2002

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

Χρίστος Ρουμελιωτάκης-Το τραγούδι της Βάλιας και του λύκου.

Ένας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει,
λέει πως είναι άγριος
κι ότι θα με φάει.

- Λύκε, λύκε που γυρίζεις
μοναχός στο χιόνι,
έχω τη μανούλα μου
και δεν είμαι μόνη.

'Ενας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει
και μου λέει παραμύθια
και μου τραγουδάει.

- Λύκε, λύκε δεν πιστεύω
ό,τι κι αν μου λες,
ξέρω ότι είσαι μόνος
και τα βράδια κλαις.

Χρίστος Ρουμελιωτάκης ( 1938 – 2018)
Ποιητική συλλογή: Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα, Αθήνα: Τυπωθήτω 2002

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Χρίστος Ρουμελιωτάκης-Μέρες του 1437 μ.Χ.


Κάθιδροι φτάναν οι μαντατοφόροι
απ’ την Ασία
και φέρναν τα μηνύματα.
Και καταλάβαινε.

Έβλεπε τα μικρά πουλιά
που φέρνουν τη βροχή
να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σύστοιχα.
Και καταλάβαινε.

Δεν την φοβότανε την καταιγίδα
ο Αυτοκράτορας
ούτε τον κεραυνό,
τους Ενετούς φοβότανε, τους Γενουάτες
και την έρπουσα βροχή,
που είχε σαπίσει τα χωράφια από χρόνια
και τον κλειστό περίκλειστο Κεράτιο Κόλπο
και την αλυσίδα του.


Από τη συλλογή Δεν είναι τίποτα, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2009

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Χρίστος Ρουμελιωτάκης-Ο ακραίος λόγος (Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη)




Στον Ξάνθο Μαϊντά
Για να συνθέσεις ένα ποίημα
και να επιτύχεις τον Ακραίο Λόγο,
όπως λες, Ευμένη,
χρειάζεται πολλά να έχουν συμβεί.
Και πρέπει πρώτα απ’ όλα
να σ’ έχει εις θάνατον καταδικάσει
και να σε καταδιώκει ως προδότη της πατρίδας σου
ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Πρέπει, εσύ επίσης, με το μικρό σου ασκέρι
ν΄ ανηφορίζεις λυπημένος αλλ’ όχι απελπισμένος
στα Άγραφα ή στο Βελούχι και τον Ασπροπόταμο.
Τότε αβίαστα θα αναβλύσει ο ακραίος λόγος,
ο καίριος και ο ανεπανάληπτος και ο ελληνικός
Έχει και τουμπελέκια ο πούτζος μου
έχει και τρουμπέτες. Όποια θέλω
θα μεταχειρισθώ.
Συλλογή: "Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα" σελ.27, Εκδόσεις "τυπωθήτω - λαλον ύδωρ"