Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ζώτος Απόστολος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ζώτος Απόστολος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Απόστολος Ζώτος-Χαρτιά και μαύρα χρόνια



Πέφταν πουλιά στις νύχτες μου
άναψα το καντήλι του νεκρού με τη βροχή
όνειρα μαύρα μού στερέωσαν τα χρόνια
το αίμα πλέει στην κάμαρα
μαύρο ποτάμι φαγωμένα ποιήματα
έφεγγε η μάνα μες στα χρόνια
άλογα κόκκινα στ' αλώνι
ένα μαντήλι μαύρο και τα στάχυα αθέριστα
χαρτιά και πρόσωπα θεών σβησμένα
φυσούσε απ' τον κάτω κόσμο
η νύχτα πλέει στο θάνατο γεμάτη όνειρα
η Τύμφη στην αυλή σου και τα δέντρα ανθισμένα
μιλήσαμε μα σ κατάφαγε με μαύρο μάτι ο θάνατος
λιωμένα ρούχα για τον κάτω κόσμο οι μέρες μου
στον τοίχο του σπιτιού γρεντές τα μαύρα χρόνια

Χώματα ποιητών, Ελεγείον 1985

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γιώργου Θεοχάρη

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Απόστολος Ζώτος-Ωδή στις ωραίες έμμονες ιδέες


Αγάπησα με πάθος τους υπερρελιαστές και
τις ωραίες έμμονες ιδέες τους
γενναίους της ζωής εραστές
με το τυφέκιον της ουτοπίας υπο μάλης
-και τα βουνά του Γράμμου κάτι γνωρίζουν-
και τα ακοίταχτα μάτια του Οιδίποδα
πνιγμένα -τί οδύνη- στο αίμα.

Και ένιωσα, όσο τουλάχιστον μπόρεσα
-μάρτυς μου οι σωροί των δύσβατων λευκών χαρτιών-
συμπόνια και ευσπλαχνία
δια τους επαίτες των λεπτών αισθημάτων
αυτούς τους λύκους της σαρκοβόρου λύπης
με τα κροκοδείλια δάκρυα, επιδερμικούς
τιμωρούς των λέξεων που δεν εσπάραξαν
ποτέ στα φυλλοκάρδια για τον έρωτα
τα μάγια και του βίου τα βάσανα
το χρώμα του δύοντος ηλίου την ώρα
που η ψυχή αποτραβιέται στο ύψωμα
με τα κυπαρίσσια και των μνημάτων τα ευγενικά λιθάρια
και ν' αρμοστεί παλεύει με λέξεις παρθένες
πένθιμα και κατακόρυφα.

18.7.1994
Αμύθητα χέρια, εκδόσεις στιγμή, 1999

Απόστολος Ζώτος-Το ποίημα του θανάτου μου

 "Χώματα ποιητών", Ελεγείον, Κόνιτσα 1985


Πάνω απ' το χώμα φώναζες τους μαύρους πετεινούς
είχανε φαγωθεί τα ποιήματα μες στο μυαλό μου
καις στο μισόφωτο το αίμα των νεκρών
το χώμα γέμισε μολόχες και τριανταφυλλιές
έρχονται τα νερά των ποιητών τις νύχτες στα παράθυρα
φοράς τα μαύρα ρούχα
φορούσε μαύρες λέξεις απ' τον ποταμό
η νύχτα άναβε οστά και το φεγγάρι όργωνε τα σπίτια
βροχή που γέμιζαν τα χέρια μου
επέστρεφες από παντού με μαύρα γιασεμιά
και δέντρα ανθισμένα
έβλεπες απ' τα σπλάχνα των νεκρών
γυμνή με πένθιμα μάτια
δωμάτια να καίγονται με μαύρες μουσικές
η στάχτη και το ποίημα του θανάτου μου
χιονίζει στο κρεβάτι του νεκρού
το σπίτι φωτισμένο μες στις λέξεις και τον ουρανό
πηδούν ζαρκάδια στις πλαγιές της Τύμφης

Πηγή: Χώματα Ποιητών, Εκδόσεις Ελεγείον, Κόνιτσα 1985

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

Απόστολος Ζώτος-Τραγούδια Γιαννιώτικα

 


α΄

Ο ουρανός πεσμένος
λίγο πιο κάτω απ’ τις κορφές των λόφων.
Ολόγυρα αγέρωχα βουνά τ’ απίστομα
στου νερού το γειτόνεμα.

Η Πολιτεία
με το παλιό ρολόι στην ώρα του
οικόσημα Δωριέων και Μολοσσών
τόξα καμάρες και της ψυχής η πέτρα
να σου γραπώνει το μάτι –
μπακίρια να βομβούν
χορεύοντας
γύφτοι οργανοπαίχτες άνεμοι
νερά κρουστά υποχθόνια
χιλιοειπωμένες λέξεις δυσκολοπρόφερτες.

Βρέχει μεθυστικά• κι είναι τόσο ωραία
η θλίψη τεταμένη μέσα μου.
Άγριες με κυνηγάνε τριανταφυλλιές
και τα αρώματα φτάνουν λυτρωτικά
εδώ που ανέτειλε με κινήσεις
νωχελικές ανατολίτικες
Σελήνη μισοφέγγαρη αμφίστομη
φορτωμένη εικονίσματα ανεξάλειπτα
εύσκια πολλά δισκοπότηρα
και σώπασαν οι χαριτωμένες βρύσες
και οι οιμωγές.

Τα χρυσοχοεία τα πλημμύριζε γαλήνη
ωραιοσύνη που κατέβαζε ο αέρας της Πίνδου
παιδιά κι εγγόνια της πίκρας λιθόκτιστα
με ρέμβη ψυχής και απολεσθέντα χειρόγραφα.

Μνήμη μελωδική. Παραμυθένια λήθη.

Λάμιες τρίβουν βασιλικό στα χέρια τους
υφαίνουν μοιρολόι σιγανό
αντάρα βαμβακερή χνούδι των άστρων.

Το ασήμι νήμα γίνεται ακάνθινο βραχιόλι.

Και το Μιτσικέλι αντιμετώπον
—ρόδο σωριασμένο στον ουρανό—
γεράκια να φέρνει που αενάως κωπηλατούν
και ακοίμητα ακινητούν στον χρυσάνθεμο άνεμο.

Αμύθητα χέρια

Αναδημοσίευση από: https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/item.html?iid=877

Απόστολος Ζώτος-Σταλαγματιές Νοεμβρίου 2021

 Ήταν απόψε που έβρεχε με μυρουδιά λύκου
και έξαψη παλαιού στρογγυλού εν αιθρία αίματος
από λοξές καμπύλες επιλαίμιες, λαιμών αθωότητα.
Σιγαληνά χιόνιζε ξανά στην Γκαμήλα
απ’ τις σελίδες του Τσέλαν.
Πήραν ξυστά τα τζάκια και τα καμπαναριά
η έβδομη σφραγίδα του ταβανιού
νύκτια κυπάρισσος στα κυπαρίσσια.
Κρύωσα, νοτίζουν και στον Παράδεισο, είπες.
Κάλεσες τον Άρη, Αλβανό φίλο από το Λεσκοβίκο.
Δεν ήξερε για την Ιλιάδα, τον φιλομάντη, τον ίσκιο της ελιάς, τίποτα για τον Σκάμανδρο
όσο για την Κασσάνδρα, θυμωμένος θυμός της Μήδειας
κι οι τριήρεις με σημαίες μαύρες μεσίστιες.
Στέγες κάτεχε και σκεπές φωνήεντα
εχέμυθα επίθετα στις παραλίες του Λωτρεαμόν
ολιγαρχίες του αέρα και της βροχούλας Τυμφαίες, με Μέρτικες πευκοβελόνες
τόσα χωράφια και μύρια επέπρωντο.
Στο βάθος του καθρέπτη χρυσού
από το μοδιστράδικο της μάνας του το πενήντα επτά
κάπνιζε απαλά και αργόστροφα η μπερέτα του ποιητή.
Δεν πέτυχε την ευκάλυπτο, πάρεξ πέτυχε Vergo avorio
και εκατό γραμμάρια λευκό Αθηναϊκής.
Αγράμματε τυπογράφε δεν αισθάνθηκες τίποτα.
Μόνο η καρδιά σου ίσως, νάρκισσος στις σελίδες
ένας άπελπις του κενού που δεν έπεσες ακόμη μέσα του.
Γιάννενα 30- 11- 2021
Απόστολος Ζώτος

Πηγή: https://mandragoras-magazine.gr/%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B5%CF%82-%CE%BD%CE%BF%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%85-2021-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%B6%CF%8E/18013

Απόστολος Ζώτος-Μανία ονείρων β'


Η Πρέβεζα με τα μαγκιπεία της και τη μαύρη μπερέτα
νηπενθής πρώτος σταθμός.
Μου ανήκει.
Στην προκυμαία η φρουρά
με τα ανυποψίαστα πρόσωπα, τις χρυσές λόγχες.
Ιππεύουν οι φορτηγίδες τα κύματα
Καθώς μαύρη ασημίζει λήθη η μπάντα.
Όλη η θάλασσα
και ο θάνατος
Μου ταιριάζει ωραία.
Όμως, εγώ, να ρεμβάσω τον πενιχρό μου θέλω
ανυπερθέτως βίον
και την μορφήν σου
εξακολουθητικά στη νήσο Ύδρα
και στα εφτά ακρογιάλια της
που αγογγύστως θρυλούσε κάποτε
ο ποιητής.
Από τη συλλογή: Πνευστός Κιμμέριος, 2006