Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.3. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.3. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Φώτα-Ολόφωτα», 1894

 Ἐκινδύνευε νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα ἡ μικρὴ βάρκα τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Πλαντάρη, πλέουσα ἀνάμεσα εἰς βουνὰ κυμάτων, ἕκαστον τῶν ὁποίων ἤρκει διὰ νὰ ἀνατρέψῃ πολλὰ καὶ δυνατὰ σκάφη καὶ νὰ μὴ ἀποκάμῃ, καὶ εἰς ἀβύσσους, ἑκάστη τῶν ὁποίων θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ καταπίῃ ἑκατὸν καράβια καὶ νὰ μὴ χορτάσῃ. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ θὰ κατεποντίζετο. Ἄγριος ἐφύσα βορρᾶς, ὀργώνων βαθέως τὰ κύματα, καὶ ἡ μικρὰ φελούκα, διὰ νὰ μὴν ἀρμενίζῃ κατεπάν᾽ τὸν ἀέρα, εἶχε μαϊνάρει* τὸ πανί της, καὶ εἶχε μείνει ξυλάρμενη* καὶ ὠρτσάριζε* κ᾽ ἐδοκίμαζε νὰ κάμῃ βόλτες*. Τοῦ κάκου. Μετ᾽ ὀλίγον ἡ θάλασσα ἐπῆρε τὸν ἐλεεινὸν φελλὸν εἰς τὴν ἐξουσίαν της, καὶ ὁ ἄνεμος τὸν ἔσυρεν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, καὶ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Πλαντάρης ἐξέμαθεν εἰς τὴν στιγμὴν ὅσας βλασφημίας ἤξευρε καὶ ἠσχολεῖτο νὰ κάμῃ τὴν προσευχήν του, ἐνῷ ὁ μικρὸς σύντροφός του, ὁ ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτὰ χρόνων, ἐγδύνετο καὶ ἡτοιμάζετο νὰ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν, ἐλπίζων νὰ σωθῇ κολυμβῶν, καὶ ὁ μόνος ἐπιβάτης των, ὁ ζῳέμπορος Πραματής, ἔκλαιε καὶ εὕρισκεν ὅτι δὲν ἤξιζε τὸν κόπον ν᾽ ἀρμενίσῃ τις τόσην θάλασσαν διὰ νὰ πνιγῇ, ἀφοῦ ἡ γῆ ἦτο ἱκανὴ νὰ σκεπάσῃ μὲ τὸ χῶμά της τόσους καὶ τόσους.

Ἐκινδύνευε ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τοὺς πόνους ἡ Μαχώ, ἡ γυναίκα τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Ἡ Πλανταρού, ἡ πενθερά της, εἶχε καλέσει ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς προλαβούσης ἡμέρας τὴν μαμμὴν τὴν Μπαλαλίναν καὶ τὴν ἐμπροσθινὴν τὴν Σωσάνναν. Αἱ δύο γυναῖκες, τεχνίτισσαι εἰς τὸ εἶδός των καὶ ἡ μήτηρ τοῦ συζύγου τῆς κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ὡς πᾶσα πενθερὰ ἥτις δὲν ἐπιθυμεῖ τὸν θάνατον τῆς νύμφης της, ὅταν αὕτη εἶναι πρωτάρα, πρὶν βεβαιωθῇ ὅτι θὰ ἐπιζήσῃ τὸ παιδίον διὰ νὰ ἀσφαλισθῇ ἡ κληρονομία τῆς προικός, ἐπροσπάθουν ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς πόνους τῆς ὠδινούσης. Καὶ εἶχεν ἀνατείλει ἤδη ἡ ἄλλη ἡμέρα καὶ ἀκόμη ἡ γυνὴ ἐκοιλοπόνει, καὶ ἡ μαμμή, ἡ ἐμπροσθινὴ καὶ ἡ πενθερὰ συνεπόνουν μὲ αὐτήν, καὶ ὁ καλογερόπαπας τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος εἶχε λάβει ἐντολὴν νὰ ψάλῃ μικρὰν καὶ μεγάλην Παράκλησιν πρὸς βοήθειαν τῆς ὠδινούσης.

Τὸ σπιτάκι ἔκειτο ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ μικροῦ νησιδίου πρὸς μεσημβρίαν. Τὴν πρωίαν τῆς Παρασκευῆς, ἡ βάρκα τοῦ Πλαντάρη εἶχε φανῆ ἀντικρὺ ἀγωνιῶσα εἰς τὰ κύματα, καὶ δύο παιδία τοῦ γιαλοῦ, ἀπ᾽ ἐκεῖνα ποὺ περνοῦν τὸν καιρόν των κάτω ἀπὸ τὸν ἀρσανάν, μὴ γνωρίζοντα ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἄλλην διατριβὴν ἀπὸ τὰς συρμένας ἔξω φελούκας, οὔτε ἄλλο παιγνίδι ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἦλθαν νὰ πάρουν τὰ συχαρίκια τῆς Πλανταροῦς, ἀκούσαντα τὴν εἴδησιν ἀπὸ πορθμεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀναγνωρίσει μακρόθεν τὴν βάρκαν. Καὶ τότε ἡ Πλανταροὺ εἶδε κ᾽ ἐκατάλαβεν ἀπὸ τὴν τρικυμίαν ὁποὺ ἦτο εἰς τὸ πέλαγος, ὅτι ἡ βάρκα ἀνεβοκατέβαινεν εἰς τὰ κύματα κ᾽ ἐκινδύνευε νὰ βουλιάξῃ, καὶ τότε ἐνόησε τί θὰ ᾽πῇ νά ᾽χῃ κανεὶς «δυὸ χαρὲς καὶ τρεῖς τρομάρες». Διότι διπλῆ μὲν χαρὰ θὰ ἦτο νὰ ἔφθανεν αἰσίως ὁ υἱός της, νὰ ἐγέννα μὲ τὸ καλὸν καὶ ἡ νύμφη της· τριπλῆ δὲ τρομάρα ἦτο ὁ κίνδυνος τοῦ υἱοῦ της, ὁ κίνδυνος τῆς νύμφης της καὶ ὁ κίνδυνος τοῦ προσδοκωμένου νεογνοῦ. Ἴσως δὲ θὰ ἦτο τετραπλῆ ἡ τρομάρα, ἂν προσετίθετο καὶ ὁ φόβος μήπως τυχὸν ἡ νύμφη της γεννήσῃ αἰσίως… θῆλυ.

*
* *

Ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, εὑρίσκετο μονῆρες τὸ σπιτάκι, καὶ κάτω εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν ἦτο κτισμένον τὸ χωρίον. Διακόσια σπίτια ἁλιέων, πορθμέων καὶ ναυτῶν. Ἓν μίλιον ἀπεῖχε τὸ σπιτάκι ἀπὸ τὸ χωρίον. Ὑπῆρχε μικρὸς ἐπισφαλὴς ὅρμος, ἀλλὰ δὲν ἦτο λιμήν. Ἔβλεπε μόνον πρὸς μεσημβρίαν. Ἡ ἀγωνία τῆς βάρκας τοῦ Πλαντάρη ἦτο ὁρατὴ ἀπὸ τὴν πολίχνην, ὁρατὴ καὶ ἀπὸ τὸν μεμονωμένον οἰκίσκον.

Ἡ Πλανταροὺ ἤρχισε τότε νὰ μέμφεται πικρῶς τὸν υἱόν της διὰ τὴν τόλμην καὶ τὴν ἀποκοτιά του. Τί ἤθελε, τί γύρευε, τέτοιες μέρες, νὰ κάμῃ ταξίδι; Δὲν ἄκουε, ὁ βαρυκέφαλος, τὴ μάννα του, τί τοῦ ἔλεγε. Ἀκόμη τὰ Φῶτα δὲν εἶχαν ἔλθει. Ὁ Σταυρὸς δὲν εἶχε πέσει στὸ γιαλό. Τὸν ἀβάσταχτο* εἶχε; Δὲν ἐκαρτεροῦσε ὁ ἀπόκοτος δύο τρεῖς ἡμέρες, νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά, ν᾽ ἁγιασθοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, νὰ φύγουν τὰ σκαλικαντζούρια; Καλὰ νὰ πάθῃ, γιατὶ δὲν τὴν ἄκουσε.

Ὅσον ὑψώνετο ὁ ἥλιος πρὸς τὸ μεσουράνημα, τόσον ηὔξανε καὶ ἡ ἀγωνία τῆς Πλανταροῦς. Ἡ νύμφη της ὑποστηριζομένη ὄπισθεν ἀπὸ τὴν Μπαλαλοὺ καὶ κρεμαμένη ἔμπροσθεν ἀπὸ τὸν τράχηλον τῆς Σωσάννας, ἐμούγκριζεν ὡς ἀγελάδα. Ὁ ἄνεμος ἐκεῖ κάτω, εἰς τὸ πέλαγος, ἐφαίνετο ὅτι ἀπεμάκρυνε τὸ πλοιάριον ἀντὶ νὰ τὸ προσεγγίσῃ εἰς τὴν ἀκτήν. Ἡ βάρκα ὁλονὲν ἐξέπεφτε μακρύτερα, αἰσθητῶς εἰς τὸ βλέμμα. Εἰς τὴν νύμφην της ἡ Πλανταροὺ ἐφυλάχθη νὰ εἴπῃ τίποτε. Μόνον ἐξήρχετο συχνὰ εἰς τὸν ἐξώστην, προσποιουμένη ὅτι ἤθελε νὰ κουβαλήσῃ τὸ ἓν καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ἔμενεν ἐπὶ μακρὸν κ᾽ ἐκοίταζε. Δὲν ἐπανήρχετο εἰμὴ ἂν τὴν ἀνεκάλει ἡ μαμμὴ ἡ Μπαλαλού.

Ἐπλησίαζεν ἤδη μεσημβρία, καὶ ἡ ἀγωνία τῆς Πλανταροῦς ἔφθασεν εἰς τὸ κατακόρυφον. Δὲν ἐφαίνετο πλέον νὰ ὑπάρχῃ ἐλπίς. Ὁ υἱός της θὰ ἐπνίγετο ἐκεῖ εἰς τὸ ἄσπλαγχνον πέλαγος, καὶ τὴν νύμφην της ὁμοῦ μὲ τὸ ἔμβρυον θὰ τὴν ἐσκέπαζεν ἡ «μαύρη γῆς».

Τέλος, ἡ γραῖα ἀπέκαμε. Ἡ βάρκα ἔγινεν ἄφαντη… Καὶ ἡ σύζυγος τοῦ υἱοῦ της ἐγέννησεν… ἄρρεν. Ὤ! τὸ στρίγλικο, τὸ κακοπόδαρο, ὤ! τὸ γρουσούζικο, ὁποὺ ψωμόφαγε τὸν πατέρα του! Πνῖξτέ το! Σκοτῶστέ το! Τί τὸ φυλᾶτε; Πετᾶτέ το στὸ γιαλό, νὰ πᾷ νὰ βρῇ τὸν πατέρα του. Κι αὐτή, ἡ γουρουνοποδαρούσα ἡ μάννα του, αὐτὴ ἡ πρωτάρα, ἡ στερεμένη*, αὐτὴ ἡ λεχώνα ἡ λοχεμένη*!… Ἠμπορεῖς, μαμμή, νὰ τὴν καρυδοπνίξῃς, κειδὰ ποὺ θὰ ψοφολογήσῃ, στὸ κρεβάτι της, νὰ στραμπουλίξῃς μὲ τὴ χεράρα σου καὶ τῆς κλήρας* τὸ λαιμό, νὰ ποῦμε πὼς ἐγεννήθηκε πεθαμένο τὸ παιδί, καὶ πὼς ἡ μάννα ἐτελείωσε, καθὼς κάθισε στὰ σκαμνιά*, ἠμπορεῖς;

*
* *

Δὲν τὴν ἐσκέπασεν ἡ μαύρη γῆς τὴν ταλαίπωρον μητέρα ὁμοῦ μὲ τὸν καρπὸν τῶν σπλάγχνων της, καὶ τὸ πέλαγος ἵλεων δὲν ἔπνιξε τὸν πατέρα. Ὁ Πλαντάρης εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ τὴν προσευχήν του, καὶ ὁ μικρὸς ναύτης ὁ Τσότσος εἶχε φορέσει ἐκ νέου τὸ ὑποκάμισον καὶ τὴν περισκελίδα του. Ὁ ζῳέμπορος ὁ Πραματὴς ἐπείσθη ὅτι ἦτο καλὸς χριστιανὸς καὶ ὅτι ἦτο προωρισμένος νὰ ταφῇ εἰς εὐλογημένον χῶμα. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει περὶ τὸ δειλινόν, καὶ ὁ κυβερνήτης ἀνέλαβε τὸ κράτος του ἐπὶ τοῦ μικροῦ σκάφους. Ἔπιασε δυνατὰ τὸ τιμόνι καὶ μὲ τὰ πολλὰ ὀρτσαρίσματα* ἦλθεν ἡ φελούκα εἰς μέρος ἀπαγκερόν, δίπλα εἰς τὴν ξηράν, ὀλίγα μίλια ἀπώτερον τοῦ μικροῦ ὅρμου. Διὰ τοῦτο ἡ βάρκα εἶχε γίνει ἄφαντος εἰς τὰ ὄμματα τῆς Πλανταροῦς, ἥτις δὲν εἶχε παύσει ν᾽ ἀγναντεύῃ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἐξώστου. Ἔφθασε δὲ ἀσφαλῶς εἰς τὸν ὅρμον, εὐθὺς ὡς ἔπεσεν ἐντελῶς ὁ ἄνεμος, βασίλευμα ἡλίου.

Δεύτερα συχαρίκια ἐπῆραν τῆς Πλανταροῦς. Ὁ υἱός της, ἀποστάζων ἅλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, ἔφθασεν εἰς τὸ σπιτάκι ἅμα ἐνύκτωσε, κ᾽ ἐκεῖ μόνον ἔμαθε τὴν εὐτυχῆ εἴδησιν, ὅτι ἡ συμβία του τοῦ εἶχε γεννήσει κληρονόμον.

*
* *

Τὴν ἐπαύριον ἦσαν Φῶτα. Τὴν ἄλλην ἡμέραν Ὁλόφωτα. Τὴν ἑσπέραν τῆς μεγάλης ἑορτῆς, ἅμα τῇ τριημερεύσει τῆς λεχοῦς καὶ τοῦ παιδίου, ἔβαλαν τὴν σκαφίδα κάτω εἰς τὸ πάτωμα καὶ τὴν ἐγέμισαν μὲ χλιαρὸν νερὸν βρασμένον μὲ δάφνας καὶ μὲ μύρτους. Ἐπρόκειτο νὰ τελέσουν τὰ «κολυμπίδια»* τοῦ παιδίου.

Ἡ καλὴ μαμμή, ἡ Μπαλαλού, ἐξήπλωσε τὸ βρέφος μαλακὰ ἐπὶ τῶν ἡπλωμένων κνημῶν της καὶ ἤρχισε νὰ λύῃ τὰ σπάργανα. Εἶχε νυκτώσει. Μία λυχνία καὶ δύο κηρία ἔκαιον ἐπὶ χαμηλῆς τραπέζης. Τὸ παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, μὲ ἀόριστον ροδίζοντα χρῶτα, μὲ βλέμμα γαλανίζον καὶ τεθηπός, ἀνέπνεε καὶ ᾐσθάνετο ἄνεσιν, καθ᾽ ὅσον ἀπηλλάσσετο τῶν σπαργάνων. Ἐμειδία πρὸς τὸ φῶς τὸ ὁποῖον ἔβλεπε, κ᾽ ἔτεινε τὴν μικρὰν χεῖρα διὰ νὰ συλλάβῃ τὴν φλόγα. Τὴν ἄλλην χεῖρα τὴν εἶχε βάλει εἰς τὸ στόμα του, κ᾽ ἐπιπίλιζεν, ἐπιπίλιζε. Τί ᾐσθάνετο; Ἀπερίγραπτον.

Ἡ καλὴ μαμμὴ ἀφῄρεσεν ὅλα τὰ σπάργανα, ἀπέσπασεν ἁβρῶς τὴν φουστίτσαν καὶ τὸ ὑποκάμισον τοῦ βρέφους καὶ τὸ ἔρριψεν ἁπαλῶς εἰς τὴν σκαφίδα. Ἤρχισε νὰ τὸ πλύνῃ καὶ νὰ ἀφαιρῇ τὰ ἅλατα, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ εἶχε πιτυρίσει κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς γεννήσεως, ἀφοῦ τὸ εἶχεν ἀφαλοκόψει. Ἀφῄρεσε καὶ τὸ βαμβάκιον, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχε περιβάλει τὰς παρειὰς καὶ τὴν σιαγόνα τοῦ παιδίου, διὰ νὰ κάμῃ ἄσπρα γένεια.

Ἔλαβε τὴν «μασά», τὴν σιδηρᾶν λαβίδα ἀπὸ τὴν ἑστίαν, καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὴν σκάφην διὰ νὰ γίνῃ τὸ παιδίον σιδεροκέφαλον.

Τὸ βρέφος ἤρχισε νὰ κλαυθμυρίζῃ, ἐνῷ ἡ μαμμὴ ἐξηκολούθει νὰ τὸ πλύνῃ μαλακά, καὶ νὰ τὸ ὑποκορίζεται ἅμα: «Ὄχι, χαδούλη μ᾽, ὄχι, χαδιάρη μ᾽! ὄχι κεφαλά μ᾽, πάπο* μ᾽, χῆνό μ᾽!» Καὶ συγχρόνως ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, ἡ μάμμη ἡ Πλανταροὺ καὶ ἄλλοι συγγενεῖς καὶ φίλοι παρόντες, ἔρριπτον ἀργυρᾶ νομίσματα, διὰ ν᾽ ἀσημώσουν τὸ παιδίον. Τὰ ἐπέθετον ἁβρῶς ἐπὶ τοῦ στέρνου καὶ τῆς κοιλίας τοῦ βρέφους, καὶ ὀλισθαίνοντα ἔπιπτον εἰς τὸν πάτον τῆς σκάφης.

Τὸ παιδίον δὲν ἔπαυε νὰ κλαίῃ, καὶ ἡ μαμμὴ τὸ ἐκολύμβιζεν ἀκόμη, τὸ ἐκολύμβιζε. Κολύμβα, τέκνον μου, εἰς τὴν σκάφην σου, κολύμβα, καὶ ἀπόβαλε τὴν ἅλμην σου εἰς τὸ γλυκὸν νερόν. Θὰ ἔλθῃ καιρὸς ὅτε θὰ κολυμβᾷς εἰς τὸ ἁλμυρὸν κῦμα, καθὼς ἐκολύμβησεν ὅλος, χθὲς ἀκόμη, ὁ πατήρ σου μὲ τὴν σκάφην του. «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὁ Θεὸς τῆς δόξης ἐβρόντησε, Κύριος ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν».

*
* *

Τὴν ἐπαύριον, ἑορτὴν τῆς Συνάξεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἔμελλε νὰ βαπτισθῇ τὸ παιδίον, ἐπειδὴ εἶχε συμβῆ νὰ γεννηθῇ οὕτω τὰς παραμονὰς τῆς ἑορτῆς, πρὶν περάσουν ὅλως τὰ Φῶτα. Ἀλλὰ τὴν ἑσπέραν, μετὰ τὰ κολυμπίδια, δεῖπνον παρετέθη εἰς τὴν οἰκίαν. Ἡ μαμμὴ ἐμάζωξε μετὰ προσοχῆς ὅλα τὰ ἀργυρᾶ κέρματα, ἡμιτάλληρα καὶ σβάντζικα* καὶ δραχμάς, τὰ ἐκομβόδεσεν εἰς τὸ μανδήλιόν της, ἐνῷ οἱ παρεστῶτες ἐφώναζαν γύρωθεν: «Νὰ ζήσῃ! σιδεροκέφαλος!» καὶ ἐπηύχοντο εἰς τὴν μαμμὴ «καλὴ ψυχή».

Εἶτα ἡ Μπαλαλοὺ ἐσπόγγισε καλῶς τὸ παιδίον μὲ μέγα λευκὸν προσόψιον, τοῦ ἐφόρεσε καινούργιο καθαρὸν ὑποκαμισάκι καὶ ποδίτσαν, τὸ ἀνέκλινεν ἐπὶ τῶν κνημῶν της, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ περιβάλλῃ μὲ τὰ σπάργανα.

Ὁ ζῳέμπορος ὁ Πραματὴς εἶχεν ἔλθει εἰς τὰ κολυμπίδια, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι ἐπεθύμει νὰ γίνῃ ἀνάδοχος τοῦ βρέφους, εἰς μνήμην τοῦ προχθεσινοῦ ἐν θαλάσσῃ κινδύνου καὶ τῆς διασώσεως.

Ὁ μικρὸς ναύτης ὁ Τσότσος εἶχεν ἔλθει ἕως τὴν θύραν, καὶ ἵστατο θεωρῶν μακρόθεν τὴν τελετὴν τοῦ κολυμβήματος. Ὁ γείτων ὁ Δημήτρης ὁ Σκιαδερός, πρωτεξάδελφος τοῦ Κωνσταντῆ τοῦ Πλαντάρη, δὲν εἶχε φανῆ εἰς τὴν οἰκίαν ἀπὸ πέρυσι, ἀπὸ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου. Ἀλλὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην ἐπῆρε τὴν γυναῖκά του τὴν Δελχαρὼ καὶ τὰ παιδιά του, ἐκ τῶν ὁποίων δύο ἐκράτει αὐτὸς ἁρμαθιαστὰ ἀπὸ τὴν μίαν χεῖρα, τὸ ἓν πενταετὲς καὶ τὸ ἄλλο τετραετές, τρίτον διετὲς ἔφερεν ὑπὸ τὴν μασχάλην, ἓν πενταμηνίτικον βρέφος ἐβύζανεν εἰς τοὺς κόλπους της ἡ γυνή του, καὶ δύο ἄλλα ἑπτὰ καὶ ὀκτὼ ἐτῶν τὴν ἠκολούθουν κρατούμενα ἀπὸ τὸ φουστάνι της, κ᾽ ἐπαρουσιάσθη χαμογελῶν, χαίρων διὰ τὴν χαρὰν τοῦ συγγενοῦς του, γεμᾶτος ἀπὸ εὐχὰς καὶ συγχαρητήρια.

Ἐκάθισαν ὅλοι εἰς τὴν τράπεζαν. Δεξιὰ ἡ Μπαλαλοὺ ἡ μαμμή, ἀριστερὰ ἡ μπροσθινὴ ἡ Σωσάννα, καταμεσῆς ὁ πατὴρ τοῦ νεογνοῦ. Δεξιόθεν τῆς Σωσάννας ἡ Πλανταρού, κατόπιν ὁ ζῳέμπορος ὁ Πραματὴς καὶ δύο τρεῖς ἄλλοι. Τὸ λοιπὸν τοῦ χώρου κατείχετο ἀπὸ τὸν Δημήτρην τὸν Σκιαδερὸν καὶ ἀπὸ τὴν φαμελιά του.

Ἤρχισαν νὰ τρώγουν. Τὰ παιδιὰ τοῦ Δημήτρη τοῦ Σκιαδεροῦ δὲν ἐταιριάζοντο εὔκολα. Ἐφώναζαν, ἐγρίνιαζαν, κ᾽ ἐθορυβοῦσαν. Τὸ ἕνα ἤθελε τσιτσί, δὲν ἤθελε μαμμά. Τὸ τρίτον κλαυθμυρίζον ἐζήτει βρῦ*. Τὸ τέταρτον ἤθελε γλυκό, δὲν τοῦ ἤρεσκε τὸ τυρί. Ἡ ταλαίπωρος ἡ λεχὼ ὑπέφερε κάπως ἀπὸ τὸν θόρυβον. Ἤρχισαν αἱ προπόσεις. Ηὔχοντο εἰς τὸν πατέρα νὰ τοῦ ζήσῃ καὶ εἰς τὴν λεχὼ «καλὴ σαράντιση». Πρώτη ἔπιεν ἡ μαμμή, δεύτερος ὁ πατήρ, τρίτη ἡ γραῖα Σωσάννα ἡ μπροσθινή.

Ὅταν ἦλθεν ἡ σειρὰ τῆς Πλανταροῦς νὰ πίῃ εἰς τὴν ὑγείαν τῆς νύμφης της, εὐχήθη μὲ τρεῖς διαφόρους τόνους φωνῆς:

―Ἐβίβα, νύφη, μὲ καλὸ νὰ σαραντίσῃς… Κι ὅ,τ᾽ εἶπα, παιδάκι μ᾽… ἀστοχιὰ στὸ λόγο μου!

(1894)

`
* ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Άπαντα, Τόμος 3, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δομος, 1984.

Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2016/01/06/aeyiaianio-dhadhaaeaiuioco-othoa-ieuouoa-1894/?fbclid=IwAR0gV-OldQFU0pW5NdhJiLjQKc5dCl1fuw8aeqq3AygJH8CnU9VZ1mnb8DM

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Μεγαλείων ὀψώνια (1912)


Ὅλοι αὐτοὶ οἱ φρόνιμοι γέροι, οἱ πρόθυμοι συμβουλάτορες, ὁποὺ ὀνομάζονται κάπου καὶ «κακῶν παρακλήτορες», εἰς τὴν βίβλον τοῦ Ἰώβ, συνηθροίζοντο συνήθως εἰς τὸ μικρὸν καφενεῖον τοῦ Σκαρτσοπούλου, ἀνάμεσα εἰς τὰ κηράδικα κ᾿ εἰς τὴν ὁδὸν Ντέκα, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν Καμκαρέαν. Ἐκεῖ εὕρισκαν πολλὰ εὔκολα θύματα. Ἂν ἦτον κανεὶς ὁπωσοῦν εὔπορος ἄνθρωπος, καταγόμενος λόγου χάριν ἀπὸ τὴν Λέσβον ἢ τὴν Κύπρον, τὸν ἐπεριποιοῦντο ὁπωσοῦν, ἀλλὰ τὸν ἐρωτοῦσαν «ποῦ τὰ ηὗρε» ἀφοῦ δὲν εἶχε κληρονομήσει τὰ κτήματα τῶν ἀγάδων, οὔτε εἶχε βάλει εἰς πρᾶξιν τὴν «διὰ μαρτύρων ἀπόδειξιν». Ἂν ἦτον ὅμως κανεὶς πτωχός, τότε ἀλλοίμονό του. Τοῦ ἔδιδαν συμβουλάς, πολλὰς συμβουλὰς καὶ νουθεσίας, πῶς νὰ εἶναι φιλόπονος (ὁ ἄνθρωπος συνέβαινε νὰ μὴ εὑρίσκῃ ἐργασίαν), πῶς νὰ εἶναι οἰκονόμος (δὲν εἶχε τί νὰ οἰκονομήσῃ), καὶ νὰ μὴν εἶναι καὶ μέθυσος (ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε πεντάραν διὰ νὰ πίῃ ἕνα ποτήρι).

Ἐκεῖ διεξήγοντο συχνὰ καί τινες ἁπλοϊκαὶ φάρσαι, μεταξὺ τοῦ καφετζῆ καὶ τῶν θαμώνων. Ὁ γερο-Σκαρτσόπουλος ἦτο πρῶτος εἰς τὰ πολιτικά! Ἔλεγε ***

Ὅταν ἦτο νέος πολὺ εἶχε κάμει ὑπηρέτης στὰ χέρια τοῦ Μαυροκορδάτου, καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου, ὄχι τοῦ πολιτικοῦ, καὶ τοῦ Κλωνάρη, προέδρου τοῦ Ἀρείου Πάγου. Ἦσαν χωρισμένοι εἰς παλαιὰ κόμματα ὅλοι. Ὁ Σκαρτσόπουλος, κ᾿ ὁ γερο-Χρυσούλης ὁ Μυτιληνιὸς ἀνῆκον εἰς τὸ Μπαρλέικο, ἤτοι τὸ ἀγγλικὸν κόμμα. Ὁ Μιμῆκος τοῦ Μικέλη, κι ὁ γερο-Κοϊμτζής, καὶ δύο τρεῖς ἄλλοι, ἀνῆκον εἰς τὸ Ναπέικον, ἤτοι τὸ ρωσικὸν κόμμα. «Ὦ βουνοὶ καὶ νάπαι, καὶ Ναπαίων πληθύς…» Ὅθεν διεξήγοντο συχνὰ πολλαὶ οἱονεὶ ἀναδρομικαὶ εἰς τὸ παρελθὸν συζητήσεις. Ὁ γερο-Σκαρτσόπουλος δὲν ἐχώνευε τοὺς πλουσίους, ὅσοι εἶχον γίνει ἑκατομμυριοῦχοι διὰ τῆς μεθόδου τῆς ἐπαγγελματικῆς ψευδομαρτυρίας, ἢ τῆς «διὰ μαρτύρων ἀποδείξεως», ὅπως τὸ ἐξέφραζεν. Ὅθεν ἐπείραζε μὲ κεντρώδη γλῶσσαν πολλοὺς ἐκ τῶν ἰδίων πελατῶν του. Θέλων νὰ κάμῃ ἐπίδειξιν, ὅτι ἐχώνευε πολὺ κρασί, ἐνῷ ἐκεῖνοι συνήθως ἐφείδοντο νὰ πιοῦν, πόσον μᾶλλον νὰ κεράσουν ἄνθρωπον, ἐγέμιζε τὸ ποτήριον νερόν, ἔρριπτε μέσα ὀλίγον ἀφέψημα φασκομηλιᾶς, ὥστε σιμὰ εἰς τὸ ὑποσκότεινον κυλικεῖον καὶ τὴν ἑστίαν τοῦ καφενείου προσελάμβανεν ἀκριβῶς τὸ χρῶμα τοῦ ρετσινάτου. Ἐστρέφετο πρὸς τὴν γερουσίαν, τὴν ἑδρεύουσαν συνήθως περὶ τὰ ἄκρα τραπέζια, σιμὰ εἰς τὴν ἔξοδον, κ᾿ ἔκραζεν· «Ἐβίβα σας!» καὶ τὸ ἔπινεν ἀπνευστί. Μετὰ δέκα λεπτὰ ἄλλο ποτήρι, μετὰ ἓν τέταρτον ἄλλο, καὶ πάλιν ἄλλο. Οἱ καλοὶ γέροντες ἠπόρουν πῶς αὐτὸς ὁ Σκαρτσόπουλος ἦτον ἱκανὸς νὰ πίνῃ καὶ νὰ χωνεύῃ εἰς μίαν ὥραν μίαν κ᾿ ἑκατὸ ρετσινᾶτο, χωρὶς νὰ φαίνεται ὅτι τὸν ἐζάλιζέ ποτε.

Ἐκεῖ ἐσύχναζε κι ὁ γερο-Σ*** ὅστις πολλάκις παρίστατο, ἰδίως τὸ Δωδεκαήμερον καὶ τὰς ἡμέρας τοῦ Τριῳδίου, εἰς ἀγῶνας χαρτοπαικτικοὺς καὶ ζαχαροπλαστικούς, ὅπου ἔπαιζαν δύο «τρίγωνα» ἢ «γαλατομπούρεκο» οἱ γαστρονόμοι. Ἔβλεπεν ἀπλήστως, παρηκολούθει τὴν «πρέφα», ἢ τὸ «κιάμο», εἶτα ἐκοίταζε λείχων τὰ χείλη του, τοὺς τρώγοντας τὸ γλύκυσμα. Ἀλλὰ δὲν ἀπεφάσισε ποτέ του νὰ θυσιάσῃ 25 ἢ 30 λεπτὰ διὰ νὰ φάγῃ ἕνα μπακλαβὰν ἢ τρίγωνον. Ἀποροῦσε μάλιστα πῶς ὑπῆρχον ἄνθρωποι, ὁποὺ νὰ μὴ λυποῦνται τὰ λεπτὰ διὰ νὰ εὐχαριστήσουν «τὴν κοιλιά τους». Εἶχε δὲ περιουσίαν ἴσως ἑκατομμυρίου, καὶ ἦτο ἄτεκνος.

*
* *

Ὁ γερο-Σκαρτσόπουλος εἶχε μερικὰ χαρίσματα καλά, καὶ ὀλίγα ἄσχημα. Διηγεῖτο πῶς συνέβη ποτὲ νὰ δανείσῃ τὸν Κλωνάρην δέκα τάλληρα τὰ μεσάνυχτα εἰς ἀριστοκρατικὴν οἰκίαν ἐπάνω στὸν τζόγον. Ὁ γερο-Περιζίνης ὁ μουσικός, ἐπειδὴ ἤξευρε τὴν ἀδυναμίαν του, ἤρχετο ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος διὰ νὰ παίξῃ καραμπόλαν, ἀποκλειστικῶς μαζί του. Τὸν ἐκέρνα καφὲν καὶ κονιάκ, ἔχανε πάντοτε, ἢ καὶ ἂν ἐκέρδιζε κάποτε δὲν ἐσυνερίζετο, ἔδιδεν ἓν δίφραγκον ἀργυροῦν, καὶ δὲν ἔπαιρνε ρέστα.

Διηγεῖτο πῶς ποτὲ εἰς τὸ Ἄργος, μετὰ τὴν στρατείαν τοῦ Δράμαλη, ὅταν ἦτο πτωχὸν παιδίον, κ᾿ εἶχε χαθῆ πρὸς καιρὸν στὰ βουνά, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι, ὕστερα, ὅταν ἀπέθανεν ἡ μάννα του ―ἥτις εἶχε ζητήσει εἰς τὰ λοίσθιά της ζουμὶ ἀπὸ σταφύλι κ᾿ ἕνα ψίχουρο (τοῦτο δὲ ἐσήμαινε συμβολικῶς τὴν Μετάληψιν), κ᾿ ἐπειδὴ ἦτο παροῦσα μία Ἰταλίς, σύζυγος φιλέλληνος, ἔνευεν ἐπιμόνως νὰ βγάλουν τὴν Φράγκισσαν ἔξω, τὴν ὥραν ποὺ θὰ ἤρχετο ὁ παπὰς νὰ τῆς μεταδώσῃ τὸ μυστήριον― ὅταν λοιπὸν ἔμεινε τὸ παιδίον ὀρφανὸν κ᾿ ἔρημον εἰς τὸν κόσμον, ἐμαστίζετο ἐπὶ μῆνας ἀπὸ πυρετούς, κ᾿ ἦτο κατάχλωμος, καὶ «τὰ κόλλυβα στὸ ζωνάρι». Ἐκεῖ μίαν ἡμέραν, εἰς τὴν πλατεῖαν τοῦ Ἄργους, ὅπου ἔψηναν τὶς γουρουνοποῦλες, ἐπῆγε κ᾿ ἐκάθισεν ὥραν πολλὴν κοιτάζων ἀπλήστως τὰς σούβλας μὲ τὰ ροδίζοντα ἀχνιστὰ γουρουνόπουλα, καὶ δεν ἤθελε νὰ ξεκολλήσῃ ἀπεκεῖ, ἂν καὶ τὸν εἶχαν διώξει ἐπανειλημμένως. Τότε εἷς ὁπωσοῦν εὐσπλαγχνικὸς ἄνθρωπος τοῦ ἔδωκε μίαν φέταν ψωμί, κ᾿ ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ ψητὸν χοιρίδιον. Ὁ Σκαρτσόπουλος τὸ ἔφαγεν ἀπλήστως, ἰατρεύθη, καὶ δὲν τοῦ ἦλθε πλέον πυρετὸς εἰς τὴν ζωήν του.

Ἐντούτοις ἦτο ἀλαζὼν καὶ θρασὺς συνήθως. Μίαν φορὰν ἐκαυχήθη, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «ἐγὼ δὲν ἐπῆγα ποτὲ εἰς τὴν ἀστυνομίαν οὔτε θὰ πάω». Τότε εἷς νεώτερος πτωχὸς ξένος σπουδαστής, ἐξ ἐκείνων εἰς τοὺς ὁποίους ἐδαπάνων ἀφειδῶς τὰς συμβουλάς των οἱ γέροι, «οἱ κακῶν παρακλήτορες», ἐτόλμησε νὰ τοῦ εἰπῇ: «Μὴ λὲς μεγάλο λόγο, γερο-Σκαρτσόπουλε». Ὁ γέρων καφετζὴς δὲν ἐκάμφθη ἐντούτοις κ᾿ ἐπέμενεν εἰς τὴν ἔπαρσίν του. Μετὰ 15 χρόνια ἔκτοτε, ὅταν εἶχε γηράσει ὁ Σκαρτσόπουλος κ᾿ εἶχε ξεκάμει τὸ μαγαζί, εἶχεν ὑπάγει χάριν γήρατος εἰς τὸ χωρίον Κ.Χ. πρὸς τὸν Πάρνηθα, ὅπου ὁ υἱός του, λαβὼν μετὰ πέντε ἐξετάσεις δίπλωμα τῆς ἰατρικῆς, ἦτο θεραπευτὴς μὲ ἐτησίαν συμφωνίαν, ἢ «κονδότα»*. Ἓν Σάββατον, τὸ βράδυ, ὁ υἱός του εἶχεν ἀναχωρήσει διὰ εἰκοσιτετράωρον ἀπουσίαν εἰς Ἀθήνας, ἀφοῦ εἶχεν ὑποδείξει εἰς τὸν πατέρα του [τὸ] ποτήριον σκεπασμένον μὲ χαρτί, διὰ νὰ τὸ δώσῃ διὰ μίαν πάσχουσαν χωρικὴν κόρην, ἅμα θὰ ἐζητεῖτο. Τὸ ἰατρικὸν ἦλθαν νὰ τὸ ζητήσουν ἀργὰ τὴν νύκτα. Ὁ γερο-Σκαρτσόπουλος ἦτο ζαλισμένος τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τοῦ Σαββάτου ἀπὸ σπονδὰς μὲ χωρικοὺς γέροντας φίλους του, ἀρτίως ἐλθόντας ἐκ τῶν ἀγρῶν, ὁποὺ ἤθελον ν᾿ ἀναψυχθοῦν μὲ τὰ προεόρτια τῆς Κυριακῆς.

Ὁ Σκαρτσόπουλος, ὀγδοηκοντούτης ἤδη, δὲν ἔβλεπεν ἄλλως τὴν νύκτα, ἔψαχνε καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τοῦ εἶπεν ὁ υἱός του ὅτι εἶχεν ἀποθέσει τὸ φάρμακον. Εἶτα ὕψωσε τυχαίως τὸ βλέμμα πρὸς ἓν ἀραφάκι τῆς ἑστίας, εἶδεν ἐκεῖ μίαν φιαλίδα περιέχουσαν κάτι λευκάζον, τὴν ἔλαβε, καὶ τὴν ἐνεχείρισεν εἰς τὸν ζητοῦντα.

Ἡ οἰκογένεια ἔδωκεν εἰς τὴν πάσχουσαν τὴν δόσιν ὁποὺ τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὁ ἰατρός. Μετὰ ὀκτὼ ὥρας ἡ κόρη, κατόπιν βαθέος ληθάργου, ἀπέθανεν. Ἡ μικρὰ φιάλη περιεῖχεν ὄπιον.

Ἔσυραν εἰς τὸ Πλημμελειοδικεῖον τὸν υἱὸν καὶ τὸν πατέρα του. Ὁ γερο-Σκαρτσόπουλος ἀπηλλάγη ὡς ἀκαταλόγιστος. Ὁ ἰατρὸς κατεδικάσθη εἰς ἑξάμηνον φυλάκισιν.

*
* *

Ὁ γερο-Κοϊμτζὴς ἦτο ὁ ἀξιολογώτερος γέρος ἐξ ὅλων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖ. Εἰς τὰ νιᾶτά του ἐπώλει τὸ ἔλαιον εἰς τοὺς δρόμους μὲ τὸ κάρο. Εἰς τὰ γηράματά του ἐφόρει «ρετσίνες»*, ὅπως ἤρχισαν νὰ κατασκευάζωνται τότε, καὶ πτερνοπατημένα σανδάλια. Ἐλέγετο ὅτι εἶχεν ὑπὲρ τὰ δύο ἑκατομμύρια. Εἶχε νυμφευθῆ πολὺ νεωτέραν του περικαλλῆ γυναῖκα. Τοῦ εἶχε κάμει σχεδὸν μίαν δωδεκάδα παιδιά. Ἡ γυνὴ ἐπόθει μεγάλως νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν κοινωνίαν, διὰ νὰ εἶναι καὶ αὕτη ὅπως «ὁ καλὸς κόσμος». Ἐπρόκειτο νὰ στείλουν τὸν μεγαλύτερον υἱὸν εἰς τὸ Παρίσι, διὰ νὰ 〈μὴ〉 εἰσέλθῃ καὶ αὐτὸς διὰ τῆς κοινῆς θύρας. Ἐχρειάσθη μὲ πολὺν κόπον νὰ ἐκβιάσουν τὸν γέρον, διὰ ν᾿ ἀποφασίσῃ νὰ δώσῃ ἓν πεντακοσάρικον, διὰ νὰ ἐκκινήσῃ ὁ υἱός.

Ὁ γέρων ἐνέμεινεν ἄκαμπτος εἰς τὸ παλαιόν. Ἐταμίευε τὰ σκουπίδια του, ὅπως ὅλοι οἱ ἐντόπιοι Ἀθηναῖοι, εἰς τὸ κατώγι τῆς οἰκίας, καὶ δὲν ἔβλεπες ποτὲ τενεκὲν ἐμπρὸς εἰς τὴν ἐξώπορταν, ἢ τὸ αὐλάκι τοῦ πεζοδρομίου. Ἔπειτα, μετὰ ἔτος, ἓν μακρὸν ἁμάξι τακτικὰ ἤρχετο, ἐφόρτωνε τὰ ἐνιαύσια σκουπίδια, ἐγέμιζε τὴν γειτονιὰν κονιορτὸν καὶ ὀσμήν, καὶ τὰ ἐκουβάλει εἰς τὴν ἐξοχήν, διὰ νὰ λιπανθοῦν τὰ κτήματα τοῦ γερο-Κοϊμτζῆ.

Εἰς τὴν πλύστραν, τὴν ὁποίαν ἐκάλει οἴκαδε διὰ νὰ πλύνῃ καὶ ἁπλώνῃ τὰ ροῦχα ἀνὰ τὴν εὐρεῖαν αὐλήν, ἐφέρετο κάπως αὐστηρῶς ἡ κυρία Κοϊμτζῆ. Δὲν τῆς ἐπέτρεπε ν᾿ ἁπλώσῃ εἰς τὸ ἴδιον σχοινὶ τὰ ἐνδύματα τῆς δούλας, καὶ τὰ φορέματα τῶν ἰδίων τέκνων της. Ἄπαγε! Δὲν ἦσαν, βλέπεις, πλασμένοι ἀπὸ τὸ ἴδιον χῶμα. Κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο ἁπλοϊκή, καὶ πολὺ «ἀναφάνταλη»*. Ὅλα τὰ μυστικά της τὰ ἐκήρυττεν ἐπὶ τοῦ ἐξώστου. Ὅταν ἔκλαιον τὰ δύο παιδιά της τὰ μικρά, καθ᾿ ὃν χρόνον εἶχεν ἀπογεννήσει τέλος, καὶ τῆς ἐζήτουν φροῦτο ἢ γλύκυσμα, αὐτή, ὅταν εἶχε νυκτώσει πρὸ μικροῦ, ἐφώναζε πρὸς τὴν γειτόνισσαν τὴν πλαϊνήν της, καὶ τὴν ἄλλην τὴν ἀντικρινήν:

―Ἐγὼ ἔχω ρόιδα, κυδώνια, σταφύλια, μὰ δὲν τοὺς δίνω. Νὰ σκάσουν!

Κατόπιν, ὅταν ἐβεβαιοῦτο πλέον εἰς ὅλην τὴν γειτονιὰν ὅτι εἶχεν ἀπὸ τὰ εἰρημένα εἴδη, ἐκάμπτετο, καὶ τοὺς ἔδιδε ― διὰ νὰ λουφάξουν.

*
* *

Μὲ τὸν καιρόν, ὅταν ἐμεγάλωσεν ἡ κόρη ―ἦτο κομψή, χλωμή, καὶ ὀνειρώδης― ἀνάγκη πᾶσα νὰ τὴν ἐμβάσουν εἰς τὸν κόσμον διὰ τῆς μεγάλης θύρας. Τῆς ἐπῆραν δασκάλαν στὸ πιάνο, στὰ γαλλικά. Κάτι ἔμαθεν ἡ κόρη νὰ τραυλίζῃ καὶ νὰ βομβῇ, ἀκόμη καὶ τὸν «Χορ-χορ-ἀγάν». Τέλος ἔπρεπε νὰ τὴν ὑπανδρεύσουν, νὰ τῆς ἀγοράσουν δηλ. σύζυγον. Ἢ ἕνα στρατιωτικὸν ἀπὸ ἱστορικὴν οἰκογένειαν, ἢ ἕνα πολιτευόμενον μὲ μέλλον. Εἰς τί θὰ ἐχρησίμευεν ἡ προίξ, ἐὰν δὲν θὰ εἶχεν ὁ ἄνθρωπος νὰ βαπτίζῃ ὅλα τὰ χωριατόπουλα, καὶ νὰ στεφανώνῃ ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, διὰ νὰ κάμῃ κουμπάρους καὶ κομματάρχας; Εἶναι γνωστὸν ὅτι αἱ ἐκλογαὶ γίνονται μὲ κουμπαριὲς κ᾿ ἐνίοτε μὲ κουμπουριές. Καὶ νὰ περιέρχηται εἰς τὰς παραμονὰς χιλίας τόσας ταβέρνας, ὁποὺ φυτρώνουν μάλιστα ὡσὰν ἐπίτηδες ἐκείνας τὰς ἡμέρας, τόσα μπακάλικα καὶ καφενεῖα, διὰ νὰ δίδῃ χίλια πεντάδραχμα διὰ κέρασμα καὶ νὰ μὴν παίρνῃ ρέστα;

Ἐπολιόρκησαν τὸν γέρον. Οὗτος, καθὼς εἶχε παραγηράσει μάλιστα, ἐφρόνει τὰ παλαιά. Τὸν ἤθελε «σώγαμπρον». Χιλίας δραχμὰς τὸν μῆνα, καὶ νὰ μὴν ἔχῃ δικαίωμα νὰ ξοδεύῃ λεπτὸν ἀπὸ τὸ κεφάλαιον. Καὶ μήπως μικρὸν πλεονέκτημα ἦτο ὁπωσδήποτε νὰ διορισθῇ τις γαμβρὸς μὲ μισθὸν χιλίων δραχμῶν κατὰ μῆνα; Τί καλύτερον; Οὔτε στρατηγός, οὔτε πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, σχεδὸν οὔτε Μητροπολίτης δὲν ἔχει τόσα κατὰ μῆνα. Ὁπωσοῦν ἡ ὑπόθεσις ἐσυμβιβάσθη καὶ ὁ γάμος ἔγινεν. Ἔκτοτε ἡ κυρία Σκαρτσοπούλου εἰσῆλθε διὰ τῆς ἐπισήμου θύρας εἰς τὸν μεγάλον κόσμον καὶ εἶδε τὰ ἰδανικά της νὰ γίνουν πράγματα.

*
* *

Καλὸς ἦτο καὶ ὁ γερο-Γιάννης ὁ Βελισαρόπουλος, πρῴην στρατιωτικός, ὁποὺ εἶχε γαμβρὸν εἰς τὴν μοναχοκόρην του τὸν ἀδελφὸν ἑνὸς Δεσπότη. Κι ὁ μοναχογυιός του ἔμελλεν ἀσφαλῶς νὰ πάρῃ ἄριστα, ὅταν θὰ ἐθριάμβευεν εἰς τὰς ἐξετάσεις τῆς Νομικῆς. Τὸ εἶχε δοκιμάσει ἄλλως, διότι ἤδη εἶχε δώσει ἐξετάσεις, ὄχι εἰς τὸ ἴδιον ὄνομά του. Σημειώσατε ὅτι ἡ μοναχοκόρη δὲν ἦτο κόρη του, κι ὁ μοναχογυιός [του] δὲν ἦτο γυιός του. Ἡ μία ἦτο ψυχοκόρη τῆς γυναικός του, πρὶν τὴν νυμφευθῇ ὁ κυρ-Γιάννης, κι ὁ ἄλλος ἦτο τέκνον τῆς ἰδίας ἀπὸ τὸν πρῶτον ἄνδρα της. Κατ᾿ ἄλλους εἶχε περισσοτέρους. Ὅταν δὲ τὴν ἐνυμφεύθη ὁ Γιάννης, αὕτη εἶχε περιουσίαν τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀποκτήσει μὲ τὰς ἐκδουλεύσεις της, κ᾿ ἐκεῖνος εἶχε σύνταξιν τῆς ὁποίας εἶχεν ἀξιωθῆ λόγῳ τῆς ὑπηρεσίας του. Τέλος ὑπάνδρευσε τὴν κόρην, καὶ τῆς ἔδωκε καλὴν προῖκα. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Δεσπότη ἔλεγεν ὅτι εἶχε σπουδάσει τὰ νομικά· ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, εἶχε πλείστας ἀποδείξεις τῶν ἀκροάσεών του. Ὁ προγονὸς τοῦ κὺρ Γιάννη, νεαρὸς φωστὴρ τῆς Νομικῆς, τὰς ἔλαβε, προσῆλθεν εἰς τὸ Πανεπιστήμιον ὑπὸ τ᾿ ὄνομα τοῦ γαμβροῦ, κ᾿ ἐξητάσθη. Ἀνηγορεύθη διδάκτωρ μὲ λίαν καλῶς. Ὁ γαμβρὸς ἔλαβεν ἀπὸ τὰς χεῖράς του τὸ δίπλωμα, καὶ ὡς νομικὸς ὁποὺ ἦτον, μὲ τὰ μέσα μάλιστα τοῦ Δεσπότη, διωρίσθη ἔπαρχος. Ἐξηκολούθει νὰ διατελῇ εἰς τὴν θέσιν ταύτην ἐπὶ πολλὰ ἔτη μεχρισότου ἡ θέσις κατηργήθη ὁριστικῶς. Ὁ γυναικάδελφός του προσέφερε παρομοίας ἐκδουλεύσεις εἰς πολλοὺς ἄλλους φίλους του. Διάφοροι καθηγηταὶ συνήθιζον νὰ δίδουν γαλλικὰ συγγράμματα εἰς εὐνοουμένους σπουδαστὰς ἢ ἀποφοίτους, καὶ τοὺς ὑπεδείκνυον σελίδας πρὸς μετάφρασιν, διὰ νὰ κατασκευάσωσι τὴν λεγομένην ἐναίσιμον διατριβήν. Ποῖος νὰ ξεύρῃ γαλλικὰ τόσα διὰ νὰ κάμῃ τὴν μετάφρασιν; Ὁ προγονὸς ὅμως τοῦ κὺρ Γιάννη ἤξευρε, φαίνεται, ἀρκετά. Μετέφρασε δύο τρεῖς περικοπὰς περὶ ἐπιστημονικῶν θεμάτων διὰ τοιούτους ὑποψηφίους διδάκτορας τῆς Νομικῆς, καὶ ἄλλην μίαν δι᾿ ἕνα θεολόγον. Εἰς τὸν τελευταῖον τοῦτον ὁ ἁρμόδιος καθηγητὴς εἶχεν ὑποδείξει πρὸς μετάφρασιν ἔκ τινος προτεσταντικοῦ λεξικοῦ τὴν βιογραφίαν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὁ εὐπροαίρετος μεταφραστὴς μεγάλως ἐξεπλάγη, ὅταν εἶδεν ὅτι τὸ ἄρθρον ἦτο γραμμένον μὲ πνεῦμα πολὺ σκεπτικὸν καὶ σχεδὸν ἄπιστον. Ἀλλὰ τί θὰ ἐχρειάζετο ἡ Θεολογικὴ Σχολή, ἂν ἔμελλε ν᾿ ἀσχολῆται ἀποκλειστικῶς εἰς «τετριμμένα» θέματα, καὶ νὰ ἐμπνέεται ἀπολύτως ἀπὸ τὰ συναξάρια; Τόσοι σοφοὶ ἄνδρες, φωστῆρες ἐκ τῆς Ἑσπερίας ἀνατείλαντες, μὲ τόσον παχεῖς μισθούς, καὶ νὰ μὴ μεταγγίσουν ὀλίγον ἀθεϊστικὸν πνεῦμα εἰς τὴν Ἑλλάδα!

Ὅταν εἶδεν ὁ μεταφραστὴς ὅλας αὐτὰς τὰς «ἐναισίμους διατριβὰς» τυπωμένας, χωρὶς καμμίαν διασκευὴν ἢ χωρὶς μικρὰν εἰσαγωγὴν ἢ καὶ προοίμιον, ἀλλὰ κατὰ λέξιν ὅπως αὐτὸς τὰς εἶχε γράψει, ἐθαύμασε τὸν ἑαυτόν του ὅστις δὲν ἦτο μόνον δεινὸς εἰς τὰ νομικά, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν θεολογίαν. Δυστυχῶς ὁ νέος ἐχτίκιασεν, ἀπὸ τὴν πολλὴν μελέτην, ὡς ἔλεγον, καὶ ἀπέθανε, πρὶν δώσῃ ἐξετάσεις καὶ δι᾿ ὄνομά του. Εἰ δὲ μή, ἂν ἐπέζη, θὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ κατασκευάσῃ πολλὰς δωδεκάδας διδακτόρων.

Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Δεσπότη ἐπέζησεν. Εἶχε πάθει ἀμαύρωσιν, καὶ ἦτο τυφλός. Εἶχεν εὕρει γυναῖκα μὲ προῖκα, δίπλωμα χωρὶς κόπον, θέσιν χωρὶς σκοτούραν, καὶ προσέτι ἔλαβε καὶ τὴν κληρονομίαν τοῦ ἀποκρύφου εὐεργέτου του. Τοιαῦτα ἐγίνοντο εἰς τὴν μακαρίαν ἐποχὴν τῶν διπλωμάτων καὶ τῶν θέσεων. Μεταξὺ τῶν πολλῶν κεφαλληνιτικῶν ἀνεκδότων, περὶ τοῦ ἀειμνήστου Γ. Ἰακωβάτου, φέρεται καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅταν ὁ Ἰακωβᾶτος ἐπῆγε πρώτην φοράν, μετὰ τὴν ἕνωσιν τῶν Ἰονίων νήσων, εἰς Ἀθήνας ὡς βουλευτὴς ἢ πληρεξούσιος, εἷς χωρικὸς ἐκ τῶν ἐκλογέων του τοῦ εἶχε ζητήσει: «Θέση, ἀφεντικό». Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Ληξούρι, ὁ Ἰακωβᾶτος τοῦ εἶχεν ἀγοράσει ἀπὸ τὰ φεσοποιεῖα, τὰ σωζόμενα τότε ἐν Ἀθήναις παρὰ τὸ Ἀναβρυτήριον, ἕνα φέσι καὶ τοῦ τὸ προσέφερε.

― Πάρε τὸ φέσι ποὺ μοῦ παράγγειλες, μωρὲ Σπύρο.

― Φέσι;… Ἐγὼ σοῦ εἶπα θέση, ἀφεντικό.

― Θέση! κ᾿ ἐγὼ παράκουσα, καημένε.

Ἄλλος πάλιν μετὰ χρόνους, σκυτοτόμος αὐτός, ἐλθὼν εἰς τὰς Ἀθήνας, τὸν εἶχε φορτωθῆ διὰ «θέση». Ὁ Γ. Ἰακωβᾶτος μετὰ δύο ἡμέρας τοῦ εἶπε:

― Σοῦ ηὗρα θέση. Εἶναι ἕνας πάγκος, εἰς μέρος διαβατικὸ καὶ κατάλληλο, κοντὰ στὸ παζάρι. Σοῦ τὸν ἐνοικίασα, ἐπλήρωσα διὰ μίαν τριμηνίαν. Πάρε κι αὐτὴ τὴ μονέδα ν᾿ ἀγοράσῃς πετσὶ καὶ σύνεργα, καὶ πιάσε μετὰ τὴ δουλειά σου.

*
* *

Τελευταῖος καὶ ταπεινότερος ἐκ τῶν θαμώνων ἦτο ὁ μπαρμπα-Νικόλας ὁ Μονεβασίτης, πρῴην μανάβης. Ὅταν ἐγύριζε μὲ τὸ γαϊδουράκι του ὅλην τὴν πόλιν, κ᾿ ἐπώλει καρποὺς καὶ κηπουρικά, τοῦ συνέβη νὰ κρατήσῃ μὲ τὰς χεῖράς του εἰς τὸ κέντρον τοῦ δρόμου, ἀφηνιασμένον ἄλογον, καὶ νὰ τὸ καταδαμάσῃ. Εἶχε κερδίσει ὁπωσοῦν χρήματα ἐκ τοῦ ἐμπορίου του. Εἶχε κι αὐτός, ὅπως ὁ Βελισαρόπουλος, ἕνα μοναχογυιόν, πλὴν ἰδικόν του. Ἡ μεγάλη ἀδυναμία κι ὁ καημός του ἦτο «νὰ γίνῃ τὸ παιδί του καλύτερο ἀπ᾿ αὐτόν». «Τί τὸν θέλω, ἂν εἶναι νὰ γίνῃ χαμάλης, σὰν ἐμένα. Ὁ λόγος εἶναι νὰ τὸν ἔχω καμάρι στὰ γηρατειά μου». Ἐθυσίασεν ὅσα εἶχε διὰ νὰ τὸν βγάλῃ μηχανικόν, τὸν διετήρησε πέντε χρόνους εἰς Ἀθήνας, κι ἄλλα τρία εἰς τὴν Ἑλβετίαν. Τέλος ὁ υἱός του ἐβγῆκε πράγματι ἄξιος μηχανικός. Διωρίσθη εἰς ἐξέχουσαν θέσιν, εἶχεν ἑξακοσίας δραχμὰς τὸν μῆνα, κ᾿ ἐνυμφεύθη μίαν Γερμανίδα. Ἐκάλει τὸν πατέρα του πολλάκις εἰς τὸ δεῖπνον, τοῦ ἔδιδεν 20 ἢ 30 δρ. τὸν μῆνα, καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ μένῃ παρ᾿ αὐτῷ. Ὁ γερο-Νικόλας, χηρευμένος ἀπὸ 30τίας, καὶ μὴ ἔχων ἄλλο τέκνον, ὑπέργηρος, ἡμίτυφλος, μὲ ἐπίδεσμον περὶ τὸ ἓν ὄμμα, δὲν εἶχε θάλπος εἰς τὸ πενιχρὸν δωμάτιον ὅπου ἔμενε.

Τὴν πρώτην φορὰν ὁποὺ ἐδείπνησε παρ᾿ αὐτῷ ὁ γέρων, ὅπως ἦτο συνηθισμένος ἔκπαλαι, ἔκαμε τὸν σταυρόν του. Ἐπειδὴ ὅμως ἦτο ὀλίγον περήφανος, τοῦ ἐκακοφάνη διότι δὲν εἶδε τὸν υἱόν του νὰ τὸν μιμηθῇ. Εἰς τὸ τέλος τοῦ δείπνου, ὅταν καὶ πάλιν ἔκαμε τὸν σταυρόν του, τοῦ εἶπε:

― Δὲν κάνεις, Φίλιππα, τὸν σταυρόν σου καὶ σύ;

― Τί χρειάζονται αὐτά; εἶπεν ὁ μηχανικός. Αὐτὰ τώρα πᾶνε, σκούριασαν.

Ὁ γέρος διηγεῖτο τὸ παράπονόν του εἰς ἕνα πτωχὸν νέον, σπουδαστήν, τὸν ἴδιον ὅστις εἶχε κάμει κάποιαν παρατήρησιν ἄλλοτε εἰς τὸν καφετζήν, τὸν γέρο-Σκαρτσόπουλον.

― Καὶ στὴ λοκάντα*, γυιέ μου, τὰ ἴδια παθαίνω. Ὅταν καθίσω νὰ φάω κάποτε, εἶναι μερικοὶ νέοι καλοφορεμένοι, δὲν ξέρω ἂν εἶναι φοιτηταί, ὁποὺ ἅμα μὲ ἰδοῦν νὰ κάμω τὸν σταυρόν μου, μὲ περιγελοῦνε.

― Σ᾿ αὐτὸ ἐσὺ φταῖς, γερο-Νικόλα.

― Τί λές, παιδί μ᾿; Φταίω ποὺ κάνω τὸ σταυρό μου;

― Φταῖς, γιατὶ τοὺς κοιτάζεις νὰ ἰδῇς τί φρονοῦνε. Μήπως λοιπὸν κάνεις τὸν σταυρό σου ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια; Νὰ κάνῃς τὸν σταυρό σου μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἀπεριέργειαν, καὶ νὰ μὴν κοιτάζῃς διόλου ποιὸς εἶναι ἀντικρύ σου, Ἑβραῖος, Τοῦρκος ἢ Φαρμασῶνος.

Τὰς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων, ὁ μηχανικὸς ἐκάλεσε τὸν πατέρα του οἴκαδε, διὰ νὰ παρευρεθῇ εἰς τὸ «Δένδρον τῶν Χριστουγέννων».

― Τί δένδρο ἦτον ἐκεῖνο, παιδάκι μου, διηγεῖτο ἀκολούθως ὁ γερο-Νικόλας εἰς τὸν νεαρὸν φίλον του, τὸν προειρημένον. Ἄκουσες ἐσὺ δένδρο ποὺ νὰ ἔχῃ κρεμασμένα ἀπάνω του καλαθάκια καὶ χαρτάκια μὲ κουφέτα καὶ καραμέλες;

― Αὐτὸ εἶναι δένδρο ποὺ δὲν ἔχει ρίζες, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ κάμῃ φυσικοὺς καρπούς, μπαρμπα-Νικόλα. «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπόν, ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται». Ἡ ξενομανία ποὺ τοὺς ἐκόλλησε εἶναι σαπρὸν δένδρον, καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμῃ σαπροὺς καρπούς.

Ὁ γέρων ἐστέναξεν.

―Ἄχ, καλύτερα νὰ τὸν ἄφηνα νὰ γίνῃ χαμάλης σὰν ἐμένα!

(1912)

Πληροφορίες

  • Τίτλος
    Άπαντα, τόμος 4
  • Κριτική έκδοση
    Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
  • Εκδόσεις
    ΔΟΜΟΣ
  • Τοπο χρονολογία
    Αθήνα 1985
  • Έτος πρώτης δημοσίευσης
    1912
  • Σελίδες


Πηγή: https://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/239-megaleion-psonia-1912

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης- Γουτού Γουπατού


Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Γουτού Γουπατού» δημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1899 στην εφημερίδα «Ακρόπολις».

Τον επετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον εχλεύαζον τα κορίτσια της γειτονιάς, τον εφοβούντο τα νήπια και τα βρέφη. Τον έλεγαν κοινώς «ο Ταπόης» ή ο Μανόλης το «Ταπόι».
    — Ο Ταπόης! Να, ο Ταπόης έρχεται...
    Φόβος και τρόμος εκολλούσε τα άκακα βρέφη εις το άκουσμα του ονόματος τούτου. Η νεολαία του χωρίου, οι θαμώνες των μαγαζιών και των καφενείων, δεν έπαυαν ποτέ να τον  πειράζουν.
    — Είσ’ ένα χταπόδι, καημένε Μανολιό, είσαι χταπόδι.
    Κι εκείνος, με την γλώσσαν του την δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων, απήντα·
    — Ναι, είμι Ταπόι!... Ισύ είσι ταπόι. (Ναι, είμαι χταπόδι, εσύ είσαι χταπόδι).
    Είχε φίλους τόσον ολίγους και τόσον αμέτρητους εχθρούς, εις μέρος τόσον ολιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ή διακριτικός τις τον  υπερήσπιζεν εναντίον της επιθέσεως των αγυιοπαίδων. Εις εκείνον εγίνετο σκλάβος ισόβιος, κι εξετέλει δι’ αυτόν διακονήματα προθύμως, μετά βίας δεχόμενος φίλεμα ή κέρασμα. Προς όλους τους άλλους δεν υπήρχε φιλία, ούτε σπονδή.

    Μόνον την μητέρα του είχεν εις τον  κόσμον. Εκείνη τον  επόνει, τον ηγάπα περιπαθώς, και αυτός την ελάτρευεν· αδελφήν δεν είχεν. Ο ένας αδελφός του είχε χαθή εις την Αμερικήν προ χρόνων και δεν ηκούσθη. Ο άλλος, χασομέρης, άχρηστος, ως μόνον επάγγελμα είχε το να πηγαίνη κάθε χρόνον μέσα εις την μεγάλην στερεάν, εκεί όπου υπήρχον άφθονα θέρη, και να κάμνει το έργον της σβάρνας· ήτο δε η σβάρνα βαρεία σανίς, την οποίαν έσυρον άλογα ή βόδια εις το αλώνι· και αυτός εκάθητο επάνω εις την σανίδα, έμψυχον βάρος, δια να γίνεται τέλειον το αλώνισμα· εκεί είχεν αποθάνει. Ο τρίτος εγύριζε ναυτικός εις τα ξένα. Ο Μανόλης άλλην στοργήν δεν είχεν εις τον  κόσμον από την μητέρα του. Αύτη ήτο ήδη γραία, και αυτός είχε μεγαλώσει πολύ.
    Οι ολίγοι φίλοι του, εκείνοι οίτινες συνεπάθουν προς αυτόν εν τη αγορά, τον είχον ακούσει επανειλημμένως ν’ απειλή και να λέγη με την γλώσσαν του την νηπιώδη·
    — Τάνι Γιά πετάνι γω πιιγώ μέτα Μπούτι! (Σαν πεθάνη η Γριά, θα πέσω εγώ να πνιγώ μες στο Μπούρτζι.)
    Εθεώρει τον εαυτόν του ως άχρηστον. Εξαιρουμένης της γλώσσης το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές. Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού· δεν εκινείτο ελευθέρως. Η δεξιά χειρ, αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου. Δια να δράξη έν πράγμα, συνήθως βραχίονα ή πλάτην κανενός παιδίου οχληρού, εχρειάζετο κόπον· έπρεπε να την βοηθήση η άλλη χειρ, να ψαύση δηλαδή τον  γρόνθον της δεξιάς, και να τον  διευθύνη· αφού όμως άπαξ έδραττε το αντικείμενον, η τεραστία χειρ δεν το άφηνε πλέον, σχεδόν και αν ήθελε να το αφήση. Αλλοίμονον τότε εις τον βραχίονα, εις την ωμοπλάτην, αλλοίμονον εις την κεφαλήν του αυθάδους. Ήτο χωλός  και  κυλλός  και  μογιλάλος. Ήτο ο Μανωλιός το ταπόι.
    Τέσσαρες ή πέντε άνθρωποι εγνώριζον καλώς την γλώσσαν του εις όλον το χωρίον. Ούτοι εκαλούντο, καθώς τους είχεν ονοματίσει ο ίδιος, ο Γωμέος, ο ΙΙαγιώτας και ο Παπαγάς. Τα καθαυτό ονόματά των ήσαν Λαμιαίος και Μιχαλιός και Παπαγιάννης. Αλλά πώς εκ  του  Μιχαλιός, εσχημάτισε το Παγιώτας; Άπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβήν ή μετέθετε τον τόνον. Η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων. Γατί ονόμαζε το γατί, γατί το γιατί, γατί το χαρτί.
    Αλλ’ έξαφνα μίαν ημέραν εξέφερε φράσιν εν η υπήρχεν η λέξις αύτη, πλην δεν έβγαινε νόημα ούτε ως γατί, ούτε ως γιατί, ούτε ως χαρτί. Η φράσις ήτο:
     «Πότε τη Γουτού, Γουπατού, μαμ γατί»· (Πότε ναρθή του Χριστού, τ’ Αι-Βασιλειού, να φάμε...). Καταρχάς οι τρεις γνώσται της γλώσσης ενόμισαν, ότι απεκάλει μυκτηριστικώς γατιά τα κρέατα τα οποία επωλούσαν οι κρεοπώλαι του χωρίου. Οι τρεις προειρημένοι, και μάλιστα ο Παγιώτας, ήσαν δυνατοί εις την γλώσσαν του, και την ωμίλουν οι ίδιοι. Αλλ’ όταν προσέτρεξαν εις τα ανώτερα φώτα του κυρ Γιωργή του Δαυκιώτη, διευθυντού του μεγάλου καφενείου, όστις ήτο  και ο επίσημος προστάτης του Ταπόη, και οιονεί επίτιμος καθηγητής της ιδιαιτέρας γλώσσης, χωρίς να την ομιλή ο ίδιος, ούτος απεφάνθη ότι τοιαύτη πικρά ειρωνεία δεν θα ήρμοζεν εις τα αισθήματα του πτωχού του Μανόλη, αλλ’ ότι ίσως ωνόμαζεν απλώς «γατί» και το κατσίκι και το αρνί. Ως τόσον το πράγμα έμεινεν αμφίβολον άχρι της ώρας ταύτης.
     Επερίμενε πράγματι ανυπομόνως πότε νάρθη του Χριστού, τ’ Αι-Βασιλειού, και άμα έμβαινε το Σαρανταήμερον, όπισθεν της θύρας του καφενείου του κυρ- Γιωργή, εσημείωνεν ιδιοχείρως, με έν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιώτες, όσας ημέρας έχει η Σαρακοστή και κάθε πρωί, πριν του δώση ο Γιωργής τσιγάρον να καπνίση, ή καφέν να πίη, έσπευδε να σβύση μίαν ιώτα, και τας έβλεπε με χαράν να ολιγοστεύουν. Πλην οι μοσχομάγκες της αγοράς, λαθραίως, επήγαιναν κι έγραφαν άλλες τόσες γιώτες, όσες είχε σβήσει εκείνος, κι έτσι η Σαρακοστή εφαίνετο ότι δεν θα είχε ποτέ τελειωμόν.
    Ο Άι- Νικόλας είχεν ασπρίσει ήδη τα γένια του προ ημερών, και ήτον η σειρά του Αγίου Σπυρίδωνος ν’ ασπρίση τα ιδικά του˙ δεν έμενον πλέον, ειμή δώδεκα ημέραι έως τα Χριστούγεννα.
    — Έχουμε χαβά ακόμα, βρε χταπόδι! του εφώναζεν ο Νικολός ο Μπαχουλάς· εικοσιδυό μέρες ακόμα θέλουμε.
    — Ναι, ταπόι! εψέλλιζεν ο Μανόλης· το κότι, κότα τύ. (Να μαζώξης τη γλώσσα σου συ).
    — Σε γελούν, βρε Μανιέ, δώδεκα μέρες ακόμα, τον επαρηγόρει ο Γιωργής.
    Και ήρχετο η καρδιά του Μανόλη στον τόπον της. Είχεν αναλάβει μίαν υποχρέωσιν δια τας εορτάς. Επρόκειτο να συνοδεύη μερικά εκ των παιδιών της κάτω γειτονιάς, όσα ήσαν τέκνα ή ανεψίδια φίλων  και προστατών του, όταν θ’ ανήρχοντο προς τα επάνω, αφ’ εσπέρας της παραμονής των Χριστουγέννων, ως και του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων, ανά δύο και τρία, δια να τραγουδήσουν τα χαρμόσυνα τραγούδια εις τα σπίτια και  εις τα μαγαζιά της επάνω ενορίας. Διότι δεν θα ετόλμων ποτέ να ανέλθουν μοναχά των εκεί επάνω.
    Όλα τα παιδία του χωρίου ήσαν διηρημένα εις δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αι εχθροπραξίαι ήρχιζον από το φθινόπωρον, διήρκουν καθ’ όλον τον  χειμώνα, εξηκολούθουν την άνοιξιν, και δεν έπαυον το θέρος ,ειμή εφ’ όσον μετεφέροντο εις τον ελεύθερον κάμπον, όπου εκοκκίνιζον άωρα και ημωδίαζον τους οδόντας προκλητικά τα μήλα, τα κεράσια, τα απίδια, και ύστερον τα σταφύλια. Ο επίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ιδίως την Κυριακήν των Βαΐων, αλλ’ όμως ο πετροπόλεμος ο καθημερινός ποτέ δεν εκόπαζε μεταξύ των δύο φουσάτων.
    Εις την επάνω ενορίαν, εκεί άνωθεν του Βράχου, εβασίλευεν ο φοβερός Τσηλότατος. Ήτο υψηλός, όσον και ο βράχος, εφ’ ου είχε τον  θρόνον του, σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, και αποτρόπαιος. Ήτο αυτός ο ανεγνωρισμένος αρχηγός των μαγκών της Άνω Ενορίας και όλου του χωρίου. Τα δύο ποδάρια του ήσαν χονδρά, μελαψά κα πλατέα, ως δύο κατάρτια. Εφόρει παρδαλήν φανέλαν, ήτις ήτο άμα το υποκάμισον και το επανωφόρι του, και κοντόν πανταλόνι, χειμώνα και θέρος. Άδειαν δεν είχε, παιδί ή νέος ή γέρος να περάση απ’ εκεί σιμά εις τον βράχον, εξουσίαν δεν είχε γριά ή νέα να πάγη εις την βρύσιν με την στάμναν της. Ήτο ως δεκαεπτά ετών και ήτο φοβερός σκιάς ήδη. Εφορολόγει τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάς χήρας. Αν δεν του έδιδε μερδικό από τα φουρνιάτικα η Γαρουφαλιά, η φουρναρού, δεν της επέτρεπε να ψήσει τα ψωμιά. Έβαλλε φωτιά εις τα κλαδιά και τα έκαιεν, εις το προαύλιον του φούρνου·  εφώναζε τ’ άλλα τα παιδιά, να πηδήσουν εκ τρίτου απ’ επάνω από την λαμπήν της φωτιάς, ως να ήτο ήδη τ’ Άι-Γιαννιού στο Λιοτρόπι. Από την μίαν γειτόνισσαν απήτει να του φέρη τυρόπιταν που να πλέη στο βούτυρο, δια να φάγη, από την άλλην λαδόπιταν με λάδι πολύ, ή καμμίαν γριά (μεγάλην τηγανίταν, ίσην με το τηγάνι), από την άλλην τυλιχτό (είδος κολοκυθόπιττας) ή μπομπότα με πολύ πολύ μέλι.
    Είχεν ακούσει τους παλαιούς μύθους δια τα θεριά, τα οποία εφώλευαν σιμά εις την βρύσιν, από την οποίαν υδρεύετο το χωρίον. Εάν επέζη ώστε να γίνη είκοσιν ετών, εμελέτα να επιβάλη εις τους κατοίκους, ως ετήσιον φόρον, ένα κορίτσι τουλάχιστον. Και ο Σουλτάνος, καθώς ήκουσε να λέγουν, μίαν φοράν παντρεύεται τον χρόνον. Δυστυχώς υπήρξε πολύ βραχύβιος, δεν επρόφθασε να φθάση εις ηλικίαν. Και υπήρξεν ο τελευταίος της γενεάς του. Παιδίον όταν ήτο, εις τον ανεμόμυλον όπου είχεν ανατραφή, είχον αποθάνει τα δύο αδελφάκια του. Κατόπιν απέθανεν η γριά, η μάννα του, ύστερον ο γέρος. Του εφάνη ότι είχε πέσει απ’ επάνω τους ο ανεμόμυλος και τους επλάκωσε, και πράγματι έπεσεν, αφού ο γέρος δεν εζούσε πλέον δια να τον αλέθη. Από τον μύλον έως τα Μνημούρια, το κοιμητήριον του χωρίου, ήτο πολύ σιμά.
    Οι γονείς του ήσαν καλοί χριστιανοί, εσκέφθη, και δεν επέβαλαν εις τους ανθρώπους μεγάλην αγγαρείαν, να τους κουβαλούν μακράν δια να τους θάψουν. Πλην και αυτός, αρκετά ετάισε τους πεθαμένους, είπε, και ήτον καιρός πλέον ν’ αρχίσει να βυζαίνη τους ζωντανούς. Και αφού ο πεσμένος ανεμόμυλος δεν ήτο πλέον καλός δια να κατοική τις μέσα, εκουβαλήθη και αυτός εις το άλλο άκρον της υψηλής συνοικίας, επάνω από τους βράχους. Εκεί έστησε τον θρόνον του.
    Ήτο ανεγνωρισμένος ηγεμών όλων των μαγκών  και  φοβερός πολέμιος όλων των παιδίων του σχολείου. Όλα τα παιδιά «τού έκαναν το σκήμα». Ήτο ο Μήτρος — ο Μήτρος ο Τσηλότατος — η «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν και διατί ωνομάσθη ούτω; Άδηλον. Ίσως να ήτο παιδική αντίληψις του «υψηλότατος» ή του «εξοχώτατος». Αγνοώ.
    Ο δήμαρχος του τόπου, «εκπληρών και τα αστυνομικά», συνέβη να περάση μίαν ημέραν απ’ εκεί, σιμά εις τον βράχον, όχι μακράν από την βρύσιν, ένθα είχε το στραταρχείον του ο Τσηλότατος. Αι πτωχαί γυναίκες της γειτονιάς είχον παραπονεθή πικρώς εναντίον της μάστιγος. Ο δήμαρχος έσεισε τους ώμους, εμειδίασεν, απηύθυνεν ηπίας επιπλήξεις εις τον Μήτρον και εις όλην την δωδεκαμελή συμμορίαν των μαγκών — ο Τσηλότατος είχεν ακριβώς μίαν δωδεκάδα, όσους συμβούλους είχε και ο δήμαρχος και απεφάνθη·
    — Αφήστε τα παιδιά να παίζουν, καλέ, αυτό δεν βλάπτει. Φτάνει να μην το παρακάνουν.

    Πέντε ή εξ παιδιά του σχολείου, απ’ εκείνα τα οποία εκυνήγει ασπόνδως ο Τσηλότατος, είχον αναβεί εν συνοδεία του Μανωλιού του Ταπόη εις την επάνω γειτονιάν, την εσπέραν της παραμονής του Αγίου Βασιλείου κατ’ εκείνο το έτος.
    Ο Μανολιός ο Ταπόης, «το ’λεγε η καρδιά του, μια φορά». (τοιούτον σχήμα συντάξεως, με την άδειαν όλων των γραμματικών, μας φαίνεται παραστατικόν δια τον άνθρωπον). Ο Μανολιός ο Ταπόης, αλλού επήγαιναν τα πόδια του, αλλού αι χείρες και αλλού το σώμα του. Πλην οι μυώνες του ήσαν ισχυροί, και ο γρόνθος της παραλύτου χειρός εκείνης έσφιγγεν ως μάγγανος. Ανέβαινον και είχον και τον φόβον. Δεν ήτον η πρώτη φορά. Κατά τα προηγούμενα έτη, ο Μήτρος ο Τσηλότατος με το φουσάτον του, αν και μικρός ακόμα, τον είχε καταρημάξει τον πτωχόν τον  Ταπόη, μαζί με τους προστατευομένους του. Την φοράν αυτήν, δύο ή τρεις εκ της συμμορίας του Μήτρου, οπού εφύλαγαν καραούλι, είχον κατοπτεύσει εις το φως της σελήνης μακρόθεν τους ερχομένους. Ήτο ως δύο ώρας μετά την δύσιν.
    — Ο Μανόλης το χταπόδι, έρχεται, μας φέρνει κελεπούρια, έδωκαν είδησιν εις τον Μήτρον τον Τσηλότατον.
    — Είναι πολλοί; ηρώτησεν άλλος μάγκας, όστις ίστατο πλησίον του Μήτρου.
    — Είναι πέντ’ έξι εφτά οχτώ· είναι καμιά δεκαριά... ως μια ντουζίνα, είπε το καραούλι.
    — Σιώπα σύ! επετίμησεν ο Μήτρος τον ερωτήσαντα˙ δεν είναι δουλειά σου. Πούν’ τοι;
    — Κοντεύουν, ζυγώσανε.
    — Στα πόστα σας, εσείς! Μαζώξετε πολλά βράχια, διέταξεν ο Τσηλότατος. Αν δεν σας πω εγώ, κανένας μη ρίξη!
    Όταν επλησίασεν η συνοδεία, το φουσάτον ήτον ανυπόμονον να χυθή εναντίον της. Αλλ’ ο Μήτρος διέταξε να μείνουν κρυμμένοι, «στα πόστα τους».
    — Θα τους πάρουμε κατακοντά, εξηγήθη ο Μήτρος εις τον πλησιέστερόν του. Να ψωμώσουν πρώτα, κι ύστερα.
    — Α! έκαμεν εκείνος.
    Να ψωμώσουν, εννοούσεν ο Μήτρος να πάρουν λεπτά, αφού τραγουδήσουν εδώ εκεί στα σπίτια. Ύστερον θα τους ερίχνοντο, θα τους έπαιρναν τα λεπτά, και θα τους έδιδαν και ξύλο. Τα «βράχια», τα οποία είχον μαζέψει, θα εχρησίμευον μόνον αν τυχόν ετρέποντο εις ταχείαν φυγήν οι άλλοι.
    Τα παιδία της κάτω ενορίας, μοιρασθέντα εις δύο, εισήλθον εις δύο μαγαζιά και ήρχισαν να τραγουδούν τον Αι-Βασίλη. Ο Μανώλης το Χταπόδι ίστατο εις τον παραστάτην της θύρας του ενός. Κατόπιν εισήλθον εις άλλα μαγαζιά, ακολούθως ανέβησαν εις γνώριμα σπίτια. Ο Μανώλης πάντοτε φρουρός της έξω θύρας.
    Η συμμορία του Τσηλότατου πάντοτε αφανής τους παρηκολούθει εξόπισθεν, κρυμμένη εις τα στενά και εις τ’ αγκωνάρια των σπιτιών.
    Μετά ώραν η συνοδεία του Μανώλη κατέβη πάλιν εις την κυρίαν οδόν. Ηκούετο ο βρόντος της τσέπης των παιδίων. Ο Ταπόης εκοίταζεν εδώ κι εκεί. Είχεν ακούσει ψιθυρισμούς δύο ή τρεις φοράς. Δεν εγνώριζε καλά τα κατατόπια. Υπωπτεύετο και ήθελε να ψάξη, να βεβαιωθή. Δεν ήθελε ν’ αφήση τα παιδιά μοναχά τους.
    — Ο Τσηλότατος τί να γίνεται; είπε την στιγμήν αυτήν έν των παιδίων.
    — Πώς δε μας θυμήθηκε;
    — Να ο Τσηλότατος! ηκούσθη αίφνης φοβερά φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!
    Ήτο ο ίδιος ο Τσηλότατος, όστις εξεπήδησεν αίφνης από ένα χάλασμα και κατόπιν του έτρεξεν όλη η συμμορία.
    — Τσηλότατος Γιατρός! επανέλαβον εν χορώ οι συμμορίται του˙ κάμετε όλοι το σκήμα! Τσηλότατος Γιατρός!
    — Πιάστε σεις τα κελεπούρια, εφώναξεν ο Τσηλότατος. Το χταπόδι το κοπανίζω ’γώ!
    Εν ριπή οφθαλμού ευρέθησαν αντιμέτωποι ο Τσηλότατος  και  ο Ταπόης.
    Η μάχη ήρχισε. Πάραυτα ο πτωχός ο Ταπόης έφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεις, τέσσαρες από την χείρα του φοβερού Τσηλότατου.
    Δεν εφαίνετο η ελαχίστη πιθανότης, δεν υπήρχεν ελαχίστη ελπίς ότι δεν ήθελε την πάθει.
    Το έν των παιδίων, το οποίον ήτο σχετικώτερον του Ταπόη, εξεγλίστρησεν από τα χέρια του ενός μάγκα και επλησίασε σιγά εις τον Ταπόην.
    Το παιδίον τούτο εννοούσε καλώς την γλώσσαν του Μανόλη. Ο προβλεπτικός Ταπόης του είχεν ειπεί δια γλώσσης και δια χειρονομίας.
    — Άα γης Τόπατο μάμι μίμι, έα ντα, χέι το αό χέι· (Τουτέστιν· άμα ιδής τον Τσηλότατο να κοντεύη να με κάμει ψοφίμι, έλα κοντά να μου βάλης το χέρι αυτό (το αριστερό) εις τον  καρπόν του άλλου χεριού (του δεξιού).
    Κατά την κρίσιμον στιγμήν το παιδίον αυτό ενθυμήθη την σύστασιν, επλησίασεν εις τον  Ταπόην κι εδοκίμασε να εκτελέση την συνταγήν. Επέτυχε.
    — Τί του έκαμες, βρε; μάγκα; ηρώτησαν οι άλλοι.

    Μετά μίαν στιγμήν ο λαιμός του Τσηλότατου ευρίσκετο ως εν φοβερά αρπάγη εντός του σφιγκτού γρόνθου με τους γαμψούς όνυχας, της πελωρίας χειρός του Ταπόη. Ο Τσηλότατος άφήκε πνιγμένην κραυγήν. Ήσπαιρεν, ηγωνία, εσφάδαζεν. Ολίγον ακόμη αν έσφιγγεν ο Ταπόης, δεν θα υπήρχε πλέον Τσηλότατος.
    — Πόκυλον! έκραξε μόνον ο Ταπόης (χασαπόσκυλο!). Τα παιδιά της συμμορίας, εκρέμασαν τα χέρια κάτω και άφησαν τα «κελεπούρια». Δεν επρόφθασαν να ψάξουν τα θυλάκια. Η συνοδεία από την Κάτω Ενορίαν ανεθάρρησε.
    — Μπράβο, Μανόλη! Μπράβο!
    Ολίγον ακόμη, και οι αμυντικοί θα ελάμβανον επιθετικήν στάσιν. Ο Τσηλότατος επνίγετο, ερρόγχαζεν, εξεψυχούσε. Τα μάτια του είχαν πεταχτή έξω από τας κόγχας. Η ανταύγεια από τους λύχνους των μαγαζιών τα εδείκνυε τρομερά εις την νύκτα. Η σελήνη έλαμπεν εκεί επάνω υψηλά. Σιωπή και τρόμος και αγωνία.
    Έν των παιδίων από την συμμορίαν έτρεφεν αληθή στοργήν προς τον  Τσηλότατον. Τον ήγάπα ως αδελφοποιτόν. Το παιδίον τούτο είχεν ακούσει να λέγουν ότι ο Ταπόης, όταν συνέβη ποτέ ν’ ακούση ότι η μήτηρ του αρρώστησεν έξαφνα, έτρεξεν έξαλλος εκ τρόμου και απελπισίας. Αίφνης του ήλθεν η ενθύμησις αυτή. Το παιδίον αυθορμήτως εφώναξε·
    — Πεθαίν’ η μάννα σου, Μανόλη! Μανόλη, τρέχα, πεθαίν’ η μάννα σου. 
    Δια να σωθή τις από τους οδόντας της Σκύλλης, τον παλαιόν καιρόν, έπρεπε να
επικαλεσθή την μητέρα του τέρατος.
    «Αυδάν δέ Κραταιή, μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν».
    Εις τους καθ’ ημάς χρόνους, όσοι επικαλούνται τον Άγιον Φανούριον, οφείλουν να λέγουν: «Θεός σχωρέσ’ την μητέρα του Αγίου Φανουρίου! Θεός σχωρέσ' την!» Η σύμπτωσις μαρτυρεί απλώς πόσον κοινή είναι η προς την μητέρα φιλοστοργία, και εις τους Αγίους και εις τα τέρατα.
    Ο Ταπόης ετρόμαξε, κατεπλάγη, ωχρίασεν. Επίστευσε προς στιγμήν το ψευδές άγγελμα˙ ηττήθη από το τέχνασμα το παιδαριώδες. Αφήκε τον λαιμόν τον οποίον αγρίως έσφιγγεν. Ο Τσηλότατος εγλύτωσεν ευθηνά, την βραδυάν εκείνην.
    Τα παιδιά της συμμορίας είχον αρχίσει να διασκορπίζωνται. Οι δύο γείτονες καταστηματάρχαι επήραν είδησιν εν τω μεταξύ. Εξήλθον με φωνάς και μ’ επιπλήξεις·
    — Τ’ είν’ εδώ; Τί γίνετ’ εδώ;
    Ο Τσηλότατος, ζαλισμένος, έπεσεν εις μίαν γωνίαν, δια να αναλάβη πνοήν. Και τα λοιπά παιδία, εκτός εκείνου του αφοσιωμένου, όστις είχεν επινοήσει και εκτελέσει το τέχνασμα, ετράπησαν εις φυγήν.
    Ο Μανόλης μετά της συνοδείας του κατήλθον προς την ενορίαν των. Όλα τα παιδιά ήσαν υπερήφανα και καμαρωμένα. Αυτήν την χρονιάν, εξήλθον νικηταί από τον αγώνα. Ο Μανόλης ήτον εντροπιασμένος, διότι επίστευσε το ψευδολόγον παιδίον.
    — Δεν πειράζει· τον  επαρηγόρησεν ο Βαγγέλης, εκείνος όστις εγνώριζε την γλώσσαν του και όστις είχεν εκτελέσει το πείραμα της εμβολής και της κατευθύνσεως της χειρός.
    — Καλλίτερα που σε γέλασε, παρά να σου τόλεγε αλήθεια και να λες πάλι, καθώς την άλλη φορά, — θυμάσαι;— πού κινδύνεψε ν’ αποθάνει η μάννα σου: «Πα μένη! πα νταμένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!)

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Πάσχα ρωμέικο


Ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργια, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, συνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως, μετά των φίλων, και ήτο στομύλος και διηγείτο πολλά κι εμειδία προς αυτούς.
Οταν εμειδία ο μπαρμπα - Πίπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κι επικλινής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων. Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα, όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται διά την προτίμησιν, την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν «ή εφτάκρατόρισσα της Αούστριας». Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδην, μα δόττο, δοττίσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα
μπράβο
! τον Σιερπιέρρο, κε γκραν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράιλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται, οι Αγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).
Είχε γνωρίσει επίσης τον «Σόλωμο» κε ποέτα, του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:
Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη
που εκρουβόταν για μας λευτεριά;
Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι ανάφτει
και σκορπιέται σε κάθε μεριά.
Ο μπαρμπα-Πίπης έλειπεν υπέρ τα είκοσι έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κι έκαμεν εργασίας πολλάς. Εστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον «Εκτεση», διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και την τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.
«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασιόν» - ο απατεώνας δεν έχει λύπηση. Ενίοτε πάλιν εμαλάττετο κι εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνους ατελείας. «Ουδ' η γης αναμάρτητος - άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκκάμπιλε».
Και ύστερον, αφού ουδ' η γη είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Οταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκκάμπιλε, αλλά ινφαλλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίση την διαφοράν.
Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας ήξευρε, τας ήξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του ήξευρε ρωμέικα». «Ελεγεν: «Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις!». Οταν με ηρώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρες υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Αγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις».
Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Αγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...
Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188.... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ακόμη ανατείλει η σελίνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήταν ίσως πτωχός, δε θα είχε 50 λεπτά διά να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κι έκαμνεν οικονομίαν.
Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ητο ευλαβής, και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Αγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας. Ητο ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κι ευφρανθή η ψυχή του.
Και όμως ήτο... δυτικός! Ο μπαρμπα-Πίπης ήτο Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Ελλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής.
Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α`, «είχε μεταλάβει ρωμέικα» όταν εκινδύνευε ν' αποθάνη εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς του έλεγέ τις: «Διατί δε βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πίπη;» η απάντησίς του ήτο, ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί.
Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης, με τη συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίνων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απομενομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του Ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.
Ο μπαρμπα-Πίπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Αγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il Santo Spiridion ha fatto cquesto aso), ότε ο Αγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπαρμπα-Πίπης ποτέ δε θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.
Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις τη χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν της μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά τη μεσημβρινήν γωνίαν, κι εκεί εκάθισεν επί των χόρτων, αφού υπέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Εβγαλεν από την τσέπην την σπιρτοθήκην του, ήναψε σιγαρέττον κι εκάπνιζεν ηδονικώς.
Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε, ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.
Εκείνην τη στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσα εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.
Ο μπαρμπα-Πίπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε τη χείρα προς τον άγνωστον κι έκραξεν εναγωνιως.
-Φίλος! καλός! μη ρίχνης...
Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, αλλά δεν επανέφερε το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν, ουδέ κατεβίβασε τη σκανδάλην.
-Φίλος και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.
-Τι θέλω; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Κάθουμαι και φουμάρω το τσιγάρο μου.
-Και δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπον, ρε, για να φουμάρης το τσιγάρο σου!
-Και γιατί; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Τις σας έβλαψα;
-Δεν ξέρω εγώ απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης, εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι άλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.
Ητο πρόδηλον, ότι είχεν εκλάβει το γηραιόν φίλον μου ως ορνιθόκλοπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίση με την καραβίναν του.
Ο μπάρμπα-Πίπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.
-Συ εγελάστηκες, απήντησεν, εγώ κότες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι, εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Αγιο Σπυρίδωνα.
Ο χωρικός εκάγχασε.
-Στον Περαία; στον Αϊ - Σπυρίδωνα; κι από πού έρχεσαι;
-Απ' την Αθήνα.
-Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίες ν' ακούσης Ανάσταση;
-Εχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Σπύρος.
Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.
-Να φχαριστάς καημένε... Και τότε μόνον κατεβίβασεν τη σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.
-Να φχαριστάς, καημένε, την ημέραν που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν το 'χα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!
Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο ν' απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.
-Κάνεις άδικα και συγχωρεμένος να 'σαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε με ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε... δεν κάνεις καλά να με παίρνης για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κι επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά.
-Ελα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε... Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κι έγινεν άφαντος.
Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.
Το συμβεβηκός τούτο δεν εμπόδισε τον μπαρμπα-Πίπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνη πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Αγιον Σπυρίδωνα και να κάμη Πάσχα ρωμέικο.
Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εφέτος εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα τη συνήθεια να εορτάζω εκτός του Αστεως το Αγιον Πάσχα.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Γλώσσα και κοινωνία

 Lingua nova Greca inventa… «Ἀνεκαλύφθη νέα τις γλῶσσα καλουμένη Ἑλληνική· προσέχετε ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι ὄργανον τυγχάνει μαγείας, ἀκολασίας καὶ πάσης μαγγανείας· πλήρης δὲ ἐστὶ βλασφημιῶν, καὶ οὐαὶ τῷ γινώσκοντι καὶ μίαν ἢ δύο ἐξ αὐτῆς λέξεις».

Ἱεροκήρυξ Γάλλος τοῦ ΙΓ´ αἰῶνος, διδάσκων ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, ἔδιδεν εἰς τοὺς ἀκροατάς του τὰς ἀνωτέρω πληροφορίας. Καὶ τότε μὲν ἡ διδαχή του ἤχησεν εἰς τὰ ὦτα τοῦ ποιμνίου του ὡς ἐπίκαιρος νουθεσία· ἀλλὰ ποῦ νὰ ἤξευρεν, ὁ μακάριος, ὅτι ἔμελλε νὰ ἔλθῃ ποτὲ χρόνος ὁπότε καὶ προφητικήν τινα ἔννοιαν ἴσως θὰ προσελάμβανον οἱ λόγοι του.
Τότε μὲν εἰς τὸ Παρίσι εἶχεν ἀνακαλυφθῆ, ὡς φαίνεται, νέα γλῶσσα, Ἑλληνικὴ καλουμένη· σήμερον δέ, ὄχι μία, ἀλλὰ περισσότεραι ἑλληνικαὶ γλῶσσαι συγχρόνως ἔχουν ἐπινοηθῆ· ἄλλη μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸ Παρίσι, καὶ ἄλλη ἐπιδημεῖ ἐνθρονισμένη ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ ὅλαι λαλούμεναι, γραφόμεναι, καὶ ἀναγινωσκόμεναι ἀνὰ Ἑλλάδα πᾶσαν καὶ τὴν ἄγλωσσον, ἠχοῦσιν ὡς «σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας».
Πρὸ χρόνων πολλῶν ἔχω ἀναγνώσει κάπου ἓν ἀνέκδοτον δι᾿ ἕνα ἀρχαῖον κριτικόν, ὅστις ἀφοῦ ἐξήτασεν ἀκριβῶς καὶ λεπτομερῶς ἕνα μέγαν ποιητήν, καὶ τοῦ ηὗρε πολλὰ καὶ μεγάλα σφάλματα, ἔκαμε συλλογὴν ἐν εἴδει ὁρμαθοῦ ἢ κομβολογίου ἀπὸ ὅλα τὰ σφάλματα ταῦτα, καὶ τὰ προσέφερεν ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Ἀπόλλωνος. Δὲν ἠξεύρω ἂν ἦτο αὐτὸς ὁ Ζωίλος, ὁ ἐπικριτὴς τοῦ Ὁμήρου, τοῦ ὁποίου τὰς ἐπικρίσεις ἀνεσκεύασαν ἄλλοι εὐσυνείδητοι, καὶ θαυμασταὶ τοῦ Ὁμήρου, κριτικοί. «Ἐνταῦθα
ἐπιφύεται Ζωίλος ὁ Ὁμηρομάστιξ», ὑπομνηματίζει εἰς τὸ Ι, νομίζω, τῆς Ὀδυσσείας ὁ Εὐστάθιος, ὁ διάσημος σχολιαστής. Ὁ σοφὸς τῆς Θεσσαλονίκης ἀρχιεπίσκοπος δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ πῶς ἔκρινεν ὡς παράλογον ὁ Ζωίλος τὸ «ἓξ ἀφ᾿ ἑκάστης νηὸς ἐρίηρες ἑταῖροι», καὶ τὸ «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη», καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Ἐν τῇ περιγραφῇ μιᾶς ναυμαχίας ὁ Ὅμηρος λέγει ὅτι ὁ Ὀδυσσεὺς ἔχασεν ἀνὰ ἓξ συντρόφους ἀπὸ ἕκαστον τῶν πλοίων του. Πῶς γίνεται; ἐρωτᾷ ὁ Ζωίλος. Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος ὅτι ὁ ποιητὴς δὲν ἠδύνατο νὰ μεταχειρισθῇ τὸ ἀριθμητικὸν ἑβδομήκοντα (δώδεκα ἦσαν αἱ νῆες τοῦ Ὀδυσσέως, ὅθεν 6 x12=72), διότι ἡ λέξις δὲν εἶναι κατάλληλος πρὸς κατασκευὴν δακτύλου· διὰ νὰ κάμῃ σπονδεῖον, ἔπρεπε νὰ διπλασιάσῃ τὸ μ, καὶ τοῦτο δὲν ἐπετρέπετο, ἄλλως θὰ ἦτο ἄκομψον. Ὅθεν ἐπροτίμησε νὰ εἴπῃ μὲ πολλὴν χάριν «ἓξ δ᾿ ἀφ᾿ ἑκάστης νηός», κτλ.
Πάλιν εἰς τὸν στίχον «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη», ὁ Ζωίλος, καγχάζων χαιρεκάκως, ἐπιφωνεῖ· Ὢ τῆς ἀνοησίας τοῦ μεγάλου ποιητοῦ σας! Ἀφοῦ ὁ βράχος, τὸν ὁποῖον περιγράφει, εἶναι τόσον ὑψηλός, τόσον τραχὺς καὶ ἄβατος, ὥστε ἀδύνατον εἶναι θνητὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀναβῇ ἐκεῖ ἐπάνω, εἶναι κατάφωρος παραλογισμὸς τὸ νὰ προσθέτῃ ὅτι ἀδύνατον ἦτο νὰ καταβῇ ἐκεῖθεν· διότι πῶς θὰ ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ ἐκεῖ ὑψηλά, ἀφοῦ ἀδύνατον ἦτο ν᾿ ἀνέλθῃ;
Βλέπετε τὰς λεπτολογίας τοῦ πονηροῦ Ζωίλου, ὅστις ὀφείλει εἰς τὸν Ὅμηρον καὶ μόνον τὸ ὅτι κατώρθωσε καὶ αὐτὸς νὰ σώσῃ τ᾿ ὄνομά του ἐκ τῆς λήθης – καὶ νὰ γίνῃ τοῦτο παροιμιῶδες μάλιστα ὡς συνώνυμον τοῦ κακοβούλου ἐπικριτοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ θεῖος ποιητής, ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος, δὲν ἔχει ἀνάγκην τοιούτων λεπτολογιῶν, εἶναι ἀετὸς ὑψιπέτης, καὶ εἰς τὴν τολμηρὰν πτῆσίν του ἠδύνατο, καὶ διὰ θείας βουλῆς, καὶ δι᾿ ὑπερφυοῦς θαύματος νὰ θέσῃ ἐκεῖ ἕνα θνητὸν ἄνθρωπον, ὅστις θὰ ἠδύνατο ν᾿ ἀναβιβασθῇ, ἂν καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναβῇ αὐτοβούλως.
Ἂς ἐπανέλθω τώρα εἰς τὸν κριτικόν, ὅστις εἶχε προσφέρει τὰ ψεγάδια ἑνὸς ποιητοῦ ὡς δῶρον εἰς τὸν Ἀπόλλωνα. Τότε ὁ θεός, λέγει ἡ παράδοσις,
διέταξε τὸν ἱερέα του νὰ ἐκλικμίσῃ ἢ νὰ κοσκινίσῃ σῖτον ἐπάνω εἰς τὸν βωμόν, καὶ ἀφοῦ τοῦτο ἔγινεν, ἐκράτησεν ὁ Ἀπόλλων τὸν σῖτον, καὶ εἰς τὸν κριτικὸν διέταξε νὰ δοθῶσι τὰ σκύβαλα καὶ τ᾿ ἄχυρα ὡς ἀμοιβὴ διὰ τὸν κόπον του. Καὶ ὁ κριτικὸς τὰ ἐπῆρε «πλυμένα κι ἄπλυτα», κ᾿ ἔφυγε, καὶ ἀκόμη φεύγει.
Δὲν ἔπαυσαν τ᾿ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχωνται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρουν τ᾿ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων, ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν.
Ἐπειδὴ περὶ γλώσσης πρόκειται, ἰδοὺ ὅτι, ἂν ἡ Βολαπούκ, ἡ μακαρίτισσα, δὲν εἶχε προφθάσει νὰ εὕρῃ ὀπαδοὺς εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἡ διάδοχος ἐκείνης, ἡ Ἐσπεράντο, μᾶς ἦλθεν ἐνωρὶς – καὶ δὲν πρέπει νὰ μᾶς μέμφωνται ὅτι ὑστεροῦμεν εἰς τὸν πολιτισμόν.Ἐδιάβασα εἰς τὰς ἐφημερίδας ὅτι ἔγινε διάλεξις, καὶ ἱδρύθη κάτι ὡς σχολὴ τῆς καινοφανοῦς γλώσσης, καὶ μέθοδος εἰσήχθη, καὶ ὀπαδοὶ ἀρκετοὶ προσῆλθον, προτιμῶντες τὴν Ἐσπεράντο ἀπὸ τὴν μητρικήν των καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην γλῶσσαν. Εὖγε, καλῶς βαίνομεν. Ἂς εὐχηθῶμεν καλὴν πρόοδον εἰς τοὺς νεογλωσσίτας.
Χθὲς πάλιν ἐδιάβασα εἰς μίαν ἐφημερίδα ὅτι μᾶς ἦλθαν Μορμῶνοι ἀπὸ τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀμερικῆς, μὲ σκοπὸν νὰ μᾶς προσηλυτίσουν εἰς τὴν θρησκείαν των, καὶ νὰ εἰσαγάγουν παρ᾿ ἡμῖν τὴν πολυγαμίαν.
Καὶ ἡ ἔλευσις αὕτη τῶν ἱεραποστόλων εἶναι τῷ ὄντι ἐπίκαιρος, διότι ἀφοῦ γλῶσσα καὶ θρησκεία εἶναι τὰ κυριώτερα γνωρίσματα ἔθνους, συγχρόνως μὲ τὴν Ἐσπεράντο, ἔπρεπε νὰ μᾶς ἔλθῃ καὶ ὁ Μορμωνισμός. Πλὴν μὴ τυχὸν πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νομίζουσιν ὅτι ἔχομεν ἐδῶ μονογαμίαν; Ἐδῶ ἡ μὲν παλλακεία καὶ κοινογαμία εἰς τὴν ἀνωτέραν, τὴν μέσην, καὶ τὴν κατωτέραν τάξιν, αὐξάνει καὶ διαδίδεται, τὰ δὲ διαζύγια πληθύνονται ὅπως τὰ μανιτάρια μὲ τὸν ὑγρὸν καιρόν. Οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἱεράρχαι μας, νευρόσπαστα εὐχείρωτα καὶ εὐπειθῆ, εὐλογοῦντες τὴν ἡμέραν ἕνα γάμον, ἀπαγγέλλουσι μετὰ στόμφου τὰ λόγια τῆς εὐχῆς: «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω». Εἶτα, ὀλίγον καιρὸν ὕστερον, ἐκδίδουσι, περὶ τοῦ ἰδίου ἀνδρογύνου, ἔγγραφον οὕτως ἔχον: «ὡς δικαστικῶς διαζευχθέντες, θεωροῦνται καὶ ἐκκλησιαστικῶς κεχωρισμένοι». Εἶτα, μετ᾿ ὀλίγους μῆνας πάλιν, οἱ ἴδιοι εὐλογοῦσι τὸν γάμον τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν διαζευχθέντων μετ᾿ ἄλλου προσώπου, καὶ πάλιν ἀπαγγέλλουσιν ἠχηρᾷ τῇ φωνῇ τὴν εὐχήν: «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω…»
Πλὴν τί λέγω;… Ἐδῶ πρόκειται περὶ γλώσσης. Πρὸς τί αἱ παρεκβάσεις; Ἀρκοῦσι πλέον τὰ προοίμια.
Δὲν ἠξεύρω διατί, πρὸ χρόνων, ὅταν ἐσκεπτόμην ἂν ἔπρεπε νὰ γράψω τὴν παροῦσαν μελέτην, ἐσχεδίαζα νὰ τὴν ἐπιγράψω, Τὰ ξόανα. Διατί ἆρα; Μήπως ἐσκόπουν ν᾿ ἀπαντήσω εἰς «Τὰ εἴδωλα» τοῦ μακαρίτου Ροΐδου; Πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν ὑπῆρχε τοιαύτη μυχία σκέψις μέσα μου.
Πλὴν ποίους τάχα θὰ ἐννοοῦσα «ξόανα»; Κ᾿ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Ἴσως ὅμως δυνηθῶ νὰ τὸ εἴπω, ἂν συνεχίσω τὴν παροῦσαν μελέτην.
Α´
Πρὶν ἀκόμη εἰσέλθωμεν εἰς τὴν οὐσίαν τῆς παρούσης διατριβῆς, εἰσήλθομεν εἰς τὸ Τριῴδιον… Ὁποία, τῷ ὄντι, γόνιμος ἐποχή! Ἐφέτος, ὡς ἔμαθα, γίνεται ἀπόπειρα πρὸς ἐπανίδρυσιν τῶν ἀρχαίων Διονυσίων… Εὖγε! Τοὐλάχιστον αὐτὸ εἶναι Ἑλληνικόν, καὶ δὲν θὰ ξαναγίνῃ, ἐλπίζω, λόγος περὶ εἰσαγωγῆς τῆς Μι-καρὲμ τῶν Παρισιανῶν παρ᾿ ἡμῖν, ὅπως ἔγινε δὶς ἤδη. Φαντασθῆτε Μισοσαράκοστο μὲ ὄργια, μεταμφιέσεις καὶ τὴν κραιπάλην! Καὶ ὅμως ὅλα γίνονται. Τὸ κοινὸν ἔχει ἀνάγκην θεαμάτων, τοῦ χρειάζονται τρία, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἰταλοὶ ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μακιαβέλη. Ἡ νεολαία διψᾷ ἡδονάς. Περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους τοῦ ἔτους 1897, πρὶν ὑπογραφῇ ἀκόμη ἡ ἀνακωχή, ἢ πρὶν συναφθῇ ἡ συνθήκη εἰρήνης, ἡ νεολαία τῶν Ἀθηνῶν ἦτο πολὺ δυστυχής. Ἐπὶ δύο ἑβδομάδας εἶχον διακοπῆ τὰ θεάματα.
Πολλάκις ἤδη εἶχε παρατηρηθῆ ὅτι, εἰς ἐποχὰς ἐμφυλίων ἢ ἐξωτερικῶν πολέμων, στάσεων, σπαραγμῶν, λοιμοῦ, πυρὸς καὶ μαχαίρας, ἡ δίψα πρὸς τὰς ἡδονὰς μεγάλως αὐξάνει. Τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε. Ἄνθρωποι ἢ κοχλίαι, τὴν ἰδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των. Διάφοροι χρονικογράφοι ἐφημερίδων παρετήρησαν πρὸ χρόνων, ὅτι ἦσαν ἄξιοι οἴκτου οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην σοβαρότητα, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀνάγκην καὶ δόσεώς τινος φαιδρότητος, τὴν ὁποίαν οἱ γράφοντες, μὲ τὰ ὡραῖα χρονογραφήματά των, ἐπροσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ἐμφυσήσουν… Ἄλλοι πάλιν φρονοῦν ὅτι ὑπάρχει τοὐναντίον μεγάλη ἔλλειψις σοβαρότητος εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ἀλλ᾿ οἱ χρονικογράφοι τῶν ἐφημερίδων ὠνόμαζον σοβαρότητα τὴν σκυθρωπότητα, καὶ ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐζητοῦσαν νὰ ἐμφυσήσουν εἰς τοὺς Ἀθηναίους, ἦτο ἐλαφρότης καὶ ὄχι φαιδρότης. Ἄλλως περιττὸς ὁ κόπος των, διότι καὶ ἡ ἐλαφρότης ὑπάρχει ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Ὅπου σοβαρότης, ἡ φαιδρότης ἐπέρχεται ἀφ᾿ ἑαυτῆς ὡς ἀναγκαία ἀντίδρασις, ὅπου δὲ ἐλαφρότης, ἡ σκυθρωπότης ἐπέρχεται ὡς ὀφειλομένη βαρεῖα τιμωρία.
Ἄλλος χρονικογράφος ἐπρότεινε γνώμην ὅτι ἔπρεπεν αἱ ἡμέραι τῆς Ἀπόκρεω νὰ ἑορτάζωνται πολὺ πανηγυρικῶς καὶ λίαν ἐπιβλητικῶς εἰς τὰς Ἀθήνας – διὰ νὰ ἑλκύωνται, ἔγραφεν, ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας οἱ ἄνθρωποι, νὰ συρρέωσι φέροντες χρήματα εἰς τὰς Ἀθήνας!!! Ὡς νὰ εἶχεν ἀφήσει ἡ πρωτεύουσα ἀρκετὰ χρήματα εἰς τὸ βαλάντιον τῶν πτωχῶν ἐπαρχιωτῶν, τῶν εἱλώτων τούτων, καὶ ὡς νὰ μὴ ἦσαν ὑπόχρεοι διὰ μυρίας ἄλλας ἀφορμὰς νὰ ἐπισκέπτωνται οὗτοι συχνὰ τὰς Ἀθήνας! Ὅλ᾿ αὐτά, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα ἐγράφησαν, ἐτυπώθησαν, καὶ ἀνεγνώσθησαν, καὶ ὁ χάρτης δὲν ἐσχίσθη, καὶ τὰ γράμματα δὲν ἐρράγησαν, καὶ ἡ μελάνη δὲν ἀνεπήδησε μέχρι τοῦ προσώπου τοῦ γράψαντος. Πράγματι ἡ ἐποχὴ αὐτὴ τῶν «ἈπόκρεΩ» (sic) εἶναι τὸ φόρτε μερικῶν δημοσιογράφων.
Πρὸ τριακονταετίας εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν Τύπον, ἡ λέξις αὐτὴ ἐτονίζετο εἰς τὴν παραλήγουσαν, αἱ Ἀποκρέω. Εἶτα ὁ στιβαρὸς Κόντος, τοῦ ὁποίου τὸν ζυγὸν δυσκόλως ὑπέφερον οἱ γράφοντες, καί τινες μάλιστα ἐπροσπάθουν μάτην νὰ τὸν γελοιοποιήσουν – καὶ ὅμως, μὲ τὸν καιρὸν οἱ ἴδιοι ὑπέκυψαν – ὑπέδειξε τὸ ὀρθόν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐστάθη ἀδύνατον νὰ μάθωσι τὴν κλίσιν τῆς λέξεως, καὶ σήμερον ἀκόμη εἰς τὸν Τύπον ἐν γένει γράφεται ἡ Ἀπόκρεω, τὰς Ἀπόκρεω. Καὶ ὅμως, εὐκολώτατον θὰ ἦτο, πρὶν γράψῃ τις τὸ ὄνομα, ν᾿ ἀναλογίζεται πῶς θὰ εἶχεν ἂν δὲν ἦτο τῆς Ἀττικῆς κλίσεως, ἀλλ᾿ ἁπλῶς δευτερόκλιτον. Ἡ ἀπόκρεος, ἄρα ἡ ἀπόκρεως, τὰς ἀποκρέους, ἄρα τὰς ἀπόκρεως.
Ὑπομονὴ διὰ τὰς ἄλλας πτώσεις· ἀλλ᾿ ἡ γενικὴ πληθυντική; Ὡς φαίνεται, οἱ νεαροὶ δημοσιογράφοι μας δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τοῦ Ἑλληνικοῦ, καὶ δὲν ἔμαθαν ποτὲ ὅτι «ἡ γενικὴ πληθυντικὴ ὅλων τῶν πτωτικῶν λήγει εἰς ων, καὶ δι᾿ αὐτὸ λέγεται μέση». Ἐκτὸς μιᾶς ἐφημερίδος (τοῦ Νέου Ἄστεως) ὅλαι αἱ ἄλλαι γράφουσι τῶν Ἀπόκρεω. Διατί ὄχι; Κατὰ τοὺς ψυχαριστάς, ἡ γενικὴ πληθυντικὴ διφορεῖται· τῶν ἀνθρώπω καὶ τῶν ἀνθρώπωνε, τῶν γυναικῶ, καὶ τῶν γυναικῶνε. Ἢ πρέπει νὰ τὸ κλαδεύσῃ τις, ἢ νὰ τοῦ προσθέσῃ μίαν φούντα. Μόνον εἰς τὴν γνησίαν μορφὴν δὲν πρέπει νὰ τὸ γράψῃ, διότι ἀλλοίμονον εἰς ὅσους γράφουν τὴν καθαρέβουσα.
Ἀρκοῦν τόσα διὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἀπόκρεω, ἀλλὰ καὶ πόσας δὲν ἔχομεν ἀποκριάτικες λέξεις; – Φαίνεται ὅτι ἡ Ἀπόκρεως πράγματι παρατείνεται καὶ εἰς ὅλας τὰς ἄλλας ἐποχὰς τοῦ ἔτους, διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσα καὶ τόσα ἀποκριάτικα ὀνόματα καὶ πράγματα. Χθὲς ἐδιάβαζα εἰς μίαν ἐφημερίδα μίαν ὡραίαν πράγματι λέξιν «τῆς δολτσεφαρνιεντιζούσης Κυβερνήσεως». Ὤ, πλαστικότης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης! Ἰδοὺ πῶς ἀπὸ μίαν Ἰταλικὴν παροιμίαν πλάττεται αἴφνης μία χαριεστάτη μετοχή. Τί σημαίνει ἂν τὰ ἐννέα δέκατα τῶν ἀναγνωστῶν δὲν θὰ καταλάβωσιν τί θέλει νὰ πῇ τοῦτο; Μήπως εἶναι βέβαιον ἂν ὁ συντάκτης ὁ ἴδιος ξεύρει ἰταλικά; Τί πρὸς τοῦτο. Ὁ Τύπος, βλέπετε, ὁ Ἀθηναϊκός, εἶναι προωρισμένος διὰ τὰς Ἀθήνας καὶ τὸν Πειραιᾶ. Ὁ δημοσιογράφος, ὅταν πιάσῃ τὴν πένναν, ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν δύο πόλεων βασίζεται, διότι ἀπὸ τὴν κυκλοφορίαν τὴν εἰς τὰς δύο πόλεις ζῇ κυρίως ὁ Τύπος. Καὶ εἰς τὰς πόλεις αὐτὰς οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνεπτυγμένοι – καὶ πρέπει νὰ ξεύρουν τί θὰ πῇ ὄχι μόνον ρᾳστώνη ἑλληνιστί, ὄχι μόνον τουρκιστὶ ραχάτι, ἀλλὰ καὶ ἰταλιστὶ δόλτσε ἒ φὰρ νιέντε.
Διὰ τοῦτο βλέπεις νὰ εἰσάγωνται τοιαῦται λέξεις, ὁποία ἡ μπάντα τῆς μουσικῆς! λόγου χάριν. Ἂν εἰς τὴν γνησίαν δημώδη γλῶσσαν, ἡ λέξις σημαίνει τὴν πλευρὰν ἢ τὴν ἄλλως μεριά, ἀδιάφορον. Ἐκεῖνα εἶναι παλαιά, χωριάτικη γλῶσσα, démondée· ἐτελείωσε. Ἀρχαῖα καὶ διϊπολιώδη καὶ τεττίγων ἀνάμεστα. Ἐὰν τώρα ἡ bande γίνεται ἴσως ἀπὸ τὸ binden
(δένω), ἐὰν ἔχῃ παραπλησίαν τὴν ἀρχὴν καὶ προέλευσιν, ὅπως ἡ λέξις σπεῖρα, ἐὰν ἡ ἰδία bande σημαίνῃ ἐν γένει συμμορίαν, καὶ ἂν ἔχῃ παράγωγον τὸ bandie, ἀδιάφορον καὶ πάλιν. Ἀλλ᾿ αἱ λέξεις χορός, θίασος, ὅμιλος, ὀρχήστρα, τίποτε δὲν σημαίνουν. Ἡ μπάντα, αὐτὴ εἶναι ἡ λέξις τῆς μόδας.
Εἶδα ὅτι καὶ ἐπίτροποι ἐκκλησίας, ἀναγγέλλοντες λιτανείαν, ἀνέφερον καὶ «μπάντα μουσικῆς». Ἀλλὰ πόσα δὲν διαπράττουν αὐτοὶ οἱ ἐπίτροποι! Ὅπου εἶναι πανήγυρις, ἀναγγέλλουν ὅτι θὰ καοῦν καὶ ροκέτες! Καὶ θῦμα ἔγινεν ἔξωθεν μιᾶς ἐκκλησίας, πρὸ ὀλίγων μηνῶν, μία πτωχὴ γυνή. Ἀλλ᾿ αἱ ροκέτες ὅμως δὲν ἔπαυσαν.
Πρό τινος χρόνου, οἱ ἐπίτροποι ναοῦ τινος, ἀπὸ μίαν τῶν κυριωτέρων ἐπαρχιακῶν πόλεων, ἔστειλαν τηλεγράφημα, ὅπου μετὰ σύντομον περιγραφὴν τῆς γενομένης τελετῆς ἐπί τινι ἐπετείῳ, ἐπρόσθετον τὰς λέξεις: «Μνημόσυνον μεγάλως ἐπέτυχε». Εἰκότως· διότι ἐφαντάζοντο τὸ σύνολον ὡς ἁπλοῦν θέαμα.
Β´
«Τὸν τραυματίαν μετέφερον εἰς τὸν Σταθμόν, ὅπου ἔλαβε τὰς πρώτας βοηθείας· μεθ᾿ ὅ, ἀπεβίωσε…»
Τὸ ἀνωτέρω εἶναι ὑπόδειγμα σχεδὸν πρότυπον, λίαν παραστατικὸν περὶ τοῦ πῶς γράφεται ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα τὴν σήμερον εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν τύπον. Συνίσταται ἀπὸ ἕνα βαρβαρισμὸν εἰς τὴν ἀρχήν, ἀπὸ ἕνα ξενισμὸν εἰς τὸ μέσον, καὶ ἀπὸ ἕνα ἀστεῖον παραλογισμὸν μετ᾿ ἀκυρολεξίας περὶ τὸ τέλος.
Ἀορίστους ὅπως τὸ μετέφερον (ἀνήγγειλον, διένειμον κτλ.) μεταχειρίζονται καθημερινῶς εἰς διαφόρους ἐφημερίδας πολλοὶ ρεπόρτερς. Ἀλλὰ διατί δὲν προτιμῶσι τὰ ὀρθά, ἀνήγγειλαν, διένειμαν; Ἁπλούστατα, διότι αὐτὰ τοὺς φαίνονται κοινά, καὶ σχεδὸν χυδαῖα, φαντάζονται ὅτι τὸ ἑλληνικὸν πρέπει νὰ λήγῃ τοὐλάχιστον εἰς ον, ὅπως εἰς τοὺς παρατατικούς, οὕτω καὶ εἰς τοὺς ἀορίστους. Θὰ εἰπῆτε δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τάξιν τοῦ Σχολείου; Βεβαίως, αὐτὸ εἶναι ἡ λέξις.
Ἀλλὰ τί ὠφελοῦν τὰ Σχολεῖα, οἱ διδάσκαλοι, τὰ βιβλία, αἱ γραμματικαί; Δι᾿ ἕνα ἑλληνόπαιδα αὐτὰ εἶναι σκοτούρα. Τώρα κηρύττεται πλέον φανερὰ ἡ ἀγραμματωσύνη, καὶ τὸ ἀνωφελὲς τοῦ ὀρθῶς γράφειν ἢ ὁμιλεῖν.
Ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὰς πρώτας βοηθείας. Ἑλληνιστὶ βεβαίως τοῦτο καλεῖται «προχείρους», καὶ οἱ Σταθμοὶ αὐτοὶ βέβαίως ἔπρεπε νὰ ὀνομάζωνται «προχείρων βοηθειῶν». Ἀλλὰ τί μᾶς χρειάζεται τὸ ἑλληνικὸν τῆς ἐκφράσεως; Ἀφοῦ οἱ Γάλλοι εἰς τὴν γλῶσσάν τους καλοῦσι ταῦτα «τὰς πρώτας βοηθείας», καὶ ἡμεῖς θὰ ὠνομάζομεν τὸ ἴδιον πρᾶγμα «προχείρους βοηθείας»; Ὤχ, ἀδελφέ! Μήπως ἡ Ἑλλὰς φιλολογικῶς δὲν εἶναι «μία ἐπαρχία» τῆς Γαλλίας, ὅπως εἶπε πρὸ χρόνων ὁ κ. Γρ. Ξενόπουλος;
Λοιπὸν ὁ παθών, ἀφοῦ ἔλαβε τὰς πρώτας αὐτὰς βοηθείας, ἀπεβίωσε.
Τὸ ρῆμα ἐπεκράτησεν ἐπὶ αἰῶνα ἤδη. Θὰ ἦτο πλέον ἐντροπὴ νὰ γράφῃ τις, ἀπέθανε. Τὸ περίεργον εἶναι ὅτι μία καὶ ἡ αὐτὴ πρόθεσις, ἡ ἀπό, φαίνεται νὰ ἔχῃ τὴν ἰδιότητα, εἰς δύο ἐναντιώτατα ρήματα, τὸ βιοῦν καὶ τὸ θνῄσκειν, προστιθεμένη, νὰ παράγῃ δύο συνώνυμα, τό, ἀπεβίωσε, καί, ἀπέθανε· καὶ πάλιν ἡ ἰδία ἡ ἀπὸ εἰς τὸ ἀποζῇ τις νὰ σημαίνῃ τὸ μετὰ δυσκολίας ζῇ, εἰς δὲ τὸ ἀπεβίωσε, τὸ ἔπαυσε νὰ ζῇ.
Ἡ δεσπόζουσα μανία εἰς τὴν χρῆσιν καὶ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ ἀπεβίωσε εἶναι ἐκείνη ἣν ἀτελῶς ὑπῃνίχθημεν ἀνωτέρω· ἡ μανία τοῦ περιφρονεῖν τὰ κοινὰ καὶ πεπατημένα, καὶ νομίζειν αὐτὰ ὄχι ἑλληνικά. Τὸ ἑλληνικά, κατὰ τὴν ἀντίληψιν τῶν πολλῶν, ἐσήμαινεν ἄρρητα θέματα, λεξίδια ὄχι συνήθη εἰς τὸν κοινὸν λόγον. Ἀλλὰ μὲ τὴν λογικὴν καὶ τὴν μέθοδον αὐτὴν κατήντησε νὰ γίνῃ ὅλη σχεδὸν ἡ γλῶσσα νόθον καὶ κίβδηλον κατασκεύασμα, ἄκομψον, καὶ κακόζηλον· τεχνητὸν καὶ κατὰ συνθήκην.
Ὅταν ἤμην παιδίον, μία γραῖα γειτόνισσα μοὶ ὑπηγόρευε μίαν τῶν ἡμερῶν, γράμμα πρὸς τὸν σύζυγον τῆς ἐγγονῆς της, ὅστις ἐταξίδευεν ὡς λοστρόμος μὲ τὰ καράβια.
– Γράψε, εἶπεν ἡ γριὰ Φραγκούλαινα, τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη, τριῶν μηνῶν, (δηλ. ἡ σύζυγος τοῦ πρὸς ὃν ἡ ἐπιστολή).
Ἐγὼ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη».
Ὅταν ὅμως ἀπῄτησε νὰ τῆς ξαναδιαβάσω, πρὶν τὸ κλείσω, ὅλον τὸ γράμμα, τότε ἔκαμε παρατήρησιν:
– Μὴ γράφῃς «γκαστρωμένη», εἶπε, δὲν τὸ γράφουν ἔτσι.
– Πῶς νὰ γράψω;
– Γράψε εἶναι παραβαρεμένη.
Ἐγὼ ἔσβησα τὸ «γκαστρωμένη», κ᾿ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι παραβαρεμένη…»
Τὸ μάθημα ὑπῆρξε λίαν διδακτικόν. Καίτοι ἀγράμματη, ἡ γραῖα μ᾿ ἐδίδαξεν ὅτι, εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἄλλως νοοῦμεν, ἄλλως ὁμιλοῦμεν, καὶ ἄλλως γράφομεν.
Ἴσως τὸ ἐνδόμυχον ἐλατήριον τῆς ἀρχαϊκῆς γραίας ἦτο μία λεπτοφυεστάτη ἀνάγκη εὐφημισμοῦ. Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ὅτι ὁ εὐφημισμὸς ἐκεῖνος ἐπεκτείνεται καὶ εἰς ὅλην τὴν γλῶσσαν, καὶ καταντᾷ, ὅπως ὁ χωρικὸς συστέλλεται νὰ εἴπῃ «ἡ γυναίκα μου», καὶ λέγει «ἡ νοικοκυρά μου, ἡ φαμίλια μου» (τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπαινετὸν ἄλλως), οὕτω καὶ οἱ γράφοντες νὰ μὴ θέλουν νὰ γράψουν λ.χ, ἀπέθανε, ἀλλὰ ἀπεβίωσε.
Ὅπως ἓν ζωντανὸν σῶμα δὲν δύναται νὰ ζήσῃ δι᾿ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπὸ κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καὶ μνημείων, ἄλλο τόσον δὲν δύναται νὰ ζήσῃ, εἰμὴ μόνον κακὴν καὶ νοσηρὰν ζωήν, τρεφόμενον μὲ τουρσιὰ καὶ μὲ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλὰς ἀνάγκας καὶ ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τὴν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερὰ εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἀπείργεται. Ἐὰν κλείσῃ τις τὴν θύραν, θὰ εἰσέλθῃ διὰ τῶν παραθύρων· ἐὰν κλείσῃ τὰ παράθυρα, θὰ εἰσδύσῃ διὰ τῶν ρωγμῶν καὶ σχισμάδων· ἐὰν στουπώσῃ τις τὰς σχισμάδας, θὰ εἰσχωρήσῃ ἀοράτως δι᾿ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς.
Ὑπάρχει καὶ ἀλληλεγγύη, ἐπὶ τέλους. Ἀδύνατον εἶναι γλῶσσα ζωντανή, σύγχρονος, ἔχουσα πόθον καὶ ἀξίωσιν νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ αἰσθάνεται βαθεῖαν τὴν ἀλληλεγγύην αὐτήν. Ἀλλ᾿ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνικὴ ἔπρεπε βλέπῃ μακράν, ὡς φάρον παμφαῆ, τὴν λαμπρὰν αἴγλην τῆς ἀρχαίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ τέρμα τὸν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τὸν λιμένα, δὲν εἶναι αὐτὸς λιμήν.
Πάλιν, τὰς γλώσσας τὰς νεωτέρας ἔπρεπε νὰ τὰς ἔχῃ σύμπλους, χωρὶς νὰ ρυμουλκῆται ἀπὸ καμμίαν ἐξ αὐτῶν. Διότι ὁ νεωτερισμὸς εἶναι ἀνάγκη, δὲν ἕπεται ὅτι πρέπει νὰ τὸ παρακάμνωμεν εἰς τὸν νεωτερισμόν. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἐμφορηθῶμεν κατὰ κόρον ἀπὸ ξενισμούς, ἀλλὰ πῶς νὰ φέρωμεν ἀντίδρασιν, πῶς νὰ μετριάσωμεν τὴν ἀνάγκην τοῦ ξενισμοῦ. Χαλινοῦ καὶ ὄχι πτερνιστῆρος ἡ ὀργῶσα φύσις ἔχει ἀνάγκην.
Οὕτω, ὅπου ὀνομασίας καθαρῶς νεωτερικὰς δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀποφύγωμεν – οἷον ὀνόματα, φράσεις, τρόπους ἐκφράσεων – ὀφείλομεν νὰ τὰς υἱοθετῶμεν. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει τὸ ἀντίστοιχον, πολὺ εὐφωνότερον καὶ κομψότερον εἰς τὴν γλῶσσάν μας, ἐκεῖ πρέπει τὸ ἑλληνικὸν νὰ προτιμᾶται.
Γ´
Ὅπως, ἐπειδὴ δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀποφύγωμεν ἀπολύτως τοὺς ξενισμούς, δὲν ἕπεται ὅτι καὶ πρέπει νὰ εἰσάγωμεν παραπολλοὺς ξενισμοὺς ἄνευ ἀνάγκης, ἄλλο τόσον, ἐπειδὴ ἓν τῶν συμφυῶν ἐλαττωμάτων τῆς γλώσσης μας εἶναι ὁ ἰωτακισμός, δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ εἰσάγωμεν πλειότερα ἰῶτα ἄνευ ἀνάγκης. Ἰδοὺ εἷς τίτλος ἀναγνώσματος ἐφημερίδος, ὅστις καθημερινῶς ἐτυπώνετο ἐπὶ μῆνας μὲ κεφαλαῖα: «Ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία» (ὄχι εἰς τὸ Νέον Ἄστυ). Κάποιος εἶπε: – Μὰ δὲν ἔχει αὐτὸς ὁ δημοσιογράφος αὐτιά; Δὲν καταλαβαίνει, ὅτι πρέπει νὰ ἐξαλείψῃ τοὐλάχιστον ὡς περιττὸν τὸ Ἡ, τὸ πρῶτον ἄρθρον; Ἄλλος ἀπήντησε: – Δὲν ἔχει· φαίνεται τοῦ τὰ ἔκοψαν οἱ Βούλγαροι. Τρίτος τις παρετήρησεν: – Ἔχει αὐτιά, ἀλλὰ τὰ ἔχει διὰ ν᾿ ἀκούῃ τὸν ἦχον τῶν πενταλέπτων.
Ὁ λαὸς εἶπε κινῖνο τὴν κινίνην τῶν ἰατρῶν. (Φαντασθῆτε, τρία Ι, καὶ δύο gn ἀλλεπάλληλα!). Ὁ λαὸς εἶναι δημιουργὸς καὶ κυρίαρχος, καὶ ἀφοῦ ὁ λαός, ἐν τῷ δικαιώματί του, εἶπε, λ.χ., φανέλα, καί, μοδίστρα, δὲν πρέπει κανεὶς νὰ τολμᾷ νὰ λέγῃ ἢ νὰ γράφῃ φλανέλα, μοδίστα. Ἀλλὰ τοιαῦτα κατεργάζονται μόνον ἐκφυλισμένοι ἀνθρωπίσκοι.
Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ ὄνομα τῆς ἰωνικῆς μεγαλοπόλεως εἶναι Σμύρνα, μὲ βραχὺ μάλιστα ἄλφα, μὴ δυνάμενον νὰ τραπῇ ἰωνικῶς, ὅπως φαίνεται εἰς τὸν περὶ Ὁμήρου στίχον· (Σμύρνα, Χίος, Κολοφών, Ἰθάκη, Πύλος, Ἄργος, Ἀθῆναι). Ἐνθυμοῦμαι πρὸ εἴκοσι ἐτῶν, εἰς τοῦ Μπερνιουδάκη, ἐπίναμεν μπίρα τῆς Βιέννας. Τώρα ὅλος ὁ ὄχλος (τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐφημερίδων) εἰς τὰς Ἀθήνας, λέγει καὶ γράφει, τῆς Βιέννης. Μήπως ἤκουσέ τις ἀπὸ Ἰταλὸν νὰ προφέρῃ Viégni, ἢ ἀπὸ Γάλλον, Viegne; Ὁ πρῶτος προφέρει Βιέννα, ὁ δεύτερος Βιένν᾿. Ἀλλὰ πῶς Ἰταλὸς ἢ Γάλλος θὰ ἐδέχετο τοιαύτην κουκλοειδῆ λέξιν, καὶ θὰ ἠνείχετο τοιαύτην διαστροφὴν τῶν στοματικῶν μυῶν, ὁποίαν συνεπιφέρει ἡ ἄμεσος διαδοχὴ δύο συλλαβῶν μὲ δεσπόζοντα ὑγρὸν φθόγγον, Vje καὶ Gn;
Θὰ ἐφρόνουν, ὅπως ὅλοι, ὅτι ὁ δασκαλισμὸς εἶναι ὁ ἐχθρός, καὶ ὅτι πταίει ἡ βιβλιοκαπηλία (μὲ ἰῶτα, παρακαλῶ), τὸ σχολεῖον, ἡ μέθοδος, κτλ. Ἀλλ᾿ ἡ ἔλλειψις τοῦ αἰσθήματος τῆς εὐφωνίας μὲ πείθει ὅτι τὸ κακὸν εἶναι, δυστυχῶς, ριζικώτερον, καὶ ὁ ἐκφυλισμὸς βαθύτερος, ἢ ὅσον φαίνεται. Καὶ ὁ σωλὴν τοῦ ὅπλου εἶναι κάννα, καὶ ὄχι κάννη, ὅπως τὸ γράφουν οἱ στρατιωτικοὶ ἢ οἱ δημοσιογράφοι. Καὶ τὰ φυσέκια, τουφέκια εἶναι φυσέκια, τουφέκια, καὶ ὄχι φυσίγγια, τυφέκια.
Εἰς τοὺς Ο´, ἐν ἀρχῇ τῆς Βασιλειῶν Α´ (ἀλλ᾿ ἐλησμόνησα, ὁ ἐκφυλισμὸς ἀπαιτεῖ νὰ ὀνομάζωμεν τὴν βίβλον ταύτην Σαμουὴλ Α´, ὅπως τόσοι ἐπιστήμονες ἄνθρωποι ποιούμενοι δῆθεν μνείας καὶ παραθέσεις ἐκ τῶν Γραφῶν, τὴν ὀνομάζουν) ἀμέσως εἰς τὸ α´ κεφάλαιον, ἐδ. 2, 3, ἀναγινώσκεται· «Ὄνομα τῇ μιᾷ, Ἄννα, καὶ ὄνομα τῇ ἑτέρᾳ, Φεννάνα· καὶ ἦν τῇ Φεννάνᾳ παιδία, τῇ δὲ Ἄννᾳ οὐκ ἦν παιδίον». Ἰδοὺ ὅτι Ἑβραϊκὰ ὀνόματα, κλινόμενα κατὰ τὴν α´ κλίσιν τῆς Ἑλληνικῆς, σχηματίζουν τὰς πλαγίας μὲ ἄλφα. Εἶπέ τις τῆς Ἰωάννης, τῆς Ἀντωνίνης, τὴν γενικὴν τοῦ Ἰωάννα καὶ Ἀντωνίνα, δύναταί τις, ἐὰν ἔχῃ ὦτα, νὰ εἴπῃ ἡ Χριστίνη, τῆς Χριστίνης; Καὶ ὅμως ὅλος ὁ τύπος γράφει, ἡ Αἰκατερίνη, ἡ Ἰωσηφίνη, ἡ Κλημεντίνη. Δὲν ὑπάρχει καμμία Αἰκατερίνη, ἀλλὰ μόνον ἡ ἁγία καὶ πάνσοφος Αἰκατερίνα, τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Σινᾶ. Ἄλλως, αὐτὰ πρέπει νὰ διακρίνωνται καὶ ἀπὸ τὰς τόσας ὡραίας ἰατρικὰς λέξεις, τὰς ληγούσας εἰς ίνη, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν μοσχοβιτίνην τὴν πραποπουλίνην καὶ τόσα ἄλλα θαυμάσια πράγματα.
Ἄλλο ἐλάττωμα τῆς γλώσσης μας εἶναι τὸ πολυσύλλαβον. Καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἦτο εὐκταία ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Βολαποὺκ ἢ τῆς Ἐσπεράντο, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσαγάγωμεν παρ᾿ ἡμῖν τὴν Ἀγγλικὴν γλῶσσαν ὅλην, αὐτούσιον. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν βόρειον Ἑλλάδα, ὅπου εἶναι παλαιότερα τὰ λαλούμενα Ἑλληνικὰ (θέλω νὰ εἴπω, ἴσως εἶναι παλαιότεροι οἱ λαλοῦντες Ἕλληνες) ἐτελειοποιήθη κατὰ τοῦτο ἡ γλῶσσα, φθάσασα μέχρι τοῦ μονοσυλλάβου τῶν λέξεων. Ἀφοῦ οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, ἐὰν θέλωμεν νὰ γράφωμεν τὴν δημώδη, διατί νὰ μὴ γράφωμεν τοὺ στάρ, τοὺ κθάρ, ὅπως προφέρεται εἰς τὴν πατρίδα μου, ἀλλά, τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, ὅπως προφέρουν οἱ ὄψιμοι Ἕλληνες τῶν νοτιανατολικῶν μερῶν; Εἰς τὴν πατρίδα μου τὸ χωράφι προφέρεται τοὺ χουράφ᾿ (νομίζω νὰ παρετήρησα ὅτι οἱ φθόγγοι Ι καὶ ΟΥ συγκόπτονται ἐὰν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ι και ου, ἀλλὰ μόνον τρέπονται ἐὰν ἦσαν ἀρχῆθεν ε καὶ ο)· ἀλλ᾿ εἰς τὰ χωρία τοῦ Πηλίου, μᾶλλον προηγμένα εἰς τὴν γλωσσικὴν ἐξέλιξιν, προφέρεται τοὺ χ᾿ράφ᾿. Ἰδοὺ λοιπόν, στάρ, κθάρ, χράφ. Οὕτω θὰ ἔπρεπε νὰ γράφεται ἡ γλῶσσα. Τί μᾶς χρειάζεται ἡ Ἐσπεράντο, καὶ τὸ μονοσύλλαβον τῶν λέξεων τῆς Ἀγγλικῆς;
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ γραφομένη γλῶσσα, εἴτε καθαρέβουσα, εἴτε ὅπως ἂν τὴν ὀνομάσῃ τις, ἔχει τὸ ἐλάττωμα τῶν πολυσυλλάβων λέξεων, σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ πλάττωμεν ἡμεῖς, οἱ γράφοντες, ἄνευ ἀνάγκης, πλειοτέρας πολυσυλλάβους λέξεις; Ἰδού, ἀναγνώσατε ἓν δεῖγμα· «προθυμοποιούμενοι νὰ διαπραγματευώμεθα ἑκάστοτε τὰ ἐπικινδυνωδέστερα τῶν θεμάτων…» Εἶπέ τις ποτὲ εἰς τὸν θετικὸν ἢ τὸν ἀπόλυτον βαθμόν, ἐπικινδυνώδης; Ποῦ εὑρέθη τὸ ἐπικινδυνωδέστερος; Καὶ ὅμως, ὅλος ὁ Ἀθηναϊκὸς τύπος τὸ γράφει. Ὅταν γράφῃ τις ἄρθρα διαπραγματεύεται ἢ ἁπλῶς πραγματεύεται περὶ ἑνὸς θέματος; Δυνατόν νὰ διαπραγματεύωνται ἢ νὰ παζαρεύουν καὶ οἱ γράφοντες, ἀλλ᾿ εἰς τοῦτο δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀναμειχθῶμεν. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἡ διὰ σημαίνει τὸ μεταξὺ δύο γινόμενον.
Δὲν ποιεῖταί τις πρόθυμος, ἀλλὰ γίνεται, ὅπως δὲν ποιεῖται φιλότιμος, ἀλλ᾿ εἶναι ἢ γίνεται. Δὲν προθυμοποιεῖταί τις, ὅπως καὶ δὲν φιλοτιμοποιεῖται. Ἀλλὰ προθυμεῖται, ὅπως καὶ φιλοτιμεῖται. Τί τοὺς κοστίζει, τοὺς δημοσιογράφους μας, νὰ γράφωσι τὸ ὀρθόν, ἐνῷ εἶναι καὶ τόσῳ ἁπλούστερον καὶ συντομώτερον;
Καὶ ὅμως, φαίνεται ὅτι εἶναι τόσῳ δύσκολον!

(1907)

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

http://www.papadiamantis.org/works/88-epiloipa/471-7-filologika