ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
Ο καπνός
ζωγράφισʼ ένα πλοίο˙
το πλοίο
ζωγράφισε τη θάλασσα˙
η θάλασσα
με μια γραμμή
έφτιαξε τον ορίζοντα.
Ο ουρανός ήδη υπήρχε.
Έμενε να φυσήξει λίγο
για να πάρει ζωή το τοπίο.
ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Ποιος κόκκος ηγείται της άμμου;
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
Έχοντας πάθη
έκανα λάθη…
τώρα λανθάνω απαθής
ξένε
στο χώμα που πατείς.
ΟΥΚ ΕΦʼ ΗΜΙΝ
Ένα προς ένα μου ʼδειξε τα ωραία δωμάτια
ο «καλός μου φίλος»
και με συγκρατημένο κομπασμό μου «εξηγούσε»…
Τι πλούσιος διάκοσμος, τι εξαίρετο σπίτι!…
Κʼ εγώ φτωχός, σχεδόν τρωγλοδύτης,
σκέφτηκα εσένα, καλέ μου Επίκτητε˙
και,
λησμονώντας όσα μαρξιστικά έχω διαβάσει,
είπα: Δε βαρυέσαι!
Αυτό το ζώο έχει καλύτερη φωλιά!..
ΕΙΔΥΛΛΙΟ
Στη λιμνοθάλασσα
της λογιότητός μας
κάθε ποιητής και καλάμι!
Ως κʼ οι καλοί,
οι αναντίλεκτα καλοί,
κουνάνε τις φουντίτσες τους
μόλις αρχίσει να φυσά η φήμη…
Στις όχθες
-εκεί πʼ ανοίγει η αγορά-
βάτραχοι κοάζουν…
ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΒΡΗΚΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΛΛΑΓΜΕΝΗ
Κάτι βαθύ
σκέφτετʼ η θάλασσα,
κι ακινητεί.
– Της πέταξα μια πέτρα
κι άλλη μία
δεν ταράχτηκε˙
μόνο τις τράβηξε αργά πέρʼ απʼ την όραση
κʼ έκλεισε πάλι. –
Παράξενη ησυχία-απειλητική.
Τίποτα δεν κινείται.
Μόνο τα βότσαλα
αδιόρατα ριγούν
και μυρμηγκιάζουν,
λες κι ακουμπάει
τα λεία πρόσωπά τους
κάτι κακό και σιχαμένο κι όλο χνούδι,
και τα φύκια,
πατημένα ανασαίνουν,
μισά χλωρά, μισά γιομάτʼ αλάτι,
σαν τα μαλλιά του πεθαμένου
που μεγαλώνουν λίγο ακόμη.
Ανεξήγητο τοπίο.
Αβάστακτος κόσμος, ορυκτός,
πάμε να φύγουμε, ψυχή μου.
ΗΡΩΔΕΙΟ
Ηρώδειο:
Η υγρή ψυχή των ψηφοφόρων
ελαύνεται εις πάθος˙
φταίνε οι τόνοι της ηρωικής
(για ό,τι γράφω- γράψε λάθος
αν λάβει γνώση ο ανακριτής…)
Φθηνές αισθήτες, λιλιά, λοφία,
χοντρές κυρίες που έχουν γνώμη
στολές-γαλόνι.
Πρώτες σειρές-
συγκαταφάσκουσα μπουρζουαζία.
Αν είχα θάρρος κʼ ένα μπετόνι…
«Μα τι σας φταίει η κοινωνία;!»
Τα σπίρτα κρύβω-
πρέπει να στρίβω
με υποπτεύονται για αναρχία.
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν’ απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.
Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ’ ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι˙
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.
Το κύπελλο έκανε κύκλο,
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο τον υπηρέτη
και
συνέχισε ν’ ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω.
Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π’ απλωνόταν σιγά- σιγά
στ’ αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.
Η ΡΥΘΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΣΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ
Στέκομαι και την κοιτάζω που παίζει με τα βότσαλα˙
πηγαινοέρχεται στην παραλία και παίζει με τα βότσαλα:
– φέρνει χαρτιά, φέρνει ξύλα,
βρέχει την άμμο, βρέχει τον αέρα,
θέλει να βρέξει τα καλά μου πέδιλα,
θέλει να φύγω, θέλει να με διώξει
δε θέλει να τη βλέπω που παίζει με τα βότσαλα.
Στέκομαι και την κοιτάζω που παίζει με τα βότσαλα˙
κανείς δεν έχει την ηλικία της
κι όμως
παίζει με τα βότσαλα που έφτιαξε, ως φαίνεται,
για να παίζει.
Στέκομαι και την κοιτάζω που παίζει με τα βότσαλα
και σκέφτομαι,
ακέραια μόνος και ολοένα λιγότερος,
την άλλη,
την ευρύτατη θάλασσα,
που σα βότσαλο,
με άλλα βότσαλα
με συμφύρει και με φθείρει
έτσι- για να παίζει…
ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ
Δόξα
και μνήμη
της σκονισμένης πέτρας,
βροχή Ιουλίου
πʼ ανασύρεις τα χρώματα
και δείχνεις
πόσο πιέζονται τα ορυκτά ώσπου να γίνουν!
…Απρόβλεπτο νερό
ξέπλυνε κʼ εμένα
από τη σκόνη των ματαιώσεων˙
κάνε
να λάμψουν μέσα μου
όσα προδίδω.
(ανθολόγηση-επίμετρο: Δημήτριος Μουζάκης)
Πηγή:
http://www.poiein.gr/2009/04/10/ethooao-oioeaiuo-oi-ouioaoia-oio-odhiaieya-aieieuacoc-adhssiaoni-acithoneio-iioaeueco/