Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σοφιανός Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σοφιανός Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Κώστας Σοφιανός - Ευαγγελική προτροπή


Μη αποστρέφεις το πρόσωπό σου, υποκριτή
τούτο το κάθαρμα είναι ο πλησίον σου
δεν υπάρχει άλλος,
αγάπησέ τον ως σεαυτόν –
είναι η μόνη λύση.
Εμπρός, λοιπόν, αγάπησέ τον.
(Μοιάζετε άλλωστε, δε μοιάζετε;)

Το φάντασμα του υποβολέα, Πλανόδιον 1994

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Κώστας Σοφιανός - Πετρώνιος


Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν' απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.
Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ' ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.
Το κύπελλο έκανε κύκλο
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο στον υπηρέτη
και
συνέχισε ν' ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω
Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π' απλωνόταν σιγά- σιγά
στ' αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.

Το Φάντασμα του Υποβολέα, εκδόσεις Πλανόδιον

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Κώστας Σοφιανός-Τουριστικό


Στης Μυκόνου την έκθετη ράχη

ξαπλωμένη στιλπνή και μονάχη

προκαλεί τα φτωχά παλληκάρια

που λιμάζουν για ξένης κορμί

και την πλήξη της κάνει «αγάπη»

και τη φτώχεια μας δείχνει φαιδρή.


[πηγή: Κώστας Σοφιανός, Οι απολαύσεις, Διογένης, Αθήνα 1981, σ. 39]

Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Κώστας Σοφιανός- Γλωσσικός γραικυλισμός ή η εκδίκηση της καθαρεύουσας (ούτε αυτό είναι ποίημα)




Λάϊτ, το πίκ,
το μπάτζετ,
μπούκινγ,
σόλντ-άουτ,

σόπινγκ-θέραπι.
Ντιλίτ - πέιστ,
ντελίβερι,

Λόκντάουν,
ντίιλ,
μπίτσμπάρ,
κούριερ

Ζητείται Μανατζμεντ
Ντιζάιν

Ντοντ γουέιτ -Τέικ ιτ αγουέι
Είναι, ξέρεις, το κόνσεπτ του τίμ, που μετράει

σερφάρω,
ζάπιν,
ζουμάρω

Μανατζάρω μια μπόντι-μπίλντινγ μπουτίκ

Το θίνκ-τάνκ της Ν.Δ. είναι άλλο πράγμα!
Χαρντ τοκ ντιμπέιτ -σου λέω!
έγινε βάιραλ

Κάνουμε σέσιον
έχουνε μίτινκ
κοουτσάρω

Πιάσε το πίλερ

τα λοτζίστικς
κάνουν μπρέικ
το πρότζεκτ

Φώναξε τον κόουτς

Η Συμφωνική του ΣικάγΟ
Οι φωτιές της ΚαλιφόρνιΑ

«Το πλοίο ΕΧΕΙ ΑΜΕΣΗ αναχώρηση»
(και όχι άγχος ή ιλαρά)

………

Μετέωρος
ο Ελληνοπίθικος
απολαμβάνει
λιμώττων
και
ανίδεος
την
παρακμή
του.


Αντλήθηκε από το προφίλ του ποιητή

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Κώστας Σοφιανός- Πετρώνιος




Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν’ απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.
Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ’ ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι˙
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί. Το κύπελλο έκανε κύκλο,
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο τον υπηρέτη
και
συνέχισε ν’ ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω.
Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π’ απλωνόταν σιγά- σιγά
στ’ αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.

*Από το «Φάντασμα του Υποβολέα».

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

O Κώστας Σοφιανός διαβάζει Κώστα Σοφιανό

ΜΠΕΝΑΚΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Είναι ωραία και όμως ερευνά
ή, μάλλον, μολονότι ωραία και διόλου θεούσα — κάθε άλλο,
(το αποκλείει το ελάχιστο που φορά μπλουζάκι,
καθώς αφήνει έκθετη τη σφριγώσα μέση, σαφώς υπαινισσόμενο ότι ο αφαλός,
αθέατος προς το παρόν αλλά πάντως ακάλυπτος,
πιό κι απʼ τη μέση ερεθιστικός θα είναι)
εντούτοις, έχει καθήσει μπροστά στην οθόνη και ερευνά.
Μεταπτυχιακή φοιτήτρια προφανώς,
θα σπουδάζει, υποθέτω, ιστορία,
(ή μήπως κοινωνιολογία της παιδείας — στις μέρες τους τίποτα δεν αποκλείεται)
περνάει την ταινία μικροφίλμ των παλαιών εφημερίδων
και
όλο κάτι αποσπά
και καταγράφει
στο γόνατο ακουμπώντας
(σίγουρο γόνατο τορνευτό)
το σημειωματάριό της με φίνο σκουρόχρωμο δέρμα δεμένο,
σαν το δέρμα που συγκρατεί στα όρια του τέλειου σχήματός της
τους όμοιους με ελάσματα μυώνες.
Θαυμάζω και επικροτώ την επιμέλεια της κόρης,
την εμβρίθεια του ύφους της, των βλεμμάτων της την προσήλωση
στο είδωλο του κειμένου,
που πότε ακινητεί και πότε φεύγει,
καθώς το χέρι της — χέρι Αρτέμιδος εν ώρα κυνηγίου — κομψά και έμπειρα
περιστρέφει τη μικρή λαβή δεξιά της.
Σημειωτέον
– και τούτο επιτείνει τον θαυμασμό μου, όχι μόνο για την εμβρίθεια κλπ.,
αλλά και για την ασκητική, σχεδόν, αυτοπειθαρχία της κόρης –
είναι ΄Ανοιξη.
Ο ήλιος έξω λάμπει χωρίς να δυναστεύει.
Προπετή κελαηδήματα αναμειγνύονται με κορναρίσματα ποικίλλων οχημάτων,
κι απʼ τʼ ανοιχτό παράθυρο εισβάλλει άρωμα νερατζιάς –
συνεγείροντας ως και τον γέροντα ερευνητή, που τώρα δα σηκώθηκε
και
βγήκε,
λέει,
νʼ ανασάνει
“ολίγον αέραν εαρινόν, αγαπητέ μου”.
Είναι ΄Ανοιξη, λοιπόν,
οι φλέβες των ορυκτών διαστέλλονται
από τη ζείδωρη ένταση του φωτός που αεροβατεί αχνίζοντας
στις φρεσκοπλυμένες μαρμαρόπλακες του παλιού Βουλευτηρίου,
κι εκείνη
δοσμένη στην αποδελτίωση παρωχημένων περιστατικών και λόγων
κάθεται ανύποπτη
με την πλάτη γυρισμένη στο παρόν
(όπως κάθονταν άλλοτε τʼ απόβραδο στις γειτονιές οι γυναίκες,
έξω από τα χαμηλά τους σπίτια,
για να ξεδώσουν χαζεύοντας τους περαστικούς,
ενώ μέσα οι μοίρες, αγέλαστες και ακαλλώπιστες,
ετοίμαζαν συμφορές).
Θαυμάζω και επικροτώ,
μα αν κρίνω από το ύφος της,
ύφος βέβαιο “οργανικής διανοουμένης”
(ως επί πολύ και αδιαμαρτύρητα — αλλοίμονο — ακροασθείσης των μαθημάτων
της πολυτόμου κυρίας Π., λόγου χάρη,
ή, έτι χείρον,
της
πολυπράγμονος κυρίας Φ.)
αν κρίνω, λέω, από το ύφος της,
και όχι βέβαια από το φύλο ή την ομορφιά της
– ξου, ξου κακόγλωσσες φεμινίστριες –
συμπτώσεις που διόλου δεν εμπόδισαν
την Κόρινα να υποσκελίσει τον Πίνδαρο
και την Υπατία να υπηρετήσει, έως θανάτου ένδοξη και με τον ίδιο ζήλο,
της Αθηνάς και της Αφροδίτης τα έργα
(γιʼ αυτό, λέγεται, την διαμέλισαν οπαδοί του Κυρίλλου Αλεξανδρείας,
γιατί δεν άντεχαν οι φθονεροί καλόγεροι να ζουν ανέραστοι
δίπλα σε τέτοια ομορφιά)
φοβούμαι
– πολύ φοβούμαι, ομολογώ –
ότι το όλο εγχείρημα θα καταλήξει,
μετά πολλών επαίνων, ασφαλώς,
σε μιαν ακόμη περισπούδαστη “προοδευτική” πατάτα.
***
ΑΣΤΗΡΙΚΤΟ
Παράλογη
μιά υποψία με πειράζει,
κάθε
που η «πένθιμη» πομπή του επιταφίου
το σώμα περιφέρει του Κυρίου
στις γειτονιές.
Λαός χαριέντως λαμπαδηφορεί
κιο στρατός – άγημα τιμητικό –
τον ύπνο του φρουρεί ενόπλως!
Τίποτα το παράξενο στο όλο σχήμα
– κι όμως,
κοιτώντας τους φαντάρους,
η κουστωδία έρχεται στο νου μου
κ’ εκείνο το:
κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον`
λες
και κρατεί, ακόμη ο φόβος ενδεχόμενης αναστάσεώς Του…
***
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ
Κέντρον Διαμορφώσεως Ορθοδόξων Συνειδήσεων
… Χθες είχαμε φεγγάρι στο κανάλι μας.
Ειδοποιημένοι απο το παράνομο δίκτυο ενημερώσεως
«απροσαρμόστων»
πήραμε θέση στα περισκόπια
και αναμέναμε…
Το εντοπίσαμε περί ώρα 7, επί καμπύλης τροχιάς…
Ήταν στρογγυλό και ασημένιο…
Μετακινούμενο αργά χάθηκε πίσω απ’ τις αντένες του
«Οργανισμού Ελέγχου Συλλογικής Μνήμης»
Οι τολμηρότεροι ανασήκωσαν το κέλυφος
και είδαν δίχως πρίσμα.
(Ωρισμένοι συνελήφθησαν και ανακρίνονται ήδη στην
Υπηρεσίας Καταστολής Συναισθημάτων.
Όσοι παρέσυραν παιδιά
θα υποστούν βαρύτερες κυρώσεις…)
***
ΜΕ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Στον ουρανό των υδρατμών
γλόμπος φθορίου το φεγγάρι`
κόκκινο άναψε φανάρι –
σούζα η αγέλη των πεζών !
Οξείας κόρνας πλάγιον θραύσμα
την έμπνευσή μου παραλύει –
πρίσμα η ψυχή μου και αναλύει
των κάθετων νερών το φάσμα…
Των άστρων χύθηκε ο φωσφόρος
στις άκριες υψηλών νεφών –
πίσω απ’ τα μάτια των αστών
θαρρώ μου γνέφει ο εωσφόρος…
Τούτο το πλήθος τι γυρεύει;
Πνίξε το νύχτα-μαύρη λάμια!..
Μπροστά σε χνωτισμένα τζάμια
απόψε η θλίψη μου αλητεύει
***
ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΣΟΥ…
Τα δόντια σου
– άσπρα και γυμνά
σα γεναριάτικη σελήνη
άσπρα και λαμπρά
καθώς μιλάς
καθώς γελάς
κι αποκαλύπτονται –
μιά αίσθηση μου προκαλούν παρωχημένη,
ένα ρίγος
μνήμη καθιζημένη
ανακαλούν
ηδονής αφάτου…
Σα νάζησα ποτέ
στο ξέφωτο δρυμού αδιεξόδου
έρωτες επικούς
σπαραγμούς μεγάλους !
Η λευκή τους διάταξη
τέλεια αρχιτεκτονιμένη
η στίλβουσα σειρά τους
υποψία γεννούν
υπάρξεως μου άλλης
και την επιθυμία
ζώο μου υγιές
στη δικαιοδοσία
της οδοντοστοιχίας σου
νάμουν άωρη οπώρα !..
***
σα σκύλος πίσω απο τις αλήθειες σου
κι’ οι φωνές τους πέτρες
***
ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟ
Αν κατεβώ στον εαυτό μου
θα χαθώ
αν ανεβώ στον εαυτό μου
θα πέσω
γι’ αυτό στριμώχνομαι όπως-όπως
σ’  αυτό
που λεν σ υ ν ε ί δ η ση
κ’ έτσι – σκεπτόμενος – υπάρχω.
***
Τα ποιήματα του Κώστα Σοφιανού, πλην του πρώτου, διαβάστηκαν απο την «Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας: Η ΠΟΙΗΣΗ» Των Ηρακλή & Ρένου, Ήρκου & Στάντη ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ

Ο Κώστας Σοφιανός, διαβάζει Κώστα Σοφιανό https://www.podomatic.com/podcasts/poiein/episodes/2011-09-06T18_19_30-07_00

Κώστας Σοφιανός - «το Φάντασμα του Υποβολέα»

ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
Ο καπνός
ζωγράφισʼ ένα πλοίο˙
το πλοίο
ζωγράφισε τη θάλασσα˙
η θάλασσα
με μια γραμμή
έφτιαξε τον ορίζοντα.

Ο ουρανός ήδη υπήρχε.

Έμενε να φυσήξει λίγο
για να πάρει ζωή το τοπίο.

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Ποιος κόκκος ηγείται της άμμου;

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Έχοντας πάθη
έκανα λάθη…
τώρα λανθάνω απαθής
ξένε
στο χώμα που πατείς.

ΟΥΚ ΕΦʼ ΗΜΙΝ

Ένα προς ένα μου ʼδειξε τα ωραία δωμάτια
ο «καλός μου φίλος»
και με συγκρατημένο κομπασμό μου «εξηγούσε»…
Τι πλούσιος διάκοσμος, τι εξαίρετο σπίτι!…
Κʼ εγώ φτωχός, σχεδόν τρωγλοδύτης,
σκέφτηκα εσένα, καλέ μου Επίκτητε˙
και,
λησμονώντας όσα μαρξιστικά έχω διαβάσει,
είπα: Δε βαρυέσαι!
Αυτό το ζώο έχει καλύτερη φωλιά!..


ΕΙΔΥΛΛΙΟ

Στη λιμνοθάλασσα
της λογιότητός μας
κάθε ποιητής και καλάμι!

Ως κʼ οι καλοί,
οι αναντίλεκτα καλοί,
κουνάνε τις φουντίτσες τους
μόλις αρχίσει να φυσά η φήμη…
Στις όχθες
-εκεί πʼ ανοίγει η αγορά-
βάτραχοι κοάζουν…

ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΒΡΗΚΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΛΛΑΓΜΕΝΗ

Κάτι βαθύ
σκέφτετʼ η θάλασσα,
κι ακινητεί.
– Της πέταξα μια πέτρα
κι άλλη μία
δεν ταράχτηκε˙
μόνο τις τράβηξε αργά πέρʼ απʼ την όραση
κʼ έκλεισε πάλι. –
Παράξενη ησυχία-απειλητική.
Τίποτα δεν κινείται.
Μόνο τα βότσαλα
αδιόρατα ριγούν
και μυρμηγκιάζουν,
λες κι ακουμπάει
τα λεία πρόσωπά τους
κάτι κακό και σιχαμένο κι όλο χνούδι,
και τα φύκια,
πατημένα ανασαίνουν,
μισά χλωρά, μισά γιομάτʼ αλάτι,
σαν τα μαλλιά του πεθαμένου
που μεγαλώνουν λίγο ακόμη.
Ανεξήγητο τοπίο.
Αβάστακτος κόσμος, ορυκτός,
πάμε να φύγουμε, ψυχή μου.

ΗΡΩΔΕΙΟ

Ηρώδειο:
Η υγρή ψυχή των ψηφοφόρων
ελαύνεται εις πάθος˙
φταίνε οι τόνοι της ηρωικής
(για ό,τι γράφω- γράψε λάθος
αν λάβει γνώση ο ανακριτής…)

Φθηνές αισθήτες, λιλιά, λοφία,
χοντρές κυρίες που έχουν γνώμη
στολές-γαλόνι.

Πρώτες σειρές-
συγκαταφάσκουσα μπουρζουαζία.

Αν είχα θάρρος κʼ ένα μπετόνι…
«Μα τι σας φταίει η κοινωνία;!»

Τα σπίρτα κρύβω-
πρέπει να στρίβω
με υποπτεύονται για αναρχία.

ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ

Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν’ απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.

Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ’ ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι˙
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.

Το κύπελλο έκανε κύκλο,
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο τον υπηρέτη
και
συνέχισε ν’ ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω.

Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π’ απλωνόταν σιγά- σιγά
στ’ αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.

Η ΡΥΘΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΣΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ

Στέκομαι και την κοιτάζω που παίζει με τα βότσαλα˙
πηγαινοέρχεται στην παραλία και παίζει με τα βότσαλα:
– φέρνει χαρτιά, φέρνει ξύλα,
βρέχει την άμμο, βρέχει τον αέρα,
θέλει να βρέξει τα καλά μου πέδιλα,
θέλει να φύγω, θέλει να με διώξει
δε θέλει να τη βλέπω που παίζει με τα βότσαλα.

Στέκομαι και την κοιτάζω που παίζει με τα βότσαλα˙
κανείς δεν έχει την ηλικία της
κι όμως
παίζει με τα βότσαλα που έφτιαξε, ως φαίνεται,
για να παίζει.

Στέκομαι και την κοιτάζω που παίζει με τα βότσαλα
και σκέφτομαι,
ακέραια μόνος και ολοένα λιγότερος,
την άλλη,
την ευρύτατη θάλασσα,
που σα βότσαλο,
με άλλα βότσαλα
με συμφύρει και με φθείρει
έτσι- για να παίζει…

ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ

Δόξα
και μνήμη
της σκονισμένης πέτρας,
βροχή Ιουλίου
πʼ ανασύρεις τα χρώματα
και δείχνεις
πόσο πιέζονται τα ορυκτά ώσπου να γίνουν!

…Απρόβλεπτο νερό
ξέπλυνε κʼ εμένα
από τη σκόνη των ματαιώσεων˙
κάνε
να λάμψουν μέσα μου
όσα προδίδω.

(ανθολόγηση-επίμετρο: Δημήτριος Μουζάκης)
Πηγή:http://www.poiein.gr/2009/04/10/ethooao-oioeaiuo-oi-ouioaoia-oio-odhiaieya-aieieuacoc-adhssiaoni-acithoneio-iioaeueco/

Κώστας Σοφιανός-Σταδιοδρομία

Κὠστας Σοφιανός-Παραλλαγές μιας μανιέρας (ΙΙΙ)



Ακόμα και ως πτώμα η Ελλάδα είναι ωραία
Τί κι αν έγινε βόθρος το κρυφό περιγιάλι
Μας δροσίζουν το μέτωπο μελτέμια πρωραία
κι ο καπνός στεφανώνει την Αμφιάλη.

Ελιές στις πλαγιές και ξανθοί αμπελώνες
καθαρτήριες φλόγες αναλώνουν το γιόμα,
αχνοτρέμει ο αέρας στων νερών τους πυλώνες
η Ελλάδα είναι ωραία ακόμα και ως πτώμα.

Ακόμα και ως πτώμα η Ελλάδα είναι ωραία
το πνεύμα του θέρους ευγενίζει τη στέγνια
φαιδρύνει η ευδεία του βίου την έγνοια
ραστώνη και τάχος μάς κλείνουν μοιραία.

Κοιμούνται οι Μούσες στον Ελικώνα
στα μουσεία τ’ αγάλματα νοσταλγήσαν το χώμα
το κάρβουνο εντείνει τις γραμμές του πευκώνα
η Ελλάδα είναι ωραία ακόμα και ως πτώμα.

Ακόμα και ως πτώμα η Ελλάδα είναι ωραία
τις νύχτες ο Κίσσαβος ξαναγίνεται Όσσα
αρκετά παραλλάξαμε του Ομήρου τη γλώσσα
ξεθωριάσαν τα χρώματα στη φθαρμένη λιβρέα.

Μέδουσα ο Ήλιος κι αποσβολώνει
της ρετσίνας ο μύθος πικρίζει το στόμα
τσουκνίδες κι ασφόδελοι στο έρημο αλώνι
η Ελλάδα είναι ωραία ακόμα και ως πτώμα.


Κώστας Σοφιανός, Ποιήματα, ιδιωτική έκδοση, 2006 (1989)

Κώστας Σοφιανός-Ηρώδειο, 1971



Ηρώδειο:
Η υγρή ψυχή των ψηφοφόρων
ελαύνεται εις πάθος,
φταίνε οι τόνοι της “Ποιμενικής”
(για ό,τι γράφω, γράψε λάθος
αν λάβει γνώση ο ανακριτής…)

Φθηνές, εσθήτες, λιλιά, λοφία
χοντρές κυρίες που έχουν γνώμη,
στολές – γαλόνι
Πρώτες σειρές
συγκαταφάσκουσα μπουρζουαζία.

Αν είχα θάρρος κι ένα μπετόνι…
“μα τι σας φταίει η κοινωνία;”

τα σπίρτα κρύβω –
πρέπει να στρίβω
με υποπτεύονται για αναρχία.

Κώστας Σοφιανός, «Ποιήματα»

Κώστας Σοφιανός- Αυτό, βέβαια, δεν είναι ποίημα

Μη μιλάτε Ελληνικά:
να γαβγίζετε
να γρυλίζετε
να μουγκρίζετε
Να μη μιλάτε καθόλου.

Μη διαβάζετε Ελληνικά:
να διαβάζετε τους λόγους των πολιτικών σας
να διαβάζετε τα «καλέσματα» των οργανώσεών σας
να διαβάζετε τον ημερήσιο και τον περιοδικό σας τύπο.
Να μη διαβάζετε καθόλου.

Μη γράφετε Ελληνικά:
να γράφετε την «Καθαρεύουσα» του Γενικού Επιτελείου
να γράφετε την «Δημοτική» του Υπουργείου «Πολιτισμού»
να γράφετε όπως γράφουν στον ημερήσιο και στον περιοδικό σας τύπο
Να μη γράφετε καθόλου.

Και
Μη κατεβαίνετε στη θάλασσα:
σας βλέπει κι αρρωσταίνει.
Γυρίζουν τα μέσα της
αφρίζει
ξερνάει σακκούλες
σαγιονάρες
σακούλες
σερβιέτες
Ξερνάει πετρέλαιο και πίσσα
Μη κατεβαίνετε στη θάλασσα
κατεβείτε στο ύψος σας.

Μην ανεβαίνετε στα βουνά:
σας αισθάνονται και πεθαίνουν.
Χάνουν τα δάση τους και τα πουλιά τους
χάνουν τη δρόσο τους και τ' άρωμά τους
χάνουν τα χιόνια τους και τα νερά τους.
Μην ανεβαίνετε στα βουνά
ανεβείτε στα ρετιρέ σας.

Μη συντηρείτε αρχαιότητες:
είναι Ύβρις.
πάρτε κασμάδες και σωριάστε τες
φέρτε μπουλντόζες και σαρώστε τες
ρίχτε βενζίνη και κάφτε τες
Είναι η προτελευταία τιμή που μπορείτε να κάνετε στον τόπο.

Η τελευταία είναι:
Να φύγετε
με τις γυναίκες και τα παιδιά σας
με τα σαλόνια σας και τα σκυλιά σας
με τη Βρωμιοσύνη σας και την κακομοιριά σας.

Και
μη παριστάνετε πως περιμένετε βαρβάρους:
Εσείς είστε οι βάρβαροι
και πρέπει να φύγετε.


απ' την ποιητική συλλογή: Οι Απολαύσεις, 1981.

Edouard Vuillard - Τhe Window