Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Τρία ποιήματα

 
III

Χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους
σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι
γιατί η χλόη γίνεται άχυρο κι ο Αύγουστος Σεπτέμβρης. 
Έρχεται η ώρα κι οι αρχηγοί σημαίνουν υποχώρηση 
τραβιούνται πίσω τα νερά μένουν ξανά γυμνές οι ξέρες 
ανακαλούνται οι ποταμοί και τα τραγούδια των νεκρών 
«ήτανε λάθος» ο άνεμος που σήκωσε σημαίες 
- τώρα οι σημαίες κείτονται στα καταστατικά
 οι λέξεις που 'βαζαν φωτιά γίνονται πάλι λέξεις

...μόνο το πολυβόλο συνεχίζει να θερίζει τα χρόνια μας 
κάθε μέρα σκύβουμε περισσότερο ν' αποφύγουμε τις σφαίρες 
κάθε μέρα ξεχνάμε τους φίλους που σταματήσαν να γερνούν
 χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι.


V

                                                                                 Σ.Π. 23.7.65

Κόντρα στο δακρυγόνο και στο ραδιόφωνο 
κόντρα στη συμμαχία των αρχηγών 
κόντρα σε σένα και σε μένα
που θα 'μαστε αύριο νεκροί στις πολυθρόνες μας.

Έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου
όλα χαμένα σαν τα είκοσί μου χρόνια
κι η κάθε μέρα φεύγοντας παίρνει μαζί της το κουράγιο
 παίρνει τα στήθη που 'φραζαν το δρόμο σε σφαίρες και
βρισιές
—  έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου κι έπαιρνε ο τόπος φως από 
άλλες μέρες
τραγούδια μουδιασμένα βγαίναν ξανά περίπατο στα χείλια 
τραγούδια τόσο μακρινά τόσο περήφανα και τόσο απελπισμένα

έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου στηρίζοντας στα κόκαλά της την Αθήνα.


VI

                                                                 τα ποιήματα των παιδικών μου φίλων

Σκαλίζοντας τις στάχτες συναντώ τα πλούσια ποτάμια που
σωπάσαν
κοιμάται η χλόη της πρώτης μας φωνής κι εγώ τη νανουρίζω
 γιατί κουράστηκε, γιατί δεν την καταλαβαίνω πιά, γιατί
κι εγώ ο ίδιος κάποτε κλείνομαι σε δυο φύλλα χαρτί και κλαίω.

Η ζωή προχωρεί με βήμα παρελάσεως 
με διορισμούς και συνοικέσια
τσαλαπατώντας τη ζωή η ζωή προχωρεί. 
Εγώ έμεινα πίσω στη μέση του δρόμου
γιορτάζοντας λησμονημένες επετείους, ξένες και δικές μου 
μαζεύοντας κάλυκες από σφαίρες και κίτρινες παλιές σελίδες

—  δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα
είν' εύκολο να ξεχνάς κι είναι σα να πεθαίνεις
έμεινα γαντζωμένος σε κείνο τον Αύγουστο βουλιάζοντας
 μαζί του

τώρα μες στα συρτάρια μου ανασαίνουν οι φωτιές σας 
μες στα τραγούδια μου παφλάζουνε τα 19 σας χρόνια.


Πηγή: «Ραγισμένο ταμπούρλο» (1966), Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα (1962-2018), Αθήνα: Πανοπτικόν, 2020.

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

Χριστόφορος Μηλιώνης - Γεγονός που... έγινε


   «Γεγονός που έγινε», συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας ο φίλος μου ο Λουκάς ο Κούσουλας, ο ποιητής όταν θέλει να βεβαιώσει για του λόγου του το αληθές. Όπως εγώ τώρα. Τη στιγμή μάλιστα που έχω διηγηθεί ως σήμερα ένα σωρό «γεγονότα» που έγιναν και δεν έγιναν ή, τουλάχιστον, που δεν έχουν γίνει όπως τα έχω διηγηθεί. Και μήτε ξέρω πια πώς έχουν γίνει. Ένα μονάχα ξέρω: πως είναι πιο αληθινά από την ίδια την αλήθεια.

   Μα ποιος να το ‘λεγε τότε πως το γεγονός που θα διηγηθώ όχι μόνο είναι «γεγονός που έγινε» και μάλιστα όπως θα το διηγηθώ, αλλά και πώς θα το θυμόμουν έκτοτε συχνά-πυκνά και θα το διηγόμουν κάθε τόσο – κάπου σαράντα χρόνια τώρα;

   Δηλαδή οι συνθήκες που επαναλαμβάνονται το φέρνουν και το θυμάμαι. Κι αν είναι κάτι που χρωστάμε στα χρόνια που σηκώνει η καμπούρα μας, είναι η γνώση πως οι καταστάσεις έρχονται και ξανάρχονται, πανομοιότυπες στην ουσία τους. Τόσο που κάποια στιγμή λες, όπως στο σινεμά: «Αυτό το έργο το ξανάδαμε τόσες φορές! Πάμε πια να φύγουμε!»

   Η δικτατορία της Χούντας, στις 21 Απριλίου 1967, με βρήκε καθηγητή στο Γυμνάσιο του Περισσού. Παράρτημα του Γυμνασίου Νέας Ιωνίας. Έμενα στο Νέο Ηράκλειο, πιο κάτω από το σινεμά «Τα τρία αστέρια. Άκουσα πρωί πρωί την είδηση από το ραδιόφωνο και βγήκα στη βεράντα της εισόδου. «Μέρα του Απρίλη, γεμάτη θάμπος», που λέει κι ο ποιητής. Χαρά Θεού! Καλή ώρα… Αντίκρυ ήταν το Γυμνάσιο Νέου Ηρακλείου, κι ο Γυμνασιάρχης είχε βγει στο μπαλκόνι του και χάζευε την πρωινή κίνηση στο δρόμο σαν τίποτε να μην είχε συμβεί. Ήταν η συνηθισμένη. Μόνο που κάπου-κάπου περνούσε κανένα αυτοκίνητο με ασυνήθιστα μεγάλη ταχύτητα κι άφηνε πίσω του τον ήχο από κάποιο εμβατήριο.

   Ήταν κάτι που μερικοί το φοβόντουσαν πως μπορούσε να γίνει. Εγώ δεν ασπαζόμουν αυτή την εκδοχή. «Ο λαός δεν σηκώνει δικτατορίες», έλεγα σχεδόν κομπάζοντας και απειλώντας. 

   Μα να που έγινε. Τι θέλατε εγώ να κάνω; Μήπως να βγω και ν’ αρχίσω να φωνάζω; Και ποιος θα με άκουγε; Κι αν με άκουγε τι θα γινόταν; Δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως θα γινόμασταν δυο, θα γινόμασταν τρεις, πως θα γινόμασταν χίλιοι δεκατρείς… Το πιο βέβαιο είναι πως, αν το ‘κανα την ίδια στιγμή θα κατέφθανε το 100, θα με μπαγλάρωνε και μη με είδατε, μη με απαντήσατε. «Άιστος άπυστος», που λέει ο λόγος. Αγανάκτησα λοιπόν μες στην αμηχανία μου και στην απόγνωση: «Επιτέλους, τι κάνει αυτός ο λαός;» αναρωτήθηκα, και πήρα το λεωφορείο από τη στάση, μπροστά στο σινεμά. Δεν ήταν το πιο βολικό μέσον, αλλά ήθελα, εκείνη τουλάχιστον την ώρα να δείξω πως είμαι ένας νομοταγής πολίτης και φεύγω για τη δουλειά μου χωρίς χρονοτριβή.

   Μάταιη σπουδή. Μονάχα καμιά δεκαριά μαθητές είχαν έρθει και τρεις τέσσερις συνάδελφοι. Ανταλλάξαμε κάποιες πληροφορίες κι αμέσως γινόταν φανερό πως οι άλλοι τις περνούσαν στο μυαλό τους από κόσκινο για να καταλάβουν τι κρύβουν τα λόγια σου. Κάποια στιγμή θέλησε να μου ανοίξει συζήτηση ένας από τους συναδέλφους, που όλο για ιστορίες του στρατού μάς μιλούσε, τον καιρό που ήταν ανθυπολοχαγός. Του είπα: «Από δω και πέρα, τέρμα οι συζητήσεις».

   Διώξαμε τους λίγους μαθητές, τους ευχηθήκαμε Καλό Πάσχα και φύγαμε κι εμείς.

    Αυτή τη φορά ακολούθησα το συνηθισμένο μου δρομολόγιο – ίσως για να δείξω πως τίποτε δεν άλλαξε. Για να επιστρέψω από το σχολείο στο σπίτι μου, κατέβαινα στο σταθμό στα Πευκάκια, κι έπαιρνα τον ηλεκτρικό. Εκεί, τον τελευταίο καιρό στεκόταν ένας νεαρός, ένας τύπος περίεργος, λες κι είχε ξεκολλήσει από παλιά γελοιογραφία του Ντομιέ, της εποχής του ρομαντισμού. Λιπόσαρκος, ατημέλητος αλλά όχι βρώμικος, με φαρδιά παντελόνια, με μακριά μαλλιά, έδειχνε πιο πολύ διανοούμενος περιθωριακός ή κάτι σαν ισόβιος φοιτητής παρά για ψώνιο.

   Στεκόταν λοιπόν στην πλατφόρμα κι όταν έβλεπε πως είχε μαζευτεί αρκετό ακροατήριο, άρχιζε να βγάζει λόγο, συνήθως για τις αμαρτίες μας και για το Θεό, που πίσσα και φωτιά θα μας ρίξει… Οι επιβάτες λίγο πολύ ήταν πάντα οι ίδιοι, τον είχαν συνηθίσει κι αυτόν και τα κηρύγματά του και κανείς πια δεν τα πρόσεχε. Άλλωστε μιλούσε ασυνάρτητα, όλο κάτι κοινωνικά και θεολογικά αποφθέγματα.

   Αυτή τη φορά όμως πετούσε και κάποια λόγια, νεφελώδη πάντα, αλλά που έμοιαζαν να έχουν αποσπασθεί από λόγο πολιτικό, σαν αυτούς που έβγαζε στο «μέγα πλήθος και το μέγα πάθος» της πλατείας Κλαυθμώνος ο Γεώργιος Παπανδρέου, «ο Γέρος της Δημοκρατίας» που τον λέγαμε με καμάρι – και μ’ έναν τόνο βαθύτατου σεβασμού και συστράτευσης. Οι επιβάτες στην πλατφόρμα του Σταθμού τον κοιτούσαν για μια στιγμή ξαφνιασμένοι, ύστερα κοίταζαν τους διπλανούς τους, έκαναν τέλος στροφή και προσποιούνταν τους αδιάφορους, χαμογελώντας κρυφά μέσα τους. Κι εκείνος διέκοπτε κάθε τόσο το κήρυγμά του, τους κοιτούσε κατά πρόσωπο κι έλεγε με ολοφάνερη ειρωνεία: «Φοβούμαστε, ε; Τις δουλίτσες μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε; Αλλά ο Χριστός δεν εφοβήθηκε…» - κι από κει και κάτω άλλαζε τον τόνο και συνέχιζε τα θεολογικά του.

   Το πράγμα μού θύμισε τον Σόλωνα, που προσποιήθηκε τον τρελό για να μιλήσει στους Αθηναίους για πράγματα απαγορευμένα. Στο εξής, σκέφτηκα, μόνο οι τρελοί θα μιλάνε. Και τα ψώνια.

   Πέρασαν έκτοτε σαράντα πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό η Χούντα έπεσε όπως έπεσε. Μερικοί από τους πρωτεργάτες μπήκαν στη φυλακή – «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» -, κάποιοι από αυτούς τελειώσαν τη ζωή τους εκεί μέσα, κάποιοι ίσως ακόμα ζουν, ο Παττακός βγήκε για λόγους υγείας και κάθε Απρίλη βγαίνει στην τηλεόραση. Η ατραξιόν της ημέρας. Ποιος δίνει σημασία πια;

   Και μονάχα ο φασισμός δεν έλειψε αυτά τα σαράντα πέντε χρόνια. Γιατί βέβαια η χούντα ήταν μονάχα το ένα πρόσωπο του φασισμού, το ακάλυπτο. Κάθε τόσο να σου κι ένας νέος κουκουλοφόρος φασισμός – σαν τους «γνωστούς αγνώστους». Πότε με την κουκούλα του πολιτικού στελέχους, πότε του τρισβάρβαρου επιχειρηματία και του μάρκετινγκ, πότε με την κουκούλα της κρατικής εξουσίας, και πότε με το τρισεύγενο προσωπείο των ΜΜΕ – έντυπων και ηλεκτρονικών.

   Και κάθε φορά που πας κάτι να ψιθυρίσεις, σαν υπαινιγμό να πούμε, οι άλλοι σε κοιτάζουν δήθεν ξαφνιασμένοι, σαν να αναρωτιούνται σιωπηλά: Τι εννοείς; Δεν έχουμε Δημοκρατία; Θυμάσαι τότε εκείνον τον τύπο στον Ηλεκτρικό Σταθμό, στα Πευκάκια, τον τύπο του Ντομιέ που λέγαμε. «Οι δουλίτσες μας, ε; Τα συμφέροντά μας, ε;»

   Και μουρμουρίζεις μέσα σου: μόνο οι τρελοί και τα ψώνια μιλάνε.

(από τις «Αληθινές ιστορίες», περιοδικό «Η Λέξη», τ.188, απρίλιος – ιούνιος 2006)

Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Μ. Καραγάτσης - Ο κίτρινος φάκελλος (απόσπασμα)


Η δημοκρατία βασίζεται στὸ θέλημα τῆς πλειοψηφίας. Ποιᾶς πλειοψηφίας; Ἡ Πλειοψηφία τοῦ ὄχλου δὲν δημιουργεῖται στὴν τύχη ἀλλὰ μὲ βάση ὁρισμένες κοινὲς ὁμοιότητες τῶν ἀτόμων ποὺ τὸν ἀποτελοῦν• κι οἱ πιό κοινές, οἱ πιὸ θεμελιώδεις ὁμοιότητες εἶναι ἡ βλακεία κι ἡ κακεντρέχεια. Συνεπῶς δημοκρατία εἶναι τὸ πολίτευμα ἐκεῖνο ποὺ ἡ πλειοψηφία τῶν ἠλιθίων καὶ κακεντρεχῶν ἐκλέγει κυβερνῆτες τοῦ συνόλου κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή της. Η δημοκρατία δὲν ἀρκεῖται νὰ παραμερίση τοὺς νοήμονες κι ἀγαθοὺς ἀπὸ τὴ διαχείριση τῶν κοινῶν. Διαποτισμένη ἀπὸ ἀβυσσαλέο καὶ φαρμακερὸ πλέγμα κατωτερότητας, κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ τοὺς ἐξουθενώση.

Εκδ.: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, , σ. 79. 

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Langston Hughes-Δημοκρατία


Η δημοκρατία δεν θα έρθει
Σήμερα, αυτό το έτος
Ούτε ποτέ
Μέσω του συμβιβασμού και του φόβου.

Έχω το ίδιο δικαίωμα
Όπως κι οι άλλοι άνθρωποι
Να στέκομαι
Σε δύο μου πόδια
Και στη δική μου γη.
Έχω βαρεθεί ν’ ακούω τους ανθρώπους να λένε,
Άσε τα πράγματα να πάρουν την πορεία τους.

Αύριο είναι μια άλλη μέρα.
Δεν χρειάζομαι την ελευθερία μου, όταν θα είμαι νεκρός.
Δεν μπορώ να ζήσω με το ψωμί του αύριο.
Η ελευθερία
Είναι ένας δυνατός σπόρος
Που φυτεύεται
Σε μεγάλη ανάγκη.
Ζω εδώ, επίσης.
Θέλω ελευθερία
Ακριβώς όπως κι εσείς.

1949

Μετάφραση: Γ. Ν. Σχορετσανίτης


Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Ντίνος Χριστιανόπουλος - Η αγκίδα

Το βράδυ που σκοτώσαν τον Λαμπράκη,
γυρνούσα από ένα ραντεβού.
«Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.
Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες
μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.

Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα
στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.
Όμως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί
σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει:
άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,
άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,
κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.


 από τη συλλογή Ο αλλήθωρος στο Ποιήματα, εκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 107.

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Μάριος Χάκκας-Το ψαράκι της γυάλας


Το διηγημα δημοσιεύτηκε το 1971, στην περίοδο της δικτατορίας, και το θέμα του σχετίζεται με την ημέρα της επιβολής της (21 Απριλίου 1967).

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος1 και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.

Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη* του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Ήταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να 'ναι θα πέσουν».

Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.

«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.

Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.

— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.

— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.

— Θα 'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;

— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω.

— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.