III
Χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους
σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι
γιατί η χλόη γίνεται άχυρο κι ο Αύγουστος Σεπτέμβρης.
Έρχεται η ώρα κι οι αρχηγοί σημαίνουν υποχώρηση
τραβιούνται πίσω τα νερά μένουν ξανά γυμνές οι ξέρες
ανακαλούνται οι ποταμοί και τα τραγούδια των νεκρών
«ήτανε λάθος» ο άνεμος που σήκωσε σημαίες
- τώρα οι σημαίες κείτονται στα καταστατικά
οι λέξεις που 'βαζαν φωτιά γίνονται πάλι λέξεις
...μόνο το πολυβόλο συνεχίζει να θερίζει τα χρόνια μας
κάθε μέρα σκύβουμε περισσότερο ν' αποφύγουμε τις σφαίρες
κάθε μέρα ξεχνάμε τους φίλους που σταματήσαν να γερνούν
χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι.
κάθε μέρα σκύβουμε περισσότερο ν' αποφύγουμε τις σφαίρες
κάθε μέρα ξεχνάμε τους φίλους που σταματήσαν να γερνούν
χτες ακόμα ήμαστ ̓ έτοιμοι να πεθάνουμε μαζί τους σήμερα ζούμε κοιτώντας το ρολόι.
V
Σ.Π. 23.7.65
Κόντρα στο δακρυγόνο και στο ραδιόφωνο
κόντρα στη συμμαχία των αρχηγών
κόντρα σε σένα και σε μένα
που θα 'μαστε αύριο νεκροί στις πολυθρόνες μας.
κόντρα στη συμμαχία των αρχηγών
κόντρα σε σένα και σε μένα
που θα 'μαστε αύριο νεκροί στις πολυθρόνες μας.
Έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου
έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου στηρίζοντας στα κόκαλά της την Αθήνα.
όλα χαμένα σαν τα είκοσί μου χρόνια
κι η κάθε μέρα φεύγοντας παίρνει μαζί της το κουράγιο
παίρνει τα στήθη που 'φραζαν το δρόμο σε σφαίρες και
βρισιές
— έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου κι έπαιρνε ο τόπος φως από
άλλες μέρες
τραγούδια μουδιασμένα βγαίναν ξανά περίπατο στα χείλια
τραγούδια τόσο μακρινά τόσο περήφανα και τόσο απελπισμένα
κι η κάθε μέρα φεύγοντας παίρνει μαζί της το κουράγιο
παίρνει τα στήθη που 'φραζαν το δρόμο σε σφαίρες και
βρισιές
— έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου κι έπαιρνε ο τόπος φως από
άλλες μέρες
τραγούδια μουδιασμένα βγαίναν ξανά περίπατο στα χείλια
τραγούδια τόσο μακρινά τόσο περήφανα και τόσο απελπισμένα
έκλαιγε η γριούλα δίπλα μου στηρίζοντας στα κόκαλά της την Αθήνα.
VI
τα ποιήματα των παιδικών μου φίλων
Σκαλίζοντας τις στάχτες συναντώ τα πλούσια ποτάμια που
σωπάσαν
κοιμάται η χλόη της πρώτης μας φωνής κι εγώ τη νανουρίζω
σωπάσαν
κοιμάται η χλόη της πρώτης μας φωνής κι εγώ τη νανουρίζω
γιατί κουράστηκε, γιατί δεν την καταλαβαίνω πιά, γιατί
κι εγώ ο ίδιος κάποτε κλείνομαι σε δυο φύλλα χαρτί και κλαίω.
κι εγώ ο ίδιος κάποτε κλείνομαι σε δυο φύλλα χαρτί και κλαίω.
Η ζωή προχωρεί με βήμα παρελάσεως
με διορισμούς και συνοικέσια
τσαλαπατώντας τη ζωή η ζωή προχωρεί.
τσαλαπατώντας τη ζωή η ζωή προχωρεί.
Εγώ έμεινα πίσω στη μέση του δρόμου
γιορτάζοντας λησμονημένες επετείους, ξένες και δικές μου
γιορτάζοντας λησμονημένες επετείους, ξένες και δικές μου
μαζεύοντας κάλυκες από σφαίρες και κίτρινες παλιές σελίδες
— δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα
είν' εύκολο να ξεχνάς κι είναι σα να πεθαίνεις
έμεινα γαντζωμένος σε κείνο τον Αύγουστο βουλιάζοντας
μαζί του
τώρα μες στα συρτάρια μου ανασαίνουν οι φωτιές σας
μες στα τραγούδια μου παφλάζουνε τα 19 σας χρόνια.
Πηγή: «Ραγισμένο ταμπούρλο» (1966), Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ποιήματα (1962-2018), Αθήνα: Πανοπτικόν, 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου