Εν συμποσίω
Θείος ξένος κάθισε στο συμπόσιον,
Έρως ο απρόσκλητος. Δεν τον είδαν
μήτ’ οι δούλοι μήτε κι οι καλεσμένοι΄
μόνον εσύ.
Δυο ποτήρια διάλεξε να γευθεί,
τα δικά μας΄ κι έγινεν αμβροσία
το κρασί, και μήκωνες ο κισσός
του Διονύσου.
Έλαμψαν τα μάτια μας πιο βαθιά
κι οι φωνές μας έτρεμαν΄έξω νύκτα
μάς καλούσε, πάνσεπτη, στης σιγής της
την προστασία.
Νύκτα, απόψε κράτησε πιο βραδείες
τις λαμπρές Πλειάδες και τη σελήνη
την πασιφάη.
1946
Οδυσσέως σύντροφοι
Βλέπαμε πρώτα μια κορφή, κατόπιν,
τα δάση, τους λειμώνας με σπαρτά και
δένδρα, και τα έργα των ανθρώπων.
Η πόλις ήτο πάλλευκη και τελευταία.
Κι αυτήν δεν την κυττάζαμε πολύ,
μην η βουλή μας δειλιάση.
Εχουμε κι άλλα, λέγαμε, πελάγη
να σπείρωμε, κι είμαστε νέοι ακόμα.
Οι άνεμοι το νου μας κατοικούσαν
Ταξίδια
Η ξένη νύκτα πολιορκεί
το βαρύ κοιμισμένο σπίτι.
Κλειστά παράθυρα, πόρτες κλειστές,
τοίχοι και στέγη,
τη μαύρη ξένη μην αφήστε
μέσα να μπει.
Μην την αφήστε, μάτια κλειστά
των κοιμωμένων.
Βαρύ καράβι ταξιδεύει
από μια μέρα στην άλλη μέρα
κι εντός του λέμβος η κάθε κλίνη
δίχως πηδάλιο, δίχως κουπιά.
Κλίνες, πού πάτε τα κουφάρια
των κοιμωμένων;
– Η κάθε λέμβος σ’ άλλα νερά
κι άλλες σκιές σε κάθε πλώρη,
νήθουν, ξενήθουν και κυβερνούν
πλόας ιδίους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου