ΕΚΕΙΝΟΣ
Εσύ μόνο υπάρχεις, αγαπημένη,
κι όμοιά σου δεν είναι καμιά
ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες.
Ολόφωτη σαν το αστέρι
που ανατέλλει στον ορίζοντα
την πρωτοχρονιά,
σημάδι ότι έρχεται μια ευτυχισμένη χρονιά.
Μέσα στα χρώματα κυματίζεις
και η ματιά σου είναι λάγγεμα και γητειά.
Ω, τα χείλη της τι χείλη μελιχρά,
ο λαιμός της τι κοντυλένιος
και ο κόρφος της πώς μοσχομυρίζει.
Τα μαλλιά της λαζούρι που αστραφτοβολά,
τα χέρια της κι απ’ το χρυσάφι πιο λαμπερά.
Τα δάχτυλά της πέταλα λουλουδιών,
ίδια με του λωτού.
Τα λαγόνια της είναι τορνευτά,
και τα πόδια της διαβαίνουν κάθε ομορφιά.
Το βάδισμά της ευγενικό
(βήμα δορκάδος)
Ω, και να μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της,
την καρδιά μου θα την έπαιρνε για σκλάβα.
Περνά και όλοι γυρνούν και την κοιτάζουν
-αυτό είν’ αλίμονο το μόνο της ψεγάδι
Ποιος θα ’ναι τάχα ο τυχερός που θα την πάρει αγκαλιά
ο πρώτος ανάμεσα στα παλικάρια;
Ισόθεον δοκεί μοι είναι.
Περνά
κι όλα τα βλέμματα την παίρνουν στο κατόπι,
περνά και χάνεται
άπιαστη σαν θεά
ΕΚΕΙΝΗ
Με βασανίζει η φωνή του,
η φωνή του είναι της καρδιάς μου η καταιγίδα.
Ο γείτονάς μας!
Αχ και να μπορούσα να τον δω,
χωρίς να με μαλώσει η μάνα μου.
Η ΜΑΝΑ
Ω, πάψε πια να μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο,
Και μόνο που τον μελετάς μου φέρνει ταραχή.
ΕΚΕΙΝΗ
Μ’ έκλεισες μέσα, επειδή τον αγαπώ.
Η ΜΑΝΑ
Μ’ αυτός ακόμη είναι άμυαλο παιδί.
ΕΚΕΙΝΗ
Μήπως εγώ τι είμαι; Παιδί δεν είμαι;
Και τάχα δεν του μοιάζω;
Να θέλω να τον πάρω αγκαλιά
κι αυτός να μην το ξέρει ...
Κι αν πήγαινε η μάνα μου να του μιλήσει;
Ω, ας ήταν να με μοίραινε η ολόχρυση θεά
κι ας μου τον έταζε για πεπρωμένο.
Έλα, καλέ μου, να σε δω.
θα σε καλοδεχτούνε οι δικοί μου,
είσαι καλόδεχτος εσύ,
όλοι σε καλοδέχονται.
………………………………
ΕΚΕΙΝΗ
Βγήκα να πάρω αέρα
και λιγάκι να ξεδώσω.
Ανταμώνω τον Μέχυ με το άρμα
να προχωράει συντροφιά με φίλους.
Πώς να γυρίσω τώρα;
Να προσπεράσω και να καμωθώ
πως τάχα δεν τον είδα;
Ω, δυστυχία μου, απ’ το ποτάμι μόνο γίνεται
να περάσω κι εγώ δεν ξέρω
στο νερό να περπατάω.
Η ψυχή μου είναι άνω-κάτω.
Αν προσπεράσω, θα φανερωθώ,
το ακριβό μου μυστικό θα το προδώσω·
θα είναι σα να λέω: είμαι δική σου!
Και τότε εκείνος θα με κουβεντιάζει,
θα με νομίζει σαν τις άλλες
που θέλουν μόνο να περνάνε τον καιρό τους.
……………………………………………………………
ΕΚΕΙΝΗ
Σπαρταράει η καρδιά μου, όταν σκέφτομαι
πόσο τον αγαπώ,
μα δεν μπορώ να κάνω σαν τις άλλες.
Πάει η καρδιά μου, πάει πια, θα σπάσει,
θα βγει από τη θέση της.
Δεν έχω νου να ντυθώ, να στολιστώ
και μ’ αρώματα ν’ αλείψω το κορμί μου.
«Μη στέκεσαι εδώ, πήγαινε σπίτι»
μου λέει η καρδιά
κάθε φορά που σκέφτομαι τον αγαπημένο μου.
Μην παίζεις μαζί μου, καρδιά,
καρδιά μου, μη με τυραννάς.
Ησύχασε πια
κι εκείνος θα ’ρθει να σε βρει.
Δεν θέλω οι άλλοι να με πιάνουνε στο στόμα
να λένε πως ο έρωτας μου πήρε τα μυαλά.
Κράτα γερά, καρδιά μου,
κι όταν τον σκέφτομαι,
να μη μου σπαρταράς.
ΕΚΕΙΝΟΣ
Λατρεύω τη χρυσόλαμπρη Θεά,
την Αθώρ την κραταιά,
και σ’ αυτήν προσεύχομαι.
Εξυμνώ τη Δέσποινα των Ουρανών,
την Προστάτιδά μου την ευγνωμονώ.
Εισάκουσε την προσευχή μου
και μου έστειλε την αγαπημένη.
Ήρθε εδώ μονάχη να με βρει.
Τι ευτυχία απρόσμενη ήταν αυτή!
Πετάγομαι επάνω ακράτητος
κι όλος χαρά φωνάζω:
να την έρχεται!
Οι φίλοι μου πέφτουν και την προσκυνούν.
Στα σωθικά τους μέσα
ο έρωτας κοντανασαίvει.
Σ’ ευχαριστώ, Θεά μου, που το κορίτσι αυτό
το χάρισες σε μένα.
Τρεις ολόκληρες ημέρες την περίμενα
και γι’ αυτήν παρακαλούσα.
Πέντε ολόκληρες ημέρες είχα να τη δω.
ΕΚΕΙΝΗ
Πήγα στο σπίτι του κι ήταν η θύρα ανοιχτή.
Ο αγαπημένος μου κάθεται σιμά στη μάνα του
κι ολόγυρα οι αδελφοί κι οι αδελφές του.
Τον έχουν όλοι μη στάξει και μη βρέξει.
Τι σπάνιο παλικάρι ο αγαπημένος μου,
τι ακριβός φίλος.
Καθώς περνούσα με κοίταξε
και η καρδιά μου φτερούγισε.
Aν ήξερε η μάνα μου πως νιώθω,
θα έτρεχε αμέσως να τον βρει.
Ω Θεά, συ που ορίζεις το Χρυσό Φως,
βάλε, σε παρακαλώ,
αυτή τη σκέψη στο μυαλό της.
Θα έτρεχα τότε και θα τον έσφιγγα
στην αγκαλιά μου
και δε θα μ’ ένοιαζε ο κόσμος τι θα πει.
Όλοι θα χαίρονταν
που θα μάθαιναν για την αγάπη μας.
Τι γιορτή που θα έκανα τότε
για σένα, Θεά μου!
Η καρδιά μου δεν έχει κρατημό,
Όταν σκέφτομαι ότι απόψε
θα μπορούσα να βγω
και να τρέξω να βρω τον αγαπημένο μου
μελιστάλαχτο καθώς θα κοιμάται.
ΕΚΕΙΝΟΣ
Εφτά ημέρες έχω να τη δω.
Η αρρώστια μου χειροτερεύει·
δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου,
δεν γνωρίζω πια τον εαυτό μου.
Ο αρχιερέας δεν μου δίνει γιατρειά,
τα ξόρκια του όλα ανώφελα:
κανείς δεν ξέρει την αρρώστια μου.
Είπα: εκείνη μόνο θα μου δώσει ζωή,
με τη φωνή της μόνο
θα σηκωθώ απ’ το στρώμα.
Το γνέψιμό της θα είναι η πνοή της καρδιάς μου.
Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό.
το πιο καλό απ’ όλα η αγαπημένη μου.
Μόλις τη δω, θα δυναμώσω,
ο ερχομός της θα μου φέρει πίσω την υγειά.
Μόλις με ξυπνήσει,
το κορμί μου θα ζωντανέψει·
μόλις μου μιλήσει,
η δύναμή μου θα επιστρέψει.
Φτάνει μόνο να τη σφίξω στην αγκαλιά μου
και η αρρώστια μου θα περάσει.
Εφτά ημέρες τώρα
και δεν ήρθε να με δει.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ:ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ
Πηγή: https://www.academia.edu/39536190/%CE%A4%CE%9F_%CE%91%CE%99%CE%93%CE%A5%CE%A0%CE%A4%CE%99%CE%91%CE%9A%CE%9F_%CE%91%CE%A3%CE%9C%CE%91_%CE%91%CE%A3%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%A9%CE%9D