Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Pessoa Fernando. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Pessoa Fernando. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Fernando Pessoa - Ερωευμένος βοσκός

 Ι

Όταν δεν σε είχα
αγαπούσα τη φύση όπως ένας μοναχός γαλήνιος τον Χριστό....
Τώρα αγαπάω τη Φύση
όπως ένα μοναχός γαλήνιος την Παρθένο Μαρία,
θρησκευτικά, με τον τρόπο μου, όπως πριν,
αλλά με τρόπο πιο συγκινητικό και κοντινό.
Βλέπω καλύτερα τα ποτάμια όταν περπατάω μαζί σου
στα χωράφια ως τις ακροποταμιές ˙
καθισμένος πλάι σου κοιτάζοντας τα σύννεφα
τα κοιτάζω καλύτερα...
Δεν μου πήρες τη Φύση ...
Δεν μου άλλαξες τη Φύση...
Μου ‘φερες τη Φύση πλάι μου.
Επειδή υπάρχεις τη βλέπω καλύτερα, αλλά είναι η ίδια,
επειδή μ’ αγαπάς, την αγαπάω με τον ίδιο τρόπο,
αλλά περισσότερο,
επειδή με διάλεξες για να σ’ έχω και να σ’ αγαπώ,
τα μάτια μου την κοίταξαν μένοντας περισσότερη ώρα
πάνω στο καθετί.
Δεν μετανιώνω γι αυτό που ήμουν πριν
γιατί ακόμα αυτό είμαι.
Το μόνο που λυπάμαι για το πριν είναι που δεν σε είχα αγαπήσει.
V
Η αγάπη είναι συντροφιά.
Δεν ξέρω πια να οδεύω μόνος μου στους δρόμους,
γιατί πια μόνος δεν μπορώ να οδεύω.
Μια σκέψη ορατή με κάνει να πηγαίνω πιο γρήγορα
να βλέπω λιγότερο, και μαζί να χαίρομαι που οδεύω
βλέποντας τα πάντα.
Ακόμη κι η απουσία της είναι κάτι που είναι μαζί μου.
Κι εγώ την αγαπάω τόσο που δεν ξέρω πως να την
επιθυμώ.
Σαν δεν τη βλέπω, τη φαντάζομαι κι είμαι
δυνατός σαν τα ψηλά δέντρα.
Αλλά σαν τη βλέπω τρέμω, δεν ξέρω τι έγινε αυτό
που αισθάνομαι στην απουσία της.
Ολόκληρος είμαι κάποια δύναμη που με
εγκαταλείπει.
Όλη η πραγματικότητα με κοιτάζει σαν ένα ηλιοτρόπιο
που ‘χει στο κέντρο του το πρόσωπό της.
VΙ.
Πέρασα την νύχτα ολόκληρη, χωρίς να μπορώ να
κοιμηθώ, βλέποντας αδιάκοπα τη μορφή της
βλέποντάς την πάντα με τρόπους διαφορετικούς
απ’ ό,τι τη συναντώ.
Κάνω σκέψεις με την ανάμνηση αυτού που είναι
όταν μου μιλάει,
και σε κάθε σκέψη εκείνη αλλάζει σύμφωνα με την
ομοιότητά της.
Αγαπώ είναι σκέφτομαι.
Σαν την σκεφτώ, σχεδόν ξεχνάω να αισθάνομαι.
Δεν ξέρω τι θέλω, ακόμα κι απ’ αυτήν, κι εγώ μόνο
αυτήν σκέφτομαι.
Μια μεγάλη αφηρημάδα ζωντανεύει μέσα μου.
Όταν επιθυμώ να τη συναντήσω,
σχεδόν επιθυμώ να μην τη συναντήσω,
για να μην πρέπει να την αφήσω μετά.
Και προτιμάω να τη σκέφτομαι, γιατί όπως είναι
με κάνει και φοβάμαι.
Δεν ξέρω τι θέλω , ούτε θέλω να ξέρω τι θέλω.
Θέλω μόνο να τη σκέφτομαι.
Δεν ζητάω τίποτα από κανέναν, ούτε απ’ αυτήν,
μόνο να σκέφτομαι.
*Aπό το βιβλίο : “Tα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέϊρο” *, Εκδόσεις Gutenberg, 2014 (σελ.105 έως 114). Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα.

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Fernando Pessoa - O ερωτευμένος βοσκός [III]


Τώρα που νιώθω έρωτα

μ’ ενδιαφέρουν τ’ αρώματα.

Ποτέ πριν δεν μ’ ένοιαζε αν ένα λουλούδι είχε μυρωδιά.

Τώρα νιώθω το άρωμα των λουλουδιών σαν να βλέπω κάτι καινούριο.

Ξέρω βέβαια ότι μύριζαν, όπως ξέρω ότι υπήρχα.

Είναι πράγματα που τα ξέρουμε έξωθεν.

Τώρα ξέρω με την αναπνοή από το πίσω μέρος του κεφαλιού.

Σήμερα είναι φορές που ξυπνάω και μυρίζω πριν να δω.


Πηγή: Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημείωση Μαρία Παπαδήμα, Αθήνα, Gutenberg, 2014, σ. 108.

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Fernando Pessoa - Αϋπνία


Δεν κοιμάμαι, κι ούτε περιμένω να κοιμηθώ.

Ούτε στο θάνατο περιμένω να κοιμηθώ.

Με περιμένει μια αϋπνία του πλάτους των άστρων,

κι ένα άχρηστο χασμουρητό του μήκους του κόσμου.


Δεν κοιμάμαι· δεν μπορώ να διαβάζω όταν ξυπνάω τη νύχτα,

Δεν μπορώ να γράφω όταν ξυπνάω τη νύχτα,

Δεν μπορώ να σκέφτομαι όταν ξυπνάω τη νύχτα –

Θεέ μου, ούτε μπορώ να ονειρεύομαι όταν ξυπνάω τη νύχτα!


Α, το όπιο του να είσαι κάποιος άλλος!


Δεν κοιμάμαι, κείμαι, ξύπνιο πτώμα, κι αισθάνομαι,

Και η αίσθησή μου είναι μια άδεια σκέψη.

Περνάν από μένα, αναστατωμένα, πράγματα που μου συνέβησαν

– Όλα εκείνα για τα οποία μετανιώνω και κατηγορώ τον εαυτό μου·

Περνάν από μένα, αναστατωμένα, πράγματα που δεν μου συνέβησαν

– Όλα εκείνα για τα οποία μετανιώνω και κατηγορώ τον εαυτό μου·

Περνάν από μένα, αναστατωμένα, πράγματα που δεν είναι τίποτα,

Και γι’ αυτά ακόμα μετανιώνω, κατηγορώ τον εαυτό μου, και δεν κοιμάμαι.


Δεν έχω το σθένος για να έχω τη δύναμη για ν’ ανάψω ένα τσιγάρο.

Κοιτάω το μπροστινό τοίχο του δωματίου σαν να ’ταν το σύμπαν.

Εκεί έξω είναι η σιωπή όλου αυτού του πράγματος.

Μια μεγάλη σιωπή τρομακτική σε κάποια άλλη περίσταση,

Σε κάποια άλλη περίσταση στην οποία να μπορούσα να αισθάνομαι.


Γράφω πράγματι συμπαθητικούς στίχους –

Στίχους που λένε πως τίποτα δεν έχω να πω,

Στίχους που επιμένουν να το λένε,

Στίχους, στίχους, στίχους, στίχους, στίχους…

Τόσους στίχους…

Και η αλήθεια ολόκληρη, κι η ζωή ολόκληρη έξω απ’ αυτούς κι από μένα!


Νυστάζω, δεν κοιμάμαι, αισθάνομαι και δεν ξέρω πού να αισθάνομαι.

Είμαι μια αίσθηση χωρίς ανάλογο άνθρωπο,

Μια αφαίρεση αυτοσυνείδησης χωρίς το τίνος,

Εκτός από το αναγκαίο για να αισθάνομαι συνείδηση,

Εκτός από – εκτός από δεν ξέρω τι… Δεν κοιμάμαι. Δεν κοιμάμαι. Δεν κοιμάμαι.

Τι μεγάλη νύστα σ’ όλο το κεφάλι και πάνω στα μάτια και στην ψυχή!

Τι μεγάλη νύστα σε όλα, παρά στο να μπορέσω να κοιμηθώ!


Ω ξημέρωμα, τόσο αργείς… Έλα…

Έλα, μάταια,

να μου φέρεις άλλη μέρα όμοια μ’ αυτήν, κι έπειτα άλλη νύχτα όμοια μ’ αυτήν…

Έλα να μου φέρεις τη χαρά μιας τέτοιας θλιβερής ελπίδας,

Γιατί είσαι πάντα χαρούμενο, και πάντα φέρνεις ελπίδες,

Σύμφωνα με την παλιά λογοτεχνία των αισθήσεων.


Έλα, φέρε την ελπίδα, έλα, φέρε την ελπίδα.

Η κούρασή μου χώνεται μέσα στο στρώμα.

Πονάει η πλάτη μου επειδή δεν είμαι ξαπλωμένος πλάγια.

Αν ήμουν ξαπλωμένος πλάγια θα πονούσε η πλάτη μου από το πλάγιο ξάπλωμα.


Έλα, ξημέρωμα, φτάσε! Τι ώρα είναι; Δεν ξέρω.

Δεν έχω δύναμη για ν’ απλώσω ένα χέρι στο ρολόι,

Δεν έχω δύναμη για τίποτα, για τίποτα πια…

Μόνο για τους στίχους τούτους, γραμμένους την άλλη μέρα.

Ναι, γραμμένους την άλλη μέρα.

Όλοι οι στίχοι γράφονται πάντα την άλλη μέρα.


Απόλυτη νύχτα, απόλυτη σιγή, εκεί έξω.

Ειρήνη σ’ όλη τη Φύση.

Και η Ανθρωπότητα αναπαύεται και ξεχνά τις πίκρες της.

Ακριβώς.

Η Ανθρωπότητα ξεχνά τις χαρές και τις πίκρες της.

Αυτό συνήθως λέγεται.

Η Ανθρωπότητα ξεχνά, ναι, η Ανθρωπότητα ξεχνά,

Αλλά και ξύπνια η Ανθρωπότητα ξεχνά.

Ακριβώς. Αλλά δεν κοιμάμαι.



Μετάφραση: Theo de Borba Moosburger

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Fernando Pessoa - Δακτυλογραφία (απόσπασμα)

 Έχουμε όλοι δυο ζωές:

Την πραγματική, αυτή που ονειρευόμαστε

Στην παιδική μας ηλικία, αυτή

Που συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε, μεγάλοι,

Στο βάθος της ομίχλης

Και την ψεύτικη, αυτή που ζούμε

Στις συναλλαγές μας με τους άλλους.

Που είναι η πρακτική, η χρήσιμη,

Αυτή που την τελειώνουμε στο φέρετρο.


Στην άλλη δεν υπάρχουν φέρετρα, θάνατοι,

Μόνο εικόνες των παιδικών μας χρόνων:

Μεγάλα βιβλία χρωματιστά, για να δεις κι όχι για να διαβάσεις

Μεγάλες σελίδες χρωματιστές, για να θυμάσαι αργότερα.

Στην άλλη είμαστε εμείς,

Στην άλλη ζούμε.

Σ’ αυτή πεθαίνουμε, και ζωή σημαίνει αυτό ακριβώς.

Αυτή τη στιγμή, λόγω αηδίας, ζω στην άλλη…


Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Printa.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Fernando Pessoa - Τα ερωτικά γράμματα

 

Τα ερωτικά γράμματα


Όλα τα ερωτικά γράμματα είναι γελοία.

Δεν θα ήταν ερωτικά γράμματα αν δεν ήταν γελοία


Στον καιρό μου έγραψα κι εγώ γράμματα ερωτικά

Όπως κι οι άλλοι.

Γελοία.


Τα γράμματα τα ερωτικά, αν έρωτας υπάρχει

Πρέπει γελοία να είναι.


Μα στην πραγματικότητα

Μόνο εκείνοι που ποτέ δεν έγραψαν

Γράμματα ερωτικά

Είναι γελοίοι


Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω

Τότε που έγραφα γράμματα ερωτικά

Χωρίς να σκέφτομαι

Πόσο γελοία είναι…


Η αλήθεια είναι ότι σήμερα

Μόνο οι αναμνήσεις μου

Από τα ερωτικά γράμματα αυτά, είναι γελοίες


(Όλες οι πολυσύλλαβες οι λέξεις

Μαζί με απροσμέτρητα αισθήματα

Είναι γελοίες φυσικά.)


μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης

....................................................................................................................................................................

Oι ερωτικές επιστολές

Όλες οι ερωτικές επιστολές είναι
γελοίες.
Δεν θα ήταν ερωτικές επιστολές αν δεν ήταν
γελοίες.
Κι εγώ στον καιρό μου έγραψα ερωτικές επιστολές,
σαν των άλλων,
γελοίες.
Οι ερωτικές επιστολές, αν έρωτας είναι,
πρέπει να είναι
γελοίες.
Αλλά τελικά,
μόνο οι υπάρξεις που ποτέ δεν έγραψαν
ερωτικές επιστολές
αυτές είναι
γελοίες.
Ας γυρνούσα πίσω τότε που έγραφα
χωρίς να το ξέρω
ερωτικές επιστολές
γελοίες.
Η αλήθεια είναι πως σήμερα
οι αναμνήσεις μου
απ' τις ερωτικές επιστολές εκείνες
αυτές είναι
γελοίες.
(Όλες οι παροξύτονες λέξεις,
όλες οι παροξύτονες συγκινήσεις
είναι ασφαλώς γελοίες.)

μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα

Θαλασσινή ωδή και άλλα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Fernando Pessoa - Ο ερωτευμένος βοσκός (αποσπάσματα)

 ΙΙΙ


Τώρα που νιώθω έρωτα

μ' ενδιαφέρουν τ' αρώματα.

Ποτέ πριν δεν μ' ένοιαζε αν ένα λουλούδι είχε μυ-

ρωδιά.

Τώρα νιώθω το άρωμα των λουλουδιών σαν να βλέ-

πω κάτι καινούριο.

Ξέρω βέβαια ότι μύριζαν, όπως ξέρω ότι υπήρχα.

Είναι πράγματα που τα ξέρουμε έξωθεν.

Τώρα ξέρω με την αναπνοή από το πίσω μέρος

του κεφαλιού.

Σήμερα είναι φορές που ξυπνάω και μυρίζω πριν

να δω.


V


Η αγάπη είναι συντροφιά.


Δεν ξέρω πια να οδεύω μόνος μου στους δρόμους,

γιατί πια μόνος δεν μπορώ να οδεύω.


Μια σκέψη ορατή με κάνει να πηγαίνω πιο γρήγορα


να βλέπω λιγότερο, και μαζί να χαίρομαι που οδεύω

βλέποντας τα πάντα.


Ακόμη κι η απουσία της είναι κάτι που είναι μαζί μου.


Κι εγώ την αγαπάω τόσο που δεν ξέρω πως να την επιθυμώ.


Σαν δεν τη βέπω τη φαντάζομαι κι είμαι δυνατός σαν τα ψηλά δέντρα.


Αλλά σαν τη βλέπω τρέμω, δεν ξέρω τι έγινε αυτό

που αισθάνομαι στην απουσία της.


Ολόκληρος είμαι κάποια δύναμη που με εγκαταλείπει.


Όλη η πραγματικότητα με κοιτάζει σαν ένα ηλιοτρόπιο

που ‘χει στο κέντρο του το πρόσωπό της.


Πηγή: Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημείωση Μαρία Παπαδήμα, Αθήνα, Gutenberg, 2014.

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Fernando Pessoa - Βρέχει και είναι Χριστούγεννα.


Βρέχει και είναι Χριστούγεννα.
Στο Βορρά, είναι καλύτερα:
Υπάρχει το χιόνι, που είναι κακό.
(Μα και  το κρύο, που είναι χειρότερο.)
Και  όλοι είναι χαρούμενοι πολύ
Γιατί αυτό απαιτεί  η μέρα.
Βρέχει  τα φετινά Χριστούγεννα.
Και  είναι καλύτερα απ’το να χιόνιζε.
Αφού ακόμα κι έτσι, υπάρχουν τα Χριστούγεννα.
Γιατί όταν κρυώνω
Δεν νοιώθω τη γιορτή.
Αφήνω τα αισθήματα σ’ αυτούς που γιορτάζουν
Και τα Χριστούγεννα, σ’αυτούς που τα γέννησαν
Γιατί, αν γράψω άλλη μια στροφή,
Τα πόδια μου θα ξεπαγιάσουν.
Δε θέλω να είμαι αχάριστος
Μα, κάτω από αυτόν, τον μαύρο ουρανό,
Το μόνο δώρο που έλαβα
Ήταν  αυτό που μου’δωσε η βροχή.


(1930)

Μετάφραση:  Αγγελική Πεχλιβάνη


Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Fernando Pessoa - [άτιτλο]

Όχι! Θέλω μόνο την ελευθερία!
Αγάπη, δόξα, χρήμα είναι φυλακές.
Ωραία σαλόνια; Ταπετσαρισμένες πολυθρόνες; Μαλακά χαλιά;
Α, αφήστε με να βγω να πάω να με βρω.
Θέλω ν’ αναπνεύσω τον αέρα μόνος,
δεν έχω σφυγμό όταν είμαι με κόσμο,
δεν συναναστρέφομαι με κανονισμούς
δεν είμαι παρά μονάχα εγώ, δεν γεννήθηκα παρά αυτός που είμαι, είμαι γεμάτος από μένα.
Που θέλω να κοιμηθώ; Στον κήπο…
Πουθενά τοίχος –η απόλυτη σύμπνοια–
εγώ και το σύμπαν,
και τι ησυχία, τι γαλήνη να μη βλέπεις πριν κοιμηθείς το φάντασμα της ντουλάπας
αλλά το μέγα φέγγος, μαύρο και δροσερό, όλων των άστρων μαζί,
τη μεγάλη απέραντη άβυσσο επάνω
να στέλνει αύρες και ευσπλαχνίες από ψηλά στο πρόσωπό μου, κρανίο που το σκεπάζει η σάρκα,
όπου μόνο τα μάτια –άλλος ουρανός– αποκαλύπτουν το μεγάλο μυστηριώδες ον.
Δεν θέλω! Δώστε μου την ελευθερία!
Θέλω να είμαι ο εαυτός μου.
Μη με ευνουχίζετε με ιδανικά!
Μη μου φοράτε το ζουρλομανδύα των τρόπων!
Μη με κάνετε υποδειγματικό και κατανοητό!
Μη με σκοτώνετε εν ζωή!
Θέλω να ξέρω να πετάω αυτή την μπάλα ψηλά στο φεγγάρι
και να την ακούσω να πέφτει στο διπλανό κήπο!
Θέλω να ξαπλώσω στο γρασίδι, και να σκέφτομαι «αύριο θα πάω να την πιάσω»…
Αύριο θα πάω να την πιάσω στο διπλανό κήπο…
Αύριο θα πάω να την πιάσω στο διπλανό κήπο…
Αύριο θα πάω να την πιάσω στο διπλανό…
να την πιάσω στο διπλανό
στο διπλανό
κήπο…


Fernando Pessoa, Ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμποςμτφ: Μαρία Παπαδήμα

Fernando Pessoa - [άτιτλο ποίημα] (απόσπασμα)



Ένα μεσημέρι στο τέλος της άνοιξης
είδα ένα όνειρο σαν φωτογραφία:
τον Ιησού Χριστό να κατεβαίνει στη Γη.
Ήρθε απ’την πλαγιά ενός βουνού
κι είχε γίνει πάλι παιδί,
έτρεχε, κυλιόταν στο χορτάρι
ξερίζωνε λουλούδια και τα πετούσε,
γελούσε δυνατά για να τον ακούν μακριά.
Το’χε σκάσει απ’ τον ουρανό.
Ήταν πολύ δικός μας για να παριστάνει
το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας.
Στον ουρανό ήταν όλα ψεύτικα, όλα αταίριαστα
με τα λουλούδια, τα δέντρα, τις πέτρες.
Στον ουρανό έπρεπε να είναι πάντα σοβαρός
και κάποιες φορές να ξαναγίνεται άνθρωπος
να ανεβαίνει στον σταυρό και να πεθαίνει πάντα
με ένα στεφάνι όλο αγκάθια γύρω γύρω
τα πόδια καρφωμένα μ’ένα τεράστιο καρφί
κι ένα κουρέλι στη μέση του
σαν αυτό που φοράν οι νέγροι στις εικονογραφήσεις.
Μήτε τον άφηναν να έχει πατέρα και μητέρα
σαν τα άλλα παιδιά.
Ο πατέρας του ήταν δυο πρόσωπα:
Ένας γέρος που τον έλεγαν Ιωσήφ, ξυλουργός το επάγγελμα
που δεν ήταν πατέρας του.
Ο άλλος ήταν ένα ηλίθιο περιστέρι,
το μοναδικό άσχημο περιστέρι αυτού του κόσμου
γιατί δεν ήταν αυτού του κόσμου μήτε και περιστέρι.
Η μάνα του δεν είχε αγαπήσει πριν τον αποκτήσει.
Δεν ήταν γυναίκα. Ήταν μια σκευοθήκη
που μέσα της ήρθε από τον ουρανό.
Κι ήθελαν αυτός, που γεννήθηκε μόνο από μητέρα,
και δεν είχε ποτέ πατέρα για να τον αγαπήσει και να τον σέβεται,
να κηρύσσει την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη!
Μια μέρα που ο Θεός κοιμόταν
και το Άγιο Πνεύμα πετούσε τριγύρω,
πήγε στο κουτί με τα θαύματα κι έκλεψε τρία.
Με το πρώτο έκανε να μην καταλάβει κανείς πως
το ΄χε σκάσει.
Με το δεύτερο έγινε για πάντα άνθρωπος και παιδί.
Με το τρίτο έκανε έναν Χριστό αιώνια εσταυρωμένο
και τον άφησε καρφωμένο στο σταυρό που υπάρχει
στον ουρανό
και χρησιμεύει για πρότυπο όλων των σταυρών.
Έπειτα ανέβηκε ως τον ήλιο
και κατέβηκε με την πρώτη αχτίδα που βρήκε.
Σήμερα ζει μαζί μου στο χωριό.

Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, από την ενότητα «ο Φύλακας των κοπαδιών», μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, Gutenberg.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Fernando Pessoa -Τέσσερις ωδές

Να θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα.

Τίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.

Ο ίδιος ο έρωτας που νιώθουν

Για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.

* * *

Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ακέραιος: Τίποτε

Δικό σου να μην υπερβάλλεις ή να μη διαγράφεις.

Να είσαι όλα σε κάθε πράγμα. Να βάζεις όσα είσαι

Και στο ελάχιστο που κάνεις.

Έτσι σε κάθε λίμνη ολόκληρη η σελήνη

Λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

* * *

Αναρίθμητοι ζουν μέσα μας.

Αν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ

Ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.

Είμαι μονάχα ο τόπος*

Όπου νιώθουν ή σκέφτονται.

 

Έχω περισσότερες από μια ψυχές.

Υπάρχουν περισσότερα εγώ απ' το ίδιο το εγώ μου.

Υπάρχω ωστόσο

Αδιάφορος για όλους,

Τους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

 

Οι διασταυρωμένες παρορμήσεις

Όσων νιώθω ή δεν νιώθω

Πολεμούν μες σ' αυτόν που είμαι.

Τις αγνοώ. Τίποτε δεν υπαγορεύουν

Σ' αυτόν που γνωρίζω ότι είμαι: εγώ γράφω.

* * *

Ο θεός Παν* δεν πέθανε,

Σε κάθε κάμπο που δείχνει

Στα χαμόγελα του Απόλλωνα

Τα γυμνά στήθη της Δήμητρας —

Αργά ή γρήγορα θα δείτε

Να εμφανίζεται εκεί

Ο θεός Παν, ο αθάνατος.

 

Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς

Ο θλιμμένος χριστιανός θεός.

Ο Χριστός είναι ένας ακόμη θεός,

Ίσως ένας που έλειπε.

Ο Παν συνεχίζει να δίνει

Τους ήχους απ' τον αυλό του

Στ' αυτιά της Δήμητρας

Που καμαρώνει στους κάμπους.

 

Οι θεοί είναι οι ίδιοι,

Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,

Γεμάτοι από αιωνιότητα

Και περιφρόνηση για μας,

Φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα

Και τις χρυσαφένιες σοδειές

Όχι για να μας δώσουν

Τη μέρα και τη νύχτα και το στάρι

Μα για άλλον και θείο

Τυχαίο σκοπό.


Μετάφραση: Αντρέας Παγουλάτος

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Fernando Pessoa - Γραμμένο σ' ένα βιβλίο εγκαταλελειμμένο σε κάποιο ταξίδι



Έρχομαι από τη μεριά της Μπέζα.
Πηγαίνω για το κέντρο της Λισαβόνας.
Δεν φέρνω τίποτα και δεν θα βρω τίποτα.
Έχω από πριν την κούραση αυτού που δεν θα βρω,
κι η νοσταλγία που νιώθω δεν είναι του παρελθόντος ούτε
του μέλλοντος.
Αφήνω γραμμένη σ΄αυτό το βιβλίο την εικόνα του νεκρού
σχεδίου μου:
ήμουν σαν αγριόχορτο, και δεν με ξερίζωσαν.

Άλαβαρο ντε Κάμπος (Θαλασσινή ωδή & άλλα ποιήματα, μετ. Μαρία Παπαδήμα)

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Fernando Pessoa - Ποιήματα



η μάσκα πίσω από τις μάσκες
(ποιήματα του ορθώνυμου Φερνάντο Πεσσόα)

Μ' αρέσει να ταξιδεύω, ν'  αλλάζω χώρες
Να είμαι πάντα άλλος,
Ψυχή χωρίς ρίζες.
Να ζω έξω από αυτά που βλέπω.

Να μην ανήκω σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό μου.
Να πηγαίνω μπροστά, ξοπίσω να παίρνω
Την απουσία κάθε σκοπού.
Και την επιθυμία μου να τον πετύχω.

Αυτό είναι για μένα το ταξίδι.
Αλλά εκτός από το όνειρο για το ταξίδι
Τίποτα από μένα δεν υπάρχει σ'  αυτό.
Όλα τα άλλα, γη κι ουρανός.
20-9-1933

Έχω μέσα μου κάτι σαν καταχνιά
Που με πνίγει, αλλά δεν είναι τίποτα.
Νοσταλγία του τίποτα
Ακαθόριστη επιθυμία.

Τυλιγμένος σαν σε ομίχλη
Είμαι απ'  το ίδιο υλικό και βλέπω
Το μακρινό, λαμρό αστέρι
Από την καύτρα του τσιγάρου πάνω.

Κάπνισα τη ζωή μου. Αβέβαιο
Ό,τι είδα ή διάβασα. Όλος
Ο κόσμος ένα μεγάλο ανοιχτό βιβλίο είναι
Που με χλευάζει σε μιαν άγνωστη γλώσσα.
16-7-1934

ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ
Ω, θάλασσα αλμυρή, πόσο πολύ από τ'  αλάτι σου
Δάκρυα Πορτογάλων είναι!
Για τα ταξίδια μας, πόσες μητέρες δεν έκλαψαν
Πόσα παιδιά άδικα προσευχήθηκαν!
Πόσες αρραβωνιαστικές έμειναν χωρίς άντρα
Για να γίνεις εσύ, θάλασσα, κτήμα δικό μας!

Στ'  αλήθεια, άξιζε τον κόπο; Όλα τον κόπο αξίζουν
Αν η ψυχή μικρή δεν είναι.
Αυτός που θέλει μακρύτερα να φτάσει
Κι από του Boiador τον κάβο,
Πρέπει να φτάσει πέρα απ'  τη λύπη.
Ο Θεός έκρυψε στη θάλασσα τον κίνδυνο, την άβυσσο,
Αλλά την έκανε, επίσης, καθρέφτη του ουρανού.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Κύριε, νύχτωσε, και η η ψυχή  είναι εξαθλιωμένη.
Τόσο τρομερές ήταν η καταιγίδα και η θέληση!
Ό,τι μας έχει απομείνει στην εχθρική αυτή σιωπή,
Η νοσταλγία είναι και η θάλασσα η καθολική.
Όμως, η φλόγα που η ζωή μέσα μας άναψε
Ακόμα σιγοκαίει, αν ακόμα υπάρχει εδώ ζωή.
Θάνατος παγωμένος την έχει κρύψει μες στις στάχτες.
Αλλά το χέρι του ανέμου μπορεί και πάλι να την αναστήσει.

Δώσε πνοή αέρα, - τη λαχτάρα ή την κατάρα -
Τη φλόγα της προσπάθειας να ζωντανέψει.
Κάνε να επανακτήσουμε την Απεραντοσύνη - της θάλασσας
Ή οποιουδήποτε άλλου συνόρου, που μπορούμε να κατέχουμε!
31-12-1921/1-1-1922



ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ: από το βιβλίο "Κ.Π.Καβάφης Φερνάντο Πεσσόα, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου" με εισαγωγή και ανθολόγηση του Γιάννη Σουλιώτη, εκδόσεις Μεταίχμιο.

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Fernando Pessoa - 12 Ποιήματα

 Poemas de Alberto Caeiro


I


Ευτυχείς αυτοί πού δε συλλογιούνται,


γιατί η ζωή είναι γενιά τους


και απλόχερο καταφύγιο!


Ευτυχείς αυτοί πού πράττουν


όπως το ζώο πού έχουν μέσα τους!


Καλύτερα, από παιδιά,


να έχεις απλά πίστη,


πού σημαίνει


να μη ξέρεις ποιος είσαι


ή τι θέλεις.


Ευτυχείς αυτοί


πού δεν σκέφτονται,


γιατί είναι όντα,


και όντα σημαίνει να πιάνεις


ένα χώρο


και την συνείδηση να ακουμπάς


σε ένα μοιράδι.


`


ΙΙ


Τα έσπασα με τον ήλιο και ταʼ αστέρια.


Αφήνω τον κόσμο να φύγει.


Πήγα μακριά και πλέρια με ένα γυλιό


πράματα πού ξέρω.


Έκανα το ταξίδι, ψώνισα τα άχρηστα,


βρήκα το ακαθόριστο,


κι η καρδιά μου είναι ίδια αυτό πού ήταν:


ουρανός και έρημος.


Απότυχα σʼ αυτό πού ήμουν,


σʼ αυτό πού ήθελα,


σʼ αυτό πού ανακάλυψα.


Ψυχή δεν μού απόμεινε


για νʼ αψηλώσει το φώς


ή το σκοτάδι να πυκνώσει.


Δεν είμαι τίποτα παρά μια ναυτία, μια οπτασία,


τίποτα παρά μια πεθυμιά.


Είμαι κάτι πολύ μακρυσμένο,


και συνεχίζω να φεύγω


ίσα γιατί το εγώ μου


νοιώθει τόσο οικεία και τόσο γήϊνα,


κολλημένο σαν ρόχαλο


σʼ ένα αρμό του κόσμου.



`


ΙΙΙ


Διάβασα κανά-δυό λέξεις


του βιβλίου


ποιητή μυστικιστή


και γέλασα σαν κάποιον


πού έχει κλάψει πολύ.


Οι μυστικιστές ποιητές


είναι φιλόσοφοι αρρωστημένοι


και οι φιλόσοφοι άνθρωποι σαλεμένοι.


Γιατί οι μυστικιστές ποιητές λένε


ότι τα λουλούδια αισθάνονται


κιʼ ότι οι πέτρες έχουν ψυχή


κιʼ ότι τα ποτάμια εκστασιάζονται


κάτω απʼ το φεγγάρι.


Αλλά αν αισθάνονταν


τα λουλούδια δε θα ʽταν λουλούδια


θα ήταν πρόσωπα˙


Κιʼ αν οι πέτρες είχαν ψυχή,


θα ήταν πράγματα ζωντανά,


δεν θά ʼταν πέτρες˙


Κιʼ αν τα ποτάμια εκστασιάζονταν κάτω


από το φεγγάρι


τα ποτάμια θα ήταν


κάποιοι κρονόληροι.


Σίγουρα να μη ξέρεις πρέπει


τι είναι τα λουλούδια


και οι πέτρες και τα ποτάμια


μιλώντας για τα αισθήματα σου.


Το να μιλάς για την ψυχή της πέτρας


του λουλουδιού και του ποταμιού


είναι το να μιλάς


για σένα τον ίδιο


και τούς σφαλερούς συλλογισμούς σου.


Δόξα τον Θεό πού οι πέτρες


είναι μόνο πέτρες


και τα ποτάμια δεν είναι παρά ποτάμια


και τα λουλούδια μόλις λουλούδια.


Όσο για μένα γράφω τα κείμενα


των στίχων μου


και είμαι ευχαριστημένος


γιατί ξέρω και καταλαβαίνω


την φυσικότητα από τα έξω˙


και δεν τη ξέρω από τα μέσα


γιατί η φυσικότητα εσωτερικό δεν έχει˙


αλλιώς δεν θα ʼτανε φυσικότητα.


`


ΙV


Αν θέλουνε να πιάνομαι με τον μυστικισμό,


εντάξει: τον έχω


Είμαι μυστικιστής αλλά μόνο με το σώμα.


Η ψυχή μου είναι απλή και δε σκέφτεται.


Ο μυστικισμός μου είναι


το να μη θέλω να γνωρίζω.


Να ζω και να μην τον σκέφτομαι.


Δε ξέρω τι είναι η φυσικότητα: Την τραγουδάω.


Ζω στη κορυφή ενός γήλοφου


σε ένα μοναχικό ασβεστωμένο σπίτι


και αυτός είναι ο ορισμός μου.


`


V


Υπάρχει αρκετή μεταφυσική


στο τίποτα να μη σκέφτεσαι.


Τι σκέφτομαι για τον κόσμο;


Να ήξερα τι σκέφτομαι για τον κόσμο!


Αν δεν ήμουνα στα καλά μου


θα τόνε σκεφτόμουνα.


Τι ιδέα έχω για τα πράγματα;


Τι γνώμη έχω για αιτίες και αποτελέσματα;


Τι διαλογίστηκα για Θεό και ψυχή


και την δημιουργία του κόσμου;


Δεν ξέρω. Για μένα οι σκέψεις γιʼ αυτά


είναι να κλείνω τα μάτια και να μη σκέφτομαι.


Είναι να τραβώ τις κουρτίνες


του παραθύρου μου (αν και δεν έχει κουρτίνες).


Το μυστήριο των πραγμάτων;


Να ήξερα τι είναι μυστήριο!


Το μόνο μυστήριο είναι


ότι υπάρχει κάποιος


πού σκέφτεται το μυστήριο.


Αυτός πού στέκεται στον ήλιο


και κλείνει τα μάτια


αρχίζει να μην καταλαβαίνει


το φώς τι είναι


και να σκέφτεται πράγματα


στην πλησμονή της κάψας.


Ανοίγει τα μάτια και βλέπει τον ήλιο


και να σκεφτεί πλέον


τίποτα δεν μπορεί


γιατί το φώς του ήλιου


αξίζει πιότερο από τις σκέψεις


όλων των φιλόσοφων


και όλων των ποιητών.


Το φώς του ήλιου


δεν ξέρει αυτό πού κάνει


και γιʼ αυτό δε σφάλλει


όντας ωραίο και απλό.


Μεταφυσική;


Τι μεταφυσική έχουν εκείνα τα δέντρα;


Αυτή του να είναι πράσινα και θαλερά


του να έχουνε κλαδιά


και να δίνουνε φρούτα στην εποχή τους


πού δεν μας κάνει να σκεφτόμαστε


ότι δεν ξέρουμε να τα ανταποδώσουμε.


Ωστόσο ποια καλύτερη μεταφυσική


από τη δική τους


πού είναι το να μη ξέρουν


γιατί ζουν


ούτε το να ξέρουν


ότι δεν το ξέρουν;


«Εσωτερική συγκρότηση των πραγμάτων»…


«Εσωτερικό νόημα του σύμπαντος»…


Όλα σφαλερά πού τίποτα


δε θέλουνε να πουν.


Απίστευτο πού μπορεί


να σκέφτεσαι για τέτοια πράγματα.


Είναι σα να σκέφτεσαι


για αιτίες και σκοπούς


όταν χαράζει η αυγή


και μέσα από τα φυλλώματα


ένα ʼχλιό χρυσαφί


διαλύει το σκοτάδι.


Το να σκέφτεσαι


το εσωτερικό νόημα των πραγμάτων


είναι παραπανίσιο,


όπως το να σκέφτεσαι την υγεία


ή το να πίνεις με ένα ποτήρι


από το νερό μιας πηγής.


Το μόνο εσωτερικό νόημα των πραγμάτων


είναι ότι δεν έχουνε κανένα


εσωτερικό νόημα.


Δεν πιστεύω σε Θεό


γιατί ποτές δεν τον είδα.


Αν ήθελε να τόνε πιστεύω


θα ερχότανε το δίχως άλλο


να μού μιλήσει


και θα ʽμπαινε μέσα από τη πόρτα μου


λέγοντας μου: Είμαι εδώ!


(Ίσως είναι γελοίο στʼ αυτιά εκείνου


πού μη ξέροντας τι είναι να κοιτάς


ίσια τα πράγματα


δεν καταλαβαίνει αυτόν


πού μιλάει γιʼ αυτά


με τον τρόπο της έκφρασης


πού η όψη τους παραπέμπει).


Όμως αν ο Θεός, είναι τα λουλούδια


και τα δέντρα και τα βουνά


κιʼ ο ήλιος και το φεγγάρι,


τότε τόνε πιστεύω,


τότε τόνε πιστεύω


για κάθε λεπτό


κιʼ όλη μου η ζωή


είναι προσευχή και λειτουργία


και ευχαριστία με τα μάτια


και από τα αυτιά.


Αλλά αν ο Θεός είναι


τα λουλούδια


και τα δέντρα και τα βουνά


κιʼ ο ήλιος και το φεγγάρι,


γιατί τον λέμε Θεό;


Τον λέω


λουλούδια


και δέντρα και βουνά


και ήλιο και φεγγάρι˙


Γιατί αν ήτανε καμωμένος


για να τον έβλεπα


λουλούδια


και δέντρα και βουνά


και ήλιο και φεγγάρι,


αν μού εμφανιζότανε


λουλούδια


και δέντρα και βουνά


και ήλιος και φεγγάρι,


είναι γιατί θα ήθελε


να τόνε ξέρω


για λουλούδια


και δέντρα και βουνά


και ήλιο και φεγγάρι.


Γιʼ αυτό και τον υπακούω


(Τι περισσότερο ξέρω εγώ για τον Θεό


απʼ ότι ο Θεός για τον εαυτό του;)


τον υπακούω ζώντας, αυθόρμητα,


σαν κάποιος πού ανοίγει τα μάτια


και βλέπει,


και τόνε λέω λουλούδια


και δέντρα και βουνά


και ήλιο και φεγγάρι


και τον αγαπάω


χωρίς να τον σκέφτομαι


και τόνε σκέφτομαι


βλέποντας και ακούγοντας


και βαδίζω πάντοτε


δίπλα του.


`


VI


Μπαίνω μέσα και κλείνω το παράθυρο.


Μού φέρνουν το κηροπήγιο


και μού λένε καληνύχτα.


Και η φωνή μου αναγαλλιάζει στην καληνύχτα.


Μακάρι η ζωή μου


να ήταν πάντα τούτο:


η μέρα γεμάτη ήλιο,


ή μιας απαλής βροχής,


ή κατακλυσμική


σαν να τελεύει ο κόσμος,


το βράδυ γλυκό


και τα ασκέρια πού περνούν


να κοιτάνε με περιέργεια


το παράθυρο,


η τελευταία μειλίχια ματιά


στη γαλήνη των δέντρων


και μετά,


με κλεισμένο το παράθυρο


και το κερί σβηστό,


χωρίς τίποτα να διαβάζω


χωρίς τίποτα να σκεφτώ,


χωρίς ύπνο,


να νοιώθω τη ζωή


να κυλάει μέσα μου


όπως ένα ποτάμι στην κοίτη του,


και εκεί έξω


μια μεγάλη σιωπή


σαν ένας θεός πού κοιμάται.


`


VII



MENSAGEM


FERNÃO DE MAGALHÃES


Στη κοιλάδα καίει μια φωτιά.


Ένας χορός κλονίζει ολάκερη τη γη.


Και σκιές τσακισμένες και δύσμορφες


διαβαίνουν μέσα σε μαύρες ανακλάσεις της


ροβολώντας τις πλαγιές


για να χαθούν στο σκοτάδι.


Ποιού ο χορός τη νύχτα τρομάζει;


Είναι οι Τιτάνες, τα παιδιά της Γής,


πού χορεύουν στο χορό


του ναυτικού


πού θέλουν να σφίξουν


με μητρική αγκάλη


– Σφίξτε τον, τον πρώτο των αντρών –


στα μάκρη της ακρογιαλιάς πού τελικά ετάφη.


Χορεύουν και ούτε πού ξέρουν


ότι η γενναία ψυχή


από τον κάτω κόσμο ακόμα


διαφεντεύει την αρμάδα


καρπός χωρίς σώμα


πού τα πλοία πηδαλιουχεί


ίσαμε το βάθος του ορίζοντα:


Πού και λείποντας ακόμα


ήξερε να κρατά ολάκερη τη γη


στην πυγμή του.


Τη γη εμάστιζε.


Αλλά αυτοί δεν το ξέρουν και χορεύουν


στην αλησμονιά˙


Και σκιές τσακισμένες και δύσμορφες


πού πάνε να χαθούν στους ορίζοντες


ανεβαίνουν την κοιλάδα


από τις πλαγιές


των βουβών λόφων.


`


VIII



HORIZONTE


Θάλασσα πού μας προεξόφλησες,


οι φόβοι σου έκρυβαν


κοράλλια, ακρογιαλιές και δενδρώνες.


Ξεγυμνωμένοι από τη νύχτα


και την ομίχλη


από θύελλες περασμένες και το μυστήριο


τα πλοία των μυημένων


είδαν τα μάκρη νʼ ανοίγουν τα πέταλα


και τον Νότο τον αστρόφωτο


να μαρμαρυγεί.


Λιτή γραμμή της μακρινής ακτής –


Όταν το πλοίο πλησιάζει


μια πλαγιά ξεπροβάλλει


με δέντρα πού μακράν


ήταν αόρατα˙


Από κοντά ανοίγεται η στεριά


σε ήχους και χρώματα:


Και με το ξέμπαρκο


είναι λουλούδια και πουλιά


εκεί πού απόμακρα


ήταν μόνο γραμμή αφηρημένη.


Το όνειρο είναι


να βλέπεις φόρμες ανείδωτες


ακαθόριστης απόστασης


και με τη διαίσθηση


πού κινούν ελπίδα και θέληση


να ψάχνεις στην ψυχρή γραμμή


του ορίζοντα


το δέντρο, την ακρογιαλιά,


το λουλούδι, το πουλί, την πηγή –


Τα φιλιά πού αξίζουν της αλήθειας.


`


IX



ULISSES


Ο μύθος είναι το τίποτα πού είναι το παν.


Ο ίδιος ο ήλιος πού στον ουρανό χαράζει


είναι μύθος λαμπρός και άφωνος –


Το νεκρό σώμα του Θεού


ασπαίρον και γυμνό.


Αυτός πού άραξε εδώ


γιατί δεν ήταν, άρχισε να υπάρχει.


Δίχως να υπάρχει μας εχόρτασε.


Χωρίς να έχει έρθει ποτέ


ήταν ερχόμενος και μας έπλασε.


Έτσι ο μύθος σιγά


τρυπώνει στα πράγματα


τα μεστώνει και εκλείπει.


Η ζωή από κάτω,


μισό του ουδενός


μικραίνει.


`


X


(Από την ανθολόγηση: Poesie di Fernando Pessoa)


HORA MORTA


Αργή, αργή η ώρα


μέσα μου αντηχεί…


Αργή, αργή, αργή


αργή και νυσταλέα


η ώρα διαλύεται….


Όλα τόσο άχρηστα!


σαν θνησιγενή από θεού


μάταια – τόσο μάταια…


Ένα όνειρο πού νοιώθει


ότι υπάρχει ερήμην του…


Ναυάγιο το δειλινό


ώρα της pietà…


όλα αχλύ και συμβεβηκός….


Ώρα κενή και χαμένη


βιωμένη και αποτεφρωμένη


(ποιο βράδυ με κατέχει;).


Γιατί αργός απέναντι της,


τόσο αργή στο κάλεσμα της,


να αισθάνομαι την αγνόηση;


Γιατί με παγώνει


η ίδια η σκέψη


ότι ονειρεύομαι ένα έρωτα;


`


XI



PASSOS DA CRUZ


Μια βεράντα σωριασμένη


είναι η καρδιά μου


πού βλέπει προς τη θάλασσα


βουλιμικά.


Βλέπω με την ψυχή μου να περνούν


αναρίπιστα πανιά


και το καθένα το νόστο


το δικό του.


Ένα ρίγος σκιές και ψίθυροι


στην ατόφια ερημιά του αέρα


ανακαλεί αστέρια της νύχτας


μακρινού στερεώματος


κιʼ η βεράντα φευγάτη…


Κιʼ ανάμεσα σε φοινικιές


των Αντιλλών


πού καθρεφτίζονται


μέσα από παραπετάσματα


αμέθυστων


τα όνειρα δαχτυλοκρύβονται.


Λειψό το ηδύ


για να γεμίσει το αχανές


ανάμεσα στα τρόπαια


πού στήθηκαν


για ένα θρίαμβο παταγώδη


και διαπεραστικό.


ΧΙΙ



`


A MUMIA


Ποιανού είναι το βλέμμα


πού βλέπει με τα μάτια μου;


Όταν σκέφτομαι ότι κοιτάω,


ποιος συνεχίζει να βλέπει


ενώ εγώ σκέφτομαι;


Από ποιους δρόμους προχωρούν


όχι τα θλιβερά βήματα μου,


αλλά η πραγματικότητα


βαδίζοντας μαζί μου;


Κάποιες φορές


στο ημίφως του δωματίου μου,


όταν εγώ ο ίδιος


ίσαμε το βάθος της ψυχής μου


μόλις πού υπάρχω,


μέσα μου παίρνει


το Σύμπαν


ένα νόημα άλλο:


είναι μια κηλίδα ξεθωριασμένη


του να έχω ο ίδιος συνείδηση


της ιδέας μου για τα πράγματα.


Αν ανάψουν τα κεριά


και δεν υπάρχει μόνο


το φως το λιγνεμένο έξω –


δεν ξέρω ποια λάμπα


του δρόμου είναι αναμμένη –


θα ʼχω τον σκοτεινό πόθο


Ζωή και Σύμπαν


τίποτα άλλο να μη κατέχουν


παρά τούτη τη ζοφερή στιγμή


πού τώρα είναι η ζωή μου:


Μια ροή ενεστώσα


ενός ποταμού


πού πάντοτε ρέει


αλησμονώντας του.


Χώρος αινιγματικός


ανάμεσα σε έρημους τόπους


πού το νόημα του είναι ουδέν


και χωρίς τίποτα να είναι για τίποτα.


Και έτσι περνάει η ώρα


μεταφυσικά.


Μετάφραση: Στάθης Λειβαδάς

Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ


Fernando Pessoa - [άτιτλο]

 Σαν σκέφτομαι ποιος ήμουν, άλλον στο παρελθόν βλέπω,

παρόντα στην ανάμνηση,

Αυτός που ήμουν, είναι κάποιος που αγαπώ,

αν και στα όνειρα μου μόνο.

Κι ο καημός που τη σκέψη μου θλίβει

δικός μου δεν είναι, ούτε του χθες που έζησα,

αλλά αυτού που τώρα ζω

πίσω απ’τα τυφλά μου μάτια.

Τίποτα δε με γνωρίζει, μόνο η στιγμή.

Κι η μνήμη μου, ένα τίποτα. Νιώθω

πως αυτός που είμαι κι εκείνος που υπήρξα

όνειρα είναι διαφορετικά.


26/5/1930


Ποιήματα του ετερώνυμου Ρικάρντο Ρεϊς, μτφρ. Γ.Σουλιώτης

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Fernando Pessoa - Θαλασσινή ωδή (απόσπασμα)



Πόσες εθνικότητες στον κόσμο! Πόσα επαγγέλματα! Πόσοι άνθρωποι!
Πόσες μοίρες διαφορετικές μπορεί να κρύβει η ζωή,
η ζωή, τελικά, κατά βάθος, πάντα η ίδια!
Πόσες φάτσες παράξενες! Όλες οι φάτσες είναι παράξενες
και δεν υπάρχει τίποτα ιερότερο από το να κοιτάζεις πολύ
τους ανθρώπους.
Η αδελφοσύνη τελικά δεν είναι επαναστατική.
Είναι κάτι που μας το μαθαίνει η ζωή, όπου πρέπει να ανεχόμαστε τα πάντα,
και τελικά βρίσκουμε ευχάριστο αυτό που πρέπει ν' ανεχόμαστε,
και καταλήγουμε να κλαίμε σχεδόν από τρυφερότητα γι' αυτό που ανεχτήκαμε!

Α, όλα τούτα είναι ωραία, είναι ανθρώπινα και ταιριάζουν τόσο
με τα ανθρώπινα συναισθήματα, τόσο κοινωνικά και καθωσπρέπει,
τόσο πολύπλοκα απλά, τόσο μεταφυσικά θλιβερά!
Η πολυτάραχη, η διαφορετική ζωή μάς διαπαιδαγωγεί τελικά
στα ανθρώπινα.
Καημένοι άνθρωποι! Καημένοι όλοι μας!

Από τα ποιήματα του ετερώνυμου Άλβαρο ντε Κάμπος, μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, Νεφέλη, 2012.  

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Fernando Pessoa - [ιζ]



Το αληθινό μοντέρνο ποίημα είναι η ζωή δίχως ποιήματα,
είναι το πραγματικό τρένο κι όχι οι στίχοι που το τραγουδούν
είναι το σίδερο των γραμμών, των γραμμών που καίνε, είναι το σίδερο απ' τους τροχούς, είναι η πραγματική περιστροφή τους.
Κι όχι τα ποιήματά μου που μιλάνε για rails και τροχούς
χωρίς τα ίδια τα πράγματα.

[από τα ποιήματα του Αλβάρο ντε Κάμπος, Φερνάντο Πεσσόα, Μτφρ.: Μαρία Παπαδήμα]

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2023

Fernando Pessoa - Ποιήματα

 [«ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΡΘΩΝΥΜΟΥ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ»]


ΘΕΟΣ



Μερικές φορές είμαι ο θεός που φέρω μέσα μου
Κι άλλοτε ο θεός, ο πιστός κι ο προσευχόμενος
Κι η φιλντισένια εικόνα
Με το θεό αυτό πάνω της ξεχασμένο.

Μερικές φορές δεν είμαι παρά ένας αθεϊστής
Απέναντι στο θεό αυτόν που είμαι όταν μεγαλύνομαι.
Βλέπω στον εαυτό μου έναν ουρανό ολόκληρο.
Έναν απέραντο και κούφιο ουρανό.

                                                                                     3-6-1913


* * *


Οι θεοί είναι ευτυχείς.
Ζουν την ήρεμη ζωή των ριζών.
Η μοίρα τις επιθυμίες τους δεν τις καταπιέζει
Ή, τις καταπιέζει, αλλά τις εξαγοράζει
Με την αθάνατη ζωή.
Οι θεοί δεν θλίβονται
Εξαιτίας ίσκιων ή άλλων όντων.
Και κάτι επιπλέον: δεν υπάρχουν.

                                                                                     10-7-1920


* * *


Κοιτάζω τη σιωπηλή λίμνη
Που το νερό της η πνοή του αέρα ρυτιδώνει
Μη γνωρίζοντας αν τα επινοώ όλα εγώ
Ή εάν όλα ανίδεα είναι.

Η λίμνη τίποτα δε λέει. Τ’ αεράκι
Σαλεύει, μα δε με αγγίζει.
Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής
Ούτε αν επιθυμώ να είμαι.

Οι ρυτίδες τρεμουλιάζουν, χαμογελούν
Πάνω στα κοιμισμένα νερά.
Γιατί να έχω φτιάξει από όνειρα
Τη μόνη ζωή που έχω;

                                                                                     4-8-1930


* * *


Βρέχει σιγανά και η βροχή είναι βουβή.
Δεν κάνει θόρυβο, πέφτει αργά,
Ο ουρανός κοιμάται. Όταν η ψυχή χηρεύει
Από κάτι που αγνοεί, τι συναίσθημα είναι τυφλό.
Βρέχει. Τον εαυτό μου (αυτό που είμαι) αρνούμαι.

Είναι τόσο ωραίο ν’ ακούς αυτή τη βροχή
(Σύννεφα δεν υπάρχουν) που μοιάζει με βροχή
Αλλά δεν είναι: μόνο ψίθυρος
Που από μόνος του ξεχνιέται λίγο πριν δυναμώσει.

Βρέχει. Τίποτα κέφι δε μου κάνει...

Ο αέρας δε φυσά, ασταθής ο ουρανός μοιάζει.
Βρέχει μακριά και ανεπαίσθητα
Σαν κάτι βέβαιο που ψέματα μας λέει.
Βρέχει. Δε νιώθω τίποτα.

                                                                                     2-10-1933


* * *


Έχω μέσα μου κάτι σαν καταχνιά
Που με πνίγει, αλλά δεν είναι τίποτα.
Νοσταλγία του τίποτα
Ακαθόριστη επιθυμία.

Τυλιγμένος σαν σε ομίχλη
Είμαι απ’ το ίδιο υλικό και βλέπω
Το μακρινό, λαμπρό αστέρι
Από την καύτρα του τσιγάρου πάνω.

Κάπνισα τη ζωή μου. Αβέβαιο

Ό,τι είδα ή διάβασα. Όλος

Ο κόσμος ένα μεγάλο ανοιχτό βιβλίο είναι
Που με χλευάζει σε μιαν άγνωστη γλώσσα.

                                                                                     16-7-1934


* * *


Διαιρώ αυτό που ξέρω.
Προκύπτει αυτό που είμαι
Κι αυτό που ξέχασα. Ανάμεσα στα δυο πηγαίνω.

Δεν είμαι αυτός που σκέφτομαι
Ούτε αυτός που είμαι τώρα.
Αν θα σκεφτώ, κομμάτια γίνομαι
Αν θα πιστέψω, για μένα δεν υπάρχει τέλος.

Γι’ αυτό, είναι καλύτερα
Ν’ ακούς μόνο το θρόισμα
Της απαλής, βέβαιης αύρας
Που μέσ’ από τις φυλλωσιές περνάει.

                                                                                     16-7-1934


* * *


ΟΜΙΧΛΗ

Βασιλιάς, νόμος, πόλεμος ή ειρήνη
Κανείς την ύπαρξή του δεν ορίζει.
Αυτή η σκοτεινή λάμψη στο χώμα
Αλίμονο, είναι η Πορτογαλία.
Λάμψη χωρίς φωτιά και φως:
Η πυγολαμπίδα μόνη της λάμπει.

Κανείς δεν ξέρει τι θέλει.
Κανείς δεν ξέρει την ψυχή του
Ούτε κακό ή καλό τι είναι.
(Ποια μακρινή αγωνία εδώ κοντά μας κλαίει;)
Όλα αβέβαια, όλα κοντά στο τέλος τους.
Όλα κομμάτια, ολόκληρο πια τίποτα.

Ω, Πορτογαλία, σήμερα, ομίχλη μόνο είσαι...

Έρχεται η ώρα!

                                                                                     10-12-1928
                                                                                     Valete, Fratres

* * *

μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης


Πηγή: http://vrelok.blogspot.com/