Ένα μεσημέρι στο τέλος της άνοιξης
είδα ένα όνειρο σαν φωτογραφία:
τον Ιησού Χριστό να κατεβαίνει στη Γη.
Ήρθε απ’την πλαγιά ενός βουνού
έτρεχε, κυλιόταν στο χορτάρι
ξερίζωνε λουλούδια και τα πετούσε,
γελούσε δυνατά για να τον ακούν μακριά.
Το’χε σκάσει απ’ τον ουρανό.
Ήταν πολύ δικός μας για να παριστάνει
το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας.
Στον ουρανό ήταν όλα ψεύτικα, όλα αταίριαστα
με τα λουλούδια, τα δέντρα, τις πέτρες.
Στον ουρανό έπρεπε να είναι πάντα σοβαρός
και κάποιες φορές να ξαναγίνεται άνθρωπος
να ανεβαίνει στον σταυρό και να πεθαίνει πάντα
με ένα στεφάνι όλο αγκάθια γύρω γύρω
τα πόδια καρφωμένα μ’ένα τεράστιο καρφί
κι ένα κουρέλι στη μέση του
σαν αυτό που φοράν οι νέγροι στις εικονογραφήσεις.
Μήτε τον άφηναν να έχει πατέρα και μητέρα
σαν τα άλλα παιδιά.
Ο πατέρας του ήταν δυο πρόσωπα:
Ένας γέρος που τον έλεγαν Ιωσήφ, ξυλουργός το επάγγελμα
που δεν ήταν πατέρας του.
Ο άλλος ήταν ένα ηλίθιο περιστέρι,
το μοναδικό άσχημο περιστέρι αυτού του κόσμου
γιατί δεν ήταν αυτού του κόσμου μήτε και περιστέρι.
Η μάνα του δεν είχε αγαπήσει πριν τον αποκτήσει.
Δεν ήταν γυναίκα. Ήταν μια σκευοθήκη
που μέσα της ήρθε από τον ουρανό.
Κι ήθελαν αυτός, που γεννήθηκε μόνο από μητέρα,
και δεν είχε ποτέ πατέρα για να τον αγαπήσει και να τον σέβεται,
να κηρύσσει την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη!
Μια μέρα που ο Θεός κοιμόταν
και το Άγιο Πνεύμα πετούσε τριγύρω,
πήγε στο κουτί με τα θαύματα κι έκλεψε τρία.
Με το πρώτο έκανε να μην καταλάβει κανείς πως
το ΄χε σκάσει.
Με το δεύτερο έγινε για πάντα άνθρωπος και παιδί.
Με το τρίτο έκανε έναν Χριστό αιώνια εσταυρωμένο
και τον άφησε καρφωμένο στο σταυρό που υπάρχει
στον ουρανό
και χρησιμεύει για πρότυπο όλων των σταυρών.
Έπειτα ανέβηκε ως τον ήλιο
και κατέβηκε με την πρώτη αχτίδα που βρήκε.
Σήμερα ζει μαζί μου στο χωριό.
Fernando Pessoa, Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο, από την ενότητα «ο Φύλακας των κοπαδιών», μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, Gutenberg.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου