Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Αλεξάντρ Μπλοκ - Ποιήματα

  

 

ΣΩΠΑΙΝΕΙ Η ΨΥΧΗ

 

Σωπαίνει η ψυχή… Στον κρύο ουρανό

πάντα τα ίδια άστρα τη φωτίζουν.

Ολόγυρα για το ψωμί ή τον χρυσό

λαοί φωνάζουν και στριγγλίζουν…

Αυτή σωπαίνοντας ακούει τις κραυγές,

τους μακρινούς κόσμους κοιτάζει,

μες στη διπρόσωπη τη μοναξιά της,

δώρα θαυμάσια ετοιμάζει.

Δώρα ετοιμάζει στους θεούς της

και λουσμένη με αρώματα σιωπής,

πιάνει με τ’ άγρυπνο αυτί της

το κάλεσμα μιας μακρινής ψυχής.

`

Όπως πετούν οι αχώριστες καρδιές

λευκών πουλιών πάνω απ’ τον ωκεανό,

κι ηχούν σαν κάλεσμα μες στην ομίχλη,

που το νιώθουν ως το ταξίδι το στερνό.

(1901)

`

*

ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ ΗΣΟΥΝ ΦΩΤΕΙΝΗ

 

Ασυνήθιστα ήσουν φωτεινή,

μ’ ένα χαμόγελο ξεχωριστό,

και στις αχτίδες της ομίχλης σου

ένιωσα τον μικρο Χριστό.

`

Είδα απ’ τα σύννεφα ανάμεσα

μια όχι επίγεια, λάμψη χρυσή,

κι από ένα κύμα σμαραγδένιο

η πλάση γύρω μας είχε σειστεί.

`

Να με τυλίγουνε τα χάδια σου

σε ονειρεύτηκα χθες βράδυ,

σαν παραμύθι τρυφερό,

της πρώτης άνοιξης σημάδι.

(1902)

`

*

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ

 

Διαγράφοντας ένα μεγάλο κύκλο

πάνω απ’ το λιβάδι το γεράκι πετάει,

σαν το κοιτάζει να κοιμάται το έρημο,

βλέπει μια μάνα που στον γιο της μουρμουράει:

«Να ψωμί, να στήθος να βυζάξεις,

να μεγαλώσεις, να υποταχθείς, τον σταυρό σου να βαστάξεις».

`

Περνούν οι αιώνες, ξεσπά πολέμου ιαχή,

σηκώνεται εξέγερση, καίγονται τα χωριά.

Πάντοτε όμως στέκεις ίδια, χώρα μου εσύ,

στην κλαμένη, αρχαία σου ομορφιά.

Ως πότε η μάνα θα μοιρολογάει;

Ως πότε το γεράκι θα γυροβολάει;

(1916)


Μετάφραση: Γιώργος Ρήγας

Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ

...............................................................................................................................................................

Αλέξανδρος Μπλοκ - Δώδεκα
9.
Ο θόρυβος της πόλεως εξέλειπε. Σιωπή
ύπερθεν του ακρόπυργου της Νιέβσκη εξηπλούτο.
Σπάσαν οι μπάτσοι, από νωρίς- «εξέλειπε» το κνούτο –
γλεντήστε τώρα, μάγκες μου, δίχως γουλιά κρασί!
Στο σταυροδρόμι ο μπουρζουάς: χωμένη στον γιακά
η μύτη του- κι ένα σκυλί τρισάθλιο, φαγωμένο
από τους ψύλλους, κάθεται δίπλα του παγωμένο,
με την ουρά στα σκέλια και γρυλίζει σιγανά.
Σαν το σκυλί ο μπουρζουάς, ψωριάρης, πεινασμένος,
στέκεται εκεί: ένα βουβό ερωτηματικό.
Και δίπλα ο κόσμος ο παλιός, γρυλίζει, κουρνιασμένος,
με την ουρά στα σκέλια μπας και βρει παρηγοριά.
___________________________________________
Μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, εκδόσεις Γκοβόστη

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Νίκου Γεωργόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου