Απόψε που ’ναι η νύχτα έτσι γλυκιά και φεύγει
φεύγει κι αυτό το καλοκαίρι ώρα την ώρα
θέλω ν’ ακούσω ένα τριζόνι να επιμένει· όμως το θέλω
να ’ναι τριζόνι γνώριμο, από κείνα
των πρώτων μου καλοκαιριών, εκείνα
τα ανεξίτηλα.
μεταναστεύουν τα τριζόνια
ζουν μοναχά ένα καλοκαίρι, ίσως αλλάζει
τόπο τον τόπο ο ήχος τους, πώς να γινόταν
ν’ ακούσω απόψε ένα τριζόνι απ’ τα δικά μου, απόγονο
εκείνων των παλιών, των παιδικών
ένα τριζόνι Αμπελιωτάκι.
μεγάλες νύχτες
νύχτες βαθιές ως πίσω απ’ τη ζωή
εκείνα τα εντόπια έντομα
σίγουρα βρίσκονταν εκεί πολύ προτού φανούν
οι πρώτοι της δικής μου της γενιάς
θα παραμείνουν κι όταν
θα ’χουν σκορπίσει οι τελευταίοι
βγαίνοντας από νύχτες παιδικές να συνοδεύει
με τη σοφή του υπόκρουση το τέλος
ενός −ακόμα ενός− καλοκαιριού.
Λυκούργου και Σωκράτους
Αναξαγόρα, Ικτίνου, πιο πέρα η Σοφοκλέους, δεν
τελειώνουν
λεροί, πλην πολυσύχναστοι
κι οι τοίχοι μαυρισμένοι αν τους κοιτάξεις
οι τοίχοι μαυρισμένοι από καπνούς
αδιάκοπων αυτοκινήτων, τ’ άλλα
πέφτουνε κάπως μακριά, δε φαίνονται από δω
ποιος Ελαιώνας και ποια θάλασσα, μα ωστόσο
νιώθεις αχνά την παρουσία τους κι ο ήλιος
περνάει, κανείς μας δεν τον βλέπει, στάζουν
τα κλιματιστικά στα μισοπεζοδρόμια, όλοι
καιγόμαστε μεγάλα καλοκαίρια, οι κάργες
έχουνε μεταμορφωθεί σε περιστέρια
πλήθουσα η αγορά, πλούσιες όλες οι μερίδες, πάνοπλοι
οι αστυνόμοι, πρεζόνια, τσιγαρούδες, μετανάστες
πάγκοι, περίπτερα μ’ εφημερίδες, βιαστικοί
αναγνώστες
αγνώστου επαγγέλματος, κι όσο για κείνα
τα κρεμμύδια
πάει καιρός που απάλυναν, σχεδόν δεν καίνε
φρουρές και μπάντες ξεχασμένα, οι τράπεζες
πυκνώνουν
δεν έχει εδώ μπαλκόνια και ζουμπούλια, μόνο
απλώνεται
ένα μεγάλο δάσος διασπασμένο, είναι φυτά εσωτερικού
χώρου και χρόνου, όλο θεριεύουν
πες μου εσύ που ξέρεις απ’ αυτά, τώρα τι κάνουμε
μ’ αυτήν εδώ την Πρέβεζα στο κέντρο της Αθήνας;
αυτός για να περνά η ώρα κι ούτε
θα πέφταμε σε τέτοιον παιδεμό χωρίς αιτία· σκέψου
σκέψου τις ώρες τις αμέτρητες που ’χεις βασανιστεί
να πάρεις μιαν απόφαση, κι ας γνώριζες
ας γνώριζες καλά πως είναι
παρμένη η απόφαση χιλιάδες χρόνια πριν
σκέψου λιγάκι την παράλογη ζωή μας
κι εμείς από καταβολής να ψάχνουμε
σκοπούς, να επινοούμε σχέδια
πώς να χωρέσει ο νους μας τόσο τίποτα
το αχώνευτο λιγάκι να ξορκίσουμε.
Σε σκοτεινά υπόγεια σε γυρεύω, χάνομαι
σε δαιδαλώδεις διαδρομές
αναρωτιέμαι
γιατί σε ψάχνω, τι ’ναι αυτή η έγνοια
δεν πρόκειται ποτέ μου να σε βρω
δε θα σε βρω, δε θα σ’ αγγίξω μόλις
απλώνω με λαχτάρα να σε ψηλαφίσω είσαι μακριά
γιατί να κρύβεσαι, πίσω από χίλια πρόσωπα
να κρύβεσαι και πώς
να ζήσω μ’ έναν άγνωστο ολόκληρη ζωή
πληθαίνουν τα ερωτήματα, πληθαίνουν
οι εκδοχές
περνούν τα χρόνια
περνούν τα χρόνια, μια σοφία λυτρωτική
σε σκοτεινά υπόγεια συσσωρεύω.
ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Μπαίνεις στο τρένο, λες θα κατεβείς
στον τελευταίο σταθμό, εκεί
που θα ’χεις ως την άκρη του εξαντλήσει
το δρόμο, θα ’χεις δει τα πάντα, θα ’χεις ζήσει
αυτό το υπέροχο, μοναδικό ταξίδι
που η τύχη σου έτσι γενναιόδωρη
βουλήθηκε, τυφλή, να σου χαρίσει, όμως κάτι
κάτι συμβαίνει εκεί, στον ενδιάμεσο σταθμό
και κατεβαίνεις, άσκοπα
σε δρόμους ασαφείς περιπλανιέσαι, χάνεσαι
σ’ ερημιές ατέλειωτες, μόνο θυμάσαι
θυμάσαι ακόμα το ταξίδι που παράτησες
τον τελευταίο σταθμό που δε θα φτάσεις
ποτέ σου δε θα δεις, πόσα έχεις χάσει, μόνη
παρηγοριά σου τώρα μια υποψία
φαίνεται αυτό το τρένο πως δεν έχει
δεν έχει τελευταίο σταθμό, κανείς δε φτάνει
εκεί, τυχαία
ο κάθε ταξιδιώτης ανεβαίνει, κατεβαίνει
δεν έχει το ταξίδι αυτό λογαριασμό
δικές σου ματαιότητες, δικές σου
πλάνες οι ενθουσιασμοί, τα σχέδια, μα ωστόσο
πώς ν’ αντισταθείς, σε πνίγουν τα ερωτήματα,
ποιος ήταν
ο ενδιάμεσος σταθμός, γιατί κατέβηκες, πού πας
ποιος σ’ έριξε σ’ αυτές τις ερημιές
πώς έμπλεξες σ’ αυτό το τρένο που δεν έχει
απάντηση καμιά, μόνο ερωτήματα
μόνο ερωτήματα και δρόμο χωρίς άκρη
χωρίς τέλος.
Από τη συλλογή «Η τελετή», εκδ. Νεφέλη, 2006.
Πηγή: «Στιγμή στο χάος (Ποιήματα 1999-2010)», εκδ. Κουκκίδα, 2014.
δε θα σε βρω, δε θα σ’ αγγίξω μόλις
απλώνω με λαχτάρα να σε ψηλαφίσω είσαι μακριά
να κρύβεσαι και πώς
να ζήσω μ’ έναν άγνωστο ολόκληρη ζωή
πληθαίνουν τα ερωτήματα, πληθαίνουν
οι εκδοχές
περνούν τα χρόνια
σε σκοτεινά υπόγεια συσσωρεύω.
στον τελευταίο σταθμό, εκεί
που θα ’χεις ως την άκρη του εξαντλήσει
το δρόμο, θα ’χεις δει τα πάντα, θα ’χεις ζήσει
αυτό το υπέροχο, μοναδικό ταξίδι
που η τύχη σου έτσι γενναιόδωρη
βουλήθηκε, τυφλή, να σου χαρίσει, όμως κάτι
και κατεβαίνεις, άσκοπα
σε δρόμους ασαφείς περιπλανιέσαι, χάνεσαι
σ’ ερημιές ατέλειωτες, μόνο θυμάσαι
τον τελευταίο σταθμό που δε θα φτάσεις
ποτέ σου δε θα δεις, πόσα έχεις χάσει, μόνη
παρηγοριά σου τώρα μια υποψία
φαίνεται αυτό το τρένο πως δεν έχει
δεν έχει τελευταίο σταθμό, κανείς δε φτάνει
εκεί, τυχαία
ο κάθε ταξιδιώτης ανεβαίνει, κατεβαίνει
δεν έχει το ταξίδι αυτό λογαριασμό
πλάνες οι ενθουσιασμοί, τα σχέδια, μα ωστόσο
πώς ν’ αντισταθείς, σε πνίγουν τα ερωτήματα,
ποιος ήταν
ο ενδιάμεσος σταθμός, γιατί κατέβηκες, πού πας
ποιος σ’ έριξε σ’ αυτές τις ερημιές
πώς έμπλεξες σ’ αυτό το τρένο που δεν έχει
απάντηση καμιά, μόνο ερωτήματα
μόνο ερωτήματα και δρόμο χωρίς άκρη
χωρίς τέλος.
Πηγή: «Στιγμή στο χάος (Ποιήματα 1999-2010)», εκδ. Κουκκίδα, 2014.
Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2020/10/blog-post_25.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου