ΑΝΤΙΤΙΜΟ
Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει
ν’ αλλάζεις το πετσί σου,
γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι.
(ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ, 1978)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι
θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης
κι όλο χωνόμαστε μες στα πλατάνια
τόσο σωπαίναν δε φυσούσε
μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου
νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά
και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη
Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε
σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.
Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδελφός της,
έσταζε το βρακί και το παγούρι του
– Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
Γύρισε να μας δει κ’ έφεξε ο τόπος
σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.
ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΣΕ ΤΥΛΙΓΕΙ
Το μπλε που σε τυλίγει
είναι η στάχτη
του καμένου χρόνου.
Φυσάει ένας αέρας, φέρνει
φωτογραφίες και τετράδια.
Από τα κάτω χρόνια.
Εδώ γελάς, εδώ σωπαίνεις
εδώ σας πήρανε με φλας
φοράς το μαύρο φωτοστέφανο.
Το μπλε που σε τυλίγει
είναι το φως
που εκτοπίζει ο θάνατος.
Κανένας δεν το βλέπει.
Κι όμως υπάρχει
και πληθαίνει.
ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα
και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής.
Τα μάτι σου με τον κίτρινο λίβα,
καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.
Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει
τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.
Ήμερο βράδυ
βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,
ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,
σκύλος ή γάτα,
με την τρίχα ορθή
κάτω από τόσους τροχούς.
Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,
μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.
Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια
στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.
(ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ, 1981)
ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Ι
Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν.
VII
Τον ξέρω αυτό τον τόπο,
ξαναπέρασα παιδί με το πουλάρι μου.
Έχουν αλλάξει όλα
κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό.
Ξαπλώνω στο ψηλό χορτάρι,
άνοιξη και βροχή, δεν κλαίω.
Ας ξαναπέσουν όλα
στην πράσινη βουβή αγκαλιά.
Γυρίζω μπρούμυτα κι ακούω
το καπάκι τ’ ουρανού που κλείνει.
Σ’ αυτή την κιβωτό
είμαι το είδος δίχως ταίρι.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Ποίημα του μεσονυχτίου
Μεσάνυχτα.
Κάτι χλωρό κι αιφνίδιο σε ζυγώνει,
σάλιο μικρού παιδιού ανθίζει στον αέρα
κι όλο το σπίτι σκοτεινό.
Βήματα και φωνές της μέρας
τα ήπιε το σκοτάδι.
Είναι η ώρα που γράφονται ποιήματα,
καθώς η κούραση κατακάθεται σα σκόνη
κι η άλλη μέρα θα φυσήξει πάνω της
και πάλι θα σου φάει τα τσίνορα.
Είναι η ώρα που πηδάει έξω απ’ το χρόνο
ο χρόνος που γίνεται στιγμή,
πέτρα που απλώνει κύκλους στο νερό
κι ενώ έχει αγγίξει το βυθό,
επάνω της οι κύκλοι όλο πλαταίνουν.
Ώσπου ακούς απ’ την κουζίνα το ψυγείο,
το τρίξιμο του κρεβατιού,
και νιώθεις πως σε ξαναβάζουνε στην πρίζα
απ’ όπου απρόβλεπτα
σ’ είχε ένα χέρι αποσυνδέσει.
ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ
στη μάνα και στον Χρήστο
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό
καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,
ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί περνούν σκυφτοί
σηματοδότες και βγαίνουν σε υπόγειες
διαβάσεις.
Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής
τ’ απόκρημνα φαράγγια
κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο
να τους πατάει,
ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.
Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,
δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,
βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια
για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.
Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος
ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη
και μόνον οι οροί τούς λέγαν την αλήθεια
στάζοντας μέρα και νύχτα
τα χημικά του χάρου μες στο αίμα τους.
Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,
ενώ το φως επάνω
τρέχει σε πλάτες και μαλλιά
και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,
μα προπαντός τα λέπια του.
ΑΜΝΗΣΙΑ
Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.
Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.
Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ μου.
(ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ, 1989)
Αναδημοσίευση από:https://www.oanagnostis.gr/ta-proina-kelefsmata-ton-toxoton/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου