Τζεμιλέ,
σε τραγουδήσαμε δίπλα στη θάλασσα
και σε γυρέψαμε και σε φωνάξαμε
και δεν ήρθες.
Tαξιδεμένη, φευγάτη, μακρινή
αγάπη που σε ξέρω όσο με ξέρεις,
o φίλος της βραδιάς γελούσε,
ο φίλος της βραδιάς έκλαιγε,
ο φίλος της βραδιάς δε μ’ αγαπούσε.
Τζεμιλέ, φευγάτη μ’ ένα νυχτερινό κόκκινο φως,
ταξιδεμένη αγκαλιά μ’ ένα γραμμόφωνο,
μακρινή σα μια σειρά άδειων κλουβιών
που δεν είδα ποτέ μου,
«Θέατρο Σκιών» σ’ ένα απογευματινό χειμωνιάτικο
κυριακάτικο Πασαλιμάνι.
Τζεμιλέ,
τα σπίτια, οι δρόμοι, οι μέρες, οι νύχτες,
σε ποιά ζωή,
σε ποιά ζωή θα το πιστέψεις,
μαζί με ποιό γαρύφαλλο, μαζί με ποιό βοριά.
Θα ονειρεύονται πάντα τα μάτια σου και τα μαλλιά σου,
που δώσανε το χρώμα τους στα πανιά των καϊκιών,
που δώσανε ονόματα στα άστρα,
θα ονειρεύονται πάντα τα μάτια σου και τα μαλλιά σου,
με όλη την ελπίδα του καλοκαιριού,
καμπαναριό, κατάρτι, αϊτοράχη.
Ο φίλος της βραδιάς δε μ’ αγαπούσε.
Ήταν η θάλασσα, το πέλαγος, τα χρόνια, ο χωρισμός,
ήταν ένα κανάτι της Αίγινας σπασμένο,
ήταν μια απριλιάτικη μέρα με είκοσι γαρίφαλα.
Τζεμιλέ,
αγάπη που σε ξέρω όσο με ξέρεις,
σε τραγουδήσαμε δίπλα στη θάλασσα
και σε γυρέψαμε και σε φωνάξαμε
και δεν ήρθες.
Νίκος Καρύδης (1917-1984)
Έξη ποιήματα, 1950
(Γ ι ώ ρ γ ο ς Μ α ρ κ ό π ο υ λ ο ς & Κ ω σ τ ή ς Ν ι κ ο λ ά κ η ς, Ποιήματα που αγαπήσαμε, Αθήνα, Εκάτη, 2009, σελ. 159-160.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου