Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σακελλαρίου Χάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σακελλαρίου Χάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Χάρης Σακελλαρίου - Ο Ντάκος

 Ούτε σκυλί να ήταν, τόσο δεν θα τον περιφρονούσαν τον καημένο τον Ντάκο. Κι όσο έφτανε το μυαλουδάκι του, σε τίποτα και κανέναν δεν είχε βλάψει. Το αντίθετο.  Δεν ήταν θέλημα που να του ζητούσαν  να κάνει και να μην  έτρεχε αμέσως. Πάντα πρόθυμος, πάντα χαμογελαστός ο Ντάκος και πάντα να εισπράττει την αδιαφορία και συχνότερα τις βρισιές και τις κατραπακιές του κόσμου.
Μα πάλι όλα τα ξεχνούσε κι ήταν πρόθυμος να ξαναπάει σε θελήματα, αν του το ζητούσαν.
-Ντάκο!...
Ο Ντάκος πεταγόταν αμέσως πάνω σαν να τον είχε αγγίξει κάρβουνο αναμμένο.
-Έμαι!... ξεφώνιζε κι έπαιρνε τρέχοντας  δρόμο.
«Έμαι» στη γλώσσα του Ντάκου σήμαινε «έρχομαι». Έτσι μιλούσε ο Ντάκος, μισά και κουτσουρεμένα, σαν μωρό χρονιάρικο. Κι ήταν και τούτο ένας από τους λόγους που τους έκανε όλους να τον έχουν για παρακατιανό και καθυστερημένο.  Άλλος τρόπος να γλιτώσει το ξύλο δεν του ‘μενε παρά να το βάζει στα πόδια και να χάνεται,  ώσπου η μπόρα να περάσει ή ως τη στιγμή που η πείνα τον έσφιγγε για τα καλά.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης μήνας,  Δευτέρα του Πάσχα, ανήμερα τ’  Άι-Γιωργιού. Αφού έφαγε αρκετό ξύλο, έφυγε ο Ντάκος κλαίγοντας, βγήκε έξω απ’ το χωριό και πήρε τον κατήφορο κατά τον κάμπο, αποφασισμένος να μη γυρίσει πίσω... Περπάτησε κάμποσο άσκοπα, σκουπίζοντας με τις λερωμένες παλάμες  τα δάκρυά του και κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του. Έψαχνε για κανένα χαντάκι ή καμιά κρυψώνα για να κρυφτεί εκεί μέσα και να ησυχάσει απ’ όλους. Τ’ αγρίμια δεν τα φοβόταν. Εκείνο που φοβόταν ήταν οι Γερμανοί. Εκείνες τις μέρες είχε γίνει ένα σαμποτάζ στη γέφυρα κοντά στο σταθμό και όλοι φοβόταν τα αντίποινα των κατακτητών.
Και από αυτό που φοβόταν, δεν γλίτωσαν. Μέσα στη νύχτα οι Γερμανοί βάδιζαν σιωπηλοί και τραβούσαν κατά το χωριό για να τιμωρήσουν τους κατοίκους. Κρυμμένος ο Ντάκος τους κατάλαβε. Ανατρίχιασε!
-Μανοί..., ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του τρέμοντας. Θα σκοτώσουν τους χωριανούς, σκέφτηκε με τρόμο.  Δίχως να χάσει στιγμή, παίρνει βαθιά ανάσα και τρέχει κατά το χωριό.
Έφτασε πριν τους Γερμανούς. Βλέπει να ξεπροβάλλει η εκκλησία της Παναγιάς στην πλατεία του χωριού. Άρπαξε το χοντρό σκοινί της καμπάνας και τη χτυπούσε δυνατά με μανία ν’ ακουστεί παντού. Χτυπούσε την καμπάνα και φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής του:
-Μανοί!...Μανοί!...Μανοί!
Ξύπνησαν οι κάτοικοι κι άρχισαν να τρέχουν, να τρέχουν μέσα στη νύχτα για να κρυφτούν στο βουνό,  όπου μπορούσε ο καθένας.
Σε λίγο έφτασαν οι εχθροί. Ένας απ’ αυτούς άναψε έναν δυνατό προβολέα. Η φωτεινή δέσμη φώτισε τον Ντάκο που κρεμόταν από το σκοινί της καμπάνας. Την ίδια στιγμή ένα ξερό κροτάλισμα πολυβόλου ακούστηκε μέσα στη νύχτα. Το σώμα του Ντάκου σωριάστηκε κάτω νεκρό από τις σφαίρες.
Τον Ντάκο τον βρήκαν την άλλη μέρα οι χωριανοί, όταν επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα, στη βάση του καμπαναριού. Το πρόσωπό του χαμογελούσε ακόμη...

Πηγή: Αντιστασιακά παιδικά ΔιηγήματαΚέδρος, 1997.