Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Orwell George. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Orwell George. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

George Orwell - 1984 (απόσπασμα)

Ο Γουίνστον γύρισε απότομα. Έντυσε τα χαρακτηριστικά του μ’ εκείνη την έκφραση της
ήρεμης αισιοδοξίας που έπρεπε να έχει όταν ατένιζε την τηλεοθόνη. Διέσχισε το δωμάτιο για να
πάει στη μικροσκοπική κουζίνα. Με το να φύγει από το Υπουργείο εκείνη την ώρα της ημέρας, είχε
θυσιάσει το γεύμα του στην καντίνα και ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε ίχνος φαγητού στην
κουζίνα, εκτός από ένα ξεροκόμματο μαύρο ψωμί που έπρεπε να φυλάξει για το αυριανό
πρόγευμα. Κατέβασε από το ράφι ένα μπουκάλι άχρωμο υγρό με μια σκέτη άσπρη ετικέτα που
έγραφε τζιν ΝΙΚΗΣ. Ανέδιδε μια λιπαρή άσχημη μυρωδιά που έφερνε αναγούλα, κάτι σαν κινέζικο
ποτό από ρύζι. Ο Γουίνστον γέμισε ένα φλιτζάνι, προετοίμασε τον εαυτό του για το επερχόμενο
σοκ και το κατάπιε όπως πίνει κανείς ένα φάρμακο.


Στη στιγμή το πρόσωπο του έγινε μπλαβί και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του. Το ποτό
ήταν σαν νιτρικό οξύ, και επί πλέον, όταν το κατάπινες, είχες την αίσθηση ότι σε χτυπούν
κατακέφαλα και ο κόσμος άρχισε να μοιάζει πιο ευχάριστος. Πήρε τσιγάρο από ένα τσαλακωμένο
πακέτο που έγραφε ΤΣΙΓΑΡΑ ΝΙΚΗΣ· απρόσεκτος, το κράτησε ανάποδα κι έτσι άδειασε όλο τον
καπνό στο πάτωμα. Με το επόμενο στάθηκε τυχερός . Ξαναγύρισε στο λίβινγκ ρουμ και κάθισε σ’
ένα μικρό τραπέζι στ’ αριστερά της τηλεοθόνης. Έβγαλε από το συρτάρι του τραπεζιού έναν
κοντυλοφόρο, ένα μελανοδοχείο κι ένα χοντρό άγραφο τετράδιο, σχήματος τετάρτου, με σκληρό
εξώφυλλο και κόκκινη ράχη.
Για κάποιο λόγο, η τηλεοθόνη στο λίβινγκ ρουμ ήταν τοποθετημένη ασυνήθιστα. Αντί να
είναι, όπως ήταν το κανονικό, στον ακρινό τοίχο, απέναντι απ’ όπου θα μπορούσε να επιθεωρεί το
δωμάτιο, βρισκόταν στο μακρύτερο τοίχο, απέναντι απ’ το παράθυρο. Στη μια πλευρά του υπήρχε
μια μικρή εσοχή όπου καθόταν τώρα ο Γουίνστον, η οποία , όταν χτιζόταν το διαμέρισμα, φαίνεται
ότι προοριζόταν για ράφια βιβλιοθήκης. Με το να κάθεται σ’ αυτή την εσοχή, και προς τα πίσω, ο
Γουίνστον κατάφερνε να βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο της τηλεοθόνης. Μπορούσαν βέβαια
να τον ακούν, αλλά όσο βρισκόταν σ’ αυτή τη θέση δεν μπορούσαν να τον δουν. Λίγο αυτή η
ασυνήθιστη γεωγραφία του δωματίου, λίγο τούτο το τετράδιο που μόλις είχε βγάλει από το
συρτάρι, του είχαν υποβάλει την ιδέα να κάνει ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει τώρα.
Ήταν ένα ιδιαίτερο, όμορφο τετράδιο. Τα φύλλα του ήταν από λείο κρεμ χαρτί, λίγο
κιτρινισμένο από το χρόνο, ένα είδος που δεν κατασκευαζόταν πια εδώ και σαράντα χρόνια
τουλάχιστον. Ο Γουίνστον μπορούσε πάντως να υποθέσει ότι το τετράδιο ήταν πιο παλιό. Το είχε
δει πεταμένο στη βιτρίνα ενός άθλιου μικρού παλαιοπωλείου σε μια βρομερή συνοικία (σε ποια
ακριβώς δε θυμόταν) κι αμέσως κυριεύτηκε από την ακατανίκητη επιθυμία να το αποκτήσει. Τα
μέλη του κόμματος υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να πηγαίνουν σε συνηθισμένα μαγαζιά («να
συναλλάσσονται με την ελεύθερη αγορά» το έλεγαν), αλλά ο κανόνας δεν τηρούνταν αυστηρά,
γιατί υπήρχαν διάφορα πράγματα, κορδόνια παπουτσιών, φερ’ ειπείν, και ξυραφάκια, που ήταν
αδύνατο να προμηθευτεί κανείς με άλλο τρόπο. Είχε ρίξει μια γρήγορη ματιά πάνω κάτω στον
δρόμο, μετά γλίστρησε στο μαγαζί κι αγόρασε το τετράδιο για δυόμισι δολάρια. Εκείνη τη στιγμή
δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το ήθελε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Το πήγε σπίτι του μέσα
στο χαρτοφύλακά του, έχοντας ένα αίσθημα ενοχής. Ακόμα και άγραφο τον εξέθετε σε κίνδυνο.
Αυτό που επρόκειτο να κάνει ήταν ν’ αρχίσει να κρατάει ημερολόγιο. Τούτη η πράξη δεν
ήταν παράνομη (τίποτα δεν ήταν παράνομο, αφού δεν υπήρχαν πια νόμοι), αλλά, αν τον
ανακάλυπταν, ήταν σίγουρο πω θα τον τιμωρούσαν με θάνατο ή τουλάχιστον με είκοσι πέντεχρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Γουίνστον έβαλε μια πένα στον κοντυλοφόρο και την καθάρισε. Η πένα ήταν αρχαϊκό εργαλείο που σπάνια το χρησιμοποιούσαν ακόμα και για υπογραφές – την είχε προμηθευτεί κρυφά, και με δυσκολία, απλώς και μόνο επειδή είχε το αίσθημα ότι σ’ αυτό το όμορφο χαρτί άξιζε να γράψεις με αληθινή πένα αντί να γρατσουνίσεις με στυλό. Πραγματικά, δεν ήταν συνηθισμένος να γράφει με το χέρι. Εκτός, από πολύ σύντομες σημειώσεις, συνήθως υπαγόρευε τα πάντα στον φωτογράφο, πράγμα που αποκλειόταν φυσικά στην προκειμένη περίπτωση. Βούτηξε την πένα στο μελάνι και για ένα δευτερόλεπτο δίστασε. Μια τρεμούλα συντάραξε τα σωθικά του. το παν ήταν ν’ αρχίσει να γράφει στο χαρτί. Με μικρά αδέξια γράμματα έγραψε :

4 Απριλίου 1984.

Έγειρε πίσω. Τον κυρίευσε μια αίσθηση απόλυτης αδυναμίας. Κατ’ αρχήν, δεν ήταν καθόλου βέβαιος ότι αυτός ο χρόνος ήταν το 1984. Πρέπει να ήταν τόσο περίπου, αφού ήξερε σίγουρα ότι ήταν τριάντα εννέα χρονών και πίστευε ότι είχε γεννηθεί το 1944ή το 1945, αλλά σε τούτους τους καιρούς δεν μπορούσες ποτέ να προσδιορίσεις, καμιά ημερομηνία.

Αναρωτήθηκε ξαφνικά για ποιόν έγραφε αυτό το ημερολόγιο. Για τους επερχόμενους, για τους αγέννητους ακόμα. Η σκέψη του για μια στιγμή πλανήθηκε στην αμφιβολία ημερομηνία που έγραψε στη σελίδα, και ύστερα σταμάτησε πάνω στη λέξη της Νέας Ομιλίας* διπλή σκέψη. Για πρώτη φορά κατάλαβε το μέγεθος του εγχειρήματος που αποτολμούσε. Πως μπορούσες να επικοινωνήσεις με το μέλλον; Αυτό είναι αδύνατον απ’ τη φύση του την ίδια. Ή το μέλλον θα ήταν ολόιδιο με το παρόν, οπότε δεν θα τον άκουγε κανείς, ή θα διέφερε, οπότε δεν είχε νόημα να εμπλακεί σε κάτι τέτοιο.

* Η ΝΕΑ ΟΜΙΛΙΑ ήταν η επίσημη γλώσσα της Ωκεανίας και επινοήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες του ΑΓΓΣΟΣ ή Αγγλικού Σοσιαλισμού.


Τζώρτζ Όργουελ, «1984» Εκδόσεις Κάκτος, Μετάφραση: Νίνα Μπάρτη

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

George Orwell - Η φάρμα των ζώων (απόσπασμα)


Πόσο μόχθησαν και ιδρωκόπησαν μέχρι να συλλέξουν το σανό! Οι προσπάθειές τους όμως ανταμείφτηκαν: η σοδειά ήταν πολύ πιο μεγάλη απ' όσο ελπίζανε.

Ήταν φορές που η δουλειά ήταν σκληρή. Τα εργαλεία είχαν σχεδιαστεί να χρησιμοποιούνται απ' τους ανθρώπους κι όχι απ' τα ζώα. Έτσι τα εμπόδια ήταν μεγάλα επειδή κανένα ζώο δεν ήταν σε θέση να μεταχειριστεί ένα εργαλείο που απαιτούσε όρθια στάση. Τα γουρούνια όμως ήταν τόσο ξύπνια που κάθε δυσκολία κατάφερναν να την ξεπερνούν. Όσο για τ' άλογα, γνώριζαν κάθε σπιθαμή του χωραφιού και την τέχνη να θερίζουν και να δικρανίζουν πολύ καλύτερα από τον Τζόουνς και τους ανθρώπους του. Τα γουρούνια στην πραγματικότητα Δε δούλευαν αλλά διεύθυναν και καθοδηγούσαν τ' άλλα. Με τις ανώτερες γνώσεις που είχαν, ήταν φυσικό πως θα έπαιρναν στα χέρια τους την εξουσία. Ο Μπόξερ και η Κλόβερ ζεύτηκαν τη θεριστική μηχανή και την τσουγκράνα (για γκέμια και χαλινάρια βέβαια τώρα Δε γινόταν λόγος), και περιέτρεχαν το χωράφι μ' ένα γουρούνι ξοπίσω τους που τους φώναζε: «Άιντε, σύντροφοι!» ή «Έι, σταματάτε, σύντροφοι!» κατά την περίσταση. Και κάθε ζώο, μέχρι το πιο τιποτένιο δούλευε στο θημώνιασμα και το μάζεμα του σανού. Ώς και οι πάπιες κι οι κότες πηγαινοέρχονταν όλη μέρα κάτω απ΄ το λιοπύρι κουβαλώντας μικρούτσικα χερόβολα σανό με τα ράμφη τους. Στο τέλος κατάφεραν να ξεμπερδέψουν με το θέρισμα δυο μέρες νωρίτερα απ' όσο έκαναν συνήθως ο Τζόουνς και οι άνθρωποί του. Κι όμως, η σοδειά ήταν η μεγαλύτερη απ' όσες είχε γνωρίσει ποτέ η φάρμα. Δεν έγινε καμιά σπατάλη. Οι κότες και οι πάπιες με τη διαπεραστική ματιά τους μάζεψαν ώς και το τελευταίο αχυράκι. Από τα ζώα της φάρμας κανένα δεν έκλεψε ούτε μια μπουκιά.

Όλο εκείνο το καλοκαίρι οι δουλειές της φάρμας πήγανε ρολόι. Τα ζώα ήταν ευτυχισμένα όσο ποτέ δεν είχαν ονειρευτεί. Κάθε μπουκιά που έβαζαν στο στόμα τους ήταν μια αληθινή απόλαυση αφού το φαΐ ήταν αναντίρρητα κατάδικό τους, δικής τους παραγωγής και για δική τους κατανάλωση, και δεν τους το είχε μοιράσει εκείνο το ανάποδο αφεντικό τους. Με τα ανάξια παρασιτικά ανθρώπινα όντα διωγμένα, το φαΐ ήταν πιο πολύ για όλους. Η καλοπέραση περίσσευε κι αυτή, μολονότι τα ζώα δεν ήταν και πολύ έμπειρα σ' αυτήν. Από δυσκολίες συνάντησαν πολλές. Όπως να πούμε, όταν καθώς προχώρησε η χρονιά και θέρισαν το σιτάρι, αναγκάστηκαν να το αλωνίσουν με το παλιό σύστημα και να το λιχνίσουν· φυσώντας το με το στόμα, γιατί η φάρμα Δε διέθετε αλωνιστική μηχανή. Τα τετραπέρατα όμως γουρούνια και ο Μπόξερ με τα τρομερά του μούσκλια κατάφερναν πάντοτε να ξεπερνούν τις δυσκολίες. Τον Μπόξερ τον θαύμαζαν όλοι, απ' τον καιρό ακόμη του Τζόουνς. Ήταν καλός δουλευτής, τώρα όμως είχε φτάσει να κάνει για τρία άλογα κι όχι για ένα. Ήταν μέρες που όλη η δουλειά της φάρμας έπεφτε στους γερούς του ώμους. Απ' τα χαράματα ώς το σούρουπο έσπρωχνε, τράβαγε και ήταν παρών σε κάθε σημείο που υπήρχε βαριά δουλειά. Είχε συμφωνήσει μ' ένα από τα πετεινάρια να τον ξυπνάει το πρωί μισή ώρα νωρίτερα απ' τους άλλους για να δουλεύει εθελοντικά εκεί που υπήρχε πιο πολλή ανάγκη, και προτού ν' αρχίσει η κανονική δουλειά της ημέρας. Η στάση του σε κάθε πρόβλημα και αναποδιά ήταν «θα δουλέψω πιο σκληρά», που αποτελούσε και το προσωπικό του σύνθημα.

Αλλά κι όλοι οι άλλοι δούλευαν σύμφωνα με τις ικανότητές τους. Οι κότες και οι πάπιες, για παράδειγμα, μάζεψαν πέντε μόδια σιτάρι κατά το θέρισμα που συγκέντρωσαν από τα κλωνιά που είχαν πέσει στο χώμα. Κανείς δεν έκλεβε, κανείς Δε μουρμούριζε για τη μερίδα του. Οι καβγάδες κι οι δαγκωνιές, οι ζηλοφθονίες που ήταν συνηθισμένα καμώματα της ζωής που πέρασε, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Κανείς δεν έκανε ζαβολιές ή καλύτερα, σχεδόν κανένας. Η Μόλη, για να πούμε τη αλήθεια, δεν τα κατάφερνε να σηκώνεται νωρίς το πρωί, κι έβρισκε τρόπους ν' αφήνει τη δουλειά της στη μέση λέγοντας πως είχε μπει στην οπλή της κάποιο λιθάρι. Αλλά και της γάτας η συμπεριφορά ήταν κάπως παράξενη. Παρατηρήθηκε πως κάθε φορά που ήταν να γίνει κάποια δουλειά, γινόταν άφαντη. Ήταν ικανή να χαθεί για ώρες και στο τέλος να κάνει την εμφάνισή της την ώρα του φαγητού ή το σούρουπο, όταν πια είχαν τελειώσει οι δουλειές, Σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Έβρισκε όμως κάτι δικαιολογίες κι άρχιζε ένα τόσο τρυφερό γούρ-γούρ που ήταν αδύνατο να μην πιστέψεις την καλή της διάθεση. Ο γερο-Βενιαμίν, ο γαϊδαράκος από τον καιρό της Επανάστασης δεν έδειχνε να 'χει αλλάξει καθόλου. Έκανε τη δουλειά του με τον ίδιο βραδύ ρυθμό και το ίδιο πείσμα όπως και τον καιρό του Τζόουνς, χωρίς ν' αποφεύγει τίποτα, αλλά και χωρίς να πηγαίνει γυρεύοντας για παραπάνω δουλειές. Σχετικά με την Επανάσταση και τα επακόλουθά της Δε διατύπωνε καμιά κρίση. Όταν τον ρωτούσαν αν ήταν πιο ευτυχής τώρα που ο Τζόουνς ήταν φευγάτος, αποκρινόταν μ' ένα: «Τα γαϊδούρια ζούνε πολλά χρόνια. Κανένας σας δεν είδε ποτέ ψόφιο γαϊδούρι» και τ' άλλα ζώα έπρεπε ν' αρκεστούν σ' αυτή την αινιγματική απόκριση.

Τις Κυριακές είχαν σχόλη. Το κολατσιό το παίρνανε μια ώρα αργότερα από το κανονικό και κατόπιν έκαναν τελετή που την παρακολουθούσαν κάθε εβδομάδα απαραίτητα. Πρώτα γινόταν η έπαρση της σημαίας. Ο Χιονάτος είχε βρει στο δωμάτιο με τις σαγές ένα παλιό πράσινο τραπεζομάντιλο της κυρα-Τζόουνς πάνω στο οποίο είχε ζωγραφίσει με άσπρη μπογιά μια οπλή κι ένα κέρατο. Την ανέβαζαν κάθε Κυριακή πρωί στον ιστό που βρισκόταν στον κήπο. Το πράσινο χρώμα της σημαίας, εξηγούσε ο Χιονάτος, παρίστανε τα λιβάδια της Αγγλίας και η οπλή με το κέρατο συμβόλιζαν τη μελλούμενη Δημοκρατία των Ζώων όταν πια το γένος των ανθρώπων θα 'χε ανατραπεί. Μετά από την έπαρση της σημαίας όλα τα ζώα σε παράταξη κατευθύνονταν στη μεγάλη σιταποθήκη για τη γενική τους συνέλευση που την ονόμαζαν Συγκέντρωση. Στη διάρκειά της προγραμμάτιζαν τις δουλειές της ερχόμενης βδομάδας και συζητούσαν τις προτάσεις που υποβάλλονταν. Τις προτάσεις τις έκαναν πάντοτε τα γουρούνια. Τα άλλα ζώα καταλάβαιναν πώς να ψηφίζουν μα το μυαλό τους δεν κατέβαζε καμιά ιδέα. Στις συζητήσεις οι πιο δραστήριοι ήταν ο Χιονάτος και ο Ναπολέων. Παρατηρήθηκε όμως πως οι δυο τους δεν συμφωνούσαν ποτέ. Όποια εισήγηση κι αν έκανε ο ένας, ο άλλος αμέσως έπαιρνε αντίθετη θέση. Ακόμα κι όταν αποφασίστηκε —πράγμα για το οποίο δεν είχε κανείς αντίρρηση— το θέμα να ορίσουν το λιβαδάκι πίσω απ' το περιβόλι ως τόπο που θα αναπαύονταν τ' απόμαχα ζώα, σηκώθηκε θυελλώδης αντιγνωμία γύρω από το σωστό όριο ηλικίας κάθε ζώου. Η Συγκέντρωση τέλειωνε πάντα με τα «Ζώα της Αγγλίας», και το απόγευμα ήταν αφιερωμένο στην ψυχαγωγία.

Τα γουρούνια είχαν μετατρέψει το καμαράκι με τις σαγές σε αρχηγείο τους. Εκεί μέσα κάθε βράδυ μελετούσαν σιδηρουργία, ξυλουργική κι άλλες τέχνες από βιβλία που είχαν πάρει από το σπίτι. Εξάλλου ο Χιονάτος καταγινόταν να οργανώσει τα άλλα ζώα σε Επιτροπές, όπως τις έλεγε κι ήταν ακαταπόνητος. Συγκρότησε την «Επιτροπή Παραγωγής Αβγών» για τις κότες, το «Σύνδεσμο των Καθαρών Ουρών» για τις αγελάδες, την «Αναμορφωτική Επιτροπή Αγρίων Συντρόφων», με σκοπό την εξημέρωση των ποντικών και των λαγών, το «Λαϊκό Κίνημα του Άσπρου Μαλλιού» για τα πρόβατα κι άλλες ακόμη, χώρια από τη σύσταση τμημάτων ανάγνωσης και γραφής. Στο σύνολό τους τα προγράμματα αυτά σημείωσαν αποτυχία. Η προσπάθεια να εξημερωθούν τα άγρια ζώα π.χ., εξανεμίστηκε σχεδόν στη στιγμή. Εκείνα συνέχισαν να συμπεριφέρονται όπως και πριν, και στην περίπτωση που η μεταχείριση που τους γινόταν είχε κάτι το μεγαλόψυχο, αυτά απλώς την εκμεταλλεύονταν. Η γάτα έγινε μέλος της Αναμορφωτικής Επιτροπής και για μερικές μέρες δείχτηκε πολύ δραστήρια. Μια μέρα την είδαν ανεβασμένη σε μια στέγη να κουβεντιάζει με κάτι σπουργίτια που στέκονταν σε κάποια απόσταση απ' αυτήν. Τους έλεγε πως τώρα πια όλα τα ζώα είχαν γίνει ένα, και πως όποιο σπουργίτι ήθελε να το διαπιστώσει, δεν είχε παρά να πάει να κουρνιάσει στα πόδια της. Τα σπουργίτια όμως μείνανε στη θέση τους.

Τα τμήματα ανάγνωσης και γραφής αποδείχτηκαν πολύ πετυχημένα. Το φθινόπωρο, κάθε ζώο σχεδόν είχε πάρει κάποια μόρφωση.

Όσο για τα γουρούνια, μπορούσαν πια να διαβάζουν σε ικανοποιητικό βαθμό, αλλά το μόνο που ήθελαν να διαβάζουν ήταν οι Εφτά Εντολές. Η Μύριελ, η κατσίκα, μπορούσε να διαβάσει κάπως καλύτερα από τα σκυλιά και καμιά φορά τα βράδια διάβαζε και στους άλλους αποκόμματα εφημερίδων που έβρισκε στο σωρό με τα σκουπίδια. Ο Βενιαμίν διάβαζε καλά σαν τα γουρούνια αλλά δεν εκμεταλλευόταν την ικανότητά του αυτή. Έλεγε πως, απ' όσο ήξερε, δεν υπήρχε τίποτα το αξιόλογο για διάβασμα. Η Κλόβερ έμαθε ολόκληρο το αλφάβητο αλλά δεν κατάφερνε να διαβάσει. Ο Μπόξερ δεν προχώρησε πέρα από το Δ. Σκάλιζε στο χώμα με την ποδάρά του το Α, το Β, το Γ και το Δ, και μετά στεκόταν να τα θωρεί με τ' αφτιά ριγμένα πίσω —καμιά φορά τίναζε και το τσουλούφι του— βάζοντας τα δυνατά του να θυμηθεί ποιο γράμμα είχε σειρά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πότε πότε μάθαινε και το Ε, το Ζ, Η και Θ, μα ώσπου να τα μάθει είχε λησμονήσει το Α, Β, Γ, Δ. Τελικά αποφάσισε να συμβιβαστεί με τα τέσσερα πρώτα γράμματα τα οποία έγραφε μια δυο φορές κάθε μέρα για να φρεσκάρει το μνημονικό του. Η Μόλη Δε δέχτηκε να μάθει παρά τα τέσσερα γράμματα που είχε το όνομά της. Τα σχεδίαζε γουστόζικα με βλασταράκια, τα στόλιζε μετά με λουλούδια κι έκανε γύρω γύρω βόλτες όλο θαυμασμό.

Από τα υπόλοιπα ζώα της φάρμας κανένα δεν πήγε πιο πέρα από το Α. Εξάλλου, τα πιο κουτά, τα πρόβατα, οι κότες, τα παπιά, στάθηκε αδύνατο να αποστηθίσουν και τις Εφτά Εντολές. Έπειτα από βαθιά σκέψη ο Χιονάτος ανακοίνωσε πως οι Εφτά Εντολές θα περιορίζονταν σ' ένα απλό ρητό, δηλαδή: «Τα τετράποδα είναι καλά, τα δίποδα είναι κακά». Όπως είπε, μέσα σ' αυτό περιεχόταν η βασική αρχή του Ανιμαλισμού, κι όποιος το έβαζε καλά μέσα του θα ήταν απρόσβλητος στις ανθρώπινες επιδράσεις. Στην αρχή τα πουλιά διατύπωσαν αντιρρήσεις επειδή και κείνα είχαν δυο πόδια, αλλά ο Χιονάτος τα καθησύχασε πως το θέμα δεν ήταν τέτοιο.

— Οι φτερούγες των πουλιών, σύντροφοι, τους είπε, είναι όργανα που χρησιμεύουν στο πέταγμα, δεν είναι όργανα που κάνουν δουλειές. Πρέπει, λοιπόν, να τα θεωρείται σαν πόδια. Τα όργανα που κάνουν τον Άνθρωπο να ξεχωρίζει, είναι τα χέρια. Με τα χέρια κάνει όλο το κακό.

Τα πουλιά δεν πολυκατάλαβαν τα λόγια του Χιονάτου, αλλά δέχτηκαν την ερμηνεία του. Όλα τα ζώα, ακόμη και τα ταπεινότερα, στρώθηκαν να αποστηθίσουν το καινούργιο ρητό. «Τα τετράποδα είναι καλά, τα δίποδα είναι κακά», το οποίο γράφτηκε στον τελευταίο τοίχο της σιταποθήκης, πάνω από τις Εφτά Εντολές και με πιο μεγάλα γράμματα. Τα πρόβατα, από τη στιγμή που έμαθαν το ρητό απέξω, το αγάπησαν τόσο πολύ που κάθε φορά που έβοσκαν στο λιβάδι άρχιζαν όλα μαζί να το βελάζουν: «Τα τετράποδα είναι καλά, τα δίποδα είναι κακά, τα τετράποδα είναι καλά, τα δίποδα είναι κακά!» Αυτό κρατούσε ώρες κι ούτε που τα κούραζε καθόλου.

Ο Ναπολέων δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τις επιτροπές του Χιονάτου. Υποστήριζε πως η αγωγή των νέων ήταν πολύ πιο σπουδαίο ζήτημα απ' οτιδήποτε άλλο που θα προορίζονταν για τους ηλικιωμένους. Τότε γέννησαν μαζί, η Τζέσι και η Μπλούμπελ εννιά γερά κουταβάκια. Μόλις τ' απόκοψαν οι μανάδες τους, ο Ναπολέων τα παρέλαβε λέγοντας πως θα αναλάμβανε εκείνος την ευθύνη της ανατροφής τους. Τ' ανέβασε σ' ένα πατάρι απ' όπου μόνο με σκάλα μπορούσες να φτάσεις απ' τη μεριά του δωματίου με τις σαγές. Εκεί πέρα τα κρατούσε σε τέτοια απομόνωση που έπειτ' από λίγο όλη η φάρμα είχε ξεχάσει πως υπήρχαν.

Το μυστήριο τί γινόταν το γάλα που εξαφανιζόταν, λύθηκε γρήγορα: κάθε μέρα τα γουρούνια το ανακάτευαν με τα πίτουρά τους. Τα πρώιμα μήλα άρχισαν να ωριμάζουν και να πέφτουν απ' τα δέντρα γεμίζοντας τον τόπο. Τα ζώα είχαν με το δίκιό τους υπολογίσει πως θα τα μοιράζονταν όλα εξίσου, ώσπου μια μέρα βγήκε διαταγή πως τα φρούτα που έπεφταν από τα δέντρα έπρεπε να συλλεχτούν στο καμαράκι με τις σαγές για χρήση των γουρουνιών. Στο άκουσμα αυτό, μερικά από τ' άλλα ζώα άρχισαν να μουρμουρίζουν, αλλά Δε βγήκε τίποτα. Στο θέμα αυτό όλα τα γουρούνια ήταν σύμφωνα, ώς και ο Ναπολέων με το Χιονάτο. Έστειλαν τότε το Στριγκλή να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις.

— Σύντροφοι, σήκωσε τη φωνή, υποθέτω πως Δε φαντάζεστε πως εμείς τα γουρούνια το κάνουμε αυτό από πνεύμα εγωισμού ή για λόγους προνομίων. Πολλοί από μας σιχαίνονται και το γάλα και τα μήλα. Ακόμη και εγώ ο ίδιος. Ο μόνος λόγος που τα μαζεύουμε είναι γιατί πρέπει να κοιτάξουμε την υγεία μας. Τόσο το γάλα όσο και τα μήλα —όπως έχει αποδειχτεί κι επιστημονικά, σύντροφοι— περιέχουν συστατικά απολύτως αναγκαία για την καλή κατάσταση ενός γουρουνιού. Εμείς τα γουρούνια κάνουμε διανοητική εργασία. Όλη η διοίκηση και οργάνωση τούτης εδώ της φάρμας εξαρτάται από μας. Μέρα νύχτα φροντίζουμε για σας. Τούτο το γάλα το πίνουμε για το δικό σας καλό, και για τον ίδιο λόγο τρώμε αυτά τα μήλα. Μπορείτε να βάλετε με το μυαλό σας τί θα γινόταν αν εμείς τα γουρούνια παραμελούσαμε το καθήκον μας; Ο Τζόουνς θα γύριζε πίσω! Ναι, ο Τζόουνς θα γύριζε πίσω! Είναι σίγουρο, σύντροφοι, ξεφώνισε ο Στριγκλής πηδώντας απ' τη μια μεριά στην άλλη και κουνώντας την ουρίτσα του, είναι σίγουρο πως ανάμεσά σας δε βρίσκεται κανείς που θέλει να δει τον Τζόουνς να γυρίζει πίσω.

Αν υπήρχε κάτι για το οποίο τα ζώα ήταν πέρα για πέρα σύμφωνα, ήταν πως δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να βλέπουν τον Τζόουνς να ξαναγυρίζει. Από τη στιγμή που τους τέθηκε το πρόβλημα με τον τρόπο αυτό, δεν είχαν να προσέξουν τίποτα παραπάνω. Η αναγκαιότητα να διαφυλαχτεί η καλή υγεία των γουρουνιών ήταν πέρα από κάθε συζήτηση. Χωρίς άλλες συζητήσεις έγινε δεκτό πως το γάλα και τα μήλα που έπεφταν —καθώς και η κανονική συγκομιδή των μήλων όταν θα ωρίμαζαν— έπρεπε να κρατηθούν για τα γουρούνια.

[πηγή: Τζώρτζ Όργουελ, Η φάρμα των ζώων, μτφ. Κυριάκος Ντελόπουλος, Γράμματα, Αθήνα 1982, σ. 30-38]


Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

George Orwell-1984 (απόσπασμα)

 Είμαστε οι ιερείς της δύναμης... Αληθινή δύναμη δεν είναι η δύναμη πάνω στα πράγματα, αλλά πάνω στους ανθρώπους... Δύναμη είναι να κομματιάζεις το ανθρώπινο μυαλό και να το ξανασυναρμολογείς, δίνοντάς του το σχήμα που επιθυμείς... Θέλεις να μάθεις γιατί σε φέραμε εδώ; Για να σε θεραπεύσουμε, να σε κάνουμε λογικό. Κανένας απ' αυτούς που φέρνουμε εδώ δεν φεύγει από τα χέρια μας αθεράπευτος... Δεν αφανίζουμε τους αιρετικούς όσο μας αντιστέκονται. Όσο μας αντιστέκονται δεν τους αφανίζουμε. Τους αλλάζουμε, μπαίνουμε στο υποσυνείδητό τους και τους ξαναφτιάχνουμε. Τους κάνουμε σαν κι εμάς, πριν τους σκοτώσουμε...»

George Orwell («1984»)

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

George Orwell-1984 (αποσπάσματα)

- Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμη του πάνω σε έναν άλλο, Ουίνστον;
Ο Ουίνστον σκέφτηκε:
- Κάνοντας τον να υποφέρει, είπε.
- Ακριβώς. Κάνοντας τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί.
Αν δεν υποφέρει, πως μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του;
Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση.
Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντας του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές.
Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος.
[…]
Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε -όλα!
Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την Προ-Επαναστατική εποχή. Σπάσαμε τα δεσμά που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άνδρες με τους άνδρες και τον άνδρα με τη γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί τη γυναίκα του, το παιδί του ή το φίλο του. Στο μέλλον όμως δε θα υπάρχουν ούτε γυναίκες, ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα τα παίρνουμε από τη μητέρα τους μόλις γεννιώνται όπως παίρνει κανείς τα αυγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξερριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων.
Δε θα υπάρχει γέλιο παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό.
Δε θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι δε θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη.
Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια.
Δε θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής.
Δε θα υπάρχει άμιλλα.
[…]
Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου -για πάντα.

George Orwell , 1984, Ο μεγάλος αδελφός,  μτφρ.: Νίνα Μπάρτη , εκδόσεις Κάκτος. 

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

George Orwell-1984 (απόσπασμα)





Ήταν μια λαμπρή κρύα μέρα του Απρίλη, και τα ρολόγια έδειχναν μία η ώρα το μεσημέρι. Ο Ουίνστον Σμιθ, με το πηγούνι χωμένο στο στήθος του προσπαθώντας ν' αποφύγει τον απαίσιο άνεμο, γλίστρησε μέσ' από τις γυάλινες πόρτες του Μεγάρου της Νίκης, κουβαλώντας μαζί του κι ένα στρόβιλο σκόνης ανακατεμένης με άμμο.

Ο διάδρομος ανάδινε μια ανάμικτη μυρωδιά από βρασμένο λάχανο και παλιά κουρελιασμένα χαλιά. Στην άκρη του διαδρόμου ήταν καρφωμένη στον τοίχο μια πελώρια χρωματιστή αφίσα. Έδειχνε ένα γιγάντιο πρόσωπο πλάτους περισσότερο από ένα μέτρο: ήταν το πρόσωπο ενός ανθρώπου γύρω στα σαράντα πέντε, μ' ένα παχύ μαύρο μουστάκι και τραχιά όμορφα χαρακτηριστικά. [...] Σε κάθε πάτωμα απέναντι από το ασανσέρ, υπήρχε η ίδια αφίσα με το γιγάντιο πρόσωπο που σε παρατηρούσε από τον τοίχο. Ήταν μια απ' αυτές τις φωτογραφίες που είναι έτσι φτιαγμένες ώστε τα μάτια να δίνουν την εντύπωση πως σε παρακολουθούν όπου κι αν βρίσκεσαι. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ, έγραφε η λεζάντα από κάτω.

Μέσα στο διαμέρισμα, μια γλυκιά φωνή διάβαζε δυνατά ένα κατάλογο στοιχείων που αφορούσαν την παραγωγή χυτοσιδήρου. Η φωνή ερχόταν από μια μακρόστενη μετάλλινη πλάκα σαν θαμπό καθρέφτη που αποτελούσε μέρος της επιφάνειας του δεξιού τοίχου. Ο Ουίνστον γύρισε ένα διακόπτη και η φωνή εξασθένησε κάπως, αν και οι λέξεις διακρίνονταν ακόμα. Η συσκευή αυτή (τηλεοθόνη την έλεγαν) μπορούσε μεν να σκοτεινιάσει, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να την κλείσει κανείς εντελώς. Προχώρησε προς το παράθυρο. [...]

Το πρόσωπο με το μεγάλο μουστάκι δέσποζε σε κάθε καίριο σημείο των δρόμων. Υπήρχε μια τέτοια αφίσα στην πρόσοψη του απέναντι σπιτιού. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ, έγραφε η λεζάντα, ενώ τα σκοτεινά μάτια κοίταζαν βαθιά, διαπεραστικά μέσα στα μάτια του Ουίνστον. Κάτω, στο δρόμο μια άλλη αφίσα, ξεσχισμένη στη μια γωνιά παράδερνε σπασμωδικά στον άνεμο, σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας διαδοχικά τη μοναδική λέξη ΑΓΓΣΟΣ (Αρχικά του Αγγλικός Σοσιαλισμός). Σε μακρινή απόσταση ένα ελικόπτερο έκανε βουτιές ανάμεσα στις στέγες, αιωρείτο στον αέρα σαν μύγα, κι ορμούσε ξανά προς τα εμπρός με μια καμπυλωτή κίνηση. Ήταν η Αστυνομική περίπολος που κατασκόπευε μέσα στα παράθυρα του κόσμου. Οπωσδήποτε, οι περιπολίες δεν είχαν σημασία. Μόνο η Αστυνομία της Σκέψης είχε σημασία.

Πίσω από την πλάτη του Ουίνστον, η φωνή από την τηλεοθόνη φλυαρούσε ακόμα για το σίδερο, και για την υπερκάλυψη του Ενάτου Τρίχρονου Σχεδίου. Η τηλεοθόνη ήταν ταυτόχρονα πομπός και δέκτης. Μπορούσε να συλλάβει κάθε θόρυβο που προερχόταν από τον Ουίνστον, και που ήταν πάνω από το επίπεδο ψιθύρου. Επί πλέον, όσο βρισκόταν μέσα στο οπτικό πεδίο της μετάλλινης πλάκας, οι κινήσεις του μπορούσαν να παρακολουθούνται όπως και ν' ακούγονται. Βεβαίως, δεν υπήρχε τρόπος να ξέρει κανείς ποια ακριβώς στιγμή παρακολουθούσαν. Το πόσο συχνά ή με ποιο σύστημα συνδεόταν η Αστυνομία της Σκέψης με την κάθε συσκευή, μόνο να το μαντέψει μπορούσε κανείς. Θα μπορούσε ακόμα να διανοηθεί κανείς ότι παρακολουθούσαν τους πάντες συνεχώς. Οπωσδήποτε πάντως μπορούσαν να συνδεθούν με τη συσκευή σου όποτε ήθελαν. Έπρεπε να ζεις –συνήθισες να ζεις (αυτή η συνήθεια είχε καταλήξει να γίνει ένστικτο) με την προϋπόθεση ότι κάθε ήχος που έβγαζες ακουγόταν, και ότι κάθε σου κίνηση παρακολουθείτο, εκτός αν ήταν σκοτάδι.

Ο Ουίνστον εξακολουθούσε να έχει την πλάτη του γυρισμένη στην τηλεοθόνη. Ήταν πιο ασφαλές· παρ' όλο, που, όπως ήξερε πολύ καλά, ακόμα και μια πλάτη μπορεί να είναι αποκαλυπτική. Ένα χιλιόμετρο μακριά το Υπουργείο Αλήθειας, όπου εργαζόταν, υψωνόταν τεράστιο και άσπρο πάνω από το γυμνό τοπίο. [...]

Το Υπουργείο Αλήθειας –ΥΠΑΛ, στη Νέα Ομιλία2– είχε χτυπητή διαφορά από κάθε τι που το περιστοίχιζε. Ήταν μια πελώρια πυραμιδοειδής οικοδομή από άσπρο αστραφτερό μπετόν, που από πάτωμα σε πάτωμα υψωνόταν τριακόσια μέτρα στον αέρα. Από τη θέση που στεκόταν ο Ουίνστον, μόλις μπορούσε να διαβάσει στην άσπρη πρόσοψη του κτιρίου τα κομψά γράμματα που σχημάτιζαν τα τρία συνθήματα του Κόμματος:



Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ
Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ



Το Υπουργείο Αλήθειας, είχε –όπως λεγόταν– τρεις χιλιάδες δωμάτια πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, και αντίστοιχες υπόγειες διακλαδώσεις. Σκορπισμένα μέσα στο Λονδίνο βρίσκονταν τρία ακόμα κτίρια με παρόμοια εμφάνιση και όγκο. Με τον όγκο τους δέσποζαν τόσο πολύ σ' όλη την αρχιτεκτονική της πόλης που αν βρισκόσουν στη στέγη του Μεγάρου της Νίκης μπορούσες να τα δεις και τα τέσσερα ταυτόχρονα. Στέγαζαν τα τέσσερα Υπουργεία στα οποία είχε διαιρεθεί ολόκληρος ο Κυβερνητικός μηχανισμός. Το Υπουργείο Αλήθειας, που ασχολείτο με τα νέα, την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση και τις καλές τέχνες. Το Υπουργείο Ειρήνης, που ασχολείτο με τον πόλεμο. Το Υπουργείο Αγάπης, που αγρυπνούσε για την τήρηση της τάξης. Και το Υπουργείο της Αφθονίας, που ήταν υπεύθυνο για τα οικονομικά θέματα. Τα ονόματά τους στην Νέα Ομιλία ήταν: ΥΠΑΛ, ΥΠΕΙΡ, ΥΠΑΓ, και ΥΠΑΦ. [...]

Ο Ουίνστον γύρισε απότομα. Έντυσε τα χαρακτηριστικά του μ' εκείνη την έκφραση της ήσυχης αισιοδοξίας που έπρεπε να έχει όταν ατένιζε την τηλεοθόνη. Διέσχισε το δωμάτιο για να πάει στη μικροσκοπική κουζίνα. [...]

Ξαναγύρισε στο λίγινγκ ρουμ, και κάθισε σ' ένα μικρό τραπέζι που βρισκόταν στ' αριστερά της τηλεοθόνης. Έβγαλε από το συρτάρι του τραπεζιού ένα κοντυλοφόρο, ένα μελανοδοχείο, κι ένα χοντρό άγραφο τετράδιο, με σκληρό εξώφυλλο και κόκκινη ράχη.

Για κάποιο άγνωστο λόγο, η τηλεοθόνη στο λίβιγνκ ρουμ ήταν τοποθετημένη ασυνήθιστα. Αντί να τοποθετηθεί όπως θα ήταν φυσικό στον ακρινό τοίχο, απ' όπου θα μπορούσε να επιθεωρεί όλο το δωμάτιο, βρισκόταν στο μακρύτερο τοίχο, απέναντι απ' το παράθυρο. Στη μια πλευρά του υπήρχε μια μικρή εσοχή στην οποία καθόταν τώρα ο Ουίνστον, και που όταν χτιζόταν το διαμέρισμα, φαίνεται ότι προοριζόταν για ράφια βιβλιοθήκης. Με το να κάθεται σ' αυτή την εσοχή, και προς τα πίσω, ο Ουίνστον κατάφερνε να βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο της τηλεοθόνης. Μπορούσαν βέβαια να τον ακούν αλλά, όσο βρισκόταν σ' αυτή τη θέση, δεν μπορούσαν να τον δουν. Αυτή η ασυνήθιστη διαρρύθμιση του δωματίου απ' τη μια, και τούτο το τετράδιο που μόλις έβγαλε από το συρτάρι απ' την άλλη, του είχαν δώσει την ιδέα να κάνει αυτό που τώρα ετοιμαζόταν να κάνει.

Ήταν ένα παράξενο όμορφο τετράδιο. Τα φύλλα του ήταν από ένα λείο κρεμ χαρτί, κιτρινισμένο από το χρόνο, ένα είδος που δεν κατασκευαζόταν πια εδώ και σαράντα χρόνια το λιγότερο. Ο Ουίνστον μπορούσε πάντως να υποθέσει ότι το τετράδιο ήταν πιο παλιό. Το είχε δει πεταμένο στην βιτρίνα ενός πανάθλιου μικρού παλαιοπωλείου σε μια βρωμερή συνοικία (σε ποια ακριβώς δε θυμόταν) και κυριεύτηκε αμέσως από την ακατανίκητη επιθυμία να το αποκτήσει. Τα μέλη του Κόμματος υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να πηγαίνουν σε συνηθισμένα μαγαζιά («να συναλλάσσονται με την ελεύθερη αγορά», έλεγαν), αλλά ο κανόνας δεν τηρείτο αυστηρά, γιατί υπήρχαν διάφορα πράγματα, όπως κορδόνια παπουτσιών και ξυραφάκια, που ήταν αδύνατον να προμηθευτεί κανείς με άλλο τρόπο. Είχε ρίξει μια γρήγορη ματιά πάνω-κάτω στο δρόμο, μετά γλίστρησε στο μαγαζί, και αγόρασε το τετράδιο για δυόμισι δολάρια. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το ήθελε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Το μετέφερε σπίτι του μέσα στο χαρτοφύλακά του, έχοντας ένα αίσθημα ενοχής. Ακόμη και άγραφο τον εξέθετε σε κίνδυνο.

Αυτό που επρόκειτο να κάνει, ήταν ν' αρχίσει να κρατάει ημερολόγιο. Τούτη η πράξη δεν ήταν παράνομη (τίποτα δεν ήταν παράνομο, αφού δεν υπήρχαν πια νόμοι) αλλά αν τον ανακάλυπταν ήταν σίγουρο πως θα τον τιμωρούσαν με θάνατο, ή τουλάχιστον με είκοσι πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Ουίνστον έβαλε μια πένα στον κοντυλοφόρο και την καθάρισε. Η πένα ήταν αρχαϊκό εργαλείο που σπάνια το χρησιμοποιούσαν ακόμα και για υπογραφές· την είχε προμηθευτεί κρυφά, και με δυσκολία, απλώς και μόνο επειδή είχε το αίσθημα ότι αυτό το όμορφο χαρτί άξιζε να γραφτεί με μια αληθινή πένα αντί να γρατζουνιστεί από ένα στυλό. Πραγματικά, δεν ήταν συνηθισμένος να γράφει με το χέρι. Εκτός από πολύ σύντομες σημειώσεις, συνήθιζε να υπαγορεύει τα πάντα στο φωνογράφο, πράγμα που αποκλειόταν φυσικά σε τούτη την περίπτωση. Βούτηξε την πένα και το μελάνι και δίστασε για ένα δευτερόλεπτο. Μια τρεμούλα συντάραξε τα σωθικά του. Το παν ήταν ν' αρχίσει να γράφει στο χαρτί. [...]



Τζωρτζ Όργουελ, «1984», Μετάφραση: Ν. Μπάρτη

George Orwell -1984 (απόσπασμα)



{«Πώς πάει το Λεξικό;» είπε ο Γουίνστον, υψώνοντας τη φωνή του για ν΄ ακουστεί.
«Αργεί», είπε ο Σάιμ. «Βρίσκομαι στα επίθετα. Είναι συναρπαστικό».
     Έλαμψε αμέσως μόλις έγινε λόγος για τη Νέα Ομιλία. Έσπρωξε από μπροστά του τη γαβάθα, πήρε το ψωμί στο ένα ντελικάτο χέρι και το τυρί στο άλλο, κι έσκυψε πάνω στο τραπέζι για να μπορεί να μιλάει χωρίς να φωνάζει.
     «Η Ενδεκάτη Έκδοση είναι η οριστική» είπε. Δίνουμε στη γλώσσα την τελική της μορφή, τη μορφή που θα έχει όταν κανείς δε θα μιλάει άλλη γλώσσα. Όταν τελειώσουμε, άνθρωποι σαν κι σένα θα πρέπει να την μάθουν απ΄αρχής. Πιστεύεις, θα έλεγα, ότι η κύρια δουλειά μας είναι να εφεύρουμε νέες λέξεις. Αλλά δε συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο. Καταστρέφουμε λέξεις – δεκάδες, εκατοντάδες λέξεις κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε τη γλώσσα ως το κόκκαλο. Η Ενδεκάτη Έκδοση δεν θα περιέχει ούτε μια λέξη που να μπορεί να θεωρηθεί απαρχαιωμένη πριν από το 2050».
Δάγκωσε πεινασμένα το ψωμί του, κατάπιε δύο μπουκιές και συνέχισε να μιλάει σχολαστικότητα. Το αδύνατο σκούρο πρόσωπό του είχε ζωντανέψει, τα μάτια του είχαν χάσει την ειρωνική τους έκφραση και είχαν γίνει ονειροπόλα.
     «Ωραίο πράγμα η καταστροφή των λέξεων. Βεβαίως, το μεγάλο κόψιμο γίνεται στα ρήματα και τα επίθετα, αλλά υπάρχουν επίσης και εκατοντάδες ουσιαστικά που μπορούμε να ξεφορτωθούμε. Δεν είναι μόνο τα συνώνυμα∙ υπάρχουν επίσης και τα αντίθετα. Στο κάτω κάτω , ποιος ο λόγος ύπαρξης μια λέξης που απλώς είναι αντίθετη μιας άλλης; Μια λέξη εμπεριέχει από μόνη της το αντίθετό της. Πάρε, ας πούμε, τη λέξη ¨καλός¨. Τι χρειάζεται η λέξη ¨κακός¨; ¨Μηκαλός¨ είναι το ίδιο και καλύτερο γιατί είναι ακριβώς το αντίθετο του ¨καλός¨, ενώ η άλλη λέξη δεν είναι. Αν πάλι θέλεις μια λέξη πιο δυνατή από το ¨καλός¨, τι νόημα έχει να υπάρχει ολόκληρη σειρά από αόριστες και άχρηστες λέξεις όπως ¨θαυμάσιος¨, υπέροχος¨ και όλα τα υπόλοιπα; Η λέξη ¨δίσκαλος¨ καλύπτει πλήρως την έννοια ή ¨τρίσκαλος¨ αν θέλεις κάτι ακόμα πιο έντονο. Φυσικά, αυτούς τους τύπους τους χρησιμοποιούμε ήδη, αλλά στην τελική έκδοση της Νέας Ομιλίας δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο. Στο τέλος όλη η θεωρία του καλού και του κακού θα καλύπτεται από έξι λέξεις μόνο, στην πραγματικότητα από μία και μόνη. Δε βλέπεις τι ομορφιά υπάρχει σ΄ αυτά, Γουίνστον; Φυσικά», πρόσθεσε αμέσως μετά, «η αρχική ιδέα ήταν του Μεγάλου Αδελφού».
        Στο όνομα του Μεγάλου Αδελφού ένα είδος βλακώδους ενδιαφέροντος φάνηκε στο πρόσωπο του Γουίνστον. Ωστόσο ο Σάιμ παρατήρησε αμέσως κάποια έλλειψη ενθουσιασμού.
      «Δεν εκτιμάς αληθινά τη Νέα Ομιλία», είπε σχεδόν θλιμμένα.
«Ακόμα και όταν την γράφεις, εξακολουθείς να σκέφτεσαι στην Παλαιά Ομιλία. Διάβασα μερικά από τα άρθρα τα οποία γράφεις πού και πού στους Τάιμς. Είναι αρκετά καλά, αλλά είναι μεταφράσεις. Κατά βάθος, θα προτιμούσες να παραμείνεις πιστός στην Παλαιά Ομιλία, μ’ όλη την αοριστολογία της και τις άχρηστες αποχρώσεις των εννοιών. Δεν συλλαμβάνεις την ομορφιά της καταστροφής των λέξεων. Το ξέρεις ότι η Νέα Ομιλία είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που το λεξιλόγιό της λιγοστεύει κάθε χρόνο;»
      Ο Γουίνστον το ήξερε, φυσικά. Χαμογέλασε συγκαταβατικά, έτσι τουλάχιστον έλπιζε, μιας και δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του για να μιλήσει. Ο Σάιμ δάγκωσε άλλη μια μπουκιά από το μαυριδερό ψωμί, μάσησε γρήγορα και εξακολούθησε:
      «Δεν βλέπεις ότι ο όλος σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης; Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς. Κάθε γενική έννοια που μπορεί ποτέ να χρειαστεί θα καλύπτεται από μια μόνο λέξη, το νόημα της οποίας θα είναι αυστηρά καθορισμένο και όλες οι παραπλήσιές της έννοιες θα έχουν εκλείψει και ξεχαστεί. Ήδη, στην Ενδέκατη Έκδοση, δεν απέχουμε πολύ απ΄ αυτό το σημείο. Αλλά η διαδικασία θα συνεχίζεται και πολύ αργότερα, όταν εσύ κι εγώ θα ‘χουμε πεθάνει. Κάθε χρόνο ολοένα και λιγότερες λέξεις, και οι ορίζοντες της συνείδησης ολοένα και θα στενεύουν. }


{Κατά κανόνα, ο πόλεμος είναι πάντα οργανωμένος έτσι ώστε να καταβροχθίζει το πλεόνασμα που θα μπορούσε να υπάρχει αφού καλυφθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού. Στην πράξη, υπολογίζουν τις απαραίτητες υλικές ανάγκες του πληθυσμού πάντα κάτω από το πραγματικό τους επίπεδο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την χρόνια έλλειψη του μισού των απαραίτητων για τη ζωή αγαθών, όμως αυτό θεωρείται πλεονέκτημα. Κρατούν όλο τον κόσμο, ακόμα και τις προνομιούχες τάξεις, κοντά στα όρια της φτώχειας, κατόπιν εσκεμμένης πολιτικής. Η γενική στέρηση αυξάνει την σπουδαιότητα των μικρών προνομίων και έτσι μεγεθύνει την διάκριση μεταξύ των ομάδων. Κατά τα πρότυπα των αρχών του εικοστού αιώνα, ακόμα και τα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος ζουν με αυστηρό τρόπο ζωής που κυριαρχείται από την εργασία. Εν τω μεταξύ, οι μικρές πολυτέλειες που απολαμβάνουν- το μεγάλο τους καλοεπιπλωμένο διαμέρισμα, το καλύτερο ύφασμα των ρούχων τους, η καλύτερη ποιότητα της τροφής, του καπνού και του ποτού, οι δυο τρεις υπηρέτες τους, το ιδιωτικό αυτοκίνητο ή το ελικόπτερο, τους εντάσσουν σε έναν κόσμο διαφορετικό από ένα μέλος του Εξωτερικού Κόμματος. Και τα μέλη του Εξωτερικού Κόμματος έχουν παρόμοια πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις απόκληρες μάζες που ονομάζουμε «προλεταριάτο» . η κοινωνική ατμόσφαιρα είναι όμοια με πολιορκημένης πόλης, όπου το να κατέχεις λίγο αλογίσιο κρέας σηματοδοτεί τη διαφορά μεταξύ φτώχειας και πλούτου. Την ίδια στιγμή, η συναίσθηση της εμπόλεμης κατάστασης και, κατά συνέπεια, του κινδύνου κάνει ώστε η παράδοση όλης της εξουσίας σε μία μικρή κάστα να φαίνεται σαν κατάσταση φυσική και αναπόφευκτη για την επιβίωση.

Ο πόλεμος, όπως θα δούμε, όχι μόνο πραγματοποιεί τις απαραίτητες καταστροφές, αλλά τις πραγματοποιεί με τρόπο ψυχολογικά αποδεκτό. Κατά πρώτον, θα ήταν πολύ απλό να σπαταληθεί το πλεόνασμα του μόχθου των ανθρώπων χτίζοντας ναούς και πυραμίδες, ανοίγοντας λάκκους και γεμίζοντάς τους πάλι, ή ακόμα παράγοντας μεγάλες ποσότητες αγαθών και βάζοντάς τους έπειτα φωτιά. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετό για την οικονομική και όχι για την συναισθηματική βάση μιας ιεραρχικής κοινωνίας. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι το ηθικό των μαζών, των οποίων η στάση δεν έχει καμία βαρύτητα- αρκεί να συνεχίζουν να εργάζονται-, αλλά το ηθικό του ίδιου του Κόμματος. Ακόμα και από το ασήμαντο μέλος του Κόμματος ζητούν να είναι ικανός, εργατικός και ακόμα ευφυής σε ορισμένα όρια. Είναι όμως επίσης απαραίτητο να είναι ένας εύπιστος αδαής φανατικός με κύρια χαρακτηριστικά του το φόβο, το μίσος, τη χαμέρπεια και την οργιώδη θριαμβολογία. Με άλλα λόγια, πρέπει να έχει την νοοτροπία που είναι απαραίτητη στην εμπόλεμη κατάσταση, δεν έχει σημασία να γίνεται πραγματικά πόλεμος και, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καμιά αποφασιστική νίκη, δεν έχει σημασία η καλή ή η κακή έκβαση του πολέμου. Το απαραίτητο είναι να υπάρχει η εμπόλεμη κατάσταση. Η συστηματοποίηση της νοημοσύνης που απαιτεί το Κόμμα από τα μέλη του, και που επιτυγχάνεται πιο εύκολα σε μια ατμόσφαιρα πολέμου, είναι τώρα σχεδόν παγκόσμια, αλλά παρατηρείται ακόμα πιο έντονα όσο ψηλότερα ανεβαίνει κανείς στην κοινωνική κλίμακα.}  


Τζωρτζ  Όργουελ – 1984 Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ