Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Hugo Victor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Hugo Victor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

Victor Hugo - Ποιήματα

 Αγρύπνησα

Αγρύπνησα, υπηρέτησα, έκαμα ό,τι μπορούσα,
κ’ είδα πως είχε ο πόνος μου συχνά για πληρωμή
περίγελο· με μάτιασε το μίσος, και απορούσα,
γιατί πολύ και υπόφερα και δούλεψα πολύ.

Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς

Αύριο πρωΐ

Αύριο πρωΐ που η εξοχή θ’ ασπρίσει με τη μέρα,
θα φύγω· εσύ με καρτεράς κι αυτό το ξέρω εγώ.
Το δάσος θα περάσω αργά και το βουνό πιο πέρα·
μακριά σου περισσότερο να μένω δε μπορώ.

Θα φεύγω και τα μάτια μου θα τα ’χω στυλωμένα
στη σκέψη μου· δε θα κοιτώ και δε θ’ ακούω πια,
άγνωστος, μόνος μου, σκυφτός, με χέρια σταυρωμένα,
θλιμμένος· και το φως για με θα ’ναι σα μια νυχτιά.

Το δειλινό τ’ ολόχρυσο να ιδώ δε θα γυρίσω,
κι ούτε κι ακόμα τα λευκά που παν στ’ Αρφλέρ καΐκια,
και σαν ερθώ στο μνήμα σου θα σκύψω και θ’ αφήσω
ένα μπουκέτο από μυρτιές κι από ανθισμένα ρείκια.

Μετάφραση: Λάμπρος Πορφύρας

ΒΙΚΤΟΡ ΟΥΓΚΟ [VICTOR HUGO (1802-1885)]: Η σιγή

Γέρο κισσέ και καλαμιά και χλόη, πού ανθίζεις;
Ερημοκλήσια που η ψυχή σκέπτεται το Θεό,
μέλισσα που ακατάπαυστα λογάκια ψιθυρίζεις
στον πιστικό που πλάγιασε σε χόρτο δροσερό·

ω άνεμοι, ω κύματα, ω δάση που γεννάτε
τα όνειρα σε σκεπτικό διαβάτη βραδινό,
καρποί που πέφτετε χρυσοί στα δέντρα από κάτω,
κι αστέρια όπου πέφτετε από τον ουρανό·

γη με τα στάχυα, θάλασσα με τα μαργαριτάρια,
κύματα με τους στεναγμούς, τραγούδια των πουλιών,
κάμποι που αναστενάζετε μες από τα χορτάρια,
και μολυντήρια παγερά των τοίχων των παλιών·

φύση, που έχεις νέα μορφή σε κάθε νέο βήμα,
φύλλα, φωλιές, βαγιόκλαρα που η αύρα σάς κινεί,
μη κάνετε καμιά βοή, γύρω σ’ αυτό το μνήμα,
όπου κοιμάται το παιδί κ’ η μάνα του θρηνεί!

Μετάφραση: Θεόδωρος Βελλιανίτης

 Ο ύπνος του Βοόζ

Ολημερίς εδούλεψε στο αλώνι, κ’ ήρθεν η ώρα
που ανάπαψην επόθησε κ’ έγειρε κοπιασμένος,
κ’ έστρωσεν ο Βοόζ εκεί που ήταν συνηθισμένος
και, στο σιτάρι του κοντά, βαθιά κοιμόταν τώρα.

Δικοί του κάμποι αμέτρητοι, κάμποι πυκνοσπαρμένοι.
Ήτανε πλούσιος κι αγαθός, ποτέ δεν αδικούσε,
νερό καθάριο διάφανο στο μύλο του κυλούσε
και στο αργαστήρι του η φωτιά δεν ήταν κολασμένη.

Τα γένια του αργυρόλευκα σαν ρυάκι παγωμένο.
Πάντα από τα δεμάτια του κάτι άφηνε να βγαίνει,
σαν έβλεπε καμιά φτωχή μαζώχτρα να διαβαίνει
έλεγε: ‘‘Ρίχτε καταγής το στάχυ το κομμένο’’.

Από τους δρόμους τους κακούς, αγνός, μακριά τραβούσε,
έλαμπεν η τιμιότη του κ’ η ολάσπρη φορεσιά του,
ανοιχτοχέρης στους φτωχούς, κ’ έτρεχαν τ’ αγαθά του
καθώς της βρύσης το νερό που αστείρευτο κυλούσε.

Καλός αφέντης, συγγενής πιστός, καρδιά μεγάλη
κι αν είχε, μα τα πλούτια του σοφά τα κυβερνούσε,
νιος κι αν δεν ήταν καθεμιά γυναίκα τον κοιτούσε,
στου μεγαλείο του γέρου εμπρός, τι είναι του νιου τα κάλλη;

Ο γέρος στην πρώτη πηγή της ύπαρξης γυρίζει,
πάει απ’ την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια μέρα να ’μπει,
κι αν μέσα στη ματιά του νιου του πόθου η φλόγα λάμπει
στα μάτια όμως του γέροντα θείο φως αντιφεγγίζει.

Νύχτα. Κι ο Βοόζ κοιμότανε με τους δικούς του πλάι,
κοντά σε θημωνιές ψηλές που έμοιαζαν σαν ρημάδια.
Οι θεριστάδες, συντροφιές, πλαγιάζαν στα σκοτάδια.
Κ’ ήτανε στον παλιό καιρό που πέρασε και πάει.

Η λάσπη του κατακλυσμού δεν στέγνωσεν ακόμα.
Οι άνθρωποι ζούσαν σε σκηνές. Κ’ήτανε κυβερνήτης
μες στις φυλές του Ισραήλ αρχηγός δικαιοκρίτης.
Και των γιγάντων φαίνονταν τ’ αχνάρια στο υγρό χώμα.

Σαν τον Ιακώβ, σαν την Ιουδήθ, έτσι κοιμόταν τώρα
κι ο Βοόζ κάτου στο φύλλωμα που ήτανε πλαγιασμένος,
και με τα μάτια του κλειστά βλέπει μισανοιγμένος
να ’ναι ο ουρανός απάνω του, σε ονειρεμένην ώρα.

Κι ο Βοόζ ονειρευότανε. Και στ’ όνειρο θωρούσε
απ’ την κοιλιά του κάποιο δρυ τετράψηλο να βγαίνει,
σαν αλυσίδα μακρινή μια φυλή ν’ ανεβαίνει,
κ’ ένας θεός εκεί ψηλά στο δέντρο ξεψυχούσε.

Με της ψυχής την άκραχτη φωνή λέει: ‘‘Πώς να γίνει
παρόμοιο πράγμα; Νέα γενιά πώς να σπαρθεί από μένα;
Τα ογδόντα τόσα χρόνια μου πλια τα ’χω περασμένα,
ούτε γυναίκα και παιδί δεν μου έχουν απομείνει.

Ω Κύριε, πάει πολύς καιρός, αγύριστα χαμένος,
που εκείνη δεν πλαγιάζει πλια στην κλίνη μου. Έχει φύγει
για να ’ρθει στη δική σου. Αλλά ο ένας την άλλη σμίγει,
εκείνη μισοζωντανή κ’ εγώ σαν πεθαμένος.

Πώς να πιστέψω; μια φυλή τώρα πως θα βλαστήσει!
Τάχα πως είναι δυνατό παιδιά πλια ν’ αποχτήσω;
Στη δοξασμένη χαραυγή της νιότης να γυρίσω;
κ’ η μέρα πώς ολόφεγγη την νύχτα θα νικήσει;

Κι ο γέρος τρέμει σαν δεντρί που αγέρας το χτυπάει,
έρημος και χηράμενος μες στης ζωής το βράδυ.
Γέρνει κ’ η δόλια μου ψυχή στου τάφου το σκοτάδι
έτσι, όπως σκύφτει στο νερό το βόδι που διψάει’’.

Έτσι στην υπνοφαντασιά κι ο Βοόζ κρυφομιλούσε.
Τα ονειρεμένα μάτια του προς το Θεό γυρίζει.
Το κέδρο πλάι στη ρίζα του δεν νοιώθει πως ανθίζει
το ρόδο, μήτε αυτός πως μια γυναίκα τον ποθούσε.

Η Ρουθ, στα πόδια του Βοόζ, ξαπλώθηκε κοντά του,
πεντάμορφη, ξεστήθιαστη, με απόκρυφην ελπίδα,
ποιος ξέρει μην περίμενε μιαν άγνωστην αχτίδα
σαν άξαφνη φεγγοβολή να ’ρθεί στο ξύπνημά του.

Ο Βοόζ δεν ήξερε πως μια γυναίκα τον προσμένει,
κ’ η Ρουθ δεν ήξερεν ο Θεός σαν τι να της ζητούσε.
Απ’ τ’ ασφοδήλια δροσερό μύρο μοσκοβολούσε,
και στην κορφή του Γαλγαλά κ’ η νύχτα σιγοσβένει.

Σαν για ώρα γάμου κ’ η σκιά μακραίνει πέρα-πέρα,
λες κι αγγελούδια, μυστικά κι ανάλαφρα, πετούσαν,
και κάθε τόσο στη βαθιά νύχτα σιγοπερνούσαν
ίσκιοι γαλάζιοι, σαν φτερά που σειούνται στον αέρα.

Των ρυακιών ψιθυρισμοί σιγά στη χλόη θροούσαν
με την ανάσα σμίγοντας του Βοόζ. (Κ’ ήταν το μήνα
τον καλό μήνα που γλυκιά είν’ η φύση). Και τα κρίνα
στων λόφων τις ερημικές κορφές ανθοβολούσαν.

Η Ρουθ συλλογιζότανε. Κι ο Βοόζ μες στα χορτάρια
κοιμόταν. Και των κοπαδιών αντιλαλούσαν πέρα
τ’ αργά κουδούνια. Σιγαλιά στον άτρεμον αιθέρα.
Κ’ ήταν η ώρα που να πιουν πηγαίνουν τα λιοντάρια.

Ήσυχοι κι ανατάραχοι μακριά και γύρω οι κάμποι.
Τ’ άστρα στολίζουνε βαθιά τα σκοτεινά τα ουράνια,
κι απ’ της σκιάς ανάμεσα τα ολόπυκνα στεφάνια
το μισοφέγγαρο χρυσό μακριά στη δύση λάμπει.

Τα μάτια μισανοίγοντας μια τέτοια σκέψη κάνει
η Ρουθ ασάλευτη: ‘‘Ποιος Θεός να το ’χει παρατήσει,
ποιος θεριστής του αιώνιου καλοκαιριού έχει αφήσει
στων άστρων το λιβάδι αυτό τ’ ολόχρυσο δρεπάνι;’’.

Μετάφραση: Μαρίνος Σιγούρος

 Η σκέψη του πολέμου ενοχλεί τους προφήτες

Οι στοχαστικοί προφήτες ζουν μακριά απ’ τα πλήθη
κι από τις πόλεις που γεμίζει ο θόρυβος κι ο βρόντος·
ξέρουμε πως ζουν εκεί κάτω δοσμένοι σε μελέτες σκοτεινές·
γυμνοί, σε βάθη μοναξιάς, τριγύρω τους δεν έχουν
παρά τον ήλιο – την ημέρα – και τη σκιά, τη νύχτα.

Κανείς θνητός δεν τους ακολουθεί. Φυσά ή κοιμάται ο άνεμος,
η καλαμένια στέγη τους ποτέ δεν έλκει ανθρώπου βήμα·
το πνεύμα τους παίρνει το σχήμα της μεγάλης σκυθρωπής ερήμου.
Κι ο λέων που υψώνει κάποτε το μεγαλόπρεπο κεφάλι του,
τους βλέπει από μακριά να ονειρεύονται – και περνά το δρόμο του.

Κι όμως, ιδού τι φθέγγονται οι προφήτες
που το μάτι τους διορά το μέλλον και λαμποκοπά στους τόπους τους ιερούς:
‘‘Ως πότε, εδώ βαθιά στα καταφύγιά μας
ταραττόμενοι θ’ ακούμε κραυγές και αντίλαλους σαλπίγγων
και θα βλέπουμε να φεύγουν δώθε κείθε ξεφρενιασμένα πλήθη;’’

Μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης

Πηγή:  https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/category/%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%81-%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%BA%CE%BF/

Τρίτη 7 Ιουνίου 2022

Victor Hugo-Νύχτες του Ιούνη


Το καλοκαίρι, σαν η μέρα έχει μισέψει, σκεπασμένη με λουλούδια
Σκορπά η πεδιάδα από μακριά άρωμα μεθυστικό .
Μάτια κλειστά, μισάνοιχτο σε ήχους το αυτί,
Μόλις που κοιμάσαι μ’ έναν ύπνο διαυγή.

Πιο λαμπερά είναι τ’ αστέρια, μοιάζει καλύτερη η σκιά.
Ένα αόριστο ημίφως βάφει τον αιώνιο θόλο.
Κι η αυγή χλωμή, γλυκιά, την ώρα της όπως προσμένει,
Χαμηλά στον ουρανό σάμπως όλο το βράδυ ταξιδεύει.

(Συλλογή: Ακτίνες και Σκιές)

Mετάφραση: Ανδρονίκη Δημητριάδου

Πηγή: https://www.vakxikon.gr/victor-hugo-poiimata/

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

Victor Hugo-Έκσταση


Μόνος κοντά στα κύματα, των αστεριών μια νύχτα.
Στον ουρανό ούτε σύννεφο, στα πέλαγα πανί.
Απ’ την αλήθεια βύθιζα μακρύτερα το βλέμμα.
Και τα βουνά, τα σύδεντρα, κι ολόκληρη η πλάση,
Με θρόισμα ακατάληπτο έμοιαζαν να ρωτούσαν
Τα κύματα της θάλασσας, τα φώτα του ουρανού.
Και τ’ άστρα τα ολόχρυσα, ατέλειωτες λεγεώνες
Με βροντερή, ή χαμηλή φωνή, με αρμονίες χιλιάδες,
Έλεγαν, καθώς έγερναν τις φλογερές κορώνες.
Και τα γαλάζια κύματα, που δεν τα ορίζει τίποτα ούτε και σταματά,
Έλεγαν, όπως άφριζαν στο αποκορύφωμά τους:
- Είναι αυτός ο Κύριος, ο Κύριος ο Θεός!
(Συλλογή: Τα Ανατολικά)
Mτφρ:Ανδρονίκη Δημητριάδου

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Gabriel Fauré - Le Papillon et la Fleur, Op. 1/1 (1868)


 La pauvre fleur disait au papillon céleste:

Ne fuis pas!

Vois comme nos destins sont différents. Je reste,

Tu t’en vas!


Pourtant nous nous aimons, nous vivons sans les hommes

Et loin d’eux,

Et nous nous ressemblons, et l’on dit que nous sommes

Fleurs tous deux!


Mais, hélas! l’air t’emporte et la terre m’enchaîne.

Sort cruel!

Je voudrais embaumer ton vol de mon haleine

Dans le ciel!


Mais non, tu vas trop loin! – Parmi des fleurs sans nombre

Vous fuyez,

Et moi je reste seule à voir tourner mon ombre

À mes pieds.


Tu fuis, puis tu reviens; puis tu t’en vas encore

Luire ailleurs.

Aussi me trouves-tu toujours à chaque aurore

Toute en pleurs!


Oh! pour que notre amour coule des jours fidèles,

Ô mon roi,

Prends comme moi racine, ou donne-moi des ailes

Comme à toi!

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Victor Hugo-Δύο ποιήματα

 

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΣΕ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΜΝΗΜΑ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Λουλούδια γύρω απ’ τον κισσό, καλάμια, χόρτα δροσερά·
Ξωκλήσι όπου ο νους βλέπει τον Θεό και συλλογάται·
Μύγες που ψιθυρίζετε λόγια και όνειρα
Στο αυτί του μικρού βοσκού που καταγής κοιμάται·

Άνεμοι, κύματα, θύελλα που αντιλαλείς σαν ύμνος·
Δάση που συνεπαίρνετε τον σκυθρωπό διαβάτη·
Καρποί στα δέντρα που σας κρατάει ακόμη ο ύπνος·
Άστρα που λάμπετε στων ουρανών τα πλάτη·

Πουλιά με το γλυκό κελάηδημα, κύμα λυπημένο·
Σαύρα κατάπληκτη στα ερείπια, στα βράχια·
Κάμποι που αναστενάζετε με λίβα πυρωμένο·
Βάθη των ωκεανών, κοιλάδες, που σας έπνιξαν μαργαριτάρια, στάχυα·

Φύση, απ’ όπου όλων ξεκινά και κόβεται το νήμα,
Φύλλα, φωλιές, κλαράκια τρυφερά που ο άνεμος τρέμει μη σας βλάψει,
Σωπάστε τώρα, ησυχάστε, μην ενοχλείτε αυτό το μνήμα·
Αφήστε το παιδί να κοιμηθεί και τη θάλασσα σαν μητέρα του να κλάψει!

21 Ιανουαρίου 1840


ÉCRIT SUR LE TOMBEAU D’UN ENFANT AU BORD DE LA MER
Vieux lierre, frais gazon, herbe, roseaux, corolles ;
Église où l’esprit voit le Dieu qu’il rêve ailleurs ;
Mouches qui murmurez d’ineffables paroles
À l’oreille du pâtre assoupi dans les fleurs ;

Vents, flots, hymne orageux, choeur sans fin, voix sans nombre ;
Bois qui faites songer le passant sérieux ;
Fruits qui tombez de l’arbre impénétrable et sombre,
Étoiles qui tombez du ciel mystérieux ;

Oiseaux aux cris joyeux, vague aux plaintes profondes ;
Froid lézard des vieux murs dans les pierres tapi ;
Plaines qui répandez vos souffles sur les ondes ;
Mer où la perle éclôt, terre où germe l’épi ;

Nature d’où tout sort, nature où tout retombe,
Feuilles, nids, doux rameaux que l’air n’ose effleurer,
Ne faites pas de bruit autour de cette tombe ;
Laissez l’enfant dormir et la mère pleurer !

Le 21 janvier 1840

Les rayons et les ombres (1840)


ΑΥΡΙΟ ΜΟΛΙΣ ΧΑΡΑΞΕΙ
Αύριο μόλις χαράξει και ξανοίξει ως πέρα η εξοχή,
Θα ξεκινήσω. Ξέρω ότι με περιμένεις.
Θα διασχίσω δάση και βουνά με βάδισμα ταχύ,
Δεν γίνεται να μείνω άλλο μακριά σου, το καταλαβαίνεις.

Περπατώντας, τα μάτια μου στις σκέψεις θα έχω στραμμένα,
Γύρω μου τίποτε δεν θα βλέπω, ν’ ακούω τίποτε δεν θα μπορώ,
Μόνος, άγνωστος, σκυφτός, με τα χέρια σταυρωμένα,
Με τόση λύπη που από μέρα σε νύχτα διαφορά δεν θα βρω.

Δεν θα κοιτάξω το βράδυ που πέφτει χρυσό,
Ούτε τα ιστιοφόρα που καταπλέουν στο λιμάνι,
Και μόλις φτάσω, στον τάφο σου θ’ αφήσω
Καλούνα άγρια και αειθαλές λιοπρίνι.


DEMAIN DÉS L’AUBE
Demain, dès l’aube, à l’heure où blanchit la campagne,
Je partirai. Vois-tu, je sais que tu m’attends.
J’irai par la forêt, j’irai par la montagne.
Je ne puis demeurer loin de toi plus longtemps.

Je marcherai les yeux fixés sur mes pensées,
Sans rien voir au dehors, sans entendre aucun bruit,
Seul, inconnu, le dos courbé, les mains croisées,
Triste, et le jour pour moi sera comme la nuit.

Je ne regarderai ni l’or du soir qui tombe,
Ni les voiles au loin descendant vers Harfleur,
Et quand j’arriverai, je mettrai sur ta tombe
Un bouquet de houx vert et de bruyère en fleur.

Les contemplations (1856)

Μετάφραση: Βαγγέλης Κάσσος

Πηγή: Νέα Εστία, τεύχος 1745, Μάιος 2002

Αναδημοσίευση από: https://exitirion.wordpress.com/2021/11/04/victor-hugo/?fbclid=IwAR3CYMH1d4n9O4A7zjJVt6oP3neZ-RcW6GqzJ4eHwTDVBHEqzZSmHFX8goE

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Βίκτωρ Ουγκώ, «Φθινόπωρο»


«Τώρα η αυγή δεν είναι πια σαν πρώτα ξάστερη
τόσο ζεστός δεν είναι πια ο αγέρας
τόσο καθάριος ο ουρανός..
Πέρασαν οι μεγάλες μέρες
τελειώνουν οι χαριτωμένοι μήνες,
αλίμονο, να που τα δέντρα κιόλας κιτρινίζουν!
Με πόσο γρήγορο περπάτημα φεύγει ο καιρός!
Νομίζεις πως τα μάτια μας που θάμπωνε το καλοκαίρι
μόλις επρόλαβαν να δουν τα πράσινα φυλλώματα.
Για όποιον ωσάν κι εμένα ζει με τα παράθυρα ανοιχτά
πικρό είναι το φθινόπωρο
με το βοριά του και την καταχνιά του
και το χαμένο καλοκαίρι φίλος που έφυγε.
«Χαίρετε», λέει τούτη η φωνή που κλαίει μες στην ψυχή μου,
χαίρε γαλάζιε μου ουρανέ που μια ζεστή πνοή χαϊδεύει!
Χαρές του ολάνοιχτου ύπαιθρου
μέσα στα δάση θόρυβοι φτερών,
περίπατοι, ρεματαριές γιομάτες μακρινές φωνές,
λουλούδια, ευτυχίες αθώες των ήρεμων ψυχών,
χαίρετε αυγές! Τραγούδια! Δροσοσταλάσματα κι αχτίδες!
Αφού όλα φεύγουν, ας προσθέσουμε:
ω ευλογημένες και γλυκές ημέρες
ωϊμένα! Θα ξανάρθετε;
Θα με ξαναβρείτε;
(από το «Αντρέα Καραντώνη, «Ξένη λογοτεχνία, Φυσιογνωμίες Γ’, εκδ. Παπαδήμα)

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Victor Hugo, «Λόγια στην αμμουδιά»


Maintenant que mon temps decroit comme un flabeau…



Τώρα που λιώνει ο καιρός ως λιώνει μια λαμπάδα,
Τώρα που τίποτ' άλλο πια δεν έχω εδώ να κάμω,
Τώρα που πάω κ' είμαι κοντά στο μνήμα, με τα πένθη
και με τα χρόνια,

Τώρα στον ουρανό που τ' όνειρο είταν της ορμής μου
που, βλέπω, ρουφημένες φεύγουν απ' τη νύχτα, σάμπως
από του περασμένου το δρολάπι, ωραίες πόσες
χτυπητές ώρες,

Λέω τώρα: «Σήμερα θρίαμβος, κι αύριο τα πάντα ψέμμα.»
Με αδράχνει η λύπη και γυρνώ και περπατώ στην άκρη
του γιαλού εκεί προς τα βαθιά τα κύματα, σκυμμένος
ονειροπλέχτης,

Και βλέπω απάνου απ' το βουνό κι απάνου απ' το λαγγάδι,
κι απάνου από τις θάλασσες που ατέλειωτα σαλεύουν
να φεύγουν κάτου από το ράμφος του βορριά του γύπα
πρόβατα νέφη.

Τον άνεμο στο διάστημα, τη θάλασσα στο βράχο,
τον άνθρωπο που τ' ώριμο χερόβολό του δένει,
τ' ακούω, και μέσ' στη σκέψη μου περνά ό,τι μουρμουρίζει,
μ' ό,τι μιλάει.

Κάποτε κάθομαι χωρίς να σηκωθώ στο λίγο
χορτάρι της ακρογιαλιάς ώς τη στιγμή που βλέπεις
του φεγγαριού να φαίνονται ψηλά και να ρεμβάζουν
τ' απαίσια μάτια.

Το βλέπω κι' όλο υψώνεται, ρίχνει μακρυάν αχτίδα
κοιμισμένη, στην άβυσσο, στα πλάτια, στο μυστήριο,
και κοιταζόμαστε τα δυό, το φεγγάρι που λάμπει
κ' εγώ που πάσχω.

Πού να πήγαν οι μέρες μου οι αφανισμένες, πού;
Ποιος με γνωρίζει; Είναι κανείς; Να μένη ακόμα κάτι
στα θαμπωμένα μάτια μου απ' τη φεγγοβολιά
που είχαν τα νιάτα μου;

Όλα πετάξαν, είμαι μόνος, αποκαρωμένος
καλώ δε μ' αποκρίνεται κανείς. Κύματα, ανέμοι,
πέστε μου, αλλοίμονο! κ' εγώ ένας άνεμος δεν είμαι
κ' εγώ ένα κύμα;

Τίποτε δε θα ξαναϊδώ απ' όσα είχ' αγαπήσει;
Μέσα μου απλώνεται η βραδιά, και, ω γη, που η καταχνιά σου
τη σβύνει κάθε μια κορφή, το φάντασμα είμ' εγώ
κ' εσύ το μνήμα.

Όλα μου τ' άδειασαν και ζωή κι' έρωτα, χαρά, ελπίδα,
προσμένω, αποζητώ, ικετεύω τα λαγήνια μου όλα
τα γέρνω αράδα για να ιδώ μέσα τους καμιά στάλα
κι αν απομένη.

Πώς γειτονεύει η θύμηση με το που τρώει σαράκι!
Στο θρήνο πώς μας ξαναφέρνουν όλα, και είσαι πόσο,
Θάνατε, της ανθρώπινης της πόρτας μαύρε σύρτη,
κρύος που σ' αγγίζω!

Και σκέπτομαι, τον άνεμο που, ακούω, πικροβογγάει,
που ξεδιπλώνεται το κύμα αμέτρητο. Γελάει
το καλοκαίρι, ο σκόλυμπρος της αμμουδιάς, γαλάζιο
λουλούδι, ανθίζει.

Ξανατονισμένη Μουσική
μτφ. Κωστής Παλαμάς

[πηγή: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως, εκλογή και επιμέλεια Κλέων Β. Παράσχος, πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Παρουσία, Αθήνα 1999, σ. 78-80]

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Victor Hugo-ΑΥΡΙΟ ΤΗΝ ΑΥΓΗ


Αύριο την αυγή, όταν η εξοχή παίρνει χρώμα λευκό,
Θα ξεκινήσω. Βλέπεις, το ξέρω πως με περιμένεις.
Θα φύγω για το δάσος, θα περάσω στο βουνό.
Άλλο μακριά δεν γίνεται να μένω και να μένεις.
Θα περπατήσω με τα μάτια μου σε σκέψεις καρφωμένα,
Χωρίς ν’ ακούω θορύβους, ούτε τίποτα να βλέπω πέρα,
Μόνος και άγνωστος, σκυφτός, με χέρια σταυρωμένα,
Θλιμμένος, και σαν νύχτα θά’ ναι πια για μένα η μέρα.
Της νύχτας το χρυσάφι θ’ αψηφήσω,
Και στα καράβια του Αρφλέρ τα ιστία δεν θα δω,
Μόνο όταν φτάσω, στο δικό σου μνήμα θ’ ακουμπήσω
Ένα μπουκέτο από γκι και αγριολούλουδων ανθό.
Victor Hugo. Mετάφραση Λίλα Σεϊζάνη.