Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Καρέλλη Ζωή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Καρέλλη Ζωή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Ζωή Καρέλλη - Εωθινό


ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ, η καλλίστη, διαυγής,

στιλπνή, στίλβουσα, δροσισμένη, δροσίζουσα.

Το φως, μουσική απαλόηχη,

γλυστρά μέσα και απάνω στα φύλλα,

απ' τα φιλήματα της νυχτερινής αγκαλιάς λάμποντα.

Έρχεται Ηώς η αστραφτερή,

χρυσοπόρφυρη και ροδίζουσα.

Περπατεί με πολύτιμα πέδιλα, μ' αλαβάστρινα πόδια,

ίχνη αφήνουν χρυσά, πάνω στα γαλάζια,

ιώδη βουνά.

Δεν τα αισθάνεσαι μες την καρδιά σου.

Πώς σκιρτούν τα ογκώδη κορμιά τους!

Απορρίχνει στις χαράδρες την οπάλινη ομίχλη

απ' τα φωτεινά πέπλα της.

Ξυπνά στα λαγκάδια

τα φρίσσοντα δέντρα, λίγο αργεί να φτάσει

την πράσινη χλόη της ήμερης πεδιάδας.

Προβαίνει χορεύοντας ανάερα βήματα,

ζέφυροι, δίχως ορμή, ψιθυρίζουν

ήχους λεπτούς, ομιλίας γλυκόλαλης.

Υάκινθους στρώνει υπόχρυσους

και κυκλάμινα ρόδινα, πάνω στα κρυσταλλένια,

διάφανα και ριγηλά νερά της θάλασσας.

Και προχωρεί χρυσίζουσα, χρυσελεφάντινη

η ένδοξη αυγή, για να φωνάξει μ' όλους τους ήχους

αχτίδες αστραφτερές,

πως έρχεται ο άρχοντας, ο περίκαλλος έφηβος,

ο εραστής πύρινος και γλυκύς,

ο μεγάλος και πιο πλούσιος μάγος,

έρχεται ο ήλιος της ζωής παντοδύναμης.



Από τη συλλογή Τα παραμύθια του κήπου, 1955

Ζωή Καρέλλη - Το δένδρο

 

Aπλώνω σαν κλαδιά, σα φύλλα,
εντυπώσεις γύρω στο κορμί μου, αναμνήσεις
θρουν, κρούονται, κινούνται
ήσυχα ή σφοδρά.

Mοιάζουν ίδια τα κλαδιά,
όμως ο άνεμος της ζωής
με παιχνίδια και με φώτα,
δείχνει τη διαφορά τους.

Mοιάζουν κι όλες οι μέρες
που περνούν απάνω μου.
Mε τριγυρίζ’ η μέρα,
η νύχτα μ’ αγκαλιάζει.

Λυγούνε τα κλαδιά, τα φύλλα,
οι αναμνήσεις, οι εντυπώσεις μου συγκρούονται
φωλιάζουν μυστικά πουλιά,
φωνές κρυφές, στα πιο πυκνά,
πυκνόφυλλα κλαδιά της φαντασίας.

Σα φτάσει η καταιγίδα
ο στολισμός μου δέρνεται.
Όρθιο το κορμί στυλώνεται,
μένει ακίνητη ψυχή κι αυξαίνει,
σα ν’ αδιαφορεί για την περιβολή μου...

που παρέρχεται και θα ξανάρθει,
μαραίνεται και πέφτει,
για να φουντώσει πάλι η ζωή μου.

[πηγή: Ζωή Καρέλλη, Ποιήματα, επιμ. - ανθολ. Ξ.Α. Κοκόλης, Eρμής, Αθήνα 1996, σ.43]

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Ζωή Καρέλλη - Της μοναξιάς και της έπαρσης,


                                                                  
Τι θα κάνουν οι νεότατοι, οι ωραίοι,
με την τραγικήν εφηβεία,
ραγισμένο κρύσταλλο της ψυχής,
αφανισμένο λουλούδι, άγουρο χαλασμένο καρπό,
κίτρινο της αυγής χρώμα μελαγχολικό;

Αρχίζει μέρα συννεφιασμένη,
μ’ αδιέξοδον ουρανό, βαρύ, φορτωμένο
καταιγίδες φανερές κι ύπουλες.
Τι θα κάνουν εκείνοι, που έχουν
τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια
της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα;

Τι θα κάνουν οι έφηβοι,
όταν τόσο πολύ γνωρίζουν
και δεν μπορούν να ελπίζουν,
καθώς αρχινούν τη ζωή;
Λαχταράν ουρανό, καθαρό φως
και στον γαλάζιο πόντο ν’ αρμενίσουν
ελεύθεροι, να πιστέψουν ζητούν
στην ανθρώπινη δύναμή τους ακέρια.
Τι ξέρουν οι μεγάλοι και δεν μιλούν;
Ποια σκληρότητα έμαθαν;
Ο Αχιλλέας κι ο Οδυσσέας
δεν ξεκινούν στους πολέμους, πιστεύοντας
στους ωραίους, κοντά στους ανθρώπους, θεούς.

Της μοναξιάς και της έπαρσης, Θεσσαλονίκη,1951.


Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Ζωή Καρέλλη - Ευρυδίκη


Ήρθες να με φωνάξεις.

Δεν γνωρίζεις του θανάτου

τη σκληρή ακίνητη παρουσία.

Τόσος είναι ο έρως σου

που μπορείς στους νεκρούς ανάμεσα

να σταθείς, όμως σε μένα δεν ταιριάζει

αγάπη εγκόσμιας ηδονής.

Δέχτηκα το παγερό φίλημα του θανάτου,

γνώμη σκληρή κι ακέρια.

Ένα μέρος της ύπαρξης είν’ η ζωή

κι εκείνος που θα γνωρίσει του θανάτου την έννοια

υπάρχει για πάντα.

Είναι η δυνατή γνώση που απόχτησα,

πώς θα τη λησμονήσω;

Κι αν σ’ ακολουθήσω, είμ’ ανύπαρχτη

για το ζωντανό πάθος

που τόσο σε φέρνει κοντά μου

στου Άδη το βάθος.

Μένω μακριά σου,

γιατί ο χωρισμός του θανάτου

είναι τέλειος, τόσο

που κανένας θνητός, ζωντανός,

δεν μπορεί να τον μάθει.


Μου φέρνει η φωνή σου, γλυκύτατη,

αναμνήσεις καλές και πολύτιμες,

σιγά σχεδόν η φριχτή σιωπή,

διαλύεται, του Άδη

απ’ το εξαίσιο που φέρνεις

μήνυμα ερωτικό, τραγούδι της ζωής.

Όμως είναι απέραντος του θανάτου ο χώρος,

δεν μπορείς να με βρεις, όπως θέλεις,

θα χαθείς, συ που ζεις

την ωραία, εφήμερη ζωή.


Σ’ ακολουθώ, όμως γνωρίζω τί μας περιμένει.

Τούτος είναι ο βαθύς χωρισμός. Συ πιστεύεις

στην ελαφρότατη σκιά που σ’ ακολουθεί,

ω, η αγάπη μου σ’ επιθυμεί

μα είναι διαφορετική, δοκιμασμένη

απ’ το θάνατο, νικημένο το θερμό

τρυφερό πάθος που γυρεύεις να βρεις.

Τί ζητάς να με κλείσεις σ’ αγκαλιά,

δε χωρώ. Ξέρω πως θα σε χάσω

κι ας προβαίνω κοντά σου.

Δεν κρατώ την έκσταση της στιγμής.

Για μένα ζητώ την αγάπη σου,

πέρ’ απ’ την υλική παρουσία,

στην αόριστη, απίθανη σημασία του αιώνιου.


Πηγή: Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951), Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, Τόμ. A΄ (1940–1955), Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα: 1973.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Ζωή Καρέλλη - Ήχοι και ανταποκρίσεις


                        «Μυστήριον του τάφου κοριτσιών της Ιλλυρίας»
                        –τα σύμφωνα των λέξεων κυρίως με παρέσυραν…
                        έλξη  των φθόγγων, της ομιλίας γοητεία:
                        το μι κι’ ύστερα το συριστικό με τ’ οδοντόφωνο,
                        το ρω υγρό κι’ ακολουθούν τα δύο ταυ σκληρά
                        έως του τάφου το χειλεόφωνο.
                        Φαίνονται ενοχλητικά το ταυ και σίγμα κατόπιν,
                        δεν εναρμονίζονται μουσικά στο κάπα.
                        –Ας μη γυρεύουμε πολλά,
                        αφού υπάρχει εύηχη η λέξη Ιλλυρία
                        που τόσο ικανοποιεί τη φαντασία,
                        ώστε νομίζεις πως βλέπεις ορχούμενες
                        σε ήχους κυμβάλων
                        τις νέες γυναίκες της θυσίας και της ταφής.
                        «Οι αρχαιολόγοι μελετητές υποθέτουν
                        ότι θυσιάστηκαν
                        κατά τη διάρκεια τελετών γεωργικών.»
                        Γήινος χώρος, όπου ο σπόρος εναποτίθεται
                        ίνα αποθανή
                                                σώματα νεανικά
                        που οι σκελετοί των δεν φαγώθηκαν
                        από τον αδηφάγο χρόνο, δε θρυμματίστηκαν
                        και με την εκταφή.
                        –Ατίθασσος ο νέος ποιητής, εκείνος
                        είδε τους φθόγγους της ομιλίας έγχρωμους.
                        Έξαφνα, βλέπω τώρα, το πλήθος των κρανίων
                        και οστών σε χρώματα γαιώδη εκταφιασμένων,
ανέμελα σωριασμένων στο υπόγειο
της Μονής Προδρόμου.
Του βίου τα μυστικά, η φαντασία
και του θανάτου η φορά, ο άνθρωπος
παλεύει για ν’ ανθέξει στη φθορά
που ελάχιστα αγγίζει
τους άυλους ήχους της ανθρώπινης
λαλιάς.

Το Σταυροδρόμι (1973) [Τα Ποιήματα, τόμ. Β’ (1955-1973), Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 19942, σ. 153-154]:

Ζωή Καρέλλη -Επτά ποιήματα

 10 ΑΠΡΙΛΙΟY 1938

Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη πού περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι o καρπός πού αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι ή θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
πού αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο εαυτό μου,
υποφέρω την έννοια του εαυτού μου
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Που ν’ αποθέσω τον εαυτό μου;

Η ζωή πιο ωραία,
ισάξια του θανάτου, με πληρώνει.
Κύριε, μη με παραδίνεις
στις δυνάμεις που περιέχω.
Να καταστρέψει η αρμονία
την ηδονή που αναθρώσκει,
να συνθέσω τη γαλήνη.

Τα λόγια μου σπρώχνονται
στα στόματα απ’ το σώμα μου,
όπως η ζωή που αναβλύζει απ’ τη γη
στην ορμή απ’ το θερμό φως.

Στους νεκρούς ανάμεσα πέρασα
γεμάτος ζωής προσφορά,
πώς θα μου απαντήσει
η σιωπηλή ζωή;
Έκραξα στους ζωντανούς ανάμεσα,
ποίοι είναι οι επιζώντες
και δεν ακούω ομιλία καμμιά;

Με διαπερνούν τα πρόσωπα,
ανόητοι περιπατητές της Κυριακής ημέρας,
άσχημος όχλος.
Περιέχω τον δρόμο με τα βρώμικα χαρτιά,
με τʼ ακατάλληλα σκουπίδια,
κατέχω τη στεκούμενη κατάσταση
της στατικής αηδίας στάσιμης,
μιλώ τα φθαρμένα λόγια της κοινής αντίληψης,
χαμογελώ στα πρόσωπα τα βδελυρά κι’ αδιάφορα
χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, δεν υπάρχω,
βρίσκομαι στην αποσύνθεση.
Τα Εικονίσματα III

Tα μάτια στις βυζαντινές εικόνες,
αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά,
είναι διαφορετικά απ’ των αρχαίων αγαλμάτων.

– Ω δόξα της πατρίδας μου διπλή κι’ απέραντη
χαρά η προσφορά, ανθρώπινη,
δική σου παρηγοριά και διδαχή σου.

Σ’ ολόκληρη την όρθωση, την άρθρωση
του ωραίου σώματός των, είναι υπεροπτικά
σχεδόν, τα ελληνικά αγάλματα
και στην ευγενική θωριά, το βλέμμα
δείχνει αλλού να θεωρεί.

Oι άγιοι μονάχο δε σ’ αφήνουνε,
το στρογγυλό τους μάτι ολάνοιχτο,
κι’ ωσάν έκπληκτο, σε παρακολουθεί
σε μυστικήν, ενδόμυχη ατένιση σε οδηγεί
για να πιστέψεις στο δικό τους όραμα
με πάσαν την υποταγή.
Όχι πια φοβισμένη,
μα φωτισμένη απ’ της ψυχής το νόημα
που αντελήφθη και ομολογεί.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Ο χρόνος
μοιραίος ίσως και μάταιος
ασύλληπτος.
Ο χρόνος
καθαρός πολύτιμος
σταθερός απείραχτος
δυνατός συμπαγής
ολόκληρος νοητός ατελείωτος
αιώνιος αστείρευτος αέναος άθιχτος
ακέραιος ακατάπαυστος
διαρκής ασάλευτος
αδίσταχτος αδιαίρετος
ακίνητος άκρατος αδέσμευτος
πυκνός αδιάφορος αδιαπέραστος
ο χρόνος αδιάλλαχτος
αδιάλεχτος απρόσιτος αδιήγητος
αγνώριστος άγνωστος άδηλος
πολύπλοκος ποικίλος ανεξήγητος
βέβαιος αβέβαιος
χρόνος αβίαστος απροσδόκητος
αδοκίμαστος αδιέξοδος
χρόνος βαθύς και τραχύς.
Αγέρωχος πλούσιος, άφθονος
o χρόνος ακριβής αιφνίδιος
φανερός ο δίκαιος υπερήφανος
ένας ο μοναδικός χρόνος, λαμπρός
ο έξοχος νέος διαρκώς
ένδοξος θείος ο χρόνος.

ΧΟΡΙΚΟ

Εσύ πού ξεκινάς απ’ τ’ άγνωστο,
δύναμη αβάσταχτη πού μας βαστάς,
τα πιο ανόμοια κυβερνάς μαζύ τα σ
έρνεις και τα φέρνεις από μακρυά,
εσύ τα Οδηγείς προς τη συνάντηση.

Απάντηση δική μας δε ζητάς, εσύ τη
θέληση και το μυαλό ποτίζεις, την
άρνηση νικάς, σμίγεις όσα
εχθρεύονται και τα εμπόδια
καταλύεις, με τίποτα δε σταματάς.
Μας τυραννάς κιʼ δμοις οΰτ’ ή χαρά
ουΥ ή ευφροσύνη, ποτέ ή γαλήνη τη
δική σου δε θα φτάσει δύναμη.
Γίνεται η ζωή μας η αδύναμη
ακέρια επιμονή, εσύ σαν το ζητάς.

Ακατανίκητη εσύ, του κόσμου
μυστική προσπάθεια, η αχάλαστη και
νίκη στου θανάτου την επιβολή,
ευλογημένη ώρα υπέροχη, ξεχωριστή,

ποιος στην ορμή σου αντέχει; Ποιος
εινʼ εκείνος πού μπορεί να πει σαν τον
κατέχ’ η δόξα σου, πώς από σένα δεν
υπάρχει και, για σένα δεν υπάρχει;

Χάρη ανήσυχη κιʼ ανένδοτη,
εσύ τα πάντα δίνεις κι’ εσύ
τα δέχεσαι, αρχή εσύ
και σαν επιστροφή ακόμα,
στροφή μαζύ και σταθερότητα
ακίνητη.

Με σένα σβήνει ο χωρισμός
που τους ανθρώπους αφανίζει
κι’ η σημασία σου εκείνον τον καϋμό
καταλαγιάζει που σώμα και ψυχή
αλαλιάζει σε μυστικό και φανερό παλμό,

δεχόμαστε τον ορισμό κι’ όταν
παλεύουμε, σε θέλουμε κιʼ όταν
γυρεύουμε από σε ν’ απαλλαχτούμε,
ακόμα πιο πολύ σ’ αποζητούμε και
σένα έχουμε οδηγό!

Τη φτώχεια παραλλάζεις, την ασκήμια μας,
μεσ’ απ’ τα μάτια μας αλλιώς κοιτάζεις.
Συντρίμι αν είμ’ εγώ κιʼ απομεινάρι
συνέρχομαι και να αισθανθώ
μπορώ την πάσαν αρμονία.

Μέθη οξύτατη που δεν την φτάνει
καμμιά συμφωνία γνωστική.Κατάφαση
μοναδική συναίνεση,παντοτεινή νεότητα,
συ ο ρυθμός και της ζωής το ρεύμα
το αλάθητο, ο αριθμός ο ένας και διπλός.

Εσύ που είσαι η μοναδική υπερβολή,
μας αψηλώνεις καιπροβαίνουμε,
στην αδυσώπητη στιγμή μας
της υπακοής, εκείλυγίζεις την πασά
θέληση μας.Όταν ολόκληρος

ο άνθρωπος δεν ξέρει να δεχτεί
αληθινό το κάλεσμα, που φαίνεται
γνωστό και. πάντα είναι το πιο κρυφό
κι’ όσο κρυμμένο, τόσο πιο αδάμαστο
κι’ απείραχτο κι’ αμείλικτο και θαυμαστό,

σημαδεμένος μένει, στερημένος
από το δώρο της ζωής το αδιάλλακτο
και το πιο διαλεχτό.

(από Tα ποιήματα, Tόμος Πρώτος, Oι εκδόσεις των Φίλων, 2000)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Ζωή Καρέλλη -Το ταξίδι των μάγων


Έπρεπε να ’μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει...
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

Από τη συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)

Αναδημοσίευση από: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1559.15

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Ζωή Καρέλλη - Νεότητα δύσκολων χρόνων


Tί θα κάνουν οι νεώτατοι, οι ωραίοι,
με την τραγικήν εφηβεία,
ραγισμένο κρύσταλλο της ψυχής,
αφανισμένο λουλούδι, άγουρο χαλασμένο καρπό,
κίτρινο της αυγής χρώμα μελαγχολικό;
Aρχίζει μέρα συννεφιασμένη,
μ' αδιέξοδον ουρανό, βαρύ, φορτωμένο
καταιγίδες φανερές κι ύπουλες.

Tί θα κάνουν εκείνοι, που έχουν
τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια
της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα;

Tα κλειστά βλέφαρά του, πολύ σκιερά,
της μονήρους αμαρτίας σημάδι,
έμοιαζαν φτερά πεταλούδας πελώριας,
όμως νυχτερινής, δίχως τα λαμπρά χρώματα.
Tου άλλου το άγριο σχεδόν, όμως τόσο γλυκό,
καστανό ανοιχτό, βλέμμα λαμπρό,
όπως των αγριμιών μ' αθωότητα,
αγνότητα κι απορία γεμάτο,
ύστερα δήθεν αδιαφορία, ύστερα
περηφάνειαν οδυνηρή...

Tί θα κάνουν
οι έφηβοι, όταν τόσο πολύ
γνωρίζουν και δεν μπορούν να ελπίζουν,
καθώς αρχινούν τη ζωή;

Λαχταράν ουρανό, καθαρό φως
και στον γαλάζιο πόντο ν' αρμενίσουν
ελεύθεροι να πιστέψουν ζητούν
στην ανθρώπινη δύναμή τους ακέρια.
Tους έταξαν την πλήρη ελευθερία,
η θυσία του αίματος να πληρωθεί.
Πιο βαριά η δουλειά τούς δένει
κι η προσπάθεια που αυξαίνει επίπονη,
δεν αφήνει το άνθισμα ευτυχίας καλής.
Oι πιο καθαροί πόθοι άσπρα περιστέρια,
σκλαβωμένα χτυπιούνται, λαβώνονται απάνθρωπα.
Tί ξέρουν αυτοί και δεν μιλούν;
Ποια σκληρότητα έμαθαν;
O Aχιλλέας κι ούτ' ο Oδυσσέας
δεν ξεκινούν στους πολέμους, πιστεύοντας
στους ωραίους, κοντά στους ανθρώπους θεούς.
Στα μαρμαρένια γυμνάσια της άψογης καλλονής
δεν μπορεί απ' τους εφήβους κανείς,
άπληστος για της ζωής το λαμπρό μυστικό,
να μιλήσει περήφανα, τον άκαμπτο
να υμνήσει, της αρετής των ιδεών, γέροντα.

Kανείς δεν περιμένει,
έχασε την δόξα της η χαρά της αναμονής,
τον άσπιλο της κόρης έρωτα, όνειρο απείραχτο
να χαρίζει το μήνυμα άλλης ζωής.

Tί θα κάνουν οι νεώτατοι,
όταν το ξεγέλασμα της ορμής,
δεν γίνεται απαράμιλλη οπτασία;
Όταν, πριν αρχίσουν της ζωής
την τυραννικήν δοκιμασία, γνωρίζουν
το τέρμα κλειστό, την περιπέτεια δίβουλη;
Όταν τόσο γνωρίζουν, που δεν ελπίζουν
στην έξοχη νίκη της αρετής.

Άγγελος δεν φαίνεται κανείς,
της πικρίας το ποτήρι να του προσφέρει.
Mονάχος ο έφηβος θα το φέρει
στα πικρά, σιωπηλά χείλη του,
όπου κανένας λόγος προσευχής,
προσφυγής δεν ανθεί, δεν καλεί τον πατέρα,
τη στιγμή της φριχτής δοκιμής,
της αμείλιχτης μοναξιάς, της απιστίας,
της πιο μεγάλης δοκιμασίας του ανθρώπου.

[πηγή: Ζωή Καρέλλη, Της Μοναξιάς και της Έπαρσης, Θεσσαλονίκη 1951, σ. 38-39]

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Ζωή Καρέλλη - Ποιήματα

ΑΡΡΩΣΤΙΑ

Όλο τους πεθαμένους σκέφτομαι αυτές τις μέρες.
Πλούσια από θάνατο η μνήμη μου
τους φέρνει εμπρός μου ζωντανούς.

Μιλούνε ορισμένα απ’ τα λόγια τους:
«Ένα πουκάμισο χρώμα σαν το καΐσι».
«Να σε φιλήσω, γιατί πέθανα».
«Ζητούσα να σας δω και ήρθα».

Πρόσωπα, λόγια πολλά, που τα κρατώ
σαν ξένα, θέλω δικά μου να τα κάνω
και δεν μπορώ, γιατί δεν εννοώ
το θάνατο, αρνιέμαι να τον καταλάβω.

Όμως ούτε και τη ζωή, έτσι,
μπορώ ν’ αγγίζω, όπως θέλω
να την κρατήσω, που βλέπω τις κινήσεις
των ζωντανών, σα να ’ναι μες στη μνήμη μου
κι αυτές και δεν μπορώ να τις αγγίξω
ζωντανές. Τις χαίρομαι συχνά,
τις αγαπώ, τις βλέπω εκστατικά,
κι άξαφνα γίνονται σαν από πεθαμένους.

 

Οι ουλές

Σαν πεινασμένα στόματα που δεν εχόρτασαν,
ανοίγουν οι επιθυμίες πληγές απάνω μας,
που μένουν ανοιχτές και δεν περνούν,
πληγές που μας πονούν.

Αν χέρι συμπονετικό δε μας τις γιάνει,
αν λόγος συμπονετικός δεν μας τις γλυκάνει,
λόγος παρήγορος, που ξέρει, απαλός,
τα τραύματα αφορμίζουν.

Περνάει καιρός και κλείνουν,
γιατί πρέπει να ζήσουμε.
Όμως σημάδια αφήνουνε,
ουλές, που φαίνονται άσχημες, βαθιές.

Οι αληθινές μορφές είναι τυραννισμένες.
Κι ας μη μας λένε τότε,
ας μην κατηγορούν, που είμαστε
οι παραμορφωμένοι.


«ΥΠΑΡΚΤΙΚΑ» IV

Τόσο είναι το πάθος μου της ζωής
που θα μπορούσα να πεθάνω.

Τόσο ζω που καταλαβαίνω
πόσο πεθαίνω.

Τόση είναι η ζωή μου
που με πεθαίνει.

Τόσο μπορώ να ζήσω
που μπορώ ν’ αδιαφορήσω αν ζω.

Τόσο ζητώ να ζήσω
που δεν αντέχω να ζω.

 ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Ολόλυζαν οι γυναίκες
πάνω στον τάφο, που έκλεισε,
ύστερα φύγαν με συνοδειά
τη λύπη και το θρήνο τους.

Έτσι αφήνουν μονάχο το νεκρό
και φεύγουν όλοι,
μονάχο στην απύθμενη
αγκάλη του θανάτου, ασυνήθιστον.

Κλείνεται στην πυκνή γη,
αποκλείεται ο νεκρός,
δεν τολμά να μας ακολουθεί
ούτε το ίνδαλμά του.

Πρέπει να μείνει εκεί,
ανάμεσα στους άλλους πέτρινους σταυρούς,
ανάμεσα στους ξένους νεκρούς,
τους ζωντανούς ν’ αφήσει

που βιάζονται να ζήσουν.


ΣΑΝ ΩΡΑΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΓΥΜΝΕΣ…
Σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές,
τούτες οι μέρες οι καλοκαιρινές
υπάρχουν με τη στιλπνότητα
των λαμπρών σωμάτων,
με την έκθαμβη προσφορά των,
με την έντονη περηφάνεια,
μ’ εκείνη τη σταθερότητα
που έχουν οι γυναίκες
όταν είν’ ωραίες,
πολύ βέβαιες για την εμορφιά των,
τόσο που μένουν έξαφνα
σκεφτικές, όμως ατάραχες,
γεμάτες προσμονή στέκονται,
μ’ υπομονή γνωρίζουν,
γνωρίζουν να περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια την ηδονή
του εαυτού των.
                                  Έτσι
οι έντονες του καλοκαιριού μέρες
φαίνονται ακέριες,
                                  καθώς
τις περιβάλλουν νύχτες εξαίσιες,
με πολύν έρωτα, μυστικόν.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Ζωή Καρέλλη - Ευρυδίκης ψίθυρος


Μην πιστεύεις…
Μαζί μου να ’ρθεις. Μην επιμένεις
στο σώμα πιστέψαμε τόσο πολύ
κι ακούσαμε την περίπαθη μουσική του,

όμως μην πιστεύεις στην ηδονή.
Είναι τόσο δυνατή η οδύνη
που την αποσβήνει.
Το σώμα
πονεί όταν πεθαίνει,
σαν του λαχαίνει την πλήρη του δόξα
να χωριστεί. Να τ’ απαρνηθείς.

Καλύτερα είναι να τ’ απαρνηθείς;

Μη με σέρνεις, μη με παίρνεις πάλι
στη δύναμη της ζωής.
Ήταν τόσο δριμύς ο θάνατος
που με πήρε.
Μαζί μου να ’ρθεις.
Θα δοκιμάσεις του μηδενός τη μαγεία.
Θ’ αγγίξει το τέλειο σώμα σου
την πυκνήν ανυπαρξία.
Θα γνωρίσεις τη λίθινη λήθη
στη δική μου ακινησία
θα σβήσεις τη δίψα σου της ζωής.

Όταν τόσο μπορείς τη ζωή να λατρεύεις,
στη ζωή τόσο όταν πιστεύεις,
μονάχα το μηδέν παρηγορεί
στην απέραντη συντριβή που σου δίνει.

(Πετρίτρομος στράφηκε ο Ορφέας και βέβαια δεν βρήκε την Ευρυδίκη…
Όμως ρωτιέται κανείς, γιατί πέθανε τέτοιο θάνατο;)

Ζωή Καρέλλη. 1957. Αντιθέσεις. Αθήνα: Δίφρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Ζωή Καρέλλη. 1973. Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη. Τόμ. B΄ (1955–1973). Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Ζωή Καρέλλη - Ο λόγος του ασώτου


I
Κύριε, ελέησόν μου την τόλμην της ομολογίας.
Να δοκιμάσω την τροφήν των ζώων του πατέρα μου.
Αγαπητή γη, πατρικό χωράφι,
είν’ εύκολο να γονατίσει ο κουρασμένος.
Ευφροσύνη απ’ τη γνωστή όψη των πραγμάτων.
Πρόθυμη μετάνοια, θρεμμένη από αμαρτίες
αστήριχτες. Σαν έφευγα ήξερα πως θα γυρίσω,
γι’ αυτό επέστρεψα. Ν’ ακουμπήσω
τα κουρασμένα ανίκανα μέλη στην πρόθυμη γη.
Όνειρα χόρτασης, επιθυμίες που δεν χόρτασαν,
ποιος θα τις πληρώσει ποτέ; Πόσο βαστά
ευγνωμοσύνης η θαλπωρή και πώς θα βρεθούμε
ύστερα με τον πατέρα αντιμέτωποι;
Πατέρας του εαυτού μου εγώ
προσηνής και σκληρός νομοθέτης.
Κύριε, ελέησόν μου την συστολή του πόνου, να εισέλθω ολόκληρος στους κόλπους σου.
II
Το σπίτι του πατέρα μου
μέσα μου βρίσκεται.
Όπως τ’ απομεινάρια της τροφής των ζώων,
η πάσα ευωχία κι η έκφραση της χαράς,
η δική του μέσα μου κι η δική μου.
Ύμνος διπλόηχος,
ωσαννά σε υπέροχη κίνηση,
συνενούμενον νέφος υπερέχον,
τολύπη θυμιάματος συνεννόησης
Είμαι το δοχείον και το χέρι και ο οίνος της ζωής.
Είμαι το πνεύμα, η ύλη και η άυλη εξόδευση.
Είμαι ύπαρξη, καταστροφή και η γέννηση.
Είμαι ο ναός που περιέχει τον ψάλλοντα και ακούοντα.
Περιέχω το αποτέλεσμα της αμαρτίας
τη συγχώρεση. Διαστέλλομαι
όπως το άπειρο φως εν ονόματί μου.
Είμαι ο νόμος, ο νομοθέτης κι ο νομοταγής,
η τιμωρία κι ο τιμωρούμενος,
είμαι εικόνα του θείου που εικονίζω
στην προσπάθεια της ζωής.
III
Έφυγα κουβαλώντας τη μέλλουσα επιστροφή μου.
Τον κύκλο επιχείρησα με τον πόθο ευθείας εξόδου,
επανάσταση αδιέξοδο πολεμώντας.
Εικόνα της νεανικής αγαθότητος ο πατέρας μέσα μου,
πάντα με προσκαλεί να ξαναρθώ στην αρχή
που γνωρίζει το τέλος της μόνης εφαρμογής.
Ποια δώρα προσφέρω στον εαυτό μου επανερχόμενος;
Εικόνες της φρίκης τού εαυτού μου αδιάσπαστες
με την ανάγκη της ειρηνικής ζωής.
Μαθητεία της ύπαρξης. Δίκαια η χαρά των αγγέλων
κι η ανάπαυση στους σταθερούς κόλπους
της αιώνιας ζωής, όπου θα διαλυθώ εν ειρήνη.
Από τη συλλογή Πορεία (1940) της Ζωής Καρέλλη
Πηγή: Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, τόμος πρώτος (1940-1955)[Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1973]

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Ζωή Καρέλλη - Καβαφικό



Φοβούντανε πάρα πολύ, μην τον ευρεί

η τύχη απροετοίμαστον και τον γνωρίσει.

Λογάριαζε, μήπως δεν είχε αρκετά δοκιμαστεί

απ’ την πολύτροπη ζωή; Μήπως αισθάνονταν

τον εαυτό του ασφαλή, ευτυχισμένον,

σαν αναγνώριζε, πως γύρω του εμαίνονταν

η δυστυχία;



Ούτε το ένα, ούτε τ’ άλλο…

Καταλάβαινε την αθλιότητα του

που ήταν κιόλας γενική,

όμως ακόμα είχε δυνάμεις για να φοβηθεί.



Ίσως φοβούνταν την αλλαγή

από την άθλια αυτή κατάσταση,

που είχε συνηθίσει.

Να μην τιμωρηθεί μόνο λογάριαζε,

γιατί ποιος δεν έχει τις αμαρτίες του;

Αυτές αισθάνονταν πότε τις έβλεπε μεγάλες και τρανές,

πότε μηδαμινές. Δεν τον παράστεκε θεός κανένας,

δίκαιος ή σκληρός.



Αυτ’ ήταν η ζωή του.

Ήθελε να την καταλάβει και δεν μπορούσε.

Για να παρηγορηθεί, ψιθύριζε,

ο άνθρωπος, όταν δεν είναι τραγικός,

είναι γελοίος, ή μάλλον

και τα δυο μαζί… και τα δυο.

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

Ζωή Καρέλλη - Ποιήματα

Της σελήνης (I)

[Από την ενότητα Της σελήνης]   
Με ξύπνησαν τα δάχτυλα από το σεληνόφως.
Άυλο χάδι, ψυχρό.
Αισθανόμουν ρίγη.


Τούτη η απροσδιόριστη, αόριστη θωπεία
μετέδινε στην παρουσία μουτην αργυρόηχη δύναμή της,
ελαφρότατη σαν σκιά,
επίμονη, άγνωστη ομιλία.
Ω, η αδυσώπητη αφή, αίσθηση δεινή,
όπως ν' αγγίξει μπορεί
ήχος μακρινός, εξαίσια λυπητερός.
Έτρεμα απ' την πιο ακίνητην ηδονή
και το φως ήθελε να μ' ανησυχεί
σιωπηλό, άλλου κόσμου φωνή ερωτική.

Τούτ' η ανησυχία,
μέσ' στην πλήρη νυχτερινήν ησυχία,
με περιτρέχει. Ήμουν ακίνητος σαν κοιμισμένος
κι όμως, μαζί φοβερά ξυπνητός,
όπως στα όνειρα.


                Στην τέλεια σιγή μέσα,
έξαφνα, αισθάνθηκα τότε,
όλη την ψυχρήν ειρωνεία απ' το φως αυτό,
εκείνην που έχουν τα σκιώδη, τα φευγαλέα,
εκείνα που γλιστράν απ' τα χέρια μας,
τα ονειρώδη εκείνα, που η αφή μας αποζητά
και χάνονται,
αφήνοντας τα χέρια μας ανοιχτά,
πεινασμένα, πυρετώδη να περιμένουν.
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)



ΣΑΝ ΩΡΑΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΓΥΜΝΕΣ

Σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές,
τούτες οι μέρες οι καλοκαιρινές
υπάρχουν με τη στιλπνότητα
των λαμπρών σωμάτων,
με την έκθαμβη προσφορά των.

με την έντονη περηφάνεια,
μ’ εκείνη τη σταθερότητα
που έχουν οι γυναίκες
όταν είν’ ωραίες,
πολύ βέβαιες για την εμορφιά των,
τόσο που μένουν έξαφνα
σκεφτικές, όμως ατάραχες,
γεμάτες προσμονή στέκονται,
μ’ υπομονή γνωρίζουν,
γνωρίζουν να περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια την ηδονή
του εαυτού των.

                                  Έτσι
οι έντονες του καλοκαιριού μέρες
φαίνονται ακέριες,
                                  καθώς
τις περιβάλλουν νύχτες εξαίσιες,
με πολύν έρωτα, μυστικόν.
 
Άνθηση

Εμορφα της ζωής ξεσπάσματα
των δέντρων άνθη, ανθίσματα
της ορμής που ανεβαίνει
στο σιωπηλό, κλειστό κορμό.

Ανοίγουν οι εύχρωμες λαλιές τους,
εύηχες
γίνονται προσφορές.
Ευαίσθητες, λεπτές εκφράσεις
του έρωτα λέξεις ερωτικές,
πάνω στο σκληρό σώμα των δέντρων
της άνοιξης.

Από τη συλλογή Παραμύθια του κήπου (1955)

 [Από την ενότητα Παραμύθια του κήπου]
I

Η αναρριχώμενη τριανταφυλλιά
άσπρα φορεί, άσπρα κρατεί, άσπρη είναι η φορεσιά της.
Απλώνεται, ξαπλώνεται στον ήλιο,
και περιμένει να της φιλήσει
τα μικρά τριαντάφυλλα, να τα μεθύσει τόσο
από χρυσάφι και φωτιά γλυκιά,
ώσπου να κοκκινίσουνε
απ' την πολλή του αγάπη.

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Ζωή Καρέλλη - Εργάτης στα Εργαστήρια του Χρόνου


Kαθώς εργάζονταν το σχήμα,
εργάτης σε υαλουργείο,
κατάλαβε πολύ καλά τον έρωτα
για την ύλη,
όπου φυσούσε την πνοή του.
Kάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι,
φίλντισι, πολύτιμο ελεφαντοκόκκαλο
ή οπάλι με χρώματα ομίχλης
προς το κυανό.
Όλ' αυτά ύλη, που γινόταν σχήμα,
σχήμα ερωτικό, για ό,τι υπάρχει
μέσ' στο χρόνο.
Tο σχήμα, δοχείο του χρόνου,
ερωτικό τον περιέβαλε,
προσφορά στο χρόνο,
προσδοκία και δέξιμο μαζύ,
αγκάλιασμα στου χρόνου τη μορφή,
το σχήμα που σχημάτιζε ειδικό,
δικής του σημασίας,
δική του φαντασία.
Όμως καθώς το σχήμα έψαυε
τελειωμένο, ύστερα, το υλικό του χέρι,
κατάλαβε του χρόνου την υλικότητα·
καθώς το χέρι το δικό του
και το σχήμα μαζύ,
και το πολύτιμο ερωτικό υλικό
γινόταν διάφανη έννοια του χρόνου.
Όλα μαζύ.
Iδίως ο εαυτός του.
Ζωή Καρέλλη ( 1901 -1998 )
(από Tα ποιήματα, Tόμος πρώτος, Oι εκδόσεις των Φίλων 1973)

Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

Ζωή Καρέλλη, Ημέρες και ώρες [12ο]



Οι μέρες του χρόνου υποταχτικές,
οι ώρες αδελφές τους μικρές,
συμπονετικές, κάποτε φοβισμένες,
ζητούν όμως, αυτές, να μας παρασύρουν
προς το χαίνον τέλος.
Αδιόρατα.

Ενότητα «Αίσθημα», συλλογή Φαντασία του χρόνου (1949).

Ζωή Καρέλλη: «Σιωπηλοί περίμεναν...»



«Σιωπηλοί περίμεναν τις ειδήσεις.»

Η θλίψη είναι πιο δυνατή απ’ τις φωνές.
Δίχως φωνή επίκλησης,
δίχως βοήθειας επίκληση,
η απόφαση της υπομονής κυριεύει,
κύρια η θλίψη καίρια
βαστά, γίνεται θέληση
και βαστά την υπομονή,
γίνεται η θλίψη υπομονή
σταθερή κι ακέρια.

(Περί τα τέλη Αυγούστου 1939)

Από τη συλλογή Η εποχή του θανάτου (1948)

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

Ζωή Καρέλλη - Προλήψεις


Πάντα παίρναν το ίδιο παγωτό,
κρέμα με φρούτο,
όσο βάσταξε τ’ ωραίο εκείνο καλοκαίρι:
χαμόγελα και βλέμματα
κι ο ενθουσιασμός ειλικρινής.
Ο ήλιος ήταν δυνατός, πλούσιο το φως
γι’ αυτούς που συμφωνούσαν διαρκώς.
Μια μέρα, ζήτησε αυτός πραλίνα,
εκείνη δεν είχε προφτάσει
αυτή του την επιθυμία να συμμεριστεί.
Όταν φέραν το δίσκο με τα παγωτά
σε χρώματα διαφορετικά,
σφίχτηκε η καρδιά της,
αισθάνθηκε τη διαφορά της.
Προληπτική δεν ήταν, όμως,
αίφνης κατάλαβε τη σημασία της πρόληψης:
Όταν τα γεγονότα δεν τα προλαβαίνεις
κι αυτά, ήδη ετοιμασμένα, συμβαίνουν
και μαρτυρούν τα κρύφια συμβάντα.

Ζωή Καρέλλη ( 1901 -1998 )
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ζωή Καρέλλη, Τα ποιήματα, τόμος Β’ (1973)

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Ζωή Καρέλλη - Μεγάλη Πέμπτη


Eκείνη πιο πολύ η ανάμνηση
της παιδικής ηλικίας,
καθώς έχουμε συνηθίσει να τη νοσταλγούμε,
μου ήρθε.
Συνήθως, —ή μάλλον πάντα—
πηγαίναμε τη Mεγάλη Πέμπτη, πρωί,
στην εκκλησία να μεταλάβουμε.
Zητούσαμε συγχώρεση απ' τους γονείς
που χαμογελούσαν μειλίχια
και πηγαίναμε όλα τ' αδέρφια μαζί,
γιορταστικά ντυμένα φορέματα καινούργια,
ανοιξιάτικα.
«Tι ονό, τί ονόματα ωραία,
άνοιξη, άνοιξη και Πασχαλιά»,
τραγουδούσε εύθυμα η μητέρα.
Eμείς, τα παιδιά μόνο, μεταλαβαίναμε
εκείνη τη μέρα.
Όταν επιστρέφαμε,
έβαφαν τα κόκκινα αυγά.
Kόκκινη Πέμπτη. Στο δώμα φάνταζε
ένα κόκκινο ύφασμα και
μας γέμιζε τα μάτια η χαρά.
Προσφέραμε τη βοήθεια μας,
λαδώνοντας, για να γυαλίσουν, τ' αυγά,
λαμπρά για τη Λαμπρή.
Όταν από μια μικρή αμυχή, στο χέρι,
άρχισε να μου τρέχει το αίμα, κόκκινο,
αμέσως, προσεχτικά το σκούπισαν,
προσεχτικά το δέσανε, γιατί
έφερνα μέσα μου, του Kυρίου το αίμα.
Θυμήθηκα όλα αυτά, τα σεβάσμια,
καθώς σήμερα, στο δρόμο του πρωιού,
είδα μανάδες να οδηγούν τα παιδιά τους
στην εκκλησία. Mεγάλη Πέμπτη, σκέφτηκα,
τα παιδιά παν να μεταλάβουν.
Παρατήρησα
τα καθαρά πρόσωπά τους, τα καλά τους φορέματα.
Kαι πιο πολύ απ' όλα, είδα
πώς έφερνε μια νέα γυναίκα, με το μωρό στην αγκαλιά,
μιαν άσπρη λαμπάδα
δεμένη με γαλάζια κορδέλα.
Άνοιξη και Πασχαλιά.

[πηγή: Tα ποιήματα της Ζωή Καρέλλη. Τόμος Β' (1955-1973), Oι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1973, σ. 78-79]