Γιε μου, μονάκριβέ μου, σε μαρμαρώσανε σε μια μικρή πλατεία σαν σε σκοτώσανε. Και γράψανε στην πλάκα με τόση υποκρισία: «Έπεσε πολεμώντας για την Ελευθερία». Μα εγώ μικρό μου αγόρι, που σε μεγάλωσα, σε φύλαξα απ' το ξεροβόρι και σ' ανάστησα. Σου δίνω την ευχή μου και τη συμβουλή μου να λες σ' αυτούς που σε κοιτάνε με λυπημένα βλέμματα πως βρίσκεσαι εκεί, γιατί σου είπαν ψέματα.
Μη με ψάξεις, 2004ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ- ΓΥIΕ ΜΟΥ ΜΟΝΑΚΡΙΒΕ ΜΟΥ
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι
από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι.
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
Tα νιάτα του έφαγε ο Στρατής
στα ναυπηγεία ολημερίς
φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά
να παν οι άλλοι μακριά
να ταξιδέψουνε τη γη
οι τυχεροί, οι τυχεροί
T’ απόβραδο στο καπηλειό
με τον Γιωργή τον παραγιό
λένε για χώρες μακρινές
που δεν τις είδανε ποτές
ζηλεύουνε τους ναυτικούς
τους τυχερούς, τους τυχερούς
Σαράντα χρόνια στη δουλειά
φτιάχνει καράβια σαν πουλιά
κι αυτός καρφώθηκε εδώ,
δέντρο παλιό, δέντρο ξερό,
να καμαρώνει τους αϊτούς
τους τυχερούς, τους τυχερούς
Όταν πεθάνω, βρε Γιωργή
όταν σαλπάρω από τη γη
βάλε στη κάσα μου πανιά
βάλε της άλμπουρα, σκοινιά
πες πως ταξίδεψε κι αυτός
ο τυχερός, ο τυχερός
Νεογέννητο βλαστάρι λερωμένο στα απόνερα του κόσμου ξεπλυμένο, δεν έμαθε βιβλίο να διαβάζει γυφτάκι, ο λαός μας το φωνάζει, δεν έμαθε βιβλίο να διαβάζει γυφτάκι, ο λαός μας το φωνάζει, γυφτάκι, ο λαός μας το φωνάζει δεν έμαθε βιβλίο να διαβάζει.
Γυφτάκι, χόρεψέ μας τσιφτετέλι να φας ένα κομμάτι απ’ το καρβέλι, κι αυτό, σαν πιθηκάκι μαθημένο δαγκώνει το χαλκά που είναι δεμένο, γυφτάκι, χόρεψέ μας τσιφτετέλι να φας ένα κομμάτι απ’ το καρβέλι, να φας ένα κομμάτι απ’ το καρβέλι γυφτάκι, χόρεψέ μας τσιφτετέλι.
Το βράδυ, στη μεγάλη την πλατεία το πιάσανε να κάνει επαιτεία, σε κάτι λεπτεπίλεπτους τουρίστες που ‘μοιαζαν περισσότερο μ’ αρτίστες, σε κάτι λεπτεπίλεπτους τουρίστες που ‘μοιαζαν περισσότερο μ’ αρτίστες, που ‘μοιαζαν περισσότερο μ’ αρτίστες σε κάτι λεπτεπίλεπτους τουρίστες.
Γυφτάκι, σε κοιτάζουν οι ανθρώποι, ρεζίλι θα γενούμε στην Ευρώπη, γυφτάκι, δύο πήχες όλο κι όλο ποιος σου ‘μαθε της ζητιανιάς το ρόλο, γυφτάκι, σε κοιτάζουν οι ανθρώποι, ρεζίλι θα γενούμε στην Ευρώπη, ρεζίλι θα γενούμε στην Ευρώπη, γυφτάκι, σε κοιτάζουν οι ανθρώποι.
Αφέντη, αν μου δώσεις δυο δραχμούλες θα κάνω δεκαπέντε κωλοτούμπες, αφέντη, αν μου δώσεις και τσιγάρο θα κάτσω σαν μαϊμού να το φουμάρω, αφέντη, δώσε δύο δραχμούλες και θα κάνω δεκαπέντε κωλοτούμπες, αφέντη, αν μου δώσεις και τσιγάρο θα κάτσω σαν μαϊμού να το φουμάρω.
Αφέντη που με βάζεις και χορεύω, εσύ με έμαθες να ζητιανεύω, εσύ με έμαθες να ζητιανεύω, αφέντη που με βάζεις και χορεύω.
Tης γειτονιάς μας ο τρελός.
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Μουσική: Κώστας Χατζής
Πρώτη εκτέλεση : Κώστας Χατζής
Της γειτονιάς μας ο τρελός
όλα ανάποδα τα βλέπει
μες στου μυαλού του τον καθρέφτη,
μες στου μυαλού του τον καθρέφτη.
Πάει στις κηδείες και γελάει,
στα γεννητούρια πάει και κλαίει,
κι όλα ανάποδα τα λέει,
κι όλα ανάποδα τα λέει.
Στους πλούσιους και στους αρχοντάδες
δεν τους μιλάει με το έτσι θέλω,
κι αλλού γυρνάει το κεφάλι,
κι αλλού γυρνάει το κεφάλι.
Ενώ στους γεωργούς και στους χτιστάδες
τους βγάζει αμέσως το καπέλο
λες κι είναι άρχοντες μεγάλοι,
λες κι είναι άρχοντες μεγάλοι.
Θε μου, τι ομορφιά, τι φως
της γειτονιάς μας ο τρελός.
Γλυκαίνεσαι να τον ακούς.
Να 'χαμ' ακόμα άλλους δυο τέτοιους τρελούς.
Της γειτονιάς μας ο τρελός
όλα ανάποδα τα βλέπει
μες στου μυαλού του τον καθρέφτη,
μες στου μυαλού του τον καθρέφτη.
Από το φούρνο του Τσαλίκη
έκλεψε ένας πεινασμένος
ένα καρβέλι απ' το κοφίνι
και μάρτυρα πάνε τον τρελό στη δίκη.
Και τον ρωτούν ποιος είν' ο κλέφτης
και αυτός το φούρναρη τους δείχνει.
Θε μου, τι ομορφιά, τι φως
της γειτονιάς μας ο τρελός.
Γλυκαίνεσαι να τον ακούς.
Να 'χαμ' ακόμα άλλους δυο τέτοιους τρελούς.
Στίχοι: Λιάνα Βιτσώρη
Μουσική: Κώστας Χατζής
1.Κώστας Χατζής
Δίσκος:«Μια βραδιά στον τόπο που γεννήθηκα» 2001
Αν έπαιρνα τα βάσανα του κόσμου τα μεγάλα
χίλιες μπαλάντες θα `γραφα πικρές
και τα τραγούδια θα `σβηνα που χω γραμμένα τ’ άλλα
που `ναι γεμάτα από έρωτες ελπίδες και χαρές
Είπα λοιπόν το γράψιμο για πάντα πως θα πάψω
ένα τραγούδι αλλιώτικο αν δε γράψω
κι έτσι ξεκίνησα κάποιο πρωί
τους πόνους και τα βάσανα να βρω μες τη ζωή
Και περπατούσα και περπατούσα
κι έφτασα κάπου σε ένα σημείο
κι είδα γραμμένο τι να πεις
Βρεφοκομείο η ελπίς
Εκεί οι ανώνυμοι γονείς πηγαίνουν τα μωρά
κι όταν θα βγούνε στη ζωή κάποια φορά
παιδιά με δίχως όνειρα γεμάτα με ρυτίδες
και μάτια θλιβερά
R
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και με αισθήματα
τι ειν’ τα νόθα παιδιά μας μπρος τα τόσα προβλήματα
και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και καρδιά
και πετάμε στους δρόμους τα μικρά τα παιδιά
Εμείς στραβή τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία
εμείς με την καρδιά μας και το νου
γεμάτη απ’ το σκοτάδι μας γεμάτη απ’ αγωνία
του κάκου ψάχνει να βρει την πόρτα του ουρανού
κι αφού είμαι άνθρωπος κι εγώ τον κόσμο πως να αλλάξω
αφού κι εγώ γκρεμίζω τι θα φτιάξουμε
κι όμως
Ξεκίνησα και πάλι ένα πρωί
τους πόνους και τα βάσανα να βρω μες τη ζωή
και περπατούσα και περπατούσα
κι έφτασα κάπου σε ένα σημείο
κι είδα γραμμένο τι να πεις
Γηροκομείο η ελπίς
Εκεί τα στοργικά παιδιά πετάνε τους γονείς
το μόνο έγκλημά τους ότι ζήσαν πολλά χρόνια
και τους ξεχνούν παιδιά κι εγγόνια
γέροι με δίχως όνειρα γεμάτοι με ρυτίδες
και μάτια θλιβερά
Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα. Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή. Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος μέσα σε πέλαγος από βάσανα. Γιατί μέσα στην πολιτεία είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς, γιατί μέσα στο φως το πρωινό έσπερναν τη φθορά και την αγωνία. 'Oσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν ξαγρυπνούν και στοχάζονται. 'Oσοι δεν έχουν ψωμί έχουν όνειρα. 'Oσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν έχουν ελπίδες. Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς πεθαίνουν από έκπληξη γιατ' είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει απροετοίμαστο και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος που δεν βρίσκει αντίσταση ο ερχομός του.
Κρίτων Αθανασούλης (Τρίπολη 1916- Αθήνα 24 Οκτωβρίου 1979)