Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Εμπειρίκος Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Εμπειρίκος Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

Ανδρέας Εμπειρίκος - Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει

Αρκεί.
Χτύπα την θλίψη καταγής.
Και πέταξε το μαράζι στα σκουπίδια.
Πρέπει να πολεμήσης να χαρής
Κι ακόμα να χαρής.
Κι όχι να πίνης ξύδι - όποιος κι αν σ' το δίνει.
Τώρα σού πρέπει μέλι κ' ένα ποτήρι γιομάτο «δεν με μέλλει»
Ορθό-κοφτό σαν βλύσμα κραυγής γλάρου
Πρέπει να γυμνωθής
Κι αν στολιστής να στολιστής με αχάτη.
Πρέπει να νιώσης όλες τις ηδονές που σε τραβάνε
Μα πρώτα πρέπει ν' ανασάνης εμπρός στον ήλιο
Κι αφού λυτρώσεις στην ψυχή σου τον οίστρο του βαρβάρου
Έβγα στον δρόμο.
Κ' εκεί,
Προ πάντων,
Μην φοβηθείς το πάτημά σου.

Πηγή: 1934:  Προιστορία ή Καταγωγή, εκδόσεις Άγρα.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Ανδρέας Εμπειρίκος - Άνδρος




Τα δόκανα αχρηστεύθηκαν
Οι φράκτες κατέπεσαν
Ο ουρανός απλώνεται απροσμέτρητος
Ο ουρανός και η θάλασσα.

Τούτη η αμμουδιά
Ψιμύθιον σπειρωτό λευκό και άναυδο
Σφύζει στο φως της χρυσαυγούς ημέρας.

Ψηλά
Τόσο ψηλά
Που χάνεται το βλέμμα
Στην κυανή αιθρία
Όλη η ζωή
Δοσμένη και παρμένη
Είναι μία.

Όλβε που χάνεσαι και αντηχείς
Απ’ του ουρανού τη θολωτή καμπάνα
Πότε σαν θρόισμα ελαφρύ
Πότε σαν στεντόρεια φωνή
Που χίλιες φορές ηχεί
Με ηχώ μακρόσυρτη
Σπρωγμένη από πνοή μεγαλοδύναμου τιτάνα.

Έρχομαι.
Οι αισθήσεις μου σπαργώσαι ώσεις
Καμιά κλεψύδρα δεν μπορεί
Στη νήσον αυτή να εξαντλήσει
Την άμμο της πιο μικρής ακόμη ακρογιαλιάς
Κανένα μέτρο να μετρήσει
Το διάφανο μπλάβο βάθος
Που έχουν εδώ τα κρεμαστά νερά,
Κανέν’ άλλο νησί δεν ημπορεί να δώσει
Για την ψυχή και τις αισθήσεις
Στον κόσμο τούτο βιός
Πιο ζείδωρο και πλούσιο.

Ανδρέας Εμπειρίκος ( 1901 – 1975 )
Πηγή: Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες
Εκδόσεις: Άγρα- Αθήνα 1984

Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Ανδρέας Εμπειρίκος - Το βα-βα των κροάκων


Μοιάζουμε με ελαστικά κουνήματα κυμαινομένου όρους. Μια τρίχα αρκεί να σταματήση η ρευστοποίησις των υποσχέσεών μας. Μια έλιξ στριφογυρίζει μέσα μας και κόβει τους λαιμούς των πετεινών και τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης. Έξω το φως και τα σκουπίδια της αυγής. Έξω το μπάρκο - μπέστια και των θείων και των κονίκλων. Ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Οι πράξεις θέλουν άχυρα τα φι- δια κρεμαστούς μπαξέδες από γλοιώδεις πλοκάμους μιάς εσπερίδος.


Υψικάμινος

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Ανδρέας Εμπειρίκος - Για τον Ωκεανό που γίνεται θάλασσα


Έλα απόψε αγάπη μου, Έλα τουλάχιστο στον ύπνο μου απόψε,
Να μου απαλύνης τον καϋμό που με παιδεύει
Έλα απόψε αγάπη μου
Και στάσου λίγο δίπλα μου και άγγιξέ με
Έτσι με το απαλό το χέρι σου στο χέρι μου
Και τα μαλλάκια σου στο πρόσωπό μου επάνω
Έτσι όπως μια μέρα με άγγιξες στο θέατρο -
θυμάσαι;
Έτσι κι απόψε αγάπη μου άγγιξέ με
Να νιώσω κι εγώ για μια στιγμή
Έστω για μια στιγμή μονάχα,
Ότι δεν είμαι πάντα Ωκεανός που συνεχώς βογγά
Αλλά και θάλασσα αυγουστιάτικη
που σπαρταρά
στον ήλιο.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου

Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Ανδρέας Εμπειρίκος - Δύο ποιἠματα

 ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΙ ΠΤΩΣΕΙΣ

Ως πτώσεις αγγέλων εις βάραθρα των ουρανών, ως κεραυνοί

ή ως πλήγματα επάλληλα ραγδαίως πίπτοντα της Μοίρας,

έπιπταν επί των πτώσεων αι πτώσεις και έτσι ανέβλυσαν

(μοιραίως) στα χείλη των Ελλήνων, με καθαράν και πλήρη

προφοράν, με ακατάσχετον ορμήν, ως πάθους φλογερού εκ-

σπερματώσεις, αι λέξεις: ε π ί π τ ω σ ι ς και ε π ι π τ ώ-

σ ε ι ς.



ΤΟ ΜΕΓΑ ΒΕΛΑΣΜΑ

ή

ΠΑΝ-ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

…caw-caw all Visions of the Lord.

Α. GINSBERG

“Οταν βαρέα βάρη επωμίζονται σε προκυμαίες, σε κρηπιδώ-

ματα σταθμών,σε αυλές και δρόμους, σε λιπαρά μέσα σκατά

πατώντας, της καθημερινής ζωής οι αχθοφόροι, τους άτλαν-

τας του κόσμου αχρηστεύοντας, οι άνεργοι άτλαντες διάτορα

βογγούν με στοναχάς, με θρήνους.

Και όμως, την ώρα που αίρονται τα βάρη (ζεμπίλια και

σάκκοι λογής-λογής με πράγματα ακατονόμαστα γεμάτοι

— τουτέστι γεμάτοι κρίματα, γεμάτοι αμαρτίες) η Οικουμέ-

νη ακόμη ζη και οτέ μεν άγάλλεται, οτέ δε (πολύ συχνότερα)

βαριά στενάζει, κάτω από τα βάρη των βαρέων βαρών (όπλα

πυρηνικά, πραμάτιες απατηλές, ψέματα ποικίλα — όλα σκα-

τά, όλα αμαρτίες) την ίδια ώρα ακούεται-—και τούτο μοιάζει

πάντοτε με θαύμα — ακούεται πάντοτε και εις τους αγρούς,

και μέσ’ στις πόλεις, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και

κάτω από τ’ αστέρια, ακούεται πάντοτε ένα μεγάλο βέλασμα

(μπεέ-μπεέ) καλύπτοντας τον θρήνο των ατλάντων, ένα θε-

σπέσιο βέλασμα από φωνήν αλέκτορος πιο καθαρό, πιο πλή-

ρες, εν μέγα βέλασμα φωτοβριθές (μπεέ-μπεέ, μπεέ-μπεέ)

πού την ελπίδα σπέρνει στις ψυχές αυτών πού το άκοϋνε, εν

μέγα βέλασμα σαν καθαρό νερό από των ουρανών τους κα-

ταρράκτας πίπτον, ένα μεγάλο βέλασμα ωραίου αμνού (μπεέ-

μπεέ) εν βέλασμα νεαρού κριού (μπεέ-μπεέ) που όσοι το

ενωτίζονται μεγάλες στέρνες γίνονται του ανεσπέρου λόγου,

εν βέλασμα πού όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα, ένα

μεγάλο βέλασμα σαν μέσ’ από χωνί τεράστιου τηλεβόα, εν

μέγα βέλασμα αμνού (ενός άμνοϋ πού εις το Περού θα ημπο-

ρούσε κάλλιστα και λάμα νάναι) το βέλασμα νεαρού κριού με

ωραίους ευμεγέθεις όρχεις, το βέλασμα του αγαθού αμνού

(μπεέ-μπεέ, μπεέ — ω δόξα, δόξα Αλληλούια!) το βέλα-

σμα του ωραίου άμνοϋ, του αμνού-κριού του αίροντος τάς

αμαρτίας του κόσμου.

Γλυφάδα, 22. 7. 1964


Πηγή: Από τη συλλογή Οκτάνα, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1980.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Ανδρέας Εμπειρίκος - Υψίπεδον της διελεύσεως


Στον René Laforgue 


Πουλιά στον αέρα
Και τρωκτικά στις τζέπες του καιρού
Κάθε καρδιά κτυπά στα στήθη
Καθώς σφυρί που τραγουδά
Περιστροφές αιλούρων κ’ ερωτευμένων γυναικών

Στην χλόη και στις όχθες
Των ποταμών με τα σταχτιά βαπόρια.

Όλα στη γη θέλουν αγάπη και στοργή
Τα πάντα μοιάζουν στην βαθύτερη πηγή τους
Τα κύτταρά μας τα επισκέπτονται οι μέλισσες
Τα ονείρατά μας κατοικούν μέσ’ στις ψυχές μας
Και λούονται μέσ’ στα ποτάμια
Με πληθυσμούςαι με αγέλες.

Όλα στη γη θέλουν αγάπη και στοργή
Είμαστε κλώνοι με πεφτάστερα μπλεγμένα μέσ’ στα φύλλα
Της λεωφόρου που μας έρχεται και κατευθύνει
Τα γάργαρα συμπλέγματα
Των πανηγύρεων
Σε κάθε στροφή του δρόμου μέσ’ στο δάσος
Με τα πολύχρωμα πουλιά και τα μαμούνια
Που φτερουγίζουν μέσ’ στα γέλια των παιδιών
Με τα τζιτζίκια που αάλλονται στη ζέστη
Και προκαλούνε στύσεις στους πατέρες.

Ενδοχώρα, 1945

Ανδρέας Εμπειρίκος - Κύκλωπες και καταστήματα


Η λύσις της λυπομανίας περιέχει την κόπωσιν των κλυδωνισμών του παγωμένου φρέατος. Σύμπασα η διαστολή της αναστηλώσεως των ορθίων καμήλων επί του είδους της φωτιάς που όλοι μας προτιμούμε συγκατανεύει ως περικοπή των βραχυτέρων σηματοφόρων της ανοίξεως. Εδώ περαστικά σαλπίσματα των βρυχωμένων γυπαετών εκεί σημάδια στα μάγουλα των ημιγύμνων γυναικών που μας προσμένουν αντί βοής των χήρων ερπετών. Κάτω από τους κλώνους των υπερωκεανείων σιμά σε μας θα λογισθούν ως σαλτιμπάγκοι οι χορτοφάγοι ιππείς και θα συρρέουν ως ροπή του πρακτικού σαρακηνού τα κρύσταλλά του και τα δέρματα των αχλαδιών που προτιμούν τη στύση του πέους από τα σύννεφα της νηνεμίας πλαγιών δρόμων χημικής αναιρέσεως και ανευρέσεως κόπρων και κοσμημάτων.

(Υψικάμινος, 1935)

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Ανδρέας Εμπειρίκος - Εποχές (απόσπασμα)

Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγιαλούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθαλασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην. Δρόμοι ασφάλτου που οδηγούν εις πόλεις του χειμώνος, με λεωφόρους οιμωγών κι αποτροπαίων φόνων, για την τιμή του αδελφού, για το κρασί που εχύθη, για κάτι χωρίς όνομα που δεν σκεπάζει η λήθη, με άσπρες και μαύρες συμφορές που τρίζουν στα δοκάρια, σαν τα σχοινιά των κρεμασμένων, όταν ο άνεμος κινή τα αιωρούμενα κουφάρια – τούτα τα αδιάβλητα, τεράστια εκκρεμή της μοίρας των λυπομανών...


Οκτάνα, Ίκαρος

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Η πόρτα


Ανοιξε η πόρτα και έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οι-
κίσκου εφώναξαν « Ποιος είναι;» Βλέποντες δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμμιά δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ΄όλον τούτο, πίσω απ΄το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε -
κύκλιζε τον μέχρι προ ολίγου στάσιμον αέρα – σαν να κτυ -
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτερού -
γιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα -
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. ΄Επειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητος, σαν τόπος αγιωσύνης.
Γλυφάδα, 8. 7. 1960
Οκτάνα

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Η αίγλη των ιερωνύμων


I.

Καθυστερούν οι νέοι στους αγρούς
’Αργά συμπίπτουν των προβάτων τα κουδούνια
Εν τέλει, γίνονται καμπάνες
Κρουστοί και λαγαροί παιάνες
Σαν γάμοι με νύμφες μελαψές
Στη γη της Γαλιλαίας.

ΙΙ.

Πούπουλα πέσανε στη γη
Σμήνους περιστερών που απέπτη
Μία στιγμή δύο στιγμές σιωπή
Κ’ έπειτα μέσ’ στο γαλάζιο φως βοή
Πτερά λευκά των αρχαγγέλων.

III.

Είναι το μάτι του φωτός
Του παντοκράτορος το μάτι
Και η πλάσης είναι σύμπασα
Των ουρανών η πλατυτέρα.

IV.

Όσοι από μας προέρχονται απ’ την σποριά του ήλιου
Ποτέ δεν θα περιφρονήσουμε τις πιο βαθιές σκιές
Όσοι από μας γεννήθηκαν έξω απ’ τα κύτταρα του μίσους
Ζούμε την καλοσύνη μας
Σαν αγιοσύνη πανεύοσμης πρωτομαγιάς.

V.

Όταν ανοίγουν τα πέταλα της ανεμώνης
Ιβίσκων στήμονες ακαριαίως ξεπετιούνται
Ξέφωτο ή λόχμη γίνεται με πίδακες
Και τα τζιτζίκια πάλλονται άνευ τέλους
Στις πιο βαθειές πτυχές της πανσπερμίας.

VI.

Λόγια πού αστράφτουν σαν πετράδια
Πλάθουνε πράγματα και από τα σίδερα πιο στερεά
Και αν στις υγρές των δένδρων ρίζες
Οι μύκητες ζουν και πεθαίνουν
Δεν τούς φοβούμεθα δεν μάς πειράζει.

VII.

Κορμοί της ανυψώσεως
Δένδρα υψηλά και αιχμήεντα
Εις το γλαυκόν διάστημα
Υψώνονται και σφύζουν
Πόθοι της γης παφλάζοντες
(Σεγκόγιες
Ουελλιγκτώνιες)
Τον ουρανό με περιπάθειαν
Λογχίζοντας.

VIIΙ.

Η βεβαιότης των πιστών
Και η ταχύτης των σωστών ανθρώπων
Υπερπηδούν τα φράγματα διδασκαλιών κακών
Και τρέχουν όλοι προς τας δροσεράς πηγάς
Όπου εξαίσια μικρά κορίτσια
Δείχνουν της ήβης των τα ροδαλά βερίκοκα
Δείχνουν τα ροδαλά αιδοία των
Στους φλεγομένους θαυμαστάς.

ΙΧ.

Φλόγα σαν σπιθαμή τριπλή
Κεράσι που γοητεύει των πουλιών το σμάρι
Έμφυτη η κλίσης των γυμνών ανθρώπων
Η αγαλλίασης των πάει να ξεχειλίσει
Σαν γάλα ζεστό μέσ’ από κύπελλο γεμάτο.

Χ.

Κάτι παράδοξον συνέβαινε μπροστά μου
Κάτι απ’ αυτά που εύκολα δεν ημπορείς να τα ονομάσεις
Κ’ αίφνης εστάθηκα και είπα:
«Δύστηνη μοίρα των τυφλών
Και των χαμοσερνάμενων ανθρώπων».

ΧΙ

Μπροστά στην πρωινή συκιά
Που γάλα στάζει
Τον ήλιο βλέποντας να ξεπροβάλλει
Τo στόμα άνοιξα και φώναξα άθελά μου: 
«Ήρθε ο καιρός να πω και εγώ
Πτερόεν άρμα!».

XII.

Ω Λαπωνία δεκτική με ποταμούς ταράνδων
Ω διακεκαυμένη ζώνη των τροπικών χωρών
Ω Χώραι αδελφαί της ακροτάτης νοσταλγίας!

[Από τη συλλογή Αι γενεαί πάσαι ή η σήμερον ως αύριον και ως χθες, εκδόσεις Άγρα

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Εχεμύθεια


                                      ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ - ΧΑΡΗΣ & ΠΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ


Με την ριπή του ανέμου στα μαλλιά

Της γυναικός που στροβιλίζεται μεσʼ το σαλόνι

Και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται

Και με στολίδια και παιδιά

Που τη λατρεύουν κι όλο λέγουν τʼ όνομά της

Και με τους άντρες που σηκώνουν

Όρθιο το χέρι τους στον ουρανό

Μεσʼ την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους

Στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει

Τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας.


Πηγή:  Ανδρέας Εμπειρίκος - Ενδοχώρα – Άγρα, 2009

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Φως επί φάλαινας


Η αρχική μορφή της γυναικός ήτο το πλέξιμο των λαιμών δυο δεινοσαύρων. Έκτοτε άλλαξαν οι καιροί και άλλαξε σχήμα και η γυναίκα. Έγινε πιο μικρή πιο ρευστή πιο εναρμονισμένη με τα δικάταρτα (σε μερικές χώρες τρικάταρτα) καράβια που πλέουν επάνω από τη συμφορά της βιοπάλης. Η ίδια πλέει επάνω στα λέπια ενός κυλινδροφόρου περιστεριού μακράς ολκής. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μας μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος.

Ανδρέας Εμπειρίκος, Υψικάμινος (1935), εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1988, σ.16.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Deauville


Ξανθή σχισμή, ξανθή σκιά και μαύρη στήλη. Και η σχισμή γίνεται πηγή που ηχεί και ρέει· και η κολόνα πίδαξ – λάλος πίδαξ, λευκός και λαγαρός, που σελαγίζει και αναβλύζει. Ανάμεσα στα χείλη λάμπουν οι μαργαρίται ως κομπολόϊ υγρό, ρευστό και ανεκλαλήτως πλούσιον.

Έτσι, όταν ασπαίρει η στιγμή και από τα έγκατα ο αλαλαγμός υψώνεται υγρός και ο θόλος του κτίσματος γεμίζει και ανθίζει – χίλια τα χρόνια της στιγμής, χίλια τα έπη της κραυγής που εκτοξεύεται και υπερυψούται.

Και όταν, κάθε φορά που η χλαλοή περνά και συσπειρούται εκ νέου η κραυγή μεσ’ στην ξανθή σκιά και επάνω από την μαύρη στήλη, πάλι χίλια τα χρόνια της στιγμής, χίλια τα έπη της κραυγής και μεσ’ στη σιωπή που απλώνεται και αυτή και υπερυψούται επάνω απ’ τη ξανθή σκιά επάνω από την μαύρη στήλη ως πίδαξ λευκός γλυπτός, ως πίδαξ ακίνητος στητός, ως όμβρος πετρωμένος, ως λόγος όρθιος μαρμαρωμένος και η σιωπή, η σιωπή, αλαλαγμός και αυτή αλαλαγμός, μέσα στη μνήμη της σακρός είς τον αιώνα τον άπαντα κρυσταλλωμένος.

Άνδρος (Μπατσί)

21 – 6 – 1956

[Αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Ουτοπία, τεύχος Νο 49 Μάρτιος – Απρίλιος 2002]

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Οι παπαρούνες


Χρυσά τα στάχυα

Οι κάμποι κατάστικτοι με παπαρούνες 

Των αργαλειών η μέθη μεσ’ στο χέρι

Της ξεμοναχιασμένης καλογριάς που ασπαίρει

Στα σύννεφα της θαλπωρής μιας φαντασίας

Ή στα δεινά του φόβου σιτοδείας

Εις έντεχνον αντιφυγάδευσιν του χρόνου

Εις διάπυρον προσπάθειαν εγκαθιδρυσεως μιας παρουσίας.


Αι γενεαί πάσαι ή η σήμερον ως αύριον και ως χθες

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος- Συμπληγάδες


Κονιορτός
Έπειτα βράχοι δίχως κεφαλή
Έπειτα δράκοι δίχως μάτια
Και μίσχοι των νωπών λωτών
Στα στόματα των δράκων.

Καλή στιγμή
Περιφορά των εναυσμάτων
Για την γαλήνη των πτωχών
Των άνευ δέρματος και άνευ πάθους
Κορυδαλλών.

Μείνε γυμνή
Τα ρούχα της ημέρας
Είναι βαρύτερα και από τις φωλιές του πεπρωμένου.

Μείνε μαζί μας
Στ’ ανοίγματα τα πρωινά
Θα σβήσουν οι φόνοι της νυκτός
Στους ήχους των διαλαλητάδων
Θα σύρουν βάρκες οι ανεμότρατες
Και ναύτες θα σου πλέξουν την λεπτότατη
Την άνευ υφάσματος παροδική σου παροιμία.

ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ Η’
Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ
(1984)


Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Ο Ευφράτης

 Eίναι αληθές ότι η πλήρης μοναξιά είναι βαρεία και ότι η έρημος είναι αυχμηρά και ταλανίζει. Aλλά, αλλά, ου μην αλλά (όπως του Iσλάμ το Iλ Aλλά, των χριστιανών το Έχει ο Θεός και των αθέων αι υψηλαί αι σκέψεις) κανείς ιδρώς, καμία δίψα, δεν εξαντλούν τον μυστικόν Eυφράτην, που και εν τη ερήμω ακόμη, και εντός και πέραν της σιγής, εντός και πέραν πάσης μοναξιάς και πάσης μεμψιμοιρίας, ποτίζει τα πάντα, πάντοτε, χωρίς να φαίνεται η πηγή του, όπως το μέγα φως, το άκτιστον, φωτίζει τα πάντα εις τον αιώνα, χωρίς να φαίνεται η εστία, τα πάντα, τα πάντα, ακόμη και τα πιο μικρά, όσον και το εκστατικόν, το ανέσπερον, το μέγα παφλάζον Σύμπαν.

(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)

Ανδρέας Εμπειρίκος - Μία Χιονοστιβάς Κρημνιζομένη

 Όταν ενώπιον μιας κρημνιζομένης χιονοστιβάδος, που πέφτει από τα ύψη των ορέων και από τους πάγους των ψυχρών πτυχώσεων του εδάφους σε χαμηλότερες πλαγιές, ή προς το βάθος μιας χαράδρας ή κοιλάδος, όταν ενώπιον μιας κρημνιζομένης χιονοστιβάδος ένας θεατής ή ένας ορειβάτης κατέχεται από δέος, ή τέρπεται από την ηδονήν του επικινδύνου, όχι μόνον ηχεί η ηχώ των πτώσεων των χιονοσωρών, από φαράγγι σε φαράγγι, και επαναλαμβάνει την βοή και παρατείνει την διάρκεια του πατάγου, μα αντηχεί και μέσα στα σπλάχνα του ορειβάτου κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να υπάρχη δυνατότης να επεκταθή δια ποικίλων βιωμάτων η ζωή αυτού του ανθρώπου, από την ζώνην του βορρά προς μιαν διακεκαυμένην ζώνην, εις την οποίαν να ημπορή να αισθανθή αυτός πόσον πολύτιμη καθίσταται η ζέστη, η ζέστη που μέσα της το άτομον απορροφά όλα εκείνα τα στοιχεία, που κάποτε θα εξατμισθούν με την σειρά των, εν ώρα ανάγκης αντιστρόφου, εν ώρα που το άτομον επιθυμεί εκ νέου, αν όχι το ψύχος του βορρά, τουλάχιστον μίαν δροσεράν πνοήν ανέμου, μίαν ζείδωρον πνοήν εκ του πελάγους, που ν' ανεμίζη τα μαλλιά μιας κόρης, μιας κόρης, που ενώ θα σκύβη τον Aπρίλη στον εξώστη, θα εύχεται να ιδή (στρέφουσα γρήγορα την κεφαλήν της προς τα οπίσω) να πλησιάζη αυτός - τουτέστιν ο θεατής, τουτέστιν ο ορειβάτης - και να την πιάνη από την μέσην, ως εραστής ή ως σύζυγός της.


(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)

Aνδρέας Εμπειρίκος - Θρυλικόν Ανάκλιντρον


O ειρμός του ποταμού διεκόπη. H συνοχή όμως του τοπείου είταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε. Mέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που χτυπούσε ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακκουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών. O περιφερειακός δρόμος του έγινε δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που συνελήφθη το τοπείο στα δάχτυλα του πεπρωμένου.

(από την Yψικάμινο, Άγρα 1980)


Aνδρέας Εμπειρίκος - Έλυτρον


Διαυγείς αλλά με πληθυντική παρρησία δεχτήκαμε στο στήθος μας την ανταύγεια ενός θυμού. Περιορισμός δεν υπήρχε. Tο φιλί που δώσαμε μας το πήρε το δρολάπι και ξερριζωμένοι κραυγάσαμε μέσα στα χόρτα της νυκτός την ώρα του περιοδικού φρουρού μας. H κλοπή του φιλήματος μας προσέδωσε αναπάντεχη ζηλοτυπία αλλά η αλήθεια απεδείχθη και απεδείχθη ιδική μας. Tώρα και το δρολάπι το ίδιο κυκλοφορεί μέσα στην αλήθεια μας με μύρα και με καρπούς και δροσίζει την πυκνότητα των πουλιών του στήθους μας. Tα ποθητά λουλούδια ποικίλλουν την γαλήνη των εκτάσεων της καρδιάς μας και πληθαίνουν τα πιστά στίφη των ενιαυτών που μας ανήκουν.

(από την Yψικάμινο, Άγρα 1980)


Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

Ανδρέας -Εμπειρίκος - Η επιστροφή του Οδυσσέως



Η ραστώνη, ότι και αν λέγουν μερικοί, είναι κάκιστον πράγμα. Όχι για λόγους ηθικής, αλλά για λόγους βιολογικούς, για λόγους υπερβαίνοντας και αυτήν ακόμη την λεγομένην υπαρξιακήν φιλοσοφίαν.

Πρέπει να εξηγηθώ. Το νιώθω. Ιδού λοιπόν.

Κάποτε, στα κράσπεδα της Νέας Ιερουσαλήμ, (ή Salt Lake City), καθόταν ένας πυρρόξανθος μορμόνος — ο Δανιήλ Κάρτερ. Ο άνθρωπος αυτός είχε τρεις όμορφες γυναίκες — την Πηνελόπη, την Τζωρτζιάνα και την Αικατερίνη. Ο Δανιήλ ήτο καλός και αγαθός. Είχε όμως ένα ελάττωμα. Ήτο τεμπέλης.

Τα τρία πρώτα χρόνια της συζυγικής ζωής του, όλα πήγαιναν καλά. Στο τέταρτον έτος, πήρε ακόμη δυο γυναίκες — την Ρουθ και την Ελένη. Πέρασε άλλος ένας χρόνος, και ακόμη όλα πήγαιναν καλά. Ο Δανιήλ, αμέριμνος και υγιής, ζούσε με τις γυναίκες του ευτυχισμένος. Στο τέλος όμως του πέμπτου χρόνου μια πυρκαϊά απετέφρωσε το πρότυπον βυρσοδεψείον που του είχε αφήσει ως κληρονομίαν ο πατέρας του, και ο αγαθός μορμόνης, πλην ενός σπιτιού και ολίγων τιμαλφών, απώλεσε τα πάντα. Τότε κατέστη έκδηλος η τεμπελιά του.

«Καημένε Νταν», του έλεγε η Πηνελόπη, που είχε περισσότερο θάρρος μαζί του από τις άλλες του γυναίκες. «Καημένε Νταν, γιατί δεν προσπαθείς να εργασθείς, γιατί δεν κάνεις κάτι... Θα μας ρέψει η φτώχια... Θα πεθάνουμε της πείνας...»

Ο Νταν πουλούσε πού και πού από ένα τιμαλφές και έλεγε χαϊδεύοντας την μικρά πυρρόξανθή του γενειάδα:

«Έχει ο Θεός. Έχει ο Θεός, για τους καλούς ανθρώπους».

Η αλήθεια είναι πως ο Δανιήλ, εκτός που ήτο ένας τεμπέλης, ήτο συνάμα ονειροπόλος και πίστευε σε μια Ιερουσαλήμ ευτυχισμένη, που θα την φύλαγε από ψηλά, εις τον αιώνα ο Παντοκράτωρ.

Μια μέρα του είπε πάλι η Πηνελόπη:

«Άκουσε Νταν, στο λέγω από αγάπη. Πρέπει να εργασθείς. Τις πρώτες μέρες ίσως δυσκολευθείς λιγάκι. Στο τέλος όμως θα σου αρέσει... Είσαι γερός και δυνατός... Είσαι και παλικάρι... Πάρ’ το απόφαση... Πρέπει να εργασθείς».

Τούτη τη φορά, ο Δανιήλ Κάρτερ βγήκε μέχρι τινός από τους ρεμβασμούς του. Αλήθεια, εσκέφθη, έχει δίκαιο η Πηνελόπη... Η πόλις του η αγαπημένη, δεν ελέγετο μόνον Νέα Ιερουσαλήμ, ελέγετο και Salt Lake City.

«Καλά», είπε στη γυναίκα του αρπάζοντας το στρογγυλό, πλατύγυρο καπέλο του. «Καλά, θα πάω στη λίμνη να σκεφθώ, και αύριο θα πάρω την απόφασή μου».

«Αχ, μπράβο Νταν!» ανεφώνησε η πρώτη του γυναίκα, με δάκρυα στα μάτια της.

«Γεια σου», απήντησε ο Δανιήλ, και πήρε τον δρόμο προς την λίμνη, όπου του άρεζε κατ’ εξοχήν να κάθεται και να ρεμβάζει. Καθ’ οδόν, εκεί που περπατούσε, έλεγε και ξανάλεγε, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του με πικρίαν:

«Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! Ω αλμυρά μου πόλις»

Μετά μίαν ώραν, ο Δανιήλ Κάρτερ καθόταν κάτω από ένα δένδρο στην ακρολιμνιά με το πηγούνι του στα χέρια, σκεπτόμενος τί έπρεπε να κάμει.

Ήτο μία ανοιξιάτικη ωραία ημέρα. Τα νερά, πάντοτε αλμυρά εφαίνοντο γλυκύτατα. Οι λόφοι, απέναντι, εχλόαζαν, κατάστικτοι από αγελάδες. Κοντά στην είσοδο ενός αγροκτήματος, μια κόρη άρμεγε μιαν αγελάδα.

Όχι μακριά από τον Κάρτερ, ένας φιλήσυχος πολίτης, με ψάθινο καπέλο, ψάρευε με μεγάλη υπομονή, καπνίζοντας ένα τσιμπούκι.

Ο Δανιήλ, συλλογιζόμενος, κοίταξε αρχικώς ολόκληρο το τοπείον. Σε λίγο όμως το βλέμμα του καρφώθηκε στην κόρη που άρμεγε την αγελάδα.

Οι σκέψεις του Κάρτερ έγιναν τώρα ρεμβασμοί· οι ρεμβασμοί έγιναν οραματισμοί και οι οραματισμοί, εκστατικαί ενατενίσεις.

Θα ημπορούσε να γίνει γεωργός. Θα ημπορούσε να προσθέσει και τούτη την ωραία κόρη στη συλλογή των άλλων συζύγων του. Θα ημπορούσε να γίνει σιγά-σιγά μεγαλογαιοκτήμων, συγχρόνως, απόστολος του Μορμονισμού εις όλον τον κόσμον, και, τέλος, θα ημπορούσε να γίνει κάλλιστα και πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών... Διατί όχι; Μήπως και ο Αβραάμ Λίνκολν δε ήτο και αυτός, κατ’ αρχάς, ένας απλούστατος άνθρωπος;

Αλλά διατί έλεγε «θα ημπορούσα να γίνω τούτο ή εκείνο»; Ήτο ήδη όλα αυτά. Η νεάνις που άρμεγε τις αγελάδες έγινε και αυτή γυναίκα του, σύζυγός του. Η ημέρα ήτο θεσπεσία. Οι αγροί ήσαν χλοεροί. Τα πάντα ήσαν χαρμόσυνα. Ήτο μεγάλος ο Θεός και θαυμαστά τα έργα του!

«Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! Αγαπημένη πόλις!» ανέκραξε με πάθος ο μορμόνος, ορθούμενος στα πόδια του. «Θα ’ρθουν νέοι καιροί! Θα ’ρθουν νέοι προφήται! Θα ’ρθω εγώ, ο Δανιήλ, να σε ανακηρύξω, ω Νέα Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσα όλου του κόσμου, μες στην καρδιά της Ιούτα, στις όχθες της ωραίας λίμνης!»

Με αυτήν την επίκλησιν, ο πυρρόξανθος μορμόνος προχώρησε προς την νεάνιδα, που ακόμη άρμεγε τις αγελάδες. Ήτο πανίσχυρος και δοξασμένος. Ήτο πανίσχυρος και αναμορφωτής της Οικουμένης...

Αυτός που ψάρευε στην ακρολιμνιά, κοντά του, κούνησε το κεφάλι του και εσκέφθη: «Και άλλος τρελός... Ο κόσμος παρεφρόνησε». Η νεάνις, βλέπουσα ότι την επλησίαζε αποφασιστικά ο εκστατικός ανήρ, εγκατέλειψε τις αγελάδες και εκλείσθη στο σπίτι της.

Αλλά ο Δανιήλ, δεν απεγοητεύθη. Ήτο ο μορμόνος Κάρτερ, ο μέγας εραστής και αναμορφωτής του Κόσμου. Την ίδια μέρα, έκτισε μια πρόχειρη καλύβα, με φύλλα και κλαριά, και εγκατεστάθη εκεί, στις όχθες της Αλμυράς λίμνης, στα κράσπεδα της Νέας Ιερουσαλήμ, εκφράζοντας από μακριά τον έρωτά του εις την κόρην και συνεχώς πλουτίζοντας τα οράματά του.

Την τρίτη ημέρα κατόρθωσε να πλησιάσει την νεάνιδα. Την πέμπτην ημέρα την ενυμφεύθη. Την έκτην ημέρα —ίσως επειδή η κόρη αυτή ήτο η έκτη σύζυγός του— θυμήθηκε ότι τον επερίμεναν οι άλλες, η Πηνελόπη, η Τζωρτζιάνα, η Αικατερίνη, η Ρουθ και η Ελένη. Πήρε λοιπόν την Καρολίνα —έτσι ελέγετο η νέα του γυναίκα— έβαλε φωτιά στην πρόχειρη καλύβα και επέστρεψε στο σπίτι του με άγχος.

Τί είχαν γίνει οι άλλες του γυναίκες; Μήπως φύγανε; Μήπως πέθαναν; Μήπως ψωμοζητούσανε στους δρόμους, ενώ αυτός τελούσε τους γάμους;

Αδόκητον θέαμα τον επερίμενε εκεί. Δύο ζωέμποροι, ένας αργυραμοιβός, ένας διευθυντής κέντρου χαρτοπαιξίας και ένας χυδαίος δημεγέρτης, είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι του, και, έχοντες μετατρέψει τις πέντε γυναίκες του σε παλλακίδες, ετέρποντο μαζί των, για ένα κομμάτι ψωμί... Και αυτός που ήρχετο από την λίμνην, με την νέαν σύζυγον εις το πλευρόν του, για να αναγγέλει χαρούμενος, ότι είχε φθάσει νέα εποχή, ότι απεφάσισε να εργασθεί, στεκόταν εκεί σαν κερατάς, στην πόρτα του σπιτιού του.

Τότε μέσα στα σπλάχνα του Δανιήλ, εξύπνησε αιφνιδίως το αίμα των παλαιών μεταναστών, το αίμα των πουριτανών τυχοδιωκτών και έλαμψε εμπρός στα μάτια του η ωραία μορφή του αρχιμορμόνου Ιωσήφ Σμιθ και ο Δανιήλ Κάρτερ έγινα διαμιάς άνθρωπος δράσεως. Ανασπών εν ριπή οφθαλμού από τας θήκας των δύο εξάσφαιρα περίστροφα (τύπου Σμιθ Ουάσσον), τράβηξε δύο πιστολιές εις τον αέρα. Οι πέντε μνηστήρες ετράπησαν εις φυγήν, σπεύδοντες προς το ανοικτό παράθυρο του δωματίου, ενώ οι γυναίκες, έντρομες, συμπλέκουσαι τα χέρια των, τα τέντωναν ικετευτικά προς τον σύζυγόν των.

Αλλά ο Δανιήλ δεν είχεν σκοπόν να αφήση τους πέντε άνδρας να φύγουν ατιμωρητί, και εκστομίζων τρομεράς βλασφημίας, επάτησε κατ’ επανάληψιν τας σκανδάλας των δύο περιστρόφων του. Οι μνηστήρες, ο εις μετά τον άλλον, κατεκρημνίζοντο κακήν κακώς από το παράθυρον, και έπιπταν επί της χλόης, με μιαν ή δυο σφαίρας εις τους γλουτούς, ενώ οι έξι γυναίκες του μορμόνου, έπεφταν γονατιστές στα πόδια του και τα φιλούσαν.

Μετά εν έτος, ο Δανιήλ έγινε έμπορος αγρίων ίππων. Μετά δύο έτη, έγινε δήμαρχος της Salt Lake City, και μετά πέντε έτη, εις τας προθήκας όλων των βιβλιοπωλείων της Νέας Ιερουσαλήμ, ενεφανίζετο ένα χονδρό βιβλίον με όνομα και τίτλον:

ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΡΤΕΡ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ

Ή

Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΜΟΡΜΟΝΩΝ


Ανδρέας Εμπειρίκος. 1980. Γραπτά ή προσωπική μυθολογία (1936–1946). 3η έκδ. Αθήνα: Άγρα. [1η έκδ. 1960, Αθήνα: Δίφρος].