Ανοιξε η πόρτα και έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οι-
εισέλθει και ότι απάντησις καμμιά δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ΄όλον τούτο, πίσω απ΄το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε -
κύκλιζε τον μέχρι προ ολίγου στάσιμον αέρα – σαν να κτυ -
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτερού -
γιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα -
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. ΄Επειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητος, σαν τόπος αγιωσύνης.
Γλυφάδα, 8. 7. 1960
Οκτάνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου