Είμαι γυμνός από το ρούχο της ευσπλαχνίας σου
άνθρωπε ανώτερε
τροφοδότη τούτων των στίχων
φονιά και πεταλούδα
είσαι συ
είναι
κι η μουσική της γήινης θλίψης·
δυο θεοί που αναβρύζουν απ’ τις βρύσες της ανυπαρξίας τους.
Κηπουρέ, αστροδέτη, μαστάρι της θύελλας,
ανθρώπινο αιματοκύλισμα. Αυτό είναι το δώρο σου,
συναγμένη γύρω των πραγμάτων όλων.
Κάνε με ένα παιδί
κάνε με παρακαλώ ένα αμέριμνο πλάσμα
κάνε με έστω στουπί του ήλιου σου
δώσ’ μου λέξεις ευνοϊκές. Δαίμονα χρυσομάλλη,
άντρα και κέρατο θείων πορνών
ανυπόφορο ψέμα που τα χείλη μου τρέμισες
στο αιδοίο της καλοσύνης σου
μίλα λοιπόν
χύσε οργασμούς ανθρώπινης ευαισθησίας στη μήτρα της
ποίησης.
Γλυπτό που ταξιδεύεις τ’ ομοίωμά μου στο πλαστικό σου
σύμπαν, το χέρι υψώνω στην ικεσία,
ουρλιάζω παράφορος και κτηνώδης,
σε παίρνω στο τηλέφωνο σου ανοίγω την καρδιά μου
καίγομαι πηδώντας έξω απ’ το κρέας,
κρατώντας λουλούδια και τη λάβα και ζώντας
στην εμπειρία της θλίψης
για να πληρώσω το γεγονός του δεσμού μου
με τούτον τον κόσμο και τον άλλον κατά πάσα πιθανότητα.
Και είμαι κουλός δεν πιάνουν τα χέρια μου αλήθειες.
Στριφογυρνώ μέσα στο δέρμα σαν έμβρυο σε γέρικη μήτρα,
κόμποι και βόλοι που συμπιέζονται αλληλοσυγκρούονται
και εκρήγνυνται στο μαγικό σκοτάδι
μεμβρανώδη πόδια που φωνάζουν μέσα απ’ τα μάτια
μέσα στο κέντρο
ηλεκτρόνια και ενέργειες και σχετικότητες.
Εσύ είσαι ένα κόκαλο που το πετάνε στο σκύλο
Εγώ ένας βλάκας στο Γαλαξία που λέγεται “θλιβερό φωτάκι”
με πεταλίδα, φύκι, ζητιάνο έχω συγγένεια, ψάρι και κάτουρα.
Στημένη η σημαία της νίκης στη γνωριμία της δυστυχίας μου.
Βράχε-φωτιά ή κεραυνέ ή Αγελάδα ή Δία ή Βράχμα
ή Αλλάχ κάνε τούτο το ποίημα να ουρλιάξει
σαν κυκλώνας ντυμένο το άπειρο δέος της διαφθοράς μου.
Είμαι στο έλεός σου· φλόγα που καλπάζει από μια γενιά
στην άλλη νιώθοντας βαριεστημάρα.
Ω λύτρωση που ο νους μου δε σε χωράει.
Ω μαργαρίτα-αποσύνθεση
Η γη λοιπόν είναι το νόμισμα που μ’αυτό
θα ξοφλήσεις το χρέος σου;
Απόλλων Φοίβε διακονιάρη έλα και γέμισε
με το ίδιο σου το πρόσωπο
αυτή τη ζωή μου. Να βγει η ψυχή μου σαν συντριβάνι
έξω από τον τάφο της ύπαρξης παίζοντας τους καημούς του
έρωτα
που ‘ναι εξατμίσεις της μηχανής σου.
Μη με σκοτώνεις σιγά σιγά τη μέρα της αποκαθήλωσης
στο απέραντο γέλιο των πυρηνικών βομβών
απανωτά χτύπησε το κουβούκλιο της κοσμογονίας
με των ματιών μου τις πέτρες. Σχημάτισε με τ’ άντερά μου
τον καιόμενο φοίνικα σ’ ένα πελώριο κουτόσπιρτο.
Ασύλληπτο χάδι ανάμεσα απ’ τα διαυγή βλέμματα
των ωραίων θηλυκών αστεριών.
Κατακλυσμέ ανθρωπίνων μελών
πνίξε με για πάντα.
Σκίσε την πόλη με το πέος του πολέμου, σύντριψε
τους ανθρώπους, τα τρένα που έρπουν, τα ιπτάμενα που
φτερουγίζουν κομματιάζοντας τη νάιλον μέρα
σε χιλιάδες κουρέλια μυστηριώδους εξέλιξης.
Ρούφηξε τις γραμμές του ορίζοντα
Βάλε το χρόνο στον τάφο του
κάνε με πέτρα με το κουκούτσι της.
Η κάθε μέρα τελειώνει σαν χαλίκι που γίνεται αέρας
κι ακουμπάει και λάμπει πάνω στη μεγάλη βασιλική νεκρο-
φόρα
την Κυρία Γη.
*Από το βιβλίο Ποίηση 2, Εκδόσεις Κέδρος.
Πηγή: https://tokoskino.me/2024/12/18/%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AD/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου