Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024
Θοδωρής Μπελίτσος - Στο φανάρι
Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023
Θοδωρής Μπελίτσος - Εννέα έξι τρία
Στο σχόλασμα έτρεξα προς το Γουέμπλεϊ, την αλάνα δίπλα στο σχολείο. Είχαμε κανονίσει να παίξουμε ένα δίτερμα πριν γυρίσουμε στα σπίτια μας. Βρήκα την ομάδα μαζεμένη σε μια γωνιά γύρω από ένα τρανζιστοράκι: Μπαλωμένος, Ρεπανάς, Ροδίτης, Τσακιράκης, όλοι ήταν εκεί. Δίπλα τους ο Σαλιάρης κρατούσε το πονεμένο του κεφάλι. Είχε μια μεγάλη μελανιά στο μάτι, ήταν φανερό πως κάποιος τον είχε χτυπήσει. Ξαφνικά άρχισε να τρέχει και να φωνάζει:
«Ντούρλα βρωμιάρη, τα σουβλάκια σου είναι σάπια! Ντούρλα βρωμιάρη…».
«Τζερόνιμο ακούτε, ρε;», φώναξα εννοώντας τον «Τζερόνιμο Γκρούβι», τον πιο διάσημο ραδιοπειρατή της εποχής.
«Σσσς!», μου έκαναν όλοι με το δάχτυλο στο στόμα. Πλησίασα ν’ ακούσω πιο καθαρά.
-ο-ο-ο-
Τον Σακκά δεν τον πήγαινα καθόλου. Είχε ένα ύφος, πώς να το πω ρε παιδί μου, του παντογνώστη, που σε έκανε να τρέμεις όταν ρωτούσε κάτι. Ήταν βέβαια και το μάθημα που μας έκανε, η άλγεβρα, το χειρότερό μου. Γεωμετρία και τριγωνομετρία κάτι σκάμπαζα αλλά από άλγεβρα γρυ. Πολυώνυμα, εξισώσεις, μιγαδικοί, κοινοί διαιρέτες, κοινά πολλαπλάσια, ζαλούρα σκέτη. Εκείνος ατάραχος δεν δεχόταν με τίποτα μεσοβέζικες λύσεις. Το αλάθητο του Πάπα προσωποποιημένο.
«Μα κύριε, βρήκα τη διακρίνουσα».
«Και λοιπόν! Δεν επιλύθηκε η εξίσωσις, συνεπώς μηδέν».
Παρασκευή πρωί, πρώτη ώρα, Σακκάς, άλγεβρα. Ό,τι πρέπει για να φτιάξει τη μέρα σου. Κάτι ψιθυριζόταν για διαγώνισμα αλλά με τον Σακκά δεν ήσουν ποτέ σίγουρος. Μπήκε μέσα αγέρωχος, όπως πάντα, με τον πέτσινο χαρτοφύλακα υπό μάλης, κατά την ορολογία της εποχής. Εμείς, όρθιοι, κλαρίνα, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.
«Καθίστε, καθίστε», είπε με ασυνήθιστα μειλίχιο ύφος. «Δεν θα γράψουμε σήμερα τεστ», συνέχισε.
Στο ομαδικό ξεφύσημα ανακούφισης της τάξης, αντέδρασε με ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα, το οποίο εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως από τα χείλια του.
«Δυο ασκησούλες θα σας δώσω. Θα τις λύσει καθένας μόνος του και μετά θα τις κάνουμε στον πίνακα, για να δείτε τα λάθη σας». Ασυνήθιστο κι απρόσμενο από τον Σακκά.
«Τσακιράκη, στον πίνακα να γράψεις την πρώτη», διέταξε. «Οι υπόλοιποι στα τετράδια σας, έχετε δεκαπέντε λεπτά και τσιμουδιά. Όχι συνεργασίες, δεν θα σας βαθμολογήσω άλλωστε». Αυτό δεν ήταν «Σακκάς», ήταν κάτι άλλο!
Άσκησις πρώτη: «Να αναλυθεί ο αριθμός 963 εις γινόμενον πρώτων παραγόντων».
«Εννιά έξι τρία»! Μας δουλεύει, σκέφτηκα. Το πρωί στο δρόμο για το σχολείο, ο Μαρίνος ο Σαλιάρης γύριζε τις γειτονιές και φώναζε «εννέα έξι τρία, εννέα έξι τρία!». Από πίσω του τρέχανε κάμποσα πιτσιρίκια φωνάζοντας κι αυτά το ίδιο.
Στο πεντάλεπτο ο Ροδίτης κι ο Ρεπανάς είχαν σηκώσει χέρι. Στο δεκάλεπτο σχεδόν όλοι. Εγώ τίποτα, πάσχιζα ακόμα να διαιρέσω με το τρία αλλά η διαίρεση έβγαινε λάθος. Στο μυαλό μου είχε κολλήσει το σύνθημα του Σαλιάρη «εννέα έξι τρία». Τον Σαλιάρη δεν ήταν να τον παίρνεις στα σοβαρά. Του δίνανε ένα δίφραγκο κι έκανε τον τελάλη για τα μαγαζιά: «Κούρεμα, ξύρισμα στου Σάββα, στον πιο καλό μπαρμπέρη της Αθήνας!», τέτοια. Το «εννέα έξι τρία» ήταν μυστήριο. Το κουβεντιάσαμε λίγο στο προαύλιο πριν χτυπήσει το κουδούνι το πρωί: κάποιο καινούργιο καφενείο θα είναι, είπαμε και το ξεχάσαμε.
Το τέταρτο πέρασε, τη λύση δεν την βρήκα, την αντέγραψα από τον Ροδίτη που είχε σηκωθεί στον πίνακα: «963 = 32 * 107». Ο Σακκάς έσκυψε, είδε το τετράδιό μου και μου χτύπησε φιλικά την πλάτη:
«Μπράβο, σημείωσε τη λύση για να την μάθεις».
«Σίγουρα αυτός δεν είναι ο Σακκάς», σκέφτηκα.
«Μπαλωμένε, σήκω να γράψεις στον πίνακα τη δεύτερη άσκηση».
Άσκησις δευτέρα: «Να επιλυθεί το τριώνυμον x2 + 10x - 189 = 0»
«Έχετε είκοσι λεπτά, όποιος βρει τη διακρίνουσα να σηκώσει το χέρι του για να του πω την τετραγωνική ρίζα», έδωσε την κατεύθυνση ο Σακκάς.
Με τις δευτεροβάθμιες τα πήγαινα πιο καλά. Απαλλαγμένος από τη σκέψη του Μαρίνου του Σαλιάρη, έσκυψα στο τετράδιο και υπολόγισα τη διακρίνουσα από τους πρώτους:
Δ = β2 - 4αγ = 102 - 4 * 1(-189) = 100 + 756 = 856.
Σήκωσα ολόχαρος το χέρι μου. «Μπράβο, με εκπλήσσεις», είπε ο Σακκάς. Έσκυψε και μου ψιθύρισε την τετραγωνική ρίζα του 856: 29,26. Στην επίλυση μπερδεύτηκα λίγο με τα πρόσημα, με πρόλαβαν άλλοι, πέρασε το εικοσάλεπτο κι ο Σακκάς σήκωσε τον Ρεπανά. Όταν υπολόγισε τις λύσεις στον πίνακα, έπαθα σοκ:
Χ1 = -19,63
Χ2 = +9,63
«Όχι πάλι!», ψιθύρισα αλλά καθώς η φωνή μου είναι βαρύτονη ακούστηκε πεντακάθαρα στην απόλυτη σιγή που επικρατούσε.
«Μπελίτσο, τι έπαθες;», με αγριοκοίταξε ο Σακκάς.
«Με παραξένεψε η σύμπτωση των αριθμών», είπα δειλά προσμένοντας την κατσάδα. «Με συγχωρείτε».
«Μη ζητάς συγγνώμη, συμβαίνει αυτό καμιά φορά», απάντησε ήρεμα.
«Δεν είναι ο Σακκάς αυτός», ξανασκέφτηκα. Είχα ξεθαρρέψει κι ετοιμαζόμουν να του εξηγήσω με πιο πολλές λεπτομέρειες την σύμπτωση των αριθμών αλλά με πρόλαβε το κουδούνι για το διάλειμμα.
Την επόμενη ώρα είχαμε αγγλικά με τον Τζιμόγλου. Ευχάριστος τύπος, με χοντρά γυαλιά, πατομπούκαλα, δεν μας πίεζε ιδιαίτερα. Γνώριζε ότι οι πιο πολλοί είχαμε ήδη πάρει το Lower και σνομπάραμε το μάθημα. Απαιτούσε όμως να κάνουμε ησυχία, «για όσους συμμαθητές σας δεν έχουν τη δυνατότητα να μάθουν τη γλώσσα εκτός σχολείου», όπως μας έλεγε συμβουλευτικά και το σεβόμασταν.
Το 963 είχε μείνει γραμμένο ψηλά στον πίνακα. Ο Τζιμόγλου, αν και έγραψε πολλά, δεν το έσβησε. Προς το τέλος της ώρας, ενώ έγραφε μια άσκηση στον πίνακα, σημείωσε δίπλα στον αριθμό τρία γράμματα: ΚHz. Συνέχισε να γράφει την άσκηση, μιλώντας αγγλικά σα να μονολογούσε: “Find the meaning, find the meaning...”. Στο μεταξύ χτύπησε το κουδούνι, οι πιο πολλοί δεν δώσαμε σημασία· το μυαλό μας ήταν στο διάλειμμα.
Στο σχόλασμα έτρεξα προς το Γουέμπλεϊ, την αλάνα δίπλα στο σχολείο. Είχαμε κανονίσει να παίξουμε ένα δίτερμα πριν γυρίσουμε στα σπίτια μας. Μπαλωμένος, Ρεπανάς, Ροδίτης, Τσακιράκης, όλη η ομάδα ήταν εκεί, μαζεμένη σε μια γωνιά γύρω από ένα τρανζιστοράκι.
«Τζερόνιμο ακούτε, ρε;» φώναξα εννοώντας τον «Τζερόνιμο Γκρούβι», τον πιο διάσημο ραδιοπειρατή της εποχής.
«Σσσς!», μου έκαναν όλοι με το δάχτυλο στο στόμα. Πλησίασα ν’ ακούσω πιο καθαρά:
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων». Μετά τραγούδια του Μίκη και συνθήματα: «Ψωμί παιδεία ελευθερία, Όλοι ενωμένοι, Κάτω ο Παπαδόπουλος, Έξι χρόνια αρκετά δεν θα γίνουνε εφτά» κι άλλα τέτοια. Δίπλα τους ο Σαλιάρης άκουγε κι αυτός το σταθμό. Ήταν κλαμένος. Είχε μια μεγάλη μελανιά στο μάτι, ήταν φανερό πως κάποιος τον είχε χτυπήσει.
Από μακριά φάνηκε ο Ντούρλας ο σουβλατζής, ο νταής της γειτονιάς, με δυο-τρεις άλλους. Ο Σαλιάρης σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει. Κρατούσε το πονεμένο κεφάλι του και φώναζε:
«Ντούρλα βρωμιάρη, τα σουβλάκια σου είναι σάπια! Ντούρλα βρωμιάρη… Ποτέ σουβλάκια απ’ του Ντούρλα!».
Σηκωθήκαμε κι εμείς βιαστικά. Με τον Ντούρλα και τη χαφιεδοσυμμορία του δεν ήταν να μπλέξεις.
«Σε ποια συχνότητα τον πιάνετε, ρε;», τους φώναξα.
«Στα 963 KHz, στα μεσαία, γραμμένο στον πίνακα ήταν, δεν το είδες;»
"Βρε τον Σακκά", σκέφτηκα, "και δεν του τόχα, αλλά κι ο πατομπούκαλος, άλλη έκπληξη κι αυτός". Έβαλα την σάκα στην πλάτη κι έφυγα τρέχοντας πίσω από τον Σαλιάρη, φωνάζοντας:
«Ντούρλα βρωμιάρη… εννέα έξι τρία! Ντούρλα βρωμιάρη… εννέα έξι τρία».
Θοδωρής Μπελίτσος, πενήντα χρόνια μετά
ΥΓ. Την ιδέα πήρα από τη ριψοκίνδυνη στάση κάποιων καθηγητών στα ακαδημαϊκά φροντιστήρια της Αθήνας, οι οποίοι τις ημέρες της εξέγερσης έγραφαν δήθεν αδιάφορα στον πίνακα τη συχνότητα του ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου. Κατά τα άλλα το διήγημα είναι καθαρή μυθοπλασία.
Θ.Μ. 17.11.2023
Πηγή: https://belitsosquarks.blogspot.com/
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022
Θοδωρής Μπελίτσος -Το δεντρί που δεν γιόρτασε ποτέ Χριστούγεννα
Η Δροσινιώ μεγάλωσε σε μια καλύβα χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο. Φως είχε άφθονο απ’ τον ήλιο και το φεγγάρι· νερό απ’ τις νεροσυρμές και τα ρυακούδια· τηλέφωνο; δεν ήξερε καν τη λέξη. Μηνύματα έστελνε με τα ταξιδιάρικα πουλιά και τα λάβαινε με τα σύννεφα και τον άνεμο. Η Δροσινιώ ήταν αερικό του βουνού· μιλούσε με τα απέθαντα δεντρά και τα αγριολούλουδα· τρεφόταν με νέκταρ από αγριομελίσσια και με γάλα αγριμιών· γιατρευόταν με βοτάνια και χυμούς· ερωτευόταν με ξανθόμαλλα αγόρια στον ίσκιο μιας βελανιδιάς και ξέπλενε το λυγερό κορμί της στα κρυσταλλένια νερά μιας δρακόλιμνης.
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022
Θοδωρής Μπελίτσος - Η λασπωμένη σημαία
Ένα μισοζώντανο κορμί με απλανές βλέμμα, σωριασμένο στο χιονισμένο δρόμο, ανίκανο να κουνηθεί, της έγνεφε με ένα κομματιασμένο χέρι που σπαρταρούσε. Τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι, και τα δικά του και τα δικά της. Τον φόρτωσε όπως-όπως στο μουλάρι και τον πήρε στο μαντρί. Τρεις ημέρες αργότερα τον έθαψε στον αυλόγυρο. Δεν μπόρεσε να της πει ούτε τ’ όνομά του. Μόνο «μάνα» έλεγε. Εκείνη τον φιλούσε στο μέτωπο κι αυτός ξανά «μάνα, μάνα», μέχρι που έσβησε. Η μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό του κάτι έγραφε, μα εκείνη γράμματα δεν γνώριζε.
-ο-ο-ο-
«Η δασκάλα μας είπε να ψάξουμε για ενθύμια ή μαρτυρίες από τον πόλεμο του σαράντα για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου», ανάγγειλε ο κανακάρης της. «Θα ρωτήσω τον παππού», συνέχισε και η μαμά του έχασε τον ύπνο της.
«Τι γυρεύει πάλι αυτή η χαμένη», έβρισε μέσα της καθώς θυμήθηκε πως ο πατέρας της, ο μεγαλομπακάλης της μικρής τους κωμόπολης, το μόνο που έκανε στην Κατοχή ήταν να κρύβει και να μοσχοπουλά τα τρόφιμα και να γεμίζει με λίρες το σεντούκι τους.
«Το σημαιοφόρο τον ανακοίνωσε;», ρώτησε δειλά.
«Είπε θα μας πει την ημέρα της γιορτής», απάντησε ο μικρός.
Ως προνοητική μαμά είχε καταστρώσει μακροχρόνιο σχέδιο. Τα είχε οργανώσει όλα στην εντέλεια. Όταν ο μοναχογιός πήγε στο σχολείο, εκείνη φρόντισε να εκλεγεί στο Σύλλογο Γονέων. Όσο ανέβαινε τις τάξεις ο κανακάρης, τόσο ανέβαινε κι εκείνη στην ιεραρχία του Δ.Σ.: μέλος, γραμματέας, ταμίας, αντιπρόεδρος και φέτος, ο γιος στην Έκτη κι εκείνη πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων-Κηδεμόνων. Είχε γίνει το δεξί χέρι του Διευθυντή. Αυτή να φροντίσει να πλυθούν και να κρεμαστούν οι κουρτίνες, αυτή να βρει μπογιατζή για την αίθουσα εκδηλώσεων, αυτή να νοικιάσει τη μικροφωνική για τις σχολικές γιορτές. Έ, φέτος ήταν η σειρά του Διευθυντή να της το ανταποδώσει, τουτέστιν να χρίσει τον γιόκα της σημαιοφόρο.
Από τότε που τον γέννησε, ονειρευόταν αυτή τη στιγμή. Να τον δει να βαδίζει με βήμα καμαρωτό στην κεντρική λεωφόρο, με τη μπλε στολή κρατώντας τη γαλανόλευκη, να φθάνει στην εξέδρα, στην κεντρική πλατεία, μπροστά από τους επισήμους και εκείνη, καλοχτενισμένη, καλοβαμμένη, με την μεταξωτή εσάρπα στους ώμους, με τα χρυσαφικά της να αστράφτουν στα αυτιά, στο λαιμό και στα χέρια της, να δέχεται τα συχαρίκια από την μικρή κοινωνία της μικρής κωμόπολης.
Να ξεπλύνει και την ντροπή που ένιωθε από παιδάκι, όταν έβλεπε να ξινίζουν τη μούρη τους κάτι ψηλομύτες, μόλις έλεγε το επώνυμό της και τη ρωτούσαν «του παντοπώλου;». Αυτό το «παντοπώλου», που έκρυβε πίσω του τη σπόντα «του μαυραγορίτη» -όλα ήταν πασίγνωστα στην μικροκοινωνία τους- είχε φροντίσει να το διορθώσει καθώς από τα δεκαεννιά της είχε γίνει σύζυγος ανθυπασπιστού. Μόνο που της βγήκε αχαΐρευτος, μπαστουνόβλαχο τον έλεγε η μάνα της, ούτε στις δεξιώσεις την πήγαινε ούτε στα επίσημα γεύματα, ούτε καν στο τσάι της κυρίας διοικητού. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο καφενείο για τάβλι και την Κυριακή στο γήπεδο να φωνάζει για την ομάδα.
Αλλά τον κανακάρη της τον μεγάλωνε αλλιώς. Είχε όνειρα αυτή. Για Εύελπι τον προόριζε και για την ώρα σημαιοφόρο. Το Διευθυντή τον είχε του χεριού της, ήταν όλα καλά μελετημένα. Άλλωστε, τη δικαιούταν τη σημαία το αστέρι της. Δεκάρι σε όλα τα μαθήματα είχε στην Πέμπτη. Εντάξει, υστερούσε λίγο στην έκφραση, στις εκθέσεις, αλλά είχε βοηθήσει εκείνη καλώντας τη δασκάλα στο σπίτι δυο τρεις φορές, είτε για καφέ είτε για ένα απεριτίφ, οπότε σιγούρεψε το δεκάρι και στην έκθεση-έκφραση.
Με την περσινή δασκάλα τα είχε πάει καλά, αλλά η φετινή, της Έκτης, προέκυψε κάπως ακατάδεχτη και πάει να της καταστρέψει το σχεδιασμό. Άκου, ενθύμια από το σαράντα! Ποιος φυλάει παλιατσαρίες κυρά μου; ήθελε να της πει, αλλά συγκρατήθηκε. Έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία της, διότι είχε ένα στόχο να επιτύχει.
Στη σκέψη της επανήλθε το προσφιλές θέμα. Μόνο τρεις από την τάξη είχαν πλήρη δεκάρια, το ένα το είχε η κόρη μιας Αλβανίδας καθαρίστριας που αν δεν αδιαφορούσε από μόνη της θα εύρισκε τρόπο να την παραγκωνίσει, οπότε ο υιός είχε σίγουρη τη σημαία για τη μία από τις δύο παρελάσεις είτε της 28ης Οκτωβρίου είτε της 25ης Μαρτίου.
«Μαμά», ήρθε τρέχοντας ο μικρός. «Κοίτα τι μου έδωσε ο παππούς;», φώναξε κρατώντας έναν στρατιωτικό μπερέ. «Τον φορούσε όταν πολέμησε στην Αλβανία», καμάρωσε ο πιτσιρικάς και τον φόρεσε κι εκείνος χαιρετώντας στρατιωτικά.
Εκείνη δαγκώθηκε. Ήξερε πως ο πατέρας της δεν είχε πολεμήσει. Είχε επιστρατευτεί, όπως όλοι οι συνομήλικοί του, αλλά δεν είχε πάει στο μέτωπο, καθότι είχε τις προσβάσεις του στο καθεστώς.
«Ωραία! Είναι ό,τι πρέπει», απάντησε ενώ μέσα της παρακαλούσε να μη βρεθεί καμιά πικρόχολη και θυμηθεί την αλήθεια για τον παντοπώλη.
-ο-ο-ο-
Όπως κάθε μεσημέρι, η Φλώρα πρόσμενε με στρωμένο το τραπέζι την εγγονή της, την Ελβίρα, να γυρίσει από το σχολείο. Στα εβδομήντα πέντε χρόνια της είχε ζήσει πολλά, μα ήταν ακόμα δραστήρια και ενεργή. Όταν έπεσε το παλιό καθεστώς, η ζωή στο χωριό τους, το Ντρένοβο, έξω από την Κορυτσά, έγινε δύσκολη. Ο γιος και η νύφη της, τής άφησαν την Ελβίρα και ήρθαν στην Ελλάδα προς αναζήτηση τύχης. Τρία χρόνια αργότερα έφεραν κι αυτήν στην ορεινή κωμόπολη όπου έστησαν το νέο τους σπιτικό. Ο γιος στις οικοδομές, η νύφη της καθαρίστρια σε σπίτια, κι εκείνη στη φροντίδα της μικρής Ελβίρας, που ήταν το καμάρι και η ελπίδα της. Φέτος τέλειωνε το δημοτικό. Ρουφούσε τα γράμματα, όπως το σφουγγάρι το νερό.
«Δασκάλα θα γίνω γιαγιά», έλεγε και ξανάλεγε και η Φλώρα θυμόταν τη δική της ζωή στα βουνολάγκαδα της Μοράβα και σκούπιζε κρυφά ένα δάκρυ. Θυμόταν το μαντρί που μεγάλωσε, μαζί με τα πρόβατα του πατέρα της. Το καλοκαίρι στα κορφοβούνια, το χειμώνα κοντά στο χωριό, στο οροπέδιο του Ντρένοβο. Θυμόταν τους Ιταλούς που λέγανε ότι η γλώσσα που μιλούσαν μοιάζει με Ιταλικά. Μετά τους Έλληνες που λέγανε ότι αφού είστε ορθόδοξοι πρέπει να μάθετε ελληνικά ώστε να καταλαβαίνετε το Ευαγγέλιο. Κι έπειτα τους κομμουνιστές που τους άφησαν να μιλάνε όπως ήθελαν αλλά τις εκκλησιές τις έκλεισαν και δεν τους άφηναν να βαφτίζουν τα παιδιά με θρησκευτικά ονόματα. Έτσι το γιο της τον έβγαλε Λεόν αλλά τον φώναζε Λιόντα και την εγγονή της Ελβίρα, που πα να πει «πανέμορφη», τους είχε πει ο ληξίαρχος.
Μπερδεμένοι οι συντοπίτες της, ανάκατοι, ούτε ήξεραν τι να πιστέψουν. Οι περισσότεροι ήταν Χριστιανοί, άσχετα αν δεν πατούσαν στην εκκλησία. Άλλοι μιλούσαν σλάβικα μα σε πολλά σπίτια υπήρχε και μια γιαγιά Αρβανίτισσα, άλλοι λαλούσαν τα γκρέκικα αλλά με βαριά προφορά, διαφορετική από εκείνους στο Αργυρόκαστρο, και οι περισσότεροι τα αρμούνικα μα κάποιοι είχαν και έναν παππού που γνώριζε ελληνικά κι έψελνε στην εκκλησιά. Υπήρχαν και μουσουλμάνοι που μιλούσαν αλβανικά και μερικοί τούρκικα ή βουλγάρικα. Μπερδεμένες φυλές με κοινή μοίρα, συνέχιζαν για δεκαετίες να δουλεύουν στα χωράφια και στα βοσκοτόπια τους, στα εργαστήρια ή στα μαγαζιά τους, χωρίς να σκέφτονται και πολύ το μέλλον καθώς το καθεστώς τους είχε πείσει ότι περιβάλλονται από εχθρούς. Ώσπου προέκυψε η ανατροπή και οι νέοι σκαρφάλωσαν την οροσειρά της Μοράβα και ξεχύθηκαν να χορτάσουν την πείνα τους στην Ελλάδα. Εκεί όλοι έγιναν Κώστας, Γιάννης, Νίκος ή Βαγγέλης. Τι σημασία είχαν τα ονόματα πλέον;
«Γιαγιά», η Ελβίρα, που μπήκε φουριόζα στο σπίτι, διέκοψε την αναπόλησή της.
«Κοπιλούδαμ’», χαμογέλασε η Φλώρα και την αγκάλιασε.
«Η δασκάλα είπε να βρούμε κάτι από τον πόλεμο του σαράντα για τη γιορτή. Θυμάσαι να μου πεις καμιά ιστορία;».
Έβαλε φαγί στα πιάτα και έπιασε να τρώει αλλά το μυαλό της ταξίδεψε πάλι στο βουνό της, στη χιονισμένη Μοράβα του σαράντα. Νιόπαντρη βοσκοπούλα ήταν, όταν φτάσανε οι Έλληνες. Τους καλοδέχτηκαν, γιατί με τους Ιταλούς είχαν υποφέρει καθώς συμπεριφέρθηκαν σαν κατακτητές. Συνεργάστηκαν μόνο με όσους δήλωσαν υποταγή στον Πάπα και με τους μουσουλμάνους. Όσο για τους υπόλοιπους, τους έπαιρναν τα ζώα χωρίς να πληρώνουν, μπαίνανε στα σπίτια όποτε γούσταραν, άρπαζαν κορίτσια για το κέφι τους, δεν τους σταματούσε κανείς.
Ναι, τους καλοδέχτηκαν τους Έλληνες. Θυμήθηκε τα λασπωμένα πρόσωπα, τα παγωμένα πόδια τους, την κούραση, μα και το φωτεινό χαμόγελο της νίκης που είχαν όλα τα παλληκάρια.
Ναι, τους είχαν καλοδεχτεί τους Έλληνες. Τους ένιωθαν δικούς τους ανθρώπους, αν και δεν μπορούσαν να καταλάβουν καλά-καλά τι τους λέγανε. Τους βοήθησαν. Κι εκείνη είχε βοηθήσει. Στη μεγάλη μάχη της Μοράβα, στην προέλαση προς την Κορυτσά, είχε κουβαλήσει στην πλάτη της παξιμάδια για το τσάι τους και ξύλα για τα καζάνια και για να ζεσταίνονται. Και κάλτσες είχε πλέξει από το μαλλί των προβάτων τους.
Ναι, τους είχαν καλοδεχτεί τους Έλληνες, κι ας μην συνταιριάζανε οι λαλιές τους.
Ήταν ακόμα στο βουνό εκείνο το Νοέμβρη, γιατί φοβήθηκαν να κατεβούν στην κοιλάδα. Στο μαντρί τους, τους βρήκε ο πόλεμος. Τα ζωντανά τους ήταν τα πρώτα θύματα. Μέσα Νοέμβρη ήταν, οι φαντάροι είχαν φύγει βιαστικά προς την Κορυτσά να προλάβουν τους Ιταλούς που υποχωρούσαν, όταν βρήκε γερμένο κάτω από ένα έλατο, σωριασμένο στο χιόνι, ένα μισοζώντανο κορμί με απλανές βλέμμα. Ανίκανος να κουνηθεί, της έγνεφε με το κομματιασμένο του χέρι. Σπαρταρούσε τυλιγμένος σε ένα γαλανόλευκο πανί. Τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι, και τα δικά του και τα δικά της. Τον φόρτωσε στο μουλάρι και τον πήρε στο μαντρί. Τρεις ημέρες αργότερα τον έθαψε στον αυλόγυρο. Δεν μπόρεσε να της πει ούτε τ’ όνομά του. Μόνο «μάνα» έλεγε. Εκείνη τον φιλούσε στο μέτωπο κι αυτός ξανά «μάνα, μάνα», μέχρι που έσβησε. Η μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό του κάτι έγραφε, μα εκείνη γράμματα δεν γνώριζε.
«Τον βάφτισα σημαιοφόρο», τέλειωσε την ιστορία της η Φλώρα. Έτσι τον θυμόταν στις αναμνήσεις της, όταν χάιδευε το λερωμένο από το αίμα του λασπωμένο πανί που φύλαξε στο σεντούκι της.
-ο-ο-ο-
Η σχολική γιορτή είχε σχεδόν τελειώσει. Τα παιδιά έδειχναν τα ενθύμια που είχαν φέρει από τα σπίτια τους και διάβαζαν τις ιστορίες τους. Η κυρία ανθυπασπιστού καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Σε λίγο θα γινόταν η κλήρωση για τους σημαιοφόρους αλλά δεν είχε καταφέρει να πείσει τη δασκάλα. Καλά το κατάλαβε από την αρχή ότι είναι μυστήρια. Στο γραφείο που πήγε και τους βρήκε, ο Διευθυντής -άλλος μουρόχαβλος και αυτός- είπε μια κουβέντα ότι θα ήταν καλό για το σχολείο να επιλεγεί ως σημαιοφόρος ο γιος της προέδρου του Συλλόγου Γονέων, η οποία τόσο βοηθάει το σχολείο, αλλά μόλις εκείνη η κατσίκα της Έκτης επέμεινε να τηρηθεί ο κανονισμός και να γίνει κλήρωση μεταξύ των τριών αριστούχων, αυτός δεν μίλησε καθόλου. Διευθυντής… σου λένε μετά. Της ήρθε να βάλει τις φωνές. «Πού τους βλέπεις τους τρεις αριστούχους, κυρά μου; Η μάνα της Αλβανίδας δεν καταδέχθηκε να έρθει καν στη γιορτή».
«Τα αριστεία δεν είναι για τους γονείς», της πέταξε η κατσίκα σα να είχε ακούσει τη σκέψη της κι απομακρύνθηκε. Ευτυχώς, γιατί με την φούρκα που είχε, θα την ξεμάλλιαζε.
Στη γιορτή κόντεψε να λιγοθυμήσει. Η αφήγηση του γιού της -εκείνη του την είχε γράψει αποβραδίς- που μίλησε για τα ανδραγαθήματα του παππού του στο μέτωπο φορώντας τον μπερέ, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Χλιαρά χειροκροτήματα, ενώ το αυτί της έπιασε και ένα πικρόχολο σχόλιο: «Σιγά μην τα έκανε αυτά ο παντοπώλης».
Το χειρότερο ήρθε, όταν η κόρη της Αλβανίδας αφηγήθηκε την ιστορία της γιαγιάς της. Σείστηκε το θέατρο από το χειροκρότημα, όταν σηκώθηκε η γιαγιά Φλώρα, που τόλμησε το παλιοθήλυκο να την φέρει στη γιορτή ντυμένη με την ηπειρώτικη στολή που είχε φυλάξει, λέει, από το γάμο της.
«Έχουμε μπροστά μας την ιστορία ζωντανή», αναφώνησε ο Διευθυντής και έδωσε συγχαρητήρια στο κορίτσι. «Αυτές οι γυναίκες κουβάλησαν στην πλάτη τους τη λευτεριά», συνέχισε. Η κυρία ανθυπασπιστού είχε χάσει το χρώμα της. Μα το χειρότερο γι’ αυτήν δεν είχε έρθει ακόμα.
Η γιαγιά Φλώρα ξεδίπλωσε την ποτισμένη με το αίμα του άγνωστου σημαιοφόρου, λασπωμένη σημαία, που είχε φυλάξει για πενήντα πέντε χρόνια στο σεντούκι της και την παρέδωσε στην εγγονή της.
«Νομίζω πως δικαιωματικά η Ελβίρα Τόπη είναι η φετινή σημαιοφόρος μας», αναφώνησε ο Διευθυντής, την ώρα που η κυρία ανθυπασπιστού έβγαινε από την αίθουσα κυνηγώντας τα έξι χαμένα χρόνια της ζωής της.
Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 28η Οκτωβρίου 2017
Από τη συλλογή διηγημάτων "Λογισμοί στο σύθαμπο", 2019
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020
Θοδωρής Μπελίτσος-"Μαραντώνες" της δεκάρας
En memoria de Diego Armando.
Ξαφνικά άρχισε να βρέχει, χωρίς κανείς να το περιμένει. Ο ήλιος που φώτιζε ακόμα τα σπίτια, άξαφνα χλώμιασε και ξεκίνησε ένα ψιλόβροχο, εκνευριστικό, που πασπάλιζε τις στέγες, τις αυλές, τα χωράφια και το γήπεδό μας.
Ο Μαραντόνα δεν έδωσε σημασία, δεν χαμπάριαζε ούτε από βροχή ούτε από κρύο. Κουβαλούσε ατάραχος την μπάλα στη λάσπη, όπως και πριν. Συνέχισε να τριπλάρει όποιον εύρισκε στο διάβα του και να σκοράρει. Όταν η βροχή σταμάτησε το σκορ ήταν ήδη 5-0.
Μούσκεμα πήγαμε προς την αποθήκη που έγραφε "Αποδητύρεια", ανορθόγραφα, όπως ανορθόγραφη ήταν και η ονομασία της ομάδας στην είσοδο του γηπέδου: "Πορφιρώς Αστίρ Κάτω Παιδινού". Ο Θανάσης, ο γραμματέας της ομάδας, δεν τόχε με την ορθογραφία από τότε που ήμασταν στο δημοτικό, αλλά ήταν εγωιστής, δεν ρωτούσε κι όλας. Τέλος πάντων, ανορθόγραφη ομάδα ήμασταν, και στην επιγραφή και μέσα στο γήπεδο.
Ο Τάκης ο Δεκάρας, που είχε δικιά του επιχείρηση στη Νάπολη, μας παραχώρησε δέκα στρέμματα τόπο για γήπεδο και μίλησε στον Μαραντόνα. Εκείνος μας λυπήθηκε κι έστειλε φανέλες της Νάπολι, με τα ονόματα στην πλάτη. Τι τό 'θελε το ψυχικό κι αυτός; Καυγάς άγριος ξέσπασε στ' αποδυτήρια ποιός θα φορέσει τη φανέλα με το νούμερο 10 που έγραφε Μαραντόνα. Με τα πολλά βρέθηκε η άκρη κι αποφασίσαμε να τη φοράμε εναλλάξ.
Από τότε, σαν από θαύμα, η ομάδα διορθώθηκε. Έγινε πραγματικός "Πορφυρός Αστήρ", όχι μόνο στον τίτλο αλλά και στο παιχνίδι. Λες κι ο Μαραντόνα μας καθοδηγούσε, πετυχαίναμε τη μια νίκη μετά την άλλη. Το έμαθε ο Δεκάρας κι όλος χαρά έστειλε συνεργείο από τη Νάπολη να τραβήξει στιγμιότυπα. Αυτό ήταν! Την είδαμε όλοι μπαλαδόροι. Αρχίσαμε να ονειρευόμαστε μεταγραφές και μεγαλεία, στάδια γεμάτα κόσμο, σπόνσορες να μας τάζουν άπειρα φράγκα, λιμουζίνες με γκόμενες να μας περιμένουν μετά το ματς και τον Μαραντόνα να μας χειροκροτεί.
Όταν ήρθε το συνεργείο, παίζαμε με την Αστραπή της Κορακόπετρας. Αρχαίο ντέρμπι, από τότε που δεν υπήρχε ούτε η μπάλα ούτε το ποδόσφαιρο, από τότε που οι παππούδες μας με τους γκράδες μάλωναν για τα σύνορα των λιβαδιών και το δικαίωμα στα νερά του ποταμού. Η Κορακόπετρα μας την είχε φυλαγμένη. Εμείς παίζαμε στο... Ολύμπικο και το Σαν Σίρο, ενώ εκείνοι έπαιζαν στο ξεροχώραφο του Δεκάρα. Δεν προλαβαίναμε να μετράμε τα γκολ.
Το συνεργείο έφυγε απογοητευμένο. Πώς να δείξει στον Δεκάρα και τον Μαραντόνα την ξεφτίλα μας; Καθώς βγαίναμε σκοτεινιασμένοι από τα αποδυτήρια, ο Θανάσης ο γραμματέας μας την είπε ανορθόγραφα:
"Τι περιμένατε; Μαραντώνες του Δεκάρα είσαστε!"
Θ. Μπελίτσος, 30/11/2020.
Πηγή:http://belitsosquarks.blogspot.com/2020/11/blog-post_30.html
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020
Θοδωρής Γρ. Μπελίτσος-Οι «μνήμες» του Σαράντα και το ΟΧΙ του παππού Τηλέμαχου
Κάθε χρόνο, στην επέτειο του Σαράντα, με πιάνει μια παράλογη διάθεση αναπόλησης εκείνης της εποχής. Παράλογη, διότι οι όποιες μνήμες έχω είναι από αφηγήσεις άλλων, μιας και το ’40 οι γονείς μου ήταν μόλις δώδεκα χρονώ κι εγώ ανύπαρκτος. Τελικά κάθε φορά καταλήγω να θυμάμαι τον παππού μου τον Τηλέμαχο. Το ’40 ήταν 33 χρόνων και επιστρατεύτηκε, όπως οι περισσότεροι. Έφτασε ως το Πόγραδετς αλλά αμφιβάλλω αν πρόλαβε να πολεμήσει με τίποτε άλλο εκτός από τις ψείρες. Πάντως νοσηλεύτηκε ως τραυματίας πολέμου.
Μέχρι να τελειώσω το γυμνάσιο, επί δικτατορίας, μάθαινα πως το Σαράντα ήταν ένα Έπος, ήταν τα «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» της Βέμπο, ήταν το σλόγκαν «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», ήταν η «Υπολοχαγός Νατάσα» με την Βουγιουκλάκη, το «Κονσέρτο για πολυβόλα» με την Καρέζη και οι ηρωικές ταινίες του Τζέημς Πάρις.
Στα φοιτητικά μου χρόνια, μετά τη χούντα, στις μουσικές του Σαράντα προστέθηκαν ξαφνικά τα αντάρτικα, ο Γοργοπόταμος και το ΕΑΜ· το ίδιο ξαφνικά ο συμμοριτοπόλεμος έγινε εμφύλιος, ο οποίος μάλιστα δεν είχε λήξει, αφού όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν σαν να ξεκίνησε χτες. Οι ιστορικοί άρχισαν να καυγαδίζουν για το ποιος είπε το ΟΧΙ. Άρχισαν να διεκδικούν ο καθένας για τον κομματικό εαυτό του ένα ΟΧΙ που κανείς δεν είπε τελικά, αφού μια εφημερίδα το έγραψε κι έπειτα έγινε καθολικό σύνθημα.
Επί Πασοκρατίας εντάθηκαν οι διαφωνίες για το ποιοι έκαναν αντίσταση και ποιοι δεν έκαναν καθώς οι επιζώντες διεκδικούσαν και σχετικές συντάξεις. Για τους μεν το νόημα του Σαράντα περιλάμβανε και τις εξορίες, τις εκτελέσεις, την πολιτική προσφυγιά, οι δε άλλοι μιλούσαν για προδότες, ξενοκίνητους, εαμοβούλγαρους και άλλες ομορφιές. Έμαθα πως το Σαράντα έχει να κάνει, επίσης, με το Άουσβιτς, το Νταχάου κι άλλα αποκρουστικά του ναζισμού, τα οποία κάποιοι ξεχνούσαν επιμελώς να αναφέρουν στα μαθητικά μου χρόνια.
Την δεκ. ’90, όταν κατέρρευσε το σοβιετικό μπλοκ και η Ομοσπονδιακή Γερμανία απορρόφησε την Λαοκρατική Ανατολική, επανήλθε δυναμικά το αίτημα για τις γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις, τις οποίες τελικά μάλλον είχε αποποιηθεί ο Εθνάρχης αντί πινακίου φακής, όταν ήταν στις δόξες του, εν ονόματι της ελληνο-γερμανικής φιλίας.
Και η ζωή συνεχίζεται. Κι όσο ξεθωριάζουν οι μνήμες, τόσο γιγαντώνονται τα στερεότυπα. Ο καθένας έχει φτιάξει μια δική του εικόνα για το Σαράντα, που τελικά δεν έχει σχέση με την επέτειο αλλά με το προσωπικό του κοσμοείδωλο. Και είναι τόσο σίγουρος πλέον για την αλήθεια του, που όταν του αναφέρεις κάτι διαφορετικό, θεωρεί πως προσβάλεις την μνήμη των πεσόντων, τις θυσίες των προγόνων και δεν ξέρω τι άλλο. Το χειρότερό μου είναι όσοι πολιτικοί θεωρούν χρέος τους κάθε χρόνο να κάνουν γελοία κατήχηση για το νόημα της επετείου, προκαλώντας μειδιάματα στους νοήμονες.
Και εν μέσω αυτού του κυκεώνα, προσπαθούσα επί χρόνια να μεταδώσω στους μαθητές μου το νόημα του Σαράντα, ισορροπώντας ανάμεσα στον εκάστοτε υπουργό παιδείας και στην δικιά μου επισφαλή αλήθεια. Με συνέπεια, φυσικά, οι δεκαεξάρηδες στα σχολεία να παίζουν με τα κινητά τους ώσπου να τελειώσει η σχολική γιορτή-αγγαρεία, παρά το ό,τι οι δάσκαλοι αναζητούσαν κάθε φορά νέες ιδέες για να τους κεντρίσουν το ενδιαφέρον.
Για να μη θυμηθώ τον τραγέλαφο των παρελάσεων, με τους γυμναστές να τάζουν εικοσάρια στη γυμναστική για να συμπληρώσουν το τμήμα, ειδικά αν η αργία της 28ης ήταν κολλητά με το ιερό Σ/Κ του νεοέλληνα, ενώ τα κανάλια ως γεροντοκόρες παρθένες αναδείκνυαν ως κυρίαρχο θέμα το μήκος της φούστας των κοριτσιών, την δήθεν άγνοια των νέων για το τι γιορτάζουμε σήμερα κι αργότερα ως μέγα εθνικό ζήτημα ποιοι δικαιούνται να κρατούν τη σημαία.
Όπως κάθε χρόνο, με έπιασε πάλι αυτή η παράλογη διάθεση αναπόλησης της εποχής του Σαράντα, για την οποία μόνο ακούσματα έχω. Κι όπως κάθε χρόνο, κατέληξα πάλι να θυμάμαι τον παππού μου τον Τηλέμαχο. Ο παππούς Τηλέμαχος, πριν φτάσει στην πρώτη γραμμή, τραυματίστηκε σε κάποιο βομβαρδισμό και νοσηλεύτηκε. Σαν γύρισε από το μέτωπο είχε μια μελαγχολία και μια φοβία, χαρακτηριστικά που του έμειναν στα υπόλοιπα σαράντα χρόνια του βίου του.
Ο παππούς Τηλέμαχος ήταν ένας φιλήσυχος, άκακος άνθρωπος. Όλη του τη ζωή την έζησε στο μικρό χωριό του. Το χειμώνα ασχολιόταν με τις ελιές και το καλοκαίρι με τα σύκα και με το αμπέλι του. Μονίμως κάπνιζε άφιλτρα Δαμηλάτη κι έπινε ρετσίνα βαρελίσια. Διασκέδασή του ήταν το κυνήγι και το ψάρεμα. Οι παγκόσμιες κοσμοϊστορικές αλλαγές ποτέ δεν τον απασχόλησαν, ακόμα κι όταν εισέβαλαν στο χαγιάτι του μέσω της τηλεόρασης λίγα χρόνια πριν πεθάνει. Ποτέ δεν πίστεψε πως ο άνθρωπος πήγε στο φεγγάρι: «ταινία είναι, την φτιάχνουν όπως θέλουν», έλεγε. Σαν μαζευόμαστε να δούμε τον Άγιαξ στην οθόνη, αναρωτιόταν γιατί δεν πάμε στην αλάνα να παίξουμε αλλά καθόμαστε στο σπίτι και βλέπουμε τους άλλους να «κλωτσούν το τόπι».
Ο παππούς Τηλέμαχος σπάνια μιλούσε για το ’40. Όταν πέθανε, βρήκαμε επιμελώς κρυμμένο στα χαρτιά του το «Πιστοποιητικόν Νοσηλείας» του νοσοκομείου εκστρατείας. Δεν το κατέθεσε ποτέ για να λάβει σύνταξη τραυματία πολέμου, «γιατί το κράτος είναι φτωχό», έλεγε, «δεν έχει λεφτά να τα δίνει σε συντάξεις».
Αυτό το σιωπηλό ΟΧΙ του παππού Τηλέμαχου ήταν για μένα το Σαράντα.
Θ. Μπελίτσος, 28 Οκτωβρίου 2020.
----
*Ο πίνακας είναι του Γεωργίου Προκοπίου που πήγε στο μέτωπο σε ηλικία 64 ετών ως ζωγράφος-φωτογράφος. Απεβίωσε από τις κακουχίες κοντά στο Τεπελένι, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του '40.΄
Πηγή:https://belitsosquarks.blogspot.com/2020/10/blog-post_28.html?fbclid=IwAR22PSftieaNJ6URbWIHs4qf7dBFnVSEbSbajxEfQSwCcIIYaicDNZ6rPew
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019
Θοδωρής Γ. Μπελίτσος-Να πάρει ο δγιάβολος, για πεζικά!

«Έμπλεος ενθουσιασμού ο κ. Λυκειάρχης εκφώνησε μια μνημειώδη ομιλία, μεστή υψηλών νοημάτων», σχολίασε ο απεσταλμένος της τοπικής εφημερίδας, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Αείμνηστε συμπολίτα Μιχαήλο,
Η εχθρική σφαίρα ήτις ανέκοψε προώρως το νήμα του βίου σου, ανύψωσε το όνομά σου εις το πάνθεον των ηρώων υπερασπιστών της πατρίδος. Είμεθα υπερήφανοι δια το απαράμιλλον θάρρος όπερ επέδειξες αγωνιζόμενος τον υπέρ πάντων αγώνα εις το μέτωπον ένθα σε έταξεν το χρέος, υπεραμυνόμενος βωμών και εστιών.
-Επί σκοπόν! Πύρ!, έσκουξε ο έφεδρος ανθυπολοχαγός και οι φαντάροι της διμοιρίας πυροβόλησαν στον αέρα.
Η τελετή είχε τελειώσει. Ο δήμαρχος, ολόχαρος, έσπευσε να συγχαρεί τον ομιλητή και κάλεσε τους παρευρισκόμενους στο δημοτικό κατάστημα όπου θα προσφέρονταν αναψυκτικά, καφές και τα σχετικά. Ετοιμάζονταν να κατέβουν από την εξέδρα, όταν πλησίασε στο μικρόφωνο ένας ηλικιωμένος ξωμάχος, με ρούχα που φανέρωναν πως μόλις είχε έρθει από κάποιο χωράφι.
-Συγχωρέστε με για τα ρούχα αλλά είχα να αρμέξω και φοβήθηκα ότι δεν θα σας προλάβω, γι’ αυτό δεν άλλαξα, είπε.
Ο τελετάρχης έτρεξε ενοχλημένος, αλλά πριν προλάβει να κλείσει το μικρόφωνο, εκείνος συνέχισε:
-Είμαι ο Χαραλάμπης, με ξέρετε, ο ξάδερφος του Μιχαήλου. Άλλος συγγενής του δεν απόμεινε. Σκέφτηκα να σας διαβάσω το τελευταίο γράμμα που μου έστειλε από το μέτωπο πριν σκοτωθεί. Σαράντα χρόνια το φυλάω και να πού ήρθε η ώρα του.
Ο τελετάρχης έκανε πίσω, υπακούοντας στο νεύμα του δημάρχου. Ως και τα πουλιά στα δέντρα σίγησαν, καθώς ο ξωμάχος ξεδίπλωνε το κιτρινισμένο χαρτί:
Εν Μετώπω τη 24/1/19…
Αγαπητέ εξάδελφε Χαράλαμπε,
Υγίαινε.
Ίδον να με εύχεσαι του χρόνου διπλός, αλλά βλαστήματα. Ο Θεός γνωρίζει εάν θα είμεθα πολίται ή θα μας τρώνε τα όρνια σε αυτά τα άγρια βουνά, διότι τα πεζικά είναι φωτγιά. Μάθε εξάδελφε ότι αυτήν την φοράν είχαμεν πολλά παιδγιά χαμένα και πολλά τραματιζμένα, με κομμένα χέρια, πόδια. Και άστα, είναι φρίκη!
Τους ασπαζμούς μου εις τους γονείς και αδέλφγια σου, εις τους γονείς μου, εις την μανάκα μας και εις όλους τους γνωστούς. Και πες στη Ζαφειρούλα πως δεν την ξεχνώ· μόλις πάρω άδεια θα περάσουμε δαχτυλίδια. Κάνε μου αυτή χάρη εξάδελφε, να πάρει ο δγιάβολος για πεζικά!
Σε χαιρετώ,
Ο εξάδελφος σου
Μιχαήλος Γ.
Θοδωρής Μπελίτσος, Λογισμοί στο σύθαμπο, Νέα Σμύρνη 2019.

Αναδημοσίευση αποσπάσματος από: http://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/01/blog-post_36.html