Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Poe Edgar Allan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.1. Poe Edgar Allan. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Edgar Allan Poe-Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας (απόσπασμα)

 Αρχίσαμε να δουλεύουμε με όρεξη και στα δέκα αυτά λεπτά ένιωσα τόσο έντονα συνεπαρμένος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Σ’ αυτό το διάστημα ξεθάψαμε ένα μακρόστενο ξύλινο σεντούκι, διατηρημένο σε άψογη κατάσταση και ολόγερο, προφανώς συντηρημένο με κάποια χημική επεξεργασία –ίσως με διχλωριούχο υδράργυρο. Ήταν δεμένο γερά με σιδερένιους ιμάντες –έξι συνολικά–, από τους οποίους θα μπορούσαν να το σηκώσουν έξι άνθρωποι. Το μόνο που καταφέραμε εμείς, ενώνοντας τις δυνάμεις μας, ήταν να κινήσουμε ελάχιστα το κιβώτιο μέσα στο λάκκο. Καταλάβαμε αμέσως πως ήταν αδύνατο να μεταφέρουμε ένα τόσο μεγάλο φορτίο. Ευτυχώς, το καπάκι ήταν στερεωμένο μόνο με δυο σιδερένια μάνταλα. Τα τραβήξαμε τρέμοντας και βαριανασαίνοντας απ’ την αγωνία. Την επόμενη στιγμή, ένας θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας πρόβαλε λαμποκοπώντας μπροστά μας. Όπως έπεφτε στο λάκκο το φως απ’ τα κλεφτοφάναρα, στραφτάλισε από κάτω ένας σωρός από χρυσάφι και κοσμήματα, που κυριολεκτικά μας θάμπωσε τα μάτια.

Πόε, Έντγκαρ Άλαν, Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, σελ. 206-207, μτφρ. Ντενίζ Ρώντα, Αθήνα, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 1999

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Edgar Allan Poe- Προδότρα καρδιά

Είχε κάνει το τέλειο έγκλημα. Σκότωσε την Eπιθυμία και την έθαψε στον τοίχο του σπιτιού του κάτω από ένα σωρό στρωμάτων λογικών αιτιάσεων. Το άρωμά της, οι μυρουδιές της και η σκιά της ακόμη, θάφτηκαν παρέα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι κάποτε κατοικούσε εκεί. Η ζωή του επανήλθε στην κανονικότητά της, λογική και με ισορροπία. Η μέρα ξαναβρήκε τη σειρά της, αρχή-μέση-τέλος και η ρουτίνα επιβίωσης επιβλήθηκε του ασυνάρτητου χάους της βούλησης. Μέχρι που ο ανακριτής συναισθημάτων εκείνο το πρωινό χτύπησε την πόρτα. Είχε καιρό να δει την Επιθυμία να γυρνάει στους δρόμους και θέλησε να μάθει για την τύχη της. Τον ρώτησε, με το συνηθισμένο ύφος των ανακριτών, αν ξέρει κάτι και πότε ήταν η τελευταία φορά που την είχε συναντήσει. Οι συνηθισμένες ερωτήσεις των ανακριτών. Εκείνος απάντησε ότι πάει καιρός, αλλά δεν έδωσε σημασία και δεν το ανέφερε, επειδή έτσι ήταν αυτή, ταξιδιάρα, αλανιάρα, έφευγε και ερχόταν όποτε ήθελε Ο ανακριτής ζήτησε την άδεια να ψάξει. Έψαξε και δεν βρήκε ίχνος. Πήγε να φύγει αλλά ένας δυνατός ρυθμικός ήχος ακούστηκε. Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ .... Απόρησε ξανάψαξε, μα εις μάτην. Τικ τακ τικ τακ .... Πήγε να φύγει πάλι και πάλι και ο ήχος δυνάμωνε και εκείνος συνέχεια επέστρεφε και ξανά δεν εύρισκε κάτι. Στο τέλος ο θόρυβος έγινε εκκωφαντικός, τα πόδια τού φονιά λύγισαν κάτω απ’ τον ρυθμικό ήχο και με μια φωνή που μόλις ακουγόταν επαναλάμβανε ρυθμικά στον ρυθμό του τικ τακ - ομολογώ, ομολογώ... την σκότωσα, εγώ, εγώ, προδότρα καρδιά, μαρτυριάρα, μαρτυριάρα... Κατέρρευσε


Mετάφραση: Νίκος Σημηριώτης

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Edgar Allan Poe-« H Πτώση του Οίκου των Άσερ» (απόσπασμα)






…Μολαταύτα, σκόπευα να μείνω σ’ αυτό το θλιβερό αρχοντικό για κάποιες εβδομάδες. Ο ιδιοκτήτης του, ο Ρόντρικ Άσερ, ήταν παιδικός μου φίλος, αλλά είχαμε πολλά χρόνια να ιδωθούμε. Ένα παράφορο γράμμα, ωστόσο, που μου είχε στείλει πρόσφατα, ενώ βρισκόμουν πολύ μακριά, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για κανενός άλλου είδους απάντηση εκτός από την προσωπική μου επίσκεψη. Ο τρόπος που ήταν γραμμένο πρόδιδε  ταραχή. Ο φίλος μου μιλούσε για κάποια σοβαρή σωματική ασθένεια, που συνοδευόταν από μια διανοητική διαταραχή, και για το διακαή του πόθο να με δει – μιας και ήμουν ο καλύτερος και μάλλον ο μοναδικός στενός του φίλος -, ελπίζοντας πως με την ευχάριστη συντροφιά μου θα ξεπερνούσε κάπως την αρρώστια του. Ο τρόπος που μου έλεγε αυτά και πολλά άλλα – η τόσο θερμή παράκλησή του – δε μου άφησε περιθώριο για δισταγμούς. Έτσι, υπάκουσα αμέσως σ’ αυτή την παράξενη – όπως τη θεωρούσα ακόμη – επίκληση.
   Παρόλο που όταν ήμασταν παιδιά κάναμε στενή παρέα, στην πραγματικότητα, δε γνώριζα πολλά πράγματα για το φίλο μου, γιατί ήταν ανέκαθεν υπερβολικά εσωστρεφής. Γνώριζα, πάντως, ότι η οικογένειά του, που είχε πολύ παλιές ρίζες, φημιζόταν ανέκαθεν για κάποιες πολύ ιδιαίτερες ευαισθησίες, οι οποίες εκδηλώνονταν, χρόνια και χρόνια, με έργα τέχνης γεμάτα πάθος και, πιο πρόσφατα, με διακριτικές αλλά γενναιόδωρες φιλανθρωπίες, αλλά και με μια παθιασμένη αφοσίωση στους όποιους νεωτερισμούς της μουσικής τέχνης. Ακόμα, είχα μάθει κάτι πολύ ασυνήθιστο για το γενεαλογικό δέντρο των Άσερ: ότι, παρά το τιμημένο τους όνομα, δεν είχαν καταφέρει να στεριώσουν κάποιο παρακλάδι πέρα από την ευθεία γραμμή καταγωγής, που έφτανε μέχρι τον πατριάρχη της οικογένειας. Με άλλα λόγια, ολόκληρη η οικογένεια σχηματίζει μια ευθεία γραμμή απογόνων, πράγμα που, εκτός από ελάχιστες και ασήμαντες εξαιρέσεις, συνέβαινε ανέκαθεν. Συλλογιζόμουν πως εξαιτίας αυτού του μειονεκτήματος η οικογενειακή κληρονομιά μεταβιβαζόταν απαρέγκλιτα από πατέρα σε γιο, σε σημείο που ο χαρακτήρας του οικήματος συμβάδιζε με το χαρακτήρα των ανθρώπων στο πέρασμα των αιώνων, μέχρι που με την ονομασία «Οίκος των Άσερ» ήταν ταυτισμένο και το σπίτι και οι άνθρωποι. Ενδεικτικό ήταν το γεγονός ότι οι χωρικοί, χρησιμοποιώντας αυτή την ονομασία, εννοούσαν τόσο την οικογένεια όσο και τα αρχοντικό της.
   Ανέφερα ήδη το αποτέλεσμα του μάλλον παιδαριώδους πειράματός μου – να κοιτάξω το αρχοντικό μέσα απ’ το νερό της λίμνης – ήταν να γίνει ακόμα πιο έντονη η πρώτη μου, αλλόκοτη εντύπωση. Δίχως αμφιβολία, όταν συνειδητοποίησα ότι οι απροσδιόριστοι φόβοι μου – γιατί πώς αλλιώς να τους πω – ολοένα και δυνάμωναν, άρχισα να φοβάμαι ακόμα περισσότερο. Απ’ αυτό τον παράδοξο νόμο διέπονται, όπως γνωρίζω πολύ καλά, όλα τα συναισθήματα που έχουν σαν βάση τους τον τρόμο. Κι έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, όταν σήκωσα τα μάτια μου απ’ τη λίμνη και κοίταξα το ίδιο το σπίτι, είχα μια παράξενη παραίσθηση, μια παραίσθηση τόσο γελοία, που πρέπει να την αναφέρω, για να δείξω πόσο πολύ είχα επηρεαστεί απ’ αυτό το συναίσθημα που με βάραινε. Η φαντασία μου είχε δουλέψει τόσο, ώστε να πιστέψω ότι ολόκληρη η έπαυλη και η περιοχή γύρω της τυλιγόταν σ’ ένα σύννεφο που δεν είχε καμιά σχέση με τον ουρανό, αλλά που αναδυόταν απ’ τα σαπισμένα δέντρα, απ’ τον γκρίζο τοίχο που περιέβαλλε το σπίτι κι απ’ τη σιωπηλή λιμνούλα – ένας ατμός νοσηρός, βαρύς και μυστηριώδης, που μόλις και διακρινόταν από το μολυβένιο του χρώμα.
   Αποδιώχνοντας απ’ το μυαλό μου αυτή την εικόνα που σίγουρα πρέπει να την είχα ονειρευτεί, περιεργάστηκα από πιο κοντά την πραγματική όψη του κτιρίου. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η υπερβολική παλαιότητά του. Ο χρόνος είχε ξεθωριάσει σημαντικά τα χρώματά του. Βρύα κάλυπταν τους εξωτερικούς τοίχους και κρέμονταν απ’ τα κεραμίδια της στέγης σαν αραχνοΰφαντος ιστός. Εκτός απ’ αυτά, όμως, το σπίτι δεν είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από το χρόνο. Κανένα μέρος του δεν είχε γκρεμιστεί· μάλιστα, η τέλεια συναρμογή των διαφόρων τμημάτων ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση αποσύνθεσης της κάθε πέτρας της κάθε πέτρας ξεχωριστά. Αυτό μου θύμισε τη σαπισμένη από το χρόνο ξύλινη επένδυση δε κάποια ξεχασμένη κρύπτη, που μένει ανέπαφη όσο δεν έρχεται σ’ επαφή με τον εξωτερικό αέρα. Πέρα όμως απ’ αυτές τις ενδείξεις εκτεταμένης φθοράς, το οικοδόμημα δεν έδειχνε διόλου ετοιμόρροπο. Πιθανόν το μάτι ενός προσεκτικού παρατηρητή να είχε ανακαλύψει στην πρόσοψη του κτιρίου μια δυσδιάκριτη ρωγμή που, ξεκινώντας απ’ την οροφή διέτρεχε τον τοίχο σε τεθλασμένη γραμμή, μέχρι που χανόταν στα σκοτεινά νερά της λίμνης.
   Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, προχώρησα με το άλογό μου στο δρομάκι που οδηγούσε στην πόρτα του σπιτιού. Ένας υπηρέτης επί της υποδοχής πήρε το άλογό μου και εγώ πέρασα στο χολ με τα γοτθική αψίδα. Ένας καμαριέρης, περπατώντας αθόρυβα, με οδήγησε σιωπηλά, μέσα από διάφορους σκοτεινούς, μυστηριώδεις διαδρόμους, στο γραφείο του κυρίου του. Πολλά απ’ αυτά που συνάντησα στο δρόμο συνέβαλαν – άγνωστο πώς – στο να εντείνουν τα αδιόρατα συναισθήματα για τα οποία μίλησα πριν. Μόλο που τα αντικείμενα γύρω μου – τα σκαλίσματα των οροφών, οι σκουρόχρωμες ταπισερί των τοίχων, τα εβένινα μαύρα πατώματα, τα εντυπωσιακά τρόπαια και οι πανοπλίες που κροτάλιζαν δίπλα μου καθώς περπατούσα – μού ήταν οικεία απ’ τα παιδικά μου χρόνια κι ενώ παραδεχόμουν πως όλα ήταν γνωστά, ωστόσο δεν έπαυα να; Διαπιστώνω πόσο ξένες ήταν οι εντυπώσεις που μού προκαλούσαν αυτές οι συνηθισμένες εικόνες. Σε μια από τις σκάλες του σπιτιού συνάντησα τον οικογενειακό γιατρό. Στο πρόσωπό του, σκέφτηκα, ήταν ζωγραφισμένη μια ανάμικτη έκφραση πανουργίας και αμηχανίας. Με χαιρέτησε νευρικά και προσπέρασε. Εκείνη τη στιγμή, ο καμαριέρης άνοιξε μια πόρτα και με παρουσίασε στον κύριό του.
   Βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο ευρύχωρο και ψηλοτάβανο. Τα παράθυρα ήταν μακρόστενα με μυτερή κορυφή και απείχαν τόσο πολύ απ’ το μαύρο δρύινο πάτωμα, που ήταν αδύνατο να τα φτάσει κανείς από μέσα. Οι αδύναμες πορφυρές αχτίνες του σούρουπου τρύπωναν απ’ τις γρίλιες και φώτιζαν αρκετά τα πιο εμφανή αντικείμενα του χώρου· όμως, το μάτι δεν μπορούσε να διακρίνει τις πιο μακρινές γωνιές του δωματίου ή τις εσοχές της θολωτής, ξεθωριασμένης οροφής. Στους τοίχους κρέμονταν σκούρες κουρτίνες. Τα έπιπλα ήταν βαριά, άβολα, πολυκαιρισμένα και ξεφτισμένα. Τριγύρω ήταν σκορπισμένα πολλά βιβλία και μουσικά όργανα, που, όμως, δεν πρόσθεταν καμιά ζωντάνια στο σκηνικό. Ένιωθα σαν ν’ ανέπνεα έναν αέρα θλίψης. Όλο το δωμάτιο ήταν φορτισμένο με μια βαριά ατμόσφαιρα βαθιάς και αγιάτρευτης μελαγχολίας.
   Μόλις μπήκα, ο Άσερ σηκώθηκε από έναν καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένος και με χαιρέτησε ζωηρά και θερμά, με μια υπερβολική εγκαρδιότητα που στην αρχή μού φάνηκε προσποιητή. Κοιτάζοντας, όμως, το πρόσωπό του, πείστηκα ότι ήταν απόλυτα ειλικρινής. Καθίσαμε και, για κάποια λεπτά, καθώς έμενε σιωπηλός, τον κοιτούσα με ανάμικτα συναισθήματα οίκτου και δέους. Σίγουρα, κανένας άνθρωπος δεν είχε αλλάξει ποτέ τόσο πολύ, σε τόσο μικρό διάστημα, όσο ο Ρόντρικ Άσερ! Μόλις και μετά βίας κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνη η κάτωχρη σκιά που αντίκριζα ήταν ο σύντροφος των παιδικών μου χρόνων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν πάντα αξιοπρόσεκτα. Μια χλομάδα νεκρική· μάτια μεγάλα, υγρά και ασύγκριτα φωτεινά· χείλη λεπτά, ωχρά, αλλά εξαιρετικά καλοσχηματισμένα· μύτη λεπτή, κατά την εβραϊκή κατατομή, αλλά με ασυνήθιστα φαρδιά ρουθούνια· λεπτοκαμωμένο πηγούνι, που μαρτυρούσε την έλλειψη θεληματικότητας στο χαρακτήρα του· μαλλιά απαλά και λεπτά σαν μετάξι. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το ασυνήθιστα πλατύ μέτωπό του, συνέθεταν μια φυσιογνωμία που δεν μπορόύσες να ξεχάσεις εύκολα. Και τώρα, σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά που παρέμεναν επιφανειακά αναλλοίωτα, όπως και η συνηθισμένη τους έκφρασή τους, διέκρινα μια τόσο βαθιά αλλαγή, που δεν ήμουν σίγουρος σε ποιον ακριβώς μιλούσα. Αυτό που τώρα με τρόμαζε περισσότερο από κάθετί και μού προκαλούσε δέος ήταν η φοβερή χλομάδα του προσώπου του και η θαυμαστή λάμψη των ματιών του. Τα μεταξένια μαλλιά του είχαν μακρύνει πολύ κι όπως ήταν λεπτά και μπερδεμένα ανέμιζαν, αντί να πέφτουν γύρω απ’ το πρόσωπό του. Όσο κι αν προσπαθούσα, ήταν αδύνατο να συνδέσω αυτή την ανεξιχνίαστη έκφραση με οτιδήποτε ανθρώπινο…   

Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe, 19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849)

Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999.
Αποτέλεσμα εικόνας για Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, μτφ. Ντενίζ Ρώντα,


Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Έντγκαρ Άλαν Πόε: ΣΙΩΠΗ Μετάφρ: Ελένη Κατσιώλη:


Σιωπή - Edgar Allan Poe - Μυστηρίου, Τρόμου και Φαντασίας - Ανάγνωση Γραπτών Λογοτεχνίας - Audiobook
Σιωπή –Ένας μύθος
 Ο δικός μας κόσμος είναι ένας κόσμος λέξεων: Ησυχία αποκαλούμε τη σιωπή που είναι η πιο ισχυρή λέξη απ’ όλες.
                                                                                                                                                                                        Αλ Ααραάφ[1]

«Άκουσέ με», είπε ο Δαίμονας, βάζοντας το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. «Υπάρχει ένα σημείο σε αυτή την καταραμένη γη, το οποίο δεν έχεις δει ποτέ και, αν ενδεχομένως το έχεις δει, θα ήταν σε ένα από αυτά τα ζωηρά όνειρα που έρχονται σαν το σιμούν στον εγκέφαλο εκείνου που πέφτει για ύπνο ανάμεσα στις απαγορευμένες ηλιαχτίδες -ανάμεσα στις ηλιαχτίδες, λέω, που γλιστράνε από τους ιερούς στύλους των μελαγχολικών ναών της ερήμου. Η περιοχή για την οποία μιλάω είναι μια θλιβερή περιοχή της Λιβύης, στα όρια του ποταμού Ζαΐρ.[2] Και εκεί δεν υπάρχει τίποτε ήσυχο, ούτε σιωπή.
»Τα νερά του ποταμού έχουν μια ασθενική απόχρωση σαφράν -και δεν ρέουν προς τη θάλασσα, αλλά πάλλονται αέναα κάτω από το κόκκινο μάτι του ήλιου με μια ταραχώδη, σπασμωδική κίνηση. Για πολλά μίλια και στις δυο πλευρές της γλοιώδους κοίτης του υπάρχει μια χλωρή ερημιάμε γιγάντια νούφαρα. Αναστενάζουν το ένα στο άλλο μέσα σε αυτή τη μοναξιά, και τεντώνουν προς τον ουρανό τους μακριούς απαίσιους λαιμούς τους κάνοντας νεύμα προς τα πίσω με τα αιώνια κεφάλια τους. Και υπάρχει ένα ακαθόριστο μουρμουρητό που έρχεται από αυτά, σαν τη βιασύνη των υπόγειων νερών. Και αναστενάζουν το ένα στο άλλο.
»Όμως, υπάρχει ένα όριο στη σφαίρα τους -το όριο του σκοτεινού, φοβερού, ψηλού δάσους. Εκεί,όπως τα κύματα γύρω από τις Εβρίδες, οι χαμηλοί θάμνοι είναι συνεχώς ταραγμένοι. Αλλά δεν υπάρχει άνεμος σε όλο τον ουρανό. Και τα μεγάλα αρχέγονα δέντρα κατρακυλούν αιώνια εδώ και εκεί με έναν συντριπτικό και ισχυρό ήχο. Από τις ψηλές κορυφές τους, σταγόνα-σταγόνα στάζει η ατέλειωτη δροσιά.Και στις ρίζες τους παράξενα δηλητηριώδη λουλούδια είναι κουλουριασμένα σε έναν ταραγμένο ύπνο.Ψηλά, με ένα βουερό και δυνατό θόρυβο, τα γκρίζα σύννεφα τρέχοντας πάντα δυτικά κυλούν σε έναν καταρράκτη, πάνω από τον φλογερό τοίχο του ορίζοντα. Και καθ’ όλη τη διάρκεια δεν υπάρχει άνεμος στον ουρανό.Και στις ακτές του ποταμού Ζαΐρ δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή.
»Ήταν νύχτα και έπεφτε βροχή. Και για όσο έπεφτε ήταν βροχή, αλλά μετά ήταν αίμα. Εγώ στεκόμουν στον βάλτο ανάμεσα στα ψηλά νούφαρα καθώς η βροχή έπεφτε στο κεφάλι μου -και τα νούφαρα αναστέναζαν το ένα στο άλλο στην μεγαλοπρέπεια της ερήμωσής τους.
»Και, μονομιάς, το φεγγάρι ανέβηκε μέσα από μια λεπτή απαίσια ομίχλη με χρώμα πορφυρό.Τα μάτια μου έπεσαν πάνω σε έναν τεράστιο γκρίζο βράχο ο οποίος στεκόταν κοντά στις όχθες του ποταμού που έλαμπε μες το φως του φεγγαριού. Και αυτός ο βράχος ήταν γκρίζος, τρομαχτικός ψηλός. Στην πρόσοψή του υπήρχαν χαραγμένα γράμματα· περπάτησα μέσα στον βάλτο των νούφαρων, μέχρι που έφτασα στην όχθη, απ’ όπου μπορούσα να δω τους χαρακτήρες. Αλλά δεν μπορούσα να τους αποκρυπτογραφήσω. Γύρισα, λοιπόν, πίσω στον βάλτο, ενώ το φεγγάρι έλαμπε με ένα εκτυφλωτικό κόκκινο, στράφηκα πάλι πίσω και κοίταξα τον βράχο και οι χαρακτήρες έγραφαν ΕΡΗΜΙΑ.
»Κοίταξα επάνω και εκεί στην κορυφή του βράχου στεκόταν ένας άνδρας, και εγώ κρύφτηκα ανάμεσα στα νούφαρα για να μπορώ να ανακαλύψω τις πράξεις του. Ο άνδρας ήταν ψηλός με εντυπωσιακή μορφή, τυλιγμένος από τους ώμους μέχρι τα πόδια με την τήβεννο της αρχαίας Ρώμης. Το περίγραμμα της φιγούρας του ήταν ασαφές -αλλά είχε χαρακτηριστικά θεότητας· τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν ακάλυπτα στο πέπλο της νύχτας, στην ομίχλη,στο φεγγάρι και στη δροσιά. Είχε αγέρωχο σκεπτικό μέτωπο, μάτι προσεκτικό και άγριο και μέσα από τις λιγοστές ρυτίδες των παρειών του διάβασα τους μύθους της θλίψης, της κούρασης και της αηδίας για την ανθρωπότητα και μια λαχτάρα για μοναξιά. Το φεγγάρι έλαμπε στο πρόσωπό του και τα χαρακτηριστικά του, ω! ήταν πιο όμορφα κι από τα πιο ανάλαφρα όνειρα που κυριαρχούσαν στις ψυχές των θυγατέρων της Δήλου![3]
»Ο άνδρας κάθισε πάνω στον βράχο, ακούμπησε το κεφάλι του στο χέρι και κοιτούσε από πάνω την ερημιά. Κοιτούσε κάτω στην κοντή λόχμη και πάνω στα ψηλά παρθένα δέντρα και ψηλότερα στον θορυβώδη ουρανό, και κατευθείαν στο πορφυρό φεγγάρι. Και εγώ ξαπλωμένος στο καταφύγιο με τα νούφαρα, παρακολουθούσα τις πράξεις του. Ο άνδρας έτρεμε από τη μοναξιά -αλλά η νύχτα κρατούσε πολύ κι εκείνος καθόταν πάνω στον βράχο.
»Ο άνδρας έστρεψε την προσοχή του από τον ουρανό και κοίταζε το θλιβερό ποτάμι Ζαΐρ, τα απαίσια κίτρινα νερά και τις χλωμές λεγεώνες των νούφαρων. Και άκουγε τους αναστεναγμούς των νούφαρων και τα μουρμουρητά τους. Και εγώ ξαπλωμένος στην κρυψώνα μου παρακολούθησα τις πράξεις του. Ο άνδρας έτρεμε από τη μοναξιά -αλλά η νύχτα κρατούσε πολύ κι εκείνος καθόταν πάνω στον βράχο.
»Τότε κατέβηκα στα κοιλώματα του βάλτου,τσαλαβούτησα μακριά ανάμεσα στην έρημο των νούφαρων, και φώναξα στους ιπποπόταμους που κατοικούσαν μέσα στα έλη στις εσοχές του βάλτου.Οι ιπποπόταμοι άκουσαν το κάλεσμά μου και ήρθαν μαζί με τον Βεεμώθ,[4] στους πρόποδες του βράχου, φωνάζοντας δυνατά και τρομαχτικά κάτω από το φεγγάρι. Και εγώ ξαπλωμένος στην κρυψώνα μου παρακολουθούσα τις πράξεις του. Ο άνδρας έτρεμε από τη μοναξιά – αλλά η νύχτα κρατούσε πολύ κι εκείνος καθόταν πάνω στον βράχο.
»Καταράστηκα τα στοιχειά με το ξόρκι του περισπασμού∙  και τότε χωρίς να υπάρχει άνεμος ξέσπασε στον ουρανό μια τρομακτική καταιγίδα. Και ο ουρανός μάνιασε από τη βία της καταιγίδας, η βροχή χτυπούσε πάνω στο κεφάλι του άνδρα, το πλημμυρισμένο ποτάμι κυλούσε και θρυμματιζόταν σε αφρό, τα νούφαρα κραύγαζαν μέσα στην κοίτη τους, το δάσος κατέρρεε απ’ τον άνεμο, βρόντηξε ο κεραυνός, έπεσε μια αστραπή και ο βράχος κύλησε από τα θεμέλιά του. Και εγώ ξαπλωμένος στην κρυψώνα μου παρακολουθούσα τις πράξεις του. Ο άνδρας έτρεμε από τη μοναξιά – αλλά η νύχτα κρατούσε πολύ κι εκείνος καθόταν πάνω στον βράχο.
»Και τότε θύμωσα και καταράστηκα, με την κατάρα της σιωπής, τον ποταμό, τα νούφαρα, τον άνεμο, το δάσος, τον ουρανό, τον κεραυνό και τους στεναγμούς των νούφαρων. Και έγιναν καταραμένα και παρέμειναν έτσι. Και το φεγγάρι έπαψε την πορεία του προς τον ουρανό, οκεραυνός έσβησε μακριά, δεν έλαμψε η αστραπή, τα σύννεφα κρέμονταν ακίνητα, τα νερά βυθίστηκαν πιο χαμηλά και παρέμειναν έτσι, τα δέντρα έπαψαν να κλυδωνίζονται, τα νούφαρα δεν αναστέναζαν πια, και δεν ακουγόταν μουρμούρισμα ανάμεσά τους, ούτε κάποιο ίχνος ήχου πάνω στην απέραντη έρημο. Κοίταξα τους χαρακτήρες στον βράχο που είχαν αλλάξει και έγραφαν ΣΙΩΠΗ.
»Τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο πρόσωπο του άνδρα που είχε όψη νικημένη από τον τρόμο. Σήκωσε βιαστικά το κεφάλι από τα χέρια, στάθηκε πάνω στον βράχο και άκουγε. Αλλά δεν υπήρχε φωνή πάνω στην απέραντη έρημο και οι χαρακτήρες πάνω στον βράχο έγραφαν ΣΙΩΠΗ. Ο άνδρας έφριξε,απέστρεψε το πρόσωπό του, έφυγε μακριά και δεν τον ξαναείδα ποτέ».
***
    Τώρα υπάρχουν ωραίες ιστορίες στους σιδερόδετους τόμους για Μάγους –στους μελαγχολικούς τόμους των Μάγων. Εκεί, λέω, υπάρχουν οι δοξασμένες ιστορίες του Ουρανού, της Γης και της ισχυρής Θάλασσας, και των Τζίνι που υπερισχύουν της θάλασσας, της γης και του υψηλού ουρανού. Παλιά υπήρχε περισσότερη σοφία σε όσα έλεγαν οι Σίβυλλες∙ τα άχραντα, τα άγια πράγματα ακούγονταν από τα σκοτεινά φύλλα που έτρεμαν γύρω από την Δωδώνη, αλλά -μα τον Αλλάχ-τον μύθο που μου είπε ο Δαίμονας,καθώς καθόταν πλάι μου στη σκιά του τάφου, τον κρατώ σαν τον θαυμαστότερο από όλους! Και έχοντας τελειώσει την ιστορία του ο Δαίμονας, έπεσε μέσα στη λακκούβα του τάφου και άρχισε να γελάει. Και επειδή δεν μπορούσα να γελάσω μαζί του με καταράστηκε, ενώ ο λίγκας που κατοικεί πάντα στον τάφο, βγήκε έξω και ξάπλωσε στα πόδια του, κοιτάζοντάς τον σταθερά στο πρόσωπο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849), πεζογράφος και ποιητής από τις ΗΠΑ. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. Το έργο του επέδρασε στην εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας και στις ιστορίες τρόμου και φαντασίας.
Πρώτη δημοσίευση 1838 με τον ελληνικό τίτλο Σιωπή με αγγλική γραφή: Siope -A Fable.

[1]Ένα  πρώιμο ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε που δημοσιεύθηκε το 1829.
[2] Σήμερα ο ποταμός αυτός ονομάζεται  Κονγκό.
[3]Οι αγαπημένες κόρες του Βασιλιά Άνιου: Σπερμώ, Οινώ, Ελαΐς, οι λεγόμενες «Οινοτρόποι». Τα ονόματά τους αντιστοιχούσαν στα βασικά είδη διατροφής:το σιτάρι, το κρασί και το λάδι. Κατά τον Τρωικό πόλεμο οι Αχαιοί τις απήγαγαν για να τους υπηρετούν, αλλά ο Διόνυσος τις έσωσε μετατρέποντάς τες σε άσπρα περιστέρια.
[4]Θηρίο που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη: Ιώβ 40,15-24.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Απόσπασμα από το διήγημα «Ο Μαύρος Γάτος»



Η κατοπινή μου ενέργεια ήταν να ψάξω να ‘βρω το ζωντανό που είχε γίνει αιτία μιας τέτοιας κατάντιας. Γιατί τώρα πια είχα πάρει τη σταθερή απόφαση να το εξοντώσω. Αν το ‘βρισκα εκείνη τη στιγμή μπροστά μου, καμιά αμφιβολία πως η δουλειά του ήταν τελειωμένη. Μα φαίνεται πως το πονηρό ζώο είχε τρομοκρατηθεί από την εκδήλωση του θυμού μου κι απόφευγε να παρουσιαστεί μπροστά μου. Αδύνατον να περιγραφεί, ή να φανταστεί κανείς, τη βαθιά, την ηδονική ανακούφιση που μου προξένησε η απουσία του σιχαμένου ζώου. Δε φάνηκε ούτε ολόκληρη τη νύχτα, κι έτσι, για μια νύχτα τουλάχιστον, από τότε που είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι, κοιμήθηκα ήσυχα και ατάραχα. Ναι, κοιμήθηκα, μ’ όλο το βάρος του φονικού, που είχα στην ψυχή μου.
Πέρασε η δεύτερη, πέρασε και η τρίτη μέρα, κι ο τύραννός μου εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Ανάσανα σαν άνθρωπος ελεύθερος. Το τέρας, τρομαγμένο, είχε φύγει από το σπίτι μια για πάντα! Δε θα το ξανάβλεπα στα μάτια μου! Ήμουν τρισευτυχισμένος! Το αίσθημα της ενοχής για την καταχθόνια πράξη μου δεν μ’ ενοχλούσε σχεδόν καθόλου. Στην ανάκριση που είχε γίνει, αποκρίθηκα μ’ ετοιμότητα, δίχως να τα χάσω. Έγινε και μια έρευνα – μα φυσικά, τίποτα δεν ανακάλυψαν. Θεωρούσα την ευτυχία μου εξασφαλισμένη στο μέλλον.
Την τέταρτη μέρα ύστερ’ από το φόνο, ξανάρθαν ακαρτέρευτα οι αστυνομικοί, για να κάνουν μια πιο αυστηρή έρευνα. Σίγουρος για το ανεξιχνίαστο του κρυψώνα, δεν ανησύχησα στο παραμικρό. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να τους συνοδέψω στην έρευνά τους. Δεν άφησαν καμιά γωνιά, καμιά κόχη, δίχως να την ψάξουν. Στο τέλος κατέβηκαν πάλι στο κελάρι – για τρίτη ή τέταρτη φορά. Δεν σάλεψε ούτε μια τρίχα μου. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά ανθρώπου που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Πηγαινοερχόμουν μέσα στο κελάρι. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και τριγύριζα εδώ κι εκεί. Οι αστυνομικοί ικανοποιήθηκαν απόλυτα από την έρευνά τους κι ετοιμάζονταν να φύγουν. Η χαρά μου ήταν πάρα πολύ μεγάλη, για να μπορέσω να τη συγκρατήσω. Λαχταρούσα να πω, έστω και μια λέξη, έτσι, σαν εκδήλωση του θριάμβου μου, και για να διπλασιαστεί η βεβαιότητά τους πως είμαι αθώος.
-Κύριοι, τους είπα τέλος καθώς ανέβαιναν τη σκάλα, είμ’ ενθουσιασμένος που ξαλαφρωθήκατε από τις υποψίες σας. Σας εύχομαι καλή υγεία και κάπως περισσότερη ευγένεια. Εδώ που τα λέμε, κύριοι, αυτό το σπίτι είναι πολύ καλοχτισμένο (μέσα στη φλογερή επιθυμία μου να πω κάτι με άνεση, δεν ήξερα καλά καλά τι έλεγα, μπορώ μάλιστα να πω, εξαιρετικά καλοχτισμένο. Αυτοί οι τοίχοι –μα πώς φεύγετε, κύριοι;- αυτοί οι τοίχοι είναι γερά φτιαγμένοι…
Και λέγοντας αυτό, χτύπησα δυνατά – μόνο και μόνο από μια μανία μπραβούρας, που με είχε πιάσει – μ’ ένα μπαστούνι που κρατούσα, ακριβώς εκείνο το μέρος του τοίχου με τα τούβλα, που πίσω του στεκότανε το πτώμα της αγαπημένης γυναικούλας μου.
Μα ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει από τα νύχια του Αντίχριστου! Δεν είχαν πάψει καλά καλά ν’ αντηχούν τα χτυπήματα του μπαστουνιού μου, και μου αποκρίθηκε μια φωνή μέσ’ από τον τάφο! – μια φωνή στην αρχή πνιγμένη και κομμένη, σαν το αναφιλητό παιδιού, που έπειτα φούντωσε γοργά σε μια μακρόσυρτη, δυνατή και αδιάκοπη κραυγή, αφύσικη και ξωτική –μια οιμωγή! – μια κλαψιάρικη στριγγλιά φρίκης και θριάμβου μαζί, τέτοια που μόνο από την κόλαση θα μπορούσε να ‘χε βγει, συνταιριαστά, απ’ το λαρύγγι των κολασμένων μέσα στην αγωνία τους κι από τους δαίμονες που χαίρονται την κόλαση κι αναγαλλιάζουν.
Είναι αστείο, να μιλήσω για τις σκέψεις μου εκείνης της στιγμής. Παράλυσα. Τρικλίζοντας, πήγα κι ακούμπησα στον αντικρινό τοίχο. Οι αστυνομικοί, από τον τρόμο και το δέος, έμειναν ακίνητοι για μια στιγμή στη σκάλα. Αμέσως έπειτα, δέκα γερά μπράτσα καταπιάστηκαν τον τοίχο. Έπεσε μονοκόμματος. Το πτώμα, κιόλα σε μεγάλο βαθμό αποσυνθεμένο, γεμάτο πηγμένα αίματα, στεκότανε ολόρθο μπρος στα μάτια μας. Πάνω στο κεφάλι του, με κατακόκκινο ανοιχτό στόμα κι ένα μοναχικό μάτι που πέταγε φωτιές, καθότανε το απαίσιο ζώο, που η πανουργία του μ’ έκανε φονιά, και η κατήγορη φωνή του μ’ έστειλε στο δήμιο. Είχα χτίσει το τέρας μέσα στον τάφο.

Edgar Allan Poe, (19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849)

«Ο μαύρος γάτος» μετάφραση ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
από το βιβλίο «Ε. Α. ΠΟΕ – ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»
Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ.