Αρχίσαμε να δουλεύουμε με όρεξη και στα δέκα αυτά λεπτά ένιωσα τόσο έντονα συνεπαρμένος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Σ’ αυτό το διάστημα ξεθάψαμε ένα μακρόστενο ξύλινο σεντούκι, διατηρημένο σε άψογη κατάσταση και ολόγερο, προφανώς συντηρημένο με κάποια χημική επεξεργασία –ίσως με διχλωριούχο υδράργυρο. Ήταν δεμένο γερά με σιδερένιους ιμάντες –έξι συνολικά–, από τους οποίους θα μπορούσαν να το σηκώσουν έξι άνθρωποι. Το μόνο που καταφέραμε εμείς, ενώνοντας τις δυνάμεις μας, ήταν να κινήσουμε ελάχιστα το κιβώτιο μέσα στο λάκκο. Καταλάβαμε αμέσως πως ήταν αδύνατο να μεταφέρουμε ένα τόσο μεγάλο φορτίο. Ευτυχώς, το καπάκι ήταν στερεωμένο μόνο με δυο σιδερένια μάνταλα. Τα τραβήξαμε τρέμοντας και βαριανασαίνοντας απ’ την αγωνία. Την επόμενη στιγμή, ένας θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας πρόβαλε λαμποκοπώντας μπροστά μας. Όπως έπεφτε στο λάκκο το φως απ’ τα κλεφτοφάναρα, στραφτάλισε από κάτω ένας σωρός από χρυσάφι και κοσμήματα, που κυριολεκτικά μας θάμπωσε τα μάτια.
Πόε, Έντγκαρ Άλαν, Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, σελ. 206-207, μτφρ. Ντενίζ Ρώντα, Αθήνα, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 1999Σάββατο 11 Ιουνίου 2022
Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021
Edgar Allan Poe- Προδότρα καρδιά
Είχε κάνει το τέλειο έγκλημα. Σκότωσε την Eπιθυμία και την έθαψε στον τοίχο του σπιτιού του κάτω από ένα σωρό στρωμάτων λογικών αιτιάσεων. Το άρωμά της, οι μυρουδιές της και η σκιά της ακόμη, θάφτηκαν παρέα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι κάποτε κατοικούσε εκεί. Η ζωή του επανήλθε στην κανονικότητά της, λογική και με ισορροπία. Η μέρα ξαναβρήκε τη σειρά της, αρχή-μέση-τέλος και η ρουτίνα επιβίωσης επιβλήθηκε του ασυνάρτητου χάους της βούλησης. Μέχρι που ο ανακριτής συναισθημάτων εκείνο το πρωινό χτύπησε την πόρτα. Είχε καιρό να δει την Επιθυμία να γυρνάει στους δρόμους και θέλησε να μάθει για την τύχη της. Τον ρώτησε, με το συνηθισμένο ύφος των ανακριτών, αν ξέρει κάτι και πότε ήταν η τελευταία φορά που την είχε συναντήσει. Οι συνηθισμένες ερωτήσεις των ανακριτών. Εκείνος απάντησε ότι πάει καιρός, αλλά δεν έδωσε σημασία και δεν το ανέφερε, επειδή έτσι ήταν αυτή, ταξιδιάρα, αλανιάρα, έφευγε και ερχόταν όποτε ήθελε Ο ανακριτής ζήτησε την άδεια να ψάξει. Έψαξε και δεν βρήκε ίχνος. Πήγε να φύγει αλλά ένας δυνατός ρυθμικός ήχος ακούστηκε. Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ .... Απόρησε ξανάψαξε, μα εις μάτην. Τικ τακ τικ τακ .... Πήγε να φύγει πάλι και πάλι και ο ήχος δυνάμωνε και εκείνος συνέχεια επέστρεφε και ξανά δεν εύρισκε κάτι. Στο τέλος ο θόρυβος έγινε εκκωφαντικός, τα πόδια τού φονιά λύγισαν κάτω απ’ τον ρυθμικό ήχο και με μια φωνή που μόλις ακουγόταν επαναλάμβανε ρυθμικά στον ρυθμό του τικ τακ - ομολογώ, ομολογώ... την σκότωσα, εγώ, εγώ, προδότρα καρδιά, μαρτυριάρα, μαρτυριάρα... Κατέρρευσε
Mετάφραση: Νίκος Σημηριώτης
Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019
Edgar Allan Poe-« H Πτώση του Οίκου των Άσερ» (απόσπασμα)
…Μολαταύτα, σκόπευα να μείνω σ’ αυτό το θλιβερό αρχοντικό για κάποιες εβδομάδες. Ο ιδιοκτήτης του, ο Ρόντρικ Άσερ, ήταν παιδικός μου φίλος, αλλά είχαμε πολλά χρόνια να ιδωθούμε. Ένα παράφορο γράμμα, ωστόσο, που μου είχε στείλει πρόσφατα, ενώ βρισκόμουν πολύ μακριά, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για κανενός άλλου είδους απάντηση εκτός από την προσωπική μου επίσκεψη. Ο τρόπος που ήταν γραμμένο πρόδιδε ταραχή. Ο φίλος μου μιλούσε για κάποια σοβαρή σωματική ασθένεια, που συνοδευόταν από μια διανοητική διαταραχή, και για το διακαή του πόθο να με δει – μιας και ήμουν ο καλύτερος και μάλλον ο μοναδικός στενός του φίλος -, ελπίζοντας πως με την ευχάριστη συντροφιά μου θα ξεπερνούσε κάπως την αρρώστια του. Ο τρόπος που μου έλεγε αυτά και πολλά άλλα – η τόσο θερμή παράκλησή του – δε μου άφησε περιθώριο για δισταγμούς. Έτσι, υπάκουσα αμέσως σ’ αυτή την παράξενη – όπως τη θεωρούσα ακόμη – επίκληση.
Παρόλο που όταν ήμασταν παιδιά κάναμε στενή παρέα, στην πραγματικότητα, δε γνώριζα πολλά πράγματα για το φίλο μου, γιατί ήταν ανέκαθεν υπερβολικά εσωστρεφής. Γνώριζα, πάντως, ότι η οικογένειά του, που είχε πολύ παλιές ρίζες, φημιζόταν ανέκαθεν για κάποιες πολύ ιδιαίτερες ευαισθησίες, οι οποίες εκδηλώνονταν, χρόνια και χρόνια, με έργα τέχνης γεμάτα πάθος και, πιο πρόσφατα, με διακριτικές αλλά γενναιόδωρες φιλανθρωπίες, αλλά και με μια παθιασμένη αφοσίωση στους όποιους νεωτερισμούς της μουσικής τέχνης. Ακόμα, είχα μάθει κάτι πολύ ασυνήθιστο για το γενεαλογικό δέντρο των Άσερ: ότι, παρά το τιμημένο τους όνομα, δεν είχαν καταφέρει να στεριώσουν κάποιο παρακλάδι πέρα από την ευθεία γραμμή καταγωγής, που έφτανε μέχρι τον πατριάρχη της οικογένειας. Με άλλα λόγια, ολόκληρη η οικογένεια σχηματίζει μια ευθεία γραμμή απογόνων, πράγμα που, εκτός από ελάχιστες και ασήμαντες εξαιρέσεις, συνέβαινε ανέκαθεν. Συλλογιζόμουν πως εξαιτίας αυτού του μειονεκτήματος η οικογενειακή κληρονομιά μεταβιβαζόταν απαρέγκλιτα από πατέρα σε γιο, σε σημείο που ο χαρακτήρας του οικήματος συμβάδιζε με το χαρακτήρα των ανθρώπων στο πέρασμα των αιώνων, μέχρι που με την ονομασία «Οίκος των Άσερ» ήταν ταυτισμένο και το σπίτι και οι άνθρωποι. Ενδεικτικό ήταν το γεγονός ότι οι χωρικοί, χρησιμοποιώντας αυτή την ονομασία, εννοούσαν τόσο την οικογένεια όσο και τα αρχοντικό της.
Ανέφερα ήδη το αποτέλεσμα του μάλλον παιδαριώδους πειράματός μου – να κοιτάξω το αρχοντικό μέσα απ’ το νερό της λίμνης – ήταν να γίνει ακόμα πιο έντονη η πρώτη μου, αλλόκοτη εντύπωση. Δίχως αμφιβολία, όταν συνειδητοποίησα ότι οι απροσδιόριστοι φόβοι μου – γιατί πώς αλλιώς να τους πω – ολοένα και δυνάμωναν, άρχισα να φοβάμαι ακόμα περισσότερο. Απ’ αυτό τον παράδοξο νόμο διέπονται, όπως γνωρίζω πολύ καλά, όλα τα συναισθήματα που έχουν σαν βάση τους τον τρόμο. Κι έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, όταν σήκωσα τα μάτια μου απ’ τη λίμνη και κοίταξα το ίδιο το σπίτι, είχα μια παράξενη παραίσθηση, μια παραίσθηση τόσο γελοία, που πρέπει να την αναφέρω, για να δείξω πόσο πολύ είχα επηρεαστεί απ’ αυτό το συναίσθημα που με βάραινε. Η φαντασία μου είχε δουλέψει τόσο, ώστε να πιστέψω ότι ολόκληρη η έπαυλη και η περιοχή γύρω της τυλιγόταν σ’ ένα σύννεφο που δεν είχε καμιά σχέση με τον ουρανό, αλλά που αναδυόταν απ’ τα σαπισμένα δέντρα, απ’ τον γκρίζο τοίχο που περιέβαλλε το σπίτι κι απ’ τη σιωπηλή λιμνούλα – ένας ατμός νοσηρός, βαρύς και μυστηριώδης, που μόλις και διακρινόταν από το μολυβένιο του χρώμα.
Αποδιώχνοντας απ’ το μυαλό μου αυτή την εικόνα που σίγουρα πρέπει να την είχα ονειρευτεί, περιεργάστηκα από πιο κοντά την πραγματική όψη του κτιρίου. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η υπερβολική παλαιότητά του. Ο χρόνος είχε ξεθωριάσει σημαντικά τα χρώματά του. Βρύα κάλυπταν τους εξωτερικούς τοίχους και κρέμονταν απ’ τα κεραμίδια της στέγης σαν αραχνοΰφαντος ιστός. Εκτός απ’ αυτά, όμως, το σπίτι δεν είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από το χρόνο. Κανένα μέρος του δεν είχε γκρεμιστεί· μάλιστα, η τέλεια συναρμογή των διαφόρων τμημάτων ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση αποσύνθεσης της κάθε πέτρας της κάθε πέτρας ξεχωριστά. Αυτό μου θύμισε τη σαπισμένη από το χρόνο ξύλινη επένδυση δε κάποια ξεχασμένη κρύπτη, που μένει ανέπαφη όσο δεν έρχεται σ’ επαφή με τον εξωτερικό αέρα. Πέρα όμως απ’ αυτές τις ενδείξεις εκτεταμένης φθοράς, το οικοδόμημα δεν έδειχνε διόλου ετοιμόρροπο. Πιθανόν το μάτι ενός προσεκτικού παρατηρητή να είχε ανακαλύψει στην πρόσοψη του κτιρίου μια δυσδιάκριτη ρωγμή που, ξεκινώντας απ’ την οροφή διέτρεχε τον τοίχο σε τεθλασμένη γραμμή, μέχρι που χανόταν στα σκοτεινά νερά της λίμνης.
Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, προχώρησα με το άλογό μου στο δρομάκι που οδηγούσε στην πόρτα του σπιτιού. Ένας υπηρέτης επί της υποδοχής πήρε το άλογό μου και εγώ πέρασα στο χολ με τα γοτθική αψίδα. Ένας καμαριέρης, περπατώντας αθόρυβα, με οδήγησε σιωπηλά, μέσα από διάφορους σκοτεινούς, μυστηριώδεις διαδρόμους, στο γραφείο του κυρίου του. Πολλά απ’ αυτά που συνάντησα στο δρόμο συνέβαλαν – άγνωστο πώς – στο να εντείνουν τα αδιόρατα συναισθήματα για τα οποία μίλησα πριν. Μόλο που τα αντικείμενα γύρω μου – τα σκαλίσματα των οροφών, οι σκουρόχρωμες ταπισερί των τοίχων, τα εβένινα μαύρα πατώματα, τα εντυπωσιακά τρόπαια και οι πανοπλίες που κροτάλιζαν δίπλα μου καθώς περπατούσα – μού ήταν οικεία απ’ τα παιδικά μου χρόνια κι ενώ παραδεχόμουν πως όλα ήταν γνωστά, ωστόσο δεν έπαυα να; Διαπιστώνω πόσο ξένες ήταν οι εντυπώσεις που μού προκαλούσαν αυτές οι συνηθισμένες εικόνες. Σε μια από τις σκάλες του σπιτιού συνάντησα τον οικογενειακό γιατρό. Στο πρόσωπό του, σκέφτηκα, ήταν ζωγραφισμένη μια ανάμικτη έκφραση πανουργίας και αμηχανίας. Με χαιρέτησε νευρικά και προσπέρασε. Εκείνη τη στιγμή, ο καμαριέρης άνοιξε μια πόρτα και με παρουσίασε στον κύριό του.
Βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο ευρύχωρο και ψηλοτάβανο. Τα παράθυρα ήταν μακρόστενα με μυτερή κορυφή και απείχαν τόσο πολύ απ’ το μαύρο δρύινο πάτωμα, που ήταν αδύνατο να τα φτάσει κανείς από μέσα. Οι αδύναμες πορφυρές αχτίνες του σούρουπου τρύπωναν απ’ τις γρίλιες και φώτιζαν αρκετά τα πιο εμφανή αντικείμενα του χώρου· όμως, το μάτι δεν μπορούσε να διακρίνει τις πιο μακρινές γωνιές του δωματίου ή τις εσοχές της θολωτής, ξεθωριασμένης οροφής. Στους τοίχους κρέμονταν σκούρες κουρτίνες. Τα έπιπλα ήταν βαριά, άβολα, πολυκαιρισμένα και ξεφτισμένα. Τριγύρω ήταν σκορπισμένα πολλά βιβλία και μουσικά όργανα, που, όμως, δεν πρόσθεταν καμιά ζωντάνια στο σκηνικό. Ένιωθα σαν ν’ ανέπνεα έναν αέρα θλίψης. Όλο το δωμάτιο ήταν φορτισμένο με μια βαριά ατμόσφαιρα βαθιάς και αγιάτρευτης μελαγχολίας.
Μόλις μπήκα, ο Άσερ σηκώθηκε από έναν καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένος και με χαιρέτησε ζωηρά και θερμά, με μια υπερβολική εγκαρδιότητα που στην αρχή μού φάνηκε προσποιητή. Κοιτάζοντας, όμως, το πρόσωπό του, πείστηκα ότι ήταν απόλυτα ειλικρινής. Καθίσαμε και, για κάποια λεπτά, καθώς έμενε σιωπηλός, τον κοιτούσα με ανάμικτα συναισθήματα οίκτου και δέους. Σίγουρα, κανένας άνθρωπος δεν είχε αλλάξει ποτέ τόσο πολύ, σε τόσο μικρό διάστημα, όσο ο Ρόντρικ Άσερ! Μόλις και μετά βίας κατάφερνα να πείσω τον εαυτό μου ότι εκείνη η κάτωχρη σκιά που αντίκριζα ήταν ο σύντροφος των παιδικών μου χρόνων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν πάντα αξιοπρόσεκτα. Μια χλομάδα νεκρική· μάτια μεγάλα, υγρά και ασύγκριτα φωτεινά· χείλη λεπτά, ωχρά, αλλά εξαιρετικά καλοσχηματισμένα· μύτη λεπτή, κατά την εβραϊκή κατατομή, αλλά με ασυνήθιστα φαρδιά ρουθούνια· λεπτοκαμωμένο πηγούνι, που μαρτυρούσε την έλλειψη θεληματικότητας στο χαρακτήρα του· μαλλιά απαλά και λεπτά σαν μετάξι. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το ασυνήθιστα πλατύ μέτωπό του, συνέθεταν μια φυσιογνωμία που δεν μπορόύσες να ξεχάσεις εύκολα. Και τώρα, σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά που παρέμεναν επιφανειακά αναλλοίωτα, όπως και η συνηθισμένη τους έκφρασή τους, διέκρινα μια τόσο βαθιά αλλαγή, που δεν ήμουν σίγουρος σε ποιον ακριβώς μιλούσα. Αυτό που τώρα με τρόμαζε περισσότερο από κάθετί και μού προκαλούσε δέος ήταν η φοβερή χλομάδα του προσώπου του και η θαυμαστή λάμψη των ματιών του. Τα μεταξένια μαλλιά του είχαν μακρύνει πολύ κι όπως ήταν λεπτά και μπερδεμένα ανέμιζαν, αντί να πέφτουν γύρω απ’ το πρόσωπό του. Όσο κι αν προσπαθούσα, ήταν αδύνατο να συνδέσω αυτή την ανεξιχνίαστη έκφραση με οτιδήποτε ανθρώπινο…
Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe, 19 Ιανουαρίου 1809 – 7 Οκτωβρίου 1849)
Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999.

Κυριακή 21 Απριλίου 2019
Έντγκαρ Άλαν Πόε: ΣΙΩΠΗ Μετάφρ: Ελένη Κατσιώλη:
Αλ Ααραάφ[1]
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019
Απόσπασμα από το διήγημα «Ο Μαύρος Γάτος»
Πέρασε η δεύτερη, πέρασε και η τρίτη μέρα, κι ο τύραννός μου εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Ανάσανα σαν άνθρωπος ελεύθερος. Το τέρας, τρομαγμένο, είχε φύγει από το σπίτι μια για πάντα! Δε θα το ξανάβλεπα στα μάτια μου! Ήμουν τρισευτυχισμένος! Το αίσθημα της ενοχής για την καταχθόνια πράξη μου δεν μ’ ενοχλούσε σχεδόν καθόλου. Στην ανάκριση που είχε γίνει, αποκρίθηκα μ’ ετοιμότητα, δίχως να τα χάσω. Έγινε και μια έρευνα – μα φυσικά, τίποτα δεν ανακάλυψαν. Θεωρούσα την ευτυχία μου εξασφαλισμένη στο μέλλον.
Την τέταρτη μέρα ύστερ’ από το φόνο, ξανάρθαν ακαρτέρευτα οι αστυνομικοί, για να κάνουν μια πιο αυστηρή έρευνα. Σίγουρος για το ανεξιχνίαστο του κρυψώνα, δεν ανησύχησα στο παραμικρό. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να τους συνοδέψω στην έρευνά τους. Δεν άφησαν καμιά γωνιά, καμιά κόχη, δίχως να την ψάξουν. Στο τέλος κατέβηκαν πάλι στο κελάρι – για τρίτη ή τέταρτη φορά. Δεν σάλεψε ούτε μια τρίχα μου. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά ανθρώπου που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Πηγαινοερχόμουν μέσα στο κελάρι. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και τριγύριζα εδώ κι εκεί. Οι αστυνομικοί ικανοποιήθηκαν απόλυτα από την έρευνά τους κι ετοιμάζονταν να φύγουν. Η χαρά μου ήταν πάρα πολύ μεγάλη, για να μπορέσω να τη συγκρατήσω. Λαχταρούσα να πω, έστω και μια λέξη, έτσι, σαν εκδήλωση του θριάμβου μου, και για να διπλασιαστεί η βεβαιότητά τους πως είμαι αθώος.
-Κύριοι, τους είπα τέλος καθώς ανέβαιναν τη σκάλα, είμ’ ενθουσιασμένος που ξαλαφρωθήκατε από τις υποψίες σας. Σας εύχομαι καλή υγεία και κάπως περισσότερη ευγένεια. Εδώ που τα λέμε, κύριοι, αυτό το σπίτι είναι πολύ καλοχτισμένο (μέσα στη φλογερή επιθυμία μου να πω κάτι με άνεση, δεν ήξερα καλά καλά τι έλεγα, μπορώ μάλιστα να πω, εξαιρετικά καλοχτισμένο. Αυτοί οι τοίχοι –μα πώς φεύγετε, κύριοι;- αυτοί οι τοίχοι είναι γερά φτιαγμένοι…
Και λέγοντας αυτό, χτύπησα δυνατά – μόνο και μόνο από μια μανία μπραβούρας, που με είχε πιάσει – μ’ ένα μπαστούνι που κρατούσα, ακριβώς εκείνο το μέρος του τοίχου με τα τούβλα, που πίσω του στεκότανε το πτώμα της αγαπημένης γυναικούλας μου.
Μα ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει από τα νύχια του Αντίχριστου! Δεν είχαν πάψει καλά καλά ν’ αντηχούν τα χτυπήματα του μπαστουνιού μου, και μου αποκρίθηκε μια φωνή μέσ’ από τον τάφο! – μια φωνή στην αρχή πνιγμένη και κομμένη, σαν το αναφιλητό παιδιού, που έπειτα φούντωσε γοργά σε μια μακρόσυρτη, δυνατή και αδιάκοπη κραυγή, αφύσικη και ξωτική –μια οιμωγή! – μια κλαψιάρικη στριγγλιά φρίκης και θριάμβου μαζί, τέτοια που μόνο από την κόλαση θα μπορούσε να ‘χε βγει, συνταιριαστά, απ’ το λαρύγγι των κολασμένων μέσα στην αγωνία τους κι από τους δαίμονες που χαίρονται την κόλαση κι αναγαλλιάζουν.
Είναι αστείο, να μιλήσω για τις σκέψεις μου εκείνης της στιγμής. Παράλυσα. Τρικλίζοντας, πήγα κι ακούμπησα στον αντικρινό τοίχο. Οι αστυνομικοί, από τον τρόμο και το δέος, έμειναν ακίνητοι για μια στιγμή στη σκάλα. Αμέσως έπειτα, δέκα γερά μπράτσα καταπιάστηκαν τον τοίχο. Έπεσε μονοκόμματος. Το πτώμα, κιόλα σε μεγάλο βαθμό αποσυνθεμένο, γεμάτο πηγμένα αίματα, στεκότανε ολόρθο μπρος στα μάτια μας. Πάνω στο κεφάλι του, με κατακόκκινο ανοιχτό στόμα κι ένα μοναχικό μάτι που πέταγε φωτιές, καθότανε το απαίσιο ζώο, που η πανουργία του μ’ έκανε φονιά, και η κατήγορη φωνή του μ’ έστειλε στο δήμιο. Είχα χτίσει το τέρας μέσα στον τάφο.
από το βιβλίο «Ε. Α. ΠΟΕ – ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»
Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ.