Ευκαιρία ο ληστής στ' αριστερό· τάχαμου έσπασε
«παρακαλώ περάστε» ο μεσαίος
Τρύπωσε από παραπόρτι ο λεχρίτης . . .
Στο σταυρό ψηλά σύναξη τα σύννεφα
Πως μπήκε αυτός;
Πως έγινε το λάθος και χάλασε η τάξη;
1985
Κιβώτιο ταχυτήτων
1985
Κιβώτιο ταχυτήτων
Σωπάστε αδέρφια. Το τραπέζι είναι στρωμένο.
Ο Χριστός Λυόμενος ή ο θάνατος τού Διγενή, (1947).
Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης επάνω μου,
ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά του δρόμου
που βγήκα μέσ’ απ’ το καπέλο του.
Ποίηση, τόμος δεύτερος, 1987.
Ας γίνουν όλοι οι θρόμβοι μας
κόκκινα τριαντάφυλλα
τα δάκρυα μας τα πικρά
νεράκι δροσερό στα περιβόλια
σμήνη σγουρά πουλιά
οι πόνοι μας να φύγουν τιτιβίζοντας κατά τη θάλασσα.
Σπρώχνει η άνοιξη να βγει
και δεν κρατιούνται οι χυμοί
γλυκά φουσκώνουνε τα χώματα
ζεσταίνονται σιγά-σιγά τα χρώματα
οι έφηβοι δε μπορούν να κοιμηθούν
τους τυραννούνε τρυφερές
μικρές γυμνές νεράιδες
θέλουνε οι νεκροί
έστω για μια φορά ν' αναστηθούν
θέλουμε έστω μια φορά
κι εμείς ν' αναστηθούμε.
Η Παναγία με τη ρομφαία στα σωθικά εθρήνει
και τάβλεπε όλα σκοτεινά από την πικρήν οδύνη.
Που ο Άγγελός της στις φωτιές παράδερνεν, ο Γιος της,
των παρανόμων ταπεινός και πράος και γλυκός Σώστης.
Και εμείς, οι ευγενικοί θνητοί, φριχτά ας ταπεινωθούμε
με το φαρμάκι της Νηστείας και τέφραν ας λουσθούμε.
Και η θλίψη μας, μακριά από κάθε γήινα ζιζάνια,
ας υψωθεί ως κερί λιγνό, χλωμό, προς τη μετάνοια.
Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή:
του κόρφου μου τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα…
Σκοτάδια είτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι αμμουδιά
και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν άξαφνα τ' αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η αναπνιά μέσ' σε φορέματα φαρδιά-
απ’ του θριάμβου την κορφή μακριά βλεπα συντέλεια.
…………………………………………………………..
Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά…
Ωραίος δεν είσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο !
Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι αργά.
Την τρίτ’ ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.
Κι ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ·
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την εφτυχιά τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λεφτεριά, στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ' ηδονή στον πόνον, -άξια γνώρα.
Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου (ασημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι' αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ' ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ' άμμο και ψυχή και σ' ακοές και μάτια.
Πράματα νέα δεν έλεγες κι' ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι' από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα χες τη δύναμη ν' ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι όλα για σένα (κι άψυχα κι' άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν’ η καρδιά του Θεού για σένα - και για μένα!
Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι’ αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ σουν άνθρωπος ! Κι' εγώ θα σ’ αναστήσω!
ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ /ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ
…και τότε βγαίνει απ’ την πλαϊνή πύλη ο Εσταυρωμένος κι εμείς με τα εξαφτέρουγα κι οι ιερείς με τα θυμιατά, και γίνεται η μεγάλη σιωπή του «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» και τα πάντα σβήνουν και κατορθώνονται κάπου αλλού, κι η μητέρα κλαίει στο στασίδι της, κι ο Αργύρης κοιτάει τη Νίνα, και στο βάθος ο Κάβουρας με άσπρο καθαρό πουκάμισο, καλοχτενισμένος, καθόλου κάβουρας, κι έξω απ’ την εκκλησία μεγάλωναν από μια ξαφνική δύναμη τα δέντρα, κι η θάλασσα σωπαίνει γ ι α ν’ α κ ο ύ σ ε ι, και τ’ άστρα ξύνουν με τα νύχια τους το σκοτάδι και περιμένουν (Εκείνον; Εμάς;) και τα πορτοκαλάνθια, τα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τα χρυσάνθεμα, οι γαζίες, οι μαργαρίτες φουντώνουν για το στόλισμα του Επιτάφιου,
και σκαλιστές λαμπάδες κρέμονται έξω απ’ τα μαγαζιά για την Ανάσταση, μα εγώ δεν ήθελα να κλαίει η μητέρα, δεν ήθελα να ‘ναι λυπημένος ο κόσμος κι η θεια-Σταθούλα κι η κυρα-Παρασκευούλα κι ο μπαρμπα-Γιάννος που ‘χασε το γιο του από δυναμίτη σε νυχτερινό ψάρεμα, κι έλεγα να βρω το «αθάνατο νερό» πρώτα απ’ όλα για τη μαμά και για όλους, ναι, και για μένα, γι’ αυτό όταν γυρίζαμε απ’ την Ανάσταση με τις λαμπάδες και βάζαμε το χέρι μας μπροστά στη φλόγα μη μας τη σβήσει ο αέρας, εγώ έφερνα την παλάμη μου κοντά στη φλόγα να δω αν με κάψει, αν πονέσω, κι όταν φτάναμε σπίτι φτιάχναμε σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας με την κάπνα των κεριών κι ύστερα μπαίναμε μέσα κι ανάβαμε με τ’ άγιο φως πρώτα την καντήλα μπροστά στα εικονίσματα στο δωμάτιο της γιαγιάς, ύστερα όλους τους λύχνους, ακόμη και τις λάμπες πετρελαίου προσέχοντας όμως να μη στάξει το κερί στο φιτίλι κι ύστερα σπάσει το γυαλί.
Κι ώσπου να ζεστάνουν στην κουζίνα το ψητό με τις πατάτες και τη μαγειρίτσα και να κόψουν το αυγολέμονο, εγώ καθόμουνα έξω στην αυλή, τέντωνα τα μάτια, τρέμοντας από μια χλιαρή ψύχρα, να δω πάνω απ’ τη θάλασσα, μακριά ν’ ανηφορίζει λάμποντας γυμνό το Άγιο Σώμα στον ουρανό «θανάτω θάνατον πατήσας», Θεέ μου, κάνε να Τον δω κι εγώ, κι απ’ την πόρτα ερχότανε προκλητική η μυρουδιά της μαγειρίτσας ύστερα απ’ τη νηστεία της Σαρακοστής και γέμιζε το στόμα μου σάλιο. Και δεν Τον έβλεπα. Ίσως να ‘φταιγε κι η Μαρίτσα κι ο Κάβουρας, ίσως κι η μαγειρίτσα – δεν είναι σωστό να πεινάς τέτοιες ώρες. «Ίων, Ίων» με φωνάζαν κιόλας από μέσα «το τραπέζι είναι έτοιμο». Έτρωγα με λυπημένη απληστία τη σούπα, το ψητό, τις πατάτες, από πάνου τσουγκρίζαμε τα κόκκινα αυγά μα δεν τα τρώγαμε γιατί είχαμε και τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρουνα, τ’ αμυγδαλωτά, κι ύστερα ο ύπνος βαθύς, δε θυμόμουνα τίποτα, μόνο κάτι από φως, πολύ φως, τίποτα. Όμως την άλλη μέρα έλεγα στους συμμαθητές μου «Τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, να, ολοζώντανον, όλο φως» (γιατί τάχα να μην Τον έχω δει κι εγώ αφού Τον είδαν, λέει, η Αργυρούλα, η Θοδωρίτσα, η Φανή, ο Σταυράκης;). Όμως το άλλο βράδυ δεν άντεξα και το ‘πα στη μητέρα «μαμά, δεν Τον είδα», «ποιον;», «το Χριστό, ντε, μια ώρα περίμενα στην αυλή», «θα νύσταζες» είπε η μαμά, «όχι, δε νύσταζα καθόλου, τα μάτια μου, να, τέντα, μόνο που πείναγα – λέτε μαμά να φταίει που πείναγα;», «όχι, του χρόνου θα Τον δεις σίγουρα», «μα η Αργυρούλα Τον είδε και πέρσι και φέτος», «η Αργυρούλα λέει ψέματα κι επειδή λέει ψέματα δε θα Τον δει ποτέ». Άρα εγώ που δεν είπα ψέματα στη μαμά, δεν είμαι αμαρτωλός κι έτσι οπωσδήποτε του χρόνου θα Τον δω, και μάλιστα θα Του γράψω κι ένα ποιηματάκι που μέρες τώρα τριγυρίζει στο μυαλό μου, πως το πριόνι έπεσε απ’ το καρφί του τοίχου, στο εργαστήριο του πατέρα Του κι έκανε μπαμ στο πάτωμα κι άνοιξε μια τρύπα κι από κει μέσα βγήκαν 12 τριαντάφυλλα (και δεν ξέρω γιατί σώνει και καλά έπρεπε να ‘ναι τα τριαντάφυλλα 12) κι έκοψα τα 12 τριαντάφυλλα και τα ‘φτιαξα στεφάνι και Του ‘βγαλα τον ακάνθινο στέφανο και του φόρεσα τα τριαντάφυλλα και Του πήγαιναν πολύ κι ήταν πιο όμορφος από πάντοτε και πίσω απ’ τα τριαντάφυλλα το φωτοστέφανο πιο χρυσό από άλλοτε, και το ‘χε πει κι η Νίνα δοκιμάζοντας μπροστά στον καθρέφτη το φόρεμα που της είχε φέρει απ’ το Παρίσι ο θείος ο Μπότης ο Ψηλός, «το ροζ πάει πολύ με το χρυσό» (ω, να ‘βλεπε ο Αργύρης τη Νίνα μας μ’ αυτό το φόρεμα, δυο Νίνες, μια μέσα στον καθρέφτη και μια έξω, με το ίδιο φόρεμα, ροζ και χρυσό· –θα το φορέσει – είπε – το καλοκαίρι). Ναι, έτσι, ροζ και χρυσόν, θα Τον δω του χρόνου να υψώνεται στον ουρανό. Μα τι λέω του χρόνου; Να Τον κιόλας, ολόσωμος, γυμνός, μπροστά μου, Τον βλέπω, με τα δικά μου τριαντάφυλλα στα χρυσά μαλλιά Του.
ΑΘΗΝΑ, 11-1-84
Μαρία θυμάσαι στις ράγιες του τραμ εκείνο το πένθος
είχαμε βγει απ’ το μικρό εστιατόριο της Λαχαναγοράς
όταν ο ήλιος έκρουε τα χαράματα.
Ξάφνου τη λάμψη πήρες άλλου άνθους ενώ μοναξιασμένη
ακούγεται κοντά μας η καμπάνα της Μεγάλης Πέμπτης
κι ο Γιάννης κοιτάζει ακτήμων.
Είπα εντός του τρόμου δεν άκουσε κανείς
ο άγγελος απ’ τα φωσφορικά ουράνια
στο γκρεμισμένο χρόνο αδειάζει το κακό
κι ο πιο μικρός μας θόρυβος θα κρυσταλλώσει απάνω, εκεί, μακριά.
Τότε μας φώναξε για τους αρχαίους νεκρούς ο Γιάννης
και πηδήσαμε το σιδερένιο φράχτη του Κεραμεικού
(Άξιε ταύρε – καλώντας το Διόνυσο έβγαλε φωνή).
Χαρά ηλιακή μας περιβάλλει κ’ η Μαρία βλέπει χορούς εκστατική
στα συμπλέγματα των λουλουδιών –
εγώ τον Άγιο Φραγκίσκο έβλεπα με τους φίλους του ανέμους
τον πρώτο πετεινό απ’ τα μεσάνυχτα
της αττικής ημέρας κήρυκα ώσπου τα νέφη τη σήκωσαν ψηλά
με τις γριές που είχαν μεταλάβει, με τον ιερέα
ώσπου τα νέφη την πήραν ψηλά τη μέρα
και τη μισοχτισμένη εκκλησιά
τη Λαχαναγορά
και τα μικρά καρότσια με τα γαϊδουράκια.
Και ιδού ο Γιάννης τρέχει προς το μέρος μας
ωσάν ασώματος Τι βαθύ που είναι το λουλούδι, λέει,
και μας έδειξε κοντά μας ένα
ωστόσον άλλο λουλούδι είχε δει μακριά με τους νεκρούς.
Μα τα λουλούδια είναι τόσο αδελφωμένα
κάθε στιγμή κερδίζεις το νόημα του λουλουδιού κοιτάζοντας
κάθε στιγμή το χάνεις...
Εκεί λοιπόν ηχούσε η καμπάνα
της ορθοδοξίας μοναχή
πιο πέρα του σώματος η ιαχή και η Μαρία
ο Γιάννης
ο ταπεινός εγώ και φιλαμαρτήμων.
Τα ποιήματα, 1961, τ. Α’, εκδ. Ίκαρος
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα. Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται. Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει. Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή. Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού. |
· |
Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, — αγκομαχώ!Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,5ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει. Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι,—10την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει! Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά,τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,—ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά·πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι!—15αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε. Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μαςπαραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.20Όλους μάς καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι! Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.Τί να ’ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια προσταγή;…Μα κάπου θα ’ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις25σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις. Μα κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανόπάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.Λόγος γλυκύς, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα30βυθίζεται μες στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα. Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε —βάγια πολλά και φοινικιές!—και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη (ελπίδες ξαφνικές!)του ’πα σιγά: —«Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»35—«Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη»! Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,40απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια! Ποιός το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιάαπ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχύ Λατίνο,από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω45κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω; Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινάγια κείνους, που την αρετή μάς θέλουν της θυσίας.50Ήρθε γι’ αυτούς, — για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας. Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,μα σύντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει·55ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μού τα χωρίζει. |
(Θυμάται τη μάνα του) |
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.Μες στα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.Μες στ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.60Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι! Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κι ύστερα, σιγάθα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.Και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,65 |
Ο Ιησούς πεθαίνει λίγο - λίγο, η ζωή τον εγκαταλείπει, όταν ξαφνικά ανοίγει ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του, απ' άκρη σε άκρη, κι εμφανίζεται ο Θεός, με το ντύσιμο που είχε στο καΐκι, και η φωνή του αντηχεί σε όλη τη γη καθώς λέει,
Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, σε σένα έδωσα όλη μου την εύνοια.
Τότε ο Ιησούς κατάλαβε πως σύρθηκε στην πλάνη, όπως σέρνεται ο αμνός στη σφαγή, ότι η ζωή του χαράχτηκε για να πεθάνει έτσι από την αρχή της αρχής, και, όπως θυμήθηκε τον ποταμό αίματος και τον πόνο που θα γεννηθεί απ' αυτόν και θα πλημμυρίσει τη γη, κραύγασε προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελούσε,
« Άνθρωποι, συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει»...
Ζοζέ Σαραμάγκου, Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον, εκδόσεις Καστανιώτη.
Αφίστε με, παρακαλώ, μια στιγμή να περάσω
Θα 'μαι σύντομος
όπως όλοι οι αληθινά μεγάλοι. Δε με ξέρετε;
Είμαι, λοιπόν, εγώ που φώναξα πριν τόσες χιλιάδες
Χρόνια, εκείνο το ασύγκριτο, μάταιο "νενικήκαμεν".
Εγώ που πρόδωσα τους Ελληνες σ' όλες τις μάχες και
τους Πέρσες
σ' όλη την αιωνιότητα. Ακριβώς, το μαντέψατε!
Είμαι ο Λάζαρος.
Εγώ που μου φωνάξανε μια νύχτα, τέσσερις μέρες νεκρός:
Λάζαρε, βγες έξω. Κι εγώ ήξερα πως κανείς δεν
μπορούσε να μ' αναστήσει,
συμπόνεσα τόσο την ανθρώπινη ευπιστία
που σηκώθηκα
ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1958 -1964)
Ήρθες να με φωνάξεις.
Δεν γνωρίζεις του θανάτου
τη σκληρή ακίνητη παρουσία.
Τόσος είναι ο έρως σου
που μπορείς στους νεκρούς ανάμεσα
να σταθείς, όμως σε μένα δεν ταιριάζει
αγάπη εγκόσμιας ηδονής.
Δέχτηκα το παγερό φίλημα του θανάτου,
γνώμη σκληρή κι ακέρια.
Ένα μέρος της ύπαρξης είν’ η ζωή
κι εκείνος που θα γνωρίσει του θανάτου την έννοια
υπάρχει για πάντα.
Είναι η δυνατή γνώση που απόχτησα,
πώς θα τη λησμονήσω;
Κι αν σ’ ακολουθήσω, είμ’ ανύπαρχτη
για το ζωντανό πάθος
που τόσο σε φέρνει κοντά μου
στου Άδη το βάθος.
Μένω μακριά σου,
γιατί ο χωρισμός του θανάτου
είναι τέλειος, τόσο
που κανένας θνητός, ζωντανός,
δεν μπορεί να τον μάθει.
Μου φέρνει η φωνή σου, γλυκύτατη,
αναμνήσεις καλές και πολύτιμες,
σιγά σχεδόν η φριχτή σιωπή,
διαλύεται, του Άδη
απ’ το εξαίσιο που φέρνεις
μήνυμα ερωτικό, τραγούδι της ζωής.
Όμως είναι απέραντος του θανάτου ο χώρος,
δεν μπορείς να με βρεις, όπως θέλεις,
θα χαθείς, συ που ζεις
την ωραία, εφήμερη ζωή.
Σ’ ακολουθώ, όμως γνωρίζω τί μας περιμένει.
Τούτος είναι ο βαθύς χωρισμός. Συ πιστεύεις
στην ελαφρότατη σκιά που σ’ ακολουθεί,
ω, η αγάπη μου σ’ επιθυμεί
μα είναι διαφορετική, δοκιμασμένη
απ’ το θάνατο, νικημένο το θερμό
τρυφερό πάθος που γυρεύεις να βρεις.
Τί ζητάς να με κλείσεις σ’ αγκαλιά,
δε χωρώ. Ξέρω πως θα σε χάσω
κι ας προβαίνω κοντά σου.
Δεν κρατώ την έκσταση της στιγμής.
Για μένα ζητώ την αγάπη σου,
πέρ’ απ’ την υλική παρουσία,
στην αόριστη, απίθανη σημασία του αιώνιου.
Πηγή: Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951), Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη, Τόμ. A΄ (1940–1955), Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα: 1973.
Ληστές, ληστές, ληστές,
ληστές ακρωτηριασμένοι,
ληστές με ραμμένο στόμα
με κομμένα αυτιά.
Ληστές εν μέση οδό,
ληστές στα σταυροδρόμια της Ιστορίας,
ληστές τύπου «νίπτω τας χείρας μου»,
καλοί ληστές εξ αριστερών,
και κακοί εκ δεξιών.
Και στη μέση στη μέση
των σταυρών προτιμήσεως,
στη μέση των ξύλινων,
στη μέση των αόρατων
στη μέση των παρακμιακών σταυρών
των διαβρωμένων συνειδήσεών μας,
Εκείνος, ο Ένας, ο Πιο Μεγάλος,
Ο Πιο Παράταιρος,
Ο Μη Γνωρίζων
Τι Ποιεί η Δεξιά
και η Αριστερά Του,
στη μέση των δεξιών και των αριστερών
ληστών
Σταυρωμένος,
ο Ληστής των ληστών,
Αυτός που έκλεψε
από την ανθρωπότητα
ό,τι είχε και δεν είχε,
καθαρίζοντάς την έτσι
από την κόπρον του Αυγείου.
Γιώργος Ζωγράφος ( 1936 -2005 )
Πηγή: «Κούσουρα Μπάκμα» - Εκδόσεις: Αιγόκερως - 1990
Δεν πρόκειται για τη Δόξα,
αυτή οπωσδήποτε έχει καταμερισθεί.
δεν πρόκειται ούτε για τη Μέρα,
γιατί συχνά κι’ αυτή αμφισβητείται.
δεν πρόκειται για τον τόπο,
γιατί πολλοί τόποι ερίζουσιν.
Αλλ’ ακέραιο μένει κι’ αδιαίρετο
το μέγα Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων
(κι’ ας είναι τόσες οι διαίρεσές τους)
κι’ η πρόοδός τους με ζήλο πανηγυριού
για το Μαρτύριο το θελημένο του πληρώματος.
Οργώθηκε η Πατρίδα για τη λύτρωσή της
και σπάρθηκε από Άγγελο επιτήδειο.
Θολές ήταν οι μέρες, βροχερές
πλουτίζανε ποτιστικά τη γης
κι’ όλη η λαμπράδα έφεγγε κρυμμένη
με τις μπαρούτες έτοιμες να σκάσουν.
Ήταν η ώρα δειλινού, κι’ αποσπερίς
ψαλθήκανε οι ουράνιοι παιάνες.
Όσο κι’ αν έδειχνε ο χειμώνας
πώς δε θα φύγει, απ’ όπου ευρέθη,
μεγάλη κίνηση είχε ο ουρανός
και τα φτερά τα εαρινά
πολύ δουλέψαν.
Ο άπιστος κι’ ο αγριωπός δεν είχε θέση
σε μιαν Ελλάδα που αφιερώθηκε στο Θεό της
απόκομμα ασημένιο κολλημένο
στο εικόνισμα το πολυφιλημένο.
Ήρθε στιγμή που ομοιώθηκε η Ελλάδα
με Παναγία κι’ είπε πάλι Εκείνη
το Ιδού, η δούλη κι’ εγώ του Κυρίου.
Κοινολογείτο από παντού ο θείος ο λόγος
στα φανερά: Εγγύς το Πάσχα, ετοιμασθείτε.
Κι’ ήρθε το Πάσχα τω όντι,
αφού του προηγήθη
ο Μυστικός ο Δείπνος
του Μεσολογγιού.
Ποιητική ανθολογία Αποστολίδη
Μη με παρεξηγείτε, δεν ήθελα –και ποιος θα ’θελε; –
η γαλήνη να μου στερηθεί. Με σκέφτηκε;
Ν’ αφυπνίζει ήθελε δίχως θαύματα,
τι με σηκώνει από τον ύπνο τον βαθύ.
Με ρώτησε αν τον χόρτασα, εμένα, στη ζωή;
Κι αν πέθανα νέος, γιατί ν’ αγανακτήσει.
Ξέρει τι είδα στην αντίπερα την κτήση.
Ήταν η ζωή μου τόσο πια μοναδική
που νόμο έπρεπε να παραβεί, να μ’ εξυμνήσει;
Μη με παρεξηγείτε, δάκρυα δεν κυλούν από χαρά.
Μοναδικός θα περιφέρομαι, να ξεχωρίζω. Όχι ήρωας,
μα πιόνι βασιλιά. Μόνος επιζών, όσο αυτός τη νίκη κυνηγά.
Μη με παρεξηγείτε, το χέρι του δεν το φιλώ.
Κάτω προσπαθώ να τον τραβήξω. Να σας σώσω.
Μαζί του να ξαναταφώ.
από τη συλλογή «Κατά Χρόνον Ευαγγέλιο», Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2012
Ό,τι κι αν με δίδαξαν για σένα
εγώ θα σ’ αγαπώ.
Αν είχα γιο θα του έδινα το όνομά σου.
Αν είχα εικονοστάσι σ’ εσένα θα έλεγα
τις μύχιες προσευχές μου.
Θα σ’ αγαπώ γιατί ατύχησες
να γεννηθείς σε ξένα μέρη.
Αν είχες γεννηθεί στον τόπο μου
θα ήσουν ήρωας τραγικός
καθρέφτης του ανθρώπου:
δι’ ελέου και φόβου θα περνούσαν
όσοι θα έβλεπαν το βάσανό σου στη σκηνή.
Θα ήσουν εσύ αυτός που μόνος του πορεύεται
μετανιωμένος και τρελός.
Θα έστηνες το ικρίωμα
στη Θήβα ή στο Άργος
και ο Χορός θα έκλαιγε
θρηνώντας τη γενιά σου.
Μα εσύ ατύχησες να γεννηθείς
εκεί που το καλό και το κακό
έχουνε σύνορο αδιάβατο.
Αν είχες γεννηθεί στον τόπο μου
θα βρίσκαμε τον τρόπο
—αιώνες πριν—
να σ’ αγκαλιάσει τρυφερά η φύση
εκείνη που πάντοτε φιλιώνει
τα ενάντια όντα.
Αν είχες γεννηθεί στον τόπο μου
—το ξέρω—
ο μύθος θα σ’ είχε ερωτευτεί
θα σ’ είχαν αγαπήσει οι ποιητές
ως σπόρο εύθραυστο
κάποιας χαμένης ευτυχίας.
Η χαμένη θεά, Μελάνι, 2023
Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/griva-anna/997-i-xameni-thea/2890-epistoli-pros-ton-ioyda