Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Εμπειρίκος Ανδρέας (Αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Εμπειρίκος Ανδρέας (Αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Οδυσσέας Ελύτης -Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (απόσπασμα

 Αν εχθρευτήκαμε κάτι στη ζωή μας, αγαπητέ μου Ανδρέα, ήταν η κιτρινίλα, η ξεραΐλα και πάνω απ’ όλα η σημασία στ’ αξιώματα όπου, οι νεοέλληνες, δίνουμε συνεχώς εξετάσεις και παίρνουμε άριστα. Συλλογίζομαι αυτή τη στιγμή την αμηχανία μερικών Καθηγητάδων μπροστά στο έργο σου όχι χωρίς κάποια χαιρεκάκια. Επειδή ξέρω πως βλέποντας τα γραφτά σου –στον βαθμό που σημειώνουν απόκλιση από τα καθιερωμένα– με συγκατάβαση, χωρίς να το παίρνουν είδηση, τιμωρούνται. Πού να φαντασθούν ότι ένας άνθρωπος όπως εσύ θα ’ταν έτοιμος προκειμένου ν’ αγοράσει έναν ζωντανό νέο, να πουλήσει δέκα σοφούς μαζί με όλη τους τη βιβλιογραφία. Κι ότι αν ούτε ο ένας αυτός βρεθεί, πίκρα δεν θα νιώσει• μόνον λύπηση για το μέλλον μας σαν λαού. Τι να κάνουμε; Μπορεί να φαίνεται περίεργο αλλά στη ζωή μας όλα γίνονται όπως και στον έρωτα• που, κάποτε, συμβαίνει να ’ναι κι άτυχος• το κορίτσι να μη νιώσει τίποτε, όπως πολύ συχνά μπροστά στα πιο υπέροχα ποιήματα οι πιο υπέροχες υπάρξεις δε νιώθουν τίποτα. Κι ύστερα; Είτε για ποίημα πρόκειται, είτε για κορίτσι, μετριέται η σημασία τους από τον βαθμό της δύναμης που σου δίνουν να βλέπεις μεταμορφωμένο τον κόσμο προς την κατεύθυνση του καλύτερου. “Καλύτερου” τρόπος του λέγειν. Στους κόσμους της μαγείας ο συγκριτικός βαθμός τι θέση μπορεί να έχει; Τι είναι ωραιότερο; Το καράβι που προεκτείνεται στην ξηρά ή η ξηρά που προεκτείνεται στη θάλασσα;

  Τις νύχτες μια δέσμη διάττοντες αναλογεί στα λόγια που θα ’θελες –αλλά δεν. Από τους ανέμους, προτιμάς εκείνον που πήρε τα μαλλιά της δεξιά. Ποιανής; Ω υπάρχει πάντοτε μία, η ανείπωτη. Το νυχτικό της μυρίζει λουίζα και το παράθυρό της ανάβει πότε ψηλά, πότε χαμηλά κι η ζωή μοιάζει εύκολη σα να κυκλοφορείς με σάνταλα.

  Το σπίτι με τις θολωτές αψίδες βουτά στο νερό. Που και που θα ’λεγες κάτι στέγες έχουν απομακρυνθεί στο πέλαγος. Τα “Τρία Κλωνάρια” είναι μια τοποθεσία όπου δεν επήγα ποτέ. Αγαπώ την ποίηση και λησμόνησα τι είχα ξεκινήσει να σου πω.

  Αντίο.».

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση

.......................................................................................................................................................................

«Ήτανε δειλινό, καλοκαίρι κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έφταναν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν έξω στις πρασιές, γύρω από ένα μεγάλο σιντριβάνι. Να συνεχίζεται η ζωή έτσι, χωρίς να γνοιάζεται κανείς αν την ίδια εκείνη στιγμή μπορούσε να χάνεται μια ύπαρξη πολύτιμη, μου φαινότανε ανυπόφορο. Δεν είχα παρά να συμμαχήσω με την ήττα. Έφυγα για την Αίγινα και δεν ξαναγύρισα παρά για να προστεθώ στη μικρή πομπή που ακολούθησε το φέρετρό του, εκεί, στην Κηφισιά, σ’ ένα μικρό κοιμητήριο γαλήνιο, ήμερο σαν την ψυχή του. Τώρα οι επαναστάσεις όλες είχαν κάνει το δρόμο τους, κι ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν’ αρθρώσει το όνομά του. Η οικουμένη επέστρεφε στην Αττική τον άνθρωπο που της δανείστηκε για μια στιγμή. Δεν ήταν θάνατος αυτός, αλλά ένα φύσημα ελαφρύ, κι ύστερα τα πουλιά και το κελαηδητό τους – μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χανόταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ’ ουρανού λευκές πέτρες».

Οδυσσέας Ελύτης, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», εκδόσεις Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1978, σσ. 70-71.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Όλγα Ντέλλα - Ο φωτογράφος Ανδρέας Εμπειρίκος

 ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν υπήρξε μόνο πεζογράφος και ποιητής, αλλά και φωτογράφος. Φωτογράφος σημαντικός και όχι μόνο αξιόλογος (γιατί αυτό το γνώρισμα εμπεριέχει κάτι το μέτριο, που απαιτεί τη συγκατάβαση και τη συμπάθεια μας). Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε, και είναι, φωτογράφος πολύτιμος. Γιατί η φωτογραφική ματιά του είναι προέκταση της ποιητικής του ματιάς. Ο φωτογραφικός φακός του λειτουργεί όπως περίπου το χαρτί και το μελάνι. Με την εικόνα αιχμαλωτίζει στίχους της ποίησης του. Και το αντίστροφο. Η φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου έχει τραβηχτεί από την ψυχή του και αγγίζει το υπερρεαλιστικό όραμα του, δηλ. το Εσαεί και το Τώρα, το χτίσιμο των Νέων Παραδείσων, την ανάγκη να υπάρξουν αυτοί οι Νέοι Παράδεισοι.

Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού αποκαλύπτεται σταδιακά και ως μανιώδης φωτογράφος, ένα γνώρισμα του που δεν το εγκατέλειψε ως το τέλος της ζωής του:
« Από τον Ιούλιο του 1954, στην Πάρο, κει που προχωρούσαμε το καταμεσήμερο μες στα στενά, είδαμε να μας έρχεται από αντίκρυ με ελάχιστο ρούχο μια ξανθή παιδούλα, θα έλεγες μόλις βγαλμένη από τον Όμηρο, μια σωστή «Ίρις Αγγελέουσα», που τσακίστηκες να την φωτογραφίσεις αλλά σου ξέφυγε. «Είναι σαν έμπνευση» μου είπες. «Δεν την προλαβαίνεις δυστυχώς πάντοτε». Τα παραπάνω είναι λόγια του Οδυσσέα Ελύτη και απευθύνονται στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Είναι μιας πρώτης τάξεως μαρτυρία για μια όχι τόσο γνωστή συνήθεια του Εμπειρίκου: τη συνήθεια να καταγράφει με τη φωτογραφική του μηχανή διάφορα στιγμιότυπα, που βρίσκονταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του. Αυτή η όχι τόσο γνωστή συνήθεια του Εμπειρίκου ήταν μια αγαπημένη ασχολία για τον ποιητή και φωτογράφο, πλέον, Ανδρέα Εμπειρίκο. Σύμφωνα με μαρτυρία του γιου του ποιητή, Λεωνίδα Εμπειρίκου, ο πατέρας του έχει «τραβήξει» χιλιάδες φωτογραφίες, ενώ τα αρνητικά, που σιγά- σιγά αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια, είτε με εκθέσεις είτε με λευκώματα, μέρος μόνο αυτής της πολύτιμης ασχολίας μπορούν να αναδείξουν. Αν γίνει γνωστό, σε όλο του το βάθος, το φωτογραφικό έργο του ποιητή, θα μπορούμε πλέον να μιλάμε όχι μόνο για τον ποιητή Εμπειρίκο, αλλά και για έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες φωτογράφους του 20ου αιώνα.

Την αγαπημένη του αυτή συνήθεια μία τουλάχιστον φορά κινδύνεψε να την πληρώσει πολύ ακριβά. Ήταν τον Δεκέμβριο του 1962, όταν ταξίδεψε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά στην τότε Σοβιετική Ένωση. Τη στιγμή που φωτογράφιζε στην Οδησσό τις σκάλες της πόλης που απαθανατίστηκαν στην ταινία «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Σεργκέι Αΐζενστάιν, συνελήφθηκε ως ύποπτος από το Σοβιετικό καθεστώς. Η ρωσομάθεια του αλλά, κυρίως, η ιδιότητα του επίσημου προσκεκλημένου του Eλληνοσοβιετικού Συνδέσμου, τον απάλλαξαν, μετά από λίγες ώρες γραφειοκρατικών διατυπώσεων, από την κατηγορία και τις ανακρίσεις.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ - ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

 

Ο Εμπειρίκος όχι μόνο φωτογράφιζε συστηματικά, αλλά και αυτοφωτογραφιζόταν. «Τις φωτογραφίες έργο των χειρών του- τις έφερνε σε πέρας με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης. Μαζί με τον αγαπητό του φίλο Νάνο Βαλαωρίτη φωτογραφίζονται μέσα από έναν καθρέφτη στο σπίτι του Βαλαωρίτη τη δεκαετία του '60.


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν υπήρξε μόνο πεζογράφος και ποιητής, αλλά και φωτογράφος. Φωτογράφος σημαντικός και όχι μόνο

Ήταν ιδιαίτερα λεπτολόγος κατά την φωτογράφηση και ικανός να επιδιώκει για αρκετή ώρα το ιδανικό αποτέλεσμα. «Ο Eμπειρίκος, μανιώδης φωτογράφος, έχει απαθανατίσει τις αποβιβάσεις (των επιβατών από τα πλοία), που όταν ήταν καλοσύνη γίνονταν στην Πλακούρα (της ΄Aνδρου), σε μερικές καλλιτεχνικότατες φωτογραφίες», σημειώνει ένας φίλος του, ο Δ. I. Πολέμης. Ο φακός του Εμπειρίκου καταφέρνει να σώσει τόπους της Άνδρου, που μετά το πέρασμα της τουριστικής λαίλαπας από την αγαπημένη νήσο, χάθηκαν για πάντα. Ο Εμπειρίκος φωτογραφίζει ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά και από όλες τις ηλικίες. Γέροντες και γερόντισσες, άνδρες του κάματου, γυναίκες με παιδιά, παιδίσκες που παίζουν στα σοκάκια της Άνδρου, νεάνιδες που στρίβουν και χάνονται μες στα καλντερίμια. Κανείς άλλος δεν έχει διασώσει τη νεότερη ιστορία του νησιού με τον τρόπο που το έκανε η φωτογραφική ματιά του ποιητή. Κανείς άλλος δεν κατάφερε να αιχμαλωτίσει ανθρώπους και τόπους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, αλλά συνάμα και τόσο όμοιους. Για τον Εμπειρίκο ζητούμενο της φωτογραφίας, ζητούμενο της ποίησης, είναι ο άνθρωπος μέσα στο χρόνο τον Εσαεί και τον Τώρα, ο άνθρωπος παντού και πάντα, και η ψυχή αυτού του ανθρώπου, που ξεφεύγει για μια μοναδική στιγμή και αυτή η στιγμή αιχμαλωτίζεται σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος από πολύ νωρίς είχε φανερώσει την αγάπη του προς τη φωτογραφία. Διοργανώνει έκθεση 210 ασπρόμαυρων φωτογραφιών του στην αίθουσα «Ιλισός», στην Αθήνα. Η έκθεση αυτή που έχει τεράστια σημασία διαρκεί από τις 22 Ιανουαρίου ως τις 12 Φεβρουαρίου του 1960. Όλες οι φωτογραφίες του έχουν αύξοντα αριθμό, τίτλο, τόπο λήψης και τιμή πώλησης που κυμαίνεται από 70 ως 100 δρχ. Ορισμένες έχουν την ένδειξη «Δεν πωλείται». Δεν γνωρίζουμε ποιες ακριβώς ήταν αυτές που εξέθεσε ούτε και αν ή πόσες από αυτές πουλήθηκαν. Από τις 210 φωτογραφίες, οι 115 έχουν τραβηχτεί στην Ελλάδα (Αθήνα, νησιά), ενώ οι υπόλοιπες στο εξωτερικό. Κυριαρχούν τα τοπία και τα πορτρέτα αλλά δεν λείπουν και οι σκηνές της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερη θέση, και μεγάλη θέση, στο φωτογραφικό του έργο κατέχουν οι παιδίσκες. Οι παιδίσκες δε σταμάτησαν ποτέ να απασχολούν την ποιητική ματιά του ποιητή, καθώς ήταν μέρος του υπερρεαλιστικού του οράματος. Τις αιχμαλωτίζει όταν περπατούν, όταν παίζουν, όταν κοντοστέκονται μπροστά στο φακό του, όταν φλερτάρουν με το φακό του, όταν μειδιούν ή απορούν, ακόμα και όταν δείχνουν συστολή. Όλη αυτή η παιδική ψυχή, η ανακατωμένη με την πρώιμη γυναικεία φύση, προκαλεί τον Εμπειρίκο να τη διασώσει: γιατί, απλούστατα, είναι τόσο εφήμερη. Την άλλη στιγμή η μικρή παιδίσκη χάνεται και μαζί της όλη η μαγεία της αθωότητας. Την άλλη στιγμή η παιδίσκη γίνεται νεάνιδα και έπειτα γυναίκα. Κατά συνέπεια, αυτή η ματιά ανήκει μόνο στους χαμένους Παραδείσους του ποιητή.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν υπήρξε μόνο πεζογράφος και ποιητής, αλλά και φωτογράφος. Φωτογράφος σημαντικός και όχι μόνο

Ήταν ιδιαίτερα λεπτολόγος κατά την φωτογράφηση και ικανός να επιδιώκει για αρκετή ώρα το ιδανικό αποτέλεσμα. «Ο Eμπειρίκος, μανιώδης φωτογράφος, έχει απαθανατίσει τις αποβιβάσεις (των επιβατών από τα πλοία), που όταν ήταν καλοσύνη γίνονταν στην Πλακούρα (της ΄Aνδρου), σε μερικές καλλιτεχνικότατες φωτογραφίες», σημειώνει ένας φίλος του, ο Δ. I. Πολέμης. Ο φακός του Εμπειρίκου καταφέρνει να σώσει τόπους της Άνδρου, που μετά το πέρασμα της τουριστικής λαίλαπας από την αγαπημένη νήσο, χάθηκαν για πάντα. Ο Εμπειρίκος φωτογραφίζει ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά και από όλες τις ηλικίες. Γέροντες και γερόντισσες, άνδρες του κάματου, γυναίκες με παιδιά, παιδίσκες που παίζουν στα σοκάκια της Άνδρου, νεάνιδες που στρίβουν και χάνονται μες στα καλντερίμια. Κανείς άλλος δεν έχει διασώσει τη νεότερη ιστορία του νησιού με τον τρόπο που το έκανε η φωτογραφική ματιά του ποιητή. Κανείς άλλος δεν κατάφερε να αιχμαλωτίσει ανθρώπους και τόπους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, αλλά συνάμα και τόσο όμοιους. Για τον Εμπειρίκο ζητούμενο της φωτογραφίας, ζητούμενο της ποίησης, είναι ο άνθρωπος μέσα στο χρόνο τον Εσαεί και τον Τώρα, ο άνθρωπος παντού και πάντα, και η ψυχή αυτού του ανθρώπου, που ξεφεύγει για μια μοναδική στιγμή και αυτή η στιγμή αιχμαλωτίζεται σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος από πολύ νωρίς είχε φανερώσει την αγάπη του προς τη φωτογραφία. Διοργανώνει έκθεση 210 ασπρόμαυρων φωτογραφιών του στην αίθουσα «Ιλισός», στην Αθήνα. Η έκθεση αυτή που έχει τεράστια σημασία διαρκεί από τις 22 Ιανουαρίου ως τις 12 Φεβρουαρίου του 1960. Όλες οι φωτογραφίες του έχουν αύξοντα αριθμό, τίτλο, τόπο λήψης και τιμή πώλησης που κυμαίνεται από 70 ως 100 δρχ. Ορισμένες έχουν την ένδειξη «Δεν πωλείται». Δεν γνωρίζουμε ποιες ακριβώς ήταν αυτές που εξέθεσε ούτε και αν ή πόσες από αυτές πουλήθηκαν. Από τις 210 φωτογραφίες, οι 115 έχουν τραβηχτεί στην Ελλάδα (Αθήνα, νησιά), ενώ οι υπόλοιπες στο εξωτερικό. Κυριαρχούν τα τοπία και τα πορτρέτα αλλά δεν λείπουν και οι σκηνές της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερη θέση, και μεγάλη θέση, στο φωτογραφικό του έργο κατέχουν οι παιδίσκες. Οι παιδίσκες δε σταμάτησαν ποτέ να απασχολούν την ποιητική ματιά του ποιητή, καθώς ήταν μέρος του υπερρεαλιστικού του οράματος. Τις αιχμαλωτίζει όταν περπατούν, όταν παίζουν, όταν κοντοστέκονται μπροστά στο φακό του, όταν φλερτάρουν με το φακό του, όταν μειδιούν ή απορούν, ακόμα και όταν δείχνουν συστολή. Όλη αυτή η παιδική ψυχή, η ανακατωμένη με την πρώιμη γυναικεία φύση, προκαλεί τον Εμπειρίκο να τη διασώσει: γιατί, απλούστατα, είναι τόσο εφήμερη. Την άλλη στιγμή η μικρή παιδίσκη χάνεται και μαζί της όλη η μαγεία της αθωότητας. Την άλλη στιγμή η παιδίσκη γίνεται νεάνιδα και έπειτα γυναίκα. Κατά συνέπεια, αυτή η ματιά ανήκει μόνο στους χαμένους Παραδείσους του ποιητή.

Από αυτόν τον κατάλογο των φωτογραφιών του Εμπειρίκου δίνουμε μερικούς ενδεικτικούς τίτλους, από τους οποίους μπορούμε να κατανοήσουμε και το περιεχόμενο τους.
Από τις παιδίσκες: Kοριτσάκι με όστρακο, Kοριτσάκι με γάτα, Kοριτσάκι με σκιά, Δεσποινίς Ξ.K., Δεσποινίς N.M., Δεσποινίς M.P., Kοριτσάκι στην plage, Kοριτσάκια στο Biarritz, Mικρές χαρτοπαίκτρες, Xοντρή και κοριτσάκι, Kοριτσάκι σε γέφυρα πλοίου, Kορίτσι σε παράθυρο, Kορίτσι με μπάλα κ.λπ. Kαι ορισμένα ονόματα: Aντριάνα και Eυδοκία, Eυδοκία και Aντριάνα, Mαριάνθη, Λιλή, MαρίαAπό την Eλλάδα: Περιστερεών, Eπερχομένη θύελλα, Παραπόρτι, Πετεινός, Tσιγγάνες, Aγοράκια, Λευκός τοίχος, Eκκλησία με άλμπουρο, Kάμπος στη Σαντορίνη, Aνάβασις, Kαφενείον Aπειράνθου, Mεταφορά βαρελιού, Ποδήλατο, Mελτέμι, Διαφήμισις Kαραγκιοζοπαίκτου, Παπάδες, Γυναίκα με μαντήλι, Aποκαμωμένη ταξειδιώτισσα, Λάμπα και άνθη, Στάμνα και πουλί, Xέρια με σκιές, Σπίτι και γάτα, Δωμάτιο με μπαλλόνι, Mπαλλέτο Σισμάνη, Φωτογραφική μηχανή κ.λπ.

Kαι από το εξωτερικό: Δάσος, Δενδροστοιχία, Σκωτική λίμνη, Bομβαρδισμένη συνοικία, Λαϊκή συνοικία στον Tάμεσι, Kούκλα σε παλαιοπωλείο, Nύκτα στο Παρίσι, Kοιμισμένος αλήτης, Γυμναστική, Mπαλλόνια και πλήθος, Παιδιά στην αμμουδιά, Kοιμωμένη στον ήλιο, Ξαπλωμένη, Tαυρομάχοι εξασκούμενοι, Άφιξις, Oμπρέλες, Iταλίδες στο Πόρτο Φίνο, Λουομένη και τέντες, Παιδιά στην αμμουδιά.

Από τον τεράστιο όγκο των φωτογραφιών του, οι περισσότερες βρίσκονται ακόμα σε αρνητικά και ελάχιστες έχουν, ως τώρα, τυπωθεί, ενώ ακόμα λιγότερες έχουν δημοσιευτεί. Αυτές που δημοσιεύτηκαν βρίσκονται στα περιοδικά Xάρτης (17/18, 1985), Φωτογράφος (10,1991), Συντέλεια (4-5, 1991) και στο βιβλίο του Θ. Bελλούδιου Φαντασιομετρική Tέχνη για προχωρημένους (Nεφέλη 1983). Στα πλαίσια του «Έτους Eμπειρίκου», πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2001 μεγάλη έκθεση φωτογραφιών του ενώ, παράλληλα, εκδόθηκε από τις εκδ. Άγρα το πρώτο λεύκωμα για το φωτογράφο Ανδρέα Εμπειρίκο με τον τίτλο «Ο φωτοφράκτης». Τον Ιούλιο του 2004 στην Άνδρο διοργανώθηκε, στα πλαίσια του συνεδρίου «Μνήμη Ανδρέα Εμπειρίκου», έκθεση φωτογραφιών του με θέμα «Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου». Επίσης, εκδόθηκε ξανά από τις εκδ. Άγρα και λεύκωμα φωτογραφιών του ποιητή με τον ίδιο τίτλο. Τα αρνητικά των ανέκδοτων φωτογραφιών του ποιητή είναι χιλιάδες. Ευελπιστούμε ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή η δυνατότητα αυτός ο πλούτος της ψυχής του να φτάσει και στη δική μας ψυχή και η ματιά του να αγγίξει τη δική μας. Η φευγαλέα ματιά του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι πολύτιμη, ακριβώς γιατί είναι φευγαλέα, αλλά και γιατί είναι ματιά, αφορά μια λεπτομέρεια, τόσο πολύτιμη όσο και καθολική. Αυτή η ματιά, που πηγάζει από τη δική του άποψη για τα πράγματα, για τα ορατά και για τα αόρατα, για τα τωρινά και για τα μέλλοντα, που είναι παρόν και παρελθόν μαζί και εξακοντίζονται στο μέλλον. Αυτό δηλ που καταθέτει ο ποιητής στο ποίημα: « Ο φωτοφράκτης», σε όλα σύμφωνο με τη δική του στάση απέναντι στο φωτογραφικό φακό:
«Όρθρος η ώρα η πρώτη. Πίσω της, η λαγαρή πρωία με δείκτες ρόδινους που γρήγορα (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν) γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας. Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα»,
Γλυφάδα, 10.7.1960.

«Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι»

γράφει ο Eμπειρίκος.

2005 © ΟΛΓΑ ΝΤΕΛΛΑ

Η Όλγα Ντέλλα, είναι φιλόλογος και ζει στην Πτολεμαίδα

Πηγή: https://www.fotoart.gr/arthra/empeirikos/

Ανδρέας Εμπειρίκος- Από την πρωτοπορία των ποιητών στην παράδοση των ειρώνων


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έχει συνδεθεί με την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα για δυο καινοτομίες. Ήταν ο πρώτος που άσκησε το 1935 στην Ελλάδα μια καινούργια τότε, τολμηρή θεραπευτική μέθοδο, την ψυχανάλυση, και εκείνος που την ίδια χρονιά εισήγαγε ένα ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό κίνημα, τον υπερρεαλισμό. Και για τις δυο αυτές επιλογές του, που επιτρέπουν σήμερα να τον επικαλούνται άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους, εξετέθη στην ελληνική πνευματική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Όμως εξετέθη για μια ακόμη φορά μετά τον θάνατό του, όταν δημοσιεύτηκε ένα πολύτομο «ερωτογραφικό» ή «πορνογραφικό», αλλά πάντως όχι απλώς «γραφικό έργο» του, το μυθιστόρημα Μέγας Ανατολικός.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε γόνος μιας οικογένειας απόδημων Ελλήνων, με μακριά παράδοση και όνομα τρανό στον ναυτιλιακό και εμπορικό κόσμο. Γεννήθηκε στη Βραΐλα το 1901, με ρίζες στην Άνδρο, από τη μεριά του πατέρα και στη Ρωσία, από τη μεριά της μάνας. Ένα χρόνο μετά η οικογένεια εγκαθίσταται στη Σύρο. Το 1908 μετακομίζουν στην Αθήνα. Οι γονείς χωρίζουν. Ο ίδιος διαβάζει με πάθος Τολστόι, θέλει να μιμηθεί τον δάσκαλό του και πηγαίνει ξυπόλυτος στο αγρόκτημα της οικογένειάς του στο Μπογιάτι για να δουλέψει με τους αγρότες και να μοιραστεί το συσσίτιό τους. Το 1918 γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θαυμάζει τον Παλαμά και γράφει παλαμικούς στίχους. Δυο χρόνια αργότερα φεύγει με τη μητέρα του στη Λωζάνη, όπου παρακολουθεί μαθήματα οικονομικών. Ακολουθούν ταξίδια με τον πατέρα, με τη μητέρα, νέες σπουδές στο Λονδίνο, φιλολογίας αυτή τη φορά.

Ένας μεγάλος σταθμός της ζωής του θα είναι η διαμονή του στο Παρίσι, τα χρόνια 1926-1931, όπου θα ασχοληθεί με την ψυχανάλυση κοντά στον Rene Laforgue και θα συνδεθεί με τον Andre Breton και τον κύκλο των Γάλλων υπερρεαλιστών. Ένας άλλος σταθμός θα γίνει στην Αθήνα το 1935, χρονιά που εκδίδει την πρώτη υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή Υψικάμινος και αρχίζει να ασκεί επαγγελματικά την ψυχανάλυση. Τη δραστηριότητα αυτή θα εγκαταλείψει οριστικά το 1951, αλλά όχι και την ίδια την ψυχανάλυση. Μια ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία στη ζωή του θα είναι η σύλληψή του από τον ΕΛΑΣ τον Γενάρη του 1945 και η ομηρεία του στα Κρώρα, όπου «τιμωρήθηκε φρικτά για τα αμαρτήματα που σήκωνε μόνο και μόνο εξαιτίας του οικογενειακού του επωνύμου», όπως παρατηρεί ο Οδυσσέας Ελύτης.

Αυτή την εποχή ­ την ίδια που ο Μπρετόν γράφει την «Ωδή στον Σαρλ Φουριέ» ­ θα αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα Μέγας Ανατολικός, με θέμα το ταξίδι ενός υπερωκεάνιου προς έναν νέο κόσμο στον οποίο θα διασώζεται το όραμα της αταξικής κοινωνίας υπό συνθήκες απόλυτης ελευθερίας του πνεύματος και της ερωτικής επιθυμίας. Θα το τελειώσει το 1951 αλλά θα συνεχίσει να το δουλεύει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακολουθεί νέα ολιγόχρονη διαμονή στο Παρίσι και η οριστική επιστροφή στην Ελλάδα το 1954, όπου θα ζήσει ανάμεσα στην Αθήνα και την Άνδρο μέχρι τον θάνατό του, το 1975. Στο διάστημα αυτό λίγα κείμενά του θα δουν το φως, κυρίως σε περιοδικά. Μετά τον θάνατό του θα δημοσιευτεί το πεζογράφημά του Αργώ ή Πλους αεροστάτου και η ποιητική του συλλογή Οκτάνα, ενώ ο πολύτομος Μέγας Ανατολικός θα δημοσιευτεί στη δεκαετία του '90.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανδρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν ακόμη το όραμα της επανάστασης μπορούσε να βρίσκει κοινούς στόχους με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης στην πολιτική και την τέχνη. Με αυτή τη βούληση αυτός ο θαυμαστής του Μαρξ, ο οπαδός του Φρόυντ, ο φίλος του Αντρέ Μπρετόν και της Μαρίας Βοναπάρτη, μπήκε στην πνευματική ζωή του τόπου μας. Μπήκε με τη σκευή του ποιητή, του ψυχαναλυτή, του υπερρεαλιστή. Αμφισβητήθηκε για όλα αυτά, και παρέμεινε στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής για όλα αυτά.

Τι ήταν εντέλει ο Ανδρέας Εμπειρίκος; Ήταν ένας «λόγιος», όπως τον είδε ο Γιώργος Σεφέρης, ή ένας «Επαναστάτης με το ε κεφαλαίο», όπως τον είδε ο Οδυσσέας Ελύτης; Ήταν ένας αντιδραστικός μεγαλοαστός ή ένας αντιδογματικός στοχαστής; Η προσωπικότητα του Εμπειρίκου, αποσταγμένη με τεράστια τόλμη στο πολυσχιδές και, κυρίως, προβληματικό στην ταξινόμηση έργο του, δημιούργησε μια μυθολογία. Οι φίλοι του, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, τους οποίους εμύησε στον υπερρεαλισμό, τον λάτρευαν. Όμως και στα μεταδικτατορικά χρόνια μπορεί να τον επικαλείται ο Χρόνης Μίσσιος, για να υμνήσει εκείνους που «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» και να στιγματίσει τους ανθρωποφύλακές του.

Το κυριότερο είναι ότι άφησε ένα έργο που από την αρχή αποτέλεσε σκάνδαλο και συνεχίζει να αποτελεί σκάνδαλο, παρά το γεγονός ότι πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τη συγγραφή του. Και, προπάντων, είναι βέβαιο, ότι χωρίς αυτόν η πνευματική ζωή μας θα ήταν εντελώς διαφορετική. Γιατί ο Ανδρέας Εμπειρίκος αναβίωσε την πνευματική μορφή του στοχαστή άλλων εποχών, δημιουργώντας μια σύνθεση που ξεπερνά τις δόκιμες ταξινομικές πρακτικές των φιλολόγων.

Ο ίδιος συνέδεσε τη συγγραφική του δραστηριότητα και την πνευματική στάση του με τον υπερρεαλισμό. Εκφράστηκε με όλα τα είδη του λόγου, ποιητικού και πεζού, και κυρίως με ένα είδος παλιό, το ρητορικό ποίημα-κήρυγμα, το οποίο αναβάθμισε σε ποίημα-μανιφέστο, με τους όρους της υπερρεαλιστικής επανάστασης. Το είδος αυτό το αναγνωρίζουμε τόσο στην πρώτη ποιητική του συλλογή, την Υψικάμινο, όσο και στην τελευταία και μεταθανάτια, την Οκτάνα: Στην Υψικάμινο θα διακηρύξει: «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια… Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη»· και στην Οκτάνα: «Οκτάνα θα πει, όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μιαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου». («Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα»).

Όμως και το μυθιστόρημά του, ο Μέγας Ανατολικός, είναι ένα απολύτως ιδιόρρυθμο κράμα στο οποίο συνυπάρχουν το ποιητικό-πολιτικό πρόγραμμα, το στοχαστικό δοκίμιο και το μεσσιανικό όραμα για μια μέλλουσα ανθρωπότητα, μια νέα Εδέμ που συναγωνίζεται το φαλανστήριο του Φουριέ, ενώ το ερωτολογικό μέρος του βιβλίου απολήγει σε ένα είδος καθαρτικής δοκιμασίας, κι έτσι διαφοροποιείται ριζικά από το πνεύμα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Σκοπός εδώ είναι η πραγμάτωση μιας «ουτοπίας», στην οποία η υδρόγειος θα χωρίζεται σε ζώνες εργασίας και ζώνες παραδείσου, οι πληθυσμοί θα εναλλάσσονται αμοιβαία, θα κυκλοφορούν χαρτονομίσματα που το χρώμα τους μέσα σε τακτή προθεσμία θ' αλλοιώνεται ώστε να μην είναι δυνατή η αποταμίευσή τους και θα λειτουργούν ειδικά σχολεία, «ιμερολύκεια», όπου τα παιδιά θα διδάσκονται την τεχνική των ερωτικών θωπειών και περιπτύξεων. «Ο Μέγας Ανατολικός ναυπηγήθηκε με τα υλικά του ψυχαναλυτή στις δεξαμενές ενός οραματιστή και προφήτη», παρατηρεί ο Ελύτης ­ πόσο παλιού και πόσο νέου προφήτη, θα ρωτούσαμε εμείς. Κι εδώ, το πρόβλημα που αναφύεται μας οδηγεί στον χώρο της ιστορίας των ιδεών.

Για τη μελλοντική έρευνα, ελπίζω ότι ο Εμπειρίκος θα γίνει αντικείμενο μιας σκέψης νηφάλιας, διεπιστημονικής, η οποία θα θέσει νέα ερωτήματα. Με ποια υλικά συγκρότησε την ταυτότητά του αυτός ο γνήσιος εκπρόσωπος του μείζονος ελληνισμού; Τι σήμαινε γι' αυτόν η εθνική, «ελληνική» καταγωγή; Τι είναι ακριβώς αυτό το μόνιμο θέμα του καραβιού, του υπερωκεάνιου, σύμβολο του ταξιδιού αλλά και της κιβωτού του Νώε, που συναντιέται με τα ανάλογα σύμβολα, τα καράβια και τις βαρκούλες των άλλων μεγάλων μας νησιωτών, του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη; Κι ας μη λησμονούμε ότι το καράβι είναι ένα σύμβολο της ιστορίας του ελληνισμού.

Ένα άλλο ζήτημα για την έρευνα είναι η σχέση του Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση, δηλαδή με μια ολοκληρωμένη επιστημονική, ορθολογική θεωρία για τον έρωτα, στηριγμένη στο σεξουαλικό ένστικτο. Ωστόσο ο Φρόυντ «ποτέ δεν έγραψε το έργο που σχεδίαζε για την ερωτική ζωή του ανθρώπου», όπως μας πληροφορεί ο Ernest Jones, και στο τέλος της ζωής του ομολογούσε ότι γνωρίζει πολύ λίγα για αυτό το ζήτημα. Μήπως ο Εμπειρίκος δίνει στον επιστήμονα δάσκαλό του την απάντηση του ποιητή; Πράγματι, στο ποίημα «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα», συνοψίζει τις αρχές μιας ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία. Όμως η φιλοσοφία αυτή δίνει προτεραιότητα σε μια καθαρά πνευματική λειτουργία, την ποίηση: «Οκτάνα θα πει πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος, σπέρμα. / Οκτάνα θα πει έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του. / Οκτάνα θα πει ανά πάσα στιγμή ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής». Κι ακόμη: «Οκτάνα θα πει οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ' άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον». Η μικρή διόρθωση για το φύλο των αγγέλων, εκ πρώτης όψεως μια επίθεση κατά της πουριτανικής ηθικής, μας θυμίζει παράξενα τα φτερωτά πλάσματα του πλατωνικού Φαίδρου.

Ο Πλάτων είναι ο πρώτος, πριν από τον Φρόυντ, που διατύπωσε μια ολόκληρη θεωρία περί έρωτα, στην οποία αφαιρεί τη σεξουαλικότητα από τον έρωτα, αποδίδοντάς του ένα μη-σεξουαλικό τελικό σκοπό, την αθανασία. Ο Φρόυντ, με μια εξίσου ριζική υπόθεση, έκανε το εντελώς αντίθετο. Όμως ο ίδιος ο Φρόυντ έβρισκε μια τουλάχιστον σημαντική συγγένεια στη θεωρία του με αυτήν του Έλληνα φιλόσοφου, του «θεϊκού Πλάτωνα», όπως τον αποκάλεσε. Σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης, ο Πλάτων αναγνώριζε στον έρωτα μια ισχυρή κινητήρια δύναμη που μπορεί να εμπνεύσει το άτομο και να γίνει γενεσιουργός αιτία για μεγάλα επιτεύγματα στην τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Ο Φρόυντ, με τη θεωρία της εξιδανίκευσης, πρότεινε μια εξίσου διευρυμένη έννοια του έρωτα, στην οποία περιλαμβάνονταν κάθε είδους σχέσεις με πρόσωπα, με συγκεκριμένα αντικείμενα αλλά και αφηρημένες οντότητες, που θεωρούσε ότι επίσης αποτελούν έκφραση του σεξουαλικού ενστίκτου. Στο έργο του Ψυχολογία της ομάδας και ανάλυση του Εγώ (1921) γράφει ο Φρόυντ: «ως προς την καταγωγή του, τη λειτουργία του και τη σχέση του με τον σεξουαλικό έρωτα, ο Έρως του Πλάτωνα συμπίπτει με τη λίμπιντο της ψυχανάλυσης». Εκεί βεβαίως οι όποιες ομοιότητες σταματούν. Όμως ας μας επιτραπεί να δούμε κάποιο είδος συνέχειας της συζήτησης στον Μεγάλο Ανατολικό. Στις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται μεταξύ των προσώπων του Μεγάλου Ανατολικού προβάλλει το κυρίαρχο αίτημα ενός Νέου Κόσμου στον οποίο έχει καταργηθεί η διχοτόμηση σώματος-ψυχής και έχει επιτευχθεί το όραμα της αρχικής ενότητας. Αυτή η αρχική ενότητα είναι κατ' ουσίαν μια επιστροφή στην αθωότητα. «Οκτάνα, φίλοι μου, θα πει μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα εις το άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δυο κάνει», διακηρύσσει ο ποιητής Εμπειρίκος, και ίσως είναι σκόπιμο να αναρωτηθούμε εάν με τον τρόπο αυτό ελέγχει τον φιλόσοφο αφενός και τον επιστήμονα αφετέρου, και προπάντων εάν μας δίνει ένα έναυσμα να σκεφτούμε την άγνοιά μας γι' αυτά τα ζητήματα και να μιλήσουμε για μια ειρωνική διάσταση στο έργο του. Βεβαίως ο υπερρεαλισμός υπήρξε κατ' εξοχήν μια τέχνη του χιούμορ, ως μέσου ανατροπής, όμως εδώ μιλάμε για κάτι διαφορετικό, την παλιά τραγική ειρωνεία, που μέσα από τις εκατοντάδες σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού απολήγει σε ένα διπλό ερώτημα: Τελικά, τι γνωρίζουμε για τον έρωτα; Και τι γνωρίζουμε για το ταξίδι; Μήπως εδώ ο Εμπειρίκος συναντά τον Καβάφη;

Πιστεύω ότι μέσα από αυτή την ειρωνική στάση ο Ανδρέας Εμπειρίκος προσπάθησε να ξαναφέρει μπροστά στα μάτια μας την ψυχαναλυτική «πρωταρχική σκηνή», δίνοντας μεγάλη έμφαση στα μάτια του τυφλού Οιδίποδα. Οι ερωτικές σκηνές στο υπερωκεάνιο γίνονται ενώπιον ενός θεατή. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση ηδονοβλεψία, ή για τα μάτια του βρέφους πριν από την ανελευθερία του ταμπού; Η ποιητική του Εμπειρίκου είναι μια τέχνη των ματιών, και στο σημείο αυτό ο Έλληνας ποιητής συναντάται με άλλους μεγάλους που έφτιαξαν κόσμους οραματικών ζώων και φυτών, όπως ο Μέλβιλλ στον Μόμπυ Ντικ και ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Βασιλική δρυς».

Ο Εμπειρίκος, ένας απόδημος Έλληνας και μόνιμος εσωτερικός μετανάστης, κυρίως έγραψε για το πρόβλημα των ματιών, σύμφυτο με το πρόβλημα της κατασκευής της ταυτότητας, χτίζοντας με τον τρόπο των ομηρικών ηρώων καράβια και πόλεις, και γράφοντας με τον τρόπο του Ρήγα Φερραίου την Χάρτα της Νέας Πόλης του, με το ποίημα «Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα». Δεν είναι διόλου απίθανο οι νεότεροι να βρουν στο έργο του αρετές που εμείς δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Ίσως την επιστροφή στην Εδέμ να τη δουν από μιαν άλλη σκοπιά, πιο «οικολογική», γιατί στον Εμπειρίκο η λατρεία του σώματος είναι γενικότερα λατρεία της φύσης, ως μυστηριακής δύναμης που υπερβαίνει τη γνώση μας.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος όρισε την ποίηση ως «ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου», διόλου μακριά από τα φτερωτά άλογα του μύθου και τα άτια της λαϊκής μας παράδοσης. Μας άφησε επίσης και κάποιες φράσεις που μπορούν να λειτουργήσουν σαν ξόρκι, όπως «πάρε τη λέξη μου, δως μου το χέρι σου». Προπάντων έθεσε ερωτήματα, ίσως προορισμένα να μείνουν ανοιχτά και απρόσιτα, όπως η ουτοπική «Οκτάνα».

Πηγή: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, εφ. Τα Νέα, 10/11/1999

Αναδημοσίευση από: https://www.vlioras.gr/Philologia/Literature/Poetry/Empeirikos/1999_11_10_Nea_Protoporia.htm

Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλάει για τον πατέρα του


"Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό"

(Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός, γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου, μιλάει στον Τάσο Γουδέλη, συγγραφέα και σκηνοθέτη.)


ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ: δεν ξέρω εάν ποτέ σκεφθήκατε ότι πιθανόν υπάρχει στην μνήμη σας μία πρώτη εικόνα από τον πατέρα σας...

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Όταν το σκέπτομαι, μου είναι δύσκολο να απομονώσω μία εικόνα. Έχω συγκρατήσει πολλές εικόνες του από τα σπίτια μας στην Αθήνα, στην Γλυφάδα και στην Άνδρο, γύρω στο '60, όταν με έβγαζε φωτογραφίες: θυμάμαι τις κινήσεις του, απροσδιόριστους ήχους, πολλά του λόγια καθώς με τραβούσε... τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Ήμουν τριών ετών. Η χρονιά του '60 έχει αποτυπωθεί στην μνήμη μου γιατί συχνά μιλούσαν οι δικοί μου για την νέα δεκαετία που άρχιζε.Με φωτογράφιζε και στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στεφανίας, της μητέρας του, που έμενε Αινειάνος 8, στην Πατησίων δίπλα στην ΓΣΕΕ. Πηγαίναμε εκεί τις Κυριακές οικογενειακώς. Στο δρόμο συνέχεια μου μιλούσε. Στην πολυκατοικία της γιαγιάς έζησε και ο ίδιος στην Κατοχή και λίγο μετά. Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της Νεοφύτου Βάμβα 6, στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό.

Τ.Γ.: Κάνοντας αναδρομή στις πρώτες σας μνήμες από τους γονείς σας και τους χώρους στους οποίους ζήσατε, ποια άλλα στοιχεία έχετε συγκρατήσει εκτός των προηγουμένων;

Λ.Ε.: Πολλά απ' όσα συνέβαιναν στο εξοχικό σπίτι μας, στην Γλυφάδα (Αθηνών 3), που νοικιάζαμε από το 1958, όταν ήμουν ενός έτους, μέχρι τον θάνατο του μπαμπά το 1975. Θυμάμαι τα παιχνίδια στα μπλε και άσπρα πλακάκια του κήπου και στα κόκκινα και άσπρα του εσωτερικού. Με έβγαζε και σ' εκείνο το σπίτι φωτογραφίες. Περνούσαν τα αεροπλάνα για το Ελληνικό και ο μπαμπάς μου μάθαινε τα μοντέλα τους. Ακούγαμε τον θόρυβο και φωνάζαμε μαζί: ''DC 6 της Ολυμπιακής'', ''Λόκχηντ Κονστελέησον της Λουφτχάνσα''... Ήξερα από 4 ετών όλους τους τύπους των αεροπλάνων.Έντονες αναμνήσεις έχω και από το Παρίσι, όπου πήγαμε το 1961 για μια εγχείρηση της μητέρας μου και μείναμε δύο μήνες. Έχει αποτυπωθεί έντονα μέσα μου το ξενοδοχείο Οτέλ Αβιατίκ, στη Ρη ντε Βοζιράρ, και η κλινική. Πήγαμε με τραίνο. Περνώντας από την Γιουγκοσλαβία ο μπαμπάς ήταν ενθουσιασμένος γιατί την αγαπούσε πολύ. Μ' έκανε να πλάσω μύθους γι' αυτή την χώρα. Βλέπαμε άλογα μεταξύ Μακεδονίας και Σερβίας και εκείνος συνεχώς σχολίαζε με πάθος τις εικόνες. "Γυιέ μου", έλεγε, ((η Γιουγκοσλαβία δεν είναι μία αλλά πολλές δημοκρατίες...", και μου τις απαριθμούσε: Σερβία, Κροατία, Βοσνία -Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία. Του άρεσε η Ιστορία και μου μετέδωσε την αγάπη του. Πάντα μου μιλούσε για ιστορικά γεγονότα αλλά τα διάνθιζε με μυθικά στοιχεία.Στην επιστροφή από το Παρίσι χρησιμοποιήσαμε και πλοίο που πήραμε στην Βενετία. Στο ποίημα του ((Ο δρόμος" ο στίχος "... μια τελευταία Βενετία..." έχει σχέση και με εκείνο το ταξίδι μας.

Τ.Γ.: Μα και ο άλλος στίχος "... και ένας περάτης γονδολιέρης", στο ίδιο ποίημα, φαντάζομαι ότι είναι εμπνευσμένος από τότε...

Λ.Ε.: Ακριβώς. Από τον γονδολιέρη που μας πήρε από τον σταθμό και μας μετέφερε στο καράβι Σαν Τζόρτζιο της "Αντριάτικα". Το πλοίο αυτό μας έφερε στον Πειραιά. Πέρασε μέσα από τον Ισθμό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μπαίνοντας στον Σαρωνικό, ο μπαμπάς αναφωνούσε μακρόσυρτα: <<Μπαίνουμε στο Σαρωνικοοό...>>Το << Καμιά φορά επιστρέφοντας από τους Παρισίους... μέσα στ' αρώματα της πεύκης...>> αναφέρεται σ' εκείνη την εμπειρία. Και να σας πω: τα πεύκα τότε του Σοφικού της Κορινθίας και των Μεγάρων ευωδίαζαν γύρω από το πλοίο. Άρεσε στον πατέρα μου το ταξίδι δια θαλάσσης. Αγαπούσε το νερό, τις μεγάλες επιφάνειες και τα ταξίδια. Αντιμετώπιζε τα πλοία ως ποιητικά αντικείμενα, ως πηγές έμπνευσης... Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν εφοπλιστής, και του μετέδωσε την λατρεία του για τα καράβια. Γενικά αγαπούσε τις μηχανές: αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, πλοία, τρακτέρ. Είχα μια πολύ πλούσια συλλογή παιχνιδιών Ματς μποξ. Το συρτάρι του γραφείου του ήταν γεμάτο από μοντέλα. Τα είχε αγοράσει από παλιά και τα φύλαγε (θαυμάζοντας τα, πρώτα ο ίδιος), για να μου τα χαρίσει στα γενέθλια μου στα 7 μου χρόνια. Τα έχω ακόμα...Προπολεμικά είχε πολλές και ακριβές φωτογραφικές μηχανές, μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα. Ήταν από τους πρώτους που οδηγούσε μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα. Κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος του ζήτησε να αγοράσει μια Χέντερσον που την είχε φέρει με πλοίο ο παππούς μου από την Αμερική. Ο πατέρας μου ήταν 20 ετών και το περιστατικό συνέβη λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος από το δάγκωμα της μαϊμούς.

Τ.Γ.: Μιλείστε μου για το οικογενειακό σας δέντρο.

Λ.Ε.: Ο πατέρας μου είχε τρία αδέλφια: ήταν ο μεγαλύτερος, ακολουθούσε ο Μαράκης, μετά ο Τάκης και τελευταίος ο Κίμων. Ο Τάκης πέθανε νεότατος και ο Κίμων το 1981, στην Νέα Υόρκη.Ο παππούς Λεωνίδας ήταν εφοπλιστής, επιχειρηματίας και νέος είχε ασχοληθεί με την πολιτική: ήταν βενιζελικός μέχρι το κόκαλο. Ήταν βουλευτής Άνδρου μέχρι τα τέλη του 1920 και είχε διατελέσει Υπουργός Επισιτισμού στην Κυβέρνηση της Άμυνας στην Θεσσαλονίκη. Η καταγωγή του ήταν από την Χώρα της Άνδρου. Ο ιστορικός και μελετητής της Άνδρου Δημήτρης Πολέμης έχει πει ότι η απώτερη καταγωγή του είναι από κάποιους Μπιρίκους, που ζούσαν πριν από τον 19ο αιώνα, στην βόρεια Χίο και εγκαταστάθησαν στο χωριό Αψηλού της Άνδρου όπου υπάρχει ακόμα ένα ερειπωμένο σπίτι το οποίο δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει. Το όνομα Λεωνίδας προήλθε από αλλαγή του Λινάρδος και το Εμπειρίκος από διασκευή του Μπιρίκος. Ανάδοχος και των δύο υπήρξε ο Θεόφιλος Καΐρης, τον οποίο, σημειωτέον, θαύμαζε ο πατέρας μου ως διαφωτιστή. Ο παππούς μου πήγε στην Βραΐλα αρχές του περασμένου αιώνα και εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου, το 1901. Δύο Σεπτεμβρίου με το Ιουλιανό. Η γιαγιά μου ήταν Ρωσίδα κατά το ήμισυ και του έμαθε τη γλώσσα της άριστα. Τους άκουγα να μιλούν ρωσικά ακόμα και στο τηλέφωνο και καταλάβαινα τα πάντα. Ο πατέρας μου μέχρι το 1914 ζούσε τον περισσότερο καιρό στην Σύρο και πήγαινε πολύ συχνά στην Ρωσία.

Τ.Γ.: Είναι γνωστή και περίπου θρυλική η σχέση τον Ανδρέα Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση. Πότε, όμως, αρχίζει να ασχολείται με την λογοτεχνία;

Λ.Ε.: Από τα 18 μέχρι τα 22 του χρόνια έγραφε στίχους παλαμικούς. Η σχέση του με τη λογοτεχνία καθορίζεται από μια σειρά σημαντικών γεγονότων της ζωής του.Σε ηλικία 17 χρονών περίπου ήταν Τολστοϊστής. Όταν πια είχε παραιτηθεί από την επιχείρηση του πατέρα του, πήγαινε με τα πόδια στο Μπογιάτι και όργωνε με τους αρβανίτες χωρικούς στο πατρικό τσιφλίκι. Ήταν η πρώτη του εξέγερση εναντίον του παππού μου. Η δεύτερη ήταν όταν πήγε και δούλεψε εργάτης στα λιγνιτωρυχεία του πατέρα του στο Αλιβέρι για λόγους ιδεολογικούς. Εκείνη την εποχή έγραψε το ''Κόκκινο τραγούδι", όπου αναφέρεται σε ένα λαϊκό δικαστήριο στο οποίο πρόεδρος είναι ένας λεβητοποιός, ''ένας λεβέντης δικαστής..." και μάλλον δικάζει κάποιον που μοιάζει στον παππού μου... Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα ο ίδιος ο πατέρας μου θα ανακριθεί και θα δικασθεί από το ΚΚΕ. Με την ψυχανάλυση ασχολήθηκε σε μια εποχή μεγάλης κρίσης με τον πατέρα του, όταν περνούσε μια ζωή ως "πλαίυ μπόυ" στην Κυανή Ακτή, σε ένα πολυτελές σπίτι που είχε αγοράσει ο πατέρας του από έναν ρώσο πρίγκηπα για να ζήσει στην Γαλλία. Επισκέφθηκα αυτό το σπίτι με την μητέρα μου το 1978: είχε μετατραπεί σε πολυκατοικία ακριβών διαμερισμάτων... Στην παλιά του κατάσταση φαίνεται καθαρά σε φωτογραφίες του πατέρα μου με τα αδέλφια του, όπου όλοι ποζάρουν δίπλα σε ωραίες φιλενάδες του παππού μου. Και ο πατέρας μου είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες εκείνη την εποχή, στην δεκαετία του '20. Όμως περνούσε ταυτόχρονα και μεγάλη ηθική κρίση. Ένιωθε άσχημα απέναντι στην μητέρα του, που ο πατέρας του είχε χωρίσει εν τω μεταξύ, αλλά και βλέποντας την τεράστια ταξική ανισότητα της κοινωνίας στην οποία ανήκε. Διηγόταν ότι κάποτε μια νεαρή υπηρέτρια του είπε: ((Κύριε Ανδρέα, είσθε ο μόνος εδώ μέσα που διαφέρει από τους άλλους...". Τότε ανακάλυψε την ψυχανάλυση και έκανε πρώτα ο ίδιος ανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ. Μόλις είχε γυρίσει από το Λονδίνο όπου, εκτός από την συμμετοχή του στις οικογενειακές επιχειρήσεις εκεί, είχε διακόψει τις σπουδές του στην φιλοσοφία και στην αγγλική φιλολογία. Η μητέρα του ζούσε στην Λωζάνη και ο πατέρας μου την επισκεπτόταν. Παράλληλα σπούδασε στην ίδια πόλη οικονομικά. Έφερε βαρέως τον χωρισμό των γονέων του.

Τ.Γ.: Στην εποχή της γαλλικής "Αβάν-γκαρντ" του '20, γνωρίζεται με τον Αντρέ Μπρετόν και έρχεται σε επαφή με τον σουρρεαλισμό, αν δεν απατώμαι...

Λ.Ε.: Με τον Μπρετόν έρχεται σε επαφή μέσω του Φρουά Ουιτμάν, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός φίλος του ρεύματος του σουρρεαλισμού: γιατί, καίτοι ο Φρόυντ επηρέασε τις ιδέες των σουρρεαλιστών, η ψυχανάλυση ως επιστήμη δεν αποδεχόταν την πρωτοκαθεδρία της Τέχνης... Στο Παρίσι ο πατέρας μου πήγαινε στα μαθήματα φιλοσοφίας του Αλεξάντρ Κοζέβ για τον Χέγκελ μαζί με τον Μπρετόν, τον Λακάν, τον Κενώ και άλλους. Έκανε κάπως ανορθόδοξα την διδακτική του ανάλυση: γιατί ο Λαφόργκ ήταν ταυτόχρονα και ψυχαναλυτής του. Υπολογίζω ότι αυτή η διαδικασία κράτησε από το 1925 έως το 1931. Αμέσως μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και υλοποιώντας την ((γραμμή" της ψυχαναλυτικής του θεραπείας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, εργαζόμενος ως διευθυντής των ναυπηγείων και μηχανουργείων ((Βασιλειάδη", μιας εκ των επιχειρήσεων δηλαδή του παππού μου. Το 1934, όμως, διαφωνεί με τον τελευταίο, παίρνει το μέρος των εργατών, παραιτείται και δεν τον ξαναβλέπει. Αρχίζει τότε να βρίσκεται, μέχρι το 1939, μεταξύ Αθήνας και Παρισίων. Εν τω μεταξύ ο παππούς μου απογοητευμένος, επειδή η κυβέρνηση Τσαλδάρη, νομίζω, δεν επιδότησε την επιχείρηση του της "Εθνικής Ακτοπλοΐας", την πούλησε, όπως και όλη του την περιουσία στην Ελλάδα, ακόμα και αυτή της Άνδρου. Έφυγε στην Γαλλία και δεν γύρισε ποτέ.Ο πατέρας μου, στο ίδιο διάστημα, γράφει πολλά κείμενα. Έως το 1933 γράφει μη υπερρεαλιστικά κείμενα. Εκδίδει το 1935, ως γνωστόν, την Υψικάμινο. Ανοίγει το γραφείο του και κάνει ψυχανάλυση επί 16 χρόνια. Παντρεύθηκε την Μάτση Χατζηλαζάρου το 1940.

Τ.Γ.: Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το έργο του δημιουργεί την βεβαιότητα, εκτός των άλλων, ότι ο αναγνώστης έχει να κάνει με ένα απολύτως διονυσιακό άτομο. Πόσο αυτή η εικόνα αντιστοιχίζεται με εκείνη του ανθρώπου που ζει μέσα στους αστικούς κανόνες, επικεφαλής μιας οικογένειας;

Λ.Ε.: Να επαναλάβω -και αυτό είναι μάλλον παράδοξο- ότι η συνολική μου εντύπωση απ' αυτόν μέχρι τέλους είχε σχέση με την εικόνα ενός συνετού και απολύτως αγαθού οικογενειάρχη. Παρ' ότι ήταν φανερό πως του άρεσαν υπερβολικά οι γυναίκες, μα πάρα πολύ... Όμως δεν μου μετέδωσε αυτή την ακραία, ας πούμε, βακχική διάθεση που εκλύει το έργο του. Όταν πρωτοδιάβασα έφηβος, με κριτικό πνεύμα, τα κείμενα του ή άκουσα να τα απαγγέλλει στον δίσκο, παραξε-νεύθηκα, ομολογώ, με την διαφορά που παρουσίαζαν όλ' αυτά με την συμπεριφορά του ως πατέρα. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτές οι αντιθέσεις μπορούν να συνυπάρξουν σε μιαν προσωπικότητα. Αν και να σας πω, μπορεί η ζωή του πατέρα μου μέχρι τον πρώτο του γάμο ή μέχρι το 1947, όταν παντρεύθηκε την μητέρα μου, να ήταν διαφορετική απ' αυτήν που γνώρισα...

Τ.Γ.: Εξ όσων έχω διαβάσει έχει ενδιαφέρον η ζωή τον πατέρα σας στα χρόνια της Κατοχής.

Λ.Ε.: Κατά την διάρκεια της Κατοχής βρίσκεται στην Ελλάδα. Από το 1934, όταν έπαψε να έχει σχέσεις με τον πατέρα του, βιοπορίζεται από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή. Συμφιλιώθηκε με τον πατέρα του στον Εμφύλιο, μετά την τραυματική του εμπειρία λόγω της ομηρίας του από την ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ. Πριν πω για την ζωή του στην Κατοχή και τις μετέπειτα περιπέτειες του, να κάνω μια παρένθεση και να προσθέσω ότι επί μια δεκαετία ήταν ακραιφνής Μαρξιστής θεωρητικά, και σοσιαλιστής. Το ότι δεν εντάχθηκε σε κόμμα είναι, νομίζω, προφανές εξαιτίας της απόλυτα αρνητικής στάσης του κόμματος λόγω υπερρεαλισμού και ψυχανάλυσης. Το 1936 δίνει μια συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά στην οποία κατηγορεί την συντηρητική στροφή της Γ' Διεθνούς και ακολουθεί την τροτσκιστική στροφή του Μπρετόν αλλά χωρίς να ενταχθεί πρακτικά. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Όταν έγινε η ρήξη των γάλλων υπερρεαλιστών με το Γαλλικό Κ.Κ. έστειλε στον Μπρετόν, το 1935, ένα τηλεγράφημα στο οποίο έλεγε ότι τον ακολουθεί με μεγάλη χαρά ελπίζοντας, όμως, να μην έχει κόψει τις γέφυρες με τον ιστορικό υλισμό και την ψυχαναλυτική θεωρία.Μέσα στην Κατοχή κρύβει στο σπίτι του διαφόρους κυνηγημένους. Μεταξύ αυτών τον Εγγονόπουλο που ήταν στο ΕΑΜ και τον Καρτάλη που ήταν στην ΕΚΚΑ.

Τ.Γ.: Όπως έχει τονισθεί, σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μεγάλου μέρους του μεταπολεμικού έργον του αλλά και της ώριμης ζωής του υπήρξε η ομηρία του από τους αριστερούς...

Λ.Ε.: Το περιστατικό αυτό είναι η πιο δραματική εμπειρία της ζωής του. Τον έπιασαν πολιτοφύλακες της ΟΠΛΑ στο σπίτι του, στις 30 Δεκεμβρίου του '44, επειδή ήταν γιος εφοπλιστή... Τότε είχαν συλλάβει χωροφύλακες, ιερωμένους και πολλούς άλλους με την κατηγορία ότι ήσαν αστοί. Επίσης και τροτσκιστές, τους οποίους εκτελούσαν πιο εύκολα από τους υπόλοιπους. Μου έλεγε ο πατέρας μου ότι τους εκτελούσαν ως "ειδικούς προδότες". Έναν μάλιστα γνωστό του, τον αρχειομαρξιστή Αλμπέρ, τον σκότωσαν πλησίον του, στο χωριό Κρώρα, μαζί με άλλους επτά. Οι στίχοι από το ποίημα ((Ο δρόμος": "και οι καλούμενοι με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων στις ύστατες στιγμές του βίου τους..." είναι εμπνευσμένος από το περιστατικό αυτό. Κατά την σύλληψη του επέτρεψαν να αποχαιρετήσει την μητέρα του, που ήταν στον επάνω όροφο και με σκληρό τρόπο τον οδήγησαν σε Τμήμα τους στην οδό Παμίσου. Μετά τον πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο. Τον έκλεισαν, στην συνέχεια, μαζί με πολλούς άλλους καταδικασμένους στο κινηματοθέατρο Φοίβος. Του έλεγαν: "Αύριο ετοιμάσου, θα σε κλάψει η μάνα σου...".Οι όμηροι αυτοί συνόδευσαν με τα πόδια την έξοδο του εφεδρικού ΕΛΑΣ από την Αθήνα, με προορισμό την Λαμία, μέσω των Καλυβιών, Χασιάς (Ασπροπύργου) και του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων. Η Πάρνηθα ήταν χιονισμένη και ο πατέρας μου έπαθε κρυοπαγήματα. Εκτελούνταν οι βραδυπορούντες' μεγάλο βασανιστήριο για τους υπόλοιπους. Ήταν γεροδεμένος και σχετικά νέος και προχωρούσε κανονικά, παρά τα κρυοπαγήματα. Για τον ΕΛΑΣ μιλούσε αργότερα με επιείκεια. Όχι, όμως, για την ΟΠΛΑ. Μια νύχτα στο χωριό Μουσταφάδες (σημερινή Καλλιθέα), η φάλαγγα δέχθηκε επίθεση από αγγλικά Σπιτφάιαρ. Ο πατέρας μου κρύφτηκε σε ένα αρδευτικό χαντάκι. Ζήτησε καταφύγιο σε μια οικογένεια Αρβανιτών στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα), η οποία του έδωσε άλλα ρούχα. Όταν, λοιπόν, πέρασε από εκεί ένας λόχος του ΕΛΑΣ και στο σπίτι όπου κρυβόταν ο πατέρας μου κατέφυγε για τις πρώτες βοήθειες μια βαρεία τραυματισμένη Ελασίτισσα, εκείνος προσποιήθηκε τον χωρικό.Έναν άνθρωπο από αυτούς που έκρυψαν τον πατέρα μου τότε, τον επισκέφθηκα για να τον γνωρίσω, αρχές του '80. Δεν θα ζει σήμερα. Τον πατέρα μου τον περιέθαλψαν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον συνάντησαν στην Μαλακάσα να κατευθύνεται πάλι πεζός προς την Αθήνα.Δεν μίλησε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του δημόσια εναντίον του ΚΚΕ γιατί, παρ' όλα τα προσωπικά του μαρτύρια, αναγνώριζε σταγεγονότα της δεκαετίας του '40 το φαινόμενο της Επανάστασης στην οποία πίστευε. Στην δεκαετία του '60 και αργότερα, έλεγε ότι εφ' όσον υπήρξε Εμφύλιος, αυτός, όπως και άλλοι, παρά την μεγάλη αδικία εις βάρος τους, υπέστησαν τις συνέπειες του γεγονότος... Στην δεκαετία του '60 ξαναβρήκε το πρόσωπο της Αριστεράς μέσα από την Νιου Λεφτ, της αγγλοσαξωνικής και αμερικανικής εκδοχής της σχετικής ιδεολογίας. Είχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό. 'Οταν το '63 πήγε στην τότε Σοβιετική Ένωση με τον Ελύτη και τον Θεοτοκά, επίσημα προσκεκλημένος, εντυπωσιάσθηκε από ορισμένα θέματα κοινωνικής πρόνοιας και ελευθερίας ηθών, αλλά ένιωσε απέχθεια για το αστυνομικό κράτος.Την εποχή που τον έπιασε η ΟΠΛΑ έγραφε την Αργώ και αμέσως μετά τέλειωσε την Ζεμφύρα, που εκδόθηκε πρόσφατα. Την Ενδοχώρα, που κυκλοφόρησε το 1945, πρέπει να την είχε τελειώσει από τις αρχές του '40.

Τ.Γ.: Με τα Γραπτά έχω και συναισθηματική σχέση, επειδή εκδόθηκαν από τον "Δίφρο", του θείον μου Γιάννη Γονδέλη, ο οποίος μου έλεγε ότι ο πατέρας σας τον διάβασε, με την χαρακτηριστική του φωνή, τα χειρόγραφα στο σπίτι σας. Κάθε τόσο ο πατέρας σας σταματούσε την ανάγνωση και ρωτούσε τον εντυπωσιασμένο ακροατή του αν του αρέσουν τα κείμενα...

Λ.Ε.: Από τα Γραπτά αφαίρεσε κομμάτια, ξέρετε. Εν πάση περιπτώσει δεν σταμάτησε να γράφει μέχρι την Χούντα, η οποία του προκάλεσε εσωτερική κατάρρευση. Στο διάστημα της επταετίας με το μόνο που καταπιάστηκε, εκτός από τον Μεγάλο Ανατολικό, ήταν ένα αυτοβιογραφικό λεξικό.

Τ.Γ.: Ας γυρίσουμε πάλι στα μέσα του '40. Θέλω να συνεχίσετε το βιογραφικό του πατέρα σας.

Λ.Ε.: Η μητέρα μου, Βιβίκα Ζήση, κατάγεται από την Πρεμετή και θεωρεί τον εαυτό της Αρβανίτισσα, κάτι που άρεσε πολύ στον πατέρα μου. Ο πατέρας της ήταν καπνοβιομήχανος και έβγαζε προπολεμικά τα τσιγάρα Εγκο, τα οποία δυστυχώς δεν είδα να αναφέρονται σ' αυτή την μνημειώδη έκδοση περί ελληνικών τσιγάρων... Τους γονείς μου έφερε για πρώτη φορά σε επαφή ο κοινός τους φίλος Γιάννης Τσαρούχης, μάλλον το 1943, στο σπίτι του πατέρα μου. Ο γάμος έγινε στην Χρυσοκαστριώτισσα της Πλάκας με κουμπάρο τον Ελύτη. Το 1945 αρχίζει η γραφή του Μεγάλου Ανατολικού, της οποίας ηγραφή προετοιμάζεται στην Αργώ, στην Ζεμφύρα και στην Βεατρίκη. Ο παππούς μου πέθανε το 1948 στην Γενεύη, μακριά από τον πατέρα μου, ο οποίος είχε αλλάξει στάση απέναντι στην ισχυρή αυτή προσωπικότητα μετά την ομηρία του. Θεραπεύτηκε γράφοντας τον Μεγάλο Ανατολικό: μέσα σ' αυτόν υπάρχει η εικόνα του Πατέρα. Πολλές περσόνες στο έργο είναι συνδυασμός εκείνου και του Πατέρα, όπως ο λόρδος, ο Άγγλος. Εδώ και εκεί διάφορα πρόσωπα θυμίζουν τον λιμπερτίνο, που ήταν ο γονέας του... Εκείνη την εποχή περνάει μεγάλη ιδεολογική κρίση γι' αυτό και το μυθιστόρημα είναι απολιτικό: ρητά ένας από τους ήρωες, ο ρώσος σοσιαλιστής, που είναι μια άλλη περσόνα του πατέρα μου, αποκηρύσσει τις ιδέες του. Αυτό το διαπιστώνουμε όταν συζητάει με τον άγγλο λόρδο και μετά πηγαίνει στην τουαλέτα, όπου με το καζανάκι καθαρίζει τις ηθικολογίες... Τότε ο πατέρας μου ήταν απλώς φιλελεύθερος: γύρισε, δηλαδή, στον παλιό βενιζελικό του εαυτό, από τον οποίο ξεκίνησε λόγω πατρός, για να περάσει μετά στην Αριστερά. Η φιλελευθεροσύνη του αυτή επέτρεψε βαθμιαία, μετά τις τραυματικές του εμπειρίες, την πρόσληψη ενός πολιτικού αναρχισμού. Οι συζητήσεις, που γίνονται στο τέλος του Ανατολικού περί Μπακούνιν, είναι μία από τις πολλές προσθήκες στα 1951, χρονιά που ολοκληρώνεται το έργο.

Τ.Γ.: Ο βίος του πατέρα σας είναι από μόνος του ένα συναρπαστικό αφήγημα. Έχουμε μείνει στα τέλη της δεκαετίας του '40.

Λ.Ε.: Το 1951, αναγκασμένος να διακόψει την ψυχανάλυση, φεύγει απογοητευμένος με την μητέρα μου για το Παρίσι. Εκεί μένει έως το 1954. Γεννήθηκα το 1957. Το 1960 κυκλοφορούν από τον "Δίφρο", του θείου σας, τα Γραπτά. Τα σχόλια για το βιβλίο αυτό ήσαν ελάχιστα, κάτι που στενοχώρησε τον πατέρα μου. Είχε δεκαπέντε χρόνια να εμφανισθεί και αυτό θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός, γιατί δεν υπήρχε πια η αρχική προκατάληψη εναντίον του υπερρεαλισμού. Όμως στην δεκαετία του '50 οι υπερρεαλιστές και οι συνεχιστές τους είχαν απομονωθεί. Τότε κυριαρχούν οι επιλογές της αριστερής διανόησης... Αλλά και ο Σεφέρης του έστειλε ένα μάλλον ειρωνικό γράμμα, στο οποίο αναφερόταν στον Ροκαμβόλ, ένα έργο άσχετο με τα Γραπτά. Όμως, περιέργως, ο Σεφέρης συσχέτιζε την γραφή του βιβλίου με το κείμενο αυτό... Ο πατέρας μου εκτιμούσε τον Σεφέρη. Τον θυμάμαι στο σπίτι μας και στο δικό του, όπου τον επισκεπτόμαστε καμιά φορά με τον Παπατσώνη.

Τ.Γ.: Με τον Εγγονόπουλο και με τους τότε νεότερους ποιητές ποια είναι η σχέση τον εκείνη την εποχή;

Λ.Ε.: Μετά από το κείμενο που έγραψε το 1945 για τον Εγγονόπουλο στο Τετράδιο, και τις επαφές που είχαν στην Κατοχή, δεν συναντιέται συχνά έκτοτε. Το 1963 διαβάζει ένα εγκωμιαστικό επίσης κείμενο γι' αυτόν στην Σχολή Δοξιάδη. Από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αγαπούσε πολύ τον Νίκο Καρούζο με τον οποίο συνδεόταν στενά. Μιλούσε γι' αυτόν με μεγάλη θέρμη. Βέβαια ξεσπούσαν μεταξύ τους φοβεροί καυγάδες, αλλά πάντα στο τέλος συμφιλιώνονταν.

Τ.Γ.: Γύρω στο 1964, σ' ένα τεύχος τον περιοδικού τον θείον μου, στην Καινούρια εποχή, επανεμφανίζεται μετά τα Γραπτά και τις απαγγελίες τον στον γνωστό δίσκο ο πατέρας σας, με πέντε, αν δεν απατώμαι, ποιήματα τον...

Λ.Ε.: Ναι. Δημοσίευσε πέντε ποιήματα του: την "Σιωπή", τις ''Εποχές", την ''Οδό των Φιλελλήνων'', τον ''Κορυδαλλό" (που αναφερόταν σε μένα) και τις ''Λέξεις". Μετά εμφανίζεται το 1965 στο περιοδικό Πάλι του Νάνου Βαλαωρίτη, ένα γεγονός που ήταν μια ανανέωση γι' αυτόν. Και η τελευταία αναλαμπή του.Χάρη στον Νάνο είχε ανοίξει από παλιότερα τους ορίζοντες του και είχε βγει από το ασφυκτικό κλίμα της εθνικόφρονος Ελλάδος των νικητών του Εμφυλίου, αναπνέοντας το οξυγόνο της αγγλοσαξωνικής κουλτούρας και των αμερικανών μπητ. Δεν είχε, βλέπετε, τότε επαφή με τον πολύ αγαπημένο φίλο των νεανικών του χρόνων, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική από παλιά, τον πολύ επαναστατικό και μη ελληνοκεντρικό, Νικόλαο Κάλας. Ο τελευταίος είχε θυμώσει για τη σχέση του πατέρα μου με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία ως πριγκήπισσα είχε σχέσεις με το παλάτι, και ως γνωστόν ο Κάλας απεχθανόταν τους βασιλείς. Αργότερα ο Κάλας μετάνιωσε για τη στάση του και το είπε δημόσια στο Παρίσι. Η παρέα των νέων ανθρώπων του Πάλι, του Ταχτσή, του Κουτρουμπούση και άλλων τον αναζοωγόνησε... Αν και με τον Ταχτσή, να σημειώσω εδώ, συνέβη μια παρεξήγηση η οποία δεν λύθηκε μέχρι τον θάνατο του πατέρα μου, κάτι που με λύπησε πολύ.Μέσα στην Χούντα είχε πάθει κατάθλιψη. Δεν ήθελε να δημοσιευθεί τίποτα δικό του. Μόνο λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος τον έπεισε ο αγαπητός του Δ. Καλοκύρης να δημοσιευθούν ποιήματά του στο περιοδικό Τραμ. Ο τελευταίος μεσολάβησε για να γίνει η διάλεξη του στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, στο ''Ποιητικό εργαστήρι" με τον Κάρολο Μητσάκη. Πρέπει να τονίσω στο σημείο αυτό ότι δεν πρέπει να καταλογισθεί στον πατέρα μου καμία ευθύνη για το γεγονός ότι δέχθηκε να μιλήσει στον χώρο, έδρα που είχε δημιουργήσει ο διωγμένος από την Χούντα Δ. Μαρωνίτης, γιατί αγνοούσε παντελώς το γεγονός, όντας απομονωμένος... Πιέστηκε από τους νέους της Θεσσαλονίκης, μέσω του Καλοκύρη, του Χουλιάρα, του Σουλιώτη και άλλων, να δεχθεί να μιλήσει στο ''Ποιητικό εργαστήρι", χωρίς να ξέρει τα καθέκαστα... Του είπαν ''ελάτε στην Θεσσαλονίκη, θα μας ανοίξετε ορίζοντες..." και τον έκαμψαν. Ήταν το τελευταίο του ταξίδι με τραίνο... Στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής τον αποθέωσαν. Ένιωσε να αναπτερώνεται. Πριν από την εμφάνιση του στη Θεσσαλονίκη, είχε δώσει στους μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών μια διάλεξη για τις βασικές αρχές της μοντέρνας ποίησης. Αυτές οι δύο δημόσιες εμφανίσεις ήταν και οι μοναδικές μέσα στην Χούντα...

Τ.Γ.: Περιγράψτε μον ιδιωτικές στιγμές με τον πατέρα σας.

Λ.Ε.: Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Μικρός άκουγα απίστευτα παραμύθια απ' αυτόν. Ας πούμε: για τον "Καραγκιόζ-Ωνάς". Για τον Καραγκιόζη που βρήκε έναν θησαυρό και έγινε Ωνάσης. Αυτός ο ήρωας επεισοδίων σε συνέχειες συνδέθηκε με άλλες ιστορίες, για τους κυνηγούς που είχαν ένα τζιπ τεθωρακισμένο και μ' αυτό πήγαν πίσω από κάτι βουνά της Αφρικής, στην χώρα των δεινοσαύρων... Δηλαδή ήταν προφήτης όσων επινόησε πολύ αργότερα ο Σπήλμπεργκ με το Ιονράσιο πάρκο: ένα φιλμ πολύ πεζό που με συγκινεί, όμως, γιατί μου θυμίζει εκείνες τις εξαίσιες αφηγήσεις του πατέρα μου. Είχα πολλά άλμπουμ με δεινοσαύρους και προϊστορικά τέρατα στην δεκαετία του '60. Η συλλογή αυτή είχε συμπέσει με την συγγραφή της Οκτάνας, όπου αναφέρονται προϊστορικά θηρία εδώ κι εκεί... Μου μιλούσε για τοποθεσίες πλησίον μας, π.χ. για το Πικέρμι, μέσα στο ρήγμα του οποίου υπάρχουν απολιθωμένα ζώα της Αττικής. Πηγαίνοντας για την Άνδρο περνούσαμε από το Πικέρμι, χωριό τότε, που ήταν σταθμός του ληστή Αρβανιτάκη, πριν από το Δήλεσι. Επειδή είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μου μετέδωσε πολλές γνώσεις γι' αυτόν, με απίστευτα γλαφυρό τρόπο. Ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω γνωρίσει. Η εκφορά του λόγου του ήταν μαγευτική. Από τα πέντε έως τα δέκα μου χρόνια, κάθε βράδυ σχεδόν, επαναλαμβανόταν ηεξής σκηνή: εκείνος καθόταν ξαπλωμένος στο μπράτσο του καναπέ με ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι. Στο άλλο μπράτσο ήμουν καθισμένος εγώ και τον άκουγα. Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού. Και τι δεν παρήλαυνε μέσα στις διηγήσεις του. Τι Ρωσία, τι Τουρκία, τι Κεντρική Αφρική. Οι περιπέτειες του Λίβινγκστον και του Στάνλεϋ κυριαρχούσαν. Είχα και τα σχετικά βιβλία. Όλα μέσα μου έπαιρναν μυθικές διαστάσεις: η ανακάλυψη της Αμερικής, της Ανταρκτικής, ο Σαρκώ, ο Πήρυ, ο Σάκλετον, όλοι οι εξερευνητές περνούσαν από μπροστά μου βυθισμένοι στην αχλύ των τοπίων... Από κοντά οι πολιτικές της Κομμούνας του Παρισιού, η ελληνική και σερβική Επανάσταση, τα πάντα μυθιστορηματικά, μαγικά. Όσοι θεωρούν την συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν λάθος. Στο μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δεν φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του επιλογή, ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας.Στις 10 ερχόταν η μητέρα μου και διέκοπτε τις αφηγήσεις για να με βάλει στο κρεβάτι, επειδή την άλλη ημέρα είχα σχολείο. Έπρεπε να έρθει πολλές φορές για να με πείσει να φύγω από τον πατέρα.Με τον πατέρα μου είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε έναν κώδικα: επιφωνήματα, λέξεις-κλειδιά και κραυγές, μπροστά σε οιονδήποτε, ακόμα και μέσα στον δρόμο. Παρένθεση: πολλά ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για την αντισυμβατική συμπεριφορά του πατέρα μου, καλόπιστα θα έλεγα, επειδή διαδίδονται προφορικά, διαστρεβλώνονται. Πάντως είναι γεγονός το ότι κάναμε περίεργα, για τον πολύ κόσμο, πράγματα. Π.χ. περπατούσαμε στην οδό Κανάρη και φωνάζαμε "Γάσπαρης", ως επιφώνημα χαράς. Την μητέρα μου την αποκαλούσαμε "Ρένα". Τον πατέρα μου τον φώναζα "Μπρεβού", ποτέ ''μπαμπά", μόνο μπροστά στους τρίτους. Είχα ως τοτέμ τον βάτραχο από μικρός, χάρη στον πατέρα μου ο οποίος μου ζωγράφιζε πολλά σκιτσάκια. Τα φυλάω ακόμα. Με βαπόρια, προϊστορικά ζώα, που ήταν μια περίεργη πηγή έμβιων όντων. Με φάλαινες, επίσης, όλων των ειδών, με ψάρια αλλόκοτα. Μου μιλούσε για Φυσική Ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά. Επικαλούμεθα, λοιπόν, στα επιφωνήματα μας, τον βάτραχο και φωνάζαμε: "βατραχάς". Συμμετείχαν σ' αυτό το παιχνίδι ενίοτε και κάποιοι φίλοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος, μάλιστα μου είχε ζωγραφίσει και κάτι ωραία βατραχίσια πόδια. Αναφωνούσε ο πατέρας μου στο δρόμο ξαφνικά "βατρααχαάς...", εγώ το ίδιο, καιακολουθούσε ο Τσαρούχης: "βατγααχαάς...". Όταν θέλαμε να δείξουμε θυμό ή απαρέσκεια λέγαμε "Σβωνχ".Ένα άλλο περιστατικό έχει ενδιαφέρον από τη ζωή του πατέρα: το 1930 επρόκειτο να ταξιδέψει με πλοίο του πατέρα του στην Βόρεια και Νότια Αμερική από την Κοστάντζα. Ήταν πάντα όνειρο του να επισκεφθεί αυτή την ήπειρο και δυστυχώς ποτέ δεν τα κατάφερε. Αγαπούσε τις γάτες πολύ και πήρε μια μικρή μαζί του. Αυτή τον δάγκωσε στο λιμάνι της Κοστάντζα, νομίζω. Την έστειλε στο Βουκουρέστι να την εξετάσουν για λύσσα, επειδή την έβλεπε να είναι κακόκεφη. Ο καπετάνιος τον παρότρυνε να φύγουν και να ξεχάσουν το περιστατικό. Ο πατέρας μου, όμως, επέμενε να περιμένουν. Λίγες ώρες πριν αναχωρήσουν ήρθε ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε ότι όντως η γάτα ήταν λυσσασμένη. Πήγε στο Βουκουρέστι και στο λυσσιατρείο υπέστη την οδυνηρότατη σχετική θεραπεία με ενέσεις στην κοιλιά: επί ένα μήνα έπρεπε να πίνει ελάχιστο νερό, να μην βρέχεται, φλεγόμενος στο κατακαλόκαιρο. Μοναδική του απόλαυση τα θερινά σινεμά του Βουκουρεστίου.Κάποτε έφερα μια γάτα στο σπίτι. Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την συμπάθησε και αναφωνούσε: "Βωχ". Όταν, όμως, αυτή έκανε κάτι κακό της φώναζε: "Σβωνχ...". Γενικά δήλωνε την ήπια αποδοκιμασία του με αυτό το επιφώνημα. Στους μεγάλους του θυμούς, που ήσαν σπάνιοι, ήταν ανεξέλεγκτος. Το παραλήρημα του ήταν ασύλληπτο, αλλά παρ' όλ' αυτά θα έλεγα δομημένο: όλος του ο κόσμος ξαφνικά παρήλαυνε μπροστά του και ξεσπώντας χρησιμοποιούσε χείμαρρο μεταφορικών φράσεων. Τον άκουγα από το δωμάτιο μου την νύχτα να βαδίζει πάνω κάτω στο σαλόνι, καπνίζοντας για να του φύγει ο θυμός. Στα Μίκυ Μάονς, που μου διάβαζε γιατί του άρεσαν πολύ (όπως και το Τεν-Τεν), παραλλήλιζα το αυλάκι που άνοιγε ο θείος Σκρουτζ περπατώντας, με το φανταστικό αυλάκι που άνοιγε περπατώντας ο πατέρας μου στις νύχτες των μεγάλων θυμών του.Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, παρά τα τρομερά του ξεσπάσματα.Τ.Γ.: Μεγαλώσατε σε συνθήκες αστικών, συντηρητικών ηβών, παρά τον φιλελευθερισμό του πατερά σας.Λ.Ε.: Ανατράφηκα με τρόπο ήπιο και θα έλεγα παραδοσιακό. Ο πατέρας μου με διάβαζε στα μαθήματα, όπως και η μητέρα μου, η οποία αγωνιούσε για τις επιδόσεις μου περισσότερο από εκείνον. Επειδή δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος του γραπτού λόγου έπαιρνα κακούς βαθμούς στις εκθέσεις. Απελπισμένοι οι καθηγητές με ανάγκαζαν να τις γράφω στο σπίτι. Μου τις έγραφε ο πατέρας μου ο οποίος έπαιρνε πολύ κακούς βαθμούς επίσης... Κάποτε πρέπει να βρεθούν αυτές οι εκθέσεις και να δούμε το περιεχόμενο τους... Μερικές θα είναι πολύ αστείες γιατί το θέμα τους ήταν πολύ συμβατικό. Στο Γυμνάσιο έγινα αριστερός και μετά τη Χούντα μπήκα στον Ρήγα Φεραίο και ο πατέρας μου χάρηκε γι' αυτό. Είχε συμπάθεια στην Ε.Δ.Α. και σε πρόσωπα, όπως ο Ηλιού, τον οποίο, το 1974, ονόμαζε "ο άγιος παράκλητος της Αριστεράς".Όταν ήμουν μικρός στην Γλυφάδα, στις αρχές του '60, έβλεπα τον πατέρα μου τις νύχτες να δουλεύει πολλές ώρες κάτω από ένα σκεπαστό χαγιάτι. Έγραφε την Οκτάνα. Ποτέ δεν με διαπαιδαγώγησε σεξουαλικά. Από την στιγμή, όμως, που μου μίλησε επ' αυτού η μητέρα μου, οι συζητήσεις μας για το σεξ γίνονταν πολύ ελεύθερα.

Τ.Γ.: Τα τελευταία χρόνια της ζωής τον πατέρα σας συμπίπτουν με την περίοδο της Χούντας. Θυμάμαι τον θείο μου Γιάννη Γουδέλη, να μεταφέρει πολιτικές συζητήσεις με τον πατέρα σας. "Κύριε Γουδέλη", του έλεγε "είναι ντροπή για όλους μας να μας κυβερνούν αυτοί οι αγράμματοι και άξεστοι...". Ένιωθε εξουθενωμένος...

Λ.Ε.: Λίγο πριν από την Χούντα πέρασε, όπως σας είπα, την τελευταία περίοδο της ευφορίας του, γράφοντας την Οκτάνα και συμμετέχοντας στο Πάλι. Μόλις ήρθε η δικτατορία σχεδόν απομονώθηκε: οι φίλοι του, ο Ελύτης, ο Βαλαωρίτης και άλλοι ξενιτεύθηκαν. Έβλεπε τους φίλους του: την Νίκη και Μαρίνα Καραγάτση, τον Άρη Κωνσταντινίδη, την Ναταλία Μελά, την Κίτσου, τον Γιώργο Νικολαΐδη. Νέοι σχετικά φίλοι του, όπως ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Δ. Καλοκύρης, ο Μ. Σουλιώτης, ο Μάρκος Δραγούμης τον συναντούσαν. Γνώρισε και δικούς μου φίλους: τον Σπύρο Μπενετάτο, τον Σταύρο Πετσόπουλο και τους ζωγράφους Γιώργο Χατζημιχάλη, Κυριάκο Κατζουράκη, Χρύσα Βουδούρογλου, στους οποίους διάβασε ποιήματα του μέχρι τα χαράματα. Ήταν η τελευταία ανάγνωση του σε φίλους.Επίσης ο Νίκος Καρύδης του "Ίκαρου" ζήτησε από τον πατέρα μου να εκδώσει την Οκτάνα, όταν η Χούντα ήρε την προλητική λογοκρισία. Εκείνος κατ' αρχάς θέλησε να δώσει την άδεια να εκδοθεί το Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, που ήταν προγενέστερο και άρχισε να κάνει διορθώσεις στο έργο. Μετά, όμως, το μετάνιωσε. Δεν θέλησε να εκδοθεί ολόκληρο βιβλίο του επί καθεστώτος συνταγματαρχών.Το 1973, συμφώνησαν με τον Φίλιππο Βλάχο, να εκδοθεί από τα "Κείμενα" η Αργώ. Ο Βλάχος, μάλιστα, άρχισε να την στοιχειοθετεί. Την τελευταία στιγμή ο πατέρας μου πάλι το μετάνιωσε. Ο πατέρας μου δίνει στο περιοδικό Τραμ, μόνο λίγα ποιήματα.'Όπως σας είπε και ο θείος σας, η Χούντα του είχε προκαλέσει εσωτερική κατάπτωση. Τον ρωτούσα: "Τι έχεις μπαμπά;" "Είμαι άρρωστος γιε μου... Κατάθλιψη". Μετά την πτώση του καθεστώτος ανακάλυψε ότι ήταν άρρωστος. Πρήσθηκε το χέρι του. Είχε καρκίνο στον πνεύμονα, ο οποίος εξελίχθηκε σε μυοπάθεια. Ήταν θεριακλής του ναργιλέ, της πίπας και του τσιγάρου" κάπνιζε Βιρτζίνια-Πλέυερς χωρίς φίλτρο. Ήταν από τους τελευταίους φανατικούς του ναργιλέ. Μ' έπαιρνε και μένα σε διάφορα καφενεία: στο Ελλάς της οδού Αθηνάς, στο Βυζάντιο της πλατείας Κολωνακίου και σε άλλα: στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το άγαλμα του Βύρωνα, σε πολλά της επαρχίας... Στο σπίτι του έφερναν ορισμένες φορές έτοιμο τον λουλά. Μια μέρα ανέβηκε ο θυρωρός, ο αγαπητός φίλος Νίκος Γεροντάκης, που ήταν από το χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Είδε τον πατέρα μου που κάπνιζε ναργιλέ και θέλησε να δοκιμάσει, γιατί στην Χώρα της Νάξου κάπνιζαν ναργιλέ μόνον οι ευκατάστατοι του νησιού. Λέει: "Να καπνίσω κι εγώ, κύριε Αντρέα;" Τραβάει λίγες ρουφηξιές κι ενώ ήταν καπνιστής πέφτει κάτω ζαλισμένος: "Αμάν, τι έπαθα...". Έρχεται η γυναίκα του η κυρία Μαρία και φωνάζει: "Τι του κάνατε κυρ-Αντρέα του άντρα μου;"Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα ώστε δεν καταλάβαινα ότι πλησίαζε το μοιραίο. Τις τελευταίες ημέρες προτιμούσε να μένει στο ξενοδοχείο Απέργη στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε από παλιά. Δεν ήθελε να μείνει στο ΚΑΤ και τον πήραμε με δική μας πρωτοβουλία. Έπαιζα μαζί του μερικά από τα συνηθισμένα μας παιχνίδια. Του μιλούσα ρώσικα, για πολιτική. Έκανε το παν για να μην μου δίνει την εικόνα του ετοιμοθάνατου. Έρχονταν και τον έβλεπαν φίλοι του. Μια ημέρα βγήκαν από το δωμάτιο του ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Μάρκος Δραγούμης βουρκωμένοι και αναρωτήθηκα γιατί εγώ έχω άλλη εντύπωση για την τύχη του.


Πρώτη δημοσίευση: http://tasosgoudelis.wordpress.com/

Αναδημοσίευση από:

https://empirikos.blogspot.com/search?updated-max=2009-06-24T23:20:00%2B03:00&max-results=7

Ανδρέας Εμπειρίκος - Μέγας Ανατολικός (αφιέρωμα εν προόδω)

 Ι. Μια εκτίμηση

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος συνιστά μία από τις σημαντικότερες μορφές της νέας, ελληνικής λογοτεχνίας. Η συνεισφορά του δεν λογαριάζεται μονάχα στην εισαγωγή των υπερρεαλιστικών θεωριών, όπως αυτές ήκμασαν στη παριζιάνικη πραγματικότητα. Ο Εμπειρίκος συνδυάζει τη σύμπτωση και τον ευτυχή συγχρονισμό όλων αυτών των ανατρεπτικών ιδεών, οι οποίες έμελλαν να μεταβάλουν οριστικά τη στόχευση της εικαστικής δημιουργίας. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ρεαλιστικοποιεί μες στην τέχνη του όλες εκείνες τις παραμέτρους που θρέφουν και ορίζουν τον υπερρεαλισμό. Η δημιουργική του δράση ίσως ακόμη και να ξεπερνά τη θεωρητική προσέγγιση του υπερρεαλισμού, όπως διαμορφώθηκε, σύμφωνα με το δόγμα και τις προτάσεις του Αντρέ Μπρετόν.

Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου στην ελληνική, λογοτεχνική πραγματικότητα εντοπίζεται σε έργα κομβικής σημασίας, των οποίων η δυναμική επηρέασε την λογοτεχνική επικαιρότητα και έθεσε τις βάσεις για μια απροσδόκητη εξέλιξη στα ελληνικά γράμματα. Αποστασιοποιημένος από τις λογοτεχνικές συντροφιές, αποθανατίζοντας όψεις της Άνδρου και της εφηβείας ο Εμπειρίκος παραμένει ένα βαθύ, εικαστικό πνεύμα. Ο Γερμανός Άμπυ Βάρμπουργκ επισημαίνει. Η μεγαλοφυία της εποχής συνιστά μια πραγματική πράξη σύγκρουσης. Και δεν θα μπορούσαμε καλύτερα να συνοψίσουμε την πνευματική παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου, παρά επιστρατεύοντας ένα τέτοιο θεώρημα, αντλημένο από τις πιο γενικές και θεμελιώδεις αρχές της τέχνης. Ο Εμπειρίκος μόνον κατά τα τελευταία έτη και με δεδομένη την ενδελεχή μελέτη του έργου του παρουσιάζεται σ΄όλο το εύρος των σημασιών του στο επαρχιακό, ελληνικό κοινό. Η βασική αυτή ιδιότητα, διατυπωμένη από τον Γιώργο Αριστηνό μπορεί να εξηγήσει εν μέρει την περιφρόνηση του έργου του Εμπειρίκου, επί σειρά ετών και την τελική αναγνώρισή του στις μέρες μας, με τη διοργάνωση ημερίδων και την έκδοση συγγραμμάτων, τα οποία προσεγγίζουν την κρυμμένη αλήθεια ενός σύγχρονου, σχεδόν βιομηχανικού έργου.

Η ψυχαναλυτική ενασχόληση του Ανδρέα Εμπειρίκου και μάλιστα σ΄επαγγελματικό επίπεδο, σε μια εποχή κατά την οποία η ελληνική κοινωνία βιώνει το τελικό και ολέθριο στάδιο μιας αυτιστικής τάσης μεταδίδει στο δημιουργό το υλικό και την ατμόσφαιρα για να προσεγγιστεί εκείνο το πεδίο που καλείται ψυχικό. Σ΄όλα τα έργα του Εμπειρίκου διαφαίνεται, όχι μόνο η αγωνία ενός κόσμου για την απειλούμενη ελευθερία του, αλλά και η βιομηχανική του ιδιότητα, μεταγγιζόμενη από μια διαρκή και ανεξάντλητη, εξελικτική πορεία. Ο Εμπειρίκος γράφει για την ελευθερία και τα μέσα της και την επίπτωσή της στο ίδιο το πρόσωπο. Και γι΄αυτό θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως στα χέρια του τα προκατασκευασμένα υλικά της τέχνης του λαμβάνουν νέες μορφές, ολότελα αντίθετες με την ηθικοπλαστική ρηχότητα της ελληνικής, λογοτεχνικής πραγματικότητας. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος επιδιώκει τη διαρκή ανανέωση, συγχρωτιζόμενος με δημιουργούς όπως ο Νίκος Γκάτσος. Απ΄άλλους δρόμους και οι δυο, σαν τους ηθοποιούς των αυτοσχέδιων λιμπρέτων του Μπόρχες, ο Εμπειρίκος συναντά το δημιουργό της Αμοργού. Με δεδομένη τη γνώση του παρελθόντος και την ατμόσφαιρα του συντριμένου, ελληνικού στοιχείου, ο δημιουργός υμνεί τον έρωτα, προετοιμάζει τις εορτές, την οριστική απελευθέρωση, την ανάσταση από την επιτηδευμένη αρχαιοφιλία και την αποστασιοποίηση από κάθε τάση και καλλιτεχνική πηγή. Είναι ελάχιστοι οι δημιουργοί εκείνοι, οι οποίοι όπως ο Εμπειρίκος διατυπώνουν ένα σαφές όραμα, επιστρατεύοντας την τέχνη για έναν σκοπό υψηλότερο και πιο γενικό. Στην περίπτωσή του η ρητή διατύπωση του Ανδρέα Φραγκιά λαμβάνει σώμα και πνεύμα. Οι εξειδικευμένες αναπαραστάσεις του Εμπειρίκου εκτείνονται διαρκώς προς το γενικότερο. Δεν πρόκειται για μια υποκατάσταση ανάλογη μ΄εκείνη του κυβισμού ή τις αναπαραστάσεις του ρεαλισμού. Η διαδικασία που ακολουθείται στην Οκτάνα, την Προσωπική Μυθολογία, την Υψικάμινο ή το Μυστικό της Πασιφάης συνιστά μια διαδικασία απώλειας. Ακριβώς αυτό το φαινόμενο συνιστά το μέσο με το οποίο καταστρώνεται και τελικά αναδεικνύεται η δημιουργία.Ο Ανδρέας Εμπειρίκος αποτελεί έναν συνεπή συνεχιστή της παράδοσης του νέου, όπως αυτή περιφραστικά περιέγραψε για πάντα τον ελληνικό μοντερνισμό.

Παρά την ευρεία πια αποδοχή του έργου του Εμπειρίκου, εντούτοις ένα από τα πιο εξαίσια δείγματα της λογοτεχνικής του ποιότητας παραμένει στο περιθώριο της κριτικής και της διάδοσης. Ο Μέγας Ανατολικός, το επίπονο αυτό δείγμα του ρεαλισμού παραμένει περιφρονημένο απ΄την κριτική και το ευρύτερο, αναγνωστικό κοινό. Η ελληνική πραγματικότητα αποδέχεται τον Μέγα Ανατολικό ως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του βαθμού τόλμης του ίδιου του συγγραφέα και πολύ λιγότερο ως μια διαφοροποίηση στη στόχευση και τη δυναμική της μυθιστορηματικής γραφής. Με τον Ανατολικό ο Εμπειρίκος κοινωνεί τη μυστική εορτή των ερώτων, των χαμένων ελπίδων, του πνεύματος και των ονείρων που καταργήθηκαν μες σε βήματα λησμονημένα. Το πολύτομο αυτό έργο που δέχθηκε όσα ελάχιστα τη μήνη της κριτικής αναγνωρίζει σε ναύτες, παιδαγωγούς και ένστολους το πρόσωπο του θεού. Η απελευθέρωση του έρωτα, πέρα από τάξεις, οικονομικά κριτήρια, φύλα και εθνολογικές διαφοροποιήσεις δεν μπορούν παρά να σηματαδοτούν την έννοια μιας απόλυτης ελευθερίας. Τα δρώμενα που εξελίσσονται στα πλαίσια του ταξιδιού του μεγάλου υπερωκεάνειου είναι βαθιά ερωτικά, σωματικά. Το ίδιο ελληνικό πνεύμα που δίδαξε στους Φράγκους να εξομολογούνται και ψεύδονται σοφιζόμενοι ελευθερώνεται για να πραγματωθεί μες στα πολλαπλά σχήματα του έρωτα. Αυτός ο τελευταίος, μ΄όλη την πνευματικότητα και τη σωματικότητα που συνεπάγονται οι ψυχολογικές εμβαθύνσεις καταργεί το μυστήριο και τον τρόμο για να παραχωρήσει τη θέση του στην ακατάσχετη φαντασία όσων βιώνουν το τέλος των τάξεων και των περιορισμών.

Ο Μέγας Ανατολικός, ο οποίος θα μας απασχολήσει για τα σύμβολα, τα σημαινόμενα και τις γλωσσολογικές του υπερβάσεις γράφεται μεταξύ του 1945 και 1951. Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης και πολιτικής αστάθειας, στην αφετηριακή εποχή του δράματος που θα οδηγήσει αργότερα στη θλιβερή επταετία ο Ανδρέας Εμπειρίκος διατυπώνει το λόγο του ως αντίβαρο στην ταραγμένη πραγματικότητα. Ο πορνογραφικός του χαρακτήρας, όπως αποδόθηκε επιφανειακά σ΄ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας αποτέλεσε επί σειρά ετών τη βασική κριτική γραμμή των επικριτών του. Δεν εκτιμήθηκε ίσως ποτέ πως στα κουμπιά ενός ένστολου εν στύσει καθρεφτίζεται η ιστορία του έθνους και ο συσχετισμός του με την ελληνική πραγματικότητα. Δεν αναγνωρίστηκε η ίδια η ανανέωση του ελληνικού κόσμου ή μια σαφής, τουλάχιστον επιδίωξή της, όταν λαμβάνουν χώρα οι γεννετήσιες εκείνες πράξεις που αποσπούν τον κόσμο απ΄την καθημερινή του επιφάνεια και τον τοποθετούν για πρώτη φορά επίκεντρο μιας κατά το δυνατόν, μεταφυσικής ανανέωσης. Με άλλα λόγια μιλούμε για το θαυμαστό πραγματικό της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας που θα αναδειχτεί στο έργο των πιο σημαντικών εκπροσώπων της, όπως ο Κορτάσαρ, ο Καρπεντιέρ και άλλοι που περισσότερο ή λιγότερο πάσχισαν να ανατρέψουν τα καθιερωμένα δόγματα της κοινωνίας και της εποχής τους. Τα ποικίλα, ερωτικά σχήματα, οι απρόβλεπτες γεωμετρίες, τα όρια του απρεπούς που καταργούνται εμπρός στο δέος της απόλαυσης θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ουσιαστική λύτρωση της ελληνικής κοινωνίας, την ώρα που θεσπίζει το πολυετές, επαρχιακό της προσωπείο. Σε τούτο το έργο μπορεί κανείς να βρει ατόφια τη μυστική ηδονή των αγίων, πριν την τελική απόφαση για απομόνωση και αφοσίωση. Και ακόμη τον πρώτο έρωτα της αδοκίμαστης έφηβης και ίσως την έννοια του έρωτα ως λαϊκή θρησκεία. Αυτή η χιμαιρική εποχή την οποία σηματοδοτεί ο Μέγας Ανατολικός τοποθετεί τον Ανδρέα Εμπειρίκος σ΄εκείνη την περίοπτη θέση των διανοούμενων που δεν φοβούνται τις έννοιες των λέξεων, το μέγεθος ή τη σημασία τους. Μες σ΄αυτό το ερωτικό αχανές του ποντοπόρου πλοίου εκτυλίσσεται το δράμα της ανθρωπότητας, η μεγάλη και ανεξάντλητη λατρεία του έρωτα στην πιο γνήσια και γι΄αυτό σωματική του έκφραση. Επινοήσεις, όπως θεοί, μοίρα, φαντασιώσεις όπως τα δρώμενα της ζωής καταργούνται εμπρός στη δυναμική του έρωτα. Αυτή την όψη της απόλαυσης, η οποία σε τίποτε δεν έχει να κάνει με διαπιστώσεις περί εκχυδαϊσμού της ζωής και των στοιχείων της. Οποιαδήποτε αναφορά σ΄άλλο θεό, πέρα από εκείνο του έρωτα, θ΄αποτελούσε μια σύμπτωση για το ανθρώπινο και ελεύθερο φορτίο του Μεγάλου Ανατολικού. Ο Γιώργος Χειμωνάς χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του Ανατολικού συμπύκνωσε την πλοκή του σε μια μόνο έκφραση. Έκτοτε, όλοι αγαπιώνται σαν ακολασία.

Το ίδιο το έργο θα μας αποκαλύψει βαθμιαία τα δομικά και σημασιολογικά μυστικά του. Ο σκοπός των κειμένων που θ΄ακολουθήσουν άλλος δεν είναι παρά η κατοχύρωση του έργου ως ένα από τα πιο πρωτοπόρα δείγματα της ελληνικής λογοτεχνίας, υποκείμενο σ΄όλες τις τάσεις. Όπως ένας που βρίσκεται ηθελημένα αντιμέτωπος με τις πιο αντίξοες συνθήκες και τα ρεύματα τα πιο αντιφατικά, ο Εμπειρίκος αφήνεται στ΄όραμά του, επικαλούμενος τη δυναμική σημασία των συμβόλων, τις γλαφυρές αναπαραστάσεις που είναι μια σύνοψη ζωγραφική και φωτογραφική, τα συναισθήματα, εκφρασμένα πάντα σωματικά και στην πιο αγνή τους εκδοχή. Θα πρέπει να λογιστεί ως κοινός παρονομαστής κάθε μιας απ΄τις εκτιμήσεις που θ΄ακολουθήσουν η αναγνώριση και η πλήρης αποδοχή των αρχών εκείνων που διέπουν τις τρεις διαστάσεις της τέχνης. Η καλλιτεχνική ικανότητα, το στην καθ΄ομιλουμένην εκφερόμενο με τη μεταφυσική και μουσική λέξη ταλέντο. Η κορύφωση που καραδοκεί στα πιο φυσικά γεγονότα, το τυχαίο και αδιάφορο που αναδεικνύεται με ξαφνικές πτυχώσεις και τις συναρτήσεις των πιο ακραίων διαγραμμάτων. Και έπειτα η ευρύτητα, ο χωροταξικός σχεδιασμός σαν να λέμε, μιας πολίχνης με τις μικρές οδούς, τους ανθρώπους που χάνονται και προκύπτουν διαρκώς, τα ιδεολογικά όρια που καταρρίπτονται. Αυτά τα τελευταία ειδικά διαπιστώνονται φωτογραφικά και συνειδησιακά στο έργο του Εμπειρίκου, όταν τίποτε δεν ισχύει και δεν σημαίνει έξω και πέρα από την περιπετειώδη μονομέρεια του έρωτα. Ως πράξη και ιδεολογία εξ ενστίκτου. Σαν τον πολεμικό οίστρο χαμένων, λατινικών φυλών ή την επιτηδειότητα ενός γηραιού μουσικού έξω ακριβώς απ΄τα πωλητήρια χρυσού. Τέλος, συνιστώσα αυτού του κοινού παρονομαστή θ΄αποτελέσει το βάθος. Μ΄άλλον τρόπο η λογοτεχνία δεν τ΄όρισε, παρά με τη λαμπρή και ακατόρθωτη οικονομία των λέξεων. Αυτή η εσωτερικότητα, στοιχείο συγγενικό ανάμεσα στα έργα μέτρα της λογοτεχνικής δημιουργίας είναι η ιδιότητα η πιο δυναμική. Μιλούμε για μια εμβάθυνση με τον τρόπο και το ύφος του δημιουργού. Δεν εξετάζουμε την επιτυχία του σκοπού, τέτοια αξιοσύνη δεν την υιοθετούμε. Ανιχνεύουμε όμως μια πρόθεση που χαρακτηρίζει κάθε πρόσωπο ή σκηνοθεσία και οδηγεί την υπόθεση σ΄ένα προσωπικό επίπεδο, όπου συγκίνηση και διατύπωση συμπίπτουν. Η φόρμα και το συναίσθημα. Τα πρώτα μέλη της εξίσωσης του βάθους.

Ο Μέγας Ανατολικός είτε από μια πρωτη, εξασκούμενη γοητεία, είτε από την πραγματικότητα που πρόκειται να εκτυλισθεί εμπρός μου και ψήγματά της υφίστανται στην κινητικότητα των πρώτων περιγραφών, φαίνεται να ολοκληρώνει τις παραπάνω διαστάσεις. Ο Χαμένος Χρόνος που μας στιγμάτισε κάποτε, τώρα ολοκληρώνει τα κενά του με την ερωτική πράξη. Στο μεταίχμιο της άπνοιας, όταν τα πάθη μας μαίνονται τότε και μόνο τότε θα μπορούσαμε να εκπληρώσουμε την ταραγμένη μας ψυχή. Ουρλιάζοντας τη δυστυχία, το μέλλον του κόσμου, το πρώτο, σκοτωμένο σου άστρο, την ελευθερία που δεν έχει σε τίποτε να κάνει με ανεξάντλητους ουρανούς και βλασταίνει μέσα μας, δρέπποντας τ΄ανέφικτο και το σκοτεινό.Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, -είναι διατυπωμένο ξανά-, δεν θα μιλούσε ποτέ στα παιδιά για το τέλος του αιώνα. Θα εγκατέλειπε την ποίηση, έχοντας πει όσα ονειρεύτηκα, αγαπώντας με πάθος τα πάντα, τόσο ώστε να συλλαβίζει μετά από χρόνια ξανά την όψη τους, σ΄ασπρόμαυρο χαρτί καρτ ποστάλ και τους εύζωνες να γυαλίζουν σε μια άλλη εποχή.Η πρόθεσή του, όπως συστήθηκε στα πρώτα του έργα, η συνέπειά του, η ίδια αυτή κατεύθυνση που δεν μεταβάλεται, επιβεβαιώνουν το σαφές όραμα του δημιουργού. Αυτό το έργο, με το πλοίο σύμβολο, με το βρεττανικό τοπίο της βιομηχανίας του Μέρσευ ποτέ δεν μπορείς να φανταστείς πως θ΄αποκτήσει μια τέτοια τροπή, ώστε από την ολοκαίνουρια, βιομηχανική εποχή να επιστρέφουμε ξανά στο μεσογειακό κλίμα, στην απελευθέρωση μες στο φως και τ΄άλλα, βαθιά, συστατικά μας στοιχεία. Οι επιβαίνοντες, θ΄αποδειχτεί, θ΄αποτελέσουν τους πρώτους πρόσφυγες της βιομηχανικής εποχής. Τους πρώτους, πολιτικούς πρόσφυγες του έρωτα Παύλο Μάτεσι.Μονάχα που η επιστροφή τους αυτή είναι στα καλοκαίρια των ενστίκτων, στους ερωτικούς ιδρώτες, την εφηβεία, σε πράγματα αυστηρώς σωματικά. Πρόκειται για μια ολοκαίνουρια ήπειρο, απ΄εκείνες που ποτέ δεν θ΄ανακαλύψουμε, ώσπου ένας συγγραφέας ή κάποιος παραληρηματικά θα μας εκμυστηρευτεί τ΄όνομα, την ιστορία της, ,όσα την κατέστησαν κάποτε μύθο.


ΙΙ. Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ

Μία απ΄τις πτυχές του έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου, μία από τις πιο σημαντικές εκφάνσεις της γενικότερης εργογραφίας του αποτέλεσε η φωτογραφική δραστηριότητα του Εμπειρίκου. Ένα ατελείωτο υλικό αρνητικών προσμένει ακόμη την εμφάνισή του. Η νεότητα, το νησιωτικό, αστικό τοπίο, μαθητές, νεανίσκες, αυτοπροσωπογραφίες σε σπίτια φίλων συνιστούν ένα μέρος μόνο απ΄την ανεξάντλητη θεματική του φακού του Εμπειρίκου. Εντοπίζοντας μες στον καθημερινό κόσμο τα πιο μεταφυσικά υλικά του, δεσμεύει με το φακό μια θαυμαστή όψη του πραγματικού. Με την ίδια ακριβώς αίσθηση, με την οποία υποβάλει παθητικά τα σέβη του στη νεότητα, την ανανέωση και την πνευματικότητα του ίδιου του ερωτισμού έτσι επιλέγει τα θέματα σε επίπεδο φωτογραφικό. Είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής φωτογράφος συγχωνεύει τον ερωτισμό του Μεγάλου Ανατολικού με τα υγρά πρόσωπα των έφηβων κοριτσιών.

Στο αφιέρωμα της φιλολόγου Όλγας Ντέλα για τον φωτογράφο Ανδρέα Εμπειρίκο αποκαλύπτονται τα πλήθη των τοπίων που απασχόλησαν τον δημιουργό. Αναπαράγουμε από το κείμενο της Ντέλα.

Από τις παιδίσκες: Kοριτσάκι με όστρακο, Kοριτσάκι με γάτα, Kοριτσάκι με σκιά, Δεσποινίς Ξ.K., Δεσποινίς N.M., Δεσποινίς M.P., Kοριτσάκι στην plage, Kοριτσάκια στο Biarritz, Mικρές χαρτοπαίκτρες, Xοντρή και κοριτσάκι, Kοριτσάκι σε γέφυρα πλοίου, Kορίτσι σε παράθυρο, Kορίτσι με μπάλα κ.λπ. Kαι ορισμένα ονόματα: Aντριάνα και Eυδοκία, Eυδοκία και Aντριάνα, Mαριάνθη, Λιλή, MαρίαAπό την Eλλάδα: Περιστερεών, Eπερχομένη θύελλα, Παραπόρτι, Πετεινός, Tσιγγάνες, Aγοράκια, Λευκός τοίχος, Eκκλησία με άλμπουρο, Kάμπος στη Σαντορίνη, Aνάβασις, Kαφενείον Aπειράνθου, Mεταφορά βαρελιού, Ποδήλατο, Mελτέμι, Διαφήμισις Kαραγκιοζοπαίκτου, Παπάδες, Γυναίκα με μαντήλι, Aποκαμωμένη ταξειδιώτισσα, Λάμπα και άνθη, Στάμνα και πουλί, Xέρια με σκιές, Σπίτι και γάτα, Δωμάτιο με μπαλλόνι, Mπαλλέτο Σισμάνη, Φωτογραφική μηχανή κ.λπ.

Kαι από το εξωτερικό: Δάσος, Δενδροστοιχία, Σκωτική λίμνη, Bομβαρδισμένη συνοικία, Λαϊκή συνοικία στον Tάμεσι, Kούκλα σε παλαιοπωλείο, Nύκτα στο Παρίσι, Kοιμισμένος αλήτης, Γυμναστική, Mπαλλόνια και πλήθος, Παιδιά στην αμμουδιά, Kοιμωμένη στον ήλιο, Ξαπλωμένη, Tαυρομάχοι εξασκούμενοι, Άφιξις, Oμπρέλες, Iταλίδες στο Πόρτο Φίνο, Λουομένη και τέντες, Παιδιά στην αμμουδιά.

Από το Biarritz ως τις κόχες του στόματος της δεσποινίδος Ξ.Κ. υποβάλεται η αίσθηση του ταπεινού, του νεαρού και του άφθαρτου που συμβαίνει ακριβώς αυτήν την τόσο υποκειμενική στιγμή. Τα πορτραίτα του Εμπειρίκου αντλούν από τα στοιχεία του ελληνικού θέρρους και τη μεταφυσική που συνοδεύει την αισθητική και το αίσθημα του γνώριμου μας κόσμου. Γι΄αυτό και η παρουσία των σκιών και τ΄άλμπουρο του ναού και η Σαντορίνη, λιγότερη ηφαιστειογενής από ποτέ. Διότι σε κάθε μία απ΄αυτές προσωποποιείται στο έπακρο η κίνηση του κόσμου και η όψη του και η συνύπαρξη για μια μονάχα φορά πραγμάτων ετερόκλητων, ικανών ν΄αποκαλύψουν την ενότητα του κόσμου. Τίτλοι με περιεχόμενο πνευματικό και πάλι η πλούσια και ευρηματική εικονοποιεία του κόσμου.

Οι πρώτες αυτές προσεγγίσεις στο ύφος και τ΄αρχικό υλικό του Μεγάλου Ανατολικού δεν έχουν άλλο σκοπό παρά να συστήσουν τα βασικά, δομικά υλικά ενός έργου που αυτοσυστήνεται, με διάφανες προθέσεις ήδη απ΄τ΄αρχικά του στάδια. Η αναφορά μας στη φωτογραφική ιδιότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου πραγματοποιείται για να καταστεί σαφής η ροπή του δημιουργού σ΄ολοζώντανες αναπαραστάσεις, όπως αυτές του Ανατολικού με την ένταση και το μαινόμενο, σαρκικό πάθος.

Καθώς θα εξελίσσεται το έργο και θα μεταφέρει αυτούσια ολόκληρη τη μηνυματική του προς τον αναγνώστη, τ΄αρχικά υλικά θα επιβεβαιώνονται. Ο Μεγάλος Ανατολικός είτε σαν πορνογράφημα, είτε σαν αιρετική ακόμη και σήμερα λογοτεχνία διαφοροποιείται. Τόσο στην πρόθεση, όσο και την ελευθερία, έτσι που ν΄ανακτά κομβική θέση στις πιο εντυπωσιακές τομές του ελληνικού λόγου. Σε κάθε εκτίμηση για το έργο και το συγγραφέα του οφείλει κανείς να μην λησμονεί την τόλμη και την παρότρυνση στην ελευθερία. Ιδεολογίες οι οποίες πραγματώνονται μόνο μες σ΄ένα καθεστώς ασύδοτης και πλήρους ελευθερίας.


Πηγή:https://24grammata.com/%CE%BC%CE%AD%CE%B3%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1-%CE%B5%CE%BD-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%8C%CE%B4%CF%89/

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Έκτωρ Κακναβάτος - Τριαντάφυλλα στο παράθυρο



 Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια.

Δεν είναι η σκαπάνη του εποχουμένου ζόφου, δεν είναι της έπαρσης η φλεγμαίνουσα επιταγή. Σκοπός της ζωής μας είναι η αχανής εμβέλεια της κάθε μας ευχής. Σκοπός της ζωής μας είναι το αδιάπτωτα τεταμένον έμβολον της ορθίας οντότητάς μας.


[πηγή: Έκτωρ Κακναβάτος, Υψικαμινίζουσες Νεοπλασίες, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2001, σ. 18]

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Οδυσσέας Ελύτης - Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο



Στο διάστημα που η Αθήνα έπαψε να ναι μια πνευματική επαρχία κι ώσπου ξανάρχισε πάλι να γίνεται, συνέβη να ζήσει ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Το γεγονός δεν είναι μόνο συμπτωματικό. Το λεγόμενο “οικουμενικό πνεύμα”, προπάντων όταν περικλείνει το σπόρο μιας βαθύτερης αλλαγής, μοιάζει με το φως των μακρινών πλανητών. Και χρειάζεται κάποτε να περάσουν έτη δογματικού αλληθωρισμού πολλά, εωσότου φτάσει να μας γίνει συνείδηση. Την ημέρα που η ποίηση βρει ξανα τη δύναμη ν’ αποδράσει από τις βιβλιοθήκες των υπομνηματιστών και από τα έντυπα των ετοίμων πολιτικών ενδυμάτων, οι πρώτοι νέοι που θα το συνειδητοποιήσουν, γονυπετείς θα ζητήσουνε -για λογαριασμό της ίδιας της ζωής- συγγνώμην απ’ αυτόν τον Επαναστάτη, με έψιλον κεφαλαίο. Και από κοντά τους όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, με τα βραβεία μας, τα διδακτοριλίκια μας, τις υποκλίσεις μας, όταν αυτός με ψηλά το μέτωπο πέρασε ανάμεσ’ απ’ τις συμπληγάδες της επικαιρότητας χωρίς να παραδώσει ούτε μια τρίχα από τα πλούσια μαλλιά του “τοις κυσί”.

Βέβαια, εάν δεν ήτανε κλειδωμένος μέσα στην ελληνική γλώσσα, εάν είχε πίσω του τα διακόσια εκατομμύρια ενός Γκίνσμπεργκ ή ενός Βοζνιεσένσκι, το πρώτο λουλούδι των “χίππυς”, σε παγκόσμια κλίμακα, θα του είχε αναγνωριστεί. Για να μην πω και οι πρώτες κραυγές των contestataires του Παρισινού Μαΐου. Αλλά όταν δεν κάνεις τον νάνο ανάμεσα στους νάνους είναι γι’ αυτούς πολύ οδυνηρό ν’ αναγνωρίσουν και να παραδεχτούν το πραγματικό σου ανάστημα. Πόσο μάλλον όταν μαντεύουν ότι τους φέρνεις μιαν αυγή που το φως της μήτε να το διανοηθούνε δε θέλουνε.


Οδυσσέας Ελύτης
Εν Λευκώ σελ 114-115 εκδ. Ίκαρος

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Οδυσσέας Ελύτης | Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο

 […] «Πάρε τη λέξη μου» λέει ο Ανδρέας Εμπειρίκος «δώσε μου το χέρι σου». Μέσα σ’ αυτή τη διπλή κίνηση βρίσκεται διατυπωμένη, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία, η αντίληψη που βγάζει από τον άνθρωπο, τον ποιητή. Μια συναλλαγή –επί τέλους– εκτός εμπορίου. Δίνεις και παίρνεις χωρίς ούτε να πουλάς ούτε ν’ αγοράζεις. Αν υπάρχει κάτι που περνάει από χέρι σε χέρι, αυτό είναι η ανθρωπιά. «Ο ειρμός του ποταμού διεκόπη». Όπως θα λέγαμε: ρήγμα να μην υπάρξει στη συνοχή μας και η ανθρωπιά θα βρει το δρόμο της. «Μες από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που χτυπά ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβουν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαϊδέψουν γενικά τα σώματά των και τα σώματα των ανθών», συνεχίζει το ποίημα. Με άλλα λόγια: όταν νεύεις στη νεότητα, η χάρη της θα σε επισκεφθεί. Όλα θα συγκλίνουν έτσι ώστε να εξαναγκασθεί το τυχαίο ν’ αρθρώσει μιαν αλήθεια τόσο παλιά όσο και η φύση ή το ανθρώπινο σώμα∙ και θα οδηγηθούμε σε μιαν αίσθηση που δεν παλιώνει, δεν ξεπερνιέται, παρά επιτρέπει στον άνθρωπο, χωρίς άλλη προσπάθεια, να παραμένει καινούριος.

Φυσικά τίποτε από όλα αυτά δεν ξεκίνησε να πει ο ποιητής γράφοντας το «Θρυλικόν Ανάκλιντρον» – για να είμαστε εξηγημένοι. Στην υπερρεαλιστική ποίηση όμως συμβαίνει το «καρμπόν» της αντιγραφής να βγάζει πράγματα που δεν διανοήθηκε ο δημιουργός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντιστοιχούν στη βαθύτερή του οντότητα. Η απώτερη έννοια – και αυτή έχει σημασία – συλλαμβάνεται καθ’ οδόν, όπως το τοπίο του ποιήματος, που καθ’ οδόν «συνελήφθη στα δάχτυλα του πεπρωμένου». Εάν αυτό φαίνεται ακατανόητο μπορούμε να το γυρίσουμε για να δούμε και την άλλη του όψη.

Ως ένα σημείο, η ποίηση λύνει προβλήματα∙ στο αμέσως υψηλότερο, θέτει καινούρια∙ στο ύψιστο, τα αίρει ως εκεί που παύουν να αποτελούν προβλήματα. Μιλώ για τα σημεία που δεν οδηγούν στην τελειότητα (η τελειότητα είναι μια άλλη υπόθεση) αλλά στην άκρως αφιλοκερδή μεταχείριση του κόσμου∙ κάτι που φέρνει σε μεγάλη αμηχανία την κριτική μας και θα εξηγήσω αμέσως γιατί. Ασκημένη χρόνια τώρα να πιάνεται από παραπομπές σε παλαιότερα κείμενα ή από συνθήματα ωραίων, πλην αναφομοίωτων από τον οργανισμό τον ποιητικό, αγώνων, εξαναγκάζεται (σε περιπτώσεις όπου το καλλιτεχνικό φαινόμενο παρουσιάζεται αυτόνομο κι επάνω στους χειρισμούς που επιχειρεί για να συλλάβει τον ταύρο από τα κέρατα) ν’ αντιληφθεί ότι τα χέρια της, από την πολλή αχρηστία, έχουνε πάθει πραγματική αγκύλωση. Χωρίς Αντιγόνες, χωρίς Ορέστηδες, χωρίς πανανθρώπινες αδερφοσύνες, η γραφίδα της είναι υποχρεωμένη να συλλάβει κάτι∙ το μυαλό της να κατεβάσει κάτι – αλλά τι; Χίλιες φορές καλύτερα η σιωπή.

Σαράντα χρόνων τέτοια σιωπή έφτασε ν’ απομονώσει τον Ανδρέα Εμπειρίκο σε μιαν αντικρινή ακτή, πλησιέστερη όσο και απρόσιτη, μια που πορθμείο για να σε διαπεραιώσει ως αυτήν δεν υπάρχει. Έχουμε την πάσα ευκολία να πλησιάζουμε τα φονικά, δεν έχουμε όμως καμιά για τα τριαντάφυλλα. Τριαντάφυλλα, που λέει ο λόγος∙ επειδή εδώ δεν πρόκειται για τα λουλούδια∙ πρόκειται για το αντίστοιχό τους μέσα στην έκφραση από την άποψη ότι ο ίδιος ο μυστηριακός μηχανισμός που ξεπετάει μπουμπούκια, ξεπετάει φράσεις σε κατάσταση ήβης, ικανές να παγιδεύσουν τα συμβαίνοντα του υπερβατού, χωρίς άλλη μεσολάβηση. Και αυτό, μέσα στον χώρο ενός ποιήματος που δεν αποσκοπεί μήτε στην καλλιέπεια, μήτε στη φιλοσοφική θεώρηση, παρά μόνον σε ό, τι θα ονομάζαμε «δόνηση» ή «εκτόξευση» με την έννοια την πνευματική. Αμέτε ωστόσο ν’ αποδείξετε ότι το αποτέλεσμά του προξενεί τους ίδιους μαγικούς και σφοδρούς ερεθισμούς που προξενούσε άλλοτε η Αποκάλυψη σ’ έναν δεκτικό αναγνώστη του Ιωάννη∙ θα σας πούνε τρελό. Εν τούτοις, μείον τη μετάπτωση από τα θεία στα ανθρώπινα βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια αποσυστηματοποίηση του λόγου, στην ίδια εικονιστική, αν θέλει κανείς να το βλέπει έτσι, αμετροέπεια.

Ο παραλογισμός των πρώτων υπερρεαλιστικών κειμένων δεν είναι κατά βάθος παρά μια φωτοκόπια του παραλογισμού των γεγονότων όπου, με το να έχουν εξουδετερωθεί οι σκιές του συμφέροντος, παρουσιάζεται καθαρά μόνον το δυναμικόν της φαντασίας που διαθέτει ο άνθρωπος∙ και λίγο ποιο ψηλά –νομιμοποιημένο πια στη γλώσσα της τέχνης– το ελεύθερο γίγνεσθαι της ζωής, με συνέπειες για τον σκεπτόμενο, απροσμέτρητες.

Εάν επιτυγχάνει κάτι ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ότι απασφαλίζει την πραγματικότητα. Τον αυτοματισμό δεν τον εφαρμόζει τόσο για ν’ αφεθεί στη ροή του ασυνειδήτου όσο για να θέσει υπό αμφισβήτηση θεμελιακούς νόμους της λειτουργίας μας και – από το άλλο άκρο του Mallarme – να ευρεθεί κάτοχος κειμένων όπου, όχι μόνον οι λέξεις και το νοηματικό τους περιεχόμενο αλλά και η σύνταξή τους και η απώτερη σημασία τους, να παρουσιάζουν μιαν απόκλιση από τη συμβατική ομιλία. Βάζοντας σε ίση μοίρα λογικά και παράλογα, σημαντικά και ασήμαντα, δημοτικίζοντα και καθαρεύοντα, εξαλείφει τις διακρίσεις που ανέκαθεν στηρίξανε την Ελληνο – Δυτική διανόηση, προκαλώντας το επαναστατικό μας ένστικτο σε μια διέγερση που σκοπεύει πέραν από τον τομέα των κοινωνικοπολιτικών επιδιώξεων ν’ αγκαλιάσει, στο σύνολο της ψυχοσωματικής του οντότητας, τον άνθρωπο. […]

ΠΗΓΗ: Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο | Εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, 1980

Οδυσσέας Ελύτης – Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο



Στη χώρα όπου μας δόθηκε να 'μαστε –χάρη στην άλλη διάσταση– αέαναα παρόντες, ο αδάμας Κο-χι-νορ εξακολουθεί να εξαποστέλλει τις λάμψεις του και οι μακρινές κορυφογραμμές των Άνδεων να κυανωπίζουν μέσα στο γαλακτώδες στερέωμα.Παρηχητικά μιλώντας, οι δυάδες «Έαρ – Έαρως» και «Άρης – Έρις» εναλλάσουν αμοιβαία τις ιδιότητές τους κι ευφημιστικά, ο έμπειρος Εμπειρίκος παραμένει ο ίδιος άπραγος μεσήλικας με το μαυρόασπρο υπογένειο που καπνίζει Player's και μιλάει σε άπταιστη καθαρεύουσα.

[...]

Είναι Παρασκευή βράδυ απόψε αγαπημένε μου Ανδρέα και όμως δεν πρόκειται, όπως συνήθως, να συναντηθούμε. Το λέω λιγότερο με λύπη και περισσότερο με αμηχανία πίστεψέ με. Από την ημέρα που σε άφησα πίσω από κείνες τις λευκές πέτρες της Κηφισιάς, κυριολεκτικά δεν έχω που ν' αποταθώ. Επιτέλους να βρίσκεται ή όχι στη ζωή κανείς, όπως λέει και Μπρετόν, είναι μια φανταστική υπόθεση. Να βλέπει όμως το δέρας που κυνηγούσε σαράντα τόσους χρόνους κρεμάμενο σ' ένα τσιγγέλι να το δέρνουν αέρηδες χωρίς ούτ' ένα χέρι ν' απλώνεται κατά κει, μα την αλήθεια δεν υποφέρεται. Κάποιος, φαίνεται, ταχυδακτυλουργός, ικανός να βγάζει ατέλειωτη σειρά σημαίες από το μανίκι του, συνέπεσε να παρεμβληθεί ανάμεσα στά τέσσερα δισεκατομμύρια βονάσους που παν κουτρουβαλώντας όπου λάχει – και στον ιερέα που πασχίζει να διευθετεί μενεξέδες, καράβια και γυμνά κορίτσια, επάνω στο τέμπλο της θάλασσας το ασημένιο.
Ποιός θα το φανταζόταν ποτέ ότι σε μέρες ειρήνης κι ευημερίας η χάρις θα μπορούσε να υποτιμηθεί; Και όμως. Σήμερα εάν δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις απ' αυτό που κάνεις σε κοιτάζουν όλοι με ανοιχτό στόμα. Στα ποιήματα υποκαταστάθηκαν οι εφημερίδες. Κάθε αναλογία ανάμεσα στις συντεταγμένες του χώρου και της τέχνης που τον εκφράζει έπαψε και σαν έννοια στοιχειώδης να υφίσταται. Ως και τα λόγια τα ελληνικά, θα 'λεγες, πεισμώσαν άξαφνα και αρνούνται να υπακούσουν εάν συμβαίνει να είσαι, όχι μόνον από την άποψη της ιθαγένειας αλλά και κατά φαντασίαν, Έλλην. Ήδη, αυτά που λέω, στην ακοή των τρίτων φτάνουν κινέζικα. Κι εμείς που λέγαμε ότι δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες! Οι στολές κάπου, σε κάποιο αόρταο εργαστήριο, ετοιμάζονται. Είναι κομμένες ομοιόμορφα όπως οι ιδέες· κι επί πλέον προσφέρονται δωρεάν· το μόνο δωρεάν που ίσως γνωρίσει από δω κι εμπρός η ανθρωπότητα, κατά τα εννέα δέκατα εθελοντής στα ίδια της τα δεσμά.
Ω αν ήταν δυνατόν ένα βότσαλο, και που γυαλοκοπά καθώς αποτραβιέται από το κύμα, να αποκτήσει συνείδηση πως θα μας καταλάβαινε!
Θυμάμαι ακόμη τις βραδιές που ξημερωνόμασταν με βουνό τ' αποτσίγαρα μπροστά μας και ζητούσαμε (από τα «τι» και τα «πως» που είχανε τολμήσει για πρώτη φορά στην ιστορία να θέσουνε οι φίλοι σου της Blace Blancheτο 1923) να βρούμε που άραγες θα μπορούσαμε να φτάσουμε –σε χιλιόμετρα ηθικής μετρώντας– μετά από μισόν αιώνα, όταν μισόν αιώνα πριν, ένας ποιητής όπως ο Ρεμπώ στενεύτηκε από την ανάγκη ν' αυτοεξοντωθεί... Όνειρα νέων, μπορεί. Και μήπως τι άλλο είναι η νεότητα παρά ισχύς φαντασίας, δυνατότητα ονείρου; Στα ρομπότ και στους πυραύλους των αμερικανών «κόμικς» ή στις μπροσούρες και στα επιχορηγούμενα περιοδικά; Ο μισός αιώνας πέρασε και μοιάζουμε κολοβοί όσο ποτέ άλλοτα. Κατά τα φαινόμενα δε γίνεται τίποτα. Η αντίδραση έχει τον τρόπο να επιβάλλεται. Αν χρειαστεί, να είσαι βέβαιος, θα φορέσει και την προσωπίδα του επαναστάτη. Αν καταλάβει πως η πέτρα του σκανδάλου δεν είναι τόσο η κοινωνική αδικία όσο η ηθική θα της αλλάξει όνομα πιθανόν –όμως θα την κρατήσει· επειδή αυτήν την χρειάζεται. Θα πρόκειται πάλι και πάλι και ξανά για την Ηθική, μια κόρη σεμνά ενδεδυμένη, άκρως νευρωτική και μόλις βγαλμένη από κάποιο Κατηχητικό που απλώς του αντικαταστήσανε τους παπάδες.
Η Ποίηση, που από τη φύση της δεν αρκείται ποτέ στη μια όψη των πραγμάτων, έφτασε να 'ναι στις ημέρες μας η μόνη πραγματικά επικίνδυνη για τους εκάστοτε καρατούντες. Εφ' ω και οι πιό έξυπνοι απ' αυτούς τη βάζουν τώρα τελευταία και φωνάζει «ελευθερία», όπως οι κλέφτες για να τρομάξει ο νοικοκύρης –ωσότου ο αφανισμός της συντελεσθεί.
Τριάντα αιώνες και πλέον ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιο τρόπο που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούργιες, αδοκίμαστες στροφές. Ιδού που για πρώτη φορά η λειτουργία αυτή σταμάτησε. Είμαστε πανέτοιμοι για τη βλακεία.

[...]

Αλλά όταν δεν κάνεις το νάνο ανάμεσα στους νάνους είναι γι' αυτούς πολύ οδυνηρό ν' αναγνωρίσουν και να παραδεχτούν το πραγματικό σου ανάστημα. Πόσο μάλλον όταν μαντεύουν ότι τους φέρνεις μιαν αυγή, που το φως της μήτε να το διανοηθούνε δε θέλουνε. Την ομιλία των σωμάτων οι κοινωνίες φρόντισαν ανέκαθεν, σαν ευσυνείδητες τηλεφωνήτριες, να τη συνδέουν με τη χυδαιότητα. Ο νοσηρός ρασοφόρος και ο νοσηρός ελευθεριαστής δίνουν τα χέρια ώστε όλα εκείνα τα παθητικά κρυφοψιθυρίσματα, όλες εκείνες οι υπέροχες μικρές κραυγές, αντί να ευφράνουν τη συνείδησή μας, να την ταράξουν. Σίγουρα και παρά τη θέληση του Θεού, δεν είμαστε καμωμένοι για να εισπράττουμε προκαταβολές παραδείσου. Παραιτηθείτε μια και καλή από την Ποίηση. Αρκετά παραστήσατε την θρηνούσα Μαινάδα πάνω στα κορμιά που κείτονται χάμου επειδή σεις, με τα χέρια σας, προηγουμένως, τα στραγγαλίσατε. Και βέβαια αισθάνεται σπουδαίος στο Καρναβάλι όποιος ντύθηκε Διάβολος - αλλά όταν η γιορτή πάρει τέλος; "Χρυσή μου φαντασία" που 'λεγε κι ο Breton "αν υπάρχει κάτι που αγαπώ σε σένα είναι ότι δεν συγχωρείς ποτέ". Οι οραματισμοί (του Εμπειρίκου) για μια μέλλουσα ανθρωπότητα, με ουτοπιστική διάθεση, ανώτερη του πλέον ευφάνταστου Φουρριέ... Η ίδρυση Ιμερολυκείων, όπου τα παιδιά θα διδάσκονται την τεχνική των ερωτικών θωπειών και περιπτύξεων, είναι τα πιο πρόχειρα παραδείγματα που μου έρχονται αυτή τη στιγμή στο νου.

[...]

Τις νύχτες μια δέσμη διάττοντες αναλογεί στα λόγια που θά 'θελες - αλλά δεν. Από τους ανέμους, προτιμάς εκείνον που πήρε τα μαλλιά της δεξιά. Ποιανής; Ω υπάρχει πάντοτε μία, η ανείπωτη. Το νυχτικό της μυρίζει λουίζα και το παράθυρο της ανάβει πότε ψηλά, πότε χαμηλά κι η ζωή μοιάζει εύκολη σα να κυκλοφορείς με σάνταλα. Το σπίτι με τις θολωτές αψίδες βουτά στο νερό. Που και πού θα 'λεγες κάτι στέγες έχουν απομακρυνθεί στο πέλαγος. Τα "Τρία Κλωνάρια" είναι μια τοποθεσία όπου δεν επήγα ποτέ. Αγαπώ την ποίηση και λησμόνησα τι είχα ξεκινήσει να σου πω. Αντίο


***********************************

Εάν επιτυγχάνει κάτι ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ότι απασφαλίζει την πραγματικότητα. Τον αυτοματισμό δεν τον εφαρμόζει τόσο για ν’ αφεθεί στη ροή του ασυνειδήτου όσο για να θέσει υπό αμφισβήτηση θεμελιακούς νόμους της λειτουργίας μας και – από το άλλο άκρο του Mallarme – να ευρεθεί κάτοχος κειμένων όπου, όχι μόνον οι λέξεις και το νοηματικό τους περιεχόμενο αλλά και η σύνταξή τους και η απώτερη σημασία τους, να παρουσιάζουν μιαν απόκλιση από τη συμβατική ομιλία. Βάζοντας σε ίση μοίρα λογικά και παράλογα, σημαντικά και ασήμαντα, δημοτικίζοντα και καθαρεύοντα, εξαλείφει τις διακρίσεις που ανέκαθεν στηρίξανε την Ελληνο – Δυτική διανόηση, προκαλώντας το επαναστατικό μας ένστικτο σε μια διέγερση που σκοπεύει πέραν από τον τομέα των κοινωνικοπολιτικών επιδιώξεων ν’ αγκαλιάσει, στο σύνολο της ψυχοσωματικής του οντότητας, τον άνθρωπο.

Από τις εκδόσεις Ύψιλον, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο»