Αν εχθρευτήκαμε κάτι στη ζωή μας, αγαπητέ μου Ανδρέα, ήταν η κιτρινίλα, η ξεραΐλα και πάνω απ’ όλα η σημασία στ’ αξιώματα όπου, οι νεοέλληνες, δίνουμε συνεχώς εξετάσεις και παίρνουμε άριστα. Συλλογίζομαι αυτή τη στιγμή την αμηχανία μερικών Καθηγητάδων μπροστά στο έργο σου όχι χωρίς κάποια χαιρεκάκια. Επειδή ξέρω πως βλέποντας τα γραφτά σου –στον βαθμό που σημειώνουν απόκλιση από τα καθιερωμένα– με συγκατάβαση, χωρίς να το παίρνουν είδηση, τιμωρούνται. Πού να φαντασθούν ότι ένας άνθρωπος όπως εσύ θα ’ταν έτοιμος προκειμένου ν’ αγοράσει έναν ζωντανό νέο, να πουλήσει δέκα σοφούς μαζί με όλη τους τη βιβλιογραφία. Κι ότι αν ούτε ο ένας αυτός βρεθεί, πίκρα δεν θα νιώσει• μόνον λύπηση για το μέλλον μας σαν λαού. Τι να κάνουμε; Μπορεί να φαίνεται περίεργο αλλά στη ζωή μας όλα γίνονται όπως και στον έρωτα• που, κάποτε, συμβαίνει να ’ναι κι άτυχος• το κορίτσι να μη νιώσει τίποτε, όπως πολύ συχνά μπροστά στα πιο υπέροχα ποιήματα οι πιο υπέροχες υπάρξεις δε νιώθουν τίποτα. Κι ύστερα; Είτε για ποίημα πρόκειται, είτε για κορίτσι, μετριέται η σημασία τους από τον βαθμό της δύναμης που σου δίνουν να βλέπεις μεταμορφωμένο τον κόσμο προς την κατεύθυνση του καλύτερου. “Καλύτερου” τρόπος του λέγειν. Στους κόσμους της μαγείας ο συγκριτικός βαθμός τι θέση μπορεί να έχει; Τι είναι ωραιότερο; Το καράβι που προεκτείνεται στην ξηρά ή η ξηρά που προεκτείνεται στη θάλασσα;
Τις νύχτες μια δέσμη διάττοντες αναλογεί στα λόγια που θα ’θελες –αλλά δεν. Από τους ανέμους, προτιμάς εκείνον που πήρε τα μαλλιά της δεξιά. Ποιανής; Ω υπάρχει πάντοτε μία, η ανείπωτη. Το νυχτικό της μυρίζει λουίζα και το παράθυρό της ανάβει πότε ψηλά, πότε χαμηλά κι η ζωή μοιάζει εύκολη σα να κυκλοφορείς με σάνταλα.
Το σπίτι με τις θολωτές αψίδες βουτά στο νερό. Που και που θα ’λεγες κάτι στέγες έχουν απομακρυνθεί στο πέλαγος. Τα “Τρία Κλωνάρια” είναι μια τοποθεσία όπου δεν επήγα ποτέ. Αγαπώ την ποίηση και λησμόνησα τι είχα ξεκινήσει να σου πω.
Αντίο.».
Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση
.......................................................................................................................................................................
«Ήτανε δειλινό, καλοκαίρι κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έφταναν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν έξω στις πρασιές, γύρω από ένα μεγάλο σιντριβάνι. Να συνεχίζεται η ζωή έτσι, χωρίς να γνοιάζεται κανείς αν την ίδια εκείνη στιγμή μπορούσε να χάνεται μια ύπαρξη πολύτιμη, μου φαινότανε ανυπόφορο. Δεν είχα παρά να συμμαχήσω με την ήττα. Έφυγα για την Αίγινα και δεν ξαναγύρισα παρά για να προστεθώ στη μικρή πομπή που ακολούθησε το φέρετρό του, εκεί, στην Κηφισιά, σ’ ένα μικρό κοιμητήριο γαλήνιο, ήμερο σαν την ψυχή του. Τώρα οι επαναστάσεις όλες είχαν κάνει το δρόμο τους, κι ένα λουλούδι ξανατολμούσε ν’ αρθρώσει το όνομά του. Η οικουμένη επέστρεφε στην Αττική τον άνθρωπο που της δανείστηκε για μια στιγμή. Δεν ήταν θάνατος αυτός, αλλά ένα φύσημα ελαφρύ, κι ύστερα τα πουλιά και το κελαηδητό τους – μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χανόταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού, για πάντοτε, μέσα στους γαλάζιους ατμούς τ’ ουρανού λευκές πέτρες».
Οδυσσέας Ελύτης, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», εκδόσεις Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1978, σσ. 70-71.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου