Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Brecht Bertolt. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Brecht Bertolt. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Bertolt Brecht - Ο κ. Κ. και η παλίρροια


«O κ. Κόϋνερ διάβαινε από μια κοιλάδα, όταν ξαφνικά παρατήρησε ότι τα πόδια του βούλιαζαν στο νερό. Πρόσεξε τότε ότι η κοιλάδα δεν ήταν παρά μιά προέκταση της θάλασσας και ότι σίμωνε η ώρα της παλίρροιας.

Στάθηκε παρευθύς κι άρχισε να ψάχνει για καμιά βάρκα κι όσο έλπιζε ότι θα την έβρισκε δεν το κουνούσε από τη θέση του.

Σαν είδε όμως ότι βάρκα δεν υπήρχε πουθενά, παραιτήθηκε από αυτήν την ελπίδα κι άρχισε να ελπίζει ότι η στάθμη του νερού δεν θ’ ανέβαινε άλλο.

Μονάχα όταν το νερό έφτασε ίσα με το σαγόνι του έπαψε να ελπίζει κι άρχισε να κολυμπάει.

Είχε καταλάβει πως βάρκα ήταν ο ίδιος».

Πηγή: Ιστορίες του κ. Κόϋνερ, μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης, Κείμενα 1975, σελ. 40.

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Bertolt Breht - [άτιτλο]



Απ’ όλα τα έργα των ανθρώπων, πιο πολύ αγαπώ τα μεταχειρισμένα.

Τις μπακιρένιες χύτρες με τις γούβες και τα φαγωμένα χείλια,
τα μαχαιροπήρουνα που οι ξύλινες λαβές τους
έχουν τριφτεί απ’ τα πολλά τα χέρια: τέτοιες φόρμες
μού φαίνονται πιο ευγενικές απ’ όλες. Το ίδιο και το πλακόστρωτο
γύρω στα παλιά τα σπίτια
που μύρια πόδια το 'χουνε πατήσει και γυαλίσει
κι ανάμεσα στις πλάκες του φυτρώνουν τούφες χλόη: αυτά
είναι μακάρια έργα.

Φθαρμένα από τη χρήση των πολλών,
συχνά αλλαγμένα, καλυτερεύουνε το σχήμα τους και γίνονται πολύτιμα
γιατί συχνά δοκιμάστηκαν.
Ακόμα και τα σπασμένα κομμάτια από γλυπτά
με τα κομμένα τους τα χέρια, τ’ αγαπώ. Ως κι αυτά
είναι ζωντανά για μένα. Τ’ άφησαν κι έπεσαν, μα τα ‘χουν μεταφέρει,
τα ‘χουνε ρίξει χάμω, μα ποτέ δε στέκονταν τόσο ψηλά.
Τα μισογκρεμισμένα χτίρια
μοιάζουν ξανά με σχέδια μεγαλόπρεπα
που δεν τελειώσανε ακόμα: τις όμορφες αναλογίες τους
τις μαντεύεις κιόλας, μα χρειάζονται ακόμα
την κατανόησή μας. Κι απ’ την άλλη,
έχουνε χρησιμέψει από καιρό, ναι, κιόλας είναι αποκαμωμένα. Όλα αυτά
με γεμίζουνε χαρά.

Πηγή: Mπέρτολντ Μπρεχτ, Ποιήματα, Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης, Αθήνα: Θεμέλιο Εκδόσεις.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Γενιές Σημαδεμένες

 Καιρό πολύ προτού τα βομβαρδιστικά

φανούνε πάνωθέ μας

ήτανε κιόλας οι πολιτείες μας

ακατοίκητες. Απ' τη βρωμιά

δε μπορούσε

κανένας οχετός να μας ξεπλύνει


Καιρό πολύ πριν σκοτωθούμε σε μάχες άσκοπες

όταν βαδίζαμε σε πολιτείες όρθιες ακόμα

οι γυναίκες μας ήτανε κιόλας

χήρες και τα παιδιά μας ορφανά.


Καιρό πολύ πριν μας πετάξουν στο λάκκο

άλλοι σημαδεμένοι

ήμαστε δίχως φίλους.Αυτά που ο ασβέστης

μας αφάνισε, δεν ήτανε πιά πρόσωπα.

(1943)

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ»


1

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,

ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,

λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,

εσκότωσε το παιδί της ως εξής:

Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,

να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως - όπως,

με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.

Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

2

Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.

Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,

τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο

που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.

Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,

κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.

Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν

στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

3

Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.

Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα

στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας

καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.

Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση

ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,

γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε

πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

4

Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,

καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,

άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.

Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.

Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας

κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει

πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε

η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

5

Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:

χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.

Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.

Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.

Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.

Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.

Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

6

Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει

την ιστορία για κείνο το παιδί

(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),

κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.

Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,

αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.

Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,

με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

7

Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις

-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-

σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,

δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,

γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,

ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,

μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,

γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

8

Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει

-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.

Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,

που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,

το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.

Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό

μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,

και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

9

Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,

στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,

κοριτσομάνα*, καταδικασμένη,

του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.

Σεις, που γεννάται σε κρεβάτια πεντακάθαρα

και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,

μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

* Στο πρωτότυπο Ledige (άγαμη)


Πηγή: https://www.facebook.com/nikos.georgop

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Bertolt Brecht - Ο αδελφός μου ο αεροπόρος


Ήταν αεροπόρος ο αδελφός μου.
Του δώσανε ένα χάρτη κάποια μέρα.
Έκανε τα μπαγκάζια του. Η πορεία
Ήταν σημειωμένη: προς το Νότο.
Ένας κατακτητής ο αδελφός μου.
Ανάγκη έχει ο λαός μας από χώρο
Να κάνουμε δικά μας ξένα εδάφη
Τ' όνειρο το παλιό το χρυσοφόρο.
Κατέκτησε το χώρο ο αδελφός μου
Σ' ορεινούς όγκους της Γκουανταράμα.
Μάκρος έχει ένα μέτρο και ογδόντα
Και βάθος ένα μέτρο και πενήντα.
σε απόδοση Νίκου Παπά

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Μπέρτολτ Μπρεχτ - H πελάτισσα


Είμαι γριά γυναίκα.
Η Γερμανία όταν ξύπνησε,
μας ψαλιδίσαν τις συντάξεις. Τα παιδιά μου
μου δίνανε πού και πού καμμιά δεκάρα. Μα σχεδόν τίποτα
δεν μπορούσα πια με αυτές να αγοράσω. Τον πρώτο καιρό
πήγαινα αραιά και που σε όσα μαγαζιά πήγαινα παλιότερα
για ψώνια κάθε μέρα. Το σκέφτηκα όμως πολύ καλά ένα πρωί,
κι έτσι άρχισα και πάλι να πηγαίνω κάθε μέρα
στο φούρναρη και στο μανάβη
σαν παλιά πελάτισσα.
Με μεγάλη προσοχή κοιτούσα να διαλέξω τρόφιμα
και ούτε περισσότερα έπαιρνα από παλιά μα ούτε και λιγότερα·
έβαζα τα φραντζολάκια δίπλα στο καρβέλι
και τα πράσα πλάι-πλάι στο λάχανο
και μόλις μού έκαναν τον λογαριασμό αναστέναζα,
άρχιζα με τ’ αλύγιστά μου δάχτυλα τό σκάλισμα
μες στο πορτοφόλι μου, και, κουνώντας το κεφάλι μου,
ομολογούσα πως δεν μου φτάναν τα λεφτά
για να πλήρωνα αυτά τα λίγα, κι έτσι, κουνώντας το κεφάλι,
έφευγα από το μαγαζί, και όλοι οι πελάτες μέσα με κοιτάγανε.
Κι έλεγα τότε μέσα μου:
Αν όλοι εμείς που δεν έχουμε τίποτα
δεν ξαναπατήσουμε εκεί όπου μοστράρουν τα φαγώσιμα,
τότε θα νομίσουν ότι εμείς δεν χρειαζόμαστε πλέον τίποτα.
Αν όμως πηγαίνουμε εκεί δίχως ν’ αγοράζουμε τίποτα,
τότε όλοι πια θα ξέρουν πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Bertolt Brecht - Μόνο και μόνο εξαιτίας της αναταραχής


Μόνο και μόνο εξαιτίας της αναταραχής που όλο πλήθαινε
στις πολιτείες μας με την πάλη των τάξεων
μερικοί από εμάς αποφασίσαμε τα χρόνια τούτα
να μην μιλάμε για πολιτείες θαλασσινές, για χιόνια πάνω στη
    σκεπή, για τις γυναίκες,
για το άρωμα των ώριμων μήλων στο κελάρι, για της σάρκας
   τις αισθήσεις
για όλα όσα κάνουν τον άνθρωπο απαλό και ανθρώπινο.
Αλλά να μιλάμε πια μονάχα για την αναταραχή
δηλαδή να γίνουμε μονόπλευροι, ξεροί, μπλεγμένοι στα γρανάζια
της πολιτικής και στο στεγνό, «άπρεπο» λεξιλόγιο
της διαλεκτικής οικονομίας.
Έτσι που η τρομερή τούτη,
πνιγερή συνύπαρξη
χιονιού που πέφτει (δεν είναι μόνο παγωνιά, το ξέρουμε)
εκμετάλλευσης του ανθρώπου, πλανεμένης σάρκας και ταξικής 
  δικαιοσύνης να μη γεννήσει
μέσα μας την έγκριση για ένα κόσμο έτσι πολύπλευρο, την ηδονή
από τις αντιφάσεις μιας ζωής τόσο ματωμένης.
 
Καταλαβαίνετε.
 
 
(1934)
 
Μ.Μπρέχτ, Ποιήματα, μτφ Π. Μάρκαρης, εκδόσεις Θεμέλιο.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Το κάψιμο των βιβλίων


Όταν διαταγή έβγαλε το καθεστώς να καούνε

σε δημόσιες πλατείες τα βιβλία που

περικλείνουν ιδέες ανατρεπτικές,

κι από παντού κεντρίζανε τα βόδια

να σέρνουν κάρα ολόκληρα

με βιβλία για την πυρά, ένας εξορισμένος

ποιητής, ένας απ’ τους καλύτερους,

διαβάζοντας των βιβλίων τον κατάλογο,

με φρίκη του είδε πως τα δικά του

τα είχανε ξεχάσει. Χύμηξε στο γραφείο του

με τις φτερούγες της οργής, κι έγραψε στους τυράννους ένα γράμμα:

«Κάψτε με!» έγραφε με πένα ακράτητη, «κάψτε με!

Μ’ αφήσατε έξω! Δε μπορείτε να μου το κάνετε αυτό, εμένα!

Την αλήθεια δεν έγραφα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα

μου φερνόσαστε σαν να ’μαι ψεύτης! Σας διατάζω:

Κάψτε με!»


Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα (1938)

(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Bertolt Brecht - 11 μικρά ποιήματα


Ο,ΤΙ ΣΕ ΣΕΝΑ ΗΤΑΝ ΒΟΥΝΟ
(Was an dir Berg war)
Ό,τι σε σένα ήταν βουνό
Το ισοπέδωσαν
Και σκέπασαν
Την κοιλάδα σου.
Από πάνω σου περνάει τώρα
Ένας δρόμος άνετος.
ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΒΡΑΔΥ
(Morgens und abends zu lesen)
Αυτός που αγαπώ
Μου είπε
Ότι με χρειάζεται.
Γι' αυτό
Προσέχω τον εαυτό μου
Βαδίζω με προφύλαξη
Και φοβάμαι κάθε στάλα βροχή
Μηδά και με σκοτώσει.
ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΣΚΟΙΝΙ
(Der abgerissene Strick)
Το κομμένο σκοινί
Μπορείς να το ξαναδέσεις.
Θα κρατήσει πάλι, ωστόσο
Θα 'ναι κομμένο.
Ίσως πάλι ν' ανταμώσουμε.
Μα εκεί που μ' άφησες
Δεν πρόκειται ποτέ
Να με ξαναβρείς.
ΑΝ ΣΟΥ ΠΕΙ Η ΠΕΤΡΑ
(Wenn der Stein sagt)
Αν η πέτρα που πετάς ψηλά
Σου πει ότι στη γης θέλει να πέσει
Πίστεψέ την.
Αν το νερό που ετοιμάζεσαι να μπεις
Σου πει ότι θα βραχείς
Πίστεψέ το.
Αν σου γράψει η φίλη σου
Ότι κοντά σου θέλει να 'ρθει
Μην την πιστέψεις. Γιατί εδώ
Δεν επιδρούν οι νόμοι της φύσης.
ΞΗΜΕΡΩΜΑ
(Tageranbruch)
Δεν είναι τυχαίο
Που κάθε καινούργια μέρα
Ξημερώνει με το λάλημα του πετεινού
Που μαρτυράει από παλιά
Μια προδοσία.
ΟΙ ΦΙΛΟΙ
(Die Freunde)
Εμένα, το θεατρικό συγγραφέα.
Ο πόλεμος με χώρισε από το φίλο μου το σκηνογράφο.
Οι πολιτείες που δουλέψαμε δεν υπάρχουν πια.
Όταν διαβαίνω από πολιτείες που υπάρχουν ακόμα.
Λέω κάποτε: εκείνο το γαλάζιο κομμάτι ύφασμα
Ο φίλος μου θα το τοποθετούσε καλύτερα.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΑ ΒΑΪΓΚΕΛ
(Fur Helene Weigel)
Και τώρα έβγα με βήμα ανάλαφρο
Στης ερειπωμένης πολιτείας την παλιά σκηνή
Γεμάτη υπομονή μα κι αμείλικτα
Το σωστό δείχνοντας.
Στο ανόητο παράβαλε τη σοφία
Στο μίσος τη φιλία
Στο γκρεμισμένο σπίτι δείξε
Το λαθεμένο σχέδιο.
Μα σ' αυτούς που δε μαθαίνουν
Δείξε με κάποιαν ελπίδα
Το καλό σου πρόσωπο.
ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΙΚΟΝΑ
(Glucklicher Vorgang)
Το παιδί έρχεται τρεχάτο:
Μάνα, δέσε μου την ποδιά!
Η μάνα δένει την ποδιά.
ΑΛΛΑΓΗ ΤΡΟΧΟΥ
(Der Radwechsel)
Κάθομαι στην άκρη του δρόμου.
Ο οδηγός αλλάζει τον τροχό.
Δε μου 'δωσε χαρά ο τόπος που έμενα.
Δε μου δίνει χαρά ο τόπος που πάω.
Τότε γιατί κοιτάω την αλλαγή του τροχού
Μ' αδημονία;
Ο ΚΑΠΝΟΣ
(Dee Rauch)
Το μικρό σπιτάκι στη λίμνη κάτω από τα δέντρα'
Από τη στέγη του υψώνεται ο καπνός.
Αν έλειπε
Πόσο γυμνά θα φαίνονταν
Το σπίτι, τα δέντρα και η λίμνη.
ΚΑΠΟΤΕ ΟΤΑΝ ΘΑ 'ΧΟΥΜΕ ΚΑΙΡΟ
(Einmal, wenn da Zeit sein wird)
Κάποτε όταν θα 'χουμε καιρό
Θα σκεφτούμε πάνω στις ιδέες όλων των μεγάλων στοχαστών
Θα θαυμάσουμε τους πίνακες όλων των μεγάλων ζωγράφων
Θα γελάσουμε μ' όλους τους χωρατατζήδες
Θα κορτάρουμε όλες τις γυναίκες
Θα διδάξουμε όλους τους ανθρώπους.

μτφ. Πέτρος Μάρκαρης, εκδ. Θεμέλιο, 2000

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Bertolt Brecht - Η παρέλαση του παλιού καινούργιου



Στεκόμουν πάνω σ’ ένα λόφο κι είδα το Παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα Νέο.

Σέρνονταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια που κανένας δεν είχε ξαναδεί και βρωμούσε νέες μυρουδιές σαπίλας που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει.

Η πέτρα που πέρασε κατρακυλώντας ήταν η νεότερη εφεύρεση

Και τα ουρλιαχτά από τους γορίλες που βαράγανε τα στήθια τους συνθέτανε την πιο μοντέρνα μουσική.

Παντού μπορούσες να δεις τάφους ανοιχτούς που χάσκανε άδειοι καθώς το Νέο πλησίαζε την πρωτεύουσα.

Ολόγυρα στέκανε όσοι εμπνέονταν από τον τρόμο, κραυγάζοντας: Φτάνει Το Νέο, το Ολοκαίνουργιο, χαιρετήστε το Νέο, γίνεται και εσείς νέοι σαν και εμάς! Κι αυτοί που ακούγανε, τίποτα άλλο δεν ακούγανε από τις κραυγές τους,

Μα αυτοί που βλέπανε, βλέπανε αυτά που δεν φωνάζονταν.

Έτσι το Παλιό έκανε την εμφάνισή του σε Νέο μασκαρεμένο,

Και έφερε αλυσοδεμένο μαζί του το Νέο να το παρουσιάσει σαν Παλιό. Το νέο βάδιζε αλυσοδεμένο και ντυμένο με κουρέλια.

Αποκαλύπτονταν τα θεσπέσια μέλη του.

Κι η πομπή συνέχιζε να προχωράει μες τη νύχτα, μα αυτό που πήρανε για χάραμα ήταν το φως απ’ τις φωτιές στον ουρανό. Και η κραυγή: Φτάνει Το Νέο, το Ολοκαίνουργιο, χαιρετήστε το Νέο, γίνεται και εσείς νέοι σαν και εμάς!

Πιο εύκολα θα ακουγότανε, αν όλα δεν είχανε πνιγεί μες τις ομοβροντίες των όπλων.

1938



Μπέρτολτ Μπρεχτ



(Μετάφραση: Νάντια – Όλγα Βαλαβάνη)

Μπέρτολτ Μπρεχτ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ, εκδόσεις ΟΔΗΓΗΤΗΣ , Αθήνα, Γενάρης 1984

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Βertolt Brecht - Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή

Καθώς εκείνος που φέρνει ένα σπουδαίο γράμμα στη θυρίδα μετά τις ώρες εργασίας: 
κι η θυρίδα είναι πια κλειστή.
Καθώς εκείνος που πασχίζει να ειδοποιήσει μια πόλη για τη πλημμύρα που ‘ρχεται: 
αλλά μιλάει ξένη γλώσσα. Και κανένας δεν τον καταλαβαίνει.
Καθώς ο ζητιάνος που ξαναχτυπάει την πόρτα που του ΄χε ανοίξει τέσσερις φορές: 
και την πέμπτη απομένει πεινασμένος.
Καθώς ο λαβωμένος που τρέχει το αίμα του όσο περιμένει το γιατρό: 
και το αίμα δεν σταματάει να τρέχει.
Έτσι ερχόμαστε και ιστορούμε τα κακουργήματα που μας κάνανε.
Την πρώτη φορά που ιστορήσαμε πως αργοσφάζανε τους φίλους μας, κραυγή φρίκης αντήχησε. Είχανε, τότε, σφάξει εκατό. 
Μα όταν σφάξαν χίλιους και η σφαγή δεν είχε τελειωμό, απλώθηκε σιωπή.

Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή, κανένας πια δεν φωνάζει: Σταματήστε!
Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. 
Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές. 
Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινή βροχή.


Εξορία: Σκανδιναβία (1935)

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Bertoldt Brecht - Τι ωφελεί η καλοσύνη

1
Τί ωφελεί η καλοσύνη
Όταν οι καλοί παρευτύς δολοφονούνται
Ή δολοφονούνται αυτοί
Που δέχονται την καλοσύνη;
Τί ωφελεί η λευτεριά
Όταν οι λεύτεροι αναγκάζονται να ζουν αντάμα
με τους σκλάβους;
Τι ωφελεί η λογική
Όταν το παράλογο μονάχα εξασφαλίζει την τροφή
που ο καθένας χρειάζεται;
2
Αντί να είστε καλοί μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να κάνει
Δυνατή την καλοσύνη, ή καλύτερα
Περιττή!
Αντί να είστε λεύτεροι μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να λευτερώνει όλους
Που να κάνει ακόμα και την αγάπη για λευτεριά
Περιττή!
Αντί να είστε λογικοί μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση
Που να μεταβάλλει το παράλογο στον άνθρωπο
Σε μια επιχείρηση κακή!

Πηγή: Μπέρτολτ Μπρεχτ, 76 Ποιήματα, μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης εκδόσεις Θεμέλιο.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Bertolt Brecht - [Δύο ποιήματα]


ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ
Θα γράφει τότε η τελευταία πινακίδα
Ρημαγμένα χωρίς αναγνώστες:
Ο πλανήτης θα τιναχτεί στον αέρα.
Τα δημιουργήματά του θα τον εξαφανίσουν.
Μαζί για να ζούμε, ανακαλύψαμε μονάχα τον καπιταλισμό.
Όταν τη φυσική ανακαλύψαμε, η σκέψη μας πήγε πιο μακριά:
Στον τρόπο για να πεθάνουμε όλοι μαζί.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ
Τον πεινασμένο, που σ' άρπαξε
Το τελευταίο ψωμί, σαν εχθρό τον αντιμετωπίζεις.
Μα τον κλέφτη, που δεν πείνασε ποτέ του
Δεν ορμάς ν' αρπάξεις από το λαρύγγι.
Απόδοση: Νάντια Βαλαβάνη

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Bertolt Brecht - Ποιήματα

Για τον φτωχό Μπ .Μπ.

Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ʽναι ως το θάνατό μου.

Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
φορτωμένος από την αρχή μʼ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
μʼ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.

Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.

Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
Καθόλου μην ποντάρετε σʼ αυτόν που τώρα σας κοιτά.

Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
πετάω τʼ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.

Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
(έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)

Απʼ αυτές τις πολιτείες θʼ απομείνει
εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
Δίνει χαρά το σπίτι σʼ αυτόν που τρώει:τʼ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ʽρθει.

Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ʽρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απʼ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!

Ο Θεός του Πολέμου

Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει μέσα σ’ ένα βάλτο ανάμεσα σε μια χαράδρα κι ένα βράχινο τοίχο.
Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη και σ’ εφήβους έδειχνε τ’ αρχίδια του,
γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι. Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου τον έρωτά του για καθετί νεαρό.
Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.
Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, όπου τον εαυτό του παρουσίαζε
σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε στους αχυρώνες τάξη αδειάζοντάς τους.
Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, πάντα βραχνή όμως.
Με δυνατότερη φωνή μιλούσε για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες πώς να μαγειρεύουν γλάρους και κοράκια.
Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,
λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.
Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του πως θα τους πάρει πολύ λίγο από το χρόνο τους.

Κακή εποχή για τη νεολαία

Αντί στο δάσος να παίζει με τους συνομήλικούς του
κάθεται ο μικρός μου γιος σκυμμένος πάνω απʼ τα βιβλία
και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
για τις κομπίνες των λεφτάδων
και τις σφαγές των στρατηγών.
Καθώς διαβάζει τη φράση ,ότι οι νόμοι μας
εξ ίσου απαγορεύουν σε φτωχούς και πλούσιους κάτω
από τα γεφύρια να κοιμούνται
ακούω το ευτυχισμένο του γέλιο.
Όταν ανακαλύπτει ότι ενός βιβλίου ο συγγραφέας
πουλημένος είναι
το νεαρό του μέτωπο φωτίζεται.Απʼ τη μεριά μου
το επιδοκιμάζω,κι όμως θα ʽθελα να μπορούσα
μια εποχή κατάλληλη για τη νεολαία να του προσφέρω
που σʼ αυτήν στο δάσος θα πήγαινε να παίξει με τους συνομήλικούς του.

Η ντροπή

Όταν με κλέψαν στο Λος Άντζελες, την πόλη
των εμπορεύσιμων ονείρων,παρατήρησα
με τι τρόπο την κλοπή, που είχε γίνει από ένα πρόσφυγα
όμοιο με μένα κι αναγνώστη
όλων των ποιημάτων μου, όλο φροντίδα μυστική την κράτησα
λες και φοβόμουνα πως η ντροπή
γνωστή να γίνει θα μπορούσε,ας πούμε, στων θηρίων τον κόσμο.

Ύμνος στο Θεό

Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί και τους αφήνεις να πεθαίνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απʼ το αιώνιο Σχέδιό σου.

Άφησες να πεθάνουνε οι νέοι κι οι χαροκόποι
μα αυτούς που θέλουν να πεθάνουν, δεν τους άφησες.
Πολλοί από κείνους που τώρα έχουνε σαπίσει
πιστεύανε σε σένα και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.

Άφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουνε χρόνια και χρόνια
γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απʼ τον Παράδεισό σου.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως και σαπίσαν παρευθύς.

Λένε πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτό που μπορεί έτσι να ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δεν μπορούν
χωρίς εσένα να πεθάνουν
πες μου, τι σημασία έχει τʼ ότι δεν υπάρχεις;

Αν κρατούσαμε αιώνια

Αν κρατούσαμε αιώνια
Θ’ άλλαζαν τα παντα
Μια κι είμαστε όμως θνητοί
Πολλά παραμένουν στην παλιά τους μορφή.

Δε χρειάζομαι ταφόπετρα

Εγώ δε χρειάζομαι ταφόπετρα,
αν όμως εσείς χρειάζεστε για μένα
πάνω της θα ήθελα να γράφονταν τούτο:
Έκανε προτάσεις. Εμείς
τις δεχτήκαμε.
Με μια τέτοια γραφή
θα είχαμε όλοι
τιμηθεί.

Κάποτε όταν θα ʽχουμε καιρό

Κάποτε όταν θα ʽχουμε καιρό
θα σκεφτούμε πάνω στις ιδέες όλων των μεγάλων στοχαστών
θα θαυμάσουμε τους πίνακες όλων των μεγάλων ζωγράφων
θα γελάσουμε μʼ όλους τους χωρατατζήδες
θα κορτάρουμε όλες τις γυναίκες
θα διδάξουμε όλους τους ανθρώπους.

Αδυναμίες

Εσύ δεν είχες καμία
εγώ είχα μία:
αγαπούσα.

10 Κακή εποχή για ποίηση

Το ξέρω καλά: τον καλότυχο μονάχα
αγαπάνε.Τη δική του φωνή
ακούν ευχάριστα.Το δικό του πρόσωπο είναι ωραίο.

Το σακατεμένο δέντρο στην αυλή
δείχνει τη χέρσα γη, κι όμως
οι περαστικοί σακάτη το φωνάζουν.
Και με το δίκιο τους.

Τα πράσινα πλεούμενα και τα χαρούμενα πανιά του καναλιού
δεν τα βλέπω. Απʼ όλα
ξεχωρίζω μονάχα των ψαράδων το σκισμένο δίχτυ.
Γιατί μιλάω μόνο
για τη σαραντάρα νοικοκυρά που έχει καμπουριάσει;
Τα στήθια των κοριτσιών
είναι ζεστά όπως πάντα.

Μια ρίμα στο τραγούδι μου
σχεδόν αυθάδεια θα τη θεωρούσα.

Μέσα μου μάχονται
ο ενθουσιασμός για τη μηλιά που ανθίζει
και ο τρόμος από τα λόγια του μπογιατζή,
μα είναι το δεύτερο μονάχα
που στο γραφείο με καθίζει.

11 Συνειδητοποίηση

Όταν ξαναγύρισα
είδα πως τα μαλλιά μου δεν είχαν ασπρίσει
και χάρηκα.

Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε
Τώρα μας περιμένουν
οι δυσκολίες των πεδιάδων.

12 Η μάσκα του Κακού

Στον τοίχο μου κρέμεται ένα γιαπωνέζικο γλυπτό
μάσκα ξύλινη ενός κακού δαίμονα, βαμμένη με χρυσό.
Με συμπάθεια κοιτώ
τις φουσκωμένες αρτηρίες που δείχνουν
πόσο κοπιαστικό είναι να είσαι κακός.

13 Επιτάφιος για τον Μ.

Ξέφυγα από τους καρχαρίες
και νίκησα τους τίγρεις
μʼ έφαγαν όμως
οι κοριοί.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

1 Για τον φτωχό Μπέρτολτ Μπρεχτ

2 Ο Θεός του Πολέμου

3 Κακή εποχή για τη νεολαία

4 Η ντροπή

5 Ύμνος στο Θεό

6 Αν κρατούσαμε αιώνια

7 Δε χρειάζομαι ταφόπετρα

8 Κάποτε, όταν θα ʽχουμε καιρό

9 Αδυναμίες

10 Κακή εποχή για ποίηση

11 Συνειδητοποίηση

12 Η μάσκα του Κακού

13 Επιτάφιος για τον Μ.

Οι μεταφραστές των ποιημάτων

1 Πέτρος Μάρκαρης Μπέρτολτ Μπρεχτ 76 Ποιήματα , Θεμέλιο 1980
2 Νάντια Βαλαβάνη, Μπέρτολτ Μπρεχτ Ποιήματα, Σύγχρονη Εποχή 1987
3 Μάριος Πλωρίτης, Μπ. Μπρεχτ Ποιήματα, Θεμέλιο 1978, Β΄έκδοση 1979

Όλα τα ποιήματα είναι μεταφρασμένα από τον Πέτρο Μάρκαρη,εκτός από το 3 Κακή εποχή για τη νεολαία και το 4 Η ντροπή, που είναι σε μετάφραση της Νάντιας Βαλαβάνη, ενώ το 5 Ύμνος στο Θεό, είναι σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη


Πηγή: https://www.poiein.gr/2008/12/20/idhynoieo-idhnao-dhiethiaoa-aeaauaeae-i-aeuiico-eoneaaetho-poiein-podcast-productions-10/

Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

Bertolt Brecht - Εγκώμιο στην αμφιβολία


Ευλογημένη να ‘ναι η αμφιβολία!

Σας συμβουλεύω να τιμάτε χαρούμενα και προσεχτικά εκείνον

που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα!

Άμποτε να ‘σαστε συνετοί και να μη δίνετε το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.

Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.

Παντού κάστρα απάτητα κυριεύονται

και της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό εύκολα τα μετρούσες.

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή

κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της απέραντης της θάλασσας.

Α!, όμορφο που ‘ναι το κούνημα του κεφαλιού για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!


Α!, θαρρετή που ‘ναι η φροντίδα του γιατρού για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει!

Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι, σαν οι φοβισμένοι αδύναμοι 

σηκώνουν το κεφάλι και παύουν να πιστεύουν στων τυράννων τους τη δύναμη!

Α!, με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!

Πόσες θυσίες κόστισε!

Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!

Με στεναγμό ανακούφισης το ‘γράψε ένας άνθρωπος μια μέρα στης Γνώσης το βιβλίο.

Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες ζήσανε μαζί του, το βλεπαν

σαν αλήθεια αιώνια κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ’ αγνοούσαν.

Μα κάποτε, μια υποψία μπορεί να γεννηθεί, γιατί μια καινούρια εμπειρία τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα.

Ξυπνάει ή αμφιβολία.

Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει απ’ το βιβλίο της Γνώσης το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.


***


Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν, ενώ τον εξετάζουν για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι, ενώ τον επι­θεωρούν

λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια, ενώ τον κατηχούνε πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ’ αυτιά μ’ ένα βιβλίο γραμμένο απ’ το θεό τον ίδιο ενώ τον δασκαλεύουν ανελέητοι δάσκαλοι,

ό φτωχός ακούει να του λένε πώς ό κόσμος μας είναι ό καλύτερος των κόσμων

και πως την τρύπα στη σκεπή της κάμαράς του την έχει σχεδιάσει ο θεός αυτο­προσώπως.

Αληθινά, του είναι δύσκολο πολύ ν’ αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.

Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του δε θα κατοικήσει.

Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι οποίος δικό του χτίζει σπίτι.


***


Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.

Η χώνεψη τους είναι άψογη, κι η κρίση τους αλάθευτη.

Δεν πιστεύουν στα γεγονότα, πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους.

Αν χρειαστεί πρέπει αυτούς τα γεγονότα να πιστέψουν.

Είναι απέραντα υπομονετικοί — με τον εαυτό τους.

Τα επιχειρήματα τ’ακούνε με αυτί σπιούνου.

Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν, συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν ορούνε. 

Τούτοι αμφιβάλλουν όχ ι για να πάρουν μιαν απόφαση, αλλά για να μην πάρουν απόφαση καμιά.

Τα κεφάλια τους τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε.

Με σκοτισμένο πρόσωπο ειδοποιούν τούς επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν,

πως το νερό είν’ επικίνδυνο.

Κάτω απ’ του δήμιου το μπαλτά αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.

Μουρμουρίζουν σκεφτικά πως «το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα», και πηγαίνουνε να πέσουν.

Μοναδική τους δράση, ο δισταγμός.

Αγαπητή τους φράση: «Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση».

Γι’ αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία μην παινέψεις

την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!

Τι ωφελεί ή αμφιβολία εκείνον που δε μπορεί ν’ αποφασίσει;

Μπορεί να πράξει λάθος όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.

Μα οποίος πάρα πολλούς γυρεύει, μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς 

πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι’ άλλους αρχηγούς!

Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!


Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, Εγκώμιο στην Αμφιβολία (1936). 

Eκδόσεις Θεμέλιο, ε’ εκδοση

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Bertolt Brecht - O αμφισβητίας


Όποτε μας φαινότανε
πως βρήκαμε την απάντηση σ’ ένα ερώτημα,
κάποιος από μας πήγαινε στον τοίχο όπου κρεμόταν
ο παλιός τυλιγμένος κινέζικος βιβλιοκύλινδρος
και τού ’λυνε το κορδόνι ελευθερώνοντάς τον·
και όσο αυτός ξετυλιγόταν, εμείς βλέπαμε
να σχηματίζεται όλο και πιο καθαρά
ο άνθρωπος εκείνος που καθόταν σ’ έναν πάγκο
κι έλεγε ένα σωρό αμφιβολίες που μέσα του έτρεφε.
Εγώ, μας έλεγε,
είμαι αμφισβητίας, και αμφιβάλλω
αν έγινε καλά η δουλειά που τόσες και τόσες μέρες σάς έφαγε·
αν θα είχαν ακόμη για κάποιους αξία στην περίπτωση που
όλα όσα είπατε τα είχατε πει χειρότερα·
αν τα είπατε όντως καλά, πλην όμως και οι ίδιοι εσείς
δεν έχετε τελείως πεισθεί για την αλήθεια των λόγων σας·
αν δεν έχουν και άλλες σημασίες τα σωστά σας τα λόγια –
οπότε εσείς πλέον θα φέρετε την ευθύνη αν οποιαδήποτε πλάνη
πιθανόν αναφυεί. Μολονότι μπορεί επίσης
τα λόγια σας να είναι μονοσήμαντα, κι έτσι
να μην επιτρέπουν στην αντίφαση να εμφιλοχωρεί στα πράγματα,
εγώ ερωτώ: πόσο μονοσήμαντα είναι; Πολύ;
Αν ναι, τότε είναι άχρηστο ό,τι λέτε – δεν έχει μέσα του ζωή.
Είσαστε ή δεν είσαστε μες στον ρου των γεγονότων;
Ανταποκρίνεσθε πραγματικά σε ό,τι γύρω σας γίνεται;
Γίνεσθε, άραγε, και εσείς; Και ποιοί είσαστε εσείς;
Σε ποιούς μιλάτε; Ποιόν ωφελούν τα όσα λέτε; Κι ακόμα,
μιας και τό ’φερε η κουβέντα:
Μιλήσατε νηφάλια; Διαβάζονται τα λόγια σας πρωί;
Συνδέονται με προηγούμενα δεδομένα; Τις προτάσεις,
που ειπώθηκαν πριν απ’ τα δικά σας λόγια, τις χρησιμοποιήσατε;
Τις αντικρούσατε τουλάχιστον, για να τις αρνηθείτε; Είναι
τα πάντα εκεί επαληθεύσιμα;
Αποδεικνύονται από την εμπειρία; Από ποια εμπειρία αλήθεια;
Αλλά κυρίως και προ παντός άλλου: πώς ενεργεί κανείς
αν πιστέψει σε όσα του λέτε; Και
το κυριότερο όλων: πώς δρα;
Πάντα σκεπτικοί και πάντα με μεγάλη περιέργεια κοιτάγαμε
τον μελαγχολικό αμφισβητία πάνω στον βιβλιοκύλινδρο·
κατόπιν κοιταζόμασταν μεταξύ μας·
κι αμέσως μετά πιάναμε τα πράγματα και πάλι απ’ την αρχή.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Bertolt Brecht -Δάσκαλε, μάθαινε!


Δάσκαλε,

μάθαινε!


Μην λες πολύ συχνά, πως έχεις

δίκιο, δάσκαλε!


Άσε τον μαθητή σου να το

νιώσει!


Όλη την ώρα την αλήθεια μην

την καταπονείς: Δεν το

αντέχει.


Να ακούς όταν

μιλάς!


Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα,  μτφρ.: Νάντια Βαλαβάνη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Bertolt Brecht - Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία


Εσείς οι νέοι άνθρωποι των εποχών που έρχονται
και της καινούργιας χαραυγής πάνω στις πολιτείες
που δε χτίστηκαν ακόμα, και σεις
που δε γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
τη φωνή τη δική μου, που πέθανα
όχι δοξασμένα.
 
Αλλά
σαν τον αγρότη που δεν όργωσε το χωράφι του
και τον χτίστη που ξετσίπωτα το 'βαλε στα πόδια
σαν είδε την τρύπια στέγη,
 
 Έτσι κι εγώ,
δε βάδισα με την εποχή μου, ξόδεψα τις μέρες μου,
και τώρα πρέπει να σας παρακαλέσω
να πείτε εσείς αυτά που δεν ειπώθηκαν,
να κάνετε αυτά που δεν έγιναν, και μένα
γρήγορα να με ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
για να μην παρασύρει κι εσάς
το δικό μου κακό παράδειγμα.

Αχ, γιατί κάθησα στων στείρων το τραπέζι
τρώγωντας το φαΐ
που αυτοί δεν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τα καλύτερά μου λόγια
στη δική τους
άσκοπη κουβέντα. Έξω όμως
διάβαιναν οι αδίδαχτοι
διψασμένοι να μάθουν.

Αχ, γιατί
τα τραγούδια μου δεν υψώνονται στα μέρη εκείνα
που θρέφουν τις πολιτείες, εκεί
που ναυπηγούνται τα καράβια;
Γιατί δεν υψώνονται
απ' τις γρήγορες ατμομηχανές
σαν τον καπνό
που αφήνουν πίσω τους στον ορίζοντα;

Γιατί ο δικός μου λόγος
είναι στάχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
εκείνων που είναι χρήσιμοι και δημιουργικοί.
 
Ούτε μια λέξη
δεν ξέρω να πω σε σας, γενιές των εποχών που έρχονται,
μήτε μια υπόδειξη δε θα μπορούσα να σας κάνω
με δάχτυλο τρεμάμενο,
γιατί πώς το δρόμο να δείξει
αυτός που δεν τον διάβηκε!

Γι' αυτό σε μένα που τη ζωή μου
έτσι σπατάλησα άλλο δε μένει
παρά να ζητήσω
να μη δώσετε προσοχή σε λέξεις
που βγαίνουν από το δικό μας
σάπιο στόμα, μήτε και συμβουλή
καμιά να μη δεχτείτε
απ' αυτούς που στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
αλλά μόνοι σας ν' αποφασίσετε
ποιο το καλό για σας και τι σάς βοηθάει
τον τόπο να χτίσετε που εμείς αφήσαμε 
να ρημάξει σαν την πανούκλα,
και για να κάνετε τις πολιτείες
κατοικήσιμες.



"Adresse des sterbenden Dichters an die Jugend" 
Το ποίημα αυτό είναι γραμμένο κατά τη διάρκεια της εξορίας του, στις ΗΠΑ, (1941-1947) και δημοσιευμένο στο βιβλίο 'Μπέρτολτ Μπρεχτ 76 ποιήματα, σ. 78-79.
Μετφ. Πέτρος Μάρκαρης

Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Bertolt Brecht - Μπαλάντα για την έγκριση του κόσμου (απόσπασμα)

 

Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα, μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρος.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».
 
Τον κόσμο αντίκρισα μέσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «Πολύ!»
 
Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.
 
..............................................................
 
Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν — για του έθνους την ομόνοια!»
 
Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: «Σταματήστε!»
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω: «Ζήτω! Προχωρήστε!»
 
Δε μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια —το ξέρω— κι η έγκρισή μου.
 
μτφρ. Μάριος Πλωρίτης
(1919-2006)


Ωχρά Σπειροχαίτη - Η Μπαλάντα Της Έγκρισης

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Bertolt Brecht - H αποπλάνηση των αγγέλων


Ν’ αποπλανάς αγγέλους μόνο στο άψε-σβήσε:
Στρίμωξ’ τον νέτα-σκέτα στου σπιτιού την μπάση
τη γλώσσα χώσ’ στο στόμα του, το χέρι ας φτάσει
κάτω απ’ τη φούστα, ώσπου να χύσει, στήσε
την όψη του στον τοίχο, σήκωσ’ το φουστάνι
και γάμησέ τον. Κι’ αν βογγάει απ’ το γαμήσι
σφίξ’ τον γερά και κάνε τον διπλά να χύσει
αλλιώς στα χέρια σου ένα σοκ θα σ’ τον ξεκάνει.
Πες του όλο χάρη με τον πισινό να σειέται
πες του τα’ αρχίδια σου απαλά να σου τα πιάσει
πες του άφοβα να πέσει κάτω, να ησυχάσει
στη γλύκα, όσο ακόμα ανάμεσα ουρανού και γης κρεμιέται.
Αλλά στα μάτια, όσο γαμάς, μην τον κοιτάζεις
και τις φτερούγες του, άνθρωπέ μου, μην του σπάζεις.
Μεταφρ. Γιώργος Βελουδής