Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2.0. Catullus (Gaius Valerius Catullus ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2.0. Catullus (Gaius Valerius Catullus ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Κάτουλλος - 43. ad Ameanam


Salve, nec minimo puella naso Γειά σου κοπέλα μυταρού

nec bello pede nec nigris ocellis μεγαλοστόματη και αχρωματού

nec longis digitis nec ore sicco μικροδάχτυλη και σαλιάρα 

nec sane nimis elegante lingua, μα και τόσο πολύ γλωσσού

decoctoris amica Formiani. Του άσωτου/ ψωλαρά  φίλη του Φορμιανού

ten provincia narrat esse bellam? Εσένα η επαρχία θεωρεί όμορφη?

tecum Lesbia nostra comparatur? Η δική μου με εσένα συγκρίνεται Λεσβία?

o saeclum insapiens et infacetum ο τη άσοφη και ανερμάτιστη εποχή που ζούμε !!!


Mετάφραση: Μαρία Ρέκκα


Κάτουλλος (απόσπασμα)

  o saeclum! insapiens et infacetum!


Ω αιώνα! Αιώνα, βλάκα κι ακαλαίσθητε!

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Catullus-[Iσόθεος, ναι ισόθεος...]


Ισόθεος, ναι, ισόθεος μου φαίνετ’ εμένα πως είναι
και –αν είναι θεμιτό– κι απ’ τους θεούς πιο πάνω
εκείνος που απέναντί σου τώρα στρογγυλοκάθεται
κι όλο σε χαλβαδιάζει και σ’ ακούει
να του γλυκογελάς, κι εμένανε του φουκαρά
το γέλιο σου μού παίρνει τα μυαλά, γιατί απ’ όταν
εγώ σε πρωταντίκρισα, Λεσβία μου, εξεράθηκα,
έμεινα άναυδος, μουγγός –
«βροχέως με φώνας ουδέν έτ’ είκει»
που θα’λεγε κι η άλλη Λεσβία, η Σαπφώ·
κι ενώ η γλώσσα μου κολλάει, φλόγα τα λεπτά τα μέλη μου
σαν ποταμός διαρρέει και ο ήχος της ντιντινιστά
αντιλαλεί στ’ αφτιά μου, και φώτα δίδυμα εδώ
τη νύχτα μου στεγάζουν.
Η απραγμοσύνη, Κάτουλλε, η δική σου σού ’ναι βάρος πια·
απράγμονας ανασκιρτάς – στο στόμα γλώσσα δεν ποτάζεις·
η απραγμοσύνη –μάθε– από παλιά και βασιλείς και πόλεις
πανόλβιες ρήμαξε και χάλασε.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Κάτουλλος-8


Συφοριασμένε, Κάτουλλε, ἔλα στά συγκαλά σου
κι ὅ,τι ἔχασαν τά μάτια σου πές πώς, πάει κι ἐχάθη.
Ναί, κάποτε ἄστραφταν οἰ ἥλιοι πάνωθά σου,
τότε πού συχνοπήγαινες, ὅπου σέ ὁδήγα ἡ κόρη,
ἐκείνη πού ἀγάπησες ὄσο ποτέ σου ἄλλη.
καί τά παιχνίδια πάλι ἐκεῖ εἴχατε τά χίλια,
πού τά ᾿θελες ἐσύ κι ἡ κόρη δέν τ᾿ ἀρνιόταν.
Τώρα δέ θέλει ἐκείνη πιά. Κι ἐσύ ὅμως ὄχι ἄπραγος·
μή κυνηγᾶς ὅ,τι ἔφυγε, παράτα τή μιζέρια·
στήλωσε τήν ψυχή κι ὑπόμενε μέ θάρρος.
Κοπέλα, ἔχε γειά. Νά, ὁ Κάτουλλος θαρρεύει,
ἄλλο πιά δέ σ'ἀποζητᾶ, τέρμα τά παρακάλια.
Ἐσύ θά κλάψεις πού ἔρημη κι ἀνέραστη θά μένεις.
Ἀλί σέ σένα, ἀνόσια! ποιά ζήση σοῦ ἀπομένει;
Ποιός τώρα σπίτι θά ᾿ρχεται; Ποιός θά σέ βλέπει ὡραία;
Ποιόν τώρα θ᾿ ἀγαπᾶς; Τίνος θά λές πώς εἶσαι;
Ποιόν θά γλυκοφιλᾶς; Τίνος χειλάκια θά δαγκώνεις;
Ἐσύ, ὅμως Κάτουλλε, ἀπόφαση καί θάρρος.
«Κάτουλλος, ἕνας ποιητής γιά ὅλες τίς ἐποχές», εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Λ.Μ. Τρομάρας, Θεσσαλονίκη 1980. σ. 53.


Πηγή:https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=703706420507445&id=100026042801493

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

G. Valerius Catullus-«Catullus 3»


Λατινικό Κείμενο
Lūgēte, Ō Venerēs Cupīdinesque,
et quantum est hominum venustiōrum:
passer mortuus est meae puellae,
passer, dēliciae meae puellae,
quem plūs illa oculīs suīs amābat.
nam mellītus erat suamque nōrat
ipsam tam bene quam puella mātrem,
nec sēsē ā gremiō illīus movēbat,
sed circumsiliēns modo hūc modo illūc
ad sōlam dominam ūsque pīpiābat.
qui nunc it per iter tenebricōsum
illūc, unde negant redīre quemquam.
at vōbīs male sit, malae tenēbrae
Orcī, quae omnia bella dēvorātis:
tam bellum mihi passerem abstulistis
ō factum male! ō miselle passer!
tua nunc operā meae puellae
flendō turgidulī rubent ocellī.
............................................................................................
Μετάφραση
«ΚΛΑΨΤΕ, ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ ΜΟΥ»
Κλάψτε, Αφροδίτες μου, και κλάψτε μου κι εσείς, ω Πόθοι·
της οικουμένης όλης οι πονόψυχοι όλοι ελάτε κλάψτε:
της καλής μου της κοπέλας πέθανε ο σπουργίτης· πάει,
το σπουργιτάκι της γλυκιάς μου της κοπέλας πέθανε,
και τ’ αγαπούσε πιο πολύ κι από τα δυό της μάτια.
Γλυκό ήτανε σα μέλι, και την κυρά του ήξερε καλά
–όσο καλά τη μάνα της γνωρίζει η κάθε κόρη–
κι από τον κόρφο της μακριά στιγμή δεν έλεγε να φύγει·
μικροφτερούριζε μονάχα (μια ’δώ, μια ’κεί, μια ’δώ, μια ’κεί)
κι εγύρναε τιτιβίζοντας συνέχεια και συνέχεια στην κυρά του.
Μα τώρα πια τη σκοτεινή τη στράτα επήρε, και πηγαίνει
εκεί, στα μέρη εκείνα απ’ όπου γυρισμό (αλίμονο!) δεν έχει.
Καταραμένα να ’σαστε για πάντα εσείς, κακά σκοτάδια
του Άδη, που τα ωραία χάβετε τα πράγματα,
σαν τούτο το καλό το σπουργιτάκι, σαν το εξαίσιο αυτό πουλάκι
που κατάπιατε! Ω τί κακό, τί συμφορά, καημένο σπουργιτάκι!
Κι απ’ τον δικό σου τώρα τον χαμό κοκκίνισαν, πρηστήκαν
τα μάτια της καλής μου που ολημερίς στο κλάμα βαλαντώνει.

G. Valerius Catullus (Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος Βερόνα 84 π.χ. -Ρώμη 54 π.χ.)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.