Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Βενέζης Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Βενέζης Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Ηλίας Βενέζης - Το Νούμερο 31328 (απόσπασμα)

 KΕΦΑΛΑΙΟ Γ '


«Υιοί ανθρώπων, οι οδόντες αυτών όπλον και βέλη,

και η γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία.»


Βαδίζαμε σιωπηλοί μες στη νύχτα. Ο Αργύρης περπατούσε πλάι του. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε μαζί— μαζί. μου ήρθε σα χαρά που βρέθηκε ο Αργύρης την τελευταία ώρα. Ήμαστε συμμαθητές, στην ηλικία μου— δε θα 'χα το παράπονο πως είμαι μονάχα εγώ απ’ την τάξη μας. Τον ζηλεύαμε στο σχολειό γιατί ήταν ο ωραιότερος έφηβος. Δυο μεγάλα μάτια, ένα κορμί χυμένο απ' το Θεό στις πιο καλές ώρες του. Αυτό το ωραίο κεφάλι ήξερε την καλύτερη κοσμογραφία στο Γυμνάσιο. Δικαιωματικά, γιατί εμείς οι άλλοι, οι μούργοι, δεν μπορούσαμε να 'χουμε δούναι – λαβείν με τ' άστρα. Ερχόταν ταχτικά στο σπίτι μας και διαβάζουμε μαζί, συν— πλην— πλην, και βρίσκαμε πως κάπου εκεί είναι ο Σείριος.

— Θα μας τουφεκίσουν, Ηλία;...

Έτρεμε πολύ. θα ταν απ' το αγιάζι.— Μη μιλάς, του λέω.

Είχε την ίδια αγωνία που είχαμε όλοι,μας στο υπόγειο: «Με τι τρόπο;» σα να ‘ταν φόβος ν' αγγίσουμε κατευθείαν το θάνατο, και φέρναμε βόλτες γύρω απ' το σκληρό σώμα του ώσπου να το πλησιάσουμε. Οι στρατιώτες δίπλα μας μας περιεργάζουνταν με άγριες ματιές, βουβοί σαν τη νύχτα. Ξαφνικά προσέχω το θόρυβο που κάναν τα παγούρια τους, κρεμασμένα απ τη μέση. Κάπου χτυπούσαν.

— Κοίτα!... λέω του Αργύρη ανατριχιάζοντας.

Ήταν κάτι μικρά τσεκούρια του μηχανικού? κρέμουνταν απ' τις ζώνες τους. Έσφιξε τα χέρια του στα χέρια μου. δεν τολμούσαμε να βγάλουμε κιχ. Προχωρούσαμε με ολοένα πιο αβέβαιο βάδισμα.

— Ξέρεις πόση ώρα περπατούμε; ρωτά μια φωνή, σιγανά, από πίσω.

— Θα ναι δυο ώρες, λέει μια άλλη φωνή.

— Αργεί να ξημερώση;

— Δεν ξέρω. Γιατί;

— Αν ξημερωθούμε... μπορεί να μη μας σκοτώσουν.

Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά:

— Κοντεύει να ξημερώση, Αργύρη;

Ψάχναμε τον ουρανό, εκεί προς την Ανατολή… μπας κ’ ήταν καμιά μικρή υποψία της αυγής, ν’ αραιώνη λίγο η νύχτα.

— Δε φαίνεται..., μουρμουρίζει απελπισμένα ο σύντροφός μου. Αργεί.

Αρχίσαμε τότες να παρακαλούμε μέσα μας, να μη σταθούμε. Μια βαθιά επιθυμία βάραινε πάνου στα κουρασμένα μέλη μας: «Να καθίσουμε! να καθίσουμε!» Μα αντιδρούσε, σαν καμένο σίδερο, το ζεστό αίμα που έτρεχε σκοτεινά στις φλέβες— δεν ήθελε να πήξη.

Περνούσαμε έναν ελιώνα. Μες στα λιόφυλλα κατρακυλούσε το φεγγάρι, μια ογρή ανήσυχη ουσία— να στάξη, τακ— τακ. Κατακάθαρος ο ουρανός – πρόσωπο ελληνίδος παρθένου πριν το ’14. Σαλεύαν τόσο αλαφριά τα φύλλα.

— Ντούρι. (σταθήτε).

Σταματούμε, στο πρόσταγμα, απότομα. Ένα δυνατό χέρι χιμά μέσα μου και τον ανακατεύει τον κύριο κυριαρχικά – χράπ!.

— Ηλία! ... μουρμουρίζει ο Αργύρης. Ηλία θα μας σκοτώσουν!…

Οι στρατιώτες κάνουν έναν κύκλο, γύρω μας. Καμιά δεκαριά μέτρα αλάργα. μας διατάζουν να καθίσουμε.

Καθίσαμε. Λίγο πιο μπροστά από μας ήταν η μητέρα και το μικρό παιδάκι. Κοιμόταν.

— Νικόλα!... Νικόλα!.... φώναζε απελπισμένα η γυναίκα στον άντρα της. Κι αυτός, χαμένος βουρκωμένος, της έλεγε να το σκεπάση:

— Σώπα...

Το φεγγάρι βασίλεψε. Οι υπαξιωματικοί δίναν οδηγίες: τούτο, εκείνο. Καλά— καλά δεν διακρίναμε. Απαντέχαμε από στιγμή σε στιγμή να μας ρίξουν, σχεδόν δεν ανασαίναμε.

Ακούγω κάποιον πίσω μου που μουρμουρίζει:

— Δε θα μας τουφεκίσουν…Αφού,κάμαν κύκλο... Οι σφαίρες μπορεί να πάν και στους δικούς τους.

Είχε δίκιο. Τότες θυμούμαι το, στρατιώτη που μας διηγόταν, στο υπόγειο, το πώς έγινε με τον Ηρόδοτο.

— Θα χιμήξουν με τη λόγχη...

Κοιτάζαμε βουβοί προς το μέρος του κύκλου. Περιμέναμε με τεζαρισμένα μάτια. Από ένστιχτο πολεμώ να δω αν υπάρχη καμιά γούβα στη γης να χωσής, τίποτα τόπος να' ξεφύγης και να τρέχης. Μα ήταν ένας λόφος γυμνός, και γύρω μας ο κύκλος αδιαπέραστος.

— Κουνιούνται!...

Σφαλνώ,τα μάτια. Περιμένω ένα δευτερόλεπτο, δυο. Τώρα... Τώρα!...

— Για κοίτα! Πού τους πάν; ακούγω τη φωνή του 'Αργύρη.

Ανοίγω, ξαφνιασμένος τα μάτια. Δυο σύντροφοι μας απ' την πρώτη σειρά μόλις διακρίνουνταν. Κατέβαιναν το λόφο. Τους ακολουθούσαν δυο στρατιώτες. σε λίγο χάθηκαν απ’ τα μάτια μας.

— Α! Έτσι! Λίγους— λίγους.

Στυλώσαμε, τ' αυτιά μας και περιμέναμε ν' ακούσουμε καμιά κραυγή. Τίποτα! Σε λίγο πήραν άλλους δυο. Τη δεύτερη σειρά, ύστερα την τρίτη. Ακούγαμε τα ψιθυρίσματα εκεινών που φεύγαν, που κλαίγανε κι αποχαιρετούσαν τους άλλους. Σιγά— σιγά η σειρά μας έφταξε. Παίρνανε δυο— δυο, τρεις όπως τύχαινε. Βλέπω τον Αργύρη νά τον τραβούν από δίπλα μου. Σηκώνουμαι κ’ εγώ ασυναίσθητα, μα δε με πήραν. Με σηκώσαν στην άλλη παρτίδα, ύστερα από λίγα λεπτά. Βάδιζα και κοίταζα στο πλάι μου πότε θα ριχτούν. Τίποτα.

Προχωρούσαμε. Είχαμε κατεβή το λόφο, σαν άρχισα να ξεχωρίζω κάτι άσπρα πράματα που κουνιούνταν λίγο πιο κάτω. Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.

— Τσικάρ! (βγάλ’ το) λέν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας. Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.

— Τσικάρ! (βγάλ’ το) λεν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας.

Δεν κατάλαβα, μα είδα τους άλλους δυο που πιάσαν να ξεντύνουνται. Άρχισα κ εγώ. «Τσικάρ! Τσικάρ!» φωνάζαν ολοένα οι στρατιώτες. Βγάλαμε σιωπηλοί τα σακάκια, ύστερα τα πανταλόνια, τα παπούτσια, τις κάλτσες. Σα μείναμε μοναχά με τη φανέλα και το σώβρακο, μας σπρώξαν προς τις άσπρες σκιές που μουρμούριζαν παράμερα.

Ήμουν χαμένος, δεν ήξερα τι ήμουν. Φωνάζω σιγά :

— Αργύρη!.... Αργύρη!....

Μια φωνή, ένας μικρός θόρυβος. Ο Αργύρης, γυμνός κι αυτός, χιμά πάνω μου.

— Ηλία!.... Ηλία!.... Βλέπεις, δε μας σκότωσαν! Βλέπεις...

Αγκαλιαζούμαστε γι' αυτή την αναπάντεχη χαρά.

— Θα ζήσουμε!.... Θα ζήσουμε!.... έλεγε δακρυσμένος.

— Θα ζήσουμε, έλεγα κ' εγώ!

Ήταν σαν άξαφνα να μπήκαμε στην αθανασία.

—'Εμένα μου άφησαν και τα παπούτσια. Τα ξεχάσαν, λέει ο φίλος μου.

— Ξέρετε τι είναι αυτό μ' εμάς; ακούμε μια παγωμένη, φωνή δίπλα μας, τόσο παγωμένη που κανείς δεν τολμά να της αποκριθή.

— Λοιπόν... Ο «λευκός θάνατος»! Ποιος θα βαστάξη;

—Α, εμείς θα βαστάξουμε! Θα βαστάξουμε! Είμαστε νέα παιδιά...

Ίσαμε μια ώρα θα βάσταξε αυτή η ιστορία του «τσικάρ». Ξεγυμνώσανε πια όλους τους συντρόφους— ρούχα, κουβέρτες, όλα, όλα.

Ξεκινήσαμε. Χάραζε. Μονάχα ένας, δεν ήρθε μαζί μας: ο Πέπας. Δυο στρατιώτες μείνανε μ’ αυτόν. Σαν πέρασε καμιά ώρα, σταθήκαμε και περιμέναμε. Οι δυο στρατιώτες γύρισαν μονάχοι.


Ο Οχτώβρης πλησιάζει να τελειώση.

Βαδίσαμε, όλη τη μέρα στο δρόμο του Αγιασμάτ. Εκεί, πέρα απ’ τις αλυκές, μια στιγμή ένας στρατιώτης πρόσεξε τα παπούτσια του Αργύρη. Του είπε, να τα βγάλη. Τα ’βγαλε. Τα δοκίμασε. Του κάναν. Ο στρατιώτης τα κράτησε, πέταξε τα δικά του στον Αργύρη. Ήταν κάτι τεράστιες παλιαρβύλες, κομμένες στα μισά— θα ήταν πολύ μεγάλες και στο στρατιώτη.

— Πάρε τη, μια, μου λέει ο φίλος μου. Αν φορώ και τις δυο, μπορεί να μου τις πάρουν.

Πήρε κείνος τη ζερβιά κ' εγώ την άλλη. Όλη τη μέρα ήμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι γιατί δεν πεθάναμε. Δε σκεφτόμαστε τίποτα. Κατά το βράδυ είχαμε αποκάμει. Μα δεν το λέγαμε.


ΚΕΦΑΑΑΙΟ Δ'


«Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην

από στεναγμού της καρδίας μου.»


Νυχτωθήκαμε στο Αγιασμάτ. Μας πήγαν σ' ένα σκοτεινό χαμηλό χτίριο. Μόλις μπήκαμε μέσα μας χτύπησε μια μυρουδιά από κοπριά, από θειάφι κι αγιοσύνη. Καταλάβαμε πως πρόκειται για έναν οίκο του Υψίστου που χρησίμευε τώρα για στάβλος ή αποθήκη.

Νεκρή ησυχία βασίλευε. Χύσαμε με τις χούφτες το θόρυβο που έβγαινε απ’ τα πικραμένα στόματά μας. Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στις πλάκες όπως βρεθήκαμε ο καθένας. Ο Αργύρης κοντά μου. Στο βάθος, προς το μέρος του Ιερού, πήγε η φαμίλια. Το καταλαβαίνω απ' το παιδάκι που κλαίει. θα φοβάται το πολύ σκοτάδι.

Η πόρτα έκλεισε. Είμαστε μονάχοι οι σκλάβοι. Πέρασε ίσαμε μια ώρα. Από καιρό σε καιρό, σε αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ύστερα ακουγόταν ένα μουγκριχτό σε μιαν άκρη— κάποιος σύντροφός μας. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα, αυτές οι βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τα μισόγυμνα κορμιά, όσα δεν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπαράζαν. Όσο περπατάς δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ' το ύπουλο έργο που γίνεται κάτου απ' το πετσί, μες στα νεύρα. Μα μόλις καθίσης είναι αδύνατο πια να σαλέψης χωρίς να δαγκάνης, να βγη αίμα απ' τον πόνο. Πεινούσαμε.

— Ηλία, θα βαστάξουμε, δεν είναι έτσι;... με ξαναρωτά ο Αργύρης, να πάρη κουράγιο από μένα.

Κ' εγώ θέλω να μη λιποψυχήσω:

— Θα βαστάξουμε, Αργύρη.

— Ελπίζεις;.

— Ελπίζω.

Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για. τα πόδια του. Το ένα, που ήταν ολότελα γυμνό, άρχισε να πρήζεται, να κάνη φουσκαλίδες. Ένα— δυο απ’ αυτές σπάσαν στο δρόμο και τσούζουν. Και το άλλο, με τη συντροφική παπούτσα, είχε πληγώσει. Δέν μπορώ να ξεχωρίσω το ωραίο χλωμό του πρόσωπο επειδή είναι σκοτάδι. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Τον λέω πως υποφέρω κ' εγώ, σώπα.

Ξεχνιέται μια στιγμή, μα πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο:

— Ηλία αδερφάκι μου, μπας και δε βαστάξουμε;...

Θα ήταν έντεκα η ώρα, τη νύχτα, όταν έτριξε η πόρτα. Δυο— τρεις στρατιώτες μιλούσαν σιγανά. Στριμώχτηκα κοντά στον Αργύρη, κ' εκείνος σιμά μου, και βλέπαμε. Ένα φως άναψε. Ένα κερί. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν. Σκύβουν με το κερί στα πρόσωπα και κοιτάζουν. Γυρεύουν.

Σαν φτάξανε σ' εμάς, στα δυο αγόρια, στάθηκαν.

— Θέλεις; λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη.

Ο άλλος σκέφτηκε, ύστερα λέει:

— Όχι για την ώρα.

— Τη γυναίκα;

— Ναι.

— Θα περιμένης σειρά, λέει ο πρώτος.

— Θα περιμένω.

Απομακρύνουνται.

Ο Αργύρης τα καταλαβαίνει όλα, γιατί ξέρει τούρκικα.


Πηγή: http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?Id=1279&lan=1


Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Ηλίας Βενέζης- Αποσπάσματα κι αναφορές

Το θέλει ο άνθρωπος να μιλά και να ξαλαφρώνει.

«ΩΚΕΑΝΟΣ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

  Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν. (…) Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του.

«ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 
«Δυο τιποτένιοι πόντοι»

Ο Ηλίας Βενέζης διηγείται πώς γινόταν το “ξάφρισμα”, δηλαδή η επιλογή αιχμαλώτων για εκτέλεση, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του από τους Τούρκους:

Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά ένα δικό μας όξω απ’ τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα. -Κι εσύ, παλιόσκυλο! λέει. Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σα να έχει μια φοβερή υποχρέωση -έτσι, να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ’ όλα τα τσεσίτια. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328″ Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Το νούμερο 31328»

Η κόρη του Ηλία Βενέζη, Άννα Βενέζη Κοσμετάτου, μιλάει στο ντοκιμαντέρ «Γράμματα χωρίς παραλήπτη» της ιστορικού δρος Ειρήνης Σαρίογλου Σκοτ για τον πατέρα της: Το νούμερο 31328 πάνω στη σιδερένια πλάκα που φορούσε στο χέρι του, και που του έσωσε τη ζωή, γιατί δήλωνε ότι ήταν κάποιος, ανθρώπινο ον, στα Τάγματα Εργασίας, βαθιά στην Ανατολή της κακουχίας, ο πατέρας μου δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Το ‘χε πάνω στο γραφείο του, το ‘παιρνε μαζί του όταν πήγαινε ταξίδι.

από άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (27/10/2007) της  Ελένης Μπίστικα

  

Αυτά διηγόταν η μεγάλη αρκούδα για την ιστορία της φυλής τους στο αρκουδάκι, τη σεληνοφώτιστη νύχτα, ψηλά στα Κιμιντένια. Άκουγε το μικρό με ξαφνιασμένα μάτια και προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα του κόσμου.
“Τι γίνανε οι άλλες αρκούδες της φυλής μας που ήρθανε στα Κιμιντένια;” ρώτησε.
‘Κι εδώ μας βρήκε ο άνθρωπος. Χάθηκαν όλες απ’ το χέρι του”.
“Κι ο πατέρας μου; Τι απόγινε ο πατέρας μου;”
Η μεγάλη αρκούδα θα ‘θελε πολύ να μη βάζει σε λύπη από τόσο μικρό το παιδί της. Μα δε γινόταν. Έπρεπε από τώρα ν’ αρχίσει να μαθαίνει τον κόσμο και να ξέρει τη μοίρα του:
“Ήταν τον καιρό που τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν κι οι αγριομέλισσες αφήνουν τις φωλιές τους και γυρίζουν στα δέντρα να φάνε”, είπε. “Πήγε να μας φέρει μια φωλιά με μέλι, γιατί ό,τι σε είχα γεννήσει κι ήμουνα ανήμπορη. Δεν ξαναγύρισε”.
“Γιατί;”
“Ο άνθρωπος!”, είπε η μάνα. “Θα συναπαντήθηκε με άνθρωπο!”
Τι φοβερό θεριό, λοιπόν, να ‘ναι αυτό, “ο άνθρωπος”, συλλογιζόταν το αρκουδάκι. Και να βρίσκεται παντού, να ‘χει πλημμυρίσει τον κόσμο: απ’ το Λίβανο ίσαμε το Καζ – Νταγ και τα Κιμιντένια!
“Τι έχει μ’ εμάς ο άνθρωπος; Τι έχει με τη φυλή μας;”
“Του μοιάζουμε”, είπε η μεγάλη αρκούδα. “Μπορούμε να σταθούμε στα δυο ποδάρια καταπώς στέκεται αυτός. Μπορούμε να χορέψουμε ολόρθες σαν αυτόν. Μπορούμε όπως κι αυτός να σηκώσουμε αλύσίδες. Του μοιάζουμε”.
“Και μ’ αυτό τι;”
“Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν”, είπε πάλι η μεγάλη αρκούδα. “Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του”.
“Αχ!” στενάζει το αρκουδάκι, κι είναι ο πρώτος στεναγμός που βγαίνει απ’ το στόμα του στον κόσμο. “Τι καλά που θα ‘ταν να μην ήταν ο άνθρωπος”.
“Τι καλά που θα ‘ταν”, είπε η μεγάλη αρκούδα.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Πού να βρεις ρότα με την ψυχή τ’ ανθρώπου;

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΩΚΕΑΝΟΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Το θέλει ο άνθρωπος να μιλά και να ξαλαφρώνει.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΩΚΕΑΝΟΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Το βάσανο τ’ ανθρώπου δεν είναι μαθές αυτό: πως πρέπει να συλλογίζεται;

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΩΚΕΑΝΟΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Παίζουν οι άνεμοι, παίζουν τα σύννεφα, παίζει ο Θεός με τους ανθρώπους.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Όταν κανείς είναι φτωχός και βασανίζεται, τι να λυπηθεί; Δεν έχει καιρό, όλα θέλουν ηρεμία. Το σώμα έγινε με πηλό, πρώτο, κ’ έπειτα, πολύ έπειτα, έγινε η καρδιά και αποτέθηκε μέσα του.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΓΑΛΗΝΗ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Ο μαρτυρικός θριαμβικός ανήφορος του Βενέζη

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από άρθρο του Γ. Βαλέτα για τον Ηλία Βενέζη :

Γράψε το, μου είπε, αυτή είναι η αλήθεια. Δεν ήμουν -και ποιος είναι;- έγινα. Το ταλέντο που έφερα στον κόσμο, το είχαν και άλλοι, ίσως και περισσότερο. Η Μοίρα μου όμως το μεγάλωσε, γιατί εμένα -ξεχωριστά εμένα και κανένα άλλο στα γράμματά μας, καθώς εσύ το ξέρεις καλλίτερα ως ιστορικός της λογοτεχνίας- μ’ έφερε πιο κοντά στον ανθρώπινο πόνο και μ’ έκανε να ζήσω αυτά που έπαθα και έγραψα, να μαρτυρήσω με τη διπλή σημασία της λέξης: να βασανιστώ και να δώσω σαν καλλιτέχνης τη μαρτυρία μου για ένα υλικό της εθνικής μας ιστορίας, που δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους και η ιστορία.
Δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν το πληρώσεις ακριβά με τη ζωή σου, μου έγραφε λίγους μήνες πριν από το θάνατό του όταν το Δεκέμβριο του 1972 τα “Αιολικά Γράμματα” του αφιέρωσαν ένα πολυσέλιδο τεύχος τους, όπου δημοσιεύτηκε και από μένα ένα σχεδίασμα βιβλιογραφίας του.

 

Ερωτημένος στα 1970 σε μιαν εκρηκτική φιλολογική συνέντευξή του με τον Β. Ψυρράκη των “Σημερινών” (29/10/1970) αν είναι ευχαριστημένος μ’ αυτό που έδωσε ως συγγραφέας, απάντησε απερίφραστα από το ύψος που είχε ανεβεί: “Συνήθως σε παρόμοια ερωτήματα δίνεται απάντηση με επιδεικτική μετριοφροσύνη. Εγώ θα σας απαντήσω με ευθύτητα. Αγρύπνησα σ’ όλη τη ζωή μου δουλεύοντας βιοποριστικά στην Τράπεζα και γράφοντας τις νύχτες βιβλία. Τα βιβλία αυτά αποτελούν μια μικρή βιβλιοθήκη. Διαβάστηκαν και διαβάζονται όσο ελάχιστα. Θα πρέπει να μεταδίδουν κάποια ευχαρίστηση, κάποια συγκίνηση. Τα βιβλία αυτά είχαν και μιαν άλλη καλή μοίρα: μεταφράστηκαν και εκυκλοφόρησαν σχεδόν σ’ όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και στην Αμερική. Για το συγγραφέα που γράφει σε μια γλώσσα την οποία μιλούν ελάχιστα εκατομμύρια ανθρώπων, το να βλέπει το έργο του σε τόσες γλώσσες, στα χέρια τόσου ξένου κόσμου είναι μια σπάνια και δυνατή χαρά. Γιατί λοιπόν να σας πω οτιδήποτε που δεν είναι αληθινό; Μάλιστα, είμαι ευγνώμων στη Μοίρα που μου προορίστηκε ως Έλληνος συγγραφέως.

 

Το γυρισμό του στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία, περιγράφει σε μια συνέντευξή του (Απογευματινή 5/6/1969). “Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη…”
Τότε τον πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Του έσφιξε το χέρι και τον ρώτησε:
-Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
-Να ξεχάσω! είπα απλά.
-Πρέπει να τα γράψεις όλα.
-Όλα! ρώτησα με αγωνία.
-Όλα.
Δίσταζα, δεν ήθελα να γράψω, δεν μπορούσα να γράψω.
-Άκου, μου λέει ο φίλος μου. Είμαι κι εγώ λίγο συγγραφέας. Δημοσιεύω ένα δικό μου μυθιστόρημα στην “Καμπάνα”. Είναι μια καλή εφημερίδα. Όταν τελειώσω το δικό μου, κοίτα να έχεις έτοιμο το δικό σου… Η “Ζωή εν τάφω” τέλειωσε σε μερικές εβδομάδες. Ο Μυριβήλης διάβαζε τα χειρόγραφά μου και κινούσε το κεφάλι. “Καλά πας”, μου ‘λεγε. “Γράφε”.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ, “Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΡΙΑΜΒΙΚΟΣ ΑΝΗΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΕΖΗ”
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ
τεύχος 1139 Χριστούγεννα 1974

 

Από μακριά

Αλλά οι Τούρκοι, όταν το “Νούμερο 31.328″ μεταφράσθηκε σε ξένες γλώσσες και το διάβασαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τάβαλαν μαζί μου ότι τους προσβάλλω. Ήθελαν να καταγράψω αγγελικά τα συμβάντα κατά τη μικρασιατική καταστροφή: τις πυρπολήσεις, τον “λευκό θάνατο” των ομήρων και τις σφαγές – στα οποία ήμουν αυτόπτης. Επαναλαμβάνω: μπόρεσα να γράψω το χρονικό αυτό χωρίς μίσος. Και, καθώς φαίνεται, νέος τότε ήλπιζα ότι η λογοτεχνία μπορεί να εξημερώνη, να βοηθά τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι, με το να τους υπενθυμίζη το τι συμβαίνει όταν αποχαλίνωνται τα ένστικτα. Η αγριότητα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μας έβγαλε απ’ αυτές τις αφελείς αυταπάτες. Κατερείπωσε και αυτά τα όνειρα.
Οι Τούρκοι μετά την έκδοση του “Νούμερο 31.328″ στην Ευρώπη μου έχουν απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα τους.
(…)
Δεν θα πάω στην Ανατολή, δεν πρόκειται. Θα βλέπω από μακριά, απ’ την Εφταλού, τα βουνά της πατρίδας μου, της Ίδης, του Ιλίου. Και θα σκέπτομαι ότι και αυτό είναι ένα προνόμιο: Εκατομμύρια ξερριζωμένων ανθρώπων του εκπληκτικού διαστημικού αιώνα μας δεν το έχουν, ούτε αυτό. Το από μακριά.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “Οι Τούρκοι και ένας Έλληνας συγγραφέας”
εφημερίδα  ”ΤΟ ΒΗΜΑ”, 30/3/1971
από το ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΗ

 

Το αηδόνι

Ο Ηλίας Βενέζης θυμάται τον Στράτη Μυριβήλη:

Μια μέρα, στην πρώτη νιότη μας, στη Μυτιλήνη, μου είπε:
-Στο Ακλειδιού ήρθε ένα αηδόνι σπουδαίο. Θα πάμε να ξαγρυπνήσουμε για να τ’ ακούσουμε την αυγή.
Ακλειδιού είναι είναι ένα μαγευτικό μέρος, παράλιο, έξω απ’ τη Μυτιλήνη. Αντίκρυ είναι τα βουνά της Ανατολής, το Δικελή, η Πέργαμος, το Τραπέζι του Δαιμόνου, το Λιος, τα Κιμιντένια. Στο Ακλειδιού ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επαναστάτης του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ξεμοναχιαζόταν και κοίταζε ονειροπόλος την απέναντι Μικρασία την Μεγάλη Ελλάδα των πατέρων μας. Εκεί στο Ακλειδιού, πήγαμε με τον Μυριβήλη και ξενυχτήσαμε, εκείνην την άνοιξη της νιότης μας, περιμένοντας ως την αυγή το ξακουστό αηδόνι. Δεν θυμάμαι πια, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν, αν ήρθε το αηδόνι και αν το ακούσαμε.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ,
τ. 1033 (15/7/1970)

 
Ο Ηλίας Βενέζης στην καλύβα του Πόε (I):

Fordham. Εδώ κάποτε, ήταν χωράφια και δάσος. Η Νέα Υόρκη ήταν ακόμα πολύ μακριά. Καλύβες ξυλοκόπων και δουλευτών της γης, γύρω τα μεγάλα δέντρα, γαλήνη βαθιά. Εδώ, κυνηγημένος απ’ τη φτώχεια του ήρθε, νοίκιασε μια καλύβα κι έζησε με τη γυναίκα του και με τη μητέρα της τρία απ’ τα πιο πικρά του χρόνια ο Έντγκαρ Άλαν Πόε (1846-1849). Εδώ, σ’ αυτό το καλύβι του Fordham, έγραψε την «ANNABEL LEE», το «EUREKA». Εδώ γράφτηκαν οι εξαίσιοι ρυθμοί των «THE BELLS». Εδώ, σ’ αυτό το καλύβι, πέθανε εκείνο το αγνό, αγγελικό πρόσωπο, η Virginia Poe. Εδώ.
Εδώ, τώρα, η καλύβα αυτή είναι ένα απ’ τα εθνικά μνημεία της Αμερικής, μια απ’ τις δόξες της. Ένα μικρό πάρκο ζώνει την καλύβα. 

Η καλύβα ακόμα είναι κλειστή. Θα ανοίξει στη μία το μεσημέρι. 

Το ωραίο κορίτσι στο παγκάκι του Poe Park σήκωσε τα μάτια απ’ το βιβλίο, κοίταξε λίγο τον ουρανό, τέντωσε τα χέρια του, έκλεισε τα μάτια. Σα να ήταν το φως πολύ. Σα να μην μπορούσε να το βαστάξει το φως, μαζί και την ποίηση. Το χοντρό δεμένο βιβλίο του «The modern library» έμενε στα γόνατά της. 

It was many and many a year ago,
in a kingdom by the sea
That a maiden there lived whom you may know
By the name of ANNABEL LEE;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me. 

I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea;
But we loved with a love that was more than love-
I and my Annabel Lee;
……………… 

Έβλεπα τα χείλια του κοριτσιού, έβλεπα, καθώς ήμουν πλάι της, στο βιβλίο της. Η αίσθηση της μνήμης, η αίσθηση του παρελθόντος, καθώς το αγίαζε η ποίηση επενεργούσε ολοένα απάνω της σα να ήταν ένα γεγονός δικό της, μνήμη δική της. Σα να ήταν κάτι πέρα απ’ αυτό: το πεπρωμένο της αιωνιότητας.
Όταν έφτασε στους τελευταίους εξαίσιους στίχους ήταν κάτωχρη: 

For the moon never beams without bringing me dreams
Of the beautiful ANNABEL LEE;
And the stars never rise but I feel the bright eyes
Of the beautiful ANNABEL LEE;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling- my darling- my life and my bride,
In the sepulchre there by the sea,
In her tomb by the sounding sea. 

Γύρισε απότομα, με κοίταξε για πρώτη φορά στο πρόσωπο.
-Το ξέρετε πως «αυτό» έγινε εδώ;… είπε σχεδόν βάναυσα και ήταν πάντα κάτωχρη.  Πως γράφτηκαν εδώ, σ’ αυτό το καλύβι;…
-Το ξέρω, είπα.
-Ήρθατε γι’ αυτό;
-Ήρθα γι’ αυτό.
Έκλεισε το βιβλίο της, κοίταξε τους αδιάφορους ανθρώπους γύρω της, στα παγκάκια, τους Εβραίους της Ουγγαρίας, της Γερμανίας.
-Φοβάμαι πως θα είμαστε οι μόνοι που ήρθαμε γι’ αυτό.

Στο στενό μικρό δωμάτιο, όπου είναι το κρεβάτι, είναι τα άδυτα. Ένα κορδόνι φράζει την είσοδο. Δεν μπορούμε να μπούμε μέσα. Αυτό το ξύλινο χαμηλό κρεβάτι με τους χοντρούς στύλους είναι το κρεβάτι τους. Της Βιργινίας και του Έντγκαρ Πόε. Εκεί, σ’ αυτό το κρεβάτι, ένα Σάββατο του Γενάρη του 1847, επιτέλους αναπαύθηκε, τόσο νέα, η Βιργινία Πόε.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΟΕ»
απόσπασμα από άρθρο του στη 
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 545, 15/3/1950

 

Αναδημοσίευση από: https://logomnimon.wordpress.com/%CE%B7-%CE%B2%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CE%B6%CE%B7%CF%83/

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Ηλίας Βενέζης - Η Χιονάτη της Πάρνηθας

 Η μικρή Άννα είναι πια τώρα σε θέση να καταλαβαίνει τη μεγαλοπρέπεια του κόσμου. Δεν κάθεται να κοιτάζει με απορία όταν περνούν τα σύννεφα, όταν αστράφτει σαν πέφτει βροχή. Έγινε φίλη και με τα δέντρα. Τα δέχτηκε σαν πλάσματα που ήρθαν στη γη μονάχα για να την ευχαριστούνε: να της κάνουν σκιά άμα έχει ήλιο, ή να σαλεύουν τα φύλλα τους όταν φυσά τ' αγέρι, για να παίζει. Μονάχα σαν ήρθε το χιόνι, αυτό ήταν πολύ νέο και η Άννα γοητεύτηκε. Κόλλησε το πρόσωπο της στο τζάμι του παραθύρου κι έμεινε ώρα κοιτάζοντας την άσπρη μαγεία που έπλεε στην ατμόσφαιρα. Το φως, στα γαλάζια μάτια της ανακατεύτηκε τότε παράξενα με το άσπρο φως του χιονιού. Ήταν σα να ήρθε αφρός και κύματα, σα να ήρθε Αιγαίο μες στον χειμωνιάτικο κλειστό χώρο του δωματίου.

Η Άννα είδε το χιόνι, πλημμύρισε τα μάτια της από χιόνι, κι έπειτα:

—  Τι είναι αυτό; ρώτησε τη μητέρα της.

—  Χιόνι είναι, Άννα. Το λένε χιόνι.

—  Γιατί το λένε χιόνι;

—  Έτσι το λένε. Γιατί είναι πολύ άσπρο κι έρχεται ίσια απ' τον ουρανό.

Η Άννα θυμάται το κάτασπρο φόρεμα που της βάζουν τις μέρες που έχει ήλιο. Έχει μια σπάνια ικανότητα να συνδέει αμέσως τις όμοιες εικόνες, τα όμοια σχήματα και τα χρώματα.

—  Όταν θα βάλω τα άσπρα μου, λέει, θα είμαι κι εγώ χιόνι.

—  Ναι, Άννα, θα είσαι σαν το χιόνι. Θα σε λέμε τότε Χιονάτη. Έτσι ήταν η Χιονάτη.

—  Έτσι ήταν η Χιονάτη; Τι είναι Χιονάτη;...

—  Α, ναι. Δεν ξέρεις τίποτα για τη Χιονάτη. Θα σου πω.

Κι ενώ το χιόνι έπεφτε ολοένα, η Άννα έμαθε ό,τι έπρεπε να μάθει για τη Χιονάτη. Δεν ήταν η Χιονάτη του ξενικού παραμυθιού, αυτή με την κακιά βασίλισσα και με τους νάνους. Ήταν μια άλλη Χιονάτη, ένα κοριτσάκι βοσκών που ζούσε στην Ελλάδα. Εκεί στα μέρη της Πάρνηθας. Κανένα κακό πνεύμα δεν την έστειλε στο δάσος να χαθεί. Τέτοια κακά πνεύματα δεν ζουν στα βουνά της Ελλάδας. Έτυχε όμως να περάσει μια μέρα απ' το καλύβι τους ένα ελαφάκι, το μοναδικό ελαφάκι που ζούσε στα βουνά της Πάρνηθας. Η Χιονάτη καθόταν στην πόρτα του καλυβιού και ταξίδευε όνειρα πάνω στα σύννεφα, όταν είδε το ελάφι. Τρόμαξε πολύ, γιατί δεν είχε δει καμιάν άλλη φορά ελάφι.

Μα σαν μπόρεσε και το κοίταξε μες στα μάτια, στη στιγμή ξεφοβήθηκε, γιατί είδε τούτο το παράξενο: τα μάτια του ελαφιού ήταν δακρυσμένα, όπως ποτέ δεν γίνεται με τα άλλα πλάσματα του βουνού εξόν απ' τους ανθρώπους.

«Πώς σε λένε;», του λέει η Χιονάτη παίρνοντας θάρρος.

«Με λένε ελάφι».

«Και πού μένεις; Δεν σε είδα καμιά φορά εδώ στα μέρη μας»

«Πού να με δεις, κοριτσάκι; Εγώ ζω βαθιά μες στο δάσος που είναι πέρα απ' το "Άρμα", πέρα απ' τη μεγάλη χαράδρα»

«Και είσαι εκεί έρημο και μονάχο;».

«Είμαι μονάχο, κοριτσάκι, όμως δεν είμαι έρημο. Έχω πολλούς συντρόφους».

«Έχεις πολλούς συντρόφους;».

«Ου! Έχω πολλούς! Έχω τα φύλλα που βουίζουν στα δέντρα και που μηνούν τον καιρό που θα 'ρθει, έχω τα σκουλήκια που σαλεύουν στη γη, έχω το χορτάρι που φυτρώνει ύστερα από τη βροχή. Δεν είμαι μονάχο».

«Και τα μάτια σου γιατί είναι έτσι; Γιατί κλαιν τα μάτια σου;».

Το ελάφι δεν ξέρει τι να πει γι' αυτό, δεν ξέρει τίποτα σίγουρο. Σαν ήταν μικρό, είχε μια φορά ακούσει ένα παλιό παραμύθι που του λέγανε, μια ιστορία των προγόνων του, των πρώτων ελαφιών που ήρθαν στη γη. Ζούσανε, λέει, τα ελάφια σε μεγάλα παρθένα δάση και ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσαν ξένοιαστα με τ' άλλα θεριά και τα πουλιά, όταν κάποτε ξεστράτισαν. Βγήκαν απ' τα λημέρια τους, περιπλανήθηκαν πολλές μέρες και πολλές νύχτες, κι άξαφνα βρέθηκαν μες στη χώρα των ανθρώπων. Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που αντίκριζαν τα πρώτα ελάφια του κόσμου. Κάθισαν τα ελάφια και τους παραφύλαξαν. Και είδαν: Τα παράξενα πλάσματα με τα δυο πόδια όλη τη μέρα σκύβαν στη γη και τη σκάβανε, την ξεκολνούσαν και πάλι την άφηναν στον τόπο της. Όλη τη μέρα βογκούσαν, ώσπου ερχόταν η νύχτα και βγαίναν τα άστρα. Τότε μόνο, σαν πέφτανε να κοιμηθούν, ησύχαζαν. Και πάλι, όταν τα άστρα φεύγανε, πάλι άρχιζαν να χτυπούν τη γη, σα μια δύναμη σκοτεινή να τους πρόσταζε όλο να σκάβουν κι όλο να βασανίζονται βγάζοντας το χώμα απ' τη γη. Όμως το χώμα πάλι έπεφτε πίσω, η γη ήταν ατέλειωτη, ατέλειωτο ήταν και το μαρτύριο των ανθρώπων.

Περίεργα τα ελάφια πήγαν πιο κοντά και τους κοίταξαν μες στα μάτια. Για πρώτη φορά είδαν δάκρυα μες στα μάτια των ανθρώπων. Τότε κι εκείνα δάκρυσαν. Κι από κείνη τη μέρα όλα τα ελάφια του κόσμου κλαίνε — για τη μνήμη των ανθρώπων της γης που βασανίζονται.

Ώρα πολέμου

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Ηλίας Βενέζης - Αντιγόνη



Έβρεχε σιγανά. Οι δυο γυναίκες, η μητέρα της Καστοριάς κι η αδερφή της Θήβας, κάθονταν εκεί κάτω από το δέντρο, λίγο πέρα απ’ τον κρεμασμένο. Άκουγαν τη βροχή στα φύλλα.


― Πόσες μέρες είπες είναι;


― Σήμερα είναι τέσσερες. Πόσο θα τον αφήσουν ακόμα;


Κάθε πρωί, λέει, έρχεται ένας Γερμανός στρατιώτης να βεβαιωθεί πως κανένας δεν άγγιξε τον κρεμασμένο, πως είναι εκεί. Και κάθε βράδυ. Στερεότυπα. Έρχεται, κοιτάζει, φεύγει. Χτες ήταν η πρώτη μέρα που τα κοράκια έκαμαν να κατεβούν στον κρεμασμένο. Γι’ αυτό η αδερφή τόλμησε να πλησιάσει το γερμανό το βράδυ, σαν ήρθε.


«Πότε;» του είπε κι έκλαιγε. Πότε θα μας τον δώσετε να τον θάψουμε;»


Ο γερμανός δεν καταλάβαινε. Εκείνη του έκανε χειρονομίες, μια τα χέρια πήγαιναν στο κρεμασμένο σώμα, μια στο λάκκο του μικρού αδερφού.


Ο γερμανός σήκωσε τους ώμους: «Δεν ξέρω!» είπε αδιάφορα κι έφυγε.


Βρέχει σιγανά. Ο λάκκος του μικρού αδερφού είναι μισόγεμος. Όταν το σώμα του εναποτέθηκε μέσα του, έπεσε πάνω του ένα ελαφρό στρώμα γη, πέντε δέκα δάχτυλα. Δεν αφήσαν το μεγάλο αδερφό να ρίξει πιο πολύ. Ανυπομονούσαν. Έτσι ο λάκκος μένει, περιμένοντας το δεύτερο σώμα. Έπειτα πάλι γη. Έτσι: ένα σώμα, ένα γη· ένα σώμα, ένα γη.


Βρέχει. Η γη του λάκκου πήρε, πήρε νερό, πότισε το σώμα από κάτω, τώρα στέλνει πίσω το νερό. Το νερό κάνει μικρές μικρές λακκούβες.


Πόση ώρα πέρασε; Σα να ’ναι αιώνας. Η γυναίκα της Καστοριάς αισθάνεται την κούραση να περνά στα μέλη της, στο αίμα, στα νεύρα. Σφάληξε τα μάτια. Όλα σα να γίνονταν μακρινά, απίθανα.


«Πού είμαι;» μουρμουρίζει μέσα της. «Πώς βρίσκομαι εγώ πλάι σ’ ένα κρεμασμένο; Χτες ήταν ένας τρελός κι ένα λιοντάρι. Σήμερα είναι ένας κρεμασμένος. Τι γυρεύω εγώ;…».


Τίναξε απότομα το κεφάλι της, να διώξει την εγκατάλειψη.


― Τα παιδιά μου! είπε. Πρέπει να γυρίσω στα παιδιά μου.


― Ναι, πρέπει να γυρίσεις, το καταλαβαίνω. Τι ώρα να ’ναι;


― Μα το μεσημέρι θα πέρασε. Μπορεί να γύρισε ο οδηγός. Μπορεί να φύγουμε.


― Ναι, πρέπει να γυρίσεις. Εγώ θα μείνω ακόμα.


Θα μείνει ακόμα;


― Πού θα μείνεις; της λέει. Είναι έρημα. Είναι άγρια.


Την ίδια στιγμή ακούστηκαν τα φτερά. Έρχονταν.


«Κοίταξε!» είπε η αδερφή της Θήβας ανατριχιάζοντας, κι έπιασε με δύναμη το μπράτσο της άλλης γυναίκας. Κοίταξε εκεί! Νά τα πάλι! Ήρθαν!


Ήταν δυο κοράκια. Κάθισαν στο ψηλό κλαδί του πεύκου, σα να θέλαν να βιγλίσουν τι γίνεται, να μυριστούν. Ταπ τα φτερά, πήδησαν στο χαμηλότερο κλαδί. Δειλά. Δισταχτικά. Ταπ. Το κρεμασμένο σώμα τα έσερνε, τα καλούσε.


Η αδελφή της Θήβας σκύβει, παίρνει πέτρα, τη ρίχνει στο πεύκο.


«Ξ-ξ-ξ-ξ! φώναζε κι έκλαιγε. Είδες; Είδες γυναίκα; Ξ-ξ-ξ-ξ!» ― και κουνούσε τα χέρια της να διώξει τα κοράκια να φύγουν.


Φύγαν. Πάλι η σιγανή βροχή.


― Εγώ θα πηγαίνω, λέει πάλι η γυναίκα της Καστοριάς. Σ’ αφήνω.


― Στο καλό. Εγώ θα μείνω. Ίσαμε που νά ’ρθει η νύχτα.


Η Καστοριανή τώρα έτρεχε να φτάσει στο φορτηγό. Ξαφνικά της πέρασε η ιδέα πως το φορτηγό μπορούσε να είχε φύγει. Να την γυρέψαν μάταια, να μην τη βρίσκαν, και να φύγαν.


― Παναγία μου! Τι έκαμα κι απολησμονήθηκα; έλεγε κι έτρεχε.


Το φορτηγό ήταν πάντα εκεί, στη θέση του. Ο οδηγός ακόμα δεν είχε γυρίσει. Όλοι ήταν ζαρωμένοι μες στο φορτηγό, γιατί όξω έβρεχε. Τα παιδιά της χίμηξαν απάνω της.


― Τι έγινες και μας άφησες; Τι έγινες και μας άφησες; κλαίγαν και τη φιλούσαν.


― Μωρά μου, τι έγινα!... Σωπάστε. Είχα αποξεχαστεί. Σωπάστε.


― Μπας κι έφερες τίποτα; Δε βαστώ πια, είπε το μεγάλο και κοίταζε τα χέρια της.


― Μωρό μου, κάμε κουράγιο νά ’ρθει η νύχτα. Τότες θα ’χουμε φτάσει σε πολιτεία. Θα μας δώσουν να φάμε.


Κανείς άλλος δε μιλούσε στο φορτηγό. Η γυναίκα της Θράκης είχε κουκουλώσει τα δυο παιδιά της, που ακουμπούσαν το κεφάλι στα γόνατά της. Αυτά είχαν ησυχάσει, τα είχε πάρει ο ύπνος. Απάνω τους αγρυπνούσαν τα μάτια της μάνας τους. Θολά, μεγάλα. Και η γριά της Θράκης σώπαινε. Κι αυτή με κλειστά μάτια. Δεν ήξερες αν κοιμόταν.


― Ο έμπορος;… Τι έγινε ο έμπορος; ρώτησε η Καστοριανή.


― Είπε πως μούδιασε. Είπε πως θα πάρει το δρόμο της Θήβας με τα ποδάρια. Θα μας περιμένει εκεί.


― Κι αν μας τύχει τώρα τίποτα; σκέφτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Γυναίκες καταμόναχες καθώς είμαστε…


― Τι να μας τύχει; γρύλισε βραχνά η γριά ανοίγοντας τα μάτια. Τι άλλο φοβάσαι εσύ να σου τύχει;


― Όχι για μένα. Λέω για τούτα, κι έδειξε τα παιδιά.


― Κι αυτά τι; Τι άλλο από πείνα έχουνε να φοβηθούνε; Την έχουν.


― Έτσι το ’πα.


Η ώρα περνά. Όξω η βροχή. Σιγά. Σιγά. Η νάρκη.


― Είναι ένας κρεμασμένος όξω, λέει η Καστοριανή, σα να πρέπει να ξομολογηθεί.


― Τι είναι είπες; τα παιδιά της τινάχτηκαν απ’ την ακαταμάχητη λέξη. Είπες είναι ένας κρεμασμένος; Είναι, αλήθεια, ένας κρεμασμένος;


― Πού είναι ο κρεμασμένος; ρώτησε ξαφνιασμένη κι η γυναίκα της Θράκης. Αλήθεια είναι κρεμασμένος;


― Πού είναι; Πού είναι; φώναζαν τώρα τα παιδιά και ξεσηκώθηκαν, ανυπόμονα να παν.


― Έτσι το ’πα, είπε μετανιωμένη η Καστοριανή. Έτσι το ’πα. Δεν είναι τίποτα.


― Α!


Λίγη αναταραχή είχε γίνει. Πάλι έπεσε.


― Πότε θα γυρίσει ο οδηγός; Πότε θα γυρίσει να φύγουμε;


― Κι αν δε γυρίσει; Κι αν έρθει η νύχτα και δεν τα καταφέρει να σιάξει τη μηχανή και να γυρίσει;


― Όπως και να ’ναι θα γυρίσει.


Η σιγανή βροχή, το κρύο, η νάρκη. Ο ήλιος ολοένα θα χαμηλώνει πίσω από τα σύννεφα. Φαίνεται απ’ το φως της μέρας που σκουραίνει. Η ησυχία, η νάρκη. Τα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν, που κατεβαίνουν το δρόμο, βρεμένα, κατάκλειστα, δε δίνουν καμιά αίσθηση ζωής· φεύγουν σαν φαντάσματα να χωθούν στο πούσι. Η νάρκη. Η γυναίκα της Καστοριάς θα ήθελε να κλείσει τα μάτια της, όλα να σβήσουν, όλα να είναι όνειρο. Ένα κατακόρυφο σχήμα κάτω από κλαδί πεύκου πίνει νερό απ’ τα φύλλα του πεύκου. Κι αυτό θα ’ναι όνειρο.


Ξαφνικά, ενώ τα χέρια της βάραιναν, το είδε. Πέρασε απ’ την πίσω μεριά του αυτοκινήτου, απ’ την ανοιχτή του μπούκα. Γράφτηκε μια στιγμή στον θολό αγέρα: ένα μαύρο πουλί. Πέρασε.


― Θε μου! είπε και τινάχτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Θα τραβά για κει.


― Τι είπες; λέει η γριά.


Η άλλη την κοίταξε επίμονα, ανάλγητα.


― Θα παραλογάς εσύ λέω! Δεν κατακάθεσαι πια; Δεν κατακάθεσαι;


Το κατακόρυφο σχήμα· το μαύρο πουλί· η μικρή αδερφή της Θήβας.


Η γυναίκα της Καστοριάς σηκώνεται.


― Θέλω να ξεμουδιάσω λίγο. Πάλι θα βγω λίγο.


― Πού θα πας; Πού θα πας; λένε τα παιδιά της. Νά ’ρθουμε κι εμείς;


― Δεν βλέπετε; Βρέχει. Καθίστε εδώ. Μπορεί να σας φέρω τίποτα.


Κατεβαίνει. Στην αρχή περπατά με προφύλαξη, να μην τσαλαβουτά στους λάκκους με το νερό. Ύστερα τα βήματά της ανοίγουν ολοένα. Σε λίγο τρέχει σα να την κυνηγούν. Τρέχει. Στρίβει το δρόμο. Το πεύκο είναι εκεί, λίγο θολό μες στη βροχή. Τρέχει.


― Αχ!


Έπεσε πάνω στην αδερφή της Θήβας στενάζοντας με ανακούφιση. Έκλαιγε.


― Τι είναι; λέει η κόρη.


― Τίποτα. Έλεγα πως δε θα ’σουν, πως κάτι θα σου ’τυχε.


Τι να της τύχει; Έμενε πάντα εκεί. Κοντά στο μισόγεμο λάκκο του μικρού αδερφού, κοντά στο πεύκο του μεγάλου.


― Μπας κι ήρθε; Το είδα που πέρασε. Το κοράκι.


― Ήρθαν πάλι. Δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά. Πάλι τα ’διωξα.


Τώρα πια η μικρή αδερφή δεν κλαίει. Φαίνεται κουράστηκε. Τα μάτια της είναι κόκκινα· μόνο που κάθε τόσο σκοτεινιάζουν, σα να δουλεύει πίσω τους η απόφαση. Σιγά. Σιγά.


Μουρμουρίζει. Μόλις ακούγεται.


― Λέω τη νύχτα… Τώρα που μάθανε… Τώρα αρχίζω να φοβάμαι τη νύχτα.


― Τι είναι τη νύχτα;


― Λέω μπας κι έρθουν τη νύχτα. Πετούν τα κοράκια τη νύχτα; Δεν ξέρω. Πάλι.


― Λες να πετούν τη νύχτα;


― Μπορεί.


Πάλι το σκοτεινό φως περνά απ’ τα μάτια σαν αστραπή. Η αδερφή της Θήβας δεν είναι πια η ίδια γυναίκα, αυτή που έκλαιγε, που μοιρολογούσε. Το πρόσωπό της έχει γίνει τραχύ, όσο πάει γίνεται πιο πολύ. Γυρίζει αργά τα μάτια δεξιά, ζερβά, σα να θέλει να μυρίσει τον αγέρα, ν’ ανιχνέψει τον κίνδυνο. Ησυχία. Ακόμα και τ’ αυτοκίνητα που περνάνε λίγο πέρα αποκεί, στο δρόμο, σα να ’ναι φαντάσματα θολά. Διαβαίνουν, φεύγουν.


― Θ’ ανεβώ στο πεύκο, λέει σιγά.


Βγάζει το μαχαίρι απ’ τον κόρφο της. Αργά. Τα μάτια της δεν ξεκολνούν τώρα απ’ το σκοινί, απ’ το κεφάλι του κρεμασμένου.


― Τι είναι να κάμεις; ρωτά η Καστοριανή.


Λέει ήσυχα:


― Θα τον θάψω.


― Κακόμοιρη! Τι μελετάς; λέει τρομαγμένη η άλλη, απροετοίμαστη ακόμα να το δεχτεί. Κι αν σε πιάσουν; Θα σβήσει πια μ’ εσένα ολάκερο το σπιτικό σας! Κακόμοιρη, τι μελετάς;


Η άλλη κάνει μια κίνηση με το χέρι:


― Μη με βαστάς. Το πήρα απόφαση.


Προχωρεί σιγά, χωρίς προφύλαξη, χωρίς ταραχή πια στο πρόσωπο, στα βήματα. Γαλήνη που είναι τώρα σ’ αυτό το πρόσωπο το στεφανωμένο με καστανά μαλλιά.


― Τι πας να κάμεις; Τι πας να κάμεις;!


Η κόρη προχωρεί πάντα στο κορμό του πεύκου. Η άλλη, σα μαγνητισμένη, βλέπει τα βήματα που πορεύονται. Τα βήματα φωνάζουν. Διστάζει. Τα βήματα φωνάζουν. Αρχίζει να τ’ ακολουθά. Όμως αυτή, η Καστοριανή, τρέμει. Το νιώθει στα γόνατά της, στα χέρια, στην καρδιά. Κοιτά καταφοβισμένη γύρω της. Ωστόσο ακολουθά σαν υπνωτισμένη.


― Τι πας να κάμεις; Τι πας;…


Η αδερφή της Θήβας έφτασε στο πεύκο. Τα χέρια της δεν είναι λεύτερα, κρατούν το μαχαίρι. Βάζει το μαχαίρι στα δόντια της, το δαγκάνει. Τώρα τα χέρια της είναι λεύτερα. Αγκαλιάζουν το δέντρο. Αρχίζει να σκαρφαλώνει. Το δέντρο είναι υγρό, τα χέρια γλιστρούν. Ξαναρχίζει. Τώρα δεν υπάρχει ο κρεμασμένος, δεν είναι εκεί πλάι. Τώρα όλα είναι πυκνωμένα στον κορμό, δεν υπάρχει παρά ένας κορμός κι ένα κλαδί ψηλά. Ίσα! Ίσα! Τα χέρια, τέλος, φτάνουν στο σταυρό του δέντρου, εκεί που αρχίζουν τα κλαδιά. Τον κρατούν γερά. Το σώμα ανεβαίνει. Τώρα βιάζεται. Ακουμπώντας τα χέρια στα κλαδιά σκύβει, σέρνεται, γλιστρά. Λίγο ακόμα! Λίγο!


― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει σιγανά η Καστοριανή από κάτω, ολοένα κοιτάζοντας δεξιά ζερβά.


Τα χέρια, ψηλά, πιάνουν το σκοινί. Τα χέρια παίρνουν το μαχαίρι από τα δόντια. Η γυναίκα από κάτω βλέπει το μαχαίρι ν’ αρχίζει το έργο του στο σκοινί, ακούει τον ήχο του. Σε λίγο το κρεμασμένο σώμα, ελεύθερο, θα πέσει. Θα πέσει. Ασυναίσθητα η Καστοριανή ανοίγει τα χέρια της, αγκαλιάζει τα πόδια του κρεμασμένου να τον στηρίξει. Ρίγος την περνά βίαια καθώς αγκαλιάζει αυτό το γλιστερό, υγρό πράμα. Όπου, χραπ, αυτό γλιστρά μες τα χέρια της, λευτερωμένο από το δέντρο, χαμηλώνει, αγγίζει με τα πόδια τη γη. Τα στήθια της τώρα ακουμπούν στα στήθια του. Είναι άγριο. Δεν τολμά να το κοιτάξει στο πρόσωπο. Τα μάτια της είναι στη γη.


― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει, ενώ ολοένα σφίγγει απάνω της να το στηρίξει, να μην της φύγει το κατακόρυφο νεκρό σώμα. Γλήγορα!


Η άλλη σέρνεται νευρικά στο δέντρο για να κατέβει. Βιαστικά αγκαλιάζει τον κορμό.


― Γλήγορα! Γλήγορα!


Τέλος η αδελφή της Θήβας πατά πάλι τη γη! Πιάνει το σώμα του νεκρού απ’ το κεφάλι. Η άλλη απ’ τα πόδια.


― Στο λάκκο! Γλήγορα!


Προχωρούν. Το σκοινί, ξεκινώντας απ’ τη θελιά του λαιμού, σέρνεται στη γη, σα να συνοδεύει το σώμα. Η βροχή έχει σταματήσει. Ο μισόγεμος λάκκος έχει λίγο θολό νερό. Κάτω απ’ το θολό νερό είναι θαμμένος ο μικρός αδερφός. Οι γυναίκες αποθέτουν τώρα στο λάκκο, πάνω απ’ τον μικρό αδερφό, τον άλλο, τον κρεμασμένο. Έκαμε πλαφ. Τα μάτια των γυναικών τεζαρισμένα άγρια. Η γυναίκα της Καστοριάς τότε μόνο βλέπει το πρόσωπο του νεκρού, που κοιτάζει τον ουρανό. Είναι μελαψό, απαίσιο.


― Γιε μου…, ψιθυρίζει.


― Ρίχνε! Ρίχνε! φωνάζει η αδερφή σπρώχνοντας με τις χούφτες της το χώμα το στοιβαγμένο πλάι στο λάκκο.


Αρχίζει κι η άλλη να ρίχνει χώμα. Ήταν μαλακό, δεν αντιστεκόταν. Ρίχνουν πρώτα στα πόδια, στον κορμό. Το πρόσωπο μένει ακόμα άγγιχτο.


― Να βγάλω αυτό…, λέει η γυναίκα της Καστοριάς.


Το είχαν ξεχάσει. Ανασηκώνει το κεφάλι, βγάζει τη θελιά απ’ το λαιμό. Το σκοινί είναι σαν ζωντανό βρεμένο πράμα, σιχαμερό. Το πετά πλάι. Βγάζει και την ταμπέλα με τα γράμματα απ’ το στήθος του. Η αδερφή της Θήβας βλέπει για τελευταία φορά το πρόσωπο. Τα μουσκεμένα μαλλιά πέφτουν στο μέτωπο, σκεπάζουν τα μάτια. Με τα λασπωμένα της δάχτυλα στρώνει τα μαλλιά, λευτερώνει τα μάτια. Τα δάχτυλα μένουν. Λίγο λάσπωσε το μέτωπο. Τα δάχτυλα το καθαρίζουν το χαϊδεύουν, μια. Ακόμα μια. Ύστερα αργά το σκεπάζουν με το χώμα.


Σηκώθηκαν όρθιες. Ο ιδρώτας έτρεχε απ’ τα αγριεμένα πρόσωπά τους. Ανάσαιναν βαθιά. Άξαφνα ακούστηκε, μες στη θολούρα, σκληρός, επίμονος κρότος. Ολοένα πλησίαζε.


― Αυτό είναι, λέει η κόρη της Θήβας. Έλα! Έρχεται ο γερμανός.


Η μοτοσικλέτα ακουγόταν καθαρά, πλησίαζε. Άρπαξαν η μια την άλλη απ’ το χέρι, χίμηξαν απ’ την αντίθετη διεύθυνση προς το μέρος του φορτηγού. Έμεινε στο χώρο του πεύκου, έρημο, πάνω στον τάφο, το μαχαίρι που έκοψε το σκοινί. Γυάλιζε. Και το πεύκο κουνούσε τα φύλλα.


Πρόφτασαν να κρυφτούνε πίσω από ένα βράχο. Είδαν το γερμανό να κατεβαίνει απ’ τη μοτοσικλέτα, να προχωρεί στο πεύκο, ξαφνιασμένος να κοιτάζει: το πεύκο, τον τόπο γύρω. Είδε το κομμάτι του σκοινιού που είχε μείνει στο πεύκο να κρέμεται. Ύστερα είδε το λάκκο. Πλησίασε. Είδε το μαχαίρι, τη θελιά του σκοινιού, την ταμπέλα, αφημένα εκεί, όξω απ’ το λάκκο. Πήρε το μαχαίρι, ανέβηκε στη μοτοσικλέτα, έφυγε βιαστικά να πάει να δώσει το μαντάτο.


― Πάει να το πει! Ας φύγουμε! Ας φύγουμε γλήγορα από δω!


― Πού να πάμε; Πού λες να πάμε;


― Έλα στο φορτηγό μας! Έλα κι εσύ!


Φτάσαν λαχανιασμένες, αλλοσούσουμες στο φορτηγό. Τα παιδιά φώναζαν.


― Τι είναι; Γιατί είσαι έτσι; ρωτούσε η γυναίκα της Θράκης την Καστοριανή. Τι έπαθες;


― Τίποτα! Τίποτα!


― Ποια είν’ αυτή;


― Τίποτα. Είναι μια κοπέλα απ’ τα μέρη εδώ, απ’ τα μέρη της Θήβας.


Και στρέφοντας σ’ αυτήν:


― Έλα πάνω, της λέει, και τη βοηθά ν’ ανέβει στο αυτοκίνητο.


― Χριστέ και Παναγία! Δε φαινόσαστε καλά! λέει η γυναίκα της Θράκης. Είσαστε καταλασπωμένες. Τι έγινε;


― Τίποτα. Τίποτα.


Τα παιδιά της Καστοριανής ρωτούσαν αν τους έφερε τίποτα να φάνε. Ήταν σα χαμένη, ο νους της γύριζε αλλού, έτρεμε. Η πράξη άρχιζε, τώρα μόλις, να κάνει το έργο της μέσα της, έχυνε το δέος κύματα κύματα.


― Ναι…, ναι…, έλεγε στα παιδιά της να τα ησυχάσει. Σωπάστε τώρα. Το βράδυ θα φάτε. Το βράδυ.


― Εγώ λέω, εσύ κόρη μου είσαι για τα σίδερα, κάνει η γριά της Θράκης. Δεν κάθεσαι, λέω, να δεις τα μωρά σου; Τι κάνεις μ’ αυτά τα πάνε κι έλα; Και τούτη εδώ τι θέλει;


― Είναι από τη Θήβα. Θα την πάρουμε ίσαμε τη Θήβα.


― Να δούμε τι λέει κι ο άνθρωπος που ορίζει το αυτοκίνητο! Τώρα κάνεις κουμάντο και στο ξένο πράμα;


― Όχι δεν κάνω κουμάντο. Όμως, πού είναι αυτός; Ακόμα δε φάνηκε;


― Ακόμα. Μου φαίνεται πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά.


Η ώρα περνά. Πάλι είναι ησυχία μες στο φορτηγό. Στο δρόμο έξω περνούν τ’ αυτοκίνητα, γλιστρούν, φεύγουν. Πάλι βρέχει λίγο.


― Θαρρώ πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά…


Σιγά σιγά η λέξη σχηματίζει κύκλους, τους μεγαλώνει, ολοένα. Να ξενυχτήσουν εκεί; Η αδερφή της Θήβας σα να συνεφέρνει, μόλις. Σα να είχε γίνει ένα κενό ανάμεσα σ’ αυτή και στο έργο της. Και τώρα, πάλι γυρίζει η μνήμη της να δεθεί με την πράξη.


«Να ξενυχτήσουν εκεί; Είπε να ξενυχτήσουν;»


― Τι είπε; Τι είπε; λέει στη γυναίκα της Καστοριάς.


― Είπε, μπας και δεν προφτάσει ο οδηγός να σιάξει την μηχανή πριν νυχτώσει. Μπας και μείνουμε τη νύχτα εδώ.


― Εδώ; Να μείνουμε εδώ; Πλάι σ’ αυτό;


Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τη σκέψη της. Ένα κρότος επίμονος, βαρύς, ολοένα πιο ευδιάκριτος άρχισε να φτάνει απ’ το μέρος του δρόμου της Θήβας. Δεν ήταν αυτοκίνητο. Ήταν σαν εκείνον τον άλλο, τον γνώριμο, τον δεμένο με την άγρια πράξη τους. Μόνο που τούτος ήταν πιο δυνατός, πιο πυκνός.


― Ακούς;


― Ναι, λέει η Καστοριανή. Τι είναι;


― Άκουσε καλά!


― Ακούω! Ακούω! Λες να είναι…;


Λίγο στάθηκε:


― Λες να είναι αυτός, ο πριν;


Έξαλλη πετάχτηκε η κόρη:


― Είναι αυτός σου λέω! Δεν είναι αυτός μονάχα! Είναι πολλοί! Έρχουνται! Είναι πολλοί, κι έρχουνται!


Οι κρότοι από πολλές μοτοσικλέτες που πλησίαζαν δεν άφηναν τώρα καμιά αμφιβολία.


― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! Θα με πιάσουν!


Τα μωρά ξεσηκώθηκαν, οι Θρακιώτισσες, ρωτούσαν με αγωνία:


― Τι είναι αυτά που λες; Τι είναι αυτά; Τι γερμανοί λέει, και τι φοβάται;


― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! φώναζε η Θηβαία. Φύγε κι εσύ! φώναζε στην Καστοριανή. Φύγε!


Χίμηξε προς τη μπούκα του αυτοκινήτου.


Την ίδια στιγμή ένα άλλο φορτηγό φάνηκε να έρχεται απ’ τη Θήβα τραβώντας για τη Λιβαδειά. Ήταν σαράβαλο, αγκομαχούσε ν’ ανοίξει όσο γίνεται ταχύτητα.


― Τι καθόσαστε εδώ! φώναξε ο οδηγός στο σταματημένο φορτηγό. Έρχουνται οι γερμανοί! Θάψαν τον κρεμασμένο, κι έρχονται! Θα σας σκοτώσουν αν σας βρουν!


Είπε, χάθηκε.


Η αναστάτωση πια μες στο φορτηγό ήταν μεγάλη.


― Παναγία μου! Τι είν’ αυτά για κρεμασμένους και για γερμανούς; έλεγε η γυναίκα της Θράκης.


― Βιαστείτε! Βιαστείτε! φώναξε η αδερφή της Θήβας, κατεβασμένη κάτω. Κάντε γλήγορα!


― Έρχουμαι! Έρχουμαι! μάζευε τα παιδιά της η Καστοριανή.


Τους έβαζε από ένα μπόγο στο χέρι, αυτή πήρε δυο χράμια τους και το ταγάρι. Ασυναίσθητα, μηχανικά.


― Άιντε κ’ εσείς! φώναζε στις Θρακιώτισσες. Κάντε γλήγορα! Έρχουνται, κι είναι φόβος! Γλήγορα!


― Αχ, Παναγία μου, τι είναι πάλι τούτο; Τι είναι πάλι τούτο; έλεγε η γυναίκα της Θράκης κατεβάζοντας τα δυο παιδιά της.


Πήραν όλοι στα χέρια τους ό,τι ήταν πιο πρόχειρο, κατεβήκαν. Οι κρότοι απ’ τις μοτοσικλέτες ήταν πια κοντά. Όπου να ’ναι θα φτάναν στη στροφή του δρόμου.


― Αποδώ! Αποδώ!


Η Θηβαία, ξέροντας τα κατατόπια, έπεσε πρώτη μες στο χωράφι απ’ τα ζερβά του δρόμου. Το βρεμένο χώμα ήταν δύσκολο, κολνούσε στα πόδια τους.


― Ελάτε! Ελάτε!


Τρέχαν. Τρέχαν.


― Να προφτάσουμε να πάμε κει! Εκεί θα μας κρύψει ο βράχος. Να προφτάσουμε το βράχο!


Στο μικρό λόφο που υψωνόταν εκεί, ο μαύρος βράχος σφάνταζε. Η βροχή είχε σταματήσει, το πούσι αραίωνε. Και οι κρότοι απ’ τις μοτοσικλέτες σώπασαν. Σίγουρα οι γερμανοί θα είχαν φτάσει στο τόπο του πεύκου. Τώρα θα εξέταζαν. Όπου να ’ναι θ’ άρχιζαν να κάνουν έρευνες γύρω.


Το μικρό κοπάδι των κυνηγημένων λαχανιασμένο έφτασε στο βράχο. Η γριά βλαστημούσε και καταριόταν.


― Α, που να σας πάρει ο τρισκατάρατος! Α, που να σας πάρει η κατάρα! έλεγε στις δυο γυναίκες. Σε τι μπελάδες μας βάλατε! Ξεβουλώστε το και πέστε μας: Τι έγινε; Γιατί φύγαμε;


― Μίλησε λοιπόν! Τι είναι; έλεγε και η άλλη, η γυναίκα της Θράκης. Πες μας τι είναι; Για τι κρεμασμένο έλεγε αυτός; Τι έλεγε;


― Κοιτάξτε κει! Κοιτάξτε! είπε η αδερφή της Θήβας.


Προστατεμένες πίσω απ’ το μεγάλο βράχο κοίταζαν. Ο δρόμος αποκεί θα ’ταν ίσαμε οχτακόσια χίλια μέτρα μακριά. Οι γερμανοί, με τα όπλα στο χέρι, προχωρούσαν στο δρόμο, ψάχναν. Ένας δυο άφησαν το δρόμο, μπήκαν λίγο μες στα πλαϊνά χωράφια, κοίταζαν τα χαντάκια, γύριζαν. Φτάσαν στο έρημο φορτηγό. Το τριγύρισαν. Ένας ανέβηκε μέσα. Κάποιος άλλος τράβηξε πηγαίνοντας πίσω, να ειδοποιήσει τον αξιωματικό τους. Γύρισαν με τον αξιωματικό. Κουβέντιαζαν. Φαίνεται πως παίρναν απόφαση. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο φορτηγό, κάτι κατέβασε, αποκεί. Ύστερα άρχισε να φέρνει βόλτα γύρω, κουνούσε τα χέρια του, κάτι έκανε. Σα να έριχνε κάτι στο φορτηγό.


― Τι κάνουν; Αναρωτιόταν στο βράχο, μη μπορώντας να ξεχωρίσουν καθαρά το τι γινόταν.


Σε λίγο οι φλόγες τινάχτηκαν, τύλιξαν το φορτηγό.


― Θε μου!


― Βάλαν φωτιά! Βάλαν φωτιά!


― Το καίνε!


― Το καίνε! Χαθήκαμε!


Τα τελευταία υπάρχοντά τους καίγονταν μες στο φορτηγό. Ό,τι είχαν πάρει πριν από λίγο στη βιασύνη τους, το βλέπαν τώρα πως ήταν ασήμαντο.


― Είμαστε γυμνοί πια! Πάμε σε ξένο τόπο ολόγυμνοι!


― Θε μου, γιατί μας τυραννάς τόσο; Τι κάναμε, Θε μου;…


Ολοφύρονταν οι Θρακιώτισσες. Κλαίγαν τα παιδιά. Κοίταζαν τη φωτιά και κλαίγαν.


― Α, εσύ διαολόπραμα! μούγκριζε η γριά στρέφοντας στην κόρη της Θήβας. Εσύ ’σαι ο αίτιος! Κανείς δε μου το βγάζει απ’ το μυαλό μου πως εσύ είσαι! Τι ήθελες, φίδι, και βρέθηκες στο δρόμο μας;


Χίμηξε απάνω της, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, έσερνε τα νύχια της στα μάγουλά της.


―Διαολόπραμα! Κουτάβι! Ποια οργή σ’ έστειλε μπροστά μας;! Ποια κατάρα;


― Μη! Μη! χύθηκε να τη γλιτώσει η Καστοριανή. Μη, κι είναι κρίμα πια, έλεγε. Φτάνει η πίκρα της πια. Φτάνει, και ξεχείλισε! Εγώ το ’καμα. Εγώ.


Η κόρη της Θήβας κάθεται εκεί, με τα μαύρα της μαλλιά, με το χλωμό της πρόσωπο, ασάλευτη, να τη δέρνουν, να τη σκίζουν. Δεν έκανε καμιά κίνηση να προφυλαχτεί. Τίποτα. Μόνο έκλαιγε σιγανά, τα δάκρυα τρέχαν στο ατάραχο πρόσωπο.


― Μη σου λέω! Μη! φώναζε έξαλλη η γυναίκα της Καστοριάς. Εγώ το ’καμα σου λέω! Εγώ φταίω! Εγώ τον ξεκρέμασα!


Ήταν απίθανο, αυτή η σιγανή, η ήμερη ύπαρξη, έτσι που ξαφνικά είχε στυλωθεί και πάλευε και φώναζε:


― Εγώ φταίω σας λέω! Εγώ τον ξεκρέμασα! Εγώ!


Τι είπε; Τον ξεκρέμασε είπε;


Τα χέρια της γριάς που χτυπούσαν την κόρη της Θήβας λύθηκαν, την άφησαν.


― Τον ξεκρέμασες είπες; Ποιον ξεκρέμασες;


Έβλεπε την Καστοριανή κατάματα.


― Τον ξεκρέμασα είπα! Αυτόν που κρέμασαν οι γερμανοί! Τον ξεκρέμασα και τον έθαψα. Κι οι γερμανοί θα σκοτώσουν αυτόν που τον έθαψε. Θα σκοτώσουν όποιον βρουν!


Χύθηκαν τα παιδιά της απάνω της.


― Μάνα μου! Μάνα μου!


― Το έκαμες αυτό; Το έκαμες αυτό; στεκόταν σα χαζή και την κοίταζε η γριά.


― Το έκαμα! Το έκαμα!


― Άχου τρισκατάρατη! Άχου δαιμονισμένη! Άχου, που να σε πάρει η κόλαση! Και τι σ’ ένοιαζε εσένα για κρεμασμένους;


― Τι καθόμαστε, λοιπόν; Τι καθόμαστε; φώναξε η γυναίκα της Θράκης. Πάμε να φύγουμε και θα μας φτάσουν! Πάμε να φύγουμε!


Με τον τρόμο στα μάτια, με χέρια που τρέμαν σήκωσαν τα λίγα πράματα που είχαν πάρει μαζί τους.


― Πού να πάμε; Προς τα πού να πάμε;


Όλα τα μάτια ήταν γυρισμένα στην αδερφή της Θήβας. Ατάραχη πάντα, κοίταζε χαμηλά τον καπνό. Λίγο πέρα απ’ τον καπνό, τον τόπο του πεύκου. Σα να ήταν ξένη εκεί.


― Εσένα λέω! Πού να πάμε! Προς τα πού να πάμε;


― Αποδώ, είπε σιγανά.


Πάλι:


― Αποδώ είναι το βουνό.


Πάλι:


― Αποδώ είναι το βουνό μας.


Τότε όλοι σήκωσαν τα μάτια, το κοίταξαν. Στέρεη γραμμή, γυμνή, ατάραχη.


Ολοένα το βράδυ ερχόταν. Βάδιζαν σιωπηλοί. Μπροστά η αδερφή της Θήβας, πίσω τα πρόσωπα της Θράκης, τα πρόσωπα της Καστοριάς. Πλησίαζαν το βουνό. Στους βράχους του, στα φαράγγια του κάποτε είχε ακουστεί η σπαραχτική κραυγή. Ο τυφλωμένος Οιδίποδας πορευόταν για τον Κολωνό. Ο Οιδίποδας χάθηκε. Όμως ο θρήνος μένει στο βουνό δεμένος με τους βράχους. Περιμένει.



Έλλη Αλεξίου (επιμ.). 1965. Ανθολογία ελληνικής αντιστασιακής λογοτεχνίας (1941–1944). Τόμος Ι: Πεζά. 2η έκδ. Berlin: Akadamie Verlag & Αθήνα: Ηριδανός. Και στο Ηλίας Βενέζης. 1996. Έξοδος. Το χρονικό της Κατοχής. Αθήνα: Εστία. [1η έκδ.: 1950, Αθήνα: Άλφα.]

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Ηλίας Βενέζης - Αιολική Γη (απόσπασμα)

 Ηλίας Βενέζης, «Αιολική Γη» (Απόσπασμα)

Η θάλασσα ήταν μακριά από κεί, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός. Αλλά μια μέρα η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ’ εκείνο δεν ήξερε ν’ αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ’ η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ’ όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ’ ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ’ εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρνανε, έγερνα κ’ εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν πανιά, ο άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ’ εγώ ταξίδευα μαζί τους. 


Ηλίας Βενέζης, Αιολική Γη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1965, σσ. 24-25.


Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Hλίας Bενέζης - [ Tο μπόλιασμα των δέντρων. Tο φύτεμα της καρυδιάς ]



Πλησίαζε η εποχή που έπρεπε να μπολιαστούν τα δέντρα. O μπαρμπα-Iωσήφ, που όλο τον καιρό ζούσε μακάρια τις μέρες του στο υποστατικό επειδή δεν τον άφηναν να κάνει καμιά δουλειά, έδειχνε τώρα περίεργη ταραχή. O τόπος δεν τον χωρούσε, ολοένα γύριζε πάνω απ’ το παχύ στρώμα τον άμμο όπου φύλαγε τις βέργες: τα μπόλια του.
Tέλος, μια μέρα ο παππούς τον φώναξε:
― Tι λες, γερο-Γιωσήφ; Ήρθε η ώρα;
― Ήρθε, αφέντη μου.
― Kαλά. Άρχισε αύριο το πρωΐ.
Έπειτα έστειλε και φώναξε εμάς τα παιδιά.
Θα πάτε με τον μπαρμπα-Γιωσήφ, αύριο το πρωΐ, μας είπε. Nα δείτε που θα μπολιάσει τα δέντρα.
Kαι γυρίζοντας στο γέροντα:
― Kάθε παιδί ας διαλέξει ένα δέντρο, είπε. Nα το μπολιάσεις στ’ όνομά του.
Tην άλλη μέρα πολύ πρωί ξεκινήσαμε. O ήλιος μόλις είχε βγει. O μπαρμπα-Iωσήφ πήγαινε πρώτος, με αργά βήματα, κοιτάζοντας χαμηλά τη γη, κι εμείς ακολουθούσαμε χαρούμενα. Συζητούσαμε τι δέντρο θα διαλέξει ο καθένας μας και κάναμε πολύ φασαρία. Tέλος συμφωνήσαμε. H Άρτεμη διάλεξε μια αγριελιά. Δεν ήξερε να πει γιατί, αλλά πολύ αγαπούσε τη βαθιά γαλήνη που ζει στον ελαιώνα, το ασημένιο φύλλωμα, τους τυραννισμένους κορμούς. Eγώ διάλεξα μιαν αχλαδιά.
Φτάσαμε. O μπαρμπα-Iωσήφ απόθεσε καταγής το μάτσο τις βέργες που κουβαλούσε μαζί του, τα μπόλια. Δεν έβλεπε πια καλά, γι’ αυτό έψαυσε το άγριο δέντρο, τους κλάδους του, γυρεύοντας να βρει τον καλό τόπο. Oλοένα η έκφρασή του γινόταν πιο αυστηρή. Tα μάτια του δεν κοίταζαν πουθενά πλάι, μήτε εμάς. Oλοένα έχαναν τη λάμψη τους, σα να έσβηναν· όλη η ύπαρξή του έσβηνε, για να μείνει μόνη, πυκνή η ζωή της αφής. Όταν επιτέλους βρήκε το μέρος που ήθελε, σήκωσε τα μάτια του προς τον ήλιο. Έκαμε τον σταυρό του τρεις φορές, και τα χείλια του κάπως σάλεψαν ενώ ψιθύριζαν τη μυστική του δέηση. Έμεινε για λίγο άφωνος, κι έπειτα κατέβασε τα μάτια απ’ τον ήλιο. Ήταν πια γαλήνιος και βέβαιος. Mε σταθερό χέρι έκοψε με το μαχαίρι του κι έβγαλε απ’ τη βέργα το μπόλι, ένα μέρος φλοιό σα δαχτυλίδι. Mε το ίδιο μαχαίρι χάραξε το αγριόδεντρο, και στη θέση του φλοιού που βρήκε έβαλε το κομμάτι το φλοιό της βέργας. Kι έπειτα έδεσε σφιχτά το ξένο σώμα στο σώμα του δέντρου.
Tελείωσε.
Mια δυνατή χλωμάδα απλώθηκε στο πρόσωπο του γέροντα. Πάλι κοίταξε κατά το μέρος του ήλιου. Kαι πάλι, τρέμοντας, προσευχήθηκε:
― Σ’ ευχαριστώ που αξιώθηκα και φέτος να μπολιάσω δέντρα...
Kι έπειτα, στρέφοντας σ’ εμένα, γαλήνια:
― Aυτό είναι, αγόρι μου, είπε. Σου το παραδίνω το δέντρο σου. Nα το αγαπάς σαν πράμα του Θεού...
Yπήρχε βαθιά ιερότητα στη στιγμή και στην έκφρασή του, που μας συνέπαιρνε κι εμάς, τα παιδιά, ασυναίσθητα. Aλλά δεν καταλαβαίναμε καλά για ποιο λόγο... Tι είχε γίνει; Ένα κομμάτι φλούδα από μια βέργα κόλλησε πάνω στο άγριο δέντρο. Tίποτ’ άλλο δεν είχε γίνει!...
Kοιτάζαμε το γέροντα απορημένοι.
Kι εκείνος, σα να μάντευε τι γινόταν μέσα μας, γυρίζοντας σ’ εμένα:
― Bάλε το αυτί σου στον κορμό του δέντρου..., μου είπε.
Πλησίασα το κεφάλι μου και ακούμπησα όπως μου είπε. Έφερε κι εκείνος το πρόσωπό του, το ακούμπησε κι αφουγκράστηκε. Έτσι κοντά τα πρόσωπά μας, σα ν’ άγγιζαν. Eίδα τα μάτια του που ήταν θολά. Σιγά σιγά βάραιναν κι έκλειναν, σα να βυθιζόταν σε έκσταση. Ώσπου σφάλησαν οριστικά.
― Aκούς τίποτα;... μου ψιθυρίζει η φωνή του απ’ το βύθος της μαγείας.
Tίποτα! Όχι! Tίποτα δεν άκουα!
― Όμως εγώ ακούω!... μουρμούρισε.
Kαι μες στη σιγανή εκείνη φωνή έπαλλε βαθιά χαρά.
― Όμως εγώ ακούω!... ξαναείπε.
Kι έπειτα μου εξήγησε πως άκουε το αίμα του δέντρου απ’ όπου είχε πάρει τη φλούδα το μπόλι, πως το άκουε να τρέχει αργά μες στο αίμα του άγριου κορμού, ν’ ανακατεύεται μέσα του, αρχίζοντας έτσι την πράξη του θαύματος, τη μεταμόρφωσή του.
― Όταν θ’ αγαπήσεις πολύ τα δέντρα, τότε θ’ ακούς κι εσύ, μου είπε. Θα τ’ αγαπήσεις αγόρι μου;
Tου το υποσχέθηκα.
― Θα τ’ αγαπώ, μπαρμπα-Iωσήφ.
― Θα τ’ αγαπήσεις, Άρτεμη;
― Θα τ’ αγαπώ, μπαρμπα-Iωσήφ.



Έτσι έμαθα ν’ αγαπώ τα δέντρα. Kαι όταν ήρθε η ώρα και πέθανε, μια νύχτα ανοιξιάτικης θύελλας, η μεγάλη καρυδιά που είχαμε στην είσοδο του υποστατικού, ήμουν πια πολύ φίλος της κι έκλαψα, επειδή η καρυδιά μάς άφησε.
― Γιατί να γίνει αυτό;... Γιατί να μας φύγει η καρυδιά;... Γιατί;... έλεγα μες στα δάκρυα.
― Έτσι είναι, παιδί μου. Mη λυπάσαι, με παρηγορούσε η μητέρα μου που, μολονότι απλή, είχε το σοφό ένστιχτο να με προφυλάξει ως την ώρα εκείνη, ως την ώρα που θα ήταν μπορετό, απ’ τη γνωριμία του θανάτου.
― Mα γιατί να είναι έτσι; Γιατί;
― Γιατί έτσι γίνεται, αγόρι μου. Έτσι γίνεται και με τα δέντρα και με τους ανθρώπους.
― Tουλάχιστο... να έφυγε χαρούμενη η καρυδιά; Nα μην ήταν λυπημένη;...
Ω, δεν έφυγε διόλου λυπημένη! Oι πρόγονοί της ήρθαν σε μακρινούς χρόνους απ’ τα μέρη του Kαυκάσου. Σ’ εκείνα τα μέρη υπάρχουν μόνο απάτητα βουνά που πάντα τα κατοικούνε σύννεφα. Γι’ αυτό, τον ήλιο σπάνια εκεί τον βλέπουνε οι καρυδιές. O κόσμος γύρω τους είναι θολός και σκοτεινός. Mια μέρα πέρασε ένα αγριοπούλι απ’ τα βουνά του Kαυκάσου. Eρχόταν από τα δυτικά, από μακρινά βασίλεια, και είπε στις καρυδιές το νέο: «Eκεί κάτω κατά τα δυτικά, είπε, βρίσκεται μια χώρα που είναι πάντα φωτεινή. Tη λένε χώρα του Aιγαίου. Kι εκεί είναι τα Kιμιντένια.» Aυτά ακούοντας δυο μεγάλες καρυδιές μπήκαν σε πολύν καημό. «Πόσος καιρός μας μένει; λέγανε. Eίναι κρίμα να πεθάνουμε χωρίς να δούμε τη φωτεινή χώρα...» Tις άκουσε το μεγάλο ποτάμι της Aνατολής και τις λυπήθηκε. «Eγώ, λέει στις καρυδιές, έχω πολλούς γιους και πολλές κόρες. Eκεί που τελειώνουν τα δικά μου τα νερά, αρχίζουν τα νερά των παιδιών μου και των παιδιών των παιδιών μου. Tο πιο μικρό φτάνει ως τη φωτεινή χώρα, εκεί ζει. Mπορώ να σας ταξιδέψω.» Έτσι έγινε, και το μεγάλο ποτάμι πήρε τις δυο καρυδιές μες στα νερά του και τις κατέβασε χαμηλά. Έπειτα τις πέρασε στ’ άλλα ποτάμια, στα παιδιά του και στα παιδιά των παιδιών του. Kαι το πιο μικρό, το «Tσακάλ Nτερέ» ―το Ποτάμι των Tσακαλιών― που είναι κάτω από τα Kιμιντένια, εκείνο τις έφερε στον τόπο μας. Oι δυο καρυδιές στην αρχή μαγεύτηκαν, αλλά έπειτα άρχισαν να υποφέρνουν από νοσταλγία. Πολύ θυμόντανε την πατρίδα τους, τ’ απάτητα βουνά του Kαυκάσου και τα σύννεφα που πάντα τα κατοικούσαν. Xρειάστηκε καιρός ώσπου να συνηθίσουν στη χώρα της θάλασσας. Έφεραν ένα νέο παιδί στη γη: τη δική μας καρυδιά. Aυτή γεννήθηκε στα Kιμιντένια, γι’ αυτό μονάχα σαν παραμύθι άκουε να της λένε για τη μακρινή πατρίδα των προγόνων της. Έτσι αυτή δε δοκίμασε τον καημό της ξενιτιάς, ποτέ δεν υπόφερε από νοσταλγία. Έζησε χρόνους πολλούς, είδε και άκουσε όλες τις θύελλες που έρχονται απ’ τα Kιμιντένια· προστάτεψε κάτω απ’ τον ίσκιο της, κοριτσάκι σαν ήταν, τη γιαγιά μας, έπειτα τα παιδιά της σαν ήρθαν, τη μητέρα μου, έπειτα εμάς όλους. Έδωσε σε όλους μας από τον καρπό της, και τώρα πια που γέρασε πάει να κοιμηθεί...
Mε ολάνοιχτα μάτια μάθαινα για πρώτη φορά την ιστορία της καρυδιάς. A, λοιπόν! Tώρα πια πάει να κοιμηθεί...
― Mα αλήθεια κοιμούνται και οι καρυδιές;...
― Bέβαια κοιμούνται όταν τελειώσουν ό,τι έχουν να κάμουν εδώ στη γη, βεβαίωσε η μητέρα.
Kι επειδή το ίδιο απόγεμα ο ξυλοκόπος θα έκοβε το πεσμένο δέντρο σε μικρά ξύλα, η μητέρα μου, για να με προετοιμάσει:
― Kοίταξε, μου είπε, τα φύλλα! Πώς άρχισαν να μαραίνουνται...
Kίτρινα, ρυτιδωμένα, τα φύλλα πέθαιναν αργά, έτοιμα να πέσουν με το πρώτο άγγιγμα. Έκοψα ένα, το έτριψα μες στα χέρια μου και το μύρισα. Όχι, τη χαρακτηριστική μυρωδιά, εκείνη που τόσες φορές άλλοτε είχα ανασάνει τρίβοντας φύλλα καρυδιάς για να αιστανθώ έπειτα τα μάτια να βαραίνουν και τη γλυκιά επιθυμία να κοιμηθώ ― όχι, τα νεκρά φύλλα πια δεν έδιναν τη μυρωδιά...
― H ψυχή του δέντρου πια δεν είναι μέσα τους.... Γι’ αυτό, εξήγησε η μητέρα.
Γι’ αυτό, είπε, μπορούμε πια να κόψουμε τον κορμό και τους κλώνους, με τη βεβαιότητα πως δεν κάνουμε κακό στην ψυχή του. Kι όταν έρθει ο χειμώνας, θα κάνουμε μ’ αυτά τα ξύλα φωτιά που θα μας ζεσταίνει. Έτσι, ως την τελευταία ώρα της, η καρυδιά θα μας συντροφεύει και θα μας βοηθά με τις κόκκινες φλόγες της.
― Όμως κοίταξε, αγόρι! Eκεί! Kοίταξε τις ρίζες..., είπε πάλι η μητέρα.
Tυραννισμένες απ’ τον κρυφό τους αγώνα τόσων χρόνων, μπλεγμένες η μια στην άλλη, σα χέρια που απόκαμαν, κείτονταν εκεί, μες στο βαθύ λάκκο που άνοιξε το δέντρο πέφτοντας.
― Όχι! Όχι τις μεγάλες ρίζες! είπε η μητέρα, προσέχοντας πού διευθυνόταν η ματιά μου. Eκείνες τις άλλες, τις μικρές, που μείνανε στο χώμα...
Kι ενώ εγώ παρατηρούσα, μου εξήγησε πως εκεί, στις μικρές εκείνες ρίζες και στο χώμα που είναι εκεί, βρίσκεται το λίκνο της νέας καρυδιάς που θά ’ρθει. Aύριο ή μεθαύριο θα βάλουμε εκεί, μες στο λάκκο, δυο καρύδια απ’ τον καρπό του δέντρου που μας έφυγε και θα τα σκεπάσουμε με το χώμα. Oι μικρές ρίζες θ’ αγκαλιάσουν αλαφρά τους καρπούς, θα τους προστατέψουν ώσπου να φυτρώσουν και να βγουν πάνω απ’ την επιφάνεια της γης στον ήλιο. Έτσι θα μας έρθει νέα καρυδιά στον τόπο εκείνης που έφυγε. Mα όχι, δε θα είναι άλλη καρυδιά! Θα είναι η ίδια που θα ξαναγυρίσει στον κόσμο δροσερή σα νέο κορίτσι, να κάνει φύλλα και ίσκιο, να σκεπάσει πάλι εμάς και τα παιδιά που θά ’ρθουν έπειτα από εμάς...
Aυτά λέγοντας η μητέρα, εγώ κατάλαβα πως εκεί, στις μικρές ρίζες που μένανε στο χώμα, ήταν η ψυχή του δέντρου που μας έφυγε. Aυτό πολύ λιγόστεψε τη λύπη μου.


Aργά το απόγεμα πήγαμε με την Άρτεμη στον ανοιχτό λάκκο οπού ήταν η καρυδιά. Tο δέντρο πια δε βρισκόταν εκεί· το είχαν κομματιάσει, και τα ξύλα του τα βάλανε στην αποθήκη. Προσπάθησα να εξηγήσω στην Άρτεμη, που δεν ήξερε, την ιστορία του δέντρου. Tης είπα όσα είχα μάθει το πρωί απ’ τη μητέρα μου, αλλά όταν έφτασα σ’ εκείνο που μου είπε για «ψυχή», δεν ήξερα τι θα πει αυτό και δεν μπορούσα να της δώσω να καταλάβει. Θα ήταν, φαίνεται, κάτι σαν τη μικρή καρδιά μας που, όταν ακουμπούσαμε το χέρι στο στήθος, ακούαμε χτύπους.
― Στάσου! Στάσου! είπε η Άρτεμη. Aυτό θα είναι!
Mπήκε μες στο λάκκο, έγειρε και ακούμπησε το αυτί της στο χώμα και στις μικρές ρίζες που μένανε απ’ την καρυδιά. H έκφρασή της έγινε σοβαρή, ενώ εγώ περίμενα με αγωνία.
― Aκούς τίποτα; τη ρώτησα.
H φωνή της ψιθυρίζει:
― Tίποτα!... Tίποτα!...
Πάλι σε λίγο:
― Tίποτα, Άρτεμη;...
― Aχ, ακόμα τίποτα! Έλα κι εσύ!...
Πήδησα μες στο λάκκο, πλάι στο κοριτσάκι, κι έβαλα το αυτί μου στη γη.
― Aκούς;... ψελλίζουν τα χείλια της.
― Tίποτα!... Tίποτα!...
Όλη η μικρή ζωή μας, όλοι οι πόροι του κορμιού, το αίμα και η σάρκα, όλα έπαλλαν μονάχα γι’ αυτό: για ν’ ακούσει η Άρτεμη, ν’ ακούσω κι εγώ.
Ώσπου η καρδιά της, ώσπου η καρδιά μου άρχισαν να χτυπούν δυνατά στο στήθος μας που πίεζε τη γη.
Kαι τότε το θαύμα έγινε.
― Aκούω!... ψιθύρισα, τρέμοντας απ’ τη συγκίνηση. Σαν κάτι ν’ ακούω!...
― Aκούω κι εγώ..., λέει από βαθιά η φωνή του μικρού κοριτσιού. Aχ! ακούω την καρδιά του δέντρου...
Έτσι μας δόθηκε η ευλογία, εκείνο το βράδυ, ν’ ακούσουμε την καρδιά ενός δέντρου ― ενώ δεν ακούαμε παρά μόνο τη δική μας καρδιά: τους χτύπους της που επέστρεφε η γη.
H νύχτα κατέβαινε με μεγάλα βήματα απ’ τα Kιμιντένια. Tη νύχτα όλα τα ζωντανά πλάσματα θέλουν καταφύγιο και προστασία. Γι’ αυτό μαζέψαμε με τις φούχτες μας χώμα, η Άρτεμη κι εγώ, και σκεπάσαμε αλαφρά τις ρίζες του λάκκου, για να περάσει καλά τη νύχτα η ψυχή της καρυδιάς. Nα μην είναι έρημη και φοβηθεί...
Tο ίδιο βράδυ η Άρτεμη, χωρίς να το θέλει, άκουσε τούτη την παράξενη συνομιλία:
O παππούς έλεγε στον μπαρμπα-Iωσήφ:
― Γιωσήφ, η καρυδιά μάς έφυγε. Δε θέλω να μείνει ο τόπος που μας άφησε χωρίς καρυδιά. Tι λες;
― Έτσι λέω κι εγώ, συμφωνεί κι κείνος.
― Λοιπόν, θέλεις να φυτέψεις εκεί μια άλλη καρυδιά; Σου λέω, αν θέλεις... Δε σε βιάζω!
O μπαρμπα-Iωσήφ δε διστάζει διόλου. Aπαντά αμέσως:
― Θέλω.
Πέρασε μια στιγμή σιωπής.
Πάλι ο παππούς:
― Aλήθεια, δε φοβάσαι, Γιωσήφ; ρώτησε.
― Δε φοβάμαι, αφέντη μου. Tο ξέρεις. Όχι, εγώ δε φοβάμαι να φυτέψω καρυδιά. Δεν τα φοβάμαι τα δέντρα.
Kι έπειτα, πρόσθεσε σε λίγο, πόσον καιρό ακόμα έχει να ζήσει; Ώσπου να δώσει καρπό η καρυδιά που θα φυτέψει, εκείνος θα ’χει ταξιδέψει...
O παππούς τον χτυπά στον ώμο φιλικά.
― Όχι ακόμα, όχι ακόμα, γερο-Γιωσήφ! Έχουμε μέρες!
Kι έπειτα πάλι:
― Kαλά, του λέει. Φύτεψε την καρυδιά!
H Άρτεμη πηγαίνει σε λίγο και βρίσκει μονάχο τον μπαρμπα-Iωσήφ. Πολύ τον παρακαλεί:
― Πες μου, του λέει, γιατί βάζουν εσένα να φυτέψεις την καρυδιά; Oι άλλοι... φοβούνται;
― Σάλια-μπάλια, κοριτσάκι μου, βεβαιώνει ο γέροντας. Nαι, φοβούνται. Aκούς να φοβούνται να φυτέψουν μια καρυδιά!
― A, μονάχα την καρυδιά φοβούνται;... Kαι γιατί ;
― Nά, λένε πως αν φυτέψεις καρυδιά σού φέρνει θάνατο μόλις το δέντρο δώσει καρπό. Έτσι λένε. Όμως εμείς, στο νησί μας, αυτό δεν το ξέρουμε. Eμείς λέμε για την καρυδιά πως βοηθά τους ανθρώπους ν’ αγαπιούνται...
Σε λίγο η Άρτεμη:
― Tι ώρα θα φυτέψεις την καρυδιά, μπαρμπα-Iωσήφ;
― Mα... αύριο το πρωί.
― Kαληνύχτα.
― Kαληνύχτα, κοριτσάκι μου.
Tην άλλη μέρα, από πολύ πρωί, η Άρτεμη βρίσκεται πάνω απ’ το λάκκο που θα φυτευτεί η καρυδιά. Έρχεται ο μπαρμπα-Iωσήφ και τη βρίσκει, απορημένος.
― Tι κάνεις εδώ, τόσο πρωί, κοριτσάκι μου;
― Tίποτα, μπαρμπα-Iωσήφ. Ήρθα να δω.
O γέροντας ρίχνει φρέσκο χώμα στο λάκκο, το ετοιμάζει, κι έπειτα βγάζει από την τσέπη του τους σπόρους. Xαμηλώνει προς τη γη. Tην ίδια ώρα χιμά σα ζαρκάδι η Άρτεμη και του παίρνει απ’ τα χέρια τους σπόρους. Kαι πριν καλά καλά προφτάσει ο γέροντας να καταλάβει τι είναι, η Άρτεμη τους έχει χώσει στη γη!
― Tι έκαμες;! της φωνάζει τρομαγμένος ο μπαρμπα-Iωσήφ.
Σκουπίζει νευρικά τη φουστίτσα της απ’ το χώμα. Tα μάγουλά της είναι κατακόκκινα απ’ την ταραχή. Aνασαίνει βιαστικά.
― Φύτεψα την καρυδιά. Eγώ! λέει. Tώρα πια τελείωσε!
O μπαρμπα-Iωσήφ δε φοβάται ο ίδιος να φυτέψει καρυδιά. Δε φοβάται για τον εαυτό του. Aλλά για τούτο το μικρό αγαπημένο κοριστσάκι;... Ποιος ξέρει τι είναι αλήθεια και τι δεν είναι στον μυστικό κόσμο του θαύματος!... Aν ό,τι λένε στα μέρη τούτα για κείνους που φυτεύουν καρυδιές είναι λίγο μόνο, λίγο μόνο αλήθεια...;
Πάνω απ’ το κεφάλι του γέροντα και του παιδιού τριγυρίζει ατίθασα πνεύμα αμφίβολο και αινιγματικό.
― Mα γιατί το έκαμες, κοριτσάκι μου;... Γιατί; λέει ολοένα πιο ταραγμένος, ολοένα πλημμυρίζοντας από φόβο ο γέροντας.
H Άρτεμη δεν ξέρει πια τι ν’ αποκριθεί, γιατί το έκαμε. Tώρα πια θα περιμένει να φυτρώσει το δέντρο, να έβγει πάνω απ’ τη γη. Έπειτα θα περιμένει την ώρα της πρώτης καρποφορίας. Tότε θα μάθει ένα ακόμα από τα μυστικά του κόσμου, που τόσο βιαζόταν να μάθει: Aν θα πληρώσει με θάνατο...


(από το βιβλίο: Hλίας Bενέζης, Aιολική γη, Eκδόσεις «Άλφα» I. Σκαζίκη, 1943).

Αναδημοσίευση από: http://www.snhell.gr/

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

Ηλίας Βενέζης- Αιολική Γη (απόσπασμα)

 «Εκεί, κάτω απ' τα βουνά που τα λένε Κιμιντένια, είναι μια σπηλιά όπου πάνε τ' αγριογούρουνα που γέρασαν, για να πεθάνουν. Μια σαλαμάντρα, μια μικρή χελώνα, μια κρεμασμένη νυχτερίδα περιμένουν το θάνατο. Δεν προλάβαμε, Άρτεμη, να κρεμάσουμε στο λαιμό μας το ψιλό κόκαλο του πουλιού, πλάι στο χρυσό σταυρό μας. Έτσι θα μας αγαπούσαν όλοι. Μα δεν προλάβαμε.

Όμως παραπέρα, πέρα απ' το Ποτάμι των Τσακαλιών, είναι η φωλιά του αϊτού. Εκεί μια καλοκαιρινή μέρα ήρθε η καταιγίδα. Ας είναι βλογημένη. Όλες πια οι καταιγίδες που είναι να 'ρθουν θα θυμίζουν εκείνη. Ας είναι βλογημένη.
Και πιο πάνω ακόμα, πέρα απ' τη χώρα με τις οξιές, πέρα απ' τη χώρα με τις αγριοβαλανιδιές, στο φρύδι της μεγάλης χαράδρας, μια ντουφεκιά που πέφτει βρίσκει τη μεγάλη αρκούδα του Λιβάνου. Έχει ένα μωρό, ένα αρκουδάκι με μαύρη τρίχα. Η μεγάλη αρκούδα θα πεθάνει. Κι ένας κυνηγός, που έχει στο κεφάλι του μαντίλα με κίτρινα άστρα, κι αυτός θα πεθάνει. «Γιατί;» λένε οι τσαλαπετεινοί και τ’ αγριοπερίστερα. «Για την αγάπη», αποκρίνουνται οι βαλανιδιές.
Άρτεμη, εσύ κι εγώ δε θα 'μαστε, Άρτεμη, στην ξένη χώρα έρημοι. Από δω και πέρα σ' όλες τις μέρες, ως την άκρη του τέλους, δε θα 'μαστε έρημοι.
Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε πρόσφυγες τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;

Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του πάππου, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’  το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί πού έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα, λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.
Ηλίας Βενέζης (Αϊβαλί, 4 Μαρτίου 1904 - Αθήνα, 3 Αυγούστου 1973)

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Ηλίας Βενέζης-22 Ιουλίου 1943

Την παραμονή της μεγάλης μέρας κατά το βράδυ, αφού τελείωσαν ό,τι τους είχε οριστεί να κάνουν απ' την ομάδα τους, είπαν να ξεκουραστούν λίγο.

«Ας πάμε στα δέντρα», είπε το κορίτσι. «Να πάρουμε λίγη δροσιά.»

Πήγαν στο πάρκο και κάθισαν σ' έναν πάγκο. Τ' άστρα πια είχαν βγει. Ηταν καθαρή νύχτα. Ηταν οι δυο τους εκεί μονάχοι. Κάμποση ώρα μείνανε σιωπηλοί.

«Μήπως... μήπως φοβάσαι τίποτα;» τη ρώτησε μια στιγμή. Του έπιασε το χέρι και τον έσφιξε.

«Οχι», είπε, και η φωνή της ήταν σταθερή και βέβαιη. «Δε φοβάμαι.»

Επειτ' από λίγο.

«Οι Γερμανοί θα χτυπήσουν σκληρά αύριο. Να 'σαι σίγουρη», λέει το αγόρι.

«Είμαι σίγουρη.»

Πέρασε πάλι λίγη ώρα.

«Θα 'ρθουν και για μας καλές μέρες», είπε το αγόρι συγκινημένο. «Τότε θα μπορούμε να νοιαστούμε και για την ευτυχία μας, τη δική σου και τη δική μου...».

Μίλησαν τότε για τα όνειρά τους και για το μέλλον. Είχαν γνωριστεί πριν από λίγους μήνες, σε ώρα κρίσιμη, όταν είχαν βρεθεί πλάι - πλάι σε μια διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας. Εκείνη βάδιζε κορυφαία, τα μαύρα μαλλιά της ανεμίζονταν στον αγέρα, ανεμίζονταν κι οι δίπλες της σημαίας που κρατούσε στα χέρια της. Οταν από ένα ψηλό παράθυρο φάνηκε η σιδερένια κάννη του περιστρόφου που ένας Γερμανός σκόπευε ίσια στο στόχο: τη σημαιοφόρο με τα ανεμισμένα μαλλιά. Πρόφταξε και την τράβηξε πίσω μια ελάχιστη στιγμή πριν ακουστεί ο κρότος του πυροβολισμού. Η διαδήλωση χύθηκε σε μια πάροδο και τράβηξε προς το σκοπό της απ' άλλο δρόμο, πάντα με κορυφαία την Ελληνίδα με τ' ανεμισμένα μαλλιά.

Ετσι γνωρίστηκαν. Εκείνη σπούδαζε χημεία, κι εκείνος σπούδαζε στο Πολυτεχνείο. Φκιάνανε όνειρα, για το μέλλον. Οταν η ειρήνη θα ερχόταν πάλι στους τυραννισμένους ανθρώπους, όταν τη γυμνή γη του τόπου μας δε θα την πατούσε πόδι δυνάστη, όταν οι άνθρωποι θα είχαν πάλι δικαίωμα στη λευτεριά, τότε κι αυτοί, έχοντας κάνει το χρέος τους προς την πατρίδα τους, θα κάνανε το ταξίδι για την ατομική τους ευτυχία. Θα ήταν ωραία! Θα είχαν πάρει τότε το πτυχίο τους και θα μπορούσαν να παντρευτούν. Θα κάνανε ένα αγόρι που θα είχε τα μαύρα μαλλιά της μητέρας του. Θα το μαθαίνανε από μικρό ν' αγαπά με πάθος την αξία του ανθρώπου και την αξία της λευτεριάς, αν ήταν ανάγκη θα το μαθαίνανε ακόμη να μισεί ό,τι θα ήταν ανάγκη να μισήσει. Γιατί θέλανε απ' το παιδί αυτό να βγει ένας σωστός άντρας που να μπορούσε σε μια ώρα κρίσιμη να πει όχι, όταν θα έπρεπε να το πει. Οχι πια τυραννία του ανθρώπου, όχι αίμα χυμένο σπάταλα στους πολέμους, όχι πια άδικο που γέμισε και πλημμύρισε τη γη, όχι συλλογισμένα παιδάκια που γέρασαν πριν από την ώρα τους και λυπημένα κοιτάζουν τ' άστρα.

Ναι, έτσι θα ήταν το αγόρι τους. Ενας σωστός άντρας.

Της πήρε και της χάιδεψε πάλι το χέρι.

«Θα 'ρθουν... Δεν μπορεί... Θα 'ρθουν σύντομα οι καλές μέρες», της είπε.

Κι εκείνη τότε κάτου απ' τ' άστρα έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο, σα να ήθελε να τον σφραγίσει με τα χείλια της το μεγάλο λόγο: «Θα 'ρθουν».

***

Στέναζε ο λαός των Ελλήνων απ' την αβάσταχτη δουλεία των Ιταλών και των Γερμανών. Τα λεφούσια τους είχαν ξεχυθεί στη φτωχή γη του τόπου, ρήμαξαν, έκαψαν τις καλύβες των χωριών, σκότωσαν γυναίκες και παιδιά και γερόντους. Υστερα ήρθε ο λιμός. Τα λεφούσια των δυναστών πήραν τον ελάχιστο καρπό της γης, πήραν το μαύρο ψωμί απ' το στόμα των παιδιών και των μητέρων και ο λιμός ήρθε. Στις πολιτείες και στα χωριά οι άνθρωποι πέφτανε καταγής και πέθαιναν, τα μωρά πέθαιναν πάνω στο βυζί των μανάδων τους που είχε στερέψει, και τα ματάκια τους που έπρεπε να ονειρεύονται αγγέλους έκλειναν σιγά - σιγά, άσπρα, με παράπονα. Ωστόσο ο λαός δε γονάτιζε. Μάζευε τις λίγες δυνάμεις που του έμεναν, έβγαινε στους δρόμους και φώναζε.

Ετσι, ήρθε το μήνυμα πιο ψηλά, στα βορινά μέρη της Ελλάδας, νέος καταχτητής πατούσε τη γη. Οι Βούλγαροι σφάζανε, ρημάζανε. Ο πεινασμένος λαός έσφιξε τα δόντια του και είπε να βγει πάλι στους δρόμους και να φωνάξει για λευτεριά και για δικαιοσύνη.

***

Μες στην Αθήνα στους μεγάλους δρόμους της, το πλήθος περπατά σιωπηλό και σκυφτό σα να σεργιανά στον ήλιο και στα αγάλματα. Τίποτα δεν προδίνει πως κάτι ετοιμάζεται, πως κάτι θα γίνει. Ωστόσο, η στυφή σιωπή είναι τόση μες στη χαρά του ήλιου που λάμπει, που το μαντεύεις: κάτι είναι σαν ηφαίστειο που άξαφνα θ' ανάψει.

Κι η σπίθα ανάβει.

Απ' το λαό που περπατά σαν αμέριμνος, σ' ένα δοσμένο σύνθημα ξεχύνεται άξαφνα ένα μεγάλο κύμα και τρέχει προς τον ανοιχτό χώρο που είναι μπρος στο Πανεπιστήμιο. Γεμίζει ο τόπος. Ενα κορίτσι, κρατώντας ένα στεφάνι από δάφνη, σκαλώνει στο άγαλμα του Φεραίου και το στεφανώνει. Ο λαός γονατίζει. Και όλα τα πικραμένα στόματα ψέλνουν τον Υμνο στην Ελευθερία.

Την ίδια στιγμή ακούγονται απ' την άκρη του δρόμου οι αλυσίδες του γερμανικού τανκ, που κίτρινο σαν το θάνατο, τρέχει προς το μέρος που άναψε η σπίθα. Πριν προφτάξει να ρίξει τη φωτιά του, η διαδήλωση πυκνή τώρα, ολοένα πιο πυκνή, ξεχύνεται σε άλλο δρόμο, στρίβει, ελίσσεται σαν ζωντανό πλάσμα που αμύνεται και παλεύει με σιγουριά και με πίστη.

Ολα τα στόματα τώρα φωνάζουν, όλα τα στόματα ουρλιάζουν.

«Οχι πια άλλο! Θέλουμε τη λευτεριά μας! Θέλουμε τη λευτεριά!».

Από πολύ μακριά, κληρονομημένο από χρόνους παλιούς το βαθύ αίσθημα, η αγάπη του λαού αυτού για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη, ξεσπούσε γυρεύοντας ν' ακουστεί, ενώ γύρω του λυσσασμένα άρχισαν να χύνουν μολύβι και αίμα τα άρματα πάνου σε ανθρώπους άοπλους και ανυπεράσπιστους, σε γυναίκες και παιδιά.

«Οχι πια άλλο! Οχι άλλο! Κάτω οι τύραννοι!»

Αφρισμένο τώρα κατέβαινε την πλατιά λεωφόρο το κύμα και βογκούσε. Σαν αλαφρός ψίθυρος στην αρχή, από λίγα στόματα πρώτα, ύστερα από όλα τα στόματα, άρχισε πάλι να χύνεται το παθητικό τραγούδι της λευτεριάς, ο Υμνος των Ελλήνων. Στην κορυφή του κύματος μια ασπρογάλανη σημαία ξεδιπλώθηκε τότε. Κυμάτισε στο λίγο αγέρα, κυμάτισαν και τα μαλλιά του κοριτσιού που τη σήκωνε στα χέρια του. Προχωρούσε με σταθερό βήμα, ξαναμμένη και περήφανη, και πλάι της βάδιζε ο φίλος της. Τραγουδούσαν τον Υμνο στην Ελευθερία και βάδιζαν. Λίγο πιο μπρος τους, μπρος τα μάτια τους που σπίθιζαν, έλαμπε το όραμα της Ελλάδας. Και λίγο πιο μπρος ακόμα, ήταν το όραμα το δικό τους, η ευτυχία που μίλησαν χτες με τα άστρα, ένα αγοράκι με μαύρα μαλλιά, που θα το μεγάλωναν και θα το μάθαιναν να γίνει σωστός άντρας που να μπορεί να πει στην κρίσιμη ώρα ένα «όχι». Οχι πια πόλεμοι και αίμα άδικο...

***

Τα περιστατικά ήρθαν έπειτα γρήγορα σαν αστραπή. Το γερμανικό άρμα φάνηκε στην άκρη του δρόμου απ' την αντίθετη μεριά που κατέβαινε η διαδήλωση και χύθηκε πάνου στο πλήθος. Το πολυβόλο άρχισε να κροτά. Αλλά το κύμα που κατέβαινε με ορμή δεν ήταν μπορετό να σταματηθεί. Συνέχισε την πορεία. Το πολυβόλο έριχνε τώρα πάνου στα κορμιά. Βρήκε πρώτα κατάστηθα το νεανικό σώμα που είχε ανεμισμένα μαλλιά στο κεφάλι και που κρατούσε στα χέρια του την ανεμισμένη σημαία. Την ίδια στιγμή το τανκ που έτρεχε με δαιμονισμένο θόρυβο και είχε φτάσει, έπεσε πάνου στο λαβωμένο σώμα που σπάραζε, πέρασε από πάνω του τις βαριές αλυσίδες του, μπήκε μέσ' στο πλήθος, το σκόρπισε για μια στιγμή και τράβηξε πέρα.

Ολα έγιναν σαν αστραπή. Το αλαλιασμένο πλήθος μόλις πέρασε ο μηχανοκίνητος θάνατος ξεχύθηκε πάλι απ' τις παρόδους όπου είχε καταφύγει, κι έτρεξε βογκώντας προς το σώμα του κοριτσιού, που έχοντας αγκαλιασμένη τη σημαία την έβρεχε με το αίμα που έτρεχε απ' τις σπαραγμένες σάρκες του.

Με θολά τα μάτια την πήρε το αγόρι, ο φίλος της, στα χέρια του και τη σήκωσε. Ενας άλλος φοιτητής σήκωσε τη ματωμένη σημαία. Κι απ' τη βαθιά σιωπή που είχε ξαπλωθεί με το δέος του θανάτου, σηκώθηκε άγρια σα σίφουνας η φοβερή κραυγή του πλήθους που καταριόταν τους φονιάδες και φώναζε για εκδίκηση και λευτεριά.

***

Εκανε όνειρα για το μέλλον... Κοιμήσου, μικρή Ελληνίδα. Τα όνειρα θα 'ρθουν. Δε θα 'ρθουν πια για σένα. Αλλά θα 'ρθουν για τα άλλα τα κορίτσια και τα αγόρια του τόπου σου, για τα κορίτσια και τα αγόρια του κόσμου. Κι αυτά θα σε θυμούνται και θα σ' ευλογούν, επειδή με το αίμα σου άγιασες τα όνειρά τους.


Πηγή: https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=26%2F8%2F2001&pageNo=8&id=2026

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Ηλίας Βενέζης-Αντιγόνη


Έβρεχε σιγανά. Οι δυο γυναίκες, η μητέρα της Καστοριάς κι η αδερφή της Θήβας, κάθονταν εκεί κάτω από το δέντρο, λίγο πέρα απ’ τον κρεμασμένο. Άκουγαν τη βροχή στα φύλλα.
― Πόσες μέρες είπες είναι;
― Σήμερα είναι τέσσερες. Πόσο θα τον αφήσουν ακόμα;
Κάθε πρωί, λέει, έρχεται ένας Γερμανός στρατιώτης να βεβαιωθεί πως κανένας δεν άγγιξε τον κρεμασμένο, πως είναι εκεί. Και κάθε βράδυ. Στερεότυπα. Έρχεται, κοιτάζει, φεύγει. Χτες ήταν η πρώτη μέρα που τα κοράκια έκαμαν να κατεβούν στον κρεμασμένο. Γι’ αυτό η αδερφή τόλμησε να πλησιάσει το γερμανό το βράδυ, σαν ήρθε.
«Πότε;» του είπε κι έκλαιγε. Πότε θα μας τον δώσετε να τον θάψουμε;»
Ο γερμανός δεν καταλάβαινε. Εκείνη του έκανε χειρονομίες, μια τα χέρια πήγαιναν στο κρεμασμένο σώμα, μια στο λάκκο του μικρού αδερφού.
Ο γερμανός σήκωσε τους ώμους: «Δεν ξέρω!» είπε αδιάφορα κι έφυγε.
Βρέχει σιγανά. Ο λάκκος του μικρού αδερφού είναι μισόγεμος. Όταν το σώμα του εναποτέθηκε μέσα του, έπεσε πάνω του ένα ελαφρό στρώμα γη, πέντε δέκα δάχτυλα. Δεν αφήσαν το μεγάλο αδερφό να ρίξει πιο πολύ. Ανυπομονούσαν. Έτσι ο λάκκος μένει, περιμένοντας το δεύτερο σώμα. Έπειτα πάλι γη. Έτσι: ένα σώμα, ένα γη· ένα σώμα, ένα γη.
Βρέχει. Η γη του λάκκου πήρε, πήρε νερό, πότισε το σώμα από κάτω, τώρα στέλνει πίσω το νερό. Το νερό κάνει μικρές μικρές λακκούβες.
Πόση ώρα πέρασε; Σα να ’ναι αιώνας. Η γυναίκα της Καστοριάς αισθάνεται την κούραση να περνά στα μέλη της, στο αίμα, στα νεύρα. Σφάληξε τα μάτια. Όλα σα να γίνονταν μακρινά, απίθανα.
«Πού είμαι;» μουρμουρίζει μέσα της. «Πώς βρίσκομαι εγώ πλάι σ’ ένα κρεμασμένο; Χτες ήταν ένας τρελός κι ένα λιοντάρι. Σήμερα είναι ένας κρεμασμένος. Τι γυρεύω εγώ;…».
Τίναξε απότομα το κεφάλι της, να διώξει την εγκατάλειψη.
― Τα παιδιά μου! είπε. Πρέπει να γυρίσω στα παιδιά μου.
― Ναι, πρέπει να γυρίσεις, το καταλαβαίνω. Τι ώρα να ’ναι;
― Μα το μεσημέρι θα πέρασε. Μπορεί να γύρισε ο οδηγός. Μπορεί να φύγουμε.
― Ναι, πρέπει να γυρίσεις. Εγώ θα μείνω ακόμα.
Θα μείνει ακόμα;
― Πού θα μείνεις; της λέει. Είναι έρημα. Είναι άγρια.
Την ίδια στιγμή ακούστηκαν τα φτερά. Έρχονταν.
«Κοίταξε!» είπε η αδερφή της Θήβας ανατριχιάζοντας, κι έπιασε με δύναμη το μπράτσο της άλλης γυναίκας. Κοίταξε εκεί! Νά τα πάλι! Ήρθαν!
Ήταν δυο κοράκια. Κάθισαν στο ψηλό κλαδί του πεύκου, σα να θέλαν να βιγλίσουν τι γίνεται, να μυριστούν. Ταπ τα φτερά, πήδησαν στο χαμηλότερο κλαδί. Δειλά. Δισταχτικά. Ταπ. Το κρεμασμένο σώμα τα έσερνε, τα καλούσε.
Η αδελφή της Θήβας σκύβει, παίρνει πέτρα, τη ρίχνει στο πεύκο.
«Ξ-ξ-ξ-ξ! φώναζε κι έκλαιγε. Είδες; Είδες γυναίκα; Ξ-ξ-ξ-ξ!» ― και κουνούσε τα χέρια της να διώξει τα κοράκια να φύγουν.
Φύγαν. Πάλι η σιγανή βροχή.
― Εγώ θα πηγαίνω, λέει πάλι η γυναίκα της Καστοριάς. Σ’ αφήνω.
― Στο καλό. Εγώ θα μείνω. Ίσαμε που νά ’ρθει η νύχτα.
Η Καστοριανή τώρα έτρεχε να φτάσει στο φορτηγό. Ξαφνικά της πέρασε η ιδέα πως το φορτηγό μπορούσε να είχε φύγει. Να την γυρέψαν μάταια, να μην τη βρίσκαν, και να φύγαν.
― Παναγία μου! Τι έκαμα κι απολησμονήθηκα; έλεγε κι έτρεχε.
Το φορτηγό ήταν πάντα εκεί, στη θέση του. Ο οδηγός ακόμα δεν είχε γυρίσει. Όλοι ήταν ζαρωμένοι μες στο φορτηγό, γιατί όξω έβρεχε. Τα παιδιά της χίμηξαν απάνω της.
― Τι έγινες και μας άφησες; Τι έγινες και μας άφησες; κλαίγαν και τη φιλούσαν.
― Μωρά μου, τι έγινα!... Σωπάστε. Είχα αποξεχαστεί. Σωπάστε.
― Μπας κι έφερες τίποτα; Δε βαστώ πια, είπε το μεγάλο και κοίταζε τα χέρια της.
― Μωρό μου, κάμε κουράγιο νά ’ρθει η νύχτα. Τότες θα ’χουμε φτάσει σε πολιτεία. Θα μας δώσουν να φάμε.
Κανείς άλλος δε μιλούσε στο φορτηγό. Η γυναίκα της Θράκης είχε κουκουλώσει τα δυο παιδιά της, που ακουμπούσαν το κεφάλι στα γόνατά της. Αυτά είχαν ησυχάσει, τα είχε πάρει ο ύπνος. Απάνω τους αγρυπνούσαν τα μάτια της μάνας τους. Θολά, μεγάλα. Και η γριά της Θράκης σώπαινε. Κι αυτή με κλειστά μάτια. Δεν ήξερες αν κοιμόταν.
― Ο έμπορος;… Τι έγινε ο έμπορος; ρώτησε η Καστοριανή.
― Είπε πως μούδιασε. Είπε πως θα πάρει το δρόμο της Θήβας με τα ποδάρια. Θα μας περιμένει εκεί.
― Κι αν μας τύχει τώρα τίποτα; σκέφτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Γυναίκες καταμόναχες καθώς είμαστε…
― Τι να μας τύχει; γρύλισε βραχνά η γριά ανοίγοντας τα μάτια. Τι άλλο φοβάσαι εσύ να σου τύχει;
― Όχι για μένα. Λέω για τούτα, κι έδειξε τα παιδιά.
― Κι αυτά τι; Τι άλλο από πείνα έχουνε να φοβηθούνε; Την έχουν.
― Έτσι το ’πα.
Η ώρα περνά. Όξω η βροχή. Σιγά. Σιγά. Η νάρκη.
― Είναι ένας κρεμασμένος όξω, λέει η Καστοριανή, σα να πρέπει να ξομολογηθεί.
― Τι είναι είπες; τα παιδιά της τινάχτηκαν απ’ την ακαταμάχητη λέξη. Είπες είναι ένας κρεμασμένος; Είναι, αλήθεια, ένας κρεμασμένος;
― Πού είναι ο κρεμασμένος; ρώτησε ξαφνιασμένη κι η γυναίκα της Θράκης. Αλήθεια είναι κρεμασμένος;
― Πού είναι; Πού είναι; φώναζαν τώρα τα παιδιά και ξεσηκώθηκαν, ανυπόμονα να παν.
― Έτσι το ’πα, είπε μετανιωμένη η Καστοριανή. Έτσι το ’πα. Δεν είναι τίποτα.
― Α!
Λίγη αναταραχή είχε γίνει. Πάλι έπεσε.
― Πότε θα γυρίσει ο οδηγός; Πότε θα γυρίσει να φύγουμε;
― Κι αν δε γυρίσει; Κι αν έρθει η νύχτα και δεν τα καταφέρει να σιάξει τη μηχανή και να γυρίσει;
― Όπως και να ’ναι θα γυρίσει.
Η σιγανή βροχή, το κρύο, η νάρκη. Ο ήλιος ολοένα θα χαμηλώνει πίσω από τα σύννεφα. Φαίνεται απ’ το φως της μέρας που σκουραίνει. Η ησυχία, η νάρκη. Τα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν, που κατεβαίνουν το δρόμο, βρεμένα, κατάκλειστα, δε δίνουν καμιά αίσθηση ζωής· φεύγουν σαν φαντάσματα να χωθούν στο πούσι. Η νάρκη. Η γυναίκα της Καστοριάς θα ήθελε να κλείσει τα μάτια της, όλα να σβήσουν, όλα να είναι όνειρο. Ένα κατακόρυφο σχήμα κάτω από κλαδί πεύκου πίνει νερό απ’ τα φύλλα του πεύκου. Κι αυτό θα ’ναι όνειρο.
Ξαφνικά, ενώ τα χέρια της βάραιναν, το είδε. Πέρασε απ’ την πίσω μεριά του αυτοκινήτου, απ’ την ανοιχτή του μπούκα. Γράφτηκε μια στιγμή στον θολό αγέρα: ένα μαύρο πουλί. Πέρασε.
― Θε μου! είπε και τινάχτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Θα τραβά για κει.
― Τι είπες; λέει η γριά.
Η άλλη την κοίταξε επίμονα, ανάλγητα.
― Θα παραλογάς εσύ λέω! Δεν κατακάθεσαι πια; Δεν κατακάθεσαι;
Το κατακόρυφο σχήμα· το μαύρο πουλί· η μικρή αδερφή της Θήβας.
Η γυναίκα της Καστοριάς σηκώνεται.
― Θέλω να ξεμουδιάσω λίγο. Πάλι θα βγω λίγο.
― Πού θα πας; Πού θα πας; λένε τα παιδιά της. Νά ’ρθουμε κι εμείς;
― Δεν βλέπετε; Βρέχει. Καθίστε εδώ. Μπορεί να σας φέρω τίποτα.
Κατεβαίνει. Στην αρχή περπατά με προφύλαξη, να μην τσαλαβουτά στους λάκκους με το νερό. Ύστερα τα βήματά της ανοίγουν ολοένα. Σε λίγο τρέχει σα να την κυνηγούν. Τρέχει. Στρίβει το δρόμο. Το πεύκο είναι εκεί, λίγο θολό μες στη βροχή. Τρέχει.
― Αχ!
Έπεσε πάνω στην αδερφή της Θήβας στενάζοντας με ανακούφιση. Έκλαιγε.
― Τι είναι; λέει η κόρη.
― Τίποτα. Έλεγα πως δε θα ’σουν, πως κάτι θα σου ’τυχε.
Τι να της τύχει; Έμενε πάντα εκεί. Κοντά στο μισόγεμο λάκκο του μικρού αδερφού, κοντά στο πεύκο του μεγάλου.
― Μπας κι ήρθε; Το είδα που πέρασε. Το κοράκι.
― Ήρθαν πάλι. Δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά. Πάλι τα ’διωξα.
Τώρα πια η μικρή αδερφή δεν κλαίει. Φαίνεται κουράστηκε. Τα μάτια της είναι κόκκινα· μόνο που κάθε τόσο σκοτεινιάζουν, σα να δουλεύει πίσω τους η απόφαση. Σιγά. Σιγά.
Μουρμουρίζει. Μόλις ακούγεται.
― Λέω τη νύχτα… Τώρα που μάθανε… Τώρα αρχίζω να φοβάμαι τη νύχτα.
― Τι είναι τη νύχτα;
― Λέω μπας κι έρθουν τη νύχτα. Πετούν τα κοράκια τη νύχτα; Δεν ξέρω. Πάλι.
― Λες να πετούν τη νύχτα;
― Μπορεί.
Πάλι το σκοτεινό φως περνά απ’ τα μάτια σαν αστραπή. Η αδερφή της Θήβας δεν είναι πια η ίδια γυναίκα, αυτή που έκλαιγε, που μοιρολογούσε. Το πρόσωπό της έχει γίνει τραχύ, όσο πάει γίνεται πιο πολύ. Γυρίζει αργά τα μάτια δεξιά, ζερβά, σα να θέλει να μυρίσει τον αγέρα, ν’ ανιχνέψει τον κίνδυνο. Ησυχία. Ακόμα και τ’ αυτοκίνητα που περνάνε λίγο πέρα αποκεί, στο δρόμο, σα να ’ναι φαντάσματα θολά. Διαβαίνουν, φεύγουν.
― Θ’ ανεβώ στο πεύκο, λέει σιγά.
Βγάζει το μαχαίρι απ’ τον κόρφο της. Αργά. Τα μάτια της δεν ξεκολνούν τώρα απ’ το σκοινί, απ’ το κεφάλι του κρεμασμένου.
― Τι είναι να κάμεις; ρωτά η Καστοριανή.
Λέει ήσυχα:
― Θα τον θάψω.
― Κακόμοιρη! Τι μελετάς; λέει τρομαγμένη η άλλη, απροετοίμαστη ακόμα να το δεχτεί. Κι αν σε πιάσουν; Θα σβήσει πια μ’ εσένα ολάκερο το σπιτικό σας! Κακόμοιρη, τι μελετάς;
Η άλλη κάνει μια κίνηση με το χέρι:
― Μη με βαστάς. Το πήρα απόφαση.
Προχωρεί σιγά, χωρίς προφύλαξη, χωρίς ταραχή πια στο πρόσωπο, στα βήματα. Γαλήνη που είναι τώρα σ’ αυτό το πρόσωπο το στεφανωμένο με καστανά μαλλιά.
― Τι πας να κάμεις; Τι πας να κάμεις;!
Η κόρη προχωρεί πάντα στο κορμό του πεύκου. Η άλλη, σα μαγνητισμένη, βλέπει τα βήματα που πορεύονται. Τα βήματα φωνάζουν. Διστάζει. Τα βήματα φωνάζουν. Αρχίζει να τ’ ακολουθά. Όμως αυτή, η Καστοριανή, τρέμει. Το νιώθει στα γόνατά της, στα χέρια, στην καρδιά. Κοιτά καταφοβισμένη γύρω της. Ωστόσο ακολουθά σαν υπνωτισμένη.
― Τι πας να κάμεις; Τι πας;…
Η αδερφή της Θήβας έφτασε στο πεύκο. Τα χέρια της δεν είναι λεύτερα, κρατούν το μαχαίρι. Βάζει το μαχαίρι στα δόντια της, το δαγκάνει. Τώρα τα χέρια της είναι λεύτερα. Αγκαλιάζουν το δέντρο. Αρχίζει να σκαρφαλώνει. Το δέντρο είναι υγρό, τα χέρια γλιστρούν. Ξαναρχίζει. Τώρα δεν υπάρχει ο κρεμασμένος, δεν είναι εκεί πλάι. Τώρα όλα είναι πυκνωμένα στον κορμό, δεν υπάρχει παρά ένας κορμός κι ένα κλαδί ψηλά. Ίσα! Ίσα! Τα χέρια, τέλος, φτάνουν στο σταυρό του δέντρου, εκεί που αρχίζουν τα κλαδιά. Τον κρατούν γερά. Το σώμα ανεβαίνει. Τώρα βιάζεται. Ακουμπώντας τα χέρια στα κλαδιά σκύβει, σέρνεται, γλιστρά. Λίγο ακόμα! Λίγο!
― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει σιγανά η Καστοριανή από κάτω, ολοένα κοιτάζοντας δεξιά ζερβά.
Τα χέρια, ψηλά, πιάνουν το σκοινί. Τα χέρια παίρνουν το μαχαίρι από τα δόντια. Η γυναίκα από κάτω βλέπει το μαχαίρι ν’ αρχίζει το έργο του στο σκοινί, ακούει τον ήχο του. Σε λίγο το κρεμασμένο σώμα, ελεύθερο, θα πέσει. Θα πέσει. Ασυναίσθητα η Καστοριανή ανοίγει τα χέρια της, αγκαλιάζει τα πόδια του κρεμασμένου να τον στηρίξει. Ρίγος την περνά βίαια καθώς αγκαλιάζει αυτό το γλιστερό, υγρό πράμα. Όπου, χραπ, αυτό γλιστρά μες τα χέρια της, λευτερωμένο από το δέντρο, χαμηλώνει, αγγίζει με τα πόδια τη γη. Τα στήθια της τώρα ακουμπούν στα στήθια του. Είναι άγριο. Δεν τολμά να το κοιτάξει στο πρόσωπο. Τα μάτια της είναι στη γη.
― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει, ενώ ολοένα σφίγγει απάνω της να το στηρίξει, να μην της φύγει το κατακόρυφο νεκρό σώμα. Γλήγορα!
Η άλλη σέρνεται νευρικά στο δέντρο για να κατέβει. Βιαστικά αγκαλιάζει τον κορμό.
― Γλήγορα! Γλήγορα!
Τέλος η αδελφή της Θήβας πατά πάλι τη γη! Πιάνει το σώμα του νεκρού απ’ το κεφάλι. Η άλλη απ’ τα πόδια.
― Στο λάκκο! Γλήγορα!
Προχωρούν. Το σκοινί, ξεκινώντας απ’ τη θελιά του λαιμού, σέρνεται στη γη, σα να συνοδεύει το σώμα. Η βροχή έχει σταματήσει. Ο μισόγεμος λάκκος έχει λίγο θολό νερό. Κάτω απ’ το θολό νερό είναι θαμμένος ο μικρός αδερφός. Οι γυναίκες αποθέτουν τώρα στο λάκκο, πάνω απ’ τον μικρό αδερφό, τον άλλο, τον κρεμασμένο. Έκαμε πλαφ. Τα μάτια των γυναικών τεζαρισμένα άγρια. Η γυναίκα της Καστοριάς τότε μόνο βλέπει το πρόσωπο του νεκρού, που κοιτάζει τον ουρανό. Είναι μελαψό, απαίσιο.
― Γιε μου…, ψιθυρίζει.
― Ρίχνε! Ρίχνε! φωνάζει η αδερφή σπρώχνοντας με τις χούφτες της το χώμα το στοιβαγμένο πλάι στο λάκκο.
Αρχίζει κι η άλλη να ρίχνει χώμα. Ήταν μαλακό, δεν αντιστεκόταν. Ρίχνουν πρώτα στα πόδια, στον κορμό. Το πρόσωπο μένει ακόμα άγγιχτο.
― Να βγάλω αυτό…, λέει η γυναίκα της Καστοριάς.
Το είχαν ξεχάσει. Ανασηκώνει το κεφάλι, βγάζει τη θελιά απ’ το λαιμό. Το σκοινί είναι σαν ζωντανό βρεμένο πράμα, σιχαμερό. Το πετά πλάι. Βγάζει και την ταμπέλα με τα γράμματα απ’ το στήθος του. Η αδερφή της Θήβας βλέπει για τελευταία φορά το πρόσωπο. Τα μουσκεμένα μαλλιά πέφτουν στο μέτωπο, σκεπάζουν τα μάτια. Με τα λασπωμένα της δάχτυλα στρώνει τα μαλλιά, λευτερώνει τα μάτια. Τα δάχτυλα μένουν. Λίγο λάσπωσε το μέτωπο. Τα δάχτυλα το καθαρίζουν το χαϊδεύουν, μια. Ακόμα μια. Ύστερα αργά το σκεπάζουν με το χώμα.
Σηκώθηκαν όρθιες. Ο ιδρώτας έτρεχε απ’ τα αγριεμένα πρόσωπά τους. Ανάσαιναν βαθιά. Άξαφνα ακούστηκε, μες στη θολούρα, σκληρός, επίμονος κρότος. Ολοένα πλησίαζε.
― Αυτό είναι, λέει η κόρη της Θήβας. Έλα! Έρχεται ο γερμανός.
Η μοτοσικλέτα ακουγόταν καθαρά, πλησίαζε. Άρπαξαν η μια την άλλη απ’ το χέρι, χίμηξαν απ’ την αντίθετη διεύθυνση προς το μέρος του φορτηγού. Έμεινε στο χώρο του πεύκου, έρημο, πάνω στον τάφο, το μαχαίρι που έκοψε το σκοινί. Γυάλιζε. Και το πεύκο κουνούσε τα φύλλα.
Πρόφτασαν να κρυφτούνε πίσω από ένα βράχο. Είδαν το γερμανό να κατεβαίνει απ’ τη μοτοσικλέτα, να προχωρεί στο πεύκο, ξαφνιασμένος να κοιτάζει: το πεύκο, τον τόπο γύρω. Είδε το κομμάτι του σκοινιού που είχε μείνει στο πεύκο να κρέμεται. Ύστερα είδε το λάκκο. Πλησίασε. Είδε το μαχαίρι, τη θελιά του σκοινιού, την ταμπέλα, αφημένα εκεί, όξω απ’ το λάκκο. Πήρε το μαχαίρι, ανέβηκε στη μοτοσικλέτα, έφυγε βιαστικά να πάει να δώσει το μαντάτο.
― Πάει να το πει! Ας φύγουμε! Ας φύγουμε γλήγορα από δω!
― Πού να πάμε; Πού λες να πάμε;
― Έλα στο φορτηγό μας! Έλα κι εσύ!
Φτάσαν λαχανιασμένες, αλλοσούσουμες στο φορτηγό. Τα παιδιά φώναζαν.
― Τι είναι; Γιατί είσαι έτσι; ρωτούσε η γυναίκα της Θράκης την Καστοριανή. Τι έπαθες;
― Τίποτα! Τίποτα!
― Ποια είν’ αυτή;
― Τίποτα. Είναι μια κοπέλα απ’ τα μέρη εδώ, απ’ τα μέρη της Θήβας.
Και στρέφοντας σ’ αυτήν:
― Έλα πάνω, της λέει, και τη βοηθά ν’ ανέβει στο αυτοκίνητο.
― Χριστέ και Παναγία! Δε φαινόσαστε καλά! λέει η γυναίκα της Θράκης. Είσαστε καταλασπωμένες. Τι έγινε;
― Τίποτα. Τίποτα.
Τα παιδιά της Καστοριανής ρωτούσαν αν τους έφερε τίποτα να φάνε. Ήταν σα χαμένη, ο νους της γύριζε αλλού, έτρεμε. Η πράξη άρχιζε, τώρα μόλις, να κάνει το έργο της μέσα της, έχυνε το δέος κύματα κύματα.
― Ναι…, ναι…, έλεγε στα παιδιά της να τα ησυχάσει. Σωπάστε τώρα. Το βράδυ θα φάτε. Το βράδυ.
― Εγώ λέω, εσύ κόρη μου είσαι για τα σίδερα, κάνει η γριά της Θράκης. Δεν κάθεσαι, λέω, να δεις τα μωρά σου; Τι κάνεις μ’ αυτά τα πάνε κι έλα; Και τούτη εδώ τι θέλει;
― Είναι από τη Θήβα. Θα την πάρουμε ίσαμε τη Θήβα.
― Να δούμε τι λέει κι ο άνθρωπος που ορίζει το αυτοκίνητο! Τώρα κάνεις κουμάντο και στο ξένο πράμα;
― Όχι δεν κάνω κουμάντο. Όμως, πού είναι αυτός; Ακόμα δε φάνηκε;
― Ακόμα. Μου φαίνεται πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά.
Η ώρα περνά. Πάλι είναι ησυχία μες στο φορτηγό. Στο δρόμο έξω περνούν τ’ αυτοκίνητα, γλιστρούν, φεύγουν. Πάλι βρέχει λίγο.
― Θαρρώ πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά…
Σιγά σιγά η λέξη σχηματίζει κύκλους, τους μεγαλώνει, ολοένα. Να ξενυχτήσουν εκεί; Η αδερφή της Θήβας σα να συνεφέρνει, μόλις. Σα να είχε γίνει ένα κενό ανάμεσα σ’ αυτή και στο έργο της. Και τώρα, πάλι γυρίζει η μνήμη της να δεθεί με την πράξη.
«Να ξενυχτήσουν εκεί; Είπε να ξενυχτήσουν;»
― Τι είπε; Τι είπε; λέει στη γυναίκα της Καστοριάς.
― Είπε, μπας και δεν προφτάσει ο οδηγός να σιάξει την μηχανή πριν νυχτώσει. Μπας και μείνουμε τη νύχτα εδώ.
― Εδώ; Να μείνουμε εδώ; Πλάι σ’ αυτό;
Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τη σκέψη της. Ένα κρότος επίμονος, βαρύς, ολοένα πιο ευδιάκριτος άρχισε να φτάνει απ’ το μέρος του δρόμου της Θήβας. Δεν ήταν αυτοκίνητο. Ήταν σαν εκείνον τον άλλο, τον γνώριμο, τον δεμένο με την άγρια πράξη τους. Μόνο που τούτος ήταν πιο δυνατός, πιο πυκνός.
― Ακούς;
― Ναι, λέει η Καστοριανή. Τι είναι;
― Άκουσε καλά!
― Ακούω! Ακούω! Λες να είναι…;
Λίγο στάθηκε:
― Λες να είναι αυτός, ο πριν;
Έξαλλη πετάχτηκε η κόρη:
― Είναι αυτός σου λέω! Δεν είναι αυτός μονάχα! Είναι πολλοί! Έρχουνται! Είναι πολλοί, κι έρχουνται!
Οι κρότοι από πολλές μοτοσικλέτες που πλησίαζαν δεν άφηναν τώρα καμιά αμφιβολία.
― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! Θα με πιάσουν!
Τα μωρά ξεσηκώθηκαν, οι Θρακιώτισσες, ρωτούσαν με αγωνία:
― Τι είναι αυτά που λες; Τι είναι αυτά; Τι γερμανοί λέει, και τι φοβάται;
― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! φώναζε η Θηβαία. Φύγε κι εσύ! φώναζε στην Καστοριανή. Φύγε!
Χίμηξε προς τη μπούκα του αυτοκινήτου.
Την ίδια στιγμή ένα άλλο φορτηγό φάνηκε να έρχεται απ’ τη Θήβα τραβώντας για τη Λιβαδειά. Ήταν σαράβαλο, αγκομαχούσε ν’ ανοίξει όσο γίνεται ταχύτητα.
― Τι καθόσαστε εδώ! φώναξε ο οδηγός στο σταματημένο φορτηγό. Έρχουνται οι γερμανοί! Θάψαν τον κρεμασμένο, κι έρχονται! Θα σας σκοτώσουν αν σας βρουν!
Είπε, χάθηκε.
Η αναστάτωση πια μες στο φορτηγό ήταν μεγάλη.
― Παναγία μου! Τι είν’ αυτά για κρεμασμένους και για γερμανούς; έλεγε η γυναίκα της Θράκης.
― Βιαστείτε! Βιαστείτε! φώναξε η αδερφή της Θήβας, κατεβασμένη κάτω. Κάντε γλήγορα!
― Έρχουμαι! Έρχουμαι! μάζευε τα παιδιά της η Καστοριανή.
Τους έβαζε από ένα μπόγο στο χέρι, αυτή πήρε δυο χράμια τους και το ταγάρι. Ασυναίσθητα, μηχανικά.
― Άιντε κ’ εσείς! φώναζε στις Θρακιώτισσες. Κάντε γλήγορα! Έρχουνται, κι είναι φόβος! Γλήγορα!
― Αχ, Παναγία μου, τι είναι πάλι τούτο; Τι είναι πάλι τούτο; έλεγε η γυναίκα της Θράκης κατεβάζοντας τα δυο παιδιά της.
Πήραν όλοι στα χέρια τους ό,τι ήταν πιο πρόχειρο, κατεβήκαν. Οι κρότοι απ’ τις μοτοσικλέτες ήταν πια κοντά. Όπου να ’ναι θα φτάναν στη στροφή του δρόμου.
― Αποδώ! Αποδώ!
Η Θηβαία, ξέροντας τα κατατόπια, έπεσε πρώτη μες στο χωράφι απ’ τα ζερβά του δρόμου. Το βρεμένο χώμα ήταν δύσκολο, κολνούσε στα πόδια τους.
― Ελάτε! Ελάτε!
Τρέχαν. Τρέχαν.
― Να προφτάσουμε να πάμε κει! Εκεί θα μας κρύψει ο βράχος. Να προφτάσουμε το βράχο!
Στο μικρό λόφο που υψωνόταν εκεί, ο μαύρος βράχος σφάνταζε. Η βροχή είχε σταματήσει, το πούσι αραίωνε. Και οι κρότοι απ’ τις μοτοσικλέτες σώπασαν. Σίγουρα οι γερμανοί θα είχαν φτάσει στο τόπο του πεύκου. Τώρα θα εξέταζαν. Όπου να ’ναι θ’ άρχιζαν να κάνουν έρευνες γύρω.
Το μικρό κοπάδι των κυνηγημένων λαχανιασμένο έφτασε στο βράχο. Η γριά βλαστημούσε και καταριόταν.
― Α, που να σας πάρει ο τρισκατάρατος! Α, που να σας πάρει η κατάρα! έλεγε στις δυο γυναίκες. Σε τι μπελάδες μας βάλατε! Ξεβουλώστε το και πέστε μας: Τι έγινε; Γιατί φύγαμε;
― Μίλησε λοιπόν! Τι είναι; έλεγε και η άλλη, η γυναίκα της Θράκης. Πες μας τι είναι; Για τι κρεμασμένο έλεγε αυτός; Τι έλεγε;
― Κοιτάξτε κει! Κοιτάξτε! είπε η αδερφή της Θήβας.
Προστατεμένες πίσω απ’ το μεγάλο βράχο κοίταζαν. Ο δρόμος αποκεί θα ’ταν ίσαμε οχτακόσια χίλια μέτρα μακριά. Οι γερμανοί, με τα όπλα στο χέρι, προχωρούσαν στο δρόμο, ψάχναν. Ένας δυο άφησαν το δρόμο, μπήκαν λίγο μες στα πλαϊνά χωράφια, κοίταζαν τα χαντάκια, γύριζαν. Φτάσαν στο έρημο φορτηγό. Το τριγύρισαν. Ένας ανέβηκε μέσα. Κάποιος άλλος τράβηξε πηγαίνοντας πίσω, να ειδοποιήσει τον αξιωματικό τους. Γύρισαν με τον αξιωματικό. Κουβέντιαζαν. Φαίνεται πως παίρναν απόφαση. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο φορτηγό, κάτι κατέβασε, αποκεί. Ύστερα άρχισε να φέρνει βόλτα γύρω, κουνούσε τα χέρια του, κάτι έκανε. Σα να έριχνε κάτι στο φορτηγό.
― Τι κάνουν; Αναρωτιόταν στο βράχο, μη μπορώντας να ξεχωρίσουν καθαρά το τι γινόταν.
Σε λίγο οι φλόγες τινάχτηκαν, τύλιξαν το φορτηγό.
― Θε μου!
― Βάλαν φωτιά! Βάλαν φωτιά!
― Το καίνε!
― Το καίνε! Χαθήκαμε!
Τα τελευταία υπάρχοντά τους καίγονταν μες στο φορτηγό. Ό,τι είχαν πάρει πριν από λίγο στη βιασύνη τους, το βλέπαν τώρα πως ήταν ασήμαντο.
― Είμαστε γυμνοί πια! Πάμε σε ξένο τόπο ολόγυμνοι!
― Θε μου, γιατί μας τυραννάς τόσο; Τι κάναμε, Θε μου;…
Ολοφύρονταν οι Θρακιώτισσες. Κλαίγαν τα παιδιά. Κοίταζαν τη φωτιά και κλαίγαν.
― Α, εσύ διαολόπραμα! μούγκριζε η γριά στρέφοντας στην κόρη της Θήβας. Εσύ ’σαι ο αίτιος! Κανείς δε μου το βγάζει απ’ το μυαλό μου πως εσύ είσαι! Τι ήθελες, φίδι, και βρέθηκες στο δρόμο μας;
Χίμηξε απάνω της, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, έσερνε τα νύχια της στα μάγουλά της.
―Διαολόπραμα! Κουτάβι! Ποια οργή σ’ έστειλε μπροστά μας;! Ποια κατάρα;
― Μη! Μη! χύθηκε να τη γλιτώσει η Καστοριανή. Μη, κι είναι κρίμα πια, έλεγε. Φτάνει η πίκρα της πια. Φτάνει, και ξεχείλισε! Εγώ το ’καμα. Εγώ.
Η κόρη της Θήβας κάθεται εκεί, με τα μαύρα της μαλλιά, με το χλωμό της πρόσωπο, ασάλευτη, να τη δέρνουν, να τη σκίζουν. Δεν έκανε καμιά κίνηση να προφυλαχτεί. Τίποτα. Μόνο έκλαιγε σιγανά, τα δάκρυα τρέχαν στο ατάραχο πρόσωπο.
― Μη σου λέω! Μη! φώναζε έξαλλη η γυναίκα της Καστοριάς. Εγώ το ’καμα σου λέω! Εγώ φταίω! Εγώ τον ξεκρέμασα!
Ήταν απίθανο, αυτή η σιγανή, η ήμερη ύπαρξη, έτσι που ξαφνικά είχε στυλωθεί και πάλευε και φώναζε:
― Εγώ φταίω σας λέω! Εγώ τον ξεκρέμασα! Εγώ!
Τι είπε; Τον ξεκρέμασε είπε;
Τα χέρια της γριάς που χτυπούσαν την κόρη της Θήβας λύθηκαν, την άφησαν.
― Τον ξεκρέμασες είπες; Ποιον ξεκρέμασες;
Έβλεπε την Καστοριανή κατάματα.
― Τον ξεκρέμασα είπα! Αυτόν που κρέμασαν οι γερμανοί! Τον ξεκρέμασα και τον έθαψα. Κι οι γερμανοί θα σκοτώσουν αυτόν που τον έθαψε. Θα σκοτώσουν όποιον βρουν!
Χύθηκαν τα παιδιά της απάνω της.
― Μάνα μου! Μάνα μου!
― Το έκαμες αυτό; Το έκαμες αυτό; στεκόταν σα χαζή και την κοίταζε η γριά.
― Το έκαμα! Το έκαμα!
― Άχου τρισκατάρατη! Άχου δαιμονισμένη! Άχου, που να σε πάρει η κόλαση! Και τι σ’ ένοιαζε εσένα για κρεμασμένους;
― Τι καθόμαστε, λοιπόν; Τι καθόμαστε; φώναξε η γυναίκα της Θράκης. Πάμε να φύγουμε και θα μας φτάσουν! Πάμε να φύγουμε!
Με τον τρόμο στα μάτια, με χέρια που τρέμαν σήκωσαν τα λίγα πράματα που είχαν πάρει μαζί τους.
― Πού να πάμε; Προς τα πού να πάμε;
Όλα τα μάτια ήταν γυρισμένα στην αδερφή της Θήβας. Ατάραχη πάντα, κοίταζε χαμηλά τον καπνό. Λίγο πέρα απ’ τον καπνό, τον τόπο του πεύκου. Σα να ήταν ξένη εκεί.
― Εσένα λέω! Πού να πάμε! Προς τα πού να πάμε;
― Αποδώ, είπε σιγανά.
Πάλι:
― Αποδώ είναι το βουνό.
Πάλι:
― Αποδώ είναι το βουνό μας.
Τότε όλοι σήκωσαν τα μάτια, το κοίταξαν. Στέρεη γραμμή, γυμνή, ατάραχη.
Ολοένα το βράδυ ερχόταν. Βάδιζαν σιωπηλοί. Μπροστά η αδερφή της Θήβας, πίσω τα πρόσωπα της Θράκης, τα πρόσωπα της Καστοριάς. Πλησίαζαν το βουνό. Στους βράχους του, στα φαράγγια του κάποτε είχε ακουστεί η σπαραχτική κραυγή. Ο τυφλωμένος Οιδίποδας πορευόταν για τον Κολωνό. Ο Οιδίποδας χάθηκε. Όμως ο θρήνος μένει στο βουνό δεμένος με τους βράχους. Περιμένει.
Έλλη Αλεξίου (επιμ.). 1965. Ανθολογία ελληνικής αντιστασιακής λογοτεχνίας (1941–1944). Τόμος Ι: Πεζά. 2η έκδ. Berlin: Akadamie Verlag & Αθήνα: Ηριδανός. Και στο Ηλίας Βενέζης. 1996. Έξοδος. Το χρονικό της Κατοχής. Αθήνα: Εστία. [1η έκδ.: 1950, Αθήνα: Άλφα.]
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας