Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Ηλίας Βενέζης-Αντιγόνη


Έβρεχε σιγανά. Οι δυο γυναίκες, η μητέρα της Καστοριάς κι η αδερφή της Θήβας, κάθονταν εκεί κάτω από το δέντρο, λίγο πέρα απ’ τον κρεμασμένο. Άκουγαν τη βροχή στα φύλλα.
― Πόσες μέρες είπες είναι;
― Σήμερα είναι τέσσερες. Πόσο θα τον αφήσουν ακόμα;
Κάθε πρωί, λέει, έρχεται ένας Γερμανός στρατιώτης να βεβαιωθεί πως κανένας δεν άγγιξε τον κρεμασμένο, πως είναι εκεί. Και κάθε βράδυ. Στερεότυπα. Έρχεται, κοιτάζει, φεύγει. Χτες ήταν η πρώτη μέρα που τα κοράκια έκαμαν να κατεβούν στον κρεμασμένο. Γι’ αυτό η αδερφή τόλμησε να πλησιάσει το γερμανό το βράδυ, σαν ήρθε.
«Πότε;» του είπε κι έκλαιγε. Πότε θα μας τον δώσετε να τον θάψουμε;»
Ο γερμανός δεν καταλάβαινε. Εκείνη του έκανε χειρονομίες, μια τα χέρια πήγαιναν στο κρεμασμένο σώμα, μια στο λάκκο του μικρού αδερφού.
Ο γερμανός σήκωσε τους ώμους: «Δεν ξέρω!» είπε αδιάφορα κι έφυγε.
Βρέχει σιγανά. Ο λάκκος του μικρού αδερφού είναι μισόγεμος. Όταν το σώμα του εναποτέθηκε μέσα του, έπεσε πάνω του ένα ελαφρό στρώμα γη, πέντε δέκα δάχτυλα. Δεν αφήσαν το μεγάλο αδερφό να ρίξει πιο πολύ. Ανυπομονούσαν. Έτσι ο λάκκος μένει, περιμένοντας το δεύτερο σώμα. Έπειτα πάλι γη. Έτσι: ένα σώμα, ένα γη· ένα σώμα, ένα γη.
Βρέχει. Η γη του λάκκου πήρε, πήρε νερό, πότισε το σώμα από κάτω, τώρα στέλνει πίσω το νερό. Το νερό κάνει μικρές μικρές λακκούβες.
Πόση ώρα πέρασε; Σα να ’ναι αιώνας. Η γυναίκα της Καστοριάς αισθάνεται την κούραση να περνά στα μέλη της, στο αίμα, στα νεύρα. Σφάληξε τα μάτια. Όλα σα να γίνονταν μακρινά, απίθανα.
«Πού είμαι;» μουρμουρίζει μέσα της. «Πώς βρίσκομαι εγώ πλάι σ’ ένα κρεμασμένο; Χτες ήταν ένας τρελός κι ένα λιοντάρι. Σήμερα είναι ένας κρεμασμένος. Τι γυρεύω εγώ;…».
Τίναξε απότομα το κεφάλι της, να διώξει την εγκατάλειψη.
― Τα παιδιά μου! είπε. Πρέπει να γυρίσω στα παιδιά μου.
― Ναι, πρέπει να γυρίσεις, το καταλαβαίνω. Τι ώρα να ’ναι;
― Μα το μεσημέρι θα πέρασε. Μπορεί να γύρισε ο οδηγός. Μπορεί να φύγουμε.
― Ναι, πρέπει να γυρίσεις. Εγώ θα μείνω ακόμα.
Θα μείνει ακόμα;
― Πού θα μείνεις; της λέει. Είναι έρημα. Είναι άγρια.
Την ίδια στιγμή ακούστηκαν τα φτερά. Έρχονταν.
«Κοίταξε!» είπε η αδερφή της Θήβας ανατριχιάζοντας, κι έπιασε με δύναμη το μπράτσο της άλλης γυναίκας. Κοίταξε εκεί! Νά τα πάλι! Ήρθαν!
Ήταν δυο κοράκια. Κάθισαν στο ψηλό κλαδί του πεύκου, σα να θέλαν να βιγλίσουν τι γίνεται, να μυριστούν. Ταπ τα φτερά, πήδησαν στο χαμηλότερο κλαδί. Δειλά. Δισταχτικά. Ταπ. Το κρεμασμένο σώμα τα έσερνε, τα καλούσε.
Η αδελφή της Θήβας σκύβει, παίρνει πέτρα, τη ρίχνει στο πεύκο.
«Ξ-ξ-ξ-ξ! φώναζε κι έκλαιγε. Είδες; Είδες γυναίκα; Ξ-ξ-ξ-ξ!» ― και κουνούσε τα χέρια της να διώξει τα κοράκια να φύγουν.
Φύγαν. Πάλι η σιγανή βροχή.
― Εγώ θα πηγαίνω, λέει πάλι η γυναίκα της Καστοριάς. Σ’ αφήνω.
― Στο καλό. Εγώ θα μείνω. Ίσαμε που νά ’ρθει η νύχτα.
Η Καστοριανή τώρα έτρεχε να φτάσει στο φορτηγό. Ξαφνικά της πέρασε η ιδέα πως το φορτηγό μπορούσε να είχε φύγει. Να την γυρέψαν μάταια, να μην τη βρίσκαν, και να φύγαν.
― Παναγία μου! Τι έκαμα κι απολησμονήθηκα; έλεγε κι έτρεχε.
Το φορτηγό ήταν πάντα εκεί, στη θέση του. Ο οδηγός ακόμα δεν είχε γυρίσει. Όλοι ήταν ζαρωμένοι μες στο φορτηγό, γιατί όξω έβρεχε. Τα παιδιά της χίμηξαν απάνω της.
― Τι έγινες και μας άφησες; Τι έγινες και μας άφησες; κλαίγαν και τη φιλούσαν.
― Μωρά μου, τι έγινα!... Σωπάστε. Είχα αποξεχαστεί. Σωπάστε.
― Μπας κι έφερες τίποτα; Δε βαστώ πια, είπε το μεγάλο και κοίταζε τα χέρια της.
― Μωρό μου, κάμε κουράγιο νά ’ρθει η νύχτα. Τότες θα ’χουμε φτάσει σε πολιτεία. Θα μας δώσουν να φάμε.
Κανείς άλλος δε μιλούσε στο φορτηγό. Η γυναίκα της Θράκης είχε κουκουλώσει τα δυο παιδιά της, που ακουμπούσαν το κεφάλι στα γόνατά της. Αυτά είχαν ησυχάσει, τα είχε πάρει ο ύπνος. Απάνω τους αγρυπνούσαν τα μάτια της μάνας τους. Θολά, μεγάλα. Και η γριά της Θράκης σώπαινε. Κι αυτή με κλειστά μάτια. Δεν ήξερες αν κοιμόταν.
― Ο έμπορος;… Τι έγινε ο έμπορος; ρώτησε η Καστοριανή.
― Είπε πως μούδιασε. Είπε πως θα πάρει το δρόμο της Θήβας με τα ποδάρια. Θα μας περιμένει εκεί.
― Κι αν μας τύχει τώρα τίποτα; σκέφτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Γυναίκες καταμόναχες καθώς είμαστε…
― Τι να μας τύχει; γρύλισε βραχνά η γριά ανοίγοντας τα μάτια. Τι άλλο φοβάσαι εσύ να σου τύχει;
― Όχι για μένα. Λέω για τούτα, κι έδειξε τα παιδιά.
― Κι αυτά τι; Τι άλλο από πείνα έχουνε να φοβηθούνε; Την έχουν.
― Έτσι το ’πα.
Η ώρα περνά. Όξω η βροχή. Σιγά. Σιγά. Η νάρκη.
― Είναι ένας κρεμασμένος όξω, λέει η Καστοριανή, σα να πρέπει να ξομολογηθεί.
― Τι είναι είπες; τα παιδιά της τινάχτηκαν απ’ την ακαταμάχητη λέξη. Είπες είναι ένας κρεμασμένος; Είναι, αλήθεια, ένας κρεμασμένος;
― Πού είναι ο κρεμασμένος; ρώτησε ξαφνιασμένη κι η γυναίκα της Θράκης. Αλήθεια είναι κρεμασμένος;
― Πού είναι; Πού είναι; φώναζαν τώρα τα παιδιά και ξεσηκώθηκαν, ανυπόμονα να παν.
― Έτσι το ’πα, είπε μετανιωμένη η Καστοριανή. Έτσι το ’πα. Δεν είναι τίποτα.
― Α!
Λίγη αναταραχή είχε γίνει. Πάλι έπεσε.
― Πότε θα γυρίσει ο οδηγός; Πότε θα γυρίσει να φύγουμε;
― Κι αν δε γυρίσει; Κι αν έρθει η νύχτα και δεν τα καταφέρει να σιάξει τη μηχανή και να γυρίσει;
― Όπως και να ’ναι θα γυρίσει.
Η σιγανή βροχή, το κρύο, η νάρκη. Ο ήλιος ολοένα θα χαμηλώνει πίσω από τα σύννεφα. Φαίνεται απ’ το φως της μέρας που σκουραίνει. Η ησυχία, η νάρκη. Τα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν, που κατεβαίνουν το δρόμο, βρεμένα, κατάκλειστα, δε δίνουν καμιά αίσθηση ζωής· φεύγουν σαν φαντάσματα να χωθούν στο πούσι. Η νάρκη. Η γυναίκα της Καστοριάς θα ήθελε να κλείσει τα μάτια της, όλα να σβήσουν, όλα να είναι όνειρο. Ένα κατακόρυφο σχήμα κάτω από κλαδί πεύκου πίνει νερό απ’ τα φύλλα του πεύκου. Κι αυτό θα ’ναι όνειρο.
Ξαφνικά, ενώ τα χέρια της βάραιναν, το είδε. Πέρασε απ’ την πίσω μεριά του αυτοκινήτου, απ’ την ανοιχτή του μπούκα. Γράφτηκε μια στιγμή στον θολό αγέρα: ένα μαύρο πουλί. Πέρασε.
― Θε μου! είπε και τινάχτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Θα τραβά για κει.
― Τι είπες; λέει η γριά.
Η άλλη την κοίταξε επίμονα, ανάλγητα.
― Θα παραλογάς εσύ λέω! Δεν κατακάθεσαι πια; Δεν κατακάθεσαι;
Το κατακόρυφο σχήμα· το μαύρο πουλί· η μικρή αδερφή της Θήβας.
Η γυναίκα της Καστοριάς σηκώνεται.
― Θέλω να ξεμουδιάσω λίγο. Πάλι θα βγω λίγο.
― Πού θα πας; Πού θα πας; λένε τα παιδιά της. Νά ’ρθουμε κι εμείς;
― Δεν βλέπετε; Βρέχει. Καθίστε εδώ. Μπορεί να σας φέρω τίποτα.
Κατεβαίνει. Στην αρχή περπατά με προφύλαξη, να μην τσαλαβουτά στους λάκκους με το νερό. Ύστερα τα βήματά της ανοίγουν ολοένα. Σε λίγο τρέχει σα να την κυνηγούν. Τρέχει. Στρίβει το δρόμο. Το πεύκο είναι εκεί, λίγο θολό μες στη βροχή. Τρέχει.
― Αχ!
Έπεσε πάνω στην αδερφή της Θήβας στενάζοντας με ανακούφιση. Έκλαιγε.
― Τι είναι; λέει η κόρη.
― Τίποτα. Έλεγα πως δε θα ’σουν, πως κάτι θα σου ’τυχε.
Τι να της τύχει; Έμενε πάντα εκεί. Κοντά στο μισόγεμο λάκκο του μικρού αδερφού, κοντά στο πεύκο του μεγάλου.
― Μπας κι ήρθε; Το είδα που πέρασε. Το κοράκι.
― Ήρθαν πάλι. Δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά. Πάλι τα ’διωξα.
Τώρα πια η μικρή αδερφή δεν κλαίει. Φαίνεται κουράστηκε. Τα μάτια της είναι κόκκινα· μόνο που κάθε τόσο σκοτεινιάζουν, σα να δουλεύει πίσω τους η απόφαση. Σιγά. Σιγά.
Μουρμουρίζει. Μόλις ακούγεται.
― Λέω τη νύχτα… Τώρα που μάθανε… Τώρα αρχίζω να φοβάμαι τη νύχτα.
― Τι είναι τη νύχτα;
― Λέω μπας κι έρθουν τη νύχτα. Πετούν τα κοράκια τη νύχτα; Δεν ξέρω. Πάλι.
― Λες να πετούν τη νύχτα;
― Μπορεί.
Πάλι το σκοτεινό φως περνά απ’ τα μάτια σαν αστραπή. Η αδερφή της Θήβας δεν είναι πια η ίδια γυναίκα, αυτή που έκλαιγε, που μοιρολογούσε. Το πρόσωπό της έχει γίνει τραχύ, όσο πάει γίνεται πιο πολύ. Γυρίζει αργά τα μάτια δεξιά, ζερβά, σα να θέλει να μυρίσει τον αγέρα, ν’ ανιχνέψει τον κίνδυνο. Ησυχία. Ακόμα και τ’ αυτοκίνητα που περνάνε λίγο πέρα αποκεί, στο δρόμο, σα να ’ναι φαντάσματα θολά. Διαβαίνουν, φεύγουν.
― Θ’ ανεβώ στο πεύκο, λέει σιγά.
Βγάζει το μαχαίρι απ’ τον κόρφο της. Αργά. Τα μάτια της δεν ξεκολνούν τώρα απ’ το σκοινί, απ’ το κεφάλι του κρεμασμένου.
― Τι είναι να κάμεις; ρωτά η Καστοριανή.
Λέει ήσυχα:
― Θα τον θάψω.
― Κακόμοιρη! Τι μελετάς; λέει τρομαγμένη η άλλη, απροετοίμαστη ακόμα να το δεχτεί. Κι αν σε πιάσουν; Θα σβήσει πια μ’ εσένα ολάκερο το σπιτικό σας! Κακόμοιρη, τι μελετάς;
Η άλλη κάνει μια κίνηση με το χέρι:
― Μη με βαστάς. Το πήρα απόφαση.
Προχωρεί σιγά, χωρίς προφύλαξη, χωρίς ταραχή πια στο πρόσωπο, στα βήματα. Γαλήνη που είναι τώρα σ’ αυτό το πρόσωπο το στεφανωμένο με καστανά μαλλιά.
― Τι πας να κάμεις; Τι πας να κάμεις;!
Η κόρη προχωρεί πάντα στο κορμό του πεύκου. Η άλλη, σα μαγνητισμένη, βλέπει τα βήματα που πορεύονται. Τα βήματα φωνάζουν. Διστάζει. Τα βήματα φωνάζουν. Αρχίζει να τ’ ακολουθά. Όμως αυτή, η Καστοριανή, τρέμει. Το νιώθει στα γόνατά της, στα χέρια, στην καρδιά. Κοιτά καταφοβισμένη γύρω της. Ωστόσο ακολουθά σαν υπνωτισμένη.
― Τι πας να κάμεις; Τι πας;…
Η αδερφή της Θήβας έφτασε στο πεύκο. Τα χέρια της δεν είναι λεύτερα, κρατούν το μαχαίρι. Βάζει το μαχαίρι στα δόντια της, το δαγκάνει. Τώρα τα χέρια της είναι λεύτερα. Αγκαλιάζουν το δέντρο. Αρχίζει να σκαρφαλώνει. Το δέντρο είναι υγρό, τα χέρια γλιστρούν. Ξαναρχίζει. Τώρα δεν υπάρχει ο κρεμασμένος, δεν είναι εκεί πλάι. Τώρα όλα είναι πυκνωμένα στον κορμό, δεν υπάρχει παρά ένας κορμός κι ένα κλαδί ψηλά. Ίσα! Ίσα! Τα χέρια, τέλος, φτάνουν στο σταυρό του δέντρου, εκεί που αρχίζουν τα κλαδιά. Τον κρατούν γερά. Το σώμα ανεβαίνει. Τώρα βιάζεται. Ακουμπώντας τα χέρια στα κλαδιά σκύβει, σέρνεται, γλιστρά. Λίγο ακόμα! Λίγο!
― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει σιγανά η Καστοριανή από κάτω, ολοένα κοιτάζοντας δεξιά ζερβά.
Τα χέρια, ψηλά, πιάνουν το σκοινί. Τα χέρια παίρνουν το μαχαίρι από τα δόντια. Η γυναίκα από κάτω βλέπει το μαχαίρι ν’ αρχίζει το έργο του στο σκοινί, ακούει τον ήχο του. Σε λίγο το κρεμασμένο σώμα, ελεύθερο, θα πέσει. Θα πέσει. Ασυναίσθητα η Καστοριανή ανοίγει τα χέρια της, αγκαλιάζει τα πόδια του κρεμασμένου να τον στηρίξει. Ρίγος την περνά βίαια καθώς αγκαλιάζει αυτό το γλιστερό, υγρό πράμα. Όπου, χραπ, αυτό γλιστρά μες τα χέρια της, λευτερωμένο από το δέντρο, χαμηλώνει, αγγίζει με τα πόδια τη γη. Τα στήθια της τώρα ακουμπούν στα στήθια του. Είναι άγριο. Δεν τολμά να το κοιτάξει στο πρόσωπο. Τα μάτια της είναι στη γη.
― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει, ενώ ολοένα σφίγγει απάνω της να το στηρίξει, να μην της φύγει το κατακόρυφο νεκρό σώμα. Γλήγορα!
Η άλλη σέρνεται νευρικά στο δέντρο για να κατέβει. Βιαστικά αγκαλιάζει τον κορμό.
― Γλήγορα! Γλήγορα!
Τέλος η αδελφή της Θήβας πατά πάλι τη γη! Πιάνει το σώμα του νεκρού απ’ το κεφάλι. Η άλλη απ’ τα πόδια.
― Στο λάκκο! Γλήγορα!
Προχωρούν. Το σκοινί, ξεκινώντας απ’ τη θελιά του λαιμού, σέρνεται στη γη, σα να συνοδεύει το σώμα. Η βροχή έχει σταματήσει. Ο μισόγεμος λάκκος έχει λίγο θολό νερό. Κάτω απ’ το θολό νερό είναι θαμμένος ο μικρός αδερφός. Οι γυναίκες αποθέτουν τώρα στο λάκκο, πάνω απ’ τον μικρό αδερφό, τον άλλο, τον κρεμασμένο. Έκαμε πλαφ. Τα μάτια των γυναικών τεζαρισμένα άγρια. Η γυναίκα της Καστοριάς τότε μόνο βλέπει το πρόσωπο του νεκρού, που κοιτάζει τον ουρανό. Είναι μελαψό, απαίσιο.
― Γιε μου…, ψιθυρίζει.
― Ρίχνε! Ρίχνε! φωνάζει η αδερφή σπρώχνοντας με τις χούφτες της το χώμα το στοιβαγμένο πλάι στο λάκκο.
Αρχίζει κι η άλλη να ρίχνει χώμα. Ήταν μαλακό, δεν αντιστεκόταν. Ρίχνουν πρώτα στα πόδια, στον κορμό. Το πρόσωπο μένει ακόμα άγγιχτο.
― Να βγάλω αυτό…, λέει η γυναίκα της Καστοριάς.
Το είχαν ξεχάσει. Ανασηκώνει το κεφάλι, βγάζει τη θελιά απ’ το λαιμό. Το σκοινί είναι σαν ζωντανό βρεμένο πράμα, σιχαμερό. Το πετά πλάι. Βγάζει και την ταμπέλα με τα γράμματα απ’ το στήθος του. Η αδερφή της Θήβας βλέπει για τελευταία φορά το πρόσωπο. Τα μουσκεμένα μαλλιά πέφτουν στο μέτωπο, σκεπάζουν τα μάτια. Με τα λασπωμένα της δάχτυλα στρώνει τα μαλλιά, λευτερώνει τα μάτια. Τα δάχτυλα μένουν. Λίγο λάσπωσε το μέτωπο. Τα δάχτυλα το καθαρίζουν το χαϊδεύουν, μια. Ακόμα μια. Ύστερα αργά το σκεπάζουν με το χώμα.
Σηκώθηκαν όρθιες. Ο ιδρώτας έτρεχε απ’ τα αγριεμένα πρόσωπά τους. Ανάσαιναν βαθιά. Άξαφνα ακούστηκε, μες στη θολούρα, σκληρός, επίμονος κρότος. Ολοένα πλησίαζε.
― Αυτό είναι, λέει η κόρη της Θήβας. Έλα! Έρχεται ο γερμανός.
Η μοτοσικλέτα ακουγόταν καθαρά, πλησίαζε. Άρπαξαν η μια την άλλη απ’ το χέρι, χίμηξαν απ’ την αντίθετη διεύθυνση προς το μέρος του φορτηγού. Έμεινε στο χώρο του πεύκου, έρημο, πάνω στον τάφο, το μαχαίρι που έκοψε το σκοινί. Γυάλιζε. Και το πεύκο κουνούσε τα φύλλα.
Πρόφτασαν να κρυφτούνε πίσω από ένα βράχο. Είδαν το γερμανό να κατεβαίνει απ’ τη μοτοσικλέτα, να προχωρεί στο πεύκο, ξαφνιασμένος να κοιτάζει: το πεύκο, τον τόπο γύρω. Είδε το κομμάτι του σκοινιού που είχε μείνει στο πεύκο να κρέμεται. Ύστερα είδε το λάκκο. Πλησίασε. Είδε το μαχαίρι, τη θελιά του σκοινιού, την ταμπέλα, αφημένα εκεί, όξω απ’ το λάκκο. Πήρε το μαχαίρι, ανέβηκε στη μοτοσικλέτα, έφυγε βιαστικά να πάει να δώσει το μαντάτο.
― Πάει να το πει! Ας φύγουμε! Ας φύγουμε γλήγορα από δω!
― Πού να πάμε; Πού λες να πάμε;
― Έλα στο φορτηγό μας! Έλα κι εσύ!
Φτάσαν λαχανιασμένες, αλλοσούσουμες στο φορτηγό. Τα παιδιά φώναζαν.
― Τι είναι; Γιατί είσαι έτσι; ρωτούσε η γυναίκα της Θράκης την Καστοριανή. Τι έπαθες;
― Τίποτα! Τίποτα!
― Ποια είν’ αυτή;
― Τίποτα. Είναι μια κοπέλα απ’ τα μέρη εδώ, απ’ τα μέρη της Θήβας.
Και στρέφοντας σ’ αυτήν:
― Έλα πάνω, της λέει, και τη βοηθά ν’ ανέβει στο αυτοκίνητο.
― Χριστέ και Παναγία! Δε φαινόσαστε καλά! λέει η γυναίκα της Θράκης. Είσαστε καταλασπωμένες. Τι έγινε;
― Τίποτα. Τίποτα.
Τα παιδιά της Καστοριανής ρωτούσαν αν τους έφερε τίποτα να φάνε. Ήταν σα χαμένη, ο νους της γύριζε αλλού, έτρεμε. Η πράξη άρχιζε, τώρα μόλις, να κάνει το έργο της μέσα της, έχυνε το δέος κύματα κύματα.
― Ναι…, ναι…, έλεγε στα παιδιά της να τα ησυχάσει. Σωπάστε τώρα. Το βράδυ θα φάτε. Το βράδυ.
― Εγώ λέω, εσύ κόρη μου είσαι για τα σίδερα, κάνει η γριά της Θράκης. Δεν κάθεσαι, λέω, να δεις τα μωρά σου; Τι κάνεις μ’ αυτά τα πάνε κι έλα; Και τούτη εδώ τι θέλει;
― Είναι από τη Θήβα. Θα την πάρουμε ίσαμε τη Θήβα.
― Να δούμε τι λέει κι ο άνθρωπος που ορίζει το αυτοκίνητο! Τώρα κάνεις κουμάντο και στο ξένο πράμα;
― Όχι δεν κάνω κουμάντο. Όμως, πού είναι αυτός; Ακόμα δε φάνηκε;
― Ακόμα. Μου φαίνεται πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά.
Η ώρα περνά. Πάλι είναι ησυχία μες στο φορτηγό. Στο δρόμο έξω περνούν τ’ αυτοκίνητα, γλιστρούν, φεύγουν. Πάλι βρέχει λίγο.
― Θαρρώ πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά…
Σιγά σιγά η λέξη σχηματίζει κύκλους, τους μεγαλώνει, ολοένα. Να ξενυχτήσουν εκεί; Η αδερφή της Θήβας σα να συνεφέρνει, μόλις. Σα να είχε γίνει ένα κενό ανάμεσα σ’ αυτή και στο έργο της. Και τώρα, πάλι γυρίζει η μνήμη της να δεθεί με την πράξη.
«Να ξενυχτήσουν εκεί; Είπε να ξενυχτήσουν;»
― Τι είπε; Τι είπε; λέει στη γυναίκα της Καστοριάς.
― Είπε, μπας και δεν προφτάσει ο οδηγός να σιάξει την μηχανή πριν νυχτώσει. Μπας και μείνουμε τη νύχτα εδώ.
― Εδώ; Να μείνουμε εδώ; Πλάι σ’ αυτό;
Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τη σκέψη της. Ένα κρότος επίμονος, βαρύς, ολοένα πιο ευδιάκριτος άρχισε να φτάνει απ’ το μέρος του δρόμου της Θήβας. Δεν ήταν αυτοκίνητο. Ήταν σαν εκείνον τον άλλο, τον γνώριμο, τον δεμένο με την άγρια πράξη τους. Μόνο που τούτος ήταν πιο δυνατός, πιο πυκνός.
― Ακούς;
― Ναι, λέει η Καστοριανή. Τι είναι;
― Άκουσε καλά!
― Ακούω! Ακούω! Λες να είναι…;
Λίγο στάθηκε:
― Λες να είναι αυτός, ο πριν;
Έξαλλη πετάχτηκε η κόρη:
― Είναι αυτός σου λέω! Δεν είναι αυτός μονάχα! Είναι πολλοί! Έρχουνται! Είναι πολλοί, κι έρχουνται!
Οι κρότοι από πολλές μοτοσικλέτες που πλησίαζαν δεν άφηναν τώρα καμιά αμφιβολία.
― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! Θα με πιάσουν!
Τα μωρά ξεσηκώθηκαν, οι Θρακιώτισσες, ρωτούσαν με αγωνία:
― Τι είναι αυτά που λες; Τι είναι αυτά; Τι γερμανοί λέει, και τι φοβάται;
― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! φώναζε η Θηβαία. Φύγε κι εσύ! φώναζε στην Καστοριανή. Φύγε!
Χίμηξε προς τη μπούκα του αυτοκινήτου.
Την ίδια στιγμή ένα άλλο φορτηγό φάνηκε να έρχεται απ’ τη Θήβα τραβώντας για τη Λιβαδειά. Ήταν σαράβαλο, αγκομαχούσε ν’ ανοίξει όσο γίνεται ταχύτητα.
― Τι καθόσαστε εδώ! φώναξε ο οδηγός στο σταματημένο φορτηγό. Έρχουνται οι γερμανοί! Θάψαν τον κρεμασμένο, κι έρχονται! Θα σας σκοτώσουν αν σας βρουν!
Είπε, χάθηκε.
Η αναστάτωση πια μες στο φορτηγό ήταν μεγάλη.
― Παναγία μου! Τι είν’ αυτά για κρεμασμένους και για γερμανούς; έλεγε η γυναίκα της Θράκης.
― Βιαστείτε! Βιαστείτε! φώναξε η αδερφή της Θήβας, κατεβασμένη κάτω. Κάντε γλήγορα!
― Έρχουμαι! Έρχουμαι! μάζευε τα παιδιά της η Καστοριανή.
Τους έβαζε από ένα μπόγο στο χέρι, αυτή πήρε δυο χράμια τους και το ταγάρι. Ασυναίσθητα, μηχανικά.
― Άιντε κ’ εσείς! φώναζε στις Θρακιώτισσες. Κάντε γλήγορα! Έρχουνται, κι είναι φόβος! Γλήγορα!
― Αχ, Παναγία μου, τι είναι πάλι τούτο; Τι είναι πάλι τούτο; έλεγε η γυναίκα της Θράκης κατεβάζοντας τα δυο παιδιά της.
Πήραν όλοι στα χέρια τους ό,τι ήταν πιο πρόχειρο, κατεβήκαν. Οι κρότοι απ’ τις μοτοσικλέτες ήταν πια κοντά. Όπου να ’ναι θα φτάναν στη στροφή του δρόμου.
― Αποδώ! Αποδώ!
Η Θηβαία, ξέροντας τα κατατόπια, έπεσε πρώτη μες στο χωράφι απ’ τα ζερβά του δρόμου. Το βρεμένο χώμα ήταν δύσκολο, κολνούσε στα πόδια τους.
― Ελάτε! Ελάτε!
Τρέχαν. Τρέχαν.
― Να προφτάσουμε να πάμε κει! Εκεί θα μας κρύψει ο βράχος. Να προφτάσουμε το βράχο!
Στο μικρό λόφο που υψωνόταν εκεί, ο μαύρος βράχος σφάνταζε. Η βροχή είχε σταματήσει, το πούσι αραίωνε. Και οι κρότοι απ’ τις μοτοσικλέτες σώπασαν. Σίγουρα οι γερμανοί θα είχαν φτάσει στο τόπο του πεύκου. Τώρα θα εξέταζαν. Όπου να ’ναι θ’ άρχιζαν να κάνουν έρευνες γύρω.
Το μικρό κοπάδι των κυνηγημένων λαχανιασμένο έφτασε στο βράχο. Η γριά βλαστημούσε και καταριόταν.
― Α, που να σας πάρει ο τρισκατάρατος! Α, που να σας πάρει η κατάρα! έλεγε στις δυο γυναίκες. Σε τι μπελάδες μας βάλατε! Ξεβουλώστε το και πέστε μας: Τι έγινε; Γιατί φύγαμε;
― Μίλησε λοιπόν! Τι είναι; έλεγε και η άλλη, η γυναίκα της Θράκης. Πες μας τι είναι; Για τι κρεμασμένο έλεγε αυτός; Τι έλεγε;
― Κοιτάξτε κει! Κοιτάξτε! είπε η αδερφή της Θήβας.
Προστατεμένες πίσω απ’ το μεγάλο βράχο κοίταζαν. Ο δρόμος αποκεί θα ’ταν ίσαμε οχτακόσια χίλια μέτρα μακριά. Οι γερμανοί, με τα όπλα στο χέρι, προχωρούσαν στο δρόμο, ψάχναν. Ένας δυο άφησαν το δρόμο, μπήκαν λίγο μες στα πλαϊνά χωράφια, κοίταζαν τα χαντάκια, γύριζαν. Φτάσαν στο έρημο φορτηγό. Το τριγύρισαν. Ένας ανέβηκε μέσα. Κάποιος άλλος τράβηξε πηγαίνοντας πίσω, να ειδοποιήσει τον αξιωματικό τους. Γύρισαν με τον αξιωματικό. Κουβέντιαζαν. Φαίνεται πως παίρναν απόφαση. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο φορτηγό, κάτι κατέβασε, αποκεί. Ύστερα άρχισε να φέρνει βόλτα γύρω, κουνούσε τα χέρια του, κάτι έκανε. Σα να έριχνε κάτι στο φορτηγό.
― Τι κάνουν; Αναρωτιόταν στο βράχο, μη μπορώντας να ξεχωρίσουν καθαρά το τι γινόταν.
Σε λίγο οι φλόγες τινάχτηκαν, τύλιξαν το φορτηγό.
― Θε μου!
― Βάλαν φωτιά! Βάλαν φωτιά!
― Το καίνε!
― Το καίνε! Χαθήκαμε!
Τα τελευταία υπάρχοντά τους καίγονταν μες στο φορτηγό. Ό,τι είχαν πάρει πριν από λίγο στη βιασύνη τους, το βλέπαν τώρα πως ήταν ασήμαντο.
― Είμαστε γυμνοί πια! Πάμε σε ξένο τόπο ολόγυμνοι!
― Θε μου, γιατί μας τυραννάς τόσο; Τι κάναμε, Θε μου;…
Ολοφύρονταν οι Θρακιώτισσες. Κλαίγαν τα παιδιά. Κοίταζαν τη φωτιά και κλαίγαν.
― Α, εσύ διαολόπραμα! μούγκριζε η γριά στρέφοντας στην κόρη της Θήβας. Εσύ ’σαι ο αίτιος! Κανείς δε μου το βγάζει απ’ το μυαλό μου πως εσύ είσαι! Τι ήθελες, φίδι, και βρέθηκες στο δρόμο μας;
Χίμηξε απάνω της, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, έσερνε τα νύχια της στα μάγουλά της.
―Διαολόπραμα! Κουτάβι! Ποια οργή σ’ έστειλε μπροστά μας;! Ποια κατάρα;
― Μη! Μη! χύθηκε να τη γλιτώσει η Καστοριανή. Μη, κι είναι κρίμα πια, έλεγε. Φτάνει η πίκρα της πια. Φτάνει, και ξεχείλισε! Εγώ το ’καμα. Εγώ.
Η κόρη της Θήβας κάθεται εκεί, με τα μαύρα της μαλλιά, με το χλωμό της πρόσωπο, ασάλευτη, να τη δέρνουν, να τη σκίζουν. Δεν έκανε καμιά κίνηση να προφυλαχτεί. Τίποτα. Μόνο έκλαιγε σιγανά, τα δάκρυα τρέχαν στο ατάραχο πρόσωπο.
― Μη σου λέω! Μη! φώναζε έξαλλη η γυναίκα της Καστοριάς. Εγώ το ’καμα σου λέω! Εγώ φταίω! Εγώ τον ξεκρέμασα!
Ήταν απίθανο, αυτή η σιγανή, η ήμερη ύπαρξη, έτσι που ξαφνικά είχε στυλωθεί και πάλευε και φώναζε:
― Εγώ φταίω σας λέω! Εγώ τον ξεκρέμασα! Εγώ!
Τι είπε; Τον ξεκρέμασε είπε;
Τα χέρια της γριάς που χτυπούσαν την κόρη της Θήβας λύθηκαν, την άφησαν.
― Τον ξεκρέμασες είπες; Ποιον ξεκρέμασες;
Έβλεπε την Καστοριανή κατάματα.
― Τον ξεκρέμασα είπα! Αυτόν που κρέμασαν οι γερμανοί! Τον ξεκρέμασα και τον έθαψα. Κι οι γερμανοί θα σκοτώσουν αυτόν που τον έθαψε. Θα σκοτώσουν όποιον βρουν!
Χύθηκαν τα παιδιά της απάνω της.
― Μάνα μου! Μάνα μου!
― Το έκαμες αυτό; Το έκαμες αυτό; στεκόταν σα χαζή και την κοίταζε η γριά.
― Το έκαμα! Το έκαμα!
― Άχου τρισκατάρατη! Άχου δαιμονισμένη! Άχου, που να σε πάρει η κόλαση! Και τι σ’ ένοιαζε εσένα για κρεμασμένους;
― Τι καθόμαστε, λοιπόν; Τι καθόμαστε; φώναξε η γυναίκα της Θράκης. Πάμε να φύγουμε και θα μας φτάσουν! Πάμε να φύγουμε!
Με τον τρόμο στα μάτια, με χέρια που τρέμαν σήκωσαν τα λίγα πράματα που είχαν πάρει μαζί τους.
― Πού να πάμε; Προς τα πού να πάμε;
Όλα τα μάτια ήταν γυρισμένα στην αδερφή της Θήβας. Ατάραχη πάντα, κοίταζε χαμηλά τον καπνό. Λίγο πέρα απ’ τον καπνό, τον τόπο του πεύκου. Σα να ήταν ξένη εκεί.
― Εσένα λέω! Πού να πάμε! Προς τα πού να πάμε;
― Αποδώ, είπε σιγανά.
Πάλι:
― Αποδώ είναι το βουνό.
Πάλι:
― Αποδώ είναι το βουνό μας.
Τότε όλοι σήκωσαν τα μάτια, το κοίταξαν. Στέρεη γραμμή, γυμνή, ατάραχη.
Ολοένα το βράδυ ερχόταν. Βάδιζαν σιωπηλοί. Μπροστά η αδερφή της Θήβας, πίσω τα πρόσωπα της Θράκης, τα πρόσωπα της Καστοριάς. Πλησίαζαν το βουνό. Στους βράχους του, στα φαράγγια του κάποτε είχε ακουστεί η σπαραχτική κραυγή. Ο τυφλωμένος Οιδίποδας πορευόταν για τον Κολωνό. Ο Οιδίποδας χάθηκε. Όμως ο θρήνος μένει στο βουνό δεμένος με τους βράχους. Περιμένει.
Έλλη Αλεξίου (επιμ.). 1965. Ανθολογία ελληνικής αντιστασιακής λογοτεχνίας (1941–1944). Τόμος Ι: Πεζά. 2η έκδ. Berlin: Akadamie Verlag & Αθήνα: Ηριδανός. Και στο Ηλίας Βενέζης. 1996. Έξοδος. Το χρονικό της Κατοχής. Αθήνα: Εστία. [1η έκδ.: 1950, Αθήνα: Άλφα.]
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου