Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Vian Boris. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Vian Boris. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Boris Vian - Ποιήματα

 ΜΠΟΡΙΣ ΒΙΑΝ,ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΝOEL ARNAUD,

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ, 1992)


ΑΚΟΜΑ ΕΝΑΣ


Ακόμα ένας

Μα χωρίς αιτία

Αφού οι μισοί

Ρωτάνε ό,τι ρωτούν κι οι άλλοι μισοί

Αφού τους απαντάνε με τα λόγια των άλλων

Τι άλλο πια κι εσύ να κάνεις

Παρά να γράφεις σαν τους άλλους

Και νʼ αμφιβάλλεις

Να επαναλαμβάνεις

Να ψάχνεις

Να ζητάς

Τίποτα να μη βρίσκεις

Νʼ αηδιάζεις

Και να λες

Σε τίποτα δε βγάζει

Θα ʼταν καλύτερα να κέρδιζες τη ζωή σου

Μα τη ζωή μου εγώ την έχω, τη ζωή μου

Να την κερδίσω δεν υπάρχει ανάγκη

Πρόβλημα αυτό δεν είναι

Δεν είνʼ εκεί το πρόβλημα

Προβλήματα θαρρώ είναι τα υπόλοιπα

Όμως τα έχουν όλα επισημάνει

Για όλα έχουν ρωτηθεί

Και για τα πιο ασήμαντα

Λοιπόν τι άλλο πια μου μένει

Έχουνε πάρει όλες τις λέξεις τις κατάλληλες

Όλες τις λέξεις τις ωραίες για να μιλήσεις

Τις αφρισμένες, τις ζεστές και τις μεγάλες

Τους ουρανούς, τʼ αστέρια, τα φωτάκια,

Τις άγριες, τις μαλακές σαν κύμα

Λυσσάνε, ροκανίζουνε κόκκινα βράχια

Γεμάτες με σκοτάδι και κραυγές

Γεμάτες αίμα κι αισθησιασμό

Γεμάτες με βουντούζες και ρουμπίνια

Λοιπόν εμένα τι μου μένει

Θα πρέπει να ρωτιέμαι αθόρυβα

Δίχως να γράφω δίχως να κοιμάμαι

Πρέπει να ψάχνω για λογαριασμό δικό μου

Και δίχως να το λέω, ούτε στο θυρωρό

Στο νάνο που κινιέται κάτω από τα πόδια μου

Ή στον παπά του συρταριού μου

Πρέπει να σκύβω μέσα μου

Χωρίς να παραστέκεται καμιά καλογριά

Σα χωροφύλακας να ορμήσει να μʼ αρπάξει

Και να μου μπήξει ένα μαχαίρι αλειμμένο βαζελίνη

Πρέπει να χώσω ένα μίσχο στα ρουθούνια

Την ουραιμία να εμποδίζει του εγκεφάλου

Να βλέπω οι λέξεις μου να τρέχουν

Όλοι τους έχουν αναρωτηθεί

Δεν έχω πια δικαίωμα να μιλάω

Έχουνε πάρει τα ωραία και τα λαμπρά

Όλα τους τώρα βρίσκονται ψηλά

Εκεί που είναι θρονιασμένοι οι ποιητές

Με λύρες αυτοκίνητες

Με λύρες ατμοκίνητες

Με λύρες σαν αλέτρια

Και Πήγασους από αντιδραστήρες

Δεν έχω θέμα πια

Κι οι λέξεις που μου μένουν είναι ανούσιες

Βλακώδεις λέξεις άνοστες

Έχω το εγώ, αυτός, αυτή, αυτές

Έχω το του, ποιος, ποιο και τι

Τι να ʼναι, κείνος, κείνη, αυτοί, εμείς, εσείς και ούτε

Πώς θέλετε να γράψω ποίημα

Με τέτοιες λέξεις;

Ε, λοιπόν, ας είναι, δε θα γράψω.


ΑΝ ΕΒΡΕΧΕ ΔΑΚΡΥΑ


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν πεθαίνει μιʼ αγάπη

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν βαραίνουν οι καρδιές


Σʼ ολόκληρη τη γη

Για ένα σαραντάμερο

Δάκρυα πικρά

Θα πνίγανε τους πύργους


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν πεθαίνει ένα παιδί

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν γελάνε οι κακοί


Σʼ ολόκληρη τη γη

Με γκρίζα κύματα και κρύα

Δάκρυα πικρά

Το παρελθόν θα τάραζαν


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν χανόμαστε κάτω απʼ τα τείχη


Σʼ ολόκληρη τη γη

Θα γίνονταν κατακλυσμός

Από τα δάκρυα τα πικρά

Των δικαστών και των ενόχων


Αν έβρεχε δάκρυα

Κάθε φορά που ο θάνατος

Κραδαίνοντας τα όπλα του

Σκίζει τα σκηνικά


Σʼ ολόκληρη τη γη

Δε θα ʼμενε πια τίποτα

Παρά τα δάκρυα τα πικρά

Του πένθους και της φρίκης.


ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΖΩ


Γιατί να ζω

Γιατί να ζω

Για το πόδι το χλωμό

Κάποιας ξανθιάς

Στον τοίχο ακουμπισμένο

Κάτω από πλούσιο ήλιο

Για το πανί το στρογγυλό

Ενός καϊκιού στενόμακρου

Για της κουρτίνας τη σκιά

Τον κρύο μου καφέ

Για νʼ ακουμπάω την άμμο

Για να κοιτάω το βυθό

Που τόσο είναι γαλάζιος

Που κατεβαίνει έτσι βαθιά

Μαζί με τα ψαράκια

Τα ήρεμα ψαράκια

Βοσκάνε κάτω εκεί

Ή φτερουγίζουν πάνω

Από φύκια μαλλιά

Σαν πουλιά βραδυκίνητα

Σα γαλάζια πουλιά

Γιατί τάχα να ζω

Μα γιατί είνʼ ωραίο.


ΕΧΟΥΝΕ ΟΛΑ ΕΙΠΩΘΕΙ ΕΚΑΤΟ ΦΟΡΕΣ


Έχουνε όλα ειπωθεί εκατό φορές

Και μάλιστα καλύτερʼ από μένα

Αν λοιπόν γράφω στίχους

Είναι γιατί μʼ αρέσει

Είναι γιατί μʼ αρέσει

Είναι γιατί μʼ αρέσει

Να μπαίνω στο ρουθούνι σας.


ΘΑ ʼΘΕΛΑ


Θα ʼθελα

Θα ʼθελα

Να γίνω μέγας ποιητής

Και με δαφνόφυλλα σωρό

Να με στολίζουν

Να όμως που

Δεν με τραβάνε-όσο πρέπει-τα βιβλία

Και η ζωή μʼ απασχολεί τόσο πολύ

Και τους ανθρώπους αγαπώ τόσο πολύ

Που δε μου είναι μπορετό να γράφω πάντα

Μονάχα περί ανέμων

Και υδάτων.


ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΡΚΙΝΟ

ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ


Θα πεθάνω από καρκίνο της σπονδυλικής στήλης

Θα ʼναι βράδυ τρομερό

Φωτεινό, ζεστό, μυρωμένο, ηδονικό

Θα πεθάνω από κάποια κύτταρα

Που σάπισαν

Θα πεθάνω μʼ ένα πόδι φαγωμένο

Από γιγάντιο ποντικό βγαλμένο από γιγάντια τρύπα

Θα πεθάνω από εκατό γδαρσίματα

Ο ουρανός θα πέσει πάνω μου

Και θα κομματιαστεί σαν κρύσταλλο βαρύ

Θα πεθάνω από μια έκρηξη

Που θα τρυπάει τʼ αυτιά

Θα πεθάνω από υπόκωφες πληγές

Στις δύο τα ξημερώματα

Που αναποφάσιστοι και φαλακροί φονιάδες θα μʼ ανοίξουν

Θα πεθάνω χωρίς να ξέρω

Πως πεθαίνω, θα πεθάνω

Κάτω απʼ τα στεγνά ερείπια τυλιγμένος

Με χίλια μέτρα μπαμπακιού

Πνιγμένος μες στο λάδι του κενού

Στα πόδια χτυπημένος από ζώα αδιάφορα

Κι αμέσως ύστερα από ζώα διάφορα

Θα πεθάνω γυμνός ή ντυμένος στα κόκκινα

Ή ραμμένος σε σάκο γεμάτο λεπίδες

Θα πεθάνω με άβαφτα ίσως

Των ποδιών μου τα νύχια

Και τα χέρια γεμάτα με δάκρυα

Και τα χέρια γεμάτα με δάκρυα

Θα πεθάνω με ξεριζωμένα βλέφαρα

Κάτω από ένα λυσσασμένο ήλιο

Όταν σιγά μου πούνε

Λόγια μοχθηρά στʼ αυτί

Θα πεθάνω βλέποντας να βασανίζουνε παιδιά

Και άντρες έκπληκτους κι ωχρούς

Θα πεθάνω ζωντανός ενώ σκουλήκια

Θα με τρώνε, θα πεθάνω με

Δεμένα χέρια κάτω από ʼνα καταρράχτη

Θα πεθάνω μέσα σε φωτιά θλιμμένη

Θα πεθάνω λίγο, θα πεθάνω πολύ,

Χωρίς πάθος, αλλά μʼ ενδιαφέρον

Και μετά όταν όλα θα ʼχουνε τελειώσει

Θα πεθάνω.


ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΚΥΛΕ


Βλέπω στο δρόμο ένα σκυλί

Του λέω: Τι κάνεις σκύλε;

Φαντάζεστε ποτέ να μʼαπαντούσε;

Όχι; Ε, να λοιπόν που ωστόσο μʼ απαντάει

Αν και γιʼαυτό βεβαίως εσείς δε δίνετε πεντάρα

Έτσι όταν βλέπω γύρω μου ανθρώπους

Να προσπερνάνε τα σκυλιά χωρίς καν ένα βλέμμα

Νιώθω βαθιά ντροπή για τους γονιούς τους

Και των γονιών τους τούς γονιούς

Γιατί μια τόσο φοβερή ανατροφή

Προϋποθέτει τρεις γενιές -δεν υπερβάλλω διόλου!-

Σύφιλη κληρονομική

Όμως προσθέτω

-Μην τυχόν και ταραχτεί κανένας-

Ότι τα πιο πολλά σκυλιά συνήθως δε μιλάνε.


Ο ΛΙΠΟΤΑΧΤΗΣ


Κύριε Πρόεδρε

Σας γράφω ένα γράμμα

Που ίσως να διαβάσετε

Αν έχετε καιρό.


Φτάσανε τα χαρτιά μου

Πως πρέπει να καταταγώ

Να φύγω για τον πόλεμο

Τʼ αργότερο Τετάρτη.


Όμως Κύριε Πρόεδρε

Δεν πρόκειται να πάω

Δεν βρέθηκα σʼ αυτή τη γη

Για να σκοτώνω αθώους.


Δε θέλω να θυμώσετε

Μα πρέπει να σας πω

Πως το ʼχω πάρει απόφαση

Να γίνω λιποτάχτης.


Βλέπω στη λίγη μου ζωή

Πως πέθανε ο πατέρας μου

Πως φύγανε τʼ αδέρφια μου

Και τα παιδιά μου κλαίνε.


Η μάνα μου απʼ τα βάσανα

Τώρα βαθιά στον τάφο

Γελάει με τους εξοπλισμούς

Περιγελάει τους στίχους.


Όταν με χώσαν φυλακή

Αρπάξαν τη γυναίκα μου

Αρπάξαν την ψυχή μου

Το παρελθόν που αγάπησα.


Αύριο ξημερώματα

Την πόρτα θα χτυπήσω

Στα μούτρα των νεκρών καιρών

Και θα χυθώ στους δρόμους.

Θα ζητιανέψω τη ζωή μου

Γυρνώντας τη Γαλλία

Από Βρετάνη ως Προβηγκία

Και σʼ όλους θα φωνάξω


Άρνηση στην υποταγή

Άρνηση στην κατάταξη

Μην πάει κανείς στον πόλεμο

Να φύγετε αρνηθείτε.


Αν πρέπει αίμα να χυθεί

Να δώστε το δικό σας

Αφού αυτό διδάσκετε

Σε όλους, Κύριε Πρόεδρε.


Κι αν είναι να με πιάσετε

Πέστε στους χωροφύλακες

Ότι θα είμαι άοπλος

Κι αν θέλουν, ας μου ρίξουν.


ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Στον Ζαν Μπουλλέ

για να του αλλάξω ιδέες


Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα

Την παίρνει καταρχή στα γόνατά του

Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα

Ώστε το πανταλόνι του να μην καταστραφεί

Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα

Φθείρει το ύφασμα.

Κατόπι με τη γλώσσα του κοιτάει αν της έγινε

Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών

Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.

Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή

Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα

Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά

Από ʼναν άσπρο ποντικό

Που ʼχει βαφτεί στο αίμα

Και μαλακά τραβάει την κλωστή

Να φτάσει ως το ταμπάξ.


ΜΠΟΡΙΣ ΒΙΑΝ,ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΝOEL ARNAUD,

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ, 1992


Πηγή: https://www.poiein.gr/2008/11/22/boris-vian-dhiethiaoa-aeaauaeae-i-acithoneio-iioaeueco-poiein-podcast-productions-06/

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Μπορίς Βιαν - Ποιήματα




ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ

                                              Στην Οντέτ Μποστ


Στα σπίτια που πεθαίνουν τα παιδιά
Μπαίνουνε κάτι γέροι
Θρονιάζονται στο διπλανό δωμάτιο
Μ’ ένα ραβδί ανάμεσα στα μαύρα γόνατά τους
Ακούν προσεχτικά, κουνάνε το κεφάλι.

                                           *

Κάθε που βήχει το μικρό
Τα χέρια τους κολλάνε στην καρδιά τους
Μεταμορφώνονται σε κίτρινες τεράστιες αράχνες
Σπαράζει ο βήχας στις γωνίες των επίπλων
Υψώνεται ελαφρά σαν πεταλούδα ωχρή
Σκοντάφτει στο ασήκωτο ταβάνι.

                                           *

Χαμογελάνε αόριστα
Και κόβεται ο βήχας του παιδιού
Οι κίτρινες τεράστιες αράχνες
Κάθονται τρέμοντας
Στις λείες λαβές των ξύλινων
ραβδιών, ανάμεσα στα σιδερένια γόνατα.

                                           *

Κατόπιν, σαν πεθαίνει το παιδί
Σηκώνονται και φεύγουνε γι’ αλλού…





ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

                                              Στον Μπρενό


Της αθανασίας το κατώφλι
Είναι ψηλό, από πέτρα, όλο φυτά
Ούτε που παίρνεις είδηση πως το περνάς
Από την άλλη όμως πλευρά
Πουλιά χωρίς φτερά χωρίς νερά
Βγάζουν κραυγές που σε σπαράζουν…





ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

                                              Στον Βικτουρουγκό


Είναι γνωστό πως για να γράψει ο ποιητής
Πρέπει να τον βαρέσει η έμπνευση
Υπάρχουν όμως άνθρωποι π’ όσο κι αν τους βαρέσει
Τίποτα δεν παθαίνουνε.





ΑΝ ΕΒΡΕΧΕ ΔΑΚΡΥΑ


Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει μι’ αγάπη
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν βαραίνουν οι καρδιές

Σ’ ολόκληρη τη γη
Για ένα σαραντάμερο
Δάκρυα πικρά
Θα πνίγανε τους πύργους

Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει ένα παιδί
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν γελάνε οι κακοί

Σ’ ολόκληρη τη γη
Με γκρίζα κύματα και κρύα
Δάκρυα πικρά
Το παρελθόν θα τάραζαν

Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη

Σ’ ολόκληρη τη γη
Θα γίνονταν κατακλυσμός
Από τα δάκρυα τα πικρά
Των δικαστών και των ενόχων

Αν έβρεχε δάκρυα
Κάθε φορά που ο θάνατος
Κραδαίνοντας τα όπλα του
Σκίζει τα σκηνικά

Σ’ ολόκληρη τη γη
Δε θα ’μενε πια τίποτα
Παρά τα δάκρυα τα πικρά
Του πένθους και της φρίκης.





ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
 
                                              Τω μπαιδιών μου


Είν’ η ζωή φτιαγμένη από ’να σωρό πράματα
Γι’ αυτό πια δε χωράει κουβέντα
Όμως μπορεί κανένας βέβαια ν’ αλλάξει γνώμη
Αφού αυτό που έχει σημασία είν’ η συζήτηση.
Είν’ η ζωή ωραία και μεγάλη.
Με φάσεις που διαδέχονται η μια την άλλη
Με μια κανονικότητα σχεδόν τερατική
Αφού η σειρά τους είναι πάντα ορισμένη
Α η ζωή, γεμάτη ενδιαφέρον
Πάει κι έρχεται
Σα ζέβρα.

Μπορεί να τύχει κάποιος να πεθάνει
− Αλλά κι αυτό μπορεί να γίνει όμορφα.
Ωστόσο τίποτε με τούτο δεν αλλάζει:
Είν’ η ζωή φτιαγμένη από ’να σωρό πράματα
Κι από μιαν άποψη θυμίζει ακόμα κι άλλα
Που δεν τα ξέρουμε καλά, που δεν τα μάθαμε καλά
Μα που σ’ αυτά δεν πρόκειται ποτέ να επανέλθουμε.




Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης & Θανάσης Θ. Νιάρχος



Από το βιβλίο «Μπορίς Βιαν, Ποιήματα»
(Εισαγωγή: Noèl Arnaud, Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης & Θανάσης Θ. Νιάρχος),
Εκδόσεις Γνώση (β΄ έκδοση 1992).

Στην πάνω εικόνα: Boris Vian en 1948, photo Studio Harcourt rognée.
Πηγή για την εικόνα: Βικιπαίδεια.


Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2023/08/blog-post.html

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Boris Vian - Ο αιχμάλωτος


1
Ένας στρατιώτης σέρνονταν στὸ δρόμο
Οἱ καρποὶ τῶν χεριών του δεμένοι
Ένας στρατιώτης σέρνονταν στο δρόμο
Μὲ τὰ παλιὰ παπούτσα του
Κατὰ μῆκος τῆς πόλης
Στεκόντουσαν χήρες
Ποὺ βλέποντάς τον τόσο λυπημένο
Τὰ κλάματα μπῆγαν
Προχώρα, γενναῖε στρατιώτη, προχώρα
Σὲ πιάσαν αἰχμάλωτο
2
Σὲ κλεῖσαν σ' ἕνα φρούριο
Οἱ καρποὶ τῶν χεριῶν σου δεμένοι
Σὲ κλεῖσαν σ' ἕνα φρούριο
Νὰ κρέμεσαι ἀπ᾿ τὰ πόδια
Ήρθανε ἄνθρωποι
Μ᾿ ἀκονισμένες λάμες
Τὸ αἷμα ἀρχίνισε νὰ τρέχει στὸ γυμνό σου δέρμα
Νὰ κάνει ποταμάκια
Μίλα, γενναῖε στρατιώτη, μίλα
᾿Αφοῦ σ᾽ ἔχουν αἰχμάλωτο
3
Ἂν πῶ αὐτὰ ποὺ μοῦ ζητοῦν
Θὰ μ᾿ ἀφήσουν νὰ φύγω
“Ἂν πῶ αὐτὰ ποὺ μοῦ ζητοῦν
Θὰ μ᾿ ἐλευθερώσουνε
᾿Αλλ᾽ ἂν θελήσω στη σιωπή μου νὰ κλειστῶ Δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ξαναδῶ
Οὔτε μάνα οὔτε γυναίκα
Οὔτε παιδιὰ
Κλάψε, γενναῖε στρατιώτη, κλάψε
Νὰ κλάψεις πρέπει ὅπως ταιριάζει
Σ' ἕνα αἰχμάλωτο
4
Μόλις πούλησε τοὺς συντρόφους του
Τὸν ἄφησαν
Μόλις πούλησε τούς συντρόφους του
Τὸν ἄφησαν νὰ φύγει
Σηκώνοντας τὴν ἄμοιρη ντροπή του
Τὸ ἄμοιρο τὸ πληγωμένο του κορμί
Τὸ δρόμο πῆρε
Μὲ τὰ παλιὰ παπούτσα του
Προχώρα, γενναῖε στρατιώτη, προχώρα
᾿Αφοῦ εἶσ᾽ ἐλεύθερος
5
Σὰ γύρισε σπίτι του
Καιρὸς πολὺς εἶχε κυλήσει
Σὰ γύρισε σπίτι του
Βρῆκ᾽ ἕνα γράμμα
Συχώρα με, ἄντρα μου,
Δὲν μπορεῖ κανένας πάντα νὰ πλαγιάζει
Μ᾿ ἕνα ὄνειρο
Καὶ νὰ ξεχνάει τὸν ἔρωτα
Ψόφα, γενναῖε στρατιώτη, ψόφα
Καλύτερα θὰ κάνεις νὰ ψοφήσεις
Θὰ ρθοῦμε νὰ σὲ θάψουμε...

Μπορίς Βιάν
Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης & Θανάσης Θ. Νιάρχος (Εκδ. Γνώση 1η εκδ 1982, 2η εκδ 1991-1992)

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Boris Vian - Λιποτάχτης


Boris Vian- Le déserteur

Κύριε Πρόεδρε
Σας γράφω ένα γράμμα
Που ίσως να διαβάσετε
Αν έχετε καιρό.
 
Φτάσανε τα χαρτιά μου
Πως πρέπει να καταταγώ
Να φύγω για τον πόλεμο
Τ’ αργότερο Τετάρτη.
 
Όμως Κύριε Πρόεδρε
Δεν πρόκειται να πάω
Δεν βρέθηκα σ’ αυτή τη γη
Για να σκοτώνω αθώους.
 
Δε θέλω να θυμώσετε
Μα πρέπει να σας πω
Πως το ’χω πάρει απόφαση
Να γίνω λιποτάχτης.
 
Βλέπω στη λίγη μου ζωή
Πως πέθανε ο πατέρας μου
Πως φύγανε τ’ αδέρφια μου
Και τα παιδιά μου κλαίνε.
 
Η μάνα μου απ’ τα βάσανα
Τώρα βαθιά στον τάφο
Γελάει με τους εξοπλισμούς
Περιγελάει τους στίχους.
 
Όταν με χώσαν φυλακή
Αρπάξαν τη γυναίκα μου
Αρπάξαν την ψυχή μου
Το παρελθόν που αγάπησα.
 
Αύριο ξημερώματα
Την πόρτα θα χτυπήσω
Στα μούτρα των νεκρών καιρών
Και θα χυθώ στους δρόμους.
 
Θα ζητιανέψω τη ζωή μου
Γυρνώντας τη Γαλλία
Από Βρετάνη ως Προβηγκία
Και σ’ όλους θα φωνάξω
 
Άρνηση στην υποταγή
Άρνηση στην κατάταξη
Μην πάει κανείς στον πόλεμο
Να φύγετε αρνηθείτε.
 
Αν πρέπει αίμα να χυθεί
Να δώστε το δικό σας
Αφού αυτό διδάσκετε
Σε όλους, Κύριε Πρόεδρε.
 
Κι αν είναι να με πιάσετε
Πέστε στους χωροφύλακες
Ότι θα είμαι άοπλος
Κι αν θέλουν, ας μου ρίξουν.
 
 
 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
 

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Boris Vian - Αν έβρεχε δάκρυα


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν πεθαίνει μιʼ αγάπη

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν βαραίνουν οι καρδιές


Σʼ ολόκληρη τη γη

Για ένα σαραντάμερο

Δάκρυα πικρά

Θα πνίγανε τους πύργους


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν πεθαίνει ένα παιδί

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν γελάνε οι κακοί


Σʼ ολόκληρη τη γη

Με γκρίζα κύματα και κρύα

Δάκρυα πικρά

Το παρελθόν θα τάραζαν


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν χανόμαστε κάτω απʼ τα τείχη


Σʼ ολόκληρη τη γη

Θα γίνονταν κατακλυσμός

Από τα δάκρυα τα πικρά

Των δικαστών και των ενόχων


Αν έβρεχε δάκρυα

Κάθε φορά που ο θάνατος

Κραδαίνοντας τα όπλα του

Σκίζει τα σκηνικά


Σʼ ολόκληρη τη γη

Δε θα ʼμενε πια τίποτα

Παρά τα δάκρυα τα πικρά

Του πένθους και της φρίκης.


Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ.Νιάρχος

Πηγή:  http://www.poiein.gr

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Boris Vian-Ακόμα ένας


Ακόμα ένας

Μα χωρίς αιτία

Αφού οι μισοί

Ρωτάνε ό,τι ρωτούν κι οι άλλοι μισοί

Αφού τους απαντάνε με τα λόγια των άλλων

Τι άλλο πια κι εσύ να κάνεις

Παρά να γράφεις σαν τους άλλους

Και ν’ αμφιβάλλεις

Να επαναλαμβάνεις

Να ψάχνεις

Να ζητάς

Τίποτα να μη βρίσκεις

Ν’ αηδιάζεις

Και να λες

Σε τίποτα δε βγάζει

Θα ‘ταν καλύτερα να κέρδιζες τη ζωή σου

Μα τη ζωή μου εγώ την έχω, τη ζωή μου

Να την κερδίσω δεν υπάρχει ανάγκη

Πρόβλημα αυτό δεν είναι

Δεν είν’ εκεί το πρόβλημα

Προβλήματα θαρρώ είναι τα υπόλοιπα

Όμως τα έχουν όλα επισημάνει

Για όλα έχουν ρωτηθεί

Και για τα πιο ασήμαντα

Λοιπόν τι άλλο πια μου μένει

Έχουνε πάρει όλες τις λέξεις τις κατάλληλες

Όλες τις λέξεις τις ωραίες για να μιλήσεις

Τις αφρισμένες, τις ζεστές και τις μεγάλες

Τους ουρανούς, τ’ αστέρια, τα φωτάκια,

Τις άγριες, τις μαλακές σαν κύμα

Λυσσάνε, ροκανίζουνε κόκκινα βράχια

Γεμάτες με σκοτάδι και κραυγές

Γεμάτες αίμα κι αισθησιασμό

Γεμάτες με βουντούζες και ρουμπίνια

Λοιπόν εμένα τι μου μένει

Θα πρέπει να ρωτιέμαι αθόρυβα

Δίχως να γράφω δίχως να κοιμάμαι

Πρέπει να ψάχνω για λογαριασμό δικό μου

Και δίχως να το λέω, ούτε στο θυρωρό

Στο νάνο που κινιέται κάτω από τα πόδια μου

Ή στον παπά του συρταριού μου

Πρέπει να σκύβω μέσα μου

Χωρίς να παραστέκεται καμιά καλογριά

Σα χωροφύλακας να ορμήσει να μ’ αρπάξει

Και να μου μπήξει ένα μαχαίρι αλειμμένο βαζελίνη

Πρέπει να χώσω ένα μίσχο στα ρουθούνια

Την ουραιμία να εμποδίζει του εγκεφάλου

Να βλέπω οι λέξεις μου να τρέχουν

Όλοι τους έχουν αναρωτηθεί

Δεν έχω πια δικαίωμα να μιλάω

Έχουνε πάρει τα ωραία και τα λαμπρά

Όλα τους τώρα βρίσκονται ψηλά

Εκεί που είναι θρονιασμένοι οι ποιητές

Με λύρες αυτοκίνητες

Με λύρες ατμοκίνητες

Με λύρες σαν αλέτρια

Και Πήγασους από αντιδραστήρες

Δεν έχω θέμα πια

Κι οι λέξεις που μου μένουν είναι ανούσιες

Βλακώδεις λέξεις άνοστες

Έχω το εγώ, αυτός, αυτή, αυτές

Έχω το του, ποιος, ποιο και τι

Τι να ‘ναι, κείνος, κείνη, αυτοί, εμείς, εσείς και ούτε

Πώς θέλετε να γράψω ποίημα

Με τέτοιες λέξεις;

Ε, λοιπόν, ας είναι, δε θα γράψω.


(Boris Vian 1920 – 1959)


Πηγή: Μπορίς Βιάν, Ποιήματα. Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Νιάρχος, Γνώση 1992.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

Boris Vian-Πρώτος έρωτας

Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα
Την παίρνει καταρχή στα γόνατά του
Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα
Ώστε το πανταλόνι του να μην καταστραφεί
Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα
Φθείρει το ύφασμα.
Κατόπι με τη γλώσσα του κοιτάει αν της έγινε
Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών
Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.
Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή
Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα
Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά
Από ‘ναν άσπρο ποντικό
Που ‘χει βαφτεί στο αίμα
Και μαλακά τραβάει την κλωστή
Να φτάσει ως το ταμπάξ.

μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ. Νιάρχος