Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 5.1. Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 5.1. Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Νίκος Εγγονὀπουλος-Μπαλάντα της Ψηλής Σκάλας


theofilos-1

Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέη ο ποιητής
Aπολλιναίρ, υπάρχουν, οπωσδήποτε,
και μερικοί αθάνατοι. Δυνατόν να είσαστε
σεις, κύριε, μεταξύ αυτών, ή, ακόμα,
κι’ εσείς, κύριε. Δεν ξέρω. Πάντως για
ένα είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω : ότι
υπάρχουν. Δεν αποκλείεται ελάχιστοι.
Όμως υ π ά ρ χ ο υ ν.

ο Θεόφιλος κάποτες ανέβηκε
σε μια ψηλή σκάλα
– αυτόπτες μάρτυρες το λεν –
ίσως να ζωγραφίση μιαν επιγραφή
ίσως ακόμη για να συμπληρώση
το πάνω μέρος
μιας συνθέσεώς του ηρωικής

αλητόπαιδες
– αλητόπαιδες που με τον καιρό
(ως είναι φυσικό)
ανδρωθήκανε και γεράσαν
(δεν ενθυμούντανε πια τίποτε)
κι’ επεθάναν
ευυπόληπτοι και
“φιλήσυχοι αστοί” –
αλητόπαιδες – ξαναλέω –
για να παίξουνε και να γελάσουν
ετραβήξανε
την σκάλα την ψηλή

κι’ ως γκρεμοτσακιζόντανε
έντρομος
ο Θεόφιλος από τα ύψη
επρόσμεν’ ελεεινός σακάτης
θέλεις κι’ ακόμη
λιώμα
στο χώμα
να βρεθή

αλλ’ – ω του θαύματος ! –
προσεγειώθη
απόλυτα σώος κι’ αβλαβής
(πάντως κάτι σαν νάπαθε το ένα του πόδι:
χώλαινε ελαφρυά μέχρι το τέλος της ζωής)

μα ναι σας λέω
ακέργιος
απ’ την κορφή ώς τα νύχια
από την πτώση
μόνο που τα σεμνά φορέματά του
είχαν γενεί χρυσά ωσάν τον Ήλιο
το πρόσωπό του
σαν τη Σελήνη – είτανε λεν χλωμός –
σαν τη Σελήνη φωτεινό
– αυτά τα δυο αστέρια
είθισται να συνυπάρχουν
στα εικονίσματα της βυζαντινής ζωγραφικής –

και αν κατόπι επήγε να κρυφτή στη Mυτιλήνη
είχ’ έμπει στην αθανασία πια:
επέπρωτο πλέον να υπάρχη αιώνια

α θ ά ν α τ ο ς
– πιθανόν μαζύ με τον αείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του
Γεώργιο ντε Kήρυκο
και με τον Mπεναρόγια –
ανάμεσα σε τόσους
και τόσους
και τόσους Bολιώτες
που εζήσανε και πριν
και κατά τη διάρκεια
κι ύστερα
από του
τραβήγματος της ψηλής της σκάλας
τον καιρό

(Στην Kοιλάδα με τους Pοδώνες, Ίκαρος 1992)

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης…«Ο βράχος και το κύμα»



«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.

Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»

Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.

Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο

Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.

Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,

εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.

Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,

ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου

τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να ‘ταν από χιόνι

Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Μάρκος Μπότσαρης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αθανάσιος Διάκος. Έργο του Θεόφιλου

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1870-24/3/1934)



Ο Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ) είναι ο πιο γνωστός έλληνας λαϊκός ζωγράφος. Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, λόγω της ισχνής του κράσης, αλλά και της αριστεροχειρίας του. Ο αριστερόχειρας εκείνη την εποχή εθεωρείτο μειονεκτικό άτομο και προκαλούσε αρνητικά σχόλια στον περίγυρό του. Οι γονείς, αλλά και οι δάσκαλοί του προσπάθησαν με καταπιεστικό και συχνά βίαιο τρόπο να του αλλάξουν χέρι γραφής και να τον κάνουν δεξιόχειρα. Ο μικρός Θεόφιλος κλείστηκε στον κόσμο του και βρήκε αποκούμπι στη ζωγραφική.
Πολύ νέος, ακόμη, δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη, την πόλη με τους χιλιάδες Έλληνες, που είναι το οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Δουλεύει θυροφύλακας στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.
Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 φεύγει για την Ελλάδα, με την πρόθεση να καταταγεί εθελοντής. Πριν προλάβει να γνωρίσει τα πεδία των μαχών, ο πόλεμος τερματίζεται. Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Ζει μέσα στη φτώχεια και ζωγραφίζει για ψίχουλα στους τοίχους μαγαζιών του Βόλου και του Πηλίου. Παράλληλα, διασκεδάζει τους κατοίκους και γίνεται αντικείμενο αστεϊσμών με το παράξενο φέρσιμο, αλλά και τις φορεσιές του. Από νέος ακόμη, ο Θεόφιλος υιοθετεί τη φουστανέλα ως καθημερινό ένδυμα, ενώ τις Απόκριες του αρέσει να ντύνεται Μέγας Αλέξανδρος, με στολή δικής του επινοήσεως.
Τα οικονομικά του καλυτερεύουν κάπως, όταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας, ο Γιάννης Κοντός, του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του '21, αρχαίους θεούς και τοπία. Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.
Το 1927, μη μπορώντας να αντέξει ένα χοντρό αστείο που έγινε εις βάρος του, εγκαταλείπει τον Βόλο και επιστρέφει στη γενέτειρά του Μυτιλήνη. Λέγεται ότι κάποιος, για να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός καφενείου, έριξε τον Θεόφιλο από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Εν τω μεταξύ, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος μιλά με ενθουσιασμό για το έργο του Θεόφιλου στον μυτιληνιό Στρατή Ελευθεριάδη σημαίνοντα τεχνοκριτικό στο Παρίσι με το γαλλικό όνομα Τεριάν. Ο Ελευθεριάδης είναι ο άνθρωπος που επιβάλλει τον Θεόφιλο και θα τον κάνει γνωστό, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Του αγοράζει χρώματα, πινέλα και πανιά και αναθέτει στον πατέρα του να του στέλνει στο Παρίσι όσα έργα ζωγραφίζει. Τότε παρατηρείται και μία στροφή στη θεματολογία του Θεόφιλου. Τα ιστορικά και ηρωικά θέματα δίνουν τη θέση τους στα πιο οικεία, τα καθημερινά, τα κοντινά.
Μόλις άρχισε να του χαμογελά η τύχη, ο Θεόφιλος βρέθηκε νεκρός στο άθλιο καμαράκι του, στις 24 Μαρτίου 1934. Η νεκροψία έδειξε ανακοπή καρδιάς.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του Τεριάντ στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «...Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης εκφράζονται εγκωμιαστικά για την τέχνη του.
Στις 3 Ιουνίου 1961 ο Θεόφιλος περνά τις πύλες του Λούβρου για μία μεγάλη αναδρομική έκθεση. Σήμερα, έργα του υπάρχουν διάσπαρτα σε πολλά μουσεία (Βαρειάς στη Μυτιλήνη και Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα), καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/166

Πίνακες:
Αποτέλεσμα εικόνας για τα παιδια πειραζοντα τον αλητη

Τα παιδιά πειράζοντα τον αλήτην 
Αυτοκράτειρα Ευδοξία του Βυζαντίου
Άγιος Αντώνιος και Αγία Κυριακή
Αγία Αικατερίνη
Αίτνα και Βεζούβιος
Ακρογιάλι
Αδάμ και Εύα


Ερωτευμένη απελπισθείσα
Ερωτόκριτος
Η Άλωσις της Τροίας
Ελληνική Εορτή
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος

 Η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας Λάρισα και ο Πηνειός ποταμός
Ο Ηρως Μιλτιάδης Γιαταγάνας
Ο Μέγας Αλέξανδρος
Ο Οδυσσέας φέρων την Φιγένειαν εις τον Κάλφαν ιερέαν του Απόλλωνος
Παύλος Μελάς
Ο Ρήγας και ο Κοραής σώζουν την Ελλάδα
Ρομβέρτος και Ιουλία
Σερβογύφτισσες μάγισσες
Ο εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης
Το μάζεμα των ελαιών
Βάκχος
Ο Λήσταρχος Νταβέλης

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα