Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ανδρειάδη Θεοτοκά-Κοραλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ανδρειάδη Θεοτοκά-Κοραλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Κοραλία Θεοτοκά - Αμοργός


Αλλάζουν οι βράχοι, κυρά μου;
Αλλάζουν οι άνθρωποι.

Αυτό το νησί το γύρεψα μες στ’ αλωνάκι του νερού
να παίζει με τις καλαμιές ενάντια στον αέρα,
να λιχνίζει το κύμα και να επιστρέφει
στα μάτια σου, με τους αυριανούς κόσμους.
Αυτό το νησί είναι πέτρα βρεμένη, χλοϊσμένη,
πανέμορφη κατοικία πριν από το τελευταίο ταξίδι,
εωθινό μήνυμα σ’ όλες τις θάλασσες.
–Εδώ ταιριάζει η γαλήνη και η λάμψη.
–Μακριά από τα ξένα άρματα και γράμματα, Αμοργό.
Γερό κόκαλο από το ελληνικό κορμί λουσμένο στο Αιγαίο.

Τραμ, τ. 4, 1977.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Κοραλία Θεοτοκά - Δύο ποιήματα

 ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Καθώς αμίλητη αντιστέκεσαι
με το Θεό στα χείλη,
με τις αισθήσεις τεντωμένες,
καθώς αμείλικτη αντιστέκεσαι
κι άσβηστη και ανέλπιδη
μπρος στη μελλοντική πολιορκία,
χρέος σου
πριν σε κυλήσει αδιάφορα η νύχτα
στην τύχη, στη σιωπή,
χρέος σου
να τραγουδήσεις δυνατά
έναν ωραίο ύμνο.

Πηγή: Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου, Δύο Αιώνες Νεοελληνικής Ποίησης

ΟΡΙΟ

Ίσκιε, πικρό μου όριο,
σπατάλησα τη δύναμή μου πλησιάζοντας
πώς να περάσω από τα μάγια, πώς.
Πέρα από σένα το είδωλό μου μες στο φως
κι εγώ την ύπαρξή μου σέρνω αλλάζοντας.

Ορμάς κρυφά και δένεσαι μαζί μου,
με κυνηγάς, ασάλευτα με φράζεις,
με κυριεύεις καθώς μάχομαι για ν’ αποδράσω·
πιστή φρουρά που καταδιώκεις τη φυγή μου
και τ’ όραμά μου αναίσθητα ταράζεις.

Ίσκιε, πικρό μου όριο, κι αν δε σε φτάσω
θα κοιμηθώ απλά στη γη και συ σιμά θα μείνεις
ώσπου να γίνω μόριο τέφρας, πνοή μιας σκέψης.
Τότε, σκιά μου, μόριο και συ στο φως θα τρέμεις,
τότε θα θες στο σώμα πια να επιστρέψεις.

Νεα εστια, τ. 75, Σελίδα 274


Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Κοραλία Ανδρειάδη -Θεοτοκά - Ποιήματα

 Η κεντρική οδός

.
Αυτή η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας
Δεν έχει χελιδόνι, δεν έχει ουρανό.
Μεταλλικός ο ήχος της τους τοίχους της σταυρώνει
Κι οι κήποι λησμονήθηκαν μες στων νεκρών τα μάτια.

Αυτή η κεντρική οδός αδιαφορεί στις φλόγες και στο αίμα
Γελάς κι η υπεροψία της καπνίζει
Βουλιάζεις στη μονοτονία της ασφάλτου
Τα βιαστικά σου βήματα, λαβύρινθος θανάτου.

Δέστε σκοινιά να κρατηθώ μέσα στις μνήμες
Με τ’ άσπρα δέντρα και τις πορφυρές σκιές,
Πάνω στα στήθη των ωραίων αγαλμάτων
Στη χάλκινη ακινησία των αλόγων
Μες στα χαμόγελα γυμνών παιδιών
Που σαν κοράλλια απολιθώθηκαν στην αγκαλιά της.

Τι ωφελούν τα συντριβάνια
Μέσα στη δυναστεία των ανέμων;
Η φωνή μου χάνεται στις φωνές του πλήθους,
Στα πέτρινα σπίτια, στους κρότους των μηχανών.
Πίσω απ’ τα κάγκελα οι θησαυροί,
Σκόνη πυκνή κι αμείλικτη σαν τελευταία κρίση.

Μακριά, με δροσερό κρασί
Και το πουλίς της Άνοιξης στα ουράνια.
Μακριά! Η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας.

====================================

Δέος
.
Έσπασ’ ο ήχος τη φωτιά,
και τα χλωρά σου δάχτυλα πληγώνουν τ’ άστρα.
Βροντάς καμπάνες κεραυνών, ορμάς, γεννάς, γιορτάζεις
Λάμπεις καινούργιαν Άνοιξη, λάμπεις καινούργιο θάμα
Ωραία, μόνη, τραγική και παραδείσια σκέψη
Ωραία, μόνη, τραγική, σκέψη ανθρωποχαλάστρα
Π’ ανατριχιάζεις παίζοντας της χίμαιρας το δράμα.

Φύσης τυφλής ιέρεια και θείας δημιουργίας
Σκορπίζεις χώμα και νερά και τους ρυθμούς σπαράζεις.
Πετάς στο φως, στην γαλανή των ουρανών της στέψη.
Πετάς το βάρος λύνοντας προαιώνιας μαγείας.

Φεύγεις αποστρακίζοντας την πίστη σου στα πέρατα
Σέρνοντας στ’ άδεια στήθη σου τα δακρυσμένα βρέφη
- Άσπρισ’ η γη, πετρώσανε τα χέρια -
Πάνε χιλιάδες χρόνια
Που τη ζωή σου ζύγισες στων ιερών ταύρων τα κέρατα
Που την ψυχή σου τύλιξες στα νέφη.

Πάνε χιλιάδες χρόνια
Που ο κρότος απ’ το δεκανίκι σου διώχνει τα περιστέρια.

Έσπασ’ ο ήχος τη φωτιά, και τα χλωρά σου δάχτυλα πληγώνουνε τ' αστέρια.

=================================

Ο αγαπημένος ήταν Οκτώβρης με πουλιά
χόρταινε φως τα μάτια μου
τον ήπιε το νερό στο χώμα.
Θέλω να γεννηθώ ξανά για να τον κλάψω.
Όλα τελειώνουνε στο μαύρο...
*
Πηχτός Οκτώβρης, κατεβάζει σύννεφα πουλιά
και γω κελαηδώ στην ερημιά μαδώντας άνθη.
Το αίμα το δικό μου δεν ξημέρωσε στο φιλί σου.
Όχι δεν μερώνω έτσι, δεν υπάρχω...
*
Αισθηση θερισμένη με τον αέρα
εκείνον τον βέβαιο Οκτώβρη
που πήρε τη θάλασσα μαζί του...
Μην αγριεύεις πάλι αγαπημένε
σ' αυτό το στερνό καλοκαίρι
που ο χωρισμός κι η αλλαγή
δεν κοστίζουν τίποτα.
Ήσουν ο διάδοχος του Ήλιου
εσύ ο καινούργιος
με ξάφνιασες με τη μέθοδο
της πλημμύρας
πόσο στέγνωσαν όλα ξανά
η ίδια ξύλινη γεύση.
Αλλά το άδειο είναι γεμάτο θεούς...
*
Έχω αντοχή
φτάνει να πεις "μαζί"...
*
-Αγρυπνείτε λοιπόν, μην ξυπνήσω
Μόνο εδώ υπάρχω, μόνο μ' αυτόν υπάρχω.
*
Μακριά από τους πίδακες των ματιών σου
μακριά από το μαντείο του στήθους σου
φεύγω με τα κοπάδια τα παιδιά
που δίνουνε τον εαυτό τους μ' ένα σύνθημα.
Άθροισες σε μια νύχτα τη ζωή μου
γέμισες τ' άδειο κρεβάτι με σπασμούς
με βεγγαλικά την ερημιά της κάμαρας.
Δεν έμαθες τι χρειάζεται για να επιπλέεις,
την επίσημη γλώσσα, τα ψέματα,
και με τον πάταγο των δακρυγόνων εξαφανίστηκες
μέσα στην αυγή με τα μονοξείδια.
Κυκλωμένη από τις κοινές κραυγές
άνοιξα το παράθυρο φώναξα:
-Έχει ο καιρός γυρίσματα.
*
Εσύ, με τις λάμψεις από το αίμα
θ' αντέξεις.
Θα κλείνεις τη γροθιά σου μαχαίρι
γι' αυτούς που δεν μοίρασαν σωστά το χώμα
θα καταριέσαι αυτούς που φοράνε καπέλα.
Ξόδεψα τ' οξυγόνο μου για σένα,
το παρασύνθημα είναι θάνατος, φυλάξου
στην άλλη ζωή θ' ανταμώσουμε.

=================================

-Έχω αντοχή, φτάνει να πεις μαζί...
.
-Συμμαχήστε με το λουλούδι
Ως την Έκσταση.
Την αποθέωση.
Την αθανασία.

-Έλα, θα γείρω να σου τραγουδήσω
τις νύχτες με φωνές πουλιών,
τα μεσημέρια με φωνές ανέμων και αγγέλων.
Έλα, θα γείρω σαν δεντρί δοκιμασμένο
και μυστικά και φανερά θα τραγουδήσω
με μαγικούς ήχους βροχής και θρήνους,
με τις φωνές των κεραυνών, των κεντρισμένων ζώων μ' οργή και κλάμα ωκεανών και ραγισμένων βράχων.

Έλα, πλησίασε.
Δες, πως χτυπάει τον αέρα μοναχός.
Άκουσε η ζωή πως ρέει...ρέει...

====================================

Ρώτησα εκείνον που δεν γέλασε ποτέ.
-Γιατί ποτέ δεν γέλασες; Και είπε:
-Υπάρχει τίποτα για να γελάσω;
Ρώτησα εκείνον που γελάει πάντα.
-Γιατί γελας;Και είπε:
-Υπάρχει κάτι για να μη γελάσω;
Είναι καιρός να συμφωνήσουμε με σοβαρότητα.

====================================

-Κρατώντας με στ' απέραντο καλό σου χέρι
πως γαληνεύω...Απαλά πως σβήνουν οι στιγμές
και μαγικά μ' αγγίζουν οι ελπίδες.
Σκιρτά η θύμηση στο αίμα, αλλάζει, καίει
το δέρμα φθείρεται αγαπημένο
κι ακόμα με ζεσταίνει, με ζεσταίνει.

Kλαις, αθώο μάτι, ρυάκι δροσερό,
καθώς θροίζουν οι ψυχές μας στα πλατάνια
πουλιά αγιάζουνε τ' αγέρι,
Γιατί, δάκρυ από φως; Γιατί;

=====================================

''Κύριε, είσαι χρήσιμος
όχι ακόμα όμως, όχι ακόμα'
με χρειάζεσαι
όχι ακόμα όμως, όχι ακόμα'
η εκθαμβωτική λύση
ας μου ανήκει' σημειώνει, ενώ προσθέτει

Έγώ, το ον, το οργανικό
το εκουσίως κινούμενο
το σπονδυλωτό, το θηλαστικό
εγώ, ο δίχειρ, ο άνθρωπος,
το θήλυ, η Κοραλία, εγώ,
δεν θα σωπάσω τώρα
όχι τώρα
δεν έχω ανάπαυση
όχι πια.'

==================================

-Αγρυπνείται λοιπόν, μη ξυπνήσω
μόνο εδώ υπάρχω, μόνο μ' αυτόν υπάρχω.

-Θαρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.

Όσο αδειάζω, τόσο γεμίζω
για σένα, ξέχωρα από σένα
και το δείγμα του εαυτού μου μηδενίζω
για σένα, με σένα μέσα μου.

Τη ζωή μου, το θάνατο μου, μαζί σου
σ΄άλλη ζωή, σ΄άλλο θάνατο, μαζί σου.

Τώρα υπάρχω γιατί θέλω να υπάρχεις
για μένα, ξέχωρα από μένα,
κι' υπάρχεις, γιατί θέλεις να υπάρχω
για σένα, με σένα, μέσα μου.

=================================

Ήταν ένας μια φορά άγριος, θηρίο/
κι αγαπούσε μια κυρά, ρόδινη κυρά.

Ένα παραμύθι θα σας πω για την Ελένη/
θα σας δείξω το μαχαίρι και μια ωραία ζωγραφιά/
ένα παραμύθι θα σας πω για την Ελένη/
πού’χε μάτια συννεφένια μια φορά.

Ήταν ένας μια φορά ήμερος, αρνί/
κι αγαπούσε μια κυρά, ρόδινη κυρά.

==================================

Θα ξανασμίξουμε.

.
Τούτα τα δύο «εγώ», που 'γιναν ένα «Εσύ»,
δεν μπορεί να διαλυθούν,
κάπου θα πλανιούνται, κάπου θα συναντηθούν.
Θέλω να ελπίζω, για να μην αυτοκτονήσω
(μην κι ανατραπεί ή τάξη και δεν τον ξαναβρώ ποτέ).

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά - Νεκρή άνοιξη


Σπαταλώντας τον έρωτα κράτησα μια σταγόνα
που ταράζει το νου σα δάσος χειμώνα.
Φιλί Θεού η ψυχή δοκιμάζει τα νεύρα
κι' η αγρύπνια της μοναξιάς πένθος.
Μαραμένη ζωή, νεκρή Άνοιξη, βρέχει'
ο ένας στον άλλο πλάι σμίγει και χάνεται.
Μονάχα στ' όνειρο κερδίζω μια γεύση αιωνιότητας
και πληθαίνω τον καιρό με τραγούδια.

Σε άλλο φως, Ίκαρος 1967

Πηγή: Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Κοραλία Ανδρειάδη-Θεοτοκά - Αντί στεφάνου (1977)



Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ' όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.

Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης
ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.

Θα 'ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.

Πηγή: Κοραλία Ανδρειάδη-Θεοτοκά, Τα κείμενά της- Τα κείμενα για το έργο της, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1977

Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Κοραλία-Ανδρειάδη Θεοτοκά - Σπουδή σε ρυθμό και ρίμα Β΄




Μες στο κορμί μου ο ρυθμός. Καίει η ψυχή το θάμα
της κόκκινης ταχύτητας ο μυστικός παλμός
δαιμονικός και άγιος, ήχος βροχής ή κλάμα
καθώς στα στήθη σκίζεται και φέγγει ο διχασμός

που ξάφνιασε και τέντωσε τη γλώσσα και τα φρένα
και σκάβω μες στο μέτωπο, στο στέρνο το σφυγμό
της γύμνιας μου, της πείνας μου, της στέγνιας – «όχι εμένα,
δεν μ' έσπρωξε η ανάσα του. Κι αντέχω τον γκρεμό».


Νά η μηχανή! Το έμβρυο μέσα απ’ τη σπίθα Εκείνου
του χτίστη του πυκνού καιρού, θεμελιωτή ώς τα πέρατα.
Νά η γέννα μαύρης Άνοιξης και ξεσκισμένου κρίνου
που ύπνους ταράζει μιας ζωής μες σε κλεισμένα φέρετρα.


Το κύτταρο που ανοίγεται βαθύ ώς τον πυρήνα
που με ακοίμητους ρυθμούς το μάτι του παίζει αιώνια
κρυφές οι ελπίδες τρέμουνε στην ιερή του ίνα
μ’ άχρωμα γέλια σέρνουνται τρελά τα ουδετερόνια.


Κι είναι οι μεγάλοι ρυθμιστές του θεϊκού φορτίου
που άγνωστο λάμνει σ' άγνωστη τυφλή κι ουράνια τάξη.
Κι ο νους, τις πύλες κρούοντας του αρχαίου ιερατείου
ορμά με πύρινα κλειδιά τα αινίγματα ν’ αλλάξει.


Και νά κι ο χρόνος, ταραχή σ' άγρια φωτιά που απάρθενα
όρια γύρω σφίγγανε τη φύση και τη μάχη
και τ' όραμα και τη στιγμή, κι από τους ίσκιους μάθαινα
«εγώ, δεν είμαι εγώ Θεός, Θεός υπάρχει».


ΚΟΡΑΛΙΑ ΘΕΟΤΟΚΑ (1935 - 1976).

Σε άλλο φως, Ίκαρος, 1967

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά-Κύκλωμα

Λες ν’ αυτοκτόνησε ο Θεός, μητέρα,

σαν έφτιαξε τον κόσμο

δεν άντεξε την παραδείσια ομορφιά·

ή, δεν του φτάσανε όλα τα νερά

για να πλύνει τα χέρια του· ο δημιουργός τους.


Λες να πορευόμαστε μονάχοι πια, μητέρα,

όταν ο Μέγας Σχιζοφρενής

κατάλυσε τον εαυτό του

φυσώντας την πνοή του στον Αδάμ

μ’ ένα «Χαίρε»;


Πέντε αισθήσεις, λοιπόν.

Κι’ άντε να βυζάξεις το Μυστήριο

με νεκρούς πριν και μετά από σένα

«ων ουκ έστι αριθμός».


Ο εργάτης με το compresseur

χαμογελά στο πέρασμά μου, ρίχνει λόγια.

Να, κάποιος που ανοίγει δρόμους.

– Μάνα!


Ταυτότητα

Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά-Γράμμα στον Γιώργο Θεοτοκά


Επειδή δε μπορώ να φυτέψω ένα παιδί, ή μια σφαίρα
μέσα μου, μόνη μου,
αν και αγαπώ των λουλουδιών το τέλος
επειδή είμαι η Κοραλία των τάφων
και στεγνώνω τα μαλλιά μου μέσα σ’ ένα κρανίο
καπνίζοντας και ξεφυσώντας την ψυχή μου σε οστά γεγυμνωμένα
επειδή βάφω το κοράκι με το αίμα μου κάθε μήνα
και σμίγω το πνεύμα μου με το φως σου…
Επειδή κληρονόμησα μια δορά λεοπάρδαλης
και διπλώνομαι στον ύπνο μου για να μη σ’ αρνηθώ,
επειδή σβήνουνε οι ήχοι του αυλού και τα λόγια σου
κι άλλος την έρημό μου έζωσε και την ποτίζει,
έλα από τον χλοερό τον τόπο στ’ άδειο μου κρεβάτι,
να σου χαρίσω την οδύνη και τον στεναγμό
το φιλί και τον σπασμό
τη ζωή που περνά με το κράξιμο της ζωής
και δεν αποχωρίζεται τον εαυτό της.

 Ταυτότητα

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά - Με μια κίνηση θανάτου

 

Γυρεύοντας στη μοναξιά θα βρεις εμένα,
με μια κίνηση θανάτου έξω από το παράθυρο
να γυρίζω στη ρουφήχτρα τού χρόνου
καταπίνοντας την ανάσα μου.

Περίμενα ως την ώρα της φωτιάς
χωρίζοντας κόκκαλα, ρίζες και πέτρες
ξεφλουδίζοντας το σκουλήκι από τη λάσπη
και το φίδι από τα λέπια του.

Ταξιδεύοντας στο χώμα μοίρασα τη δροσιά
ήπια την ευωδιά από τη φυσική γέννα του λείψανου
γεύτηκα τη σάρκα από τους καρπούς των νεκρών.
Περίμενα ως την ώρα της στάχτης.

Μαραμένες ηδονές στην κατοικία της σιωπής.
Ξαναγεννιέμαι μονάχα μέσα στην έκσταση του ύπνου·
χτυπώ το σύννεφο και συμφωνώ με τον αφανισμό μου.
Κι ο κεραυνός, φλέβα Θεού, μαστίγιο
αφαιρεί το κορμί από την παρουσία του Έρωτα.

Υπάρχουνε ακόμη στους φλοιούς των δέντρων
οι χαραγμένες πράξεις με τα δάκρυα.
~
από τη συλλογή Σε άλλο φως, εκδ. Ίκαρος, 1967

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Κοραλία Θεοτοκά - Στον άνεμο επιστρέφει



Φιλώ την ψυχή στα χείλη σου, στα μάτια τις επιθυμίες
το κορμί δίχως έγνοια μονάχο στον έρωτα
ξένο στον κόσμο, στις σπίθες της νύχτας
πουλί που ψάλλει τη νεκρή δύναμή του.
Πένθιμη κρίση η φωνή μου πλασμένη με λάθη
-μυστική λειτουργία και φρουρά του καιρού-
ανοίγεται στην τρικυμία πλανιέται
μικρή σταγόνα στον άνεμο επιστρέφει.
Η μορφή μου, νιφάδα μέσα στη φωτιά
γρήγορος θάνατος μες στον καθρέφτη
ας πάρουμε τη στιγμή με την ομορφιά της
ας πάρουμε την ομορφιά μες στη στιγμή.

Σε άλλο φως, Ίκαρος 1967

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Κοραλία Ανδρειάδη-Θεοτοκά-Οξυγονοκολλητής


Κλεισμένο στα σκληρά επίπεδα μεσ’ στις συναλλαγές
 σ’ αρχαίους κύκλους πόνου
παρθένο αγόρι με ουράνιες πληγές
 καίει το χλωρό του το κορμί,
καίει την ορμή
 την Άνοιξη μεσ’ στις γαλάζιες αστραπές του οξυγόνου. 

 Με τις μουντζούρες των καιρών στα μάγουλα
στους ώμους άσπρα περιστέρια,
άγγελος χτίστης μοιάζεις, πύρινο παιδί,
καθώς λυώνεις την άρνηση
 στα διάφανά σου χέρια. 

 Χτύπα βαριά, χτύπα γερά,
τα υψωμένα κάγκελα, τα παγωμένα μέλη.
Χτύπα βαριά, χτύπα γερά,
είναι η κερήθρα κίτρινη κι είν’ άγριο το μέλι. 

Πηγή: www.lifo.gr

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Κοραλία Ανδρειάδη-Θεοτοκά-«ΟΡΙΟ»



Ίσκιε, πικρό μου όριο,
σπατάλησα τη δύναμή μου πλησιάζοντας
πώς να περάσω από τα μάγια, πώς.
Πέρα από σένα το είδωλό μου μες στο φως
κι εγώ την ύπαρξή μου σέρνω αλλάζοντας.

Ορμάς κρυφά και δένεσαι μαζί μου,
με κυνηγάς, ασάλευτα με φράζεις,
με κυριεύεις καθώς μάχομαι για ν’ αποδράσω·
πιστή φρουρά που καταδιώκεις τη φυγή μου
και τ’ όραμά μου αναίσθητα ταράζεις.

Ίσκιε, πικρό μου όριο, κι αν δε σε φτάσω
θα κοιμηθώ απλά στη γη και συ σιμά θα μείνεις
ώσπου να γίνω μόριο τέφρας, πνοή μιας σκέψης.
Τότε, σκιά μου, μόριο και συ στο φως θα τρέμεις,
τότε θα θες στο σώμα πια να επιστρέψεις.

Κοραλία Ανδρειάδη-Θεοτοκά (5 Μαΐου 1935 - 18 Δεκεμβρίου 1976)

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά - Η κεντρική οδός


Αυτή η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας
Δεν έχει χελιδόνι, δεν έχει ουρανό.
Μεταλλικός ο ήχος της τους τοίχους της σταυρώνει
Κι οι κήποι λησμονήθηκαν μες στων νεκρών τα μάτια.

Αυτή η κεντρική οδός αδιαφορεί στις φλόγες και στο αίμα
Γελάς κι η υπεροψία της καπνίζει
Βουλιάζεις στη μονοτονία της ασφάλτου
Τα βιαστικά σου βήματα, λαβύρινθος θανάτου.

Δέστε σκοινιά να κρατηθώ μέσα στις μνήμες
Με τ’ άσπρα δέντρα και τις πορφυρές σκιές,
Πάνω στα στήθη των ωραίων αγαλμάτων
Στη χάλκινη ακινησία των αλόγων
Μες στα χαμόγελα γυμνών παιδιών
Που σαν κοράλλια απολιθώθηκαν στην αγκαλιά της.

Τι ωφελούν τα συντριβάνια
Μέσα στη δυναστεία των ανέμων;
Η φωνή μου χάνεται στις φωνές του πλήθους,
Στα πέτρινα σπίτια, στους κρότους των μηχανών.
Πίσω απ’ τα κάγκελα οι θησαυροί,
Σκόνη πυκνή κι αμείλικτη σαν τελευταία κρίση.

Μακριά, με δροσερό κρασί
Και το πουλί της Άνοιξης στα ουράνια.
Μακριά! Η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας.

Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά (1935-1976)