Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - [Eικόν' αχειροποίητη]


      Eικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ' είχα,

      κ' είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.


      Oνείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,

      σαν περιστέρι στη σπηλιά μ' ετάραξαν για σένα.


      Kίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου λένε·

      τ' αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται να κλαίνε.


      Nα σε χαρή κ' η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,

      οπού 'ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια (!)


      Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφης ραβασάκια·

      στα χείλη σου τα ρόδινα πού τά 'βρες τα φαρμάκια;


      Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ' έρωτας καρτέρι,

      πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.


      Tα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ' εμέ, πουλί μου,

      αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.


      Kι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,

      αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το ξέρει.


      Tη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής, αρνί μου,

      αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.


Συμπεριλαμβάνεται στο διήγημα: «Θέρος - Έρος»


Ορφέας Περίδης - Εικόν' αχειροποίητη



Σωκράτης Μάλαμας - Στα Μάτια Τα Ψιχαλιστά

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Μία ψυχή


Ὁ ἄγγελος, ὡς λέγουν, τῆς ὑστάτης

πορείας ξεναγός, ἐπαναφέρει

τὴν φεύγουσαν ψυχὴν εἰς τὰ γνωστά της

καὶ εἰς τὰ προσφιλῆ τῆς μνήμης μέρη...


Ἀπηύδησα νὰ κυλινδῶ μοιραίως

τοῦ βίου μου τὸ ἄχθος πρὸς τὸ μνῆμα,

κατάδικος ὡς ἡ ψυχὴ φονέως

ἡ σύρουσ᾿ ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ τὸ θῦμα.


Ποία σκληρὰ τὴν θύραν μου χεὶρ κρούει;

Ὀστῶν ὡς θραυομένων εἶν᾿ ὁ κρότος·

τοιοῦτον κρότον πῶς τὸ οὖς ἀκούει;

Τοιοῦτο πῶς τὸ ὄμμα πλήττει σκότος;


Τὰ ἔτη μου ἠσώτευσα εἰς μάτην,

παρεῖδον τὴν στιγμήν μου τὴν ὑστάτην·

εἰς μάτην τὰς φαιδράς, τὰς γλυκυτέρας

ἠρίθμησα τοῦ βίου μου ἡμέρας...


Καὶ ἂν μαζί σου ὑπερβῶ τὰ νέφη,

κ᾿ εἰς τὸν Θεὸν ἡ χείρ σου ἂν μὲ φέρῃ,

τὸ πνεῦμά μου ὀπίσω ἐπιστρέφει

καὶ θεατὴς τῆς γῆς νὰ μείνῃ χαίρει.


Ὡς ξένος ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐρήμου

ζητεῖ τὸν πρὸ πολλοῦ ταφέντα οἶκον,

τῆς προσφιλοῦς ζητεῖ καὶ ἡ ψυχή μου

ἁλύσεώς της τὸν κοπέντα κρίκον.


(1891, 1921)


Πηγή: « ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ Ε΄

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ – Ν.Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΔΟΜΟΣ – ΑΘΗΝΑ 1988

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Nύχτα βασάνου


Πότε, μάτια μου καημένα,
θὰ κλεισθῆτε στὴ σιγή,
νὰ χαρίσετε σ᾿ ἐμένα
ὕπνο, ἀνάπαψη πικρή;

Ἀφουγκράσου! πῶς τ᾿ ἀηδόνι
λούφαξε στὴν ἐρημιά.
Ἄκουσ᾿, ἄκουσε τὸν γκιώνη·
παύει νὰ μοιρολογᾷ...

Καὶ τ᾿ ἀστέρια, μαραμμένα
λουλουδάκια τοῦ Θεοῦ,
σβηόνται, πέφτουν ὁλονένα
ἀπ᾿ τὸν κάμπο τ᾿ οὐρανοῦ.

Καὶ τὸ πυροφάνι ἐχάθη,
ποὺ στὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰ
φέγγει τοῦ γιαλοῦ τὰ βάθη
κι ἀντιλάμπει στὴ στεριά.

Κ᾿ ἡ Λιαλιὼ ποὺ τ᾿ ἀγναντεύει
μὲ λαχτάρα, ἡ λυγερή,
σφάλησε τὸ τζάμι, φεύγει·
ἄχ! τί ὄνειρα θὰ ἰδῇ...

Μοναχὸς ἐγὼ ἀγρυπνάω,
νυχτερεύω μοναχός·
᾿λεημοσύνη σᾶς ζητάω,
νύχτα, δόλι᾿ ἀγάπη, φῶς!

Ναί, μά τὸ ἱερὸ σκοτάδι,
ναί, μά τ᾿ ἄστρο τῆς αὐγῆς,
οὔτε ὕπνος, γιὰ σημάδι,
στὴ γαλήνη αὐτὴ τῆς γῆς!...

Γίνε, νύχτα, συντροφιά μου,
στὴ βαθειά, ἄπειρη σιγή·
ἔλα μὲς στὴν ἀγκαλιά μου,
δός μου ἀνάπαψη πικρή.

(1903)
Πηγή: « ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ Ε΄
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ – Ν.Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΔΟΜΟΣ – ΑΘΗΝΑ 1988

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Νύχτα βασάνου



Πότε, μάτια μου καημένα,
θὰ κλειστῆτε στὴ σιγή,
νὰ χαρίσετε σ' ἐμένα
ὕπνο, ἀνάπαψη πικρή;

Ἁφουγκράσου! Πῶς τ' ἀηδόνι
λούφαξε στὴν ἐρημιά.
Ἄκουσ' ἄκουσε τὸν γκιόνη,
παύει νὰ μοιρολογᾶ...

Καὶ τ' ἀστέρια, μαραμένα
λουλουδάκια τοῦ θεοῦ,
σβυόνται, πέφτουν ὁλοένα
ἀπ' τὸν κάμπο τ' οὐρανοῦ.

Καὶ τὸ πυροφάνι ἐχάθη,
ποὺ στὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰ
φέγγει τοῦ γιαλοῦ τὰ βάθη
κι' ἀντιλάμπει στὴ στεριά.

Κι' ἡ Λαλιὼ ποὺ τ' ἀγναντεύει
μὲ λαχτάρα ἡ λυγερή,
σφάλησε τὸ τζάμι, φεύγει·
ἄχ! τί ὄνειρο θὰ ἰδεῖ...

Μοναχὸς ἐγὼ ἀγρυπνάω,
νυχτερεύω μοναχός·
λεημοσύνη σᾶς ζητάω
νύχτα, δόλι' ἀγάπη, φῶς!

Ναί, μὰ τὸ ἱερὸ σκοτάδι,
ναί, μὰ τ' ἄστρο τῆς αὐγῆς,
οὔτε ὕπνος, γιὰ σημάδι,
στὴ γαλήνη αὐτῆς τῆς γῆς!

Γίνε, νύχτα, συντροφιά μου,
στὴ βαθειά, ἄπειρη σιγή·
ἔλα μὲς στὴν ἀγκαλιά μου,
δός μου ἀνάπαψη πικρή.

Περ. «Η Μούσα», 1903.

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Προς την Μητέρα μου (1874)


                                              Το σκοτεινό τρυγόνι-Μάλαμας-Λιαπάκης-Παπαδιαμάντης

Μάννα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ’ όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μαννούλα μου, ν’ αράξω,
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο•
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.

Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχη, η μέρα που γεννήθης•
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες•
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».