Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ξανθόπουλος Λευτέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ξανθόπουλος Λευτέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Το κόκκινο δωμάτιο



Άκου στο κόκκινο δωμάτιο
πέτρες βροχή κατρακυλούν
πώς να ξαπλώσω κομμένος στα δυό
μισός με τον πατέρα στο λιμάνι
μισός στη Φλωρεντία των Μεδίκων.

Γλυκαίνει ο καιρός καλοσυνεύει
βγαίνουν ανεμότρατες
μαρμαρόσκονη, τσιμέντο
ποιός φύσηξε στον τόπο αυτή τη σιωπή.

Ας γίνει ο φίλος εχθρός είπε
και γύρισε ξυπόλητος στον κήπο.

 Λευτέρης Ξανθόπουλος, Το κόκκινο δωμάτιο, Αθήνα 1988.

Αναδημοσίευση από: https://alonakitispoiisis.blogspot.com/search/label/%CE%9E%CE%91%CE%9D%CE%98%CE%9F%CE%A0%CE%9F%CE%A5%CE%9B%CE%9F%CE%A3%20%28%CE%9B%CE%95%CE%A5%CE%A4%CE%95%CE%A1%CE%97%CE%A3%29



Λευτέρης Ξανθόπουλος - Μικρός παρακλητικός κανών


Στρόγγυλα να είναι
                      τα λόγια
ζεστά
να καίνε
σαν τα ψωμάκια
που μόλις βγήκαν
                         από το φούρνο


Να αχνίζουν
                   τα λόγια

Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων


Λευτέρης Ξανθόπουλος - Λίνδος ’69

Βράχια
ανάποδες κούπες
Βουνά
ρόϊδια σπασμένα
Σπηλιές
ανοιγμένοι έρωτες
Ηλιοτρόπια με
σπόρια μεστά
Πωρόλιθοι πολεμίστρες
ιπποτών σιδερένιων
Λιόδεντρα μυθικά
σε βουλισμένες αυλές
με αργαλειούς
χωνεμένους στο χώμα
Καυτός ο αέρας
προγόνων θυμίαμα
Σπονδή ιερή
το ταξίδι αυτό

Βορεινός τομέας, 916

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Ο θάνατος του ζώου



Με το ρίγος του ζώου
πεινασμένου που χιμάει
με το ρίγος του ζώου
που σκύβει το κεφάλι
που κατεβάζει το κεφάλι
που περιμένει
με το ρίγος του ζώου
στα σπλάχνα του άλλου ζώου
με το ρίγος της βροχής
που τους χαϊδεύει
και τους σκεπάζει
Με τις πατημασιές του ζώου
στη λάσπη και στο χώμα
με τις πατημασιές του ζώου
στη λάσπη στο χιόνι
και στο χώμα
με το γλυκασμό
του χορτασμένου ζώου
με το γλυκασμό του ζώου
που χάνει την καρδιά του

Οι εχθροί και οι φίλοι μου, Γαβριηλίδης 2014

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Τα μαύρα στίγματα της Ανοίξεως


Από τη μια άκρη της διώρυγας πηδάει στην άλλη ο 

γατόπαρδος από κάτω με το μαχαίρι κομμένο γαλάζιο

νερό


Γαντζώνεται με τα νύχια του στα μαλακά τοιχώματα

σκαρφαλώνει στην κορυφή του λόφου στο φρύδι σκύβει

για μια στιγμή στο βάθος που άφησε πίσω του και

βιτσίζοντας τον αέρα με την ουρά του χάνεται πάλι στα

μονοπάτια και τους χαμηλούς αμπελώνες που μόλις

βγάζουν τα πρώτα τους φύλλα σήμερα 13 Απριλίου 2004

λίγο πριν ή λίγο μετά την πόλη και τη θάλασσα της

Κορίνθου


Οι εχθροί και οι φίλοι μου, Γαβριηλίδης 2014

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Η στερεομετρία του Λεονάρντο

 Όταν ο Λεονάρντο ντα Βίντσι συνάντησε στο δρόμο του
μία κυρία με βέλο που έμοιαζε πολύ με την Παναγία 
και του είπε σας βλέπω κάθε βράδυ στον ύπνο μου
δεν κατάλαβε ο Λεονάρντο εκείνη ακριβώς τη στιγμή
πως η συγκεκριμένη κυρία ήταν όντως η Παναγία

οι εχθροί και οι φίλοι μου, Γαβριηλίδης, 2014

Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Ο κυνηγός



Ήρθε απέξω έδεσε τις πέρδικες απ’ τα

ποδάρια και τις ακούμπησε στο κατώφλι

κατάχαμα με τα φτερά ανοιχτά να

σπαρταράνε. Έπειτα γύρισε το κλειδί

στην κλειδαριά και μπήκε όπως ήταν

με τις λάσπες με τα νερά.


Γύρισε όλο το σπίτι και δεν βρήκε

κανέναν στην κουζίνα παρατημένα

τα εργαλεία μαχαίρια κουτάλες

οι φωτιές.


Γύρισε όλο το σπίτι μόνος προσπάθησε

να βρει το φανάρι θυέλλης πουθενά.


Νύχτωνε και τον ακουμπούσε το

κρύο η βροχή το σπίτι έτριζε.


Θυμήθηκε τις όρνιθες στο κατώφλι

βγήκε να τις μαζέψει τα πουλιά φευγάτα

μήτε σχοινί μήτε κορδόνι σαν κάποιος

να τα πήρε αλλού.


Διέκρινε πατημασιές οι

δικές του; Δεν ήξερε να πει.


Τα σκυλιά που ως τότε γλύφανε τις

πληγές τους σηκώθηκαν στα τέσσερα

μήτε κουνούσαν την ουρά μήτε την

κρατούσαν ανοιχτή.


Λιγάκι φοβήθηκε η νύχτα τον

ξεγελούσε λιγάκι φοβήθηκε

τον εαυτό του όχι κάτι διαφορετικό.


Γύρισε μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού

γέμισε πιάτα με φαγητά με εδέσματα

και τα σκόρπισε έξω από το σπίτι

στην αυλή.


Κάποιος θα φανεί μέσα στη νύχτα

είπε με βεβαιότητα ίσως επαίτης

ίσως λεπρός και θα ζητάει.


Σκέφτηκε να ’χε κρεμάσει κουδου-

νάκια στα πουλιά τώρα θα τις άκουγε


Αυτή η σοφία ακριβώς που μοιάζει

με του λιονταριού αυτή τον οδηγούσε.


Οι εχθροί και οι φίλοι μου, 2014

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Στεριά



Έφυγε

κι ο τόπος αυτός


 Περίσσεψαν

κάτι χειρόγραφα

νησιώτικα βλέμματα

κι ένα καράβι

που μας έφερε

και μας πήρε


Διαλέξαμε

άσχημες μέρες

να πεθάνουμε


Αντίψυχα, 1982

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Ένα αδημοσίευτο ποίημα και έξι ιστορίες του Λευτέρη Ξανθόπουλου

 

Γέρων στρατηλάτης προ του τέλους

Ι

Και πώς κουρ­σεύ­ε­ται μια πό­λη; Με ποιόν και­ρό και από ποια με­ριά; Από ανα­το­λή; Από τη δύ­ση; Από τα υψώ­μα­τα στον Άγιο Σί­λα η από τα πε­δι­να στο Κα­ρά­ορ­μαν; Μέ­ρα ή νύ­χτα; Χει­μώ­να ή κα­λο­καί­ρι;

Μπαί­νεις με τη σιω­πή ή βά­ζεις τα αλο­γα να φρου­μά­ζουν και να χτυ­πούν τις οπλές τους στο χώ­μα ση­κώ­νο­ντας σύν­νε­φο σκό­νη έξω από τα τεί­χη;

Τι πε­ρι­μέ­νεις από την πό­λη και ποιό το κούρ­σο;
Πλού­τη; Χω­ρά­φια; Γεν­νή­μα­τα; Ασή­μι και χρυ­σό;
Κα­μα­τε­ρά; Ψυ­χές;

Θυ­σιά­ζεις αιχ­μα­λώ­τους πριν την κουρ­σέ­ψεις; Κρε­μάς τους αντρες στη φούρ­κα και τα­πει­νώ­νεις γυ­ναί­κες και παι­διά; Σέρ­νεις δε­μέ­νους στον τρο­χό και στο πα­ζά­ρι;

ΙΙ

Με­τά θα φύ­γεις πά­λι. Θ᾽α­φή­σεις μέ­σα στις σπη­λιές τούς λί­γους που δεν πρό­λα­βες να κό­ψεις; Θα τους αφή­σεις να γεν­νο­βο­λούν και ν ᾽α­βγα­τί­ζουν ως τόν επό­με­νο κα­τα­κτη­τή ή θα τους ξε­τρυ­πώ­σεις να τους πε­ρά­σεις και αυ­τούς μα­χαί­ρι ίσα­με τον τε­λευ­ταίο;

Τα­ξι­δεύ­ο­ντας με­ρό­νυ­χτα μέ­σα στο βα­ρύ χει­μώ­να βδο­μά­δες και μή­νες με τις άγριες φυ­λές των βαρ­βά­ρων από το βορ­ρά να απο­δε­κα­τί­ζουν το στρα­τό σου

η άλ­λη πο­λι­τεία που σε πε­ρι­μέ­νει θα έχει άρα­γες πλού­τη γκα­μή­λες χρυ­σά­φι ζω­ντα­νά με­τα­ξω­τά μπα­χά­ρια και μυ­ρω­δι­κά; Ή μή­πως θα ‘βρεις σκόρ­πια χα­μό­σπι­τα με πλί­θρες και τα­πει­νές κα­λύ­βες με άχυ­ρο και φύ­κια ση­κω­μέ­νες σε ξύ­λι­νους πασ­σά­λους μέ­σα στο νε­ρό;

Έλα λοι­πόν για πες μου τώ­ρα τι θα κά­νεις με μια χού­φτα κου­ρε­λή­δες για στρα­τιώ­τες σου που ξε­πα­γιά­ζου­νε στο κρύο και σε ακο­λου­θά­νε βου­λιά­ζο­ντας έως το γό­να­το μέ­σα στη λά­σπη με κλει­σμέ­νο τον και­ρό από πα­ντού στα κα­πνο­τό­πια στο Ντρα­νί­τσι και πιο πέ­ρα ακό­μη στα σκο­τει­νά τε­νά­γη των Φι­λίπ­πων;


[ Γράφτηκε στις 15.9.2014 και κυκλοφόρησε σε δίφυλο εκτός εμπορίου τον Δεκέμβριο του 2019 σε 123 αντίτυπα (15 X 21 εκ.) αριθμημένα με το χέρι και υπογεγραμμένα από τον ποιητή σε χαρτί Fabriano Ιταλίας 160 γραμμ. με τη φίρμα Tartaruga ]

Έξι [αδημοσίευτες] ιστορίες του κυρίου Νι

Ο πλανόδιος

Καλοκαίρι, μεσημέρι, βράζει ο τόπος. Περνάει από μπροστά του με τρελή ταχύτητα ανοιχτό Ντάτσουν. Ο κύριος Νί προλαβαίνει να διαβάσει μεγάλη επιγραφή επάνω στην καρότσα:

ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΛΙ
ΤΑ ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ

Σε σαμαράκι λίγο πιο κάτω, χτυπάνε οι ρόδες, χοροπηδάει το αυτοκίνητο, πέφτει και σκάει καρπούζι τεραστίων διαστάσεων στο οδόστρωμα. Η κόκκινη ψίχα απλώνεται στην άσφαλτο. Κοκκινίζει ο δρόμος, παντού.

Κοιμητήριο

Ο κύριος Νι σε νεκροταφείο να ξεπροβοδίσει αναχωρήσαντα πριν της ώρας του καλό γείτονα, συναντάει τον γνωστό του Δ. Π., που έγραφε στίχους και τραγουδούσε με την κιθάρα του σε συνοικιακά κλαμπάκια πριν από χρόνια όταν ήταν πιο μικρός και άταχτος. Ο Δ.Π. από την παλιά γειτονιά, φτάνει καθυστερημένος, φτάνει ασθμαίνοντας αφού έχουν κατεβάσει τη σορό στο χώμα. Φίλοι και συγγενείς έχουν αρχίσει να αποχωρούν από το μνήμα.

– Δ.Π.: Κι εσύ τραβιέσαι από δώ κι από κεί, ε;
– Κύριος Νί: Ναί, από κηδεία σε κηδεία. Μεγαλώσαμε φίλε.
–Δ.Π.: Α, δε σου το ’πα; Κινέζος, αυτό είναι, Κινέζος: το επάγγελμα του μέλλοντος.

Οι δύο εργάτες του δήμου με τα φτυάρια στο χέρι πάνω από τον ανοιχτό τάφο, περιμένουν να απομακρυνθεί και ο τελευταίος για να φτυαρίσουν.

– Α: Α, ρε Μήτσο ξέρεις ποιός άλλος πέθανε;– Β: Ποιός;
– Α: Ξέρεις τον Θοδωράκη τον χοντρό, που γυρνούσε και βλαστήμαγε;
– Β: Τον ξέρω
–Α: Ε, αυτός! Έσκασε…

Η Ρίτσα

Ο κύριος Νι τρέχει να προλάβει το απορριμματοφόρο του δήμου, που περνάει έξω από την πόρτα του. Επείγεται να απαλλαγεί από τη μαύρη σακούλα που κρατάει στο χέρι του. Το σκουπιδιάρικο με την φονική εξάτμιση χάνεται στη στροφή. Μένει σύξυλος στη μέση του δρόμου. Ακουμπάει τη σακούλα κάτω, βγάζει το σκουφάκι του και σκουπίζει τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Έρχεται από την απέναντι μεριά τού δρόμου η Ρίτσα, γειτόνισσα που τη γνωρίζει από μικρό παιδί, με μια σακούλα σουπερμάρκετ στο χέρι, ώριμη και ζουμερή, πενηντάρα και βάλε, ζωντοχήρα που το λέει όμως η καρδούλα της.

– Κύριος Νί: Είδες; πάλι, δεν το πρόλαβα…
– Ρίτσα:  Αυτοί, το μόνο που τους νοιάζει είναι να σχολάσουνε.
– Κύριος Νί: Ναι, δεν βλέπουν την ώρα.
– Ρίτσα: Πού να σου τα λέω τι έπαθα στη λαϊκή. Ζαλίστηκα και πήγα να πέσω. Πήγα δίπλα στην Τασούλα στο φαρμακείο και μου πήραν την πίεση. Άστα, πονάν τα κόκκαλά μου, όλο μου το σώμα πονάει, δεν ξέρω τι έχω, χάλια.
– Κύριος Νί: Άκου Ρίτσα, εμπιστευτικά σου το λέω και μην με παρεξηγείς…   Άντρα θέλεις!
– Ρίτσα:  Πες το ψέματα, ξεμένει ο άνθρωπος.

Η στεριά και η θάλασσα

«Μια φορά κι έναν καιρό η θάλασσα ήτανε μονοιασμένη με την στεριά. Κάποτε λογόφεραν για κάτι παραμικρό, κάτι το ασήμαντο και η στεριά έδιωξε τη θάλασσα. Η θάλασσα από τότε δεν συγχώρεσε ποτέ το κακό που της έκανε η στεριά και όταν θυμάται το άδικο χιμάει καταπάνω της να πάρει πίσω τη γη που κάτεχε.»

Ο κύριος Νί δεν έπαψε το τελευταίο διάστημα να διαβάζει στις εφημερίδες, όλο και πιο συχνά, τις προβλέψεις επιστημόνων για το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο της στάθμης των θαλασσών και την εξαφάνιση κάτω από το νερό μεγάλων εκτάσεων γης, ακόμα και ολόκληρων πόλεων από τον παγκόσμιο χάρτη.
Σε αυτό το σημείο ακριβώς θυμήθηκε από τα παλιά το παραπάνω παραμυθάκι που του έλεγε συχνά η γιαγιά του, δίκην προλόγου και για προθέρμανση πριν από το μεγάλο, το καλό παραμύθι, που όμως ποτέ του δεν το άκουσε μέχρι το τέλος γιατί τον είχε πάρει κιόλας ο ύπνος.
Μήπως οι παλαιοί γνωρίζανε κάτι περισσότερο από εμάς τους νεότερους; αναρωτήθηκε με απορία ο κύριος Νί.

Η σύσκεψη

Ο κύριος Νι συμμετείχε στην μεγάλη προγραμματισμένη σύσκεψη στελεχών της εξαγωγικής εταιρίας πλακιδίων και ειδών υγιεινής που εργαζόταν ως επικεφαλής του λογιστηρίου* μέχρι την συνταξιοδότησή του. Η σύσκεψη είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Κάποιοι ανυπόμονοι άνοιγαν τα κινητά τους, άλλοι μάζευαν χαρτιά και μολύβια από το τραπέζι και σηκώνονταν.
Εκείνος ο καινούργιος, ακριβώς δίπλα του, ένας εξαιρετικά δραστήριος top executive με σωρό τα πτυχία, που άρχισε από πολύ νωρίς και κάπως αλαζονικά, θα έλεγα, να επιδεικνύει τα ηγετικά του προσόντα στην Εταιρεία, σαν λίγο να δίστασε πριν σηκωθεί, κοίταξε μια ματιά τριγύρω, μετά έγυρε το κεφάλι στο πλάι, ακούμπησε στον ώμο τού κυρίου Νί, τον αγκάλιασε με τα δυο του χέρια και άρχισε να κλαίει, άρχισε γοερά να κλαίει επάνω στους ώμους του.
Οι υπόλοιποι έμειναν παγωμένοι και άφωνοι στο σημείο που τους βρήκε το αναπάντεχο αυτό γεγονός, το παράπονο του νέου συναδέλφου. Εκείνος, ανάμεσα στους λυγμούς του ακούστηκε να λέει:

«Κάθε τόσο τρυπώνουν τα κακά πνεύματα μέσα στο κεφάλι μου. Εκεί τους περιμένουν τα καλά πνεύματα και δίνουνε τη μάχη. Το αποτέλεσμα της μάχης είμαι εγώ ο ίδιος, αυτή ακριβώς τη στιγμή, μαζί σας, τώρα.
Όταν τα κακά πνεύματα γίνονται πιο πολλά από τα καλά, όπως σήμερα, τότε χάνονται τα ζύγια και ένα μέρος τους πρέπει να αποβληθεί. Εδώ και αρχινάει ο πόλεμος αναμεταξύ τους, ο θρήνος και ο κοπετός.
Το κλάμα είναι από τα κακά πνεύματα που καταδιώκονται από τα καλά και φεύγουν για να γλυτώσουν. Όταν βγούνε έξω στον ανοιχτό αέρα και στο φως, ζαλίζονται και πέφτουν κι εγώ επιτέλους ξαναβρίσκω τον εαυτό μου και είμαι έτοιμος να γεμίσω ξανά με καινούργιες ιδέες, καινούργιες ιστορίες, καινούργιες περιπέτειες. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τις ιστορίες μου.»

Σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια, διόρθωσε τη γραβάτα, ίσιωσε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του, άνοιξε την πόρτα και με μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπο, ακέραιος και ευθυτενής δρασκέλισε το κατώφλι και βγήκε.

Ο κύριος Νι βγήκε τελευταίος από την αίθουσα και καθώς διέσχιζε συλλογισμένος τον μακρύ διάδρομο, άκουσε πίσω του ένα βουιτό, όπως σμήνος μικρών καταδιωκτικών αεροπλάνων σε καιρό πολέμου. Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κεφάλι και ένα σμάρι από τα κακά πνεύματα, σαν κοπάδι αγριεμένες σφήκες ή σαν σμήνος πεπτωκότες άγγελοι πέρασε σφυρίζοντας από δίπλα του και χάθηκε φτεροκοπώντας στο βάθος.
Ο κύριος Νι στύλωσε το βλέμμα του ίσια μπροστά, έσφιξε τα ντοσιέ με τα υπηρεσιακά έγγραφα κάτω από την αμασχάλη του και συνέχισε την μοναχική του διαδρομή, προσπερνώντας γραφεία με ανοιχτές πόρτες και γραφεία με κλειστές πόρτες ως την άλλη άκρη του ορόφου, ως το γραφείο του με το τυφλό παράθυρο στον ακάλυπτο.

[ και ]

Για του λόγου το αληθές

Όταν ο κύριος Νι ήταν ακόμα μικρό παιδί και το σπίτι επρόκειτο να ζυμώσει, τον έστελνε η μάνα του στο φούρνο του Μπέτσου στην Τζουμαγιάς για ν’ αγοράσει προζύμι. Η κυρία Κοραλία από το ταμείο, φώναζε κάποιον από το ζυμωτήριο να φέρει έξω ένα πενηνταράκι μαγιά.
Συνήθως έβγαινε ο Ευάγγελος με τον άσπρο σκούφο στο κεφάλι και την κάτασπρη ολόσωμη ποδιά, τυλιγμένος στο αλεύρι. «Πάλι ζυμώνει η μάνα σου; Θα μας τρελάνει με τις μυρουδιές της».

Ο Βαγγέλης, αγράμματος αρτεργάτης, γυναικάς, πρόσφυγας από την Ιωνία, ο καλύτερος ψάλτης στην εκκλησία της ενορίας στον Άγιο Στυλιανό Γκύζη και εν τούτοις φανατικός κομμουνιστής, μιλούσε με παραβολές και συχνά χρησιμοποιούσε τη γλώσσα της Ευαγγελίων ή αποσπάσματα από πατερικά κείμενα και ψαλμούς, κάποτε ακατάστατα, που όμως όλα τα είχε φέρει μαζί του από τις χαμένες πατρίδες.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν και καθώς έδινε στον μικρό κύριο Νι μια πρέζα μαγιά τυλιγμένη σε κομματάκι εφημερίδας, του λέει: «Πες στη μάνα σου ότι η μαγιά είναι το ποίημα του σύμπαντος κόσμου· από τον Ευάγγελο να της πεις, τον ψάλτη».

Πολλά χρόνια αργότερα, συνοδεύοντας τον υπέργηρο αρτεργάτη στην τελευταία του κατοικία σε τόπο χλοερό σε τόπο αναψύξεως, και ακούγοντας την εξόδιο ακολουθία θυμήθηκε ο κύριος Νί τα λόγια του πάλαι ποτε εν ζωή καλλίφωνου Βαγγέλη, μόνο που αυτή την φορά, αποχαιρετώντας τον αγαθό αρτοποιό, αναποδογύρισε από μέσα του τις δύο λεξούλες από τον ψαλμό και ψιθύρισε: «Το ποίημα είναι η μαγιά του σύμπαντος κόσμου Ευάγγελε».

Αυτά και για του λόγου το αληθές.

Πηγή: https://www.kavalapost.gr/politismos/242435/ena-adimosieyto-poiima-kai-exi-istories-toy-leyteri-xanthopoyloy/

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Γέρων πυροτεχνουργός συνομιλεί με τους δαίμονες εντός του


Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα

καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ θὰ έρθουν

μετὰ ἀπὸ μένα

δὲν θὰ μπορέσουν

τίποτα

ποτὲ καὶ

σὲ κανέναν

Ἔτσι και ἔφυγαν ὅλοι ὁ Μίλτος ὁ Νώντας ὁ Θάνος ἡ Φρίντα ὁ Ἀνδρέας ὁ Χρῆστος ὁ μεγάλος καὶ ὁ ἄλλος ὁ Χρῆστος ὁ μικρὸς ἡ Λουκία ἡ Σούλη ὁ Μιχάλης ὁ Νίκος ο γιός του Σήφη ἡ Λιλίκα ἀπό την Κοκκινιά ὁ Γιῶργος ἀπὸ τὰ Σωτηριάνικα ὁ Στέφανος ὁ Βάγγος ὁ Τάσος ἀπὸ τὴν Μακρόνησο ἡ μάνα μου καὶ πόσοι ἀκόμα

Ἄλλοι στὴν ὥρα τους

ἄλλοι νωρίτερα

φύγανε ὅμως

Δὲν θὰ μπορέσω

νὰ σταματήσω

αὐτὸ τὸ κακό

εἶπα

τίποτα

ποτὲ καὶ

σὲ κανέναν

Δὲν θὰ μπορέσω οὔτε καν

καὶ σὲ μένα τὸν ἴδιον

ἔτσι τοὺς εἶπα


Λευτέρης Ξανθόπουλος

31.12.2018


Στη σχετική συνέντευξη που είχε δώσει, είχε πει για το ποίημά του:

'' Όλα είναι μία απώλεια για μένα...Κάποιοι φίλοι που χάθηκαν, ακόμη τους θρηνώ. Ο Αντρέας ο Παγουλάτος, ο Τάσος Ζωγράφος, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, η Φρίντα Λιάππα, ο Χρήστος Παπουτσάκης, ο Σαχτούρης, ο Γονατάς, ο Κούνδουρος. Όλοι αυτοί υπάρχουν σε ένα ανέκδοτο ποίημα μου. Στο τέλος έβαλα και τη μάνα μου.''

Λευτέρης Ξανθόπουλος, «Ο πατέρας παντού II»

Σηκώνομαι το καλοκαίρι από το κρεβάτι να βρω τον πατέρα
πίνει τον καφέ του στη βεράντα
τρέχω να τον προλάβω

Βάζω καφέ στο μπρίκι ζάχαρη νερό ανακατώνω

Λίγο πριν πάρει βράση τον κόβω όπως μου έχει 
μάθει εκείνος
κόφτονα βρε κόφτονα μη σπάσει το
 καϊμάκι φωνάζει από τον κήπο

Ρίχνω τον καφέ στο φλιτζάνι βγαίνω έξω ανάβω
τσιγάρο και περιμένω 

Μονάχα ο σκύλος στα πόδια μου

Αεράκι θροΐζει στα φυλλώματα

Ο πατέρας περνάει

Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων, εκδ. Γαβριηλίδης, 2018

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/poems-coffee-day/ ]

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Την εποχή που ο ζωγράφος Βάλιας Σ. κατέβηκε από το βουνό

 και ζωγράφιζε συνηθισμένες γυναίκες της γειτονιάς ζωγράφισε τη Στέλλα τη γυναίκα που του κρατούσε το σπίτι ζωγράφισε και τη μάνα μου με χρωματιστή κιμωλία τότε περίπου περνούσα τη σιδερένια γέφυρα του Στρυμώνα κατασκευής του στρατού έτριζε η γέφυρα από τα μπουλόνια της το μέταλλο βογγούσε πίσω μου το λιοντάρι καθισμένο στα πέτρινα ποδάρια του κάτω από τη γέφυρα το νερό κυλούσε πράσινο χωράφια ώς εκεί που πιάνει το μάτι καλαμιώνες γαλήνη. Απέναντι από τη γέφυρα και από τα σπαρτά είδα να έρχεται ο λοχαγός μου. Φορούσε ρώσικη ναυτική φορεσιά

πού πας συναγωνιστή λοχαγέ του λέω καθώς περνούσε από κοντά μου. Πέρα μας χτυπούν οι οβίδες μου λέει είμαστε μέσα στο αμπρί ένας ένας φεύγουμε να γλυτώσουμε κάθε κατεργάρης στον πάγκο του που έλεγε και ο πατέρας μου έτσι μου είπε. Τότε ακούστηκε ο θόρυβος δυο τρείς φορές στο τζάμι σαν κάποιος να πετούσε πετραδάκια. Πού βρέθηκε το τζάμι αναρωτήθηκα που βρέθηκαν τα πετραδάκια

ένας κόρακας ένα μαυροπούλι μου έδειχνε ψηλά στην ταράτσα με το ράμφος του και τη μικρή του γλώσσα τη σουγλερή

η Στέλλα του ζωγράφου είχε μπει στο πλυσταριό είχε βγάλει όλα της τα ρούχα την κιλότα και σκυμμένη στη σκάφη έπλενε. Το καζάνι έβραζε παντού ατμός. Από την χαραμάδα της πόρτας φαινόταν ο πισινός της είχε μια μαύρη κατάμαυρη ελιά στον άσπρο της κώλο πόσοι μαζευτήκαμε εκείνη την ημέρα δεν το θυμάμαι

ο λοχαγός μου ο μουζίκος γύρισε και μου είπε. Δεν έχεις τι άλλο να κάνεις παρά μόνο να σκύβεις σε ξένες πόρτες και να κοιτάς τους ξένους κώλους στα πλυσταριά; Δεν του απάντησα. Κάτω από το παράθυρο στην ταράτσα ένας μαλακός σωρός οι πλαστελίνες του Μάριου είχαν μουλιάσει στον ήλιο. Τις σήκωσα και άρχισα να φτιάνω ανθρωπάκια. Πρώτα έφτιαξα τη μάνα μου μετά έφτιαξα τον πατέρα μου μετά είδα πως δεν τους θυμούμαι καθόλου καλά και τους χάλασα

η γέφυρα της μόμα έτριξε και κουνήθηκε πάλι. Το λιοντάρι ατάραγο όπως το είχα αφήσει στα πίσω του πόδια. Πώς να φτιάξω τη μάνα μου είπα πώς να φτιάξω τον πατέρα μου πώς να φτιάξω το σπίτι μας με τις κάμαρες το λαβομάνο της γιαγιάς το εικονοστάσι με την αναμμένη καντήλα; Πώς να τα φτιάξω όλα αυτά που δεν τα θυμούμαι; Στεγνώσαν τα χέρια μου αγκυλωθήκαν πώς να τα κουνήσω συντρόφοι; Εδώ χρειάζονται χέρια μικρού παιδιού αρσενικού που μόλις ξεκινάει  

τότε ήταν που άρχισε να βρέχει μια κατακόκκινη ψιλή βροχή όπως σας είπα και καθώς έβρεχε έβρεχε έβρεχε ξέσπασα σε μαύρο άτιμο κλάμα


 Την εποχή που ο ζωγράφος Βάλιας Σ. κατέβηκε από το βουνό 

Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/21149


Λευτέρης Ξανθόπουλος - Ο θάνατος του Μίλτου Σαχτούρη

 
Από τον θάλαμό του στο νοσηλευτήριο ηλικιωμένων 
Βασιλάκειον της οδού Τενέδου και πολύ κοντά στο μικρό 
διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης όπου ζούσε τα τελευταία 
είκοσι τέσσερα χρόνια της ζωής του μόνος και εντελώς 
μέσα στη δική του περιοχή από την παιδική του ακόμα 
ηλικία ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης και καθώς όλη τη 
νύχτα βογκίζαν άγρια σκυλιά στο προσκεφάλι του 
περνούσαν ελάφια είδε εξαίφνης το ποίημα που έβλεπε σε 
όλη του τη ζωή όμως τώρα πια δεν μπορούσε δεν 
προλάβαινε καν να γύρει στο πλάι για να το γράψει κι 
έβγανε μέσα στον ύπνο του και μέσα στον ξύπνο του μια 
κραυγή γεμάτη οργή και πόνο και μίσος και πάθος και 
ανάγκη και μεγάλο θυμό πού την ακούσαν όλοι οι 
θάλαμοι σε όλες τις πτέρυγες και όλο το νοσοκομείο της 
Κυψέλης 

Το περιστατικό μαρτυρείται διαδοχικά από τρεις 
διαφορετικούς ανθρώπους που ξαγρυπνούσαν εκείνο το 
βράδυ από τρεις πηγές η πλέον αξιόπιστη σήμερα 29 
Μαρτίου 2007 ημέρα Πέμπτη δύο χρόνια ακριβώς από την 
αναχώρησή του προέρχεται από την αδερφή νοσηλεύτρια 
Ευδοξία-Μαρία Νικολάου Ρεμπάπη από το χωριό 
Παλαιοφάρσαλος νομού Λαρίσης είκοσι οχτώ χρονών τότε 
στο καμαράκι της βάρδιας καθώς την έπαιρνε ο ύπνος 
στην καρέκλα της και πεταγόταν κάθε τόσο και λιγάκι 
άκουσε την κραυγή που όμοιά της κανένας άνθρωπος δεν έχει 
ξανακούσει ποτέ στον κόσμο όλο 
 
Σχίστηκαν στα δυο ανοίχτηκαν οι ουρανοί για να περάσει 
ο ποιητής και από εκεί ξεπρόβαλε για μια ακόμη φορά για 
μια ακόμη τελευταία φορά ξεπρόβαλε το ποίημα το 
καλύτερο ποίημα που άκουσε ποτέ και είδε ποτέ σε 
ολόκληρη τη βασανισμένη ζωή του ο Μίλτος μόνο που 
τώρα πια δεν μπορούσε δεν προλάβαινε καν στα ογδόντα 
έξι του χρόνια κατάκοιτος να σκύψει στο πλάι στο λευκό 
κομοδίνο να πάρει το κόκκινο μπικ και να το γράψει.

Οι εχθροί και οι φίλοι μου

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Οχηματαγωγό Μίλτος Σαχτούρης


Το σώμα είναι φως
σημάδι του χρόνου


Το σώμα είναι φάρος
και σήμα κινδύνου


Το σώμα

πάντοτε χώμα.                                       



 Λευτέρης Ξανθόπουλος (1945 - 2020)

Πηγή: Θανάσης Νιάρχος (επιμέλεια): Ποιητές για ποιητές Χειραψία πάνω από την άβυσσο, Καστανιώτης 2002.

                                

                          


Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Ο πατέρας παντού


Άνοιξε το ντουλάπι της κουζίνας

και βγήκε από μέσα ο πατέρας

κρατούσε δίχτυ με ψώνια πατάτες

μακαρόνια μοσχαρίσιο κιμά

τυριά από τον Ζαφόλια

50 δράμια καφέ˙

σας έφερα να φάτε είπε

ακούμπησε το δίχτυ στο τραπέζι

και βγήκε.

Έπειτα ήρθε η μυρωδιά του καπνού

από το μπάνιο από το χολ

απ’ το υπνοδωμάτιο από το σαλόνι

απ’ το φωταγωγό από τον κήπο.


Οι εχθροί και οι φίλοι μου

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Ο θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου


Δεν ήταν ο θάνατος του Οδυσσέα που
με πρόλαβε.

Έφευγε με τα παλικάρια του για το βουνό 
       και τα τσαρούχια τους χτυπάγανε στη 
               γυάλινη σιωπή σαν τη νύχτα προχωρούσε.

Μόλις περάσανε τον ποταμό έμεινε πίσω 
        να τους καμαρώνει στον αέρα δυνατά 
έι στον Γκίκα έι στον Ρίγγα έι και
σε σένα Αθάνατε.

Τον θάνατο τον αψήφαγε όσο κι αν είδε 
       στον ύπνο που κοιμόταν το ίδιο όνειρο 
              πολλές φορές και ξανά. Αγόραζε καινούρια 
      φορεσιά στο πανηγύρι του Άι-Λευτέρη
     του Τρυγητή κι ήταν μαύρα τα ρούχα 
      και φαρδιά έπλεε μέσα ο καπετάνιος 
       σαν να κολύμπαγε.

Είδε ακόμα στον ύπνο του το κυπαρίσσι του 
         τυλιγμένο στη φωτιά ήρθαν τά πρόβατα 
        κοντά και δεν αρπάζαν καθόλου φωτιά
μόνο περιμέναν.

Κάλεσε τον γραμματικό του υπαγόρεψε 
       τα όνειρα τα χτεσινά γράψε τα σημάδια 
           της ψυχής μου γραμματικέ Χατζηπανταζή 
         γράψ’ τα ελληνικά δοκίμασα τα γηρατειά 
        πολλές φορές στα νιάτα μου και ξέφυγα 
          δοκίμασα το θάνατο και ξέφυγα γιατί εγώ 
       είμαι ο Ανδρίτσος ο ίδιος ο πατέρας μου 
     από παλιά και σήμερα ακόμα δεν τους 
φοβούμαι.

Το άλλο πρωί με το άσπρο φως άρχισε 
       το κανόνι από χαμηλά και η σκηνή
                   με τα σπασμένα μάρμαρα με τις κολόνες 
               φούσκωνε σαν το πανί σαν το πανάκι 
στο άσπρο φως.

Ο Ρίγγας τ’ ορφανό τον σήκωσε στην άγκαλιά του 
       να στάζει αίμα ο καπετάνιος του και θάνατο 
    σαν το σφαχτό τον σήκωνε στα χέρια του 
ο Ρίγγας κι έκλαιε σαν το μωρό.

Κάθονταν γύρω στο νεκρό αρχηγό καταγής 
 με τις παλάμες στα γόνατα και σφιχτά 
        σαν τα γατιά κάποιος τους τότε ομολόγησε 
        ζει ο καπετάνιος σύντροφοι δεν πέθανε ζει
            και βασιλεύει τυλιγμένος στα υγρά εντόσθια 
   της μάνας του δικός μας και ζωντανός 
         δικός μας και ζωντανός.

Έπειτα σώπασαν.

Έπειτα σηκώθηκαν.

Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ο θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, 
Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα. Με πέντε ζωγραφιές του Αλέκου Φασιανού, Αθήνα, Δελφίνι, 1995

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Εφημερίδα τοίχου


Μας είπαν να βγείτε έξω να γνωρίσετε τον κόσμο
Βγήκαμε έξω και γνωρίσαμε τον κόσμο.
Μας είπαν τώρα που τον μάθατε τον κόσμο
ήρθε η ώρα να τον καταστρέψετε.
Λευτέρης Ξανθόπουλος, άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων, εκδ. Γαβριηλίδης.

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Ο ύπνος του περιβολάρη


Παλιά με αναστάτωνε ο ήχος της σάλπιγγας ο
ήχος του ρολογιού που κουρντίζει ο ήχος από
φτερά πουλιών που πέφτουν τη νύχτα ολοένα
στο μαξιλάρι μου
Τώρα φοβάμαι τις φωτιές φοβάμαι τη βροχή
φοβάμαι τις θαλασσινές σπηλιές φοβάμαι το
μαγγανοπήγαδο που γυρίζει μέρα και νύχτα
στον κήπο μας ολοένα γυρίζει

Οι εχθροί κι οι φίλοι μου, Γαβριηλίδης 2014.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γιώργου Χ. Θεοχάρη

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

Λευτέρης Ξανθόπουλος - Δύο ποιήματα

 Θεολογία των εντόμων

Ένα μερμήγκι περπατάει αναποφάσιστο πάντως σε ευθεία
γραμμή με πολλές στάσεις λες και μυρίζει κάθε φορά
τον αέρα μπροστά του και πίσω του και στο πλάι

Κουβαλάει στο στόμα του μια μεγάλη προβιά ενός άλλου
ζώου που δεν ένας θεός ξέρει δεν την αφήνει
Ο ήλιος που τσουρουφλίζει τα γυμνά ποδάρια των
περαστικών το μερμήγκι το αφήνει ανέγγιχτο λες και δεν
δεν τον ακούει καν

Το μερμήγκι βαδίζει στα χνάρια ενός
άλλου μερμηγκιού μπροστά του που επίσης βαδίζει πίσω
από κάποιον άλλον που πάντα προπορεύεται ο καθένας με
το δικό του φορτίο στο στόμα

Τα μερμήγκια όσο αβέβαιος και αν είναι ο σχηματισμός
τους (με τα άλλα μερμήγκια στη σειρά) όσο και αν τα
αφήσεις μακριά σε ξένη γη σε ξένα χώματα ξαναγυρνούν
με γεωμετρική ακρίβεια εκεί στη σπηλιά τους στα έγκατα
της γης στα μαύρα σκοτάδια σε όλα εκείνα τα ξένα
συμβάντα τα ξένα ζητήματα τα ξένα συμφέροντα που λόγο
έχουν και λόγο δεν έχουν

Πορτρέτο ποιητή σε ώριμη ηλικία
 
Σπασμένα δόντια
με ένα μαχαίρι
τσακίζει τα δόντια του
με την ανάποδη
του μαχαιριού
 
γρέζια
κομμένα δόντια
σκεπάζει με την παλάμη
το στόμα του
 
λευκές σταγόνες
αστραπές
και από κάτω
ντυμένος σκοτάδι
ντυμένος
στο μαύρο σκοτάδι
ο μασκαράς
 
μυρίζει δόλο
υπακοή και δόλο
και ξαφνικά
με ένα έτσι
ξαφνικά
με την ανάποδη
του χεριού του
κόβει σε χίλια κομμάτια
το γυαλί
 
μπροστά στον καθρέφτη
σε χίλια κομμάτια
το τρελό γυαλί

Πηγή: Οι εχθροί και οι φίλοι μου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2014

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Λευτέρης Ξανθόπουλος-Ένα πρόχειρο σπίτι


Σκίζει τό δέρμα τοῦ ψαριοῦ ἀπό τό κεφάλι πρός τήν οὐρά καθώς τό ψάρι σπαρταράει ἀκόμα. Τό ψάρι ἔχει βοῦλες ἀπάνω του ἔχει ἄσπρους λεκέδες. Τό ψάρι χτυπάει τόν ἀέρα μέ τήν οὐρά του σπαρταράει δυνατά. Μέ τά ἄσπρα του γάντια τό κρατάει σέ ὁριζόντια θέση μέχρι νά τελειώσει.
Ἔπειτα ἀποφασίζει νά τά γράψει ὅλα αὐτά νά τά βάλει σέ ἕνα βιβλίο. Τό βιβλίο θά ἔχει πράσινο κυπαρισσί ἐξώφυλλο καί γύρω γύρω κεραμιδί μπορντούρα. Θά τό ἀφιερώσει τό βιβλίο στόν δάσκαλό του νά τό δοῦνε ὅλοι μιά μεγάλη ἀφιέρωση μέ μεγάλα γράμματα δυνατά.
Τό φῶς χαμηλώνει σιγά σιγά. Σκοτάδι μαῦρο σκεπάζει τήν ὀθόνη. Ἀρχαῖα ὀνόματα περνοῦν ἀπό κάτω μέ τό Θῆτα τό Κόππα τό Δίγαμμα μέ τό Σαμπί σάν ὑπότιτλοι.
Ἐδῶ μπορεῖ νά διαβάσει κανείς. Εἶναι μεγάλος ὁ γιός μου. Μεγάλωσε. Παίζει μπάλα. Πηγαίνει σχολεῖο. Μαθαίνει μουσική. Ἔγινε ἄντρας. Σέ λίγο θά φύγει ἀπό τό σπίτι. Οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι φοβοῦνται. Φοβοῦνται τό κρύο. Φοβοῦνται τό σκοτάδι. Φοβοῦνται τή βροχή. Φοβοῦνται. Ἀντίο.
Λευτέρης Ξανθόπουλος ( 1945 -2020)