και ζωγράφιζε συνηθισμένες γυναίκες της γειτονιάς ζωγράφισε τη Στέλλα τη γυναίκα που του κρατούσε το σπίτι ζωγράφισε και τη μάνα μου με χρωματιστή κιμωλία τότε περίπου περνούσα τη σιδερένια γέφυρα του Στρυμώνα κατασκευής του στρατού έτριζε η γέφυρα από τα μπουλόνια της το μέταλλο βογγούσε πίσω μου το λιοντάρι καθισμένο στα πέτρινα ποδάρια του κάτω από τη γέφυρα το νερό κυλούσε πράσινο χωράφια ώς εκεί που πιάνει το μάτι καλαμιώνες γαλήνη. Απέναντι από τη γέφυρα και από τα σπαρτά είδα να έρχεται ο λοχαγός μου. Φορούσε ρώσικη ναυτική φορεσιά
πού πας συναγωνιστή λοχαγέ του λέω καθώς περνούσε από κοντά μου. Πέρα μας χτυπούν οι οβίδες μου λέει είμαστε μέσα στο αμπρί ένας ένας φεύγουμε να γλυτώσουμε κάθε κατεργάρης στον πάγκο του που έλεγε και ο πατέρας μου έτσι μου είπε. Τότε ακούστηκε ο θόρυβος δυο τρείς φορές στο τζάμι σαν κάποιος να πετούσε πετραδάκια. Πού βρέθηκε το τζάμι αναρωτήθηκα που βρέθηκαν τα πετραδάκια
ένας κόρακας ένα μαυροπούλι μου έδειχνε ψηλά στην ταράτσα με το ράμφος του και τη μικρή του γλώσσα τη σουγλερή
η Στέλλα του ζωγράφου είχε μπει στο πλυσταριό είχε βγάλει όλα της τα ρούχα την κιλότα και σκυμμένη στη σκάφη έπλενε. Το καζάνι έβραζε παντού ατμός. Από την χαραμάδα της πόρτας φαινόταν ο πισινός της είχε μια μαύρη κατάμαυρη ελιά στον άσπρο της κώλο πόσοι μαζευτήκαμε εκείνη την ημέρα δεν το θυμάμαι
ο λοχαγός μου ο μουζίκος γύρισε και μου είπε. Δεν έχεις τι άλλο να κάνεις παρά μόνο να σκύβεις σε ξένες πόρτες και να κοιτάς τους ξένους κώλους στα πλυσταριά; Δεν του απάντησα. Κάτω από το παράθυρο στην ταράτσα ένας μαλακός σωρός οι πλαστελίνες του Μάριου είχαν μουλιάσει στον ήλιο. Τις σήκωσα και άρχισα να φτιάνω ανθρωπάκια. Πρώτα έφτιαξα τη μάνα μου μετά έφτιαξα τον πατέρα μου μετά είδα πως δεν τους θυμούμαι καθόλου καλά και τους χάλασα
η γέφυρα της μόμα έτριξε και κουνήθηκε πάλι. Το λιοντάρι ατάραγο όπως το είχα αφήσει στα πίσω του πόδια. Πώς να φτιάξω τη μάνα μου είπα πώς να φτιάξω τον πατέρα μου πώς να φτιάξω το σπίτι μας με τις κάμαρες το λαβομάνο της γιαγιάς το εικονοστάσι με την αναμμένη καντήλα; Πώς να τα φτιάξω όλα αυτά που δεν τα θυμούμαι; Στεγνώσαν τα χέρια μου αγκυλωθήκαν πώς να τα κουνήσω συντρόφοι; Εδώ χρειάζονται χέρια μικρού παιδιού αρσενικού που μόλις ξεκινάει
τότε ήταν που άρχισε να βρέχει μια κατακόκκινη ψιλή βροχή όπως σας είπα και καθώς έβρεχε έβρεχε έβρεχε ξέσπασα σε μαύρο άτιμο κλάμα
Την εποχή που ο ζωγράφος Βάλιας Σ. κατέβηκε από το βουνό
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/21149
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου