ήταν μεθύσι, γλέντι! Το ελιξίριο
της ομορφιάς με γέλασε ένα βράδυ
κι όπως το ήπια πίκρισε η πνοή μου!
Με γλώσσα φιδινή απ’ το δηλητήριο
τους δαίμονες καλώ μες στο σκοτάδι:
Ω, Φθόνε, Μίσος, ύπουλο εσύ Ψέμα!
γεμίστε μου με λάσπη κι άμμο το αίμα,
των δήμιων τις κάννες να δαγκάσω
στ’ απόσπασμα μπροστά όταν θα φτάσω.
Σαν ύαινα πεινασμένη θα ουρλιάξω,
κάθε χαρά χιμώντας να σπαράξω!
Απόγνωση, θεά, σκορπιών μητέρα,
στου εγκλήματος στεγνώνω τον αέρα!
Την τρέλα ξεγελώ με φρικαλέο
κι ηλίθιο γέλιο. Σάπια άνοιξή μου,
σ’ αρχαίο συμπόσιο ψάχνει η όρεξή μου
κλειδί συμπόνιας. . . Διάολε, τι λέω;
Στεφάνι πλέξε μου από παπαρούνες
αιμάτινες, στον θάνατο να τρέξω,
και δώσ’ μου, Σατανά, φρίκες να παίξω:
οχιές φαρμακερές, μαύρες κουρούνες,
παχιές ορέξεις δώσ’ μου –άγριες γουρούνες–
να κυλιστώ στην Κόλαση απ’ έξω!
Και όσοι τέτοιο ύφος αγαπάτε,
κεντρί, απ’ του θανάτου την ρομφαία,
την πένα μου έχω κάνει, για να πάτε
στην Κόλαση –αναγνώστες, αν τολμάτε–
ενός καταραμένου συγγραφέα,
μες από τις σελίδες που κρατάτε. . .
Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Καφέ Ρετρό, 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου